Ο θάνατος του Αλεξάνδρου και οι περιπέτειες του Σώματος
Η θεοποίηση του Αλεξάνδρου
Η διαρκής παρουσία του Αλέξανδρου στα νομίσματα
Αλέξανδρος και Βυζάντιο, πρότυπο βασιλέως
Αλέξανδρος και Δυτικός Μεσαίωνας, ο ιδανικός ιππότης
Ο Αλέξανδρος και η Δύση. Από την Αναγέννηση στο Ρομαντισμό
Ο Αλέξανδρος στη Ρωσία
Ο Αλέξανδρος και η αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας
Ο Αλέξανδρος και η 7η τέχνη
Η Αναζήτηση του Αλέξανδρου σήμερα
Ο Αλέξανδρος προπάτωρ δυναστειών
Η γέννηση του θρύλου, το μυθιστόρημα
Αλέξανδρος και Ρώμη
Αλεξάνδρου Μίμησις
Ο Αλέξανδρος και η νέα Ελλάδα

Αλέξανδρος και Βυζάντιο, πρότυπο βασιλέως

Αλέξανδρος και Βυζάντιο, πρότυπο βασιλέως

«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, γιος του Άμμωνος και της Ολυμπιάδος, στα τάγματα των Ροδίων και στους άρχοντες, στην βουλή, στον λαό, χαίρεσθε»

Έτσι ξεκινά την διαθήκη του ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, και συνεχίζει μοιράζοντας τον κόσμο που κατέκτησε και τα υπάρχοντά του.

Μετά τους διαδόχους του που δημιούργησαν τα ελληνιστικά βασίλεια, το Βυζάντιο που γεωγραφικά, πολιτισμικά και γλωσσικά εδράζεται στον ελληνιστικό κόσμο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυσικός κληρονόμος του Αλέξανδρου.

Η νότια Ελλάδα, η Μακεδονία, η Θράκη και η Μ. Ασία αποτελούν την καρδιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας στο μεγαλύτερο μέρος της χιλιόχρονης διάρκειάς της.

Η ελληνική γλώσσα είναι το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας της, η γλώσσα της θρησκείας, της εκπαίδευσης, της διοίκησης, της αυλικής λογοτεχνίας, αλλά και της λαϊκής παράδοσης.

Χάρη σε αυτήν οι Βυζαντινοί, περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους λαούς, έχουν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στις αρχαίες πηγές που μιλούν για τον Αλέξανδρο, όμως οι βυζαντινοί είναι επίσης και Χριστιανοί και ως υπήκοοι του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αυτοχαρακτηρίζονται «Ρωμαίοι» και οι αυτοκράτορές τους μέχρι και τον τελευταίο, τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, αυτοαποκαλούνται βασιλείς των Ρωμαίων.

Ως Ρωμαίοι τιμούν σαν αυτοκρατορικό γενάρχη τον Αύγουστο, ως ελέω Θεού χριστιανοί βασιλείς πρότυπό τους έχουν τον αγιοποιηθέντα Μέγα Κωνσταντίνο.

Τον 4ο αιώνα ο Χριστιανισμός θριαμβεύει και κυριαρχεί. Για αιώνες ο όρος Έλληνας γίνεται συνώνυμο του παγανιστή, μια έννοια φορτισμένη αρνητικά στα μάτια των πιστών που συχνά φτάνουν στα όρια του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.

Ο Αλέξανδρος είναι για τους Βυζαντινούς ο Έλληνας βασιλιάς, ένας παγανιστής που όμως, ελέω Θεού, έγινε Κοσμοκράτωρ, μια λέξη με την οποία συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν και τους δικούς τους βασιλείς.

Έτσι ο Αλέξανδρος, ενσωματώνοντας στα μάτια των Βυζαντινών επιθυμητές ιδιότητες των Ρωμαίων, αλλά και Χριστιανών αυτοκρατόρων θα γίνει ο μόνος ήρωας του αρχαιοελληνικού κόσμου - ιστορικό πρόσωπο, αλλά και πρωταγωνιστής του θρύλου- που θα κερδίσει μια διακεκριμένη θέση στο πάνθεο τους και, συμπορευόμενος με την εξέλιξη της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, θα λειτουργήσει σαν πρότυπο «ενάρετου βασιλέως».

Ιδιαίτερα δημοφιλές γίνεται το αφήγημα του Ιουδαίου ιστορικού του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα, του Φλάβιου Ιώσηπου, σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, όπου θυσίασε στον ένα Θεό.

Έτσι ο Αλέξανδρος εντάσσεται στον κόσμο της βιβλικής παράδοσης και μπορεί να εμφανίζεται στα μάτια των πιστών σαν ένα «πρωτοχριστιανός» βασιλεύς.

Για τον Ιωάννη Μαλάλα, τον βυζαντινό χρονικογράφο του 6ου αιώνα ο Αλέξανδρος προηγείται του Κωνσταντίνου και πηγαίνει στην πόλη του Βυζαντίου, όπου ιδρύει στην θέση Στρατηγείο την Νέα Ρώμη που θα γίνει η βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, στην οποία υπήρχαν τουλάχιστον δύο ανδριάντες του Αλέξανδρου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Χρονογραφία του Μαλάλα ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ως ελευθερωτής των πόλεων των Ρωμαίων που είχαν καταλάβει οι βάρβαροι, κάνει δηλαδή αυτό που οφείλουν να κάνουν οι αυτοκράτορες.

Η ιδέα της Οικουμενικότητας μαζί με την Χριστιανική θρησκεία είναι το συνεκτικό στοιχείο της πολυεθνικής βυζαντινής αυτοκρατορίας που αποτελεί και γεωγραφικά συνέχεια ενός τμήματος της ελληνιστικής Οικουμένης. Πολύ συχνά, τα όρια της αυτοκρατορίας περιγράφονται στα βυζαντινά κείμενα να «φτάνουν στα πέρατα του κόσμου», όπως η κοσμοκρατορία του Αλέξανδρου.

Με την ευλογία του Χριστού, οι αυτοκράτορες υποτάσσουν τους εχθρικούς λαούς όπως έκανε και ο Αλέξανδρος, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζεται το πρότυπο της οικουμενικής ιδέας, που εκείνος ήταν ο πρώτος εμπνευστής της.

Στα βυζαντινά ιστορικά κείμενα, όπως και στις χρονογραφίες, που είναι διηγήσεις ιστορικών και μη γεγονότων από Κτίσεως Κόσμου, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ηρωικός πολεμιστής, κτίστης και κοσμοκράτορας.

Από πολύ νωρίς ο Αλέξανδρος εικονίζεται ως σύμβολο του θριάμβου του καλού, που αποτελεί χαρακτηριστικό της αντίληψης για τον ιδανικό βασιλέα. Ο καλός βασιλιάς είναι κυβερνήτης, πολεμιστής και κυνηγός, γιατί το βασιλικό κυνήγι, συνηθισμένος εικονογραφικός τόπος της αρχαίας ανατολικής παράδοσης, συμβόλιζε την υπερβατική νίκη του καλού επί του κακού.

Τον 7ο κα τον 8ο αιώνα στα δύσκολα χρόνια των εχθρικών επιδρομών των Αράβων, των Σλάβων και των Βουλγάρων, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αναλαμβάνουν ενώπιον του Χριστού την ευθύνη να προστατεύσουν τους πιστούς και να ανακτήσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας.

Την εποχή αυτή, της σύγκρουσης του χριστιανικού στοιχείου με το μη-χριστιανικό η μορφή του Αλεξάνδρου συνάπτεται με αποκαλυπτικά κείμενα, στόχος των οποίων είναι να εξάρουν την δύναμη της χριστιανικής πίστης που κινδυνεύει.

Στα αφηγήματα της εποχής ο Αλέξανδρος συναντά του προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Ζαχαρία και Δανιήλ, επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ, γίνεται απόστολος του μονοθεϊσμού, και, κτίζοντας τείχη, αποκλείει τα βάρβαρα έθνη που βρίσκονταν στις εσχατιές του κόσμου, τους Γωγ και τους Μαγώγ της βιβλικής παράδοσης, που επανέρχονται τώρα με την μορφή των απίστων και απειλούν την αυτοκρατορία των Χριστιανών.

Στο πλαίσιο αυτό το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη, όπου η ιστορία του Αλέξανδρου εμπλουτίζεται με πλήθος μυθικά στοιχεία γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλές και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι το Βυζάντιο είναι η πλουσιότερη πηγή σε γραπτές παραλλαγές του.

Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου θα διαδοθεί στην Αρμενία, στην Γεωργία, στις σλαβικές χώρες και σε όλες τις περιοχές που βρίσκονταν υπό την πολιτική και θρησκευτική επιρροή του Βυζαντίου.

Τον 9ο αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Ο εκχριστιανισμός και η αφομοίωση, η περίφημη «Γραίκωση» των Σλάβων, η αντιμετώπιση των Αράβων και εν τέλει η νίκη των εικόνων σημαίνουν την αρχή μιας νέας εποχής δύναμης και αυτογνωσίας.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει να συμφιλιώνεται με την αρχαιοελληνική της κληρονομιά, τόσο που στα υπέροχα ψηφιδωτά της εποχής στην αψίδα της Αγίας Σοφίας, αλλά και στις εικόνες, ακόμη και στις μικρογραφίες των χειρογράφων να αναγνωρίζεται η πρώτη αναγέννηση της ελληνικής τέχνης.

Οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων που κυβερνά από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα ανακτούν εδάφη, δυναμώνουν και σταθεροποιούν την αυτοκρατορία που γνωρίζει εποχή πλούτου και μεγάλης ακμής.

Σε μια γενεαλογία που δεν αποκλείεται να δημιούργησε ο ίδιος ο Πατριάρχης Φώτιος, για τον γενάρχη της Μακεδονικής δυναστείας, ο Βασίλειος ο Α΄ εμφανίζεται να είναι απόγονος μεταξύ άλλων και του Μεγαλέξανδρου.

Γεγονός είναι ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας ονόμασε τον τρίτο του γιο Αλέξανδρο.

Σε μια εποχή αισιοδοξίας που η αυτοκρατορία και πάλι επεκτείνεται και κερδίζει νίκες, ο Κοσμοκράτωρ Αλέξανδρος είναι ένα άριστο πρότυπο και αρκετοί αυτοκράτορες τείνουν να ταυτιστούν μαζί του. Ανάμεσά τους είναι ο Αλέξιος Α΄ και ο Ιωάννης Β΄ της δυναστείας των Κομνηνών.

Το 1204 οι σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και την καταλεηλατούν.

Η χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής υποδουλώνεται από τους ομόδοξους της Δύσης.

Αυτό αναγκάζει τους Βυζαντινούς, πέρα από την θρησκευτική, να αναζητήσουν και την εθνική τους ταυτότητα.

Ο Έλληνας βασιλιάς Αλέξανδρος είναι τώρα το πρόσωπο-σύμβολο της ένδοξης αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που είναι πολύ ανώτερη από την Δύση, και που οι Βυζαντινοί αρχίζουν να την αναγνωρίζουν και να την διεκδικούν ως φυσικοί κληρονόμοι.

Χαρακτηριστικό για τον τρόπο που οι Βυζαντινοί βλέπουν τον Αλέξανδρο είναι το θέμα που επιλέγεται και απεικονίζεται κατ’ εξοχήν: «το Ουράνιο Ταξίδι» ή, αλλιώς, «η Ανάληψή του Αλέξανδρου στον ουρανό της Βαβυλώνας». Το θέμα αυτό έχει ως πηγή το Μυθιστόρημα σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξανδρος προσπάθησε να κατακτήσει τους αιθέρες, κατασκευάζοντας μια πτητική μηχανή που την ανύψωναν τεράστιοι γρύπες.

Για τους Βυζαντινούς αυτή η ιστορία σήμαινε πολλά παραπάνω: εξέφραζε τον θρίαμβο και την δόξα του Βυζαντίου, αλλά και τα υπερφυσικά προσόντα του ιδανικού ηγεμόνα, δηλαδή του Βυζαντινού αυτοκράτορα.

Η βυζαντινή εικονογραφία της «Ανάληψης του Αλέξανδρου» διαμορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 10ο αι., εμπνευσμένη πιθανότατα από παλαιότερες παραστάσεις του άρματος του Ήλιου, την ανάληψη του προφήτη Ηλία και την εικονογραφία των αποθεώσεων των Σασσανιδών και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Η παράσταση αυτή απεικονίστηκε σε πλήθος τέχνεργα: σε κοσμήματα και πολυτελή λειτουργικά σκεύη, σε ταπεινές μολύβδινες σφραγίδες και πήλινα αγγεία αλλά και σε μνημειώδη μαρμάρινα ανάγλυφα που βρίσκονταν ακόμη και στις όψεις των ναών.

Χαρακτηριστικό είναι το ανάγλυφο, λάφυρο των Λατίνων από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, που εντοιχίστηκε στην βόρεια πλευρά της βασιλικής του Αγίου Μάρκου στην Βενετία,

Στα έργα αυτά ο Αλέξανδρος παριστάνεται επάνω σε άρμα που το σέρνουν φτερωτοί γρύπες, ντυμένος σαν βυζαντινός αυτοκράτορας με τον αυτοκρατορικό λώρο και το στέμμα. Έτσι, η συσχέτιση του ήρωα με τον εκάστοτε «βασιλέα των Ρωμαίων» γίνεται προφανής και αυτονόητη: ο ηγεμών με θαυμαστό τρόπο ανέρχεται στο ουράνιο βασίλειο, εκεί από όπου εκτελεί τις θαυμαστές του πράξεις, σύμφωνα με την θεϊκή θέληση.

Η θεοποιημένη μορφή του Αλέξανδρου ήταν πάντα οικεία στην λαϊκή λατρεία. Από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο μαθαίνουμε ότι τον 4ο αι. οι πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας φορούσαν για φυλαχτό στον λαιμό και στα πόδια νομίσματα με τον Αλέξανδρο, ενώ σε φυλαχτό του 10ου αιώνα ο αναληπτόμενος Αλέξανδρος συνυπάρχει με τον αγιοποιημένο ιδρυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τον Μέγα Κωνσταντίνο και την μητέρα του αγία Ελένη που κρατούν τον Τίμιο Σταυρό, το κορυφαίο σύμβολο της Χριστιανοσύνης.

Οι ήρωες των βυζαντινών λαϊκών παραδόσεων εμφανίζουν χαρακτηριστικά εμπνευσμένα από την ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο με τον Διγενή Ακρίτη, τον θρυλικό φρουρό των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Στο επικό ποίημα για τα κατορθώματά του, που ανιστορούν τους αγώνες μεταξύ των Βυζαντινών και των Αράβων, ο ποιητής απορρίπτει τους ήρωες του Ομήρου, θαυμάζει όμως απεριόριστα τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μακεδόνα, που με την βοήθεια του Θεού έγινε Κοσμοκράτορας.

Διαβάζουμε, μάλιστα, πως στο παλάτι του Διγενή στον ποταμό Ευφράτη, υπήρχαν ψηφιδωτά με διάφορες παραστάσεις και, ανάμεσα σε αυτές, η νίκη του Αλέξανδρου επί του Δαρείου, αλλά και η συνάντηση του με τους Βραχμάνους και τις Αμαζόνες, για να υπενθυμίζουν τα κατορθώματα του και να εμπνέουν τους Ακρίτες

Είναι προφανές ότι στο Βυζάντιο είχε διαμορφωθεί ένας πλήρης εικονογραφικός κύκλος της ζωής του Αλέξανδρου, όπως τον περιγράφουν οι διάφορες παραλλαγές του Μυθιστορήματος.

Την πληρέστερη εικόνα του κύκλου αυτού την δίνει ένα εξαιρετικά πλούσια εικονογραφημένο χειρόγραφο του 14ου αιώνα.

Παραγγελιοδότης του ήταν ο Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός, που όχι τυχαία ένας βυζαντινός λόγιος τον προσφωνεί ως «δεύτερο Αλέξανδρο».

Σε όλες τις παραστάσεις, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται γενειοφόρος και ντυμένος όπως ο βυζαντινος αυτοκράτορας.. Το χειρόγραφο αυτό είναι άλλο ένα παράδειγμα του αυτοκρατορικού προτύπου που ενσάρκωνε ο Αλέξανδρος, σε μια περιοχή, όπως η Τραπεζούντα, που ήταν περικυκλωμένη από τα τουρκικά εμιράτα.

Σημάδι της γοητείας που ασκούσε η μορφή του Αλέξανδρου αυτή την εποχή σε όλους είναι και οι επιγραφές στην τουρκική γλώσσα στα περιθώρια των φύλλων αυτού του χειρογράφου που προφανώς περιήλθε κάποια στιγμή στην κατοχή ενός Τούρκου, ο οποίος όχι μόνον δεν το κατέστρεψε, αλλά φρόντισε να μεταφράσει στην γλώσσα του τα ελληνικά κείμενα της ιστορίας.

Τα εικονογραφικά θέματα από το Μυθιστόρημα, αποσπάσματα από τα επεισόδια, θρυλικά πρόσωπα και όντα, όπως διαμορφώθηκαν στα βυζαντινά χρόνια, θα διακοσμήσουν πολλά βιβλία, και τελικά θα «εισβάλλουν» κυριολεκτκά στους εικονογραφικούς κύκλους των εκκλησιών.

Τι συμβαίνει, όμως στο βασίλεμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν πια η απειλή του τέλους είναι προ των πυλών;

Από τη μία μεριά, ο Αλέξανδρος ανακαλείται ξανά ως το μέγιστο παράδειγμα ηρωισμού: ο Μανουήλ Παλαιολόγος, διοικητής της πόλης της Θεσσαλονίκης από το 1382 μέχρι το 1387, προσπαθώντας να εμψυχώσει τους κατοίκους της, τους υπενθυμίζει ότι είναι απόγονοι του Φιλίππου και του γιου του και τους παρακινεί να δείξουν την ίδια γενναιότητα με τον Αλέξανδρο, υπερασπίζοντας την πόλη τους.

Από την άλλη μεριά, η διάχυτη απαισιοδοξία της εποχής για τα δεινά που μέλλεται να έρθουν, υπενθυμίζει το επεισόδιο της τελικής Κρίσης, όταν ο Θεός θα επιτρέψει την κάθοδο των Ακαθάρτων Λαών, που ο Αλέξανδρος είχε απομονώσει με απόρθητο τείχος.

Με τον θάνατό του Αλέξανδρου, το βυζαντινό αφήγημα καταλήγει στο επικούρειο «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότητης..», Το μάταιο της ανθρώπινης δόξας και το αναπόφευκτο του θανάτου υπενθυμίζεται στις τοιχογραφίες με τον αββά Σισώη, όπου ο αναχωρητής στην αιγυπτιακή έρημο στέκεται μπροστά στα γεγυμνωμένα οστά του νεκρού Αλέξανδρου, διαπιστώνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει τον θάνατο.

Στην αντίληψη των ανθρώπων που βίωσαν το τέλος του Κόσμου τους, ο απόηχος της οποίας σώζεται στις μεταβυζαντινές αγιογραφίες, το τέλος της αυτοκρατορίας ταυτίζεται με το τέλος του επίγειου χρόνου, όταν θα γίνει η τελική Κρίση.

Ενώπιον του Θεού, Φοβερού και Δίκαιου Κριτή, θα σταθεί τότε ακόμη και ο Αλέξανδρος. Στον νάρθηκα της εκκλησίας του Αη Δημήτρη που αγιογραφήθηκε το 1570 ο Αλέξανδρος επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε την εκστρατεία του, στις Αιγές, στο σχήμα βυζαντινού αυτοκράτορα και μαζί με τον Ναβουχοδονόσορα, τον Δαρείο και τον Αύγουστο περιμένει την ύστατη κρίση της Δευτέρας Παρουσίας

Όμως έχει κανείς την αίσθηση ότι η Κρίση αυτή θα είναι δίκαιη και θετική για τον κοσμοαγάπητο ήρωα, αυτόν που «είχεν όλες τες χάρες επάνωθέν του, την ανδρείαν, την ωραιότητα, την σωφροσύνην, την ελεημοσύνην, και το άδικον δεν το αγαπούσε…».

ΑΡΧΗ