Ο θάνατος του Αλεξάνδρου και οι περιπέτειες του Σώματος
Η θεοποίηση του Αλεξάνδρου
Η διαρκής παρουσία του Αλέξανδρου στα νομίσματα
Αλέξανδρος και Βυζάντιο, πρότυπο βασιλέως
Αλέξανδρος και Δυτικός Μεσαίωνας, ο ιδανικός ιππότης
Ο Αλέξανδρος και η Δύση. Από την Αναγέννηση στο Ρομαντισμό
Ο Αλέξανδρος στη Ρωσία
Ο Αλέξανδρος και η αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας
Ο Αλέξανδρος και η 7η τέχνη
Η Αναζήτηση του Αλέξανδρου σήμερα
Ο Αλέξανδρος προπάτωρ δυναστειών
Η γέννηση του θρύλου, το μυθιστόρημα
Αλέξανδρος και Ρώμη
Αλεξάνδρου Μίμησις
Ο Αλέξανδρος και η νέα Ελλάδα

Ο Αλέξανδρος και η αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας

Ο Αλέξανδρος και η αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας

Σε πόσους ιστορικούς άραγε πέρασε έστω και για μία φορά από την σκέψη η επιθυμία να βρεθούν για λίγο «στο μυαλό του Αλέξανδρου»; Όπως φαίνεται, στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που ποτέ δεν θα το παραδέχονταν.

Πέρα από την γενικότερη ιστορική συγκυρία, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, τα ιδεολογικά ζητούμενα της εποχής και του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος, είναι προφανές, ότι οι προσωπικές καταβολές, οι ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις, ακόμη και η ιδοσυγκρασία του κάθε συγγραφέα επηρεάζουν τον τρόπο που βλέπει τον ήρωα.

Παρά το ζητούμενο της επιστημονικής αντικειμενικότητας, και μόνον από τους τίτλους των χιλιάδων βιβλίων και άρθρων που ασχολούνται μαζί του γίνεται φανερό ότι η εντυπωσιακή δράση, η λάμψη και η αναγνωρισιμότητα του που κατορθώνει να ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του τόπου δημιουργεί όχι μόνον στους αναγνώστες, αλλά ακόμη και στους ίδιους τους συγγραφείς- ερευνητές ισχυρά συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας για τον Αλέξανδρο.

Από την αρχαιότητα ως σήμερα για όλους τους ιστορικούς κεντρικό παραμένει το ερώτημα:

Ήταν ο Αλέξανδρος ο μεγαλοφυής οραματιστής ενός νέου κόσμου, ο πεφωτισμένος ηγέτης που σχεδίαζε συστηματικά και ρεαλιστικά και οργάνωνε το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και τα εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να ενώσει την Δύση με την Ανατολή ή ήταν απλώς ένας μεγάλος πολεμιστής, ένας κατακτητής που δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί επιτυχώς την ειρήνη;

Σήμερα, η ερευνητική ιστορική προσέγγιση στον Αλέξανδρο και στον κόσμο του φαίνεται αυτονόητη, ωστόσο, το επιστημονικό ενδιαφέρον των δυτικών διανοητών και των ιστορικών για το έργο του και η κριτική εξέταση των αρχαίων πηγών της ιστορίας του άρχισε μόλις τον 18ο αιώνα, την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Τότε, η σχεδόν μυθική εικόνα του Αλέξανδρου ως αρχέτυπο ηγεμόνος, που κυριάρχησε στην Ευρώπη τους προηγούμενους αιώνες, αντικαθίσταται από την προσπάθεια να μελετηθεί το έργο του.

Η οικονομική πολιτική του, ο σχεδιασμό της ένωσης των περιοχών δια μέσου νέων εμπορικών δρόμων και η πολιτική της κατάργησης των διακρίσεων μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων κεντρίζει το ενδιαφέρον των ερευνητών και γίνεται αντικείμενο περισσότερο ή λιγότερο συστηματικής μελέτης και οι ιστορικοί της εποχής ανακαλύπτουν στον Αλέξανδρο τον «πρώτο Ευρωπαίο»

Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο.

Τον 18ο αιώνα τα κράτη της Ευρώπης δεν κρύβουν τις αποικιοκρατικές βλέψεις τους για την Ανατολή. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είναι ο ‘μεγάλος ασθενής’ που καραδοκούν να διαμελίσουν. Βρετανοί, Πορτογάλοι και διάφοροι άλλοι βρίσκονται ήδη στην Ινδία και την Ινδοκίνα και προσπαθούν να διεισδύσουν στην Κεντρική Ασία και τον Αραβικό Κόσμο.

Για τους δυτικούς η Ανατολή είναι συνώνυμη με τα μυστήρια και την ηδυπάθεια, συγχρόνως όμως είναι ένας κόσμος σε παρακμή…

Όσο οι αποικίες επεκτείνονται και τα συμφέροντα των Ευρωπαίων στην Ανατολή μεγαλώνουν, τα στερεότυπα εδραιώνονται.

Σύμφωνα με αυτά η Ανατολή είναι ένας κόσμος πιο πρωτόγονος, βίαιος, φανατικός και δεσποτικός που για να προοδεύσει έχει ανάγκη τον δυτικό ορθολογισμό και την επιβολή των αξιών του Διαφωτισμού.

Με αυτό τον τρόπο οι διανοούμενοι της Δύσης προσπαθούν να εκλογικεύσουν και να νομιμοποιήσουν την αποικιοκρατία.

Ο ‘οριενταλισμός’, όπως αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε από τους μελετητές του 20ου αιώνα, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό μεταξύ άλλων και την έρευνα της ιστορίας και του πολιτισμού των ανατολικών λαών μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τουλάχιστον.

Στο πλαίσιο αυτό ο Αλέξανδρος και η σχέση του με την Ανατολή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γίνεται αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των λογίων και των ιστορικών της εποχής.

Η νικηφόρα προέλαση του μέχρι την Ινδία, προσλαμβάνεται ως ένα ευπρόσδεκτο ιστορικό ανάλογο για την νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας.

Περισσότερο πολύπλοκα γίνονται όμως τα πράγματα σε ό,τι αφορά στην πολιτική ισοτητας και αποδοχής των της Ανατολής που εκείνος ακολουθούσε η οποία όμως δεν ανταποκρινόταν στo κυρίαρχο μοντέλο σκέψης της εποχής της αποικιοκρατίας.

Οι δυτικοί ηγέτες του 18ου αιώνα που προσπαθούν να ιδρύσουν και να εδραιώσουν αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες και οι υποστηρικτές τους είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν στον Αλέξανδρο ένα πρότυπο, μολονότι το βασικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, η απομύζηση των πόρων της αποικίας από την μητροπολιτική κυρίαρχο, ήταν απολύτως αντίθετο με την πολιτική του Αλέξανδρου και των διαδόχων του.

Για τους μελετητές του 18ου αιώνα μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές πηγές είναι το έργο του Πλούταρχου, ο οποίος στο «Περί Αλεξάνδρου τύχης τε και αρετής» υπερασπίζεται την εικόνα ενός ενάρετου και πεφωτισμένου ηγεμόνα, που πίσω από κάθε του πράξη κρύβεται το όραμα της οικουμενικής διακυβέρνησης με στόχο την ουσιαστική ένωση των λαών.

Για τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος έπραττε με νηφάλια και εμπνευσμένη σκέψη και όχι τυχαία ή παρορμητικά ως βίαιος κατακτητής. Και αυτό, γιατί σκοπός του δεν ήταν να κάνει μια «ληστρική επιδρομή στην Ασία» ούτε να εξασφαλίσει πλούτη για τον εαυτό του, αλλά να φέρει ειρήνη, ομόνοια και επικοινωνία ανάμεσα στους λαούς.

Ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική, ο Γάλλος Διαφωτιστής Μοντεσκιέ έβλεπε και αυτός στο πρόσωπό του Αλέξανδρου έναν φιλόσοφο, έναν Πεφωτισμένο Ηγεμόνα, που οι πράξεις του δεν ήταν παρά η σοφή εφαρμογή του οράματός του για την ένωση και την ευημερία του αχανούς του κράτους..

Τις απόψεις του Μοντεσκιέ ακολούθησαν αρκετοί μελετητές του 18ου αι., όπως ο Βρετανός William Vincent, ο Σκωτσέζος John Gilles,ο Γερμανός Arnold Heeren. Στον ίδιο τόνο είναι και ο μελετητής των ανατολικών πολιτισμών William Robertson που ζει στο δεύτερο μισό του 19ο αιώνα.

Στα κείμενα τους ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως θεμελιωτής της «ανοικτής οικονομίας», επειδή φρόντισε να διαλύσει τα φράγματα των Περσών που εμπόδιζαν την εμπορική επικοινωνία από την Ινδία προς την ασιατική ενδοχώρα.

Συγχρόνως παρουσιάζεται άλλοτε ως ήρωας «εκπολιτιστής» που εκπολίτισε την ανατολή και άλλοτε ως μία ιστορική προσωπικότητα, που θα μπορούσε να διδάξει με το παράδειγμά του ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους αυτόχθονες με σεβασμό στις παραδόσεις τους και να φροντίσουν για την ευημερία τους.

Ενδεικτική για την αντίληψη αυτή είναι η αξιολόγηση της πολιτικής του Αλέξανδρου στην Ινδία από τον William Robertson που συνοψίζεται στην φράση:

«ο Αλέξανδρος ανακάλυψε την χώρα, παρά την κατέκτησε»

Φυσικά δεν έλλειψαν και οι αντίθετες φωνές, όπως οι Γάλοι Charles Rollin, Abbé de Mably, Jean Pierre de Batz Baron de Sainte-Croix, (Σαιντ Κρουά) που παρουσίαζαν τον Αλέξανδρο ως ικανότατο και πολεμοχαρή στρατηγό, που τον διέφθειρε η χλιδή της Ανατολής και τον κατηγορούν ότι ήταν η αιτία να «ανατολικοποιηθεί» η Ελλάδα ( Orientalization of Greece)..

Επιπλέον, κάποιοι, όπως ο βαρώνος Sainte-Croix, απέρριψαν την ιδέα της ύπαρξης ενός μακρόπνοου σχεδιασμού για την τύχη των εδαφών που κατακτούσε, με επιχείρημα την ταχύτητα της προέλασης του η οποία δεν θα του άφηνε χρόνο για χάραξη πολιτικής.

Ωστόσο, ακόμη και οι επικριτές του παραδέχονταν την επανάσταση που έφεραν οι οικονομικές αλλαγές του Αλέξανδρου στις δομές του νέου κράτους που δημιουργούσε.

Κορυφαία σημασία για την αξιολόγηση του Αλέξανδρου από την σύγχρονης ιστοριογραφία έχει το έργο του Γερμανού ιστορικού του 19ου αιώνα Johan Gustav Droysen, που με την συστηματική κριτική των πηγών έθεσε τις μεθοδολογικές βάσεις της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης.

Ο Droysen είναι αυτός που ουσιαστικά καθιέρωσε τον όρο «ελληνιστική εποχή», καθώς το 1833 θα γράψει την Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και λίγο αργότερα την Ιστορία των Διαδόχων του. Στην συνέχεια θα συνενώσει τα δύο έργα με τον τίτλο «Ιστορία του Ελληνισμού».

Ο Droysen είναι ο πρώτος που θα στρέψει το ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας στην περίοδο από τον 3ο έως τον 1ο αι. π.Χ., που μέχρι τότε δεν τύγχανε ιδιαίτερης προσοχής. Από περίοδο υποτιθέμενης «παρακμής» του ελληνικού πολιτισμού, ο ιστορικός την ανυψώνει σε μία από τις κορυφαίες στιγμές του Ελληνισμού, που, κατά τη γνώμη του, συνεισέφερε στην «ανάπλαση» του ανατολικού κόσμου.

Κύριος πρωταγωνιστής της είναι ο Αλέξανδρος, που ο Droysen θα αποθεώσει, βασισμένος πάντα σε εξαντλητική μελέτη των πηγών και επηρεασμένος σαφώς από τον Πλούταρχο, τα κείμενα των Διαφωτιστών και την διδασκαλία του Χέγκελ που ήταν καθηγητής του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.

Ίσως στον Χέγκελ να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό η εστίαση του Droysen στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, καθώς ο Έλληνας βασιλιάς εκφράζει απόλυτα την ιδέα του ηγεμόνα, που σύμφωνα με τον φιλόσοφο είναι ταγμένος από το «Παγκόσμιο Πνεύμα», das Weltgeist, να υπηρετήσει τα κοινά.

Έτσι, ο Αλέξανδρος του Droysen, φιλόσοφος και οραματιστής, θα πετύχει, βάζοντας σε κυκλοφορία τους θησαυρούς των Αχαιμενιδών να αναπτύξει την οικονομία, θα δημιουργήσει νέες πόλεις και νέους εμπορικούς δρόμους, αλλά και θα αποδείξει με τις πράξεις του ότι εκτός από κατακτητής ήταν και ηγέτης που φρόντισε για την ευημερία και την εξέλιξη των λαών που κατακτούσε.

Σύμφωνα με τον Droysen, μετά την μάχη των Γαυγαμήλων ο Αλέξανδρος είχε πειστεί ότι οι ηττημένοι χρειάζονταν υποστήριξη και δούλεψε για την ενότητα, με βάση τις ελληνικές αξίες, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα με τη στάση του: «Πώς θα αγνοούσε ο Αλέξανδρος ότι οι λαοί που ήθελε να ενώσει σε μιαν επικράτεια είχαν ανάγκη προπάντων στον ίδιο, σαν βασιλιά τους, να βλέπουν την ενότητά τους;»

Για τον Droysen, μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της πολιτικής του Αλέξανδρου εντοπίζεται στον τομέα της θρησκείας. Ο συγκερασμός της Δύσης με την Ανατολή, που ξεκίνησε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, προσφέροντας τιμές και θυσίες στις θεότητες της Αιγύπτου, των Περσών, των Βαβυλωνίων, στον Βάαλ των Σύρων και στον Ιεχωβά των Ιουδαίων, προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση και το θρίαμβο του χριστιανισμού, της θρησκείας του Μοναδικού Θεού. Έτσι, οι διαφορές ανάμεσα στα ονόματα, στα χαρακτηριστικά και στην λειτουργία των θεοτήτων των διαφορετικών λαών φαντάζουν να είναι «εξωτερικά, εφήμερα και πλασματικά φαινόμενα».

Πάντα παρούσα είναι η ιδέα του οραματιστή Αλέξανδρου, που επιλέγει συνειδητά να εργασθεί με σχέδιο για να «ενώσει τους κατακτητές με τους κατεκτημένους», όπως ο πατέρας του Φίλιππος ένωσε πρώτος τους «χιλιοδιασπασμένους» Έλληνες.

Πιθανότατα, το ενδιαφέρον του Droysen για το αίτημα της ενότητας να οφείλεται στην ιστορική πραγματικότητα της Γερμανίας της εποχής του. Είναι γνωστό ότι ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας που σχεδίαζε την ένωση των Γερμανικών κρατιδίων κάτω από το σκήπτρο του, όπως και ο Μπίσμαρκ που εργάστηκε για τον ίδιο σκοπό, τιμούσαν και πρόβαλλαν τους Μακεδόνες βασιλείς και ιδιαίτερα τον Φίλιππο Β΄.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Droysen αγωνίστηκε σε πολιτικό επίπεδο για την πραγμάτωση της γερμανικής ενότητας κάτω από την σημαία της Πρωσίας.

Τα συμπεράσματα του Droysen παρεννοήθηκαν και παραποιήθηκαν από ιστορικούς όπως ο Helmut Berve και ο Fritz Schachermeyer που ασπάσθηκαν την ναζιστική ιδεολογία. Όμως εδώ, η σύγχυση είναι φανερή:

Από την μία πλευρά ο Αλέξανδρος θεωρήθηκε πρότυπο ηγεμόνα ενός «ανώτερου» λαού, των Μακεδόνων, ώστε να συμβολίσει την ανωτερότητα των Ινδογερμανικών λαών απέναντι στους παρηκμασμένους Ασιάτες και από την άλλη κατηγορήθηκε ότι διέπραξε «βιολογική» ιεροσυλία, αφού με τους γάμους στα Σούσα ενθάρρυνε την ανάμιξη των φυλών και των πολιτιστικών παραδόσεων…

Το έργο του Droysen επηρέασε σημαντικά την γερμανική και την παγκόσμια ιστοριογραφία και δεν φαίνεται ακόμη να έχει ξεπεραστεί, εφόσον εξακολουθεί να παραμένει σημείο αναφοράς για προσκείμενες ή αντίπαλες ιδέες, αλλά και επειδή έγινε αφορμή να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο πεδίο έρευνας, ιστορικής μελέτης και αρχαιολογικών ανασκαφών στον άλλοτε χώρο της ελληνιστικής οικουμένης.

Οι ιδέες του Droysen απορρίφθηκαν από κάποιους συγχρόνους του, όπως ο Georg Niebuhr και ο George Grote, αλλά βρήκαν απήχηση σε σπουδαίους μεταγενέστερους ερευνητές, όπως ο Γερμανός πιονέρος της μελέτης των Πτολεμαϊκών παπύρων Ulrich Wilcken και ο Κορυφαίος Ρώσος ιστορικός Mikhail Ivanovich Rostovtzeff, ένας από τους πρώτους που συνδύασαν την μελέτη των πηγών με την αποτίμηση των αρχαιολογικών δεδομένων.

Έχοντας εργαστεί ο ίδιος στο πεδίο και κυρίως στα ανασκαφές της Δουρας-Ευρωπού, ο Rostovtzeff προχώρησε ουσιαστικά την μελέτη της οικονομίας του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Το βιβλίο του «Η κοινωνική και οικονομική ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου» εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι βασικό έργο αναφοράς για την μελέτη αυτών των θεμάτων.

Και ο Wilkers και ο Rostovtzeff αποτίμησαν θετικά την οικονομική πολιτική του Αλέξανδρου, αλλά και την ενωτική πολιτική του.

Την ίδια εποχή, στο τέλος του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι συγγραφείς δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παρουσία των Ελλήνων και την επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού στην Κεντρική Ασία και την Δυτική Ινδία, το σημερινό Πακιστάν.

Ακρογωνιαίος λίθος στην έρευνα του θέματος αυτού θα γίνει το έργο του Άγγλου ιστορικού William Woodthorpe Tarn, «Οι Έλληνες στην Βακτρία και την Ινδία».

Ο Tarn που κυριολεκτικά αφιέρωσε την ζωή του στην μελέτη των Μακεδόνων, του Αλέξανδρου και της Ελληνιστικής Οικουμένης χρησιμοποιεί όχι μόνον τα ελληνικά κείμενα, αλλά και Ινδικές, Βαβυλωνιακές και Θιβετανικές πηγές, ενώ παίρνει υπ’ όψιν του και τα γνωστά στην εποχή του αρχαιολογικά ευρήματα για να προχωρήσει στην σύνθεση των δεδομένων.

Το 1933 εκδίδεται το βιβλίο του που πραγματεύεται την σχέση του Αλέξανδρου με την ιδέα της ενωμένης ανθρωπότητας, το 1948 το δίτομο βίβλο του «Μέγας Αλέξανδρος», η σημαντικότερη πραγματεία του 20ου αιώνα για το θέμα, που θα γίνει το έργο αναφοράς στην ιστορική βιβλιογραφία στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Για τον Tarn ο Αλέξανδρος είναι ο ιδεαλιστής ηγεμόνας που οραματίστηκε την ενότητα της ανθρώπινης φυλής και μεταλαμπάδευσε τον Ελληνικό πολιτισμό στον κόσμο της Ανατολής.

Σε αυτή την γραμμή θα μείνει σε γενικές γραμμές και ο Robin Lane Fox που στο εξαιρετικά γλαφυρό νεανικό του έργο «Μέγας Αλέξανδρος» που εκδόθηκε το 1974 προσθέτει στις αρετές του Αλέξανδρου και τον πραγματισμό, αλλά και ο κορυφαίος ιστορικός της αρχαίας Μακεδονίας Nicholas Hammond που αφιέρωσε στον Αλέξανδρο τέσσερις μονογραφίες, η τελευταία από τις οποίες κυκλοφόρησε το 1997 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η μεγαλοφυία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» The Genius of Alexander the Great.

Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος.

Το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου θα γίνει αρχή κοσμοϊστορικών αλλαγών. Η αποικιοκρατία πνέει τα λοίσθια. Από το Γιβραλτάρ μέχρι την Ινδία και την Ινδοκίνα, η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές αποικίες διαλύονται και δίνουν την θέση τους σε νεόκοπα κρατικά μορφώματα με, συχνά, απολύτως συμβατικά σύνορα που δημιουργούνται στα παραδοσιακά εδάφη παλαιών πολυπολιτισμικών αυτοκρατοριών, σύμφωνα με τα πρότυπα των δυτικοευρωπαϊκών εθνικών κρατών.

Οι γνωστές από την Ευρώπη και τα Βαλκάνια του 19ου αιώνα διαδικασίες της εθνογένεσης επιστρατεύονται για μια ακόμη φορά και η ιστορία αποδεικνύεται και πάλι πολύτιμο εργαλείο της γεωπολιτικής σκακιέρας.

Εν τω μεταξύ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ο κόσμος είναι μοιρασμένος στα δύο: Από την μια ο δυτικός καπιταλισμός και από την άλλη ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Και τα δύο στρατόπεδα μάχονται για την επέκταση της επιρροής τους και στον πόλεμο αυτόν, όπως φαίνεται, κανένα μέσο δεν είναι αθέμιτο….

Η έξαψη του εθνικισμού, υπάρχοντος ή κατασκευασμένου θα αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Οι δυτικοί ενισχύουν τα αυτονομιστικά κινήματα στις περιοχές της Κεντρικής Ασίας και οι Σοβιετικοί, παρά την θεωρητική θέση του Σοσιαλισμού που προτάσσει τον διεθνισμό, απαντούν με το ίδιο νόμισμα στις περιοχές, όπου ήταν οι τέως αποικίες και οι σφαίρες επιρροής της Δύσης.

Από την Κορέα, το Βιετνάμ και το Αφγανιστάν μέχρι τον Καύκασο, την Μέση Ανατολή και την Γιουγκοσλαβία μαίνονται κηρυγμένοι και ακήρυχτοι πόλεμοι. Αρχαία σύμβολα και ονόματα επιστρατεύονται, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, για να νομιμοποιήσουν σύγχρονες πολιτικές.

Ο Αλέξανδρος καλείται να μπει στον πόλεμο της προπαγάνδας…

Σε μια εποχή, που φαινομενικά ομνύει στην επιστημονική αντικειμενικότητα, η κατάχρηση των αρχαίων συμβόλων γίνεται κανόνας.

Σαν αποτέλεσμα του μεταποικιοκρατικού συνδρόμου που εδραιώνεται στον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο αρχαίος δημιουργός μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, γίνεται πρότυπο αχαλίνωτου εθνικισμού, μολονότι στην κλασική αρχαιότητα η έννοια του περιχαρακωμένου εθνικού κράτους που χαρακτηρίζει τον 20ο αιώνα ήταν ανύπαρκτη.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, διάφοροι συγγραφείς, αντιστρατευόμενοι τις απόψεις του Droysen και τουTarn σκιαγραφούν τον Αλέξανδρο ως «σφαγέα» και «εξολοθρευτή» λαών, ενώ προσπαθούν να υποβαθμίσουν την όποια ελληνική επίδραση στον χώρο της Ανατολής.

Άλλοι επιχειρούν ψυχοπαθολογικές προσεγγίσεις που φτάνουν στα όρια του μυθιστορηματικού και τελικά, ως φαίνεται, είναι πιο χρήσιμες για την κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας και των προβλημάτων των συγγραφέων και του περιβάλλοντός τους, παρά για μια ιστορική προσωπικότητα που έζησε πριν από είκοσι τρεις αιώνες.

Δεν λείπουν βέβαια και αυτοί που προσπαθούν να διατηρήσουν μια πιο νηφάλια προσέγγιση, έτσι το 2009 ο κατ’ εξοχήν μελετητής των Περσών Pierre Briant (Πιερ Μπριάν) παρατηρεί «προβάλλοντας το παρελθόν στο παρόν, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο να κάνουμε την ιστορία του Αλέξανδρου εργαλείο για τις δικές μας ατζέντες».

Εν τω μεταξύ το αρχαιολογικό υλικό από τις ανασκαφές στην ίδια την Μακεδονία, αλλά και σε ολόκληρη την Ελληνιστική Οικουμένη αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, παρέχοντας άφθονα στοιχεία που αναγκάζουν την έρευνα να εμβαθύνει, αλλάζοντας την παραδοσιακή προσέγγιση στους Μακεδόνες και στην ελληνιστική εποχή. Προκαταλήψεις αιώνων ανατρέπονται, η προσωπικότητα του Αλέξανδρου φωτίζεται μέσα από μια πιο αντικειμενική αποτίμηση των πραγματικών συνεπειών της δράσης του.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της θεοποίησης του που για κάποιους ήταν η απόδειξη της μεγαλομανίας ενός υπερφίαλου τυράννου. Όμως επιγραφές σύγχρονες με τα γεγονότα μαρτυρούν ότι η θεοποίηση δεν έγινε κατ’ εντολήν του Αλέξανδρου, αλλά ήταν οι ίδιες οι πόλεις, η βουλή και ο Δήμος τους, που αποφάσιζαν να απονείμουν θεϊκές τιμές στην βασιλιά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του.

Όπως όλα δείχνουν, η θεοποίηση δεν είναι η τυραννική αξίωση ενός μεγαλομανούς δεσπότη, αλλά ένα περίπλοκο μοντέλο συμπεριφοράς που από το τέλος της κλασικής εποχής και εξής καθορίζει την αλληλεπίδραση και τις σχέσεις του ηγεμόνα με τις αυτόνομες ή ημιαυτόνομες πόλεις, φανερώνοντας συγχρόνως τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι της εποχής αντιλαμβάνονταν την δημόσια θρησκεία.

Σήμερα που η παγκοσμιοποίηση γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή ως μια αδήριτη ανάγκη, σε έναν κόσμο που αναγκάζεται να αποδεχτεί την οικουμενικότητα των προβλημάτων, αλλά και των λύσεων, το έργο του Αλέξανδρου γίνεται καλύτερα κατανοητό και συγχρόνως επίκαιρο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Οι ερευνητές μελετούν το αρχαιολογικό υλικό -επιγραφές, νομίσματα, οικιστικά κατάλοιπα- το συσχετίζουν με τις ιστορικές πηγές, ενταγμένες στα πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, και προσπαθούν να αποτιμήσουν συνθετικά τον νέο κόσμο που γεννήθηκε από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι νεότεροι μελετητές, όπως ο Peter Frankopan καταλήγουν σε θετικά συμπεράσματα για τον ήρωα που αγάπησαν οι λαοί του Κόσμου.

ΑΡΧΗ