Ένας από τους πιο έξυπνους και ικανούς πολιτικούς όλων των εποχών, ο Φίλιππος Β΄ έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην πειθώ και στις νίκες που μπορούσαν να κερδηθούν σε ιδεολογικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μυθολογία γύρω από το πρόσωπο του βασιλιά, η οποία τον καθιστούσε δικαιωματικά τον απόλυτο ισχυρό ηγεμόνα του Μακεδονικού βασιλείου και την ενοποιό δύναμη όλων των Ελλήνων.
Πρώτα ο Φίλιππος φρόντισε να ισχυροποιήσει τη θέση του ως αδιαμφισβήτητος και άξιος συνεχιστής της δυναστείας των Αργεαδών, απόγονος και κληρονόμος του μυθικού ήρωα Ηρακλή. Στη μακεδονική παράδοση η συνέχεια των πατροπαράδοτων εθίμων είχε πολύ μεγάλη σημασία για την αποδοχή της βασιλικής οικογένειας. Από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα την πιο δυνατή εικόνα την αποκομίζουμε από την τελευταία κατοικία του βασιλιά –από τα αντικείμενα, το κτίσμα και τα ταφικά έθιμα εν γένει. Μάλιστα με τον τάφο του ίδιου του Φιλίππου Β΄ παγιώνεται η ιδανική μορφή της αιώνιας κατοικίας του ηγεμόνα σύμφωνα με τις προτροπές του Πλάτωνα: πρόκειται για ένα καμαροσκέπαστο κτήριο με μνημειακή πρόσοψη που θυμίζει ναό, θαμμένο κάτω από έναν τύμβο. Όμως με τους ομηρικούς ήρωες, ο νεκρός καιγόταν με πλήθος προσφορών οι οποίες τον ακολουθούσαν στην αιώνια κατοικία, ενώ τα υπολείμματα της πυράς ρίχνονταν πάνω από τον τάφο.
Το έθιμο της καύσης ήρθε στις Αιγές στα αρχαϊκά χρόνια πιθανότατα μαζί με τους Τημενίδες. Τιμώντας το νεκρό μέλος της η οικογένεια διαδηλώνει την κοινωνική της θέση, ενώ η κηδεία του ηγεμόνα, τελετή δημόσια στην οποία μετέχουν όλοι, πράξη με έντονα πολιτική αξία, εδραιώνει συγκινησιακά το ιδεολογικό εποικοδόμημα της εξουσίας και γίνεται απτό σύμβολο του status quo, συλλογική δήλωση πίστης και αποδοχής του συστήματος. Αυτήν την αντίληψη εκφράζουν οι πολυθρύλητες κηδείες των επικών ηρώων. Την εποχή της ακμής του βασιλείου, στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και του Μεγαλέξανδρου, το παλιό ταφικό έθιμο, θρεμμένο από την φιλοδοξία, την δύναμη και τον πλούτο, θα γνωρίσει νέα αίγλη, αποκτώντας ιδεολογικό υπόβαθρο θεμελιωμένο στις διδασκαλίες του Πλάτωνα και στις πίστεις των Πυθαγόρειων και των Ορφικών.
Η ταφική πυρά του Φιλίππου Β΄ ήταν καθ’ όλα ηρωική. Είχε μορφή μνημειακού ξύλινου κτηρίου, παρόμοιου ίσως με τον τάφο. Μέσα σ’ αυτό, ξαπλωμένος σε χρυσελεφάντινη κλίνη, φορώντας την πανοπλία του, με το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς στο κεφάλι, ο βασιλιάς παραδόθηκε στις φλόγες. Μαζί του και πλούσιες προσφορές, σκυλιά, οι σύντροφοί του στο κυνήγι, άλογα, αλλά και μια από τις νεότερες συζύγους του, η Θράκισσα πριγκίπισσα Μήδα που σύμφωνα με το έθιμο της πατρίδας της ακολούθησε τον άντρα στον Άδη. Στο περιβάλλον του Ηρακλείδη ηγεμόνα μαζί με τον μακεδονικό τάφο γεννιέται και η ιδέα της ταφικής πυράς με την μορφή μνημειακού κτηρίου.
Το χτίσιμο του μύθου του σε πανελλήνιο επίπεδο έγινε μέσα από πολλά έργα. Με προσφορές σε πανελλήνια ιερά, όπως το Φιλιππείο στην Ολυμπία που στέγαζε τα πορτρέτα των Τημενιδών ή τη συμβολή του στο χτίσιμο του ιερού των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, με τη χρήση της εικόνας του Δία, του πατέρα των θεών και των ανθρώπων και προπάτορά του μέσω του Ηρακλή, ο Φίλιππος τόνιζε ότι ήταν καθ’ όλα άξιος να κρατά την Ελλάδα ενωμένη και να τη διαφεντεύει. Όχι απλά χρησιμοποίησε αφειδώς συμβολισμούς που συγκεντρώνουν τις αναγνωρίσιμες από όλους τους Έλληνες αλληγορίες των κυριότερων ελληνικών μύθων, αλλά τους φόρεσε πάνω του, στην πανοπλία με την οποία πέρασε στην αιωνιότητα: η Αμαζονομαχία δοξάζει τη νίκη κατά των Περσών ενώ η Αθηνά με τις Νίκες είναι πάντα παρούσες όταν τιμούνται οι επικοί ήρωες. Αυτό το έργο τέχνης αποτελεί την υλοποίηση του μανιφέστο για την ενότητα των Ελλήνων στο πρόσωπο του Μακεδόνα βασιλιά. Μέχρι το πρόωρο τέλος της ζωής του ο βασιλιάς δεν έπαψε να χρησιμοποιεί αυτούς τους συμβολισμούς και να διατυμπανίζει την αξία του ως ηγεμόνα όλων των Ελλήνων.
Το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο χρησμός που δόθηκε στον βασιλιά έλεγε: «ο ταύρος στεφανώθηκε, υπάρχει ο θύτης, θα πεθάνει». Χωρίς να πάρει υπόψη του το σκοτεινό προμήνυμα, ο εκλεγμένος ηγεμόνας των Ελλήνων γιόρτασε στις Αιγές την παντοδυναμία του. Η πομπή προχώρησε προς το θέατρο φέρνοντας τα 12 αγάλματα των θεών και δέκατο τρίτο το δικό του. Ο Φίλιππος που έβαλε την εικόνα του ανάμεσα σε εκείνες των θεών ακολουθούσε με το χρυσό στεφάνι στο κεφάλι, λευκοντυμένος και άοπλος, μόνος. Πριν φτάσει στην ορχήστρα συνάντησε την μοίρα του. Χτυπημένος από το μαχαίρι του δολοφόνου έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια των θεατών, βάφοντας με το αίμα του το χώμα.
Τώρα μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν το άγαλμα του βασιλιά σε εκείνη την μοιραία πομπή. Όχι μια εξιδανικευμένη απεικόνιση, αλλά ένα αληθινό πορτραίτο με τα σημάδια του χρόνου και των μαχών χαραγμένα στο πρόσωπό του. Ο Φίλιππος που έκανε το χάος κράτος και την αδυναμία δύναμη, που έζεψε τις πόλεις στο άρμα του και κατάφερε το ως τότε ακατόρθωτο, να εκλεγεί ηγεμόνας των Ελλήνων, ήταν πραγματικά ένας εξαίρετος άντρας και το ήξερε. Μοναδικός και ανεπανάληπτος, ο ίδιος πρότυπο και ιδανικό, δεν χρειαζόταν να χαθεί μέσα στην εξιδανίκευση.
Όπως εκείνο των μεγάλων τραγικών ηρώων το προσωπικό δράμα του Φιλίππου Β΄ ολοκληρώθηκε στη σκηνή του θεάτρου. Ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων και φρόντισε να θάψει τον ηγεμόνα των Ελλήνων στις Αιγές με τιμές που δεν είχαν προηγούμενο. Σαν αρχιστράτηγος και εντολοδόχος όλων των Ελλήνων, την άνοιξη του 334 π.Χ. με γιορτές και θυσίες στους θεούς θα ξεκινήσει από τις Αιγές την μεγάλη εκστρατεία που θα δώσει νέα διάσταση στην παλιά αντιπαράθεση δύσης και ανατολής. Ωστόσο, εν τέλει, μέσα από την πολιτική του πράξη σαν Κοσμοκράτορας θα κατορθώσει, αίροντας την αντίθεση, να ετοιμάσει τον δρόμο που θα οδηγήσει στην πιο δημιουργική σύνθεση και συνύπαρξη πολιτισμών που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
Έτσι στις Αιγές, εκεί που τώρα στήνουν χορό ελιές, βελανιδιές, αγριοτριανταφυλλιές, στάχια και ασφόδελοι, άλλαξε για πάντα η μοίρα της Οικουμένης.