Το 393 π.Χ. ο Αμύντας Γ’, δισέγγονος του Αλέξανδρου Α’, ανακηρύσσεται από τους εν όπλοις Μακεδόνες βασιλιάς.
Οι Ιλλυριοί όμως, αναγνωρίζοντας σε αυτόν έναν δύσκολο αντίπαλο, φροντίζουν να εκδιωχθεί και να πάρει την θέση του ένας άλλος Τημενίδης ο Αργαίος.
Ο Αμύντας όμως κατάφερε τελικά με την βοήθεια των Αλευαδών, που ήταν ηγεμόνες της Λάρισας, να ανακάμψει και να κρατήσει τον θρόνο μέχρι τον θάνατό του, βασιλεύοντας σχεδόν για είκοσι τρία χρόνια.
Ευφυής και ικανός πολιτικός, ο Αμύντας κατάφερε, επιστρατεύοντας την διπλωματία, αλλά και τις οικογενειακές σχέσεις μέσω επιγαμιών, να οδηγήσει το σκάφος του βασιλείου του ανάμεσα από τις δύσκολες συμπληγάδες μιας ταραγμένης εποχής με όσο γινόταν μικρότερες απώλειες.
Για να δυναμώσει την θέση του στην διεκδίκηση του θρόνου, νυμφεύθηκε την Γυγαίη, μια συγγενή του από το γένος των Τημενιδών, ίσως κόρη του Αρχέλαου, από την οποία απόκτησε τρεις γιους, τον Αρχέλαο, τον Αρριδαίο και τον Μενέλαο.
Αργότερα, για να εξασφαλίσει την πολύτιμη υποστήριξη ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των Λυγκηστών στην σύγκρουση με τους Ιλλυριούς, πήρε ως σύζυγο την Ευρυδίκη που ήταν κόρη του Σίρρα και εγγονή από την μητέρα της του βασιλιά της Λυγκστίδος Αρραβαίου.
Από την Ευρυδίκη απόκτησε τρεις γιους, τον Αλέξανδρο, τον Περδίκκα και τον Φίλιππο και μια θυγατέρα, την Ευρυνόη.
Ο Αμύντας υιοθέτησε τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη που είχε νυμφευθεί την κόρη του Κότυ Α΄, του βασιλιά των Οδρυσών Θρακών, εξασφαλίζοντας έτσι καλές σχέσεις με μια από τις σημαντικές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής.
Το 383 π.Χ. οι Ιλλυριοί εισέβαλαν στην Μακεδονία και ο Αμύντας για να τους αντιμετωπίσει συμμάχησε με το Κοινό των Χαλκιδέων, προσφέροντάς τους την δυνατότητα να επωφελούνται από το εμπόριο της ξυλείας και ιδιαίτερα της πολύτιμης ναυπηγήσιμης ξυλείας και της ακριβής ρητινόπισσας που παρήγαν τα μακεδονικά δάση.
Προς στιγμήν ο Ιλλυρικός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε, όμως οι Χαλκιδείς αθέτησαν την συμφωνία και εισέβαλαν στο βασίλειο,φτάνοντας να καταλάβουν την Πέλλα.
Οι Μακεδόνες βρέθηκαν αδύναμοι και περιορισμένοι στην αρχαία κοιτίδα τους και ο Αμύντας κατέφυγε στην διπλωματία για να σώσει το βασίλειο.
Κατάφερε να αναθερμάνει το ενδιαφέρον των Σπαρτιατών για την περιοχή και συμμάχησε μαζί τους. Οι προσπάθειες του έφεραν καρπούς και ο πόλεμος αυτός τελείωσε με την διάλυση του Κοινού των Χαλκιδέων το 379 π.Χ.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Αμύντας συνήψε συνθήκη συμμαχίας με τους Αθηναίους που είχαν ανάγκη την Μακεδονική ξυλεία για τον στόλο τους.
Το 371 π.Χ. έκανε το ίδιο και με τον Ιάσωνα των Φερών, έναν ηγέτη που είχε εμφανιστεί δυναμικά στα Ελληνικά πράγματα και, σχεδιάζοντας να δημιουργήσε ιμιαν ισχυρή ναυτική δύναμη, είχε και αυτός ανάγκη τα ξύλα και την ρητινόπισσα των Μακεδονικών δασών, δίνοντας μάλλον σαν αντάλλαγμα εδάφη στην περιοχή της Περραιβίας που βρισκόταν στα όρια των δύο κρατών.
Την ίδια χρονιά, ο Αμύντας συμμετείχε με αντιπρόσωπο στο μεγάλο συνέδριο για την ειρήνη που έγινε στην Σπάρτη, γεγονός που αποδεικνύει ότι το βασίλειο των Μακεδόνων ήταν πια αποδεκτό ως ένα ισότιμο μέλος στα πολιτικά δρώμενα του Ελληνικού κόσμου.
Ο Αμύντας φαίνεται ότι αντιλήφθηκε την σημασία ης ναυσιπλοϊας και ευνόησε τους παραθαλάσσιες πόλεις-λιμάνια. Είναι ο πρώτος βασιλιάς που έχτισε ανάκτορο στην Πέλλα και υποστήριξε τους Πυδναίους που ο Αρχέλαος είχε τιμωρήσει, μεταφέροντας τους στην ενδοχώρα, να ξαναχτίσουν την πόλη τους στην παραλία. Σε αντάλλαγμα οι Πυδναίοι ίδρυσαν προς τιμήν του ιερό και του απέδωσαν θεϊκές τιμές ως ευεργέτη.
Όπως δείχνουν τα σφραγίσματα των κεραμιδιών με το όνομα ΑΜΥΝΤΟΥ, ιερό του Αμύντα υπήρχε και στις Αιγές, η παλιότερη φάση του οποίου χρονολογείταιπριν το τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε το βασίλειο αποτυπώνονται στα νομίσματα που έκοψε ο Αμύντας που είναι κυρίως χάλκινα, ενώ τα λιγοστά ασημένια είναι πιο ελαφρά από εκείνα του Αρχέλαου. Όμως ο Ηρακλής, ο Πατρώος θεός, θα γίνει εγγυητής της εξουσίας που διακυβεύεται και ο αητός που σπαράσσει το φίδι διοσημία και προάγγελος της τελικής νίκης.
Ο Αμύντας πεθαίνει σε ώριμη ηλικία από φυσικό θάνατο το 370 π.Χ.