Η έρευνα στον χώρο που ταυτίζεται πια με βεβαιότητα με τις Αιγές ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, αλλά έχει ανασκαφεί λιγότερο από το 10% της πόλης.
Ωστόσο έχουν ήδη έρθει στο φως πολύ σημαντικά ευρήματα -το ανάκτορο, το θέατρο, τρία ιερά, μεγάλο τμήμα του τείχους, οι βασιλικές ταφικές συστάδες- που δίνουν μια εντυπωσιακή εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της πόλης που υπήρξε η βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων.
Η κορυφογραμμή των Πιερίων και οι ποταμοί Αλιάκμων και Άσκορδος ορίζουν τον χώρο των Αιγών που καταλαμβάνει περισσότερα από 80,000 στρέμματα.
Η παλαιότερη γνωστή εγκατάσταση, ένας οικισμός της πρώιμης χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.), βρίσκεται κοντά στον Αλιάκμονα, ενώ το εκτεταμένο νεκροταφείο των τύμβων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (10ος-7ος αι. π.Χ.) με τους πλούσια κτερισμένους τάφους και μια σειρά οικισμοί και νεκροταφεία της ίδιας περιόδου, διάσπαρτα ολόγυρα, μαρτυρούν ότι την εποχή αυτή εδώ βρισκόταν ένα πολύ σημαντικό κέντρο.
Από το 1000 π.Χ. ως το 625 π.Χ. η νεκρόπολη εξελίσσεται κανονικά και επεκτείνεται ομαλά.
Αλλαγές παρατηρούνται στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε εμφανίζονται καύσεις και πληθαίνουν στοιχεία που παραπέμπουν στη νότια Ελλάδα, ενώ στις αρχές του 6ου προχριστιανικού αιώνα η νεκρόπολη μετατοπίζεται ξαφνικά περίπου μισό χιλιόμετρο νοτιότερα και εμφανίζονται δύο βασιλικές ταφικές συστάδες, φαινόμενο που πιθανότατα σχετίζεται με την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Τημενιδών και την αναδιοργάνωση/ίδρυση του άστεως.
Όπως δηλώνει ο πληθυντικός του ονόματός όλων των παλιών ελληνικών κέντρων (Αθήναι, Θήβαι, Μυκήναι κ.ο.κ.) αι Αιγεαί, ήταν ένα ‘ανοιχτό’ πολεοδομικό μόρφωμα με μικρούς και μεγαλύτερους συνοικισμούς, διάσπαρτους γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, το άστυ.
Κέντρο ενός κράτους με αρχέγονες δομές, οι Αιγές είναι μια πόλη ‘κατά κώμας’, ένα οικιστικό σύνολο που αποτυπώνει στον χώρο την εικόνα μιας κοινωνίας στηριγμένης στην δομή των γενών με άξονα συνοχής την βασιλική παρουσία και εξουσία.
Με έκταση περίπου 800 στρέμματα, το άστυ ήταν χτισμένο στο κέντρο της χώρας των Αιγών, στο σημείο όπου ο πανάρχαιος δρόμος που, διασχίζοντας τα βουνά, συνδέει την Μακεδονία με την Θεσσαλία, συναντά την οδό που οδηγεί από τα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου στην ενδοχώρα του βασιλείου.
Εδώ βρίσκονταν τα παλάτια των βασιλέων, τα ιερά και η ακρόπολη. Το άστυ των Αιγών αναπτύχθηκε ελεύθερα στην πλαγιά στα βόρεια της ακρόπολης σε χαμηλά αλλεπάλληλα άνδηρα, αρχικά χωρίς ορθολογικά οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα, δηλαδή χωρίς κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και κάθετους οδικούς άξονες.
Ωστόσο περιβαλλόταν ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ από τείχος, η βορειοδυτική πύλη του οποίου βρέθηκε δίπλα στην ταφική συστάδα των βασιλισσών.
Το τοπωνύμιο Αιγεαί προέρχεται από την λέξη αιξ-γός (γίδα) και σημαίνει ‘ο τόπος των γιδιών’. Η οικονομία της πόλης στηριζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία.
Η γεωργία μαζί με την δενδροκαλλιέργεια και την αμπελουργία, το δάσος με τα θηράματα και την άφθονη ξυλεία και το γειτονικό ποτάμι που λειτουργούσε σαν υδάτινος δρόμος, προσφέροντας πλούσιο ψάρεμα, συμπλήρωναν τον πλούτο, εξασφαλίζοντας αυτάρκεια και ευημερία.
Στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. οι Mακεδόνες εδραιώνουν την θέση τους και επεκτείνουν την κυριαρχία τους, ενώ στα χρόνια του Αλέξανδρου Α΄ (498-454 π.Χ.) θα φτάσουν μέχρι τον Στρυμόνα.
Συνδεδεμένες άρρηκτα με τους Τημενίδες, οι Αιγές είναι τώρα το κέντρο του πιο σημαντικού ελληνικού κράτους του βορά. Οι εντυπωσιακοί υπόστυλοι τάφοι με τους ιωνικούς κίονες, τα κτερίσματα των βασιλικών ταφών, οι ανάγλυφες ανθεμωτές ακροκέραμοι, οι γραπτές σίμες δίνουν μια αμυδρή εντύπωση της χαμένης πολυτέλειας.
Στα μέσα του 5ου αιώνα ανεβαίνει στο θρόνο ο Περδίκκας Β΄ (452-413 π.Χ.) Και ενώ ο βασιλιάς κάνει ότι μπορεί για να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό της Αθήνας, στις Αιγές ο,τιδήποτε αττικό είναι της μόδας.
Οι ανάγλυφες και οι γραπτές επιτύμβιες στήλες εμφανίζονται στη νεκρόπολη της μακεδονικής μητρόπολης και οι λευκές αττικές λήκυθοι φέρνουν στους Μακεδόνες τους καρπούς της ζωγραφικής, μιας τέχνης που θα γίνει η αγαπημένη τους.
Το καινούριο ανάκτορο του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.) θα το διακοσμήσει ο Ζεύξις, ο σπουδαιότερος ζωγράφος της εποχής.
Προσωπικότητες όπως ο επικός ποιητής Χοιρίλος, ο χορικός Τιμόθεος και οι τραγικοί ποιητές Ευριπίδης και Αγάθων, θα λαμπρύνουν με την παρουσία τους την ζωή της πόλης που πρέπει να είχε ήδη θέατρο, στο οποίο οι φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες μπορούσαν να παρουσιάζουν τα έργα τους.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Αρχέλαος» υπογραμμίζει την σύνδεση του βασιλιά με τις Αιγές, όπως άλλωστε έκανε και ο ίδιος, βάζοντας το κεφάλι της αίγας, το λαλούν σύμβολο της πόλης, σαν σήμα κατατεθέν στα νομίσματά του.
Το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Μακεδονία και για ολόκληρη την Ελλάδα. Ωστόσο οι Αιγές, ύστατο καταφύγιο άμυνας, εξακολούθησαν να είναι η καρδιά του βασιλείου και η χήρα του Αμύντα Γ΄ (393-370 π.Χ.), η δυναμική βασίλισσα Ευρυδίκη, άφησε εδώ επιγραφικές μαρτυρίες της δραστηριότητας, αλλά και το άγαλμά και τον τάφο της.
Το 360 π.Χ. οι Μακεδόνες παθαίνουν πανωλεθρία και ο βασιλιάς Περδίκκας Γ΄ (368-360 π.Χ.) σκοτώνεται στην μάχη. Οι Αθηναίοι προσπαθούν να διεισδύσουν, επιβάλλοντας έναν Τημενίδη με τον οποίο προφανώς συνεργάζονταν.
Ο Αργαίος σπεύδει στις Αιγές για να ανακηρυχθεί βασιλιάς, αλλά οι κάτοικοι της πόλης δεν τον δέχονται.
Ο νεαρός αδελφός του σκοτωμένου βασιλιά Φίλιππος προλαβαίνει, κατατροπώνει τον Αργαίο και οι Μακεδόνες των Αιγών τον ανακηρύσσουν βασιλιά. Εκείνος με την σειρά του θα ανταμείψει πλουσιοπάροχα την πιστή του πόλη.
Το παλιό άστυ κοσμείται με τείχη και επάλξεις, πύργους και μεγαλοπρεπείς πύλες, ιερά και ναούς και πλάι στο ολοκαίνουριο θέατρο, τον τόπο της συλλογικής μέθεξης και πνευματικής κάθαρσης των πολιτών υψώνεται το «Βασίλειον», το ανάκτορο - ιερή/πολιτική ‘αγορά’, ως αρχιτεκτονικό μανιφέστο της νέας εποχής που μόλις ανατέλλει.
Η ταύτιση των αξόνων όλων αυτών των οικοδομημάτων και οι χρονικές και κατασκευαστικές αντιστοιχίες τους, φανερώνουν ότι όλα αποτελούν μέρος του ίδιου σχεδιασμού και υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, που είχε σκοπό να εκσυγχρονίσει, να εξορθολογήσει και να αναβαθμίσει συνολικά την εικόνα της πόλης, ώστε να αποκτήσει μορφή αντάξια με το κύρος και την σημασία της.
Πίσω από αυτόν τον σχεδιασμό υπάρχει μια σαφής ιδεολογική τοποθέτηση που συνδέει το κέντρο της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας με το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού.
Ο Φίλιππος Β΄, «πεφωτισμένος ηγεμόνας» κατά το πλατωνικό πρότυπο, εγκαινιάζει στις Αιγές την παράδοση που θα σφραγίσει την εικόνα των βασιλικών πόλεων της ελληνιστικής Οικουμένης.
Ο Αθηναίος Ισοκράτης καλεί το 346 π.Χ. τον Φίλιππο Β΄(359-336 π.Χ.) ως απόγονο του Ηρακλή να φέρει ενότητα και ειρήνη στους Έλληνες και ελληνικό νόμο και πολιτισμό στους βάρβαρους και εκείνος επιστρατεύει την αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης, να δώσουν σάρκα και οστά στο όραμα του.
Ο βασιλιάς και το περιβάλλον του γίνεται κέντρο παραγωγής ιδεολογίας και γνώσης και αυτό σφραγίζει την χρήση του χώρου, αλλά και τις νέες τάσεις της τέχνης. Στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ οι Αιγές θα γίνουν λίκνο εξελίξεων στην τέχνη, την φιλοσοφία, την πολιτική και τον πολιτισμό, όπως ήταν η Αθήνα του Περικλή έναν αιώνα πριν.
Εξαιρετικά είναι τα επιτεύγματα της μεταλλουργίας και της χρυσοχοΐας που οδήγησαν στην παραγωγή μοναδικών αριστουργημάτων τέχνης και τεχνικής.
Οι τοιχογραφίες των βασιλικών τάφων, λαμπρά δείγματα μεγάλης ζωγραφικής, αποτελούν μαρτυρίες μοναδικές και πολύτιμες της πιο αγαπημένης τέχνης των Ελλήνων.
Στην ριζοσπαστική παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης ο καλλιτέχνης φέρνει στα όρια τους τις εκφραστικές δυνατότητες που του έδινε η παραδοσιακή τεχνική του περιγράμματος.
Στην μεγάλη τοιχογραφία του βασιλικού κυνηγιού αποκαλύπτονται εντυπωσιακά όλα τα επιτεύγματα της ιλουζιονιστικής ζωγραφικής που μπορεί με τον χρωστήρα να δημιουργεί πειστικά εικαστική πραγματικότητα πολλούς αιώνες πριν την ευρωπαϊκή αναγέννηση.
Ακόμη πιο επαναστατικά είναι τα επιτεύγματα της γλυπτικής-μικρογλυπτικής, όπως φανερώνονται στις μορφές της ζωφόρου του κυνηγιού από την χρυσελεφάντινη κλίνη του Φιλίππου που παρά το μικροσκοπικό τους μέγεθος, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο συναρπαστικές σπουδές της ανθρώπινης μορφής που ξέρουμε από την αρχαία τέχνη και σηματοδοτούν την γέννηση του ρεαλιστικού πορτραίτου.
Ωστόσο η μεγαλύτερη συνεισφορά της ζύμωσης τέχνης, πολιτικής και φιλοσοφίας που ήταν γέννημα του χρυσού αιώνα των Αιγών αποτυπώνεται στο πεδίο της πολεοδομίας - αρχιτεκτονικής με κορυφαίο παράδειγμα το «βασίλειον» καθίδρυμα του Φιλίππου Β΄ που, όντας υπερυψωμένο, αλλά όχι απομονωμένο, σημείο αναφοράς του άστεως, τοπόσημο και επίκεντρο του δημόσιου χώρου, εκπλήσσει με την δημοκρατικότητα της δομής του και θα αποτελέσει πρότυπο και αρχέτυπο της δημόσιας αρχιτεκτονικής της Οικουμένης για πολλούς αιώνες.
Παρά την ανάπτυξη της Πέλλας στην οποία η βασιλική οικογένεια περνούσε μέρος της καθημερινότητάς της, οι Αιγές, το πατροπαράδοτο δυναστικό κέντρο, εξακολούθησαν να διατηρούν στο ακέραιο την συμβολική αξία τους και αποτελούσαν τον χώρο, όπου εξελίσσονταν όλες οι παραδοσιακές τελετές, αλλά και πολιτικά γεγονότα τεράστιας ιστορικής σημασίας.
Το Φθινόπωρο του 336 π.Χ. με αφορμή την μακεδονική πρωτοχρονιά και τον γάμο της κόρης του Κλεοπάτρας με τον Αλέξανδρο της Ηπείρου ο Φίλιππος έχει την ευκαιρία να συστηθεί ως ισόθεος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος των Πανελλήνων.
Στο αποκορύφωμα της γιορτής συναντά το μαχαίρι του δολοφόνου και πέφτει νεκρός στην ορχήστρα του θεάτρου των Αιγών. Οι σύντροφοι αρματώνονται, σπεύδουν στο Μέγα περιστύλιο του ανάκτορου και ανακηρύσσουν βασιλιά τον Αλέξανδρο Γ΄. Ακολουθεί με πρωτοφανή λαμπρότητα η ταφή του Φιλίππου.
Έναν χρόνο μετά, το φθινόπωρο του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος γιορτάζει την πρωτοχρονιά και πάλι στις Αιγές και στην εαρινή ισημερία του 334 π.Χ. δίπλα στην αρχαία βασιλική συστάδα των Τημενιδών τελεί τις πατροπαράδοτες τελετές της κάθαρσης του στρατεύματος και με περίπου 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς ξεκινά την εκστρατεία που θα αλλάξει για πάντα τον Κόσμο.
Το 323 π.Χ. ο Κοσμοκράτορας πεθαίνει στη Βαβυλώνα. Το σώμα του βαλσαμώνεται, το ταξίδι για τις Αιγές ξεκινά. Θα φτάσει στην Αλεξάνδρεια, από όπου το Σώμα του νέου θεού θα ευλογεί την Οικουμένη.
Στις Αιγές, δίπλα στον τάφο του παππού του, θα βρει ανάπαυση ο γιος του Μεγαλέξανδρου, ο Αλέξανδρος Δ΄ (323-310 π.Χ.), ένα παιδί-βασιλιάς, που πλήρωσε με τη ζωή του την φιλοδοξία του σφετεριστή Κασσάνδρου.
Στις Αιγές θα ανακομιστούν και θα ταφούν στην αρχαία συστάδα των Τημενιδών τα οστά του Φιλίππου Γ΄ Αριδαίου (323-317 π.Χ.), της συζύγου του Ευρυδίκης και της μητέρας της Κύννας, θυγατέρας του Φιλίππου Β΄. Εδώ, δίπλα στον παππού του, θα θάψει η Θεσσαλονίκη τον γιο της Φίλιππο Δ΄ (297 π.Χ.) και εδώ, δίπλα στην γιαγιά της, την Ευρυδίκη, θα βρει ανάπαυση το 295 π.Χ. και η ίδια η τελευταία βασίλισσα του γένους των Τημενιδών.
Το 273 π.Χ. οι Γαλάτες μισθοφόροι του Πύρρου καταλαμβάνουν τις Αιγές και η πόλη δοκιμάζεται σκληρά, οι βασιλικές συστάδες καταλεηλατούνται, μαζί τους και ολόκληρη η νεκρόπολη.
Δεκάδες σπασμένες επιτύμβιες στήλες, εκατοντάδες αναμοχλευμένοι τάφοι, σχεδόν το 80% του συνόλου, μαρτυρούν το άγος, την ταπείνωση και την τεράστια προσβολή που υπέστη η μητρόπολη των Μακεδόνων.
Αναζητώντας νομιμοποίηση από τη σκιά του Φιλίππου Β΄, ο Αντίγονος Γονατάς (276-239 π.Χ.) κατασκευάζει τον τεράστιο τύμβο που θα προστατεύσει στους αιώνες τον τάφο του πατέρα και του γιου του Μεγαλέξανδρου.
Ωστόσο στα χρόνια των Αντιγονιδών οι Αιγές έχουν πάψει οριστικά να βρίσκονται στο κέντρο της εξουσίας.
Οι βασιλικές ταφές σταματούν, η οικοδομική δραστηριότητα είναι περιορισμένη, οι μορφές κατασκευαστικά και μορφολογικά ευτελέστερες.
Το 148 π.Χ., μετά την ήττα του Ανδρίσκου-Φίλιππου Στ΄ από τους Ρωμαίους του Quintus Caecilius Metellus Macedonicus, οι Αιγές πυρπολούνται και καταστρέφονται.
Τα τείχη κατεδαφίζονται, το ανάκτορο λεηλατείται και καίγεται, το θέατρο παύει να λειτουργεί. Στη ζώνη των τειχών κατασκευάζονται πρόχειρα σπίτια. Στο ανάκτορο εγκαθίστανται εργαστήρια κεραμικής. Τα δημόσια κτήρια αποδομούνται και τα υλικά τους χρησιμοποιούνται για ιδιωτικές κατασκευές. Η πόλη συνεχίζει να κατοικείται αλλά η ιεραρχία έχει καταλυθεί συστηματικά και στοχευμένα, ώστε να χαθεί οριστικά η μνήμη των βασιλέων. Τον 1ο αι. μ. Χ. μια τρομακτική κατολίσθηση της υπερκείμενης πλαγιάς θα σημάνει το ξαφνικό και οριστικό τέλος του άστεως των Αιγών.
Ένας νέος οικισμός δημιουργείται στον κάμπο, στα βορειοανατολικά της παλιάς νεκρόπολης. Δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές, η μία με βαπτιστήριο, δείχνουν πως εδώ εξακολουθούσε να υπάρχει ένα κέντρο, όμως το όνομα των Αιγών παύει πια να χρησιμοποιείται.
Το λίκνο των Τημενιδών παραδόθηκε στη λήθη και απόμεινε μόνον η ανάμνηση του παλατιού να στοιχειώνει το μεσαιωνικό όνομα ενός μικρού χωριού, τα «Παλατίτζια», και ο Αλέξανδρος να επιστρέφει στην πατρώα γη ως βυζαντινός αυτοκράτορας στην εικόνα της Κρίσεως στον νάρθηκα του Αη Δημήτρη.