Στις προσπάθειες του Φιλίππου πρώτα να σταθεροποιήσει το μακεδονικό κράτος και έπειτα να το καταστήσει υπολογίσιμη δύναμη μεταξύ των Ελλήνων, το σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η αντιμετώπιση των πόλεων, είτε στη νότια Ελλάδα είτε στις αποικίες των αιγιακών παραλίων.
Η πρώτη επαφή με την ελληνική πόλιν ως θεσμό έγινε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στη Θήβα, όπου γνώρισε μάλιστα και σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής.
Εκεί εκτίμησε τη σημασία της ναυτικής δύναμης, επηρεασμένος από τον Επαμεινώνδα που προετοίμαζε τη Θήβα γι’ αυτό, αν και ήταν στην ενδοχώρα.
Ίσως αυτό να υπαγόρευσε τη στάση του απέναντι στην Αθήνα, την ισχυρότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου, με την οποία προτιμούσε την πολιτική της διπλωματίας, γνωρίζοντας πως δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκιάσει τη ναυτική της υπεροχή.
Αλλά και σε σχέση με το πώς ήταν οργανωμένη μια ελληνική πόλη-κράτος έμαθε πολλά ο Φίλιππος. Έζησε εκ των έσω πώς λειτουργούσε και ποια ήταν τα αδύναμα σημεία της: η υπεροψία απέναντι στις άλλες πόλεις και η μόνιμη τάση να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αυτό ειδικά το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, όταν έστρεφε τη μία εναντίον της άλλης στους επερχόμενους πολέμους.
Το 360/59 π.Χ. γίνεται βασιλιάς μετά το θάνατο του αδερφού του Περδίκκα Γ΄· σπεύδει να αντιμετωπίσει τους ανταπαιτητές στο θρόνο του και έτσι στρέφεται πρώτη φορά κατά των Αθηναίων, τους οποίους παραπλανεί ότι εγκαταλείπει κάθε απαίτηση στην Αμφίπολη [2].
Με αυτή την κίνηση οι Αθηναίοι διέκοψαν την υποστήριξη που έδειχναν στον ανταπαιτητή Αργαίο. Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές επαφές που είχε ο Φίλιππος με την Αθήνα σε μια προσπάθεια να τους παραπλανήσει και να εκμεταλλευτεί την επιθυμία τους για κυριαρχία της πολύτιμης παλαιάς αποικίας τους στη χρυσοφόρο Θράκη.
Με την απομάκρυνση του Αργαίου συνήψε συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με την οποία εγκατέλειπε επίσημα την Αμφίπολη χάριν της Πύδνας.
Αυτό αργότερα θα το ανακαλούσε, και ίσως για τούτο τον κατηγόρησε ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Δημοσθένης, πως δεν σεβόταν ούτε ιερούς όρκους.
Όμως ο Φίλιππος με τέτοιες κινήσεις που έκανε τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του πέτυχε κάτι που κανείς δεν περίμενε από τον κληρονόμο ενός βασιλείου που βρισκόταν σε τόσο δεινή θέση: αντιμετώπισε όλες τις εξωτερικές απειλές, σταθεροποίησε το κράτος και επιπλέον έκανε σαφές πως θα έθετε τους δικούς του όρους για τις επόμενες διπλωματικές επαφές.
Ο συνδυασμός υπεκφυγών, δωροδοκίας και γρήγορης αντίδρασης σε κάθε απειλή παγιώθηκε ως μια τακτική του Φιλίππου που δεν έπαψε να φέρνει σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους του.
Το 358 π.Χ., αφού κατατρόπωσε τους Παίονες και τους Ιλλυριούς χάρη στον νέο, καλά οργανωμένο και ενισχυμένο στρατό, στράφηκε στη Θεσσαλία.
Εκεί ήταν η μόνη σύμμαχος της Μακεδονίας, η Λάρισα, η οποία ζήτησε τη φιλία του Φιλίππου για να ισχυροποιήσει τη θέση της απέναντι στις Φερές, τον παραδοσιακό της αντίπαλο. Για να ανανεώσει τη συμμαχία τους, αλλά και για να συμπεριλάβει στο στρατό του το ιδιαίτερα ισχυρό λαρισαϊκό ιππικό, ο Φίλιππος συμφώνησε να βοηθήσει τη Λάρισα και παντρεύτηκε τη Φιλίννα της οικογένειας των Αλευαδών.
Η συμμαχία του με το Κοινό των Θεσσαλών του επέτρεπε να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Θεσσαλίας και κατ’ επέκταση να μπορέσει να εξαπλώσει την ισχύ του και νοτιότερα στην Ελλάδα.
Ο βασικότερος αντίπαλός του στην εξωτερική πολιτική παρέμενε η Αθήνα, που με την επιρροή της τόσο σε παλιές αποικίες, όσο και κατά διαστήματα με το Κοινό των Χαλκιδέων, αποτελούσε το κύριο εμπόδιο για την επέκταση του κράτους και την εξασφάλιση των θαλάσσιων οδών.
Η άλλοτε πανίσχυρη ελληνική πόλη είχε όμως τα δικά της προβλήματα που την αποδυνάμωναν. Ο πόλεμος κατά των πόλεων που ήθελαν να αποσχιστούν από την Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, ο λεγόμενος Συμμαχικός Πόλεμος, ήταν η ευκαιρία που χρειαζόταν ο Φίλιππος για να καταλάβει πρώτα την Πύδνα και μετά την Ποτίδαια, το 356 π.Χ., αφού πρώτα ανακατέλαβε οριστικά την Αμφίπολη.
Τους κατοίκους της Ποτίδαιας πούλησε ως σκλάβους, μια συνηθισμένη πηγή εσόδων μετά από πόλεμο, και την πόλη παρέδωσε στους Χαλκιδείς.
Εκείνη τη χρονιά είχε και μια άλλη σημαντικότατη πηγή εσόδων: τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου, που μπορούσε να εκμεταλλεύεται ανενόχλητος μετά την κατάληψη της Αμφίπολης και των Κρηνίδων, την πόλη που όχι μόνο άφησε ελεύθερη αλλά και επανίδρυσε ως Φιλίππους.
Το τελικό πλήγμα για την επιρροή της Αθήνας στην Κεντρική Μακεδονία ήταν η πολιορκία και τελικά η συνθηκολόγηση της Μεθώνης το 355/4 π.Χ. Σε αυτήν την πολιορκία ο βασιλιάς έχασε το δεξί του μάτι από βέλος. Οι κάτοικοί της ήταν περισσότερο τυχεροί από αυτούς της Ποτίδαιας και κράτησαν την ελευθερία τους.
Εδώ πρέπει να αναφερθεί πως αυτές τις πόλεις που κατακτούσε και συμπεριλάμβανε στο μακεδονικό βασίλειο ο Φίλιππος δεν τις κρατούσε απλά ως εδάφη του κράτους αλλά τις παραχωρούσε στους εταίρους του.
Αυτό γινόταν στο πλαίσιο παραχώρησης δώρων από το βασιλιά προς τους ευγενείς ως ένδειξη εμπιστοσύνης και σύμβολο σύσφιξης σχέσεων. Οι εταίροι είχαν βέβαια τη δική τους φρουρά και μπορούσαν διοικούν και να εκμεταλλεύονται τους πόρους της γης τους.
Τη σταθεροποίηση στην Κεντρική Μακεδονία ακολούθησε μια πιο επιθετική παρέμβαση στις υποθέσεις των νότιων ελληνικών πόλεων. Η ευκαιρία του Γ΄ Ιερού Πολέμου δεν αφέθηκε ανεκμετάλλευτη και έτσι ο Φίλιππος παρενέβη δυναμικά στη Θεσσαλία κατά των Φερών. Αυτή, εκτός από παλιά αντίπαλος της Λάρισας ήταν και σύμμαχος των Φωκέων που είχαν ξεκινήσει τον πόλεμο.
Μετά από δύο ήττες από το στρατηγό Ονόμαρχο, ο Φίλιππος τελικά κατάφερε να νικήσει τη συμμαχία των Φερών και της Φωκίδας στη μάχη του Κροκίου Πεδίου, το 352 π.Χ., στο όνομα του Απόλλωνα και επικεφαλής ενός στρατού δαφνοστεφανωμένου –για τη δόξα του Απόλλωνα.
Με αυτήν την τελευταία συμβολική κίνηση ο Φίλιππος εξέφρασε την ενεργή συμμετοχή του στα ζητήματα των Δελφών.Τότε ο εκλέγεται άρχων της Θεσσαλίας και παντρεύεται τη Νικησίπολη. Αυτό το αξίωμα του παρέχει μια θέση στο Αμφικτυονικό Συμβούλιο που ρύθμιζε τις υποθέσεις των Δελφών, είχε όμως και πολιτική δύναμη στις ελληνικές πόλεις.
Ο Φίλιππος ήξερε ακόμη πως το κλειδί για τον έλεγχο και για όποια κάθοδο προς το νότο ήταν η κατάληψη των Θερμοπυλών. Η εκστρατεία του Ναυσικλή από την Αθήνα όμως αναχαίτισε το Φίλιππο στα στενά.
Αμέσως μετά τη νίκη επί των Φερών ο Φίλιππος είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει μαζί τους Αθηναίους και τους Χαλκιδείς, που στο μεταξύ συνήψαν συμμαχία παρά τις προειδοποιήσεις του Φιλίππου.
Οι αντιπαλότητες κορυφώθηκαν το 348 π.Χ. με την άλωση και τον εξανδραποδισμό της Ολύνθου, που τάραξε τις ελληνικές πόλεις εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με την παράδοση, η αφορμή για την επίθεση ήταν πως οι Ολύνθιοι κρατούσαν τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς του Φιλίππου, και πιθανούς ανταπαιτητές, και αρνούνταν να τους παραδώσουν.
Με την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης καταλύθηκε και το Κοινό των Χαλκιδέων, ενώ όλη η χερσόνησος περιήλθε στο βασίλειο των Μακεδόνων. Από την Όλυνθο ο Φίλιππος αιχμαλώτισε Αθηναίους και τους μετέφερε ως σκλάβους στην Πέλλα.
Υπό αυτές τις συνθήκες αρχίζει τις ειρηνευτικές προτάσεις προς τους Αθηναίους και έτσι αποστέλλονται πρεσβείες και από τα δύο μέρη. Η παράδοση αναφέρει πως τα μέλη της αθηναϊκής πρεσβείας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για τους όρους που θα συζητούσαν.
Το 346 π.Χ. όμως αυτός ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του με την ειρήνη του Φιλοκράτη, του φιλομακεδόνα Αθηναίου που πρότεινε τους όρους της. Ο Φίλιππος απελευθερώνει τους Αθηναίους αιχμαλώτους και εκλέγεται πρόεδρος των Πυθίων αγώνων. Τότε έγινε και η προτροπή από τον Ισοκράτη προς το Μακεδόνα βασιλιά να ενώσει τους Έλληνες και επικεφαλής τους να εισβάλλει στην Περσία.
Το τέλος του Ιερού Πολέμου, ο έλεγχος των Θερμοπυλών και η οριστική νίκη του Φιλίππου επί των Φωκέων ήρθε αμέσως μετά την ειρήνη του Φιλοκράτη. Στη Νίκαια τοποθετήθηκε μακεδονική φρουρά για να ελέγχει τις Θερμοπύλες.
Οι ιερόσυλοι Φωκείς, που είχαν δώσει την αφορμή του πολέμου με την επίθεση στο Δελφικό ιερό, παραδόθηκαν στο Αμφικτυονικό Συμβούλιο για να τιμωρηθούν και οι άρπαγες των θησαυρών του ιερού των Δελφών εκτελέστηκαν.
Η ήττα της πόλης σήμαινε για τον Φίλιππο την κατοχή των δύο θέσεών τους στο Αμφικτυονικό Συμβούλιο.
Την κυριαρχία του επί της Θεσσαλίας ισχυροποίησε λίγο αργότερα, το 344 π.Χ., με την επαναφορά του συστήματος της τετραρχίας και την εγκαθίδρυση ολιγαρχίας και μιας μακεδονικής φρουράς στις Φερές.
Οι Αθηναίοι καθόλου δεν ήταν ευχαριστημένοι από τις συνθήκες της ειρήνης. Ο Φίλιππος ειλικρινώς επιχείρησε να διαπραγματευθεί εκ νέου τους όρους, συναντούσε όμως την αντίστασή τους.
Μάλιστα το 341 π.Χ. έπρεπε να αντιμετωπίσει αθηναϊκή στρατιωτική δύναμη για να υπερασπιστεί την Καρδία της Θράκης. Οι Αθηναίοι μάλλον προέβησαν σε αυτήν την κίνηση φοβούμενοι πως ο Φίλιππος θα ανέκοπτε το δρόμο εφοδιασμού τους από το Βόσπορο.
Η επακόλουθη νικηφόρος εκστρατεία του Φιλίππου κατά των Θρακών και η προέλαση του ως τα δυτικά της Μαύρης Θάλασσας τελικά είχε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα για την Αθήνα.
Το 340 π.Χ. ο Φίλιππος κράτησε αιχμάλωτο το στόλο με τα σιτηρά που προοριζόταν για την Αθήνα ο επακόλουθος πόλεμος κράτησε δύο χρόνια.
Η επίσημη δικαιολογία για την κάθοδο του Φιλίππου στα νότια ήταν ο Δ΄ Ιερός Πόλεμος, όταν τέθηκε επικεφαλής του Αμφικτυονικού στρατού κατά της Άμφισσας. Σταδιακά έφτασε ξανά να απειλεί τη Βοιωτία και να ελέγχει τις Θερμοπύλες, από όπου οι Θηβαίοι είχαν απομακρύνει τη μακεδονική φρουρά. Η Αθήνα συμμάχησε με τη Θήβα και μαζί τον αναχαίτισαν στον Κηφισό. Όμως το τέλος του πολέμου δεν άργησε να έρθει.
Στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος νίκησε τη συμμαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Θηβαίων με την Εύβοια, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, την Αχαΐα και κάποια νησιά.
Ήταν τότε που ο Αλέξανδρος απέδειξε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών την ανδρεία του και την αξία του ως στρατηγός ενάντια στον Ιερό Λόχο της Θήβας.
Η Θήβα αντιμετωπίστηκε αυστηρά, όπως και οι Φερές, με την επιβολή ολιγαρχίας και την εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς.
Αντίθετα η Αθήνα είχε πολύ καλύτερη τύχη. Καταλύθηκε μεν η Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, ωστόσο ελευθερώθηκαν οι αιχμάλωτοι που είχαν σταλεί στην Πέλλα, η πόλη κράτησε το δημοκρατικό της πολίτευμα και επιπλέον δεν υπήρξε απαίτηση να παραδοθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Φιλίππου.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήξερε καλά πως η εικόνα ενός υπέρμαχου των ενωμένων Ελλήνων δεν μπορούσε να αμαυρωθεί από την καταπίεση μιας από τις ισχυρότερες πόλεις της νότιας Ελλάδας που ήταν ηγέτιδα στην πολιτική και τον πολιτισμό επί αιώνες.
Σε πρακτικό επίπεδο προφανώς επιθυμούσε το στόλο της Αθήνας, καθώς και την επιβεβαίωση μιας σχετικά ήρεμης κατάστασης στην Ελλάδα ενόψει της εκστρατείας κατά των Περσών.
Το χειμώνα του ίδιου έτους συγκάλεσε στην Κόρινθο ένα συμβούλιο με εκπροσώπους όλων των ελληνικών πόλεων για να υπογράψουν κοινή ειρήνη με το Φίλιππο.
Τότε πρέπει να άρχισαν οι εργασίες για την κατασκευή του Φιλιππείου στην Ολυμπία.
Τον επόμενο χρόνο (337 π.Χ) στο Συνέδριο της Κορίνθου ορίστηκε ο Φίλιππος ηγεμόνας όλων των Ελλήνων και επικεφαλής της εκστρατείας κατά των Περσών –τότε ήταν που αποκάλυψε σαφώς τα σχέδιά του για την εκστρατεία αυτή. Σε αυτό το συνέδριο αρνήθηκαν να συμμετάσχουν οι Λακεδαιμόνιοι, η απουσία των οποίων ελάχιστα επηρέασε την ηγεμονία του Φιλίππου. Αξιοσημείωτο είναι πως αυτό το συνέδριο ήταν μια πολύ έξυπνη κίνηση του Φιλίππου για να μπορεί να ελέγχει τις υποθέσεις όλων των ελληνικών πόλεων.
Η εξωτερική πολιτική του Φιλίππου ήταν ένας ευφυής συνδυασμός υπεκφυγών και δωροδοκιών, διπλωματίας και απειλών, πολεμικών συρράξεων και στρατιωτικής επιβολής. Οι σχέσεις του με τις ελληνικές πόλεις που αντιμετώπιζε κάθε φορά υπαγορεύονταν από τη δύναμη κάθε πλευράς και βέβαια από το συμφέρον που ο ίδιος ο βασιλιάς είχε από κάθε περίσταση.
Έτσι με την Αθήνα πάντα προτιμούσε να εξαντλήσει κάθε περιθώριο για διπλωματία πριν καταφύγει στον πόλεμο, αφού αυτή και ισχυρή ήταν, και μπορούσε να παρέχει πόρους όπως τη ναυτική της δύναμη.
Αντίθετα όταν ήθελε να δώσει ένα δείγμα της δύναμής του και ένα παράδειγμα για το πώς αντιμετώπιζε τους στασιαστές, δεν δίσταζε να φτάσει στα άκρα, όπως με την άλωση της Ολύνθου.
Αποτέλεσμα των ενεργειών του βασιλιά ήταν η χωρίς προηγούμενο επέκταση του βασιλείου, η εξασφάλιση της ενότητας των ελληνικών πόλεων και η ισχυροποίηση του στρατού ενόψει της εκστρατείας. Πρόλαβε και έθεσε τα πάντα σε ετοιμότητα για το μεγάλο έργο που θα κληροδοτούσε αμέσως -και πρόωρα- στο γιο του Αλέξανδρο.