Στο πλούσιο παλάτι των Βερσαλλιών, ο Λουδοβίκος ΧIV της Γαλλίας (1643-1715) εξυψώνεται ως το απόλυτο πρότυπο μονάρχη του 17ου αι. και οι άνθρωποι της αυλής τον αποκαλούν ως «νέο Αλέξανδρο»: στα μοναδικά έργα του Le Brun, η εικόνα του ενάρετου βασιλιά και κατακτητή της Ανατολής ταυτίζεται με την προσωπικότητα του Λουδοβίκου «βασιλιά Ήλιου» και τις βλέψεις του για την επέκταση του κράτους.
Βορειότερα, στο παλάτι της Σουηδίας, ο Αλέξανδρος γίνεται ο εφηβικός ήρωας των νεαρών βασιλέων που θα προσπαθήσουν να μιμηθούν και να ξεπεράσουν.
Η βασίλισσα Χριστίνα (1644-1654) διαβάζει στα δώδεκα της χρόνια την ιστορία του Αλέξανδρου στην ελληνική γλώσσα, γοητεύεται από τη μορφή και την παιδεία του και θέτει σκοπό της ζωής της να αποτελέσει την πιο μορφωμένη βασίλισσα της εποχής. Επιθυμεί να μεταμορφώσει τη Στοκχόλμη σε μία νέα Αλεξάνδρεια, καλώντας πλήθος επιστημόνων, καλλιτεχνών και φιλοσόφων, όπως τον γάλλο Descartes, στον οποίο η Χριστίνα θα δώσει σαφώς το ρόλο του Αριστοτέλη. Στα χέρια της θα βρεθεί το περίφημο Gonzaca Cameo, που πίστευαν πως απεικονίζει τον Αλέξανδρο με την Ολυμπιάδα, ενώ οι καλλιτέχνες του κύκλου της (Sebastien Bourdon) αναπαριστούν σκηνές από τη ζωή του Αλέξανδρου. Η βασίλισσα θα αφήσει το θρόνο για το Βατικανό, θα βαπτιστεί καθολική με το όνομα Μαρία Χριστίνα Αλεξάνδρα, προς τιμή του πάπα Αλέξανδρου VII και του αγαπημένου της ήρωα Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θα ανακηρυχθεί μεγάλη προστάτιδα των τεχνών και των προσωπικών ελευθεριών.
Κάποια χρόνια αργότερα, στο ίδιο παλάτι της Σουηδίας ο μικρός Κάρολος ΧΙΙ (1697-1718) γνωρίζει τον Αλέξανδρο μέσα από την ιστορία του Κούρτιου Ρούφου και δηλώνει ρητά πως μόνο σε αυτόν θα ήθελε να μοιάσει (Βολταίρος). Ο ιπποτικός και επικίνδυνος βασιλιάς της Σουηδίας, πράγματι θα συναγωνιστεί το πρότυπό του στην ταχύτητα και στην τόλμη των στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στην νεότητά του και θα ονομαστεί από συγχρόνους του ως «ήρωας του Βορρά». Ο Κάρολος ωστόσο θα βρεθεί αντιμέτωπος και θα χάσει τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο από έναν άλλο μεγάλο ηγεμόνα που έχει και αυτός ως ιδανικό πρότυπο ηρωικού βασιλιά τον Αλέξανδρο, και δεν είναι άλλος από τον Μεγάλο Πέτρο της Ρωσίας.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) και αργότερα της Μεγάλης Αικατερίνης (1762-1796), η Ρωσία εγκαταλείπει τον Μεσαίωνα και προσεγγίζει γεωγραφικά και πολιτισμικά τη Δύση. Οι δύο αυτοκράτορες εγγυώνται την πρόοδο της χώρας, στηριζόμενοι στο θεσμό και στα πρότυπα της ισχυρής μοναρχίας, όπου ο Αλέξανδρος καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση. Ο Πέτρος ανοίγει τώρα νέες εμπορικές οδούς εξασφαλίζοντας έξοδο στον Εύξεινο Πόντο και διέξοδο στη Βαλτική θάλασσα: στο μυχό του Φιλανδικού κόλπου και στις εκβολές του ποταμού Νέβα, ο Μεγάλος Πέτρος θέτει τα θεμέλια της νέας πρωτεύουσας του κράτους, που θα πάρει το όνομα του ιδρυτή: την Αγία Πετρούπολη, το παράθυρο της Ρωσίας στην Ευρώπη, που επιθυμία του ιδρυτή της είναι να αποτελέσει ένα αρχιτεκτονικό πρότυπο πόλης, θυμίζοντάς μας το όραμα του Αλέξανδρου για την πόλη της Αλεξάνδρειας Αιγύπτου.
Η Μεγάλη Αικατερίνη στη συνέχεια θα επαναφέρει την ιδέα της Τρίτης Ρώμης, που είχε ανακηρύξει στα μέσα του 15ου αι. ο Ιβάν Γ’ ο Μέγας για την Μόσχα, ταυτίζοντας το βυζαντινό μεγαλείο με το ρωσικό κράτος, εφόσον τότε η Κωνσταντινούπολη –η Δεύτερη Ρώμη- βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Συνδέοντας το πεπρωμένο της χώρας με την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, η Μεγάλη Αικατερίνη θα στηριχθεί στη μορφή του κοσμοκράτορα Αλέξανδρου και του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου· θα αποσπάσει τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα φτάσει μέχρι την Κριμαία και θα προβάλλει το όραμά της στα δύο εγγόνια της που βαφτίζει Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο- το γνωστό τσάρο Αλέξανδρο Α’ της Ρωσίας.
Στην κορυφή των ευρωπαίων ηγετών που εμπνεύστηκαν από την προσωπικότητα του Αλέξανδρου βρίσκεται ο Ναπολέων Α’ της Γαλλίας, ο οποίος αναδύθηκε μέσα από τη φιλόδοξη νεολαία του στρατού της Γαλλικής Επανάστασης. Ο πρώτος αυτοκράτορας (1804-1815), μετά από σειρά διαδοχικών βασιλέων της Γαλλίας, δεν θα αναζητήσει απλά τη «χρυσόσκονη» του Αλέξανδρου ως πρότυπο ενάρετου και χαρισματικού βασιλιά, αλλά θα προσπαθήσει να διδαχθεί από τον Έλληνα στρατηλάτη μαθήματα πολιτικής και στρατιωτικής τακτικής. Ο θαυμασμός του για τον Αλέξανδρο είναι τόσο γνωστός, που ο Ισπανός πρέσβης Joseph Nicolas Azara φαίνεται να του χαρίζει την περίφημη ερμαϊκή στήλη Azara, που εκείνη την εποχή αποτελούσε το μόνο γνωστό πορτρέτο του Αλέξανδρου, αντίγραφο από έργο του Λυσίππου :
«Τοποθετώ τον Αλέξανδρο στην πρώτη σειρά-μπορεί να θαυμάζω την εξαιρετική εκστρατεία του Καίσαρα στην Αφρική- αλλά ο λόγος της προτίμησής μου για τον βασιλιά της Μακεδονίας είναι ο σχεδιασμός και κυρίως η εκτέλεση της εκστρατείας του στην Ασία…. Βλέπω την πολιορκία της Τύρου, την κατάκτηση της Αιγύπτου και το ταξίδι στην όαση στον Άμμωνα ως την πιο τρανταχτή απόδειξη της ιδιοφυΐας αυτού του μεγάλου ηγέτη. Ο σκοπός του ήταν να δώσει χρόνο στο βασιλιά της Περσίας (που -ο Αλέξανδρος- νίκησε μόνο μία αδύναμη εμπροσθοφυλακή του στις μάχες στο Γρανικό και στην Ισσό) για να συγκεντρώσει εκ νέου τα στρατεύματά του, ώστε να ανατινάξει τελικά τον κολοσσό, που μέχρι τότε είχε απλά ταρακουνήσει..» .
Στη δική του εκστρατεία, ο Ναπολέων κουβαλάει μαζί του τον πίνακα του Albrecht Altdorfer «Η μάχη της Ισσού», τη νίκη του Αλέξανδρου απέναντι στα στρατεύματα του Δαρείου, ως το μέγιστο διδακτικό έργο στρατηγικής.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, που στα χρόνια του η Γαλλία θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη εδαφική της δύναμη, θα μείνει στην ιστορία ως ιδιοφυής στρατηγός, με το χάρισμα να συλλαμβάνει και να εκτελεί με θαυμαστή ταχύτητα το σχέδιο του, να συγκεντρώνει τη σωστή στιγμή το στρατό του και να εξασφαλίζει τη νίκη.
Ιδιαίτερα γνωστή είναι η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, που θα πάρει τις διαστάσεις ενός εξερευνητικού ταξιδιού, στα βήματα του Μεγάλου Αλέξανδρου. Το στρατό θα ακολουθήσουν σοφοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες και κάθε χρήσιμο τεχνολογικό μέσο. Η ωφέλεια των επιστημών θα είναι αξεπέραστη. Θα μελετηθεί η οικονομική και κοινωνική οργάνωση της χώρας, το αρδευτικό σύστημα της κοιλάδας του Νείλου και θα σχεδιαστεί η διώρυγα μεταξύ της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας. Ο Ναπολέων θα ιδρύσει το Αιγυπτιακό Ινστιτούτο του Καΐρου, το οποίο θα καταγράψει μνημεία που ήταν άγνωστα στο δυτικό κόσμο, και ο Γάλλος σοφός Σαμπολιόν (Jean-François Champollion) θα αποκρυπτογραφήσει την ιερογλυφική γραφή (στήλη της Ροζέτας)και θα θεμελιώσει την Αιγυπτιολογία. Μετά την αγγλική επικράτηση και την επιστροφή στη Γαλλία, θα δημοσιευτούν σε διάρκεια είκοσι χρόνων από τις Αυτοκρατορικές Εκδόσεις είκοσι τόμοι της «Περιγραφής της Αιγύπτου», μία εξαντλητική καταγραφή της αιγυπτιακής ιστορίας, αρχαιολογίας, αρχιτεκτονικής, φυσικής ιστορίας και βοτανολογίας.
Στα ιδιωτικά δωμάτια του Βοναπάρτη στο Palazzo del Quirinale της Ρώμης, ο αυτοκράτορας πλέον Ναπολέων (1812) θα παραγγείλει στον μεγάλο Δανό γλύπτη Bertel Thorvaldsen ένα ανάγλυφο διάζωμα με τη Θριαμβική είσοδο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα, που παραπέμπει στο ιστορικό ανάλογο της θριαμβικής εισόδου του Ναπολέοντα στη Ρώμη. Παρά τις ιστορικές διαφορές που χωρίζουν τον Λουδοβίκο από τον Ναπολέοντα, ο αυτοκράτορας μετουσιώνεται και αυτός σε έναν «νέο Αλέξανδρο», αυτή τη φορά στο νεοκλασικό πνεύμα της εποχής.
Εκτός από τους ευρωπαϊκούς ηγέτες, ο Αλέξανδρος θα αναδειχθεί ως ένα σημαντικό σημείο αναφοράς και για τους σουλτάνους του Οθωμανικού κράτους, που τον γνωρίζουν ως μία θρυλική μορφή στο περσικό μυθιστόρημα και στο Ισκεντερνάμα (Iskender- nāme) του Τούρκου Αχμεντί (Taj ad-Dīn Ahmedi, 14ος αι.). Διεκδικώντας έναν δυναμικό ρόλο στις εξελίξεις του ευρωπαϊκού χώρου, οι σουλτάνοι θα συγκριθούν τώρα με την ιστορική προσωπικότητα του Έλληνα κοσμοκράτορα.
Στην πρώτη σειρά βρίσκεται ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής που κατακτά την Κωνσταντινούπολη στα 22 του χρόνια (1453). Πλάθοντας τον προσωπικό του μύθο από μικρός, για να γίνει κυρίαρχος της ειδωλολατρικής και Χριστιανικής οικουμένης, θα επιλέξει τον Αλέξανδρο ως εξαιρετικό πρότυπο κατακτητή. Παραγγέλνει τη μετάφραση στα τουρκικά της ιστορίας του Αλέξανδρου από τον Αρριανό , την οποία μελετά καθημερινά και συχνά μιμείται τον Έλληνα κατακτητή με σκοπό να τον φτάσει και να τον ξεπεράσει. Η επίσκεψη του Μωάμεθ στον τάφο του Αχιλλέα στην Τροία επιτελείται όπως η επίσκεψη του Αλέξανδρου στην αρχή της εκστρατείας της Ανατολής, με ανεστραμμένους όρους αυτή τη φορά: ο Μωάμεθ αυτοχαρακτηρίζεται «απόγονος» των Ασιατών που προτίθεται να αποκαταστήσει την «αδικία» και να κυριαρχήσει πάνω στην αρχαία Οικουμένη. Το όραμά του όμως για την παγκόσμια κυριαρχία θα το συνεχίσει ένας άλλος θαυμαστής του Αλέξανδρου, ο Σουλεϊμάν Α’.
Ο Σουλεϊμάν Α’ ο Μεγαλοπρεπής, ο πιο γνωστός σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που στα χρόνια του θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη, φαίνεται πως επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Αλέξανδρου και το όραμά του για μία παγκόσμια αυτοκρατορία. Ο Σουλεϊμάν κουβαλούσε πάντα μαζί του το Ισκεντερνάμα και υπερασπιζόταν την υπεροχή του Αλέξανδρου στις συζητήσεις με τους άλλους αξιωματούχους και ιδιαίτερα με τον Ιμπραήμ, που ήταν περισσότερο υπέρμαχος του Αννίβα. Αυτό που θαύμαζε περισσότερο ο Σουλεϊμάν και ήθελε να κατανοήσει ήταν ο τρόπος που ο Αλέξανδρος ήθελε να ενώσει τους λαούς της Ανατολής και της Δύσης.
Αν οι Οθωμανοί σουλτάνοι ταύτιζαν τον εαυτό τους με τον κοσμοκράτορα Αλέξανδρο, οι καταπιεσμένοι από τους Οθωμανούς λαοί των Βαλκανίων τον επικαλούνταν ως νικητή των αρχαίων Περσών, που στα μάτια τους ταυτίζονταν με τους Τούρκους. Οι λαοί ήξεραν την ιστορία του θρυλικού Αλέξανδρου από το Μυθιστόρημα που διαδιδόταν προφορικά και με τον καιρό εξελισσόταν σε μία μορφή εθνικού αφηγήματος.
Πολλοί εθνικοί ήρωες ταυτίστηκαν με τον Αλέξανδρο, όπως ο Μιχαήλ Γενναίος (Mihai Viteazu(l), 1593-1601) της Ρουμανίας, αναγνώστης της ιστορίας του Αλέξανδρου και χορηγός λογοτεχνικών έργων για το πρόσωπο του Έλληνα βασιλιά, ο οποίος ένωσε για πρώτη φορά τις περιοχές της Βλαχίας, Τρανσυλβανίας και Μολδαβίας. Οι ρομαντικοί συγγραφείς της Ρουμανίας έως και τον 19ο αι. θα παρομοιάζουν τον αγώνα του Μιχαήλ Γενναίου ενάντια στον Οθωμανό Sinan Pasha με τον πόλεμο του Αλέξανδρου ενάντια στον Δαρείο.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες μίμησης του Αλέξανδρου αποτελεί η περίπτωση του πρώτου Αμερικάνου που πατάει το πόδι του στο Αφγανιστάν στις αρχές του 19ου αι. Ο τυχοδιώκτης της εποχής Τζόσουα Χάρλαν (Josiah Harlan), από την Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών (Chester County) θα βρεθεί στην Ινδία το 1824 ως υπάλληλος Βρετανικής εταιρείας, θα υπηρετήσει όλες τις δυνάμεις που δραστηριοποιούνταν στο Αφγανιστάν εκείνη την εποχή ( στη διαμάχη γνωστή και ως «Great Game») και σταδιακά θα πάρει τον τίτλο του πρίγκιπα του Γκορ, μιμούμενος τον Αλέξανδρο: το πρότυπό του που μελετούσε μία ολόκληρη ζωή. Οικειοποιούταν το όνομα του Αλέξανδρου, ντυνόταν με την ενδυμασία των Αφγανών, μιλούσε τη γλώσσα τους και έδειχνε πως σεβόταν τις παραδόσεις τους. Ο Χάρλαν προσέγγιζε την κατάκτηση του Αλέξανδρου ως ένα παράδειγμα «ηθικής δύναμης» στο χώρο της Ανατολής, αν και ως δυτικός αποικιοκράτης δεν απέφυγε να αντιμετωπίζει τους ανατολικούς λαούς με μία γερή δόση ανωτερότητας. Μιμούμενος τον Αλέξανδρο, ο Χάρλαν έπαιζε λοιπόν το ρόλο ενός νέου, μοντέρνου Αλέξανδρου, όπως ο ίδιος τον έβλεπε, διαφωτιστή και ανθρωπιστή, και δεν θα διστάσει σε μία αποστολή του 1838 να συγκεντρώσει μία τεράστια στρατιωτική δύναμη ενάντια σε μία ομάδα Ουζμπέκων που εμπορεύονταν σκλάβους. Αν και προσπάθησε πολύ, τελικά απέτυχε να ιδρύσει βασίλειο για τον εαυτό του στις απομακρυσμένες περιοχές του Αφγανιστάν. Η ιστορία του, όμως, ενέπνευσε τον Βρετανό συγγραφέα Rudyard Kipling να γράψει το διήγημα «Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς» (The Man Who Would Be King, 1888), στην οποία βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Αμερικανού κινηματογραφιστή John Huston (1975).