Στο πανελλήνιο ιερό της Ολυμπίας δέσποζε από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ένα εξαίρετο δείγμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη ΒΔ περιοχή της Άλτεως, δυτικά του ναού της Ήρας και μπροστά από το πρυτανείο, ένα κυκλικό κτίσμα που άρχισε να κτίζει ο Φίλιππος μετά τη νίκη του στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και δεν αποκλείεται να ήταν έτοιμο πριν το θάνατό του για να εντυπωσιάσει τους θεατές της 111ης Ολυμπιάδας, της πρώτης μετά την ιστορική μάχη και ενοποίηση της Ελλάδας. Σε αυτό το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Ελλάδας θέλησε ο Φίλιππος να γιορτάσει τη νίκη του και την υπεροχή του επί των ελληνικών πόλεων.
Ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας μας παρέχει κάποιες πληροφορίες και την περιγραφή του μνημείου, που ακόμα έστεκε όταν αυτός πέρασε από εκεί, αν και οι μαρτυρίες του για τα αγάλματα στο εσωτερικό του μάλλον δεν προέρχονται από αυτά που είδε ο ίδιος. Από το αρχικά περίτεχνα διακοσμημένο κτίσμα σώζονται μόνο οι δύο ομόκεντροι κύκλοι των θεμελίων του. Από την ανωδομή του έμειναν στην περιοχή αρκετά σπαράγματα για μια ικανοποιητική αναπαράσταση του μνημείου, σίγουρα όμως όχι όσα θα ζητούσε ένας αρχαιολόγος. Ωστόσο και μέσα από αυτά τα λίγα στοιχεία εντυπωσιάζει η αρμονία του συνόλου και η γεωμετρική ακρίβεια στο σχεδιασμό του Φιλιππείου.
Μπορούμε να φανταστούμε με ευκολία τους 18 ιωνικούς κίονες –ένα πρωτοποριακό στοιχείο για ανάλογα κτήρια της εποχής που χρησιμοποιούσαν δωρικούς- να αγκαλιάζουν ανάλαφρα το κυκλικό κλειστό τμήμα του κτηρίου. Αυτοί ήταν τοποθετημένοι σε ακριβείς αποστάσεις και σε αρμονία με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της σκεπής. Η είσοδος του σηκού περιβαλλόταν από δύο μεγάλα παράθυρα· το κτήριο θα ήταν λουσμένο στο φως και το εσωτερικό του ορατό από όποιον περνούσε μπροστά του. Στο εσωτερικό εννέα κορινθιακοί ημικίονες ήταν με ακρίβεια χτισμένοι σε αντιστοιχία με τα μετακιόνια διαστήματα του εξωτερικού, αφήνοντας ένα κενό κάθε φορά. Οι τοίχοι του ήταν επιχρισμένοι με ερυθρό χρώμα που χωριζόταν με λευκές γραμμές σε τμήματα που να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν κατασκευασμένοι με πήλινα τούβλα, ενώ ήταν από πωρόλιθο –όπως ξεγέλασαν τον περιηγητή Παυσανία. Ο σκελετός της στέγης του ήταν ξύλινος και γι’ αυτό χάθηκε εντελώς, μπορεί όμως να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια χάρη στα μαρμάρινα και κεραμικά τμήματα που έχουν σωθεί. Το εσωτερικό της ήταν διακοσμημένο με γεωμετρικά σχέδια ενώ η κορυφή της από έξω στεφόταν με χάλκινο κάλυκα παπαρούνας. Τα αρχιτεκτονικά και γλυπτά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για το κτήριο ήταν εμπνευσμένα από αντίστοιχα πρότυπα από ανάλογα κτίσματα της Αθήνας ή της Μ. Ασίας αλλά με μια επεξεργασία μοναδική και μια εκτελεστική φρεσκάδα που του προσδίδει ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτό συμβαδίζει και με την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλιά· άξιος να ενσαρκώσει τον ιδανικό κατά τον Πλάτωνα πεφωτισμένο ηγεμόνα, ο Φίλιππος ήθελε να προβάλλει με κάθε μέσο ότι ήταν το καινούριο που χρειαζόταν η Ελλάδα για να βγει από το αδιέξοδο των αλληλοσπαραγμών και να υψωθεί πολιτικά και πολιτισμικά.
Με την αποπεράτωση του αναθήματος τοποθετήθηκαν και τα αγάλματα της ηρωοποιημένης οικογένειάς του στο εσωτερικό, πάνω σε ένα ημικυκλικό βάθρο. Tα ακριβά υλικά κατασκευής –παριανό μάρμαρο επιχρυσωμένο- συνέθεσε και λάξευσε ο Λεωχάρης, ο τιμώμενος γλύπτης του Μακεδόνα βασιλιά, στα πορτρέτα πέντε σημαντικότατων Τημενιδών. Στη μέση μάλλον θα πρέπει να φανταστούμε τον ίδιο τον αναθέτη του κτηρίου, Φίλιππο, έχοντας στα δεξιά το διάδοχό του Μ. Αλέξανδρο και τη σύζυγό του Ολυμπιάδα και στα αριστερά τους γονείς του, Αμύντα και Ευρυδίκη. Το ημικυκλικό βάθρο στο οποίο στέκονταν ήταν περίτεχνα σκαλισμένο με διακοσμητικό ιωνικό κυμάτιο. Η θέση των αγαλμάτων ήταν τέτοια που να επιτείνει τη δραματικότητα μέσα στο μικρό εσωτερικό χώρο της θόλου, εσκεμμένα ξέχωρα από άλλα αντίστοιχα αναθήματα. Η ημικυκλική διάταξή τους θα παρέπεμπε σε θέατρο, θα απέδιδε μια σκηνή σε τρισδιάστατο χώρο, όχι μια δισδιάστατη εικόνα –όπως με μια πιο τυπική γραμμική διάταξη των γλυπτών.
Ο Φίλιππος προέβαλλε μια εικόνα νεωτερική και επιπλέον ξεχωριστή από οποιονδήποτε άλλο αναθέτη του ιερού, όπως θα άρμοζε στον απόγονο του μεγάλου των θεών, Δία. Τα δε αγάλματα που φιλοξενούσε το κτήριο δύσκολα μπορούμε να αναπαραστήσουμε, κάποιες υποθέσεις όμως μπορούν να γίνουν. Η σεβάσμια μορφή της Ευρυδίκης μας σώζεται ήδη από τις ανασκαφές στην Μακεδονία . Τα πορτρέτα του βασιλιά και του διαδόχου του επίσης μας σώζονται από τη χρυσελεφάντινη κλίνη του τάφου του Φιλίππου. Και μιας και επρόκειτο για μνημείο πολέμου, δεν αποκλείεται ο νεαρός Αλέξανδρος, που τόσο σπουδαίο ρόλο έπαιξε στη μάχη της Χαιρώνειας, να παραστήθηκε ως στρατιώτης, δορυφόρος.
Όταν πέρασε από την Ολυμπία ο Παυσανίας είδε μόνο τα αγάλματα των δύο γυναικών που είχαν μεταφερθεί στο ναό της Ήρας για φύλαξη και μάλλον λανθασμένα να πέρασε για χρυσελεφάντινα, δηλαδή από υλικά που προορίζονταν μόνο για λατρευτικά αγάλματα θεών· τα υπόλοιπα γλυπτά απλά έλειπαν. Το κτήριο αυτό δεν ήταν απλά η προσφορά του Φιλίππου προς το Δία για τη νίκη του στη Χαιρώνεια. Ήταν πάνω απ’ όλα μια πολιτική πράξη, η προβολή του βασιλιά ως πρώτου ανάμεσα στους Έλληνες, που έχει την άμεση προστασία του πατέρα του θεού και τον ανθρώπων μέσα στο ιερό του τέμενος. Ήταν το ανάθημα της πιο σημαντικής προσωπικότητας των Ελλήνων εκείνης της εποχής, του ηγεμόνα τους.