Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Φίλιππος Β΄ εκμεταλλευόταν όποια ευκαιρία παρουσιαζόταν για να προβάλλεται ως εκλεκτός των θεών, απόγονός τους, ήρωας και σωτήρας των ιερών. Όντας ο ίδιος αρχιερέας στη Μακεδονία που δεν είχε οργανωμένο ιερατείο, και επίσης γόνος της δυναστείας που είχε τον Ηρακλή ως προπάτορα, η πρακτική αυτή δεν είναι καθόλου περίεργη· η ευσέβειά του δεν αμφισβητείται.
Ωστόσο είχε και μια άλλη βασικότατη χρήση ως μέρος της εξωτερικής του πολιτικής. Ως γόνος και υπερασπιστής θεών αναγνωρίσιμων στο πανελλήνιο ο Φίλιππος θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των υπολοίπων Ελλήνων και θα κέρδιζε επάξια την ηγεσία τους.
Ο Φίλιππος είχε ανάγκη από το μανδύα της θεϊκής προστασίας και εύνοιας για να παρουσιαστεί ως ενοποιός δύναμη για την κατακερματισμένη Ελλάδα. Οι κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική που σχετίζονταν με τα πανελλήνια ιερά είχαν ακριβώς αυτό το στόχο.
Στο ανάκτορο Αιγών βρίσκουμε το πρώτο σημάδι αυτού του ρόλου, τη θόλο που ήταν αφιερωμένη στον ‘Ηρακλή πατρώο’, τον προπάτορα των Τημενιδών.
Τα μέλη της δυναστείας πάντα προέβαλλαν το μύθο της καταγωγής τους από τον Ηρακλή, και επομένως από τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων Δία.
Η εικόνα του βασιλιά ως πιστού και θεοσεβούς αποσκοπούσε στην ισχυροποίηση της θέσης του εντός του βασιλείου, στα μάτια των υπηκόων του, και στη δικαίωση των αποφάσεών του και την ερμηνεία θείων σημαδιών.
Αυτά σε μια Μακεδονία διάσπαρτη από τοπικές λατρείες με ιδιαίτερη σημασία, όπως του Ηρακλή Κυναγίδα, προστάτη των κυνηγών, αλλά και του Ασκληπιού. Μάλιστα τους ιερείς του τελευταίου ο Φίλιππος τους ανέδειξε σε επώνυμους άρχοντες των μακεδονικών πόλεων.
Το Ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη ήταν πάντα υπό την προστασία της βασιλικής οικογένειας, ο Φίλιππος όμως πρέπει να έδειχνε και έμπρακτο ενδιαφέρον για τις μυστηριακές λατρείες.
Αν πιστέψουμε το Διόδωρο, ο Φίλιππος γνώρισε τη σημαντικότερη σύζυγό του Ολυμπιάδα καθώς και οι δύο συμμετείχαν στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, ενώ ο γλαφυρός ιστορικός Quintus Curtius Rufus [8.1.26] αναφέρει το παράπονο του γιου του Αλέξανδρου πως ο πατέρας του περνούσε πολύ χρόνο στη Σαμοθράκη αντί να εκστρατεύει κατά της Ασίας.
Ο 4ος αι. μάλιστα από τα μέσα και μετά είναι η εποχή που κατά κύριο λόγο αναπτύσσεται το ιερό, με μνημειακά κτίσματα στη θέση απλούστερων κτηρίων και βωμών.
Του Φιλίππου Β΄ πρέπει να είναι μια σημαντική χορηγία, μια μαρμάρινη αίθουσα με ιωνικό πρόπυλο ανάμεσα στο μετέπειτα Αρσινόειο και το Ιερό (τον κυρίως ναό). Ήταν το πρώτο εξ ολοκλήρου μαρμάρινο κτίσμα, από μάρμαρο Θάσου αλλά και το περιζήτητο της Πάρου, ενώ αρχιτέκτονας ήταν ο περίφημος Σκόπας από την Πάρο.
Από αυτό το υστεροκλασικό κτίσμα σώζονται λίγα στοιχεία από το ιωνικό πρόπυλο και την κάτοψη, μπορεί όμως να αποκατασταθεί σχεδιαστικά.Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αίθουσα, με μήκος 34 μέτρα και πλάτος 23, με ιδιαίτερα στοιχεία τις ανάγλυφες χορεύτριες που όλο ζωντάνια διέτρεχαν το κτήριο εξωτερικά και τα ανάγλυφα φατνώματα στην οροφή του προθαλάμου. Η επιθυμία του βασιλιά να αφιερώσει στο ιερό μια τόσο δαπανηρή κατασκευή ταίριαζε με τη θεοσέβεια και με τη διάθεση προβολής του βασιλιά.
Η κατασκευή πρέπει να έγινε αμέσως μόλις περιήλθε το νησί στο βασίλειο των Μακεδόνων, το 340 π.Χ. με την κατάκτηση ολόκληρης της Θρακικής Χερσονήσου, και αντιβασιλέας ήταν ο Αλέξανδρος. Στο ίδιο ιερό ο Φίλιππος δώρισε ένα τμήμα των παραλίων της Θράκης.
Γενικά αξίζει να σημειωθεί πως η όποια επένδυση των Τημενιδών στο ιερό αυτό προερχόταν από την επιθυμία τους να επιβεβαιώσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή με τη δημιουργία ενός ιερού σε μακεδονικό έδαφος, άμεση σχετιζόμενου με τη δυναστεία, που θα μπορούσε σταδιακά να ανταγωνιστεί τα νότια και πιο ανεπτυγμένα πανελλήνια ιερά.
Η εμπλοκή του Φιλίππου στον Γ΄ Ιερό Πόλεμο ήταν από τις πιο αποφασιστικές και επιθετικές κινήσεις του σε αυτόν τον τομέα.
Τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτόν ήταν εν ολίγοις η άρνηση των Φωκέων και των Σπαρτιατών να πληρώσουν φόρους στη Δελφική Αμφικτυονία και στη συνέχεια η κατάληψη των Δελφών από τους Φωκείς.
Τα πραγματικά αίτια ήταν η επιθυμία των Θηβαίων να περιορίσουν τη δύναμη των Σπαρτιατών και της Φωκίδας –έτσι επεδίωξαν να οδηγήσουν την κατάσταση σε σύρραξη. Σε αυτόν τον πόλεμο σύμμαχοι των Φωκέων ήταν οι Φερές, από παλιά αντίπαλοι της Λάρισας –που με τη σειρά της ήταν σύμμαχος του Φιλίππου.
Η Θεσσαλία χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα και η επακόλουθη εμπλοκή συμπεριέλαβε όλες τις ελληνικές πόλεις, από τη μία τη Λάρισα με το Φίλιππο και από την άλλη τις Φερές και τους Φωκείς. Η άλλη συμμαχία που εναντιώθηκε στους ιερόσυλους ήταν η Θήβα με την Αθήνα.
Ο Φίλιππος εισήλθε στη Θεσσαλία το 353 π.Χ. για να αντιμετωπίσει τις Φερές. Εκεί όμως προς μεγάλη του έκπληξη ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Φωκέων και το στρατηγό τους Ονόμαρχο, μάλιστα δύο φορές, όπου ο αντίπαλος στρατηγός χρησιμοποίησε τεχνάσματα και τακτικές αιφνιδιασμού και παγίδευσης που θα ζήλευε και ο ίδιος ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Αποτέλεσμα της ήττας ήταν μεγάλη απογοήτευση στο στρατό του Φιλίππου, μια μίξη από ετερόκλητα στοιχεία και λαούς της Άνω Μακεδονίας, που αναζητούσαν ευκαιρία να αποσχιστούν από το βασίλειο.
Έτσι ο Φίλιππος οδηγήθηκε από την περίσταση να στραφεί σε μια ανώτερη δύναμη για να κρατήσει το στρατό του ενωμένο αλλά και να πάει ένα βήμα παραπέρα με τις φιλοδοξίες του· ενώ μέχρι τότε κύριο μέλημα ήταν η προστασία των συνόρων του και η εξασφάλιση φυσικών πόρων από περιοχές επιρροής, ο Φίλιππος έκανε την πιο αποφασιστική μεταστροφή περνώντας σε μια επιθετική εξωτερική πολιτική που στόχευε ενεργά στην εξάπλωση των συνόρων του κράτους.
Έτσι όταν κατέβηκε ξανά στη Θεσσαλία τον επόμενο χρόνο, πάλι για να υπερασπιστεί τη Λάρισα κατά των Φερών και να αντιμετωπίσει τους υβριστές που είχαν καταλάβει τους Δελφούς, ο Φίλιππος πρόσταξε το στρατό του να φορέσει στεφάνια δάφνινα, σαν να ακολουθούσαν τον ίδιο το θεό Απόλλωνα που οδηγούσε το στράτευμα.
Μπορούμε να φανταστούμε τι εικόνα συμβολική όσο και εντυπωσιακή μπορεί να ήταν αυτή ενός στρατού που προέλαυνε στο όνομα του ηγέτη θεού τους φορώντας το ιερό του στεφάνι, ταγμένοι όλοι σε έναν ιερό σκοπό.
Ο Φίλιππος δεν θα φαινόταν ως επίδοξος κατακτητής που αποζητούσε να εμπλακεί και να ελέγξει τις υποθέσεις των άλλων πόλεων: ήταν ελευθερωτής του θεού ενός από τα σημαντικότερα ιερά, σεβαστό από όλους τους Έλληνες.
Έπρεπε να φαντάζει στα μάτια των αντιπάλων του ως η θεία δίκη που κατέβηκε για να τους τιμωρήσει –και έτσι έγινε αφού στην επερχόμενη μάχη στο Κρόκιο πεδίο ο υπέρμαχος του Απόλλωνα βγήκε νικητής.
Και παρόλο που ο Γ΄ Ιερός Πόλεμος δεν τελείωσε εκεί, τα επόμενα έτη μετατράπηκε σε μικρής εμβέλειας αψιμαχίες ως το τέλος του το 346 π.Χ.
Η άλλη μεγάλη επέμβαση του Φιλίππου υπό την αιγίδα των θεών έγινε αμέσως μετά την τελευταία και πιο σημαντική του μάχη, το 338 π.Χ. στη Χαιρώνεια, όταν νίκησε τη συμμαχία πολλών νότιων ελληνικών πόλεων εναντίων του και αναδείχτηκε ως ηγεμόνας όλων των επιτέλους ενωμένων Ελλήνων.
Για να διαλαλήσει αυτή τη νίκη και να τη συνδέσει με το θέλημα των θεών, διέταξε την κατασκευή του Φιλιππείου στην Ολυμπία.
Μέσα στο ιερό του Δία και πολύ κοντά στο ναό του, αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι άλλη μια συμβολική κίνηση που τον καθιστούσε εκτελεστή του θείου θελήματος και υπέρμαχο των πανελλήνιων ιερών.
Και τέλος η τελευταία του πράξη, αυτή στην οποία έπεσε οριστικά η αυλαία του έργου του, ήταν να ακολουθήσει τους δώδεκα ολύμπιους θεούς το δικό του ρεαλιστικό πορτρέτο, σε μια περίλαμπρη γιορτή στο θέατρο της μακεδονικής πρωτεύουσας. Μπορεί να ερμηνεύτηκε ως ύβρις, ότι συμπεριέλαβε τον εαυτό του σε μια πομπή των αγαλμάτων των θεών ως δέκατος τρίτος θεός, ή έστω ως ισάξιός τους.
Είναι δύσκολο για εμάς σήμερα να κρίνουμε αυτήν την πράξη και να την καταλάβουμε, αφού έχει παραμορφωθεί από το πρίσμα των μεταγενέστερων πηγών. Αξίζει όμως να γίνει έναυσμα για τη συζήτηση αν ο Φίλιππος τελικά λατρευόταν ο θεός και αν είχε διατάξει ο ίδιος κάτι τέτοιο εν ζωή.
Έχουν προταθεί διάφορα στοιχεία ως απόδειξη για τη λατρεία του Φιλίππου ενώσω αυτός ζούσε: ιστορικοί μιλούν για την πρακτική λατρείας του στην Αμφίπολη, πριν την καταλάβει το 357 π.Χ.,και ενός βωμού του Διός Φιλιππείου στην Ερεσό της Λέσβου· στους Φιλίππους αναφέρεται σε επιγραφή ανάμεσα σε θεούς και ήρωες· στην Έφεσο στεκόταν το άγαλμά του μέσα στο ναό της Αρτέμιδος· και το Φιλιππείο στην Ολυμπία συχνά χαρακτηρίζεται λατρευτικό κτίσμα.
Όμως με προσεκτικότερη μελέτη δεν στέκουν αυτά ως αποδείξεις για τη θεοποίηση του Φιλίππου, ούτε για τη λατρεία του, καθώς πουθενά δεν φαίνεται πως πρόκειται για λατρευτικά αγάλματα του Φιλίππου, ενώ και στην αποικία του μάλλον του αποδίδονταν λατρευτικές τιμές ως κτίστη της πόλης, μια όχι ασυνήθιστη πρακτική.
Ο Φίλιππος ήταν ο ίδιος ευσεβής και επομένως πολύ απίθανο να υποστηρίζει τη δική του λατρεία, κάτι που σε όλη την Ελλάδα θεωρούταν ύβρις. Με το πρακτικό πνεύμα και τη λογική που τον χαρακτήριζε δεν θα ήθελε ο Φίλιππος να επιβάλλει κάτι που δεν θα μπορούσαν να δεχτούν οι υπήκοοί του.
Η σύνδεσή του με τους θεούς δεν ήταν παρά μια από τις έξυπνες πολιτικές τακτικές του να επιβεβαιώσει το ρόλο του ως ηγεμόνα των Ελλήνων που επιτέλους ένωσε υπό τη φωτισμένη του βασιλεία για να τους οδηγήσει σε μια ένδοξη εκστρατεία κατά του αιώνιου εχθρού, των Περσών.
Κάθε υπόθεση πως ο Φίλιππος επιθυμούσε ή επέβαλλε τη δική του λατρεία προέρχεται από μια εποχή πολύ μεταγενέστερη, όταν η αποθέωση των ελληνιστικών βασιλέων και των ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν μια πρακτική πολύ συνηθισμένη και καθόλου κατακριτέα.