Ο Φίλιππος, το τέταρτο παιδί του Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης γεννήθηκε το 382 π.Χ. στις Αιγές.
Ακολουθώντας τις μετακινήσεις της οικογένειας πέρασε την παιδική του ηλικία ανάμεσα στις Αιγές και την Πέλλα, όπου ο πατέρας του είχε κτίσει ανάκτορο.
Το 369 π.Χ. βρέθηκε για λίγο όμηρος στην αυλή του βασιλιά των Ιλλυριών Βαρδύλλη και στη συνέχεια πήγε όμηρος στην Θήβα και πέρασε την εφηβεία του στο σπίτι του Παμένη.
Εκεί για τρία ολόκληρα χρόνια είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη και τους θεσμούς της στην στιγμή της μεγάλης ακμής της, να συναναστραφεί με τον μεγαλύτερο στρατηγό της εποχής, τον Επαμεινώνδα, να μυηθεί στην πιο αναπτυγμένη πολεμική τεχνική από τον ίδιο τον Πελοπίδα, να γυμναστεί σκληρά με τους πολεμιστές του Ιερού Λόχου, να δει σε δράση την λοξή φάλαγγα και τα γυμνάσια του βοιωτικού ιππικού, αλλά και να μυηθεί στη φιλοσοφία των Πυθαγορείων.
Μετά από τρία χρόνια ο Φίλιππος επέστρεψε στην Μακεδονία, εγκαταστάθηκε στην περιοχή ανατολικά του Αξιού και ξεκίνησε να εκπαιδεύει τους στρατιώτες του.
Το 360 π.Χ. πιθανότατα ήταν αυτός που διοικούσε τους Μακεδόνες που βοήθησαν τους Αμφιπολίτες να απωθήσουν την δύναμη των Αθηναίων.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ και ο εικοσιδυάχρονος Φίλιππος βρέθηκε αντιμέτωπος με το χάος…
Ο μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία από τους Ιλλυριούς στα βορειοδυτικά. Ο Περδίκκας Γ΄ ήταν νεκρός και οι παλιοί ανταπαιτητές Τημενίδες, ο Παυσανίας και Αργαίος κινούνταν να πάρουν τον θρόνο. Ο πρώτος είχε την υποστήριξη των Θρακών. Ο Φίλιππος έστειλε δώρα στον βασιλιά τους και κατάφερε να τον πάρει με το μέρος του. Ο Παυσανίας εξαφανίστηκε.
Ο Αργαίος έχοντας την υποστήριξη του Αθηναίου στρατηγού Μαντία αποβιβάστηκε με ένα άγημα 3.000 ανδρών στην Μεθώνη και μετά από πορεία μερικών ωρών βρέθηκε στις Αιγές και ζήτησε από τους κατοίκους να τον ανακηρύξουν βασιλιά.
Αυτοί όμως δεν τον δέχθηκαν. Στην απόφαση τους δεν αποκλείεται να έπαιξε και πάλι ρόλο η Ευρυδίκη που σίγουρα θα βρισκόταν στην βασιλική μητρόπολη για να φροντίσει την ταφή του βασιλιά- γιου της, Περδίκκα.
Ο Φίλιππος εν τω μεταξύ κατάφερε, αποσύροντας τις δυνάμεις του από την Αμφίπολη, με μια εξαντλητική πορεία προς τα δυτικά να προλάβει και να κατατροπώσει τον Αργαίο και τους άντρες του στους λόφους ανατολικά από τις Αιγές. Οι Αθηναίοι αποσύρθηκαν, ο Φίλιππος μπήκε στην πόλη νικητής και οι Μακεδόνες τον ανακήρυξαν βασιλιά.
Για να κλείσει το ενδοδυναστικό μέτωπο εκτελέστηκε ο μεγαλύτερος από τους τρεις ετεροθαλείς αδερφούς του Φιλίππου, τους γιους της Γυγαίης και οι άλλοι δύο διέφυγαν στην Όλυνθο.
Όντας πια σίγουρος στον θρόνο του, ο Φίλιππος Β΄ αντιμετώπισε με εκπληκτική ταχύτητα τα εξωτερικά μέτωπα.
Τους Παίονες που ετοιμάζονταν να εισβάλουν από τα βορειοανατολικά τους σταμάτησε προσφέροντας δώρα στον βασιλιά τους Άγι.
Στους Αθηναίους πρότεινε ανανέωση της συμμαχίας και της πατρογονικής φιλίας που είχαν με τον Αμύντα Γ΄, με τους Ιλλυριούς έκανε ανακωχή που την σφράγισε ο γάμος του νεαρού Μακεδόνα με την Αυδάτα, την κόρη του βασιλιά τους Βαρδύλλη.
Ένας ακόμη γάμος με την Φίλα, την κόρη του βασιλιά της Ελίμειας Δέρδα, εξασφάλισε τα νώτα του στα νοτιοδυτικά και συγχρόνως την βοήθεια ενός πολύ ισχυρού ιππικού, στο οποίο θα μπορούσε στο μέλλον να υπολογίζει.
Ο χειμώνας του 360 π.Χ. είχε φτάσει, οι άμεσοι κίνδυνοι είχαν αποσοβηθεί και ο Φίλιππος μπορούσε να επικεντρωθεί στην κατεπείγουσα αναδιοργάνωση του στρατού του.
Αυτό που ακολούθησε τους καταιγιστικούς πρώτους μήνες της βασιλείας του ήταν μια σειρά ανάλογων καταστάσεων που απαιτούσαν διπλωματία, ευστροφία και ταχύτητα στις αντιδράσεις, όπου όμως πια έπαιρνε ο ίδιος την πρωτοβουλία για τις κινήσεις του.
Το 359 π.Χ. κατανίκησε τους Παίονες,επεκτείνοντας σημαντικά τα βόρεια σύνορα του βασιλείου του, το 358 π.Χ. κατάφερε το ίδιο με τους Ιλλυριούς που τους εκδίωξε από την Λυγκηστίδα και έφτασε να καταλάβει την Λυχνιδό,στην περιοχή ανάμεσα και γύρω από τις λίμνες, όπου ποτέ ως τότε δεν είχε βρεθεί Ελληνικός στρατός.
Την ίδια χρονιά στράφηκε προς τα νότια, στην Θεσσαλία και την Λάρισα, όπου ένας ακόμη γάμος με την Φιλίννα, από την οποία θα αποκτήσει έναν γιο, τον Αρριδαίο, ανανέωσε τους πατροπαράδοτους δεσμούς φιλίας των Τημενιδών με τους Αλευάδες.
Την Άνοιξη του 357 π.Χ. ήρθε η στιγμή για την πρώτη αποφασιστική κίνηση προς την ανατολή με την κατάληψη της Αμφίπολης, μιας πόλης που είχε υπάρξει αποικία των Αθηναίων και εξακολουθούσε να αποτελεί κεντρικό ζητούμενο της πολιτικής τους στον βορα.
Η κατάληψή της του άνοιξε τον δρόμο προς την Θράκη, το ανατολικό Αιγαίο, αλλά και τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου.
Λίγο αργότερα κατέλαβε και την Πύδνα, ενώ είχε ήδη αποκαταστήσει την κυριαρχία του στις πλούσιες σε μεταλλεύματα περιοχές του όρους Δύσορον και της λίμνης Πρασιάδος.
Την μακεδονική πρωτοχρονιά, τον Οκτώβριο του 357 π.Χ., ο Φίλιππος θα την γιορτάσει με έναν ακόμη γάμο με την Μυρτάλη-Πολυξένη, που θα της δώσει ο ίδιος το όνομα Ολυμπιάς. Κόρη του βασιλιά της Ηπείρου, η νύφη θα ανοίξει για τους Μακεδόνες την πύλη ενός ακόμη βασιλείου, κανείς όμως από τους καλεσμένους του γαμήλιου συμποσίου δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο καρπός αυτού του γάμου θα άνοιγε για όλους την πύλη της Οικουμένης.
Την επόμενη χρονιά ο Φίλιππος ίδρυσε τους Φιλίππους στη θέση της παλιάς αποικίας των Θασίων, τις Κρηνίδες, ώστε να ελέγχει ακόμη αποτελεσματικότερα τα χρυσοφόρα κοιτάσματα της περιοχής του Παγγαίου.
Ο Παρμενίων με ένα τμήμα του Μακεδονικού στρατού νίκησε τους Ιλλυριούς, ο ίδιος ο Φίλιππος πολιόρκησε και κατέλαβε την Ποτίδαια που την παρέδωσε στο Κοινό των Χαλκιδέων.
Ενώ βρισκόταν στην πολιορκία ο βασιλιάς πληροφορήθηκε ότι το άλογο του νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες και ότι η Ολυμπιάδα γέννησε ένα γιο που πήρε το χαρακτηριστικό για την δυναστεία όνομα Αλέξανδρος.
Το 355/54 π.Χ. πολιόρκησε και κατέλαβε την Μεθώνη, εκδιώκοντας ουσιαστικά τους Αθηναίους από τον Θερμαϊκό, αλλά έχασε το δεξί του μάτι.
Στη συνέχεια πολιόρκησε τα Άβδηρα και την Μαρώνεια, δηλώνοντας την πρόθεση του να ελέγξει τα παράλια της Θράκης και στράφηκε προς τον νότο.
Ύστερα από πρόσκληση του Κοινού των Θεσσαλών προχώρησε ως τις Παγασές, καταλήγοντας να συμμαχήσει με την Θήβα και να εμπλακεί στον τρίτο Ιερό πόλεμο.
Το 356 π.Χ. οι Φωκείς καλλιέργησαν παράνομα γη του δελφικού μαντείου και αντί να πληρώσουν το πρόστιμο που τους επέβαλε η Δελφική Αμφικτυονία λεηλάτησαν τους θησαυρούς του ιερού.
Το συνέδριο των αμφικτυόνων, στο οποίο ηγετικό ρόλο είχαν οι Θηβαίοι, κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των Φωκέων, με το μέρος των οποίων τάχθηκαν η Αθήνα, η Σπάρτη και ο τύραννος των Φερών.
Το 353 π.Χ. οι Φωκείς εισέβαλαν στην Θεσσαλία για να υποστηρίξουν τον τύραννο των Φερών, ο Φίλιππος κλήθηκε και πάλι να αναλάβει δράση, νίκησε τους εισβολείς στην πρώτη μάχη, ηττήθηκε όμως στις δύο επόμενες.
Το επόμενο καλοκαίρι ο Μακεδόνας επέστρεψε με μεγάλη δύναμη και κυριολεκτικά διέλυσε τον στρατό των Φωκέων. Αυτό του έδωσε μεγάλο κύρος στα μάτια των Ελλήνων του νότου.
Ο Φίλιππος γίνεται ηγεμών του «Κοινού των Θεσσαλών» και ουσιαστικά ολόκληρη η Θεσσαλία προσαρτάται στο μακεδονικό βασίλειο, μεταξύ των άλλων και οι Φερές.
Ένας ακόμη γάμος με την Φεραία Νικησίπολη, από την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, την Θεσσαλονίκη, επισφραγίζει τις νέες διασυνδέσεις.
Την ίδια χρονιά, το 352 π.Χ., ο Μακεδόνας βασιλιάς ισχυροποιεί την θέση του και στην Θράκη χάρη στις συμμαχίες του με το Βυζάντιο και την Πέρινθο, αλλά και με τον Αμάδοκο,τον ανταπαιτητή του θρόνου των Οδρυσών που κατείχε ο αδερφός του, εχθρός του Φιλίππου και σύμμαχος των Αθηναίων, Κερσοβλέπτης.
Τις επιτυχίες συμπληρώνει και μία ακόμη νίκη στους Ολυμπιακούς αγώνες με το βασιλικό τέθριππο να πρωτεύει.
Ο Φίλιππος είναι ήδη πολύ ισχυρός, φαίνεται ωστόσο ότι αποφεύγει την κατευθείαν σύγκρουση με την Αθήνα, που έχει στραμμένη την προσοχή της στην Εύβοια, όπου υπάρχει ένταση και εξεγέρσεις.
Αυτές δεν σταματά να τις υποδαυλίζει ο Φίλιππος, εγκαθιστώντας μακεδονικές φρουρές που τρομάζουν τους Αθηναίους, αποσπώντας την προσοχή τους από την Χαλκιδική και τα παράλια της Θράκης, όπου τους αποστερεί ένα μετά το άλλο τα ερείσματά τους.
Παράλληλα ρύθμιζε την κατάσταση στο βασίλειο των Μολοσσών, αποδυναμώνοντας τον Αρύββα, τον θείο της Ολυμπιάδας, προς όφελος του αδελφού της, Αλέξανδρου, ενώ εδραίωνε την κυριαρχία του προς τα βόρεια και βορειοδυτικά.
Το 348 π.Χ. ο Φίλιππος πολιορκεί την Όλυνθο. Οι Ολύνθιοι ζητούν την βοήθεια των Αθηναίων που είναι σύμμαχοί τους. Εκείνοι, παρά τους φλογερούς λόγους του Δημοσθένη, ολιγωρούν. Η πόλη κυριεύεται και ισοπεδώνεται. Το «Κοινό των Χαλκιδέων» παύει πια να υπάρχει. Ολόκληρη η Χαλκιδική με τα μεταλλεία και τα πλούτη της ενσωματώνεται στο βασίλειο των Μακεδόνων.
Και σαν επιστέγασμα ο Φίλιππος κερδίζει μια ακόμη νίκη στις αρματοδρομίες των ολυμπιακών αγώνων.
Το 347 π.Χ. ολοκληρώνεται η κατάληψη των περιοχών γύρω από τον Έβρο και ο Κερσοβλέπτης που μάταια περιμένει την Αθηναϊκή βοήθεια θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει.
Ο Φίλιππος γιορτάζει μεγαλοπρεπώς τις επιτυχίες του με ολυμπιακούς αγώνες προς τιμήν του Διός και της μακεδονικής πρωτοχρονιάς στις Αιγές και στο Δίον.
Το 346 π.Χ. το τέλος του τρίτου Ιερού Πολέμου βρίσκει τον Φίλιππο να έχει στην κυριαρχία του όχι μόνον την Μακεδονία και ένα μεγάλο τμήμα της Θράκης, αλλά και την Θεσσαλία και να ελέγχει τις Θερμοπύλες, τις πύλες της νότιας Ελλάδας.
Το βασίλειο των Μακεδόνων είναι πια μέλος της Δελφικής Αμφικτυονίας και ο Φίλιππος έχει τις δύο ψήφους των Φωκέων στο συνέδριο των Αμφικτυόνων.
Ανήσυχοι για τις εξελίξεις, οι Αθηναίοι έχουν σπεύσει να υπογράψουν ειρήνη με τον Φίλιππο και στην πρεσβεία που περίμενε τον βασιλιά τρεις ολόκληρους μήνες να επιστρέψει από την Θράκη συμμετείχαν ο Φιλοκράτης, ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης.
Ο Φίλιππος απελευθερώνει τους Αθηναίους αιχμαλώτους, εκλέγεται πρόεδρος των Πυθίων αγώνων και ο Ισοκράτης γράφει τον «Φίλιππο» του και συμβουλεύει τον απόγονο του Ηρακλή να μοιάσει στον πρόγονο του, να ενώσει τους Έλληνες και να εκστρατεύσει εναντίον των βαρβάρων.
Εν τω μεταξύ οι Σπαρτιάτες εισβάλουν στην Μεσσηνία και ο Φίλιππος πηγαίνει στην Πελοπόννησο, διώχνει τους Σπαρτιάτες, εισβάλλοντας στην ίδια την Λακεδαιμονία, και ευεργετεί ποικιλοτρόπως τους Μεσσήνιους.
Το 345 π.Χ. ο Φίλιππος χρειάζεται να εκστρατεύει εναντίον των Ιλλυριών του Πλευράτου. Η σύγκρουση είναι σκληρή, ο βασιλιάς τραυματίζεται στο δεξί πόδι. Το τραύμα επουλώνεται, αλλά ο Φίλιππος είναι πια κουτσός.Τα επόμενα τέσσερα χρόνια η προσοχή του Φιλίππου συγκεντρώνεται στην κατάκτηση της Θράκης και της Σκυθίας και οι Μακεδονικές φάλαγγες φτάνουν μέχρι τον Δούναβη και την Μαύρη Θάλασσα.
Το 342 π.Χ.o Φίλιππος ιδρύει την Φιλιππούπολη, και στην επιστροφή του από τον Δούναβη επισφραγίζει την συμφωνία φιλίας με τον αρχηγό των Γετών Κοθήλα που βασίλευε στην περιοχή της αρχαίας Οδησού, της σημερινής Βάρνας, με έναν ακόμη γάμο.
Η θυγατέρα του Κοθήλα, η πριγκίπισσα Μήδα, θα γίνει η έκτη σύζυγος του Μακεδόνα και θα είναι αυτή που θα τον συνοδεύσει στον τάφο.
Το 340 π.Χ. ξεκινά την πολιορκία της Περίνθου, το 339 την πολιορκία του Βυζαντίου. Οι πόλεις αντιστέκονται, οι Αθηναίοι που φοβούνται ότι οι Μακεδόνες θα τους αποκόψουν από τις πολύτιμες προμήθειες των σιτηρών που έρχονταν από τις αποικίες του Εύξεινου Πόντου, σπάνε την συνθήκη ειρήνης και κηρύσσουν τον πόλεμο.
Ο Φίλιππος αποφασίζει να τελειώνει μαζί τους, λύνει την πολιορκία του Βυζαντίου, αλλά, πριν κατευθυνθεί προς την νότια Ελλάδα εκστρατεύει για μια ακόμη φορά εναντίον των Σκυθών που φάνηκαν ασυνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Φτάνει σχεδόν στο Δέλτα του Δούναβη και σε μια αποφασιστική σύγκρουση τους κατατροπώνει. Ανάμεσα στους νεκρούς, στο πεδίο της μάχης βρίσκεται και ο αρχηγός τους, ο Ατέας που πρέπει να ήταν σχεδόν ενενήντα χρονών.
Τον Νοέμβρη του 339 π.Χ.η Μακεδονική στρατιά εμφανίζεται στην Βοιωτία. Όταν οι Αθηναίοι μαθαίνουν ότι ο Φίλιππος στρατοπεδεύει στην Ελάτεια, μόλις τρεις μέρες δρόμο από την Αθήνα, η ανησυχία τους γίνεται πανικός.
Ο Δημοσθένης συνιστά ψυχραιμία, η εκκλησία του Δήμου του αναθέτει την σύσταση αμυντικής συμμαχίας.
Ο Φίλιππος εν τω μεταξύ, δρώντας ως επικεφαλής της Δελφικής Αμφικτυονίας, τιμωρεί τους Λοκρούς της Άμφισσας που καταπάτησαν εδάφη του ιερού και προσπαθεί να πείσει τους Θηβαίους να παραμείνουν πιστοί στην συμμαχία τους μαζί του.
Τελικά όμως εκείνοι συμμαχούν με τους Αθηναίους. Στην αντιμακεδονική συμμαχία προσχωρούν η Αχαϊα, η Κόρινθος, η Χαλκίδα, η Επίδαυρος, τα Μέγαρα και η Τροιζήνα.
Τον Αύγουστο του 338 π.Χ.φθανει η ώρα της μοιραίας σύγκρουσης. Δίπλα στην Χαιρώνεια 30.000 πεζοί και 2.000 ιππείς Μακεδόνες και Θεσσαλοί παρατάσσονται απέναντι σε υπέρτερους αριθμητικά συμμάχους, η πλειοψηφία των οποίων είναι Αθηναίοι και Θηβαίοι.
Ο ίδιος ο Φίλιππος διοικεί το δεξιό κέρας, ενώ στο αριστερό βρίσκεται ο δεκαοχτάχρονος Αλέξανδρος με το ιππικό των εταίρων. Απέναντι από τον Φίλιππο είναι οι Αθηναίοι,απέναντι από τον Αλέξανδρο οι Θηβαίοι με τον ανίκητο ιερό λόχο, στο κέντρο οι υπόλοιποι σύμμαχοι.
Στην αρχή η μάχη είναι αμφίρροπη, ωστόσο η ασυγκράτητη ορμή του νεαρού Αλέξανδρου και η στρατηγική ευφυΐα του Φιλίππου καθορίζουν την έκβαση της μάχης. Οι σύμμαχοι τρέπονται σε φυγή και κατατροπώνονται.
Οι ηττημένες πόλεις, ουσιαστικά αφρούρητες, είναι έτοιμες να γίνουν τα λάφυρα του νικητή, αλλά αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του.
Ο Φίλιππος προτιμά την διπλωματία από την βία. Στο Συνέδριο της Κορίνθου το 337 π.Χ. όλες οι Ελληνικές πόλεις- κράτη, τα Κοινά και ο βασιλεύς,πλην Λακεδαιμονίων, θα υπογράψουν την Κοινή Ειρήνη και ο Φίλιππος θα εκλεγεί ηγεμόνας, στρατηγός-αυτοκράτωρ, των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον των Περσών.
Ακολουθεί ο έβδομος γάμος, αυτή την φορά με την Κλεοπάτρα, μια Μακεδόνισσα, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, μια σύνδεση που ίσως αποτελεί προσπάθεια να διευθετηθεί ένα εσωτερικό μέτωπο.
Το 336 π.Χ. μια μακεδονική στρατιά έχει ήδη ξεκινήσει τις προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Ο ίδιος ο Φίλιππος όμως δεν θα φτάσει ποτέ.
Στις γιορτές για την μακεδονική πρωτοχρονιά και τον γάμο της Κόρης του Κλεοπάτρας με τον αδερφό της μητέρας της, τον βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο, που γίνονταν στα Αιγές τον Οκτώβριο του 336 π.Χ. ο Φίλιππος, ο άνθρωπος που κατάφερε το ως τότε αδιανόητο,να ενώσει κάτω από την στιβαρή εξουσία του τους πάντα ερίζοντες Έλληνες, δολοφονήθηκε.