Από το ανάκτορο ξεκινά η θρησκευτική ζωή του βασιλείου, με επίκεντρο το βασιλιά και τα συμπόσια με θρησκευτικές αφορμές.
Η βασιλική οικογένεια και η αριστοκρατία του βασιλείου των Μακεδόνων, οι εταίροι του βασιλιά, ακολουθούν τις θρησκευτικές εορτές και καθορίζουν τη ζωή τους και τη διακυβέρνηση του βασιλείου με βάση αυτές. Τέτοιες πρακτικές είναι απόλυτα λογικές και αναμενόμενες σε βασιλικές δυναστείες που αντλούν την ισχύ τους από την απευθείας καταγωγή από κάποιον θεό, όπως συνέβαινε με τους Τημενίδες και τον Ηρακλή –που στη Μακεδονία λατρευόταν ως θεός.
Για την καταβολή των θρησκευτικών πρακτικών σε σχέση με τους βασιλείς των Μακεδόνων μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος [7.137-138] στη γλαφυρή του περιγραφή της δράσης των γιων του Τημένου.
Αφού λοιπόν ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας εξορίστηκαν από την Πελοπόννησο, υπηρέτησαν για ένα διάστημα σε ένα βασιλιά της Άνω Μακεδονίας στην πόλη Λεβαία.
Ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους ο βασιλιάς δεν θέλησε να τους δώσει τίποτα υλικό, παρά μόνο τους είπε να αρκεστούν στο φως του ηλίου που έμπαινε από την καπνοδόχο τη στιγμή που με τη σειρά του τους έδιωχνε.
Ο Περδίκκας, που έγινε ο πρώτος της μακεδονικής δυναστείας, μη χάνοντας την ψυχραιμία του, δεν δίστασε να δεχτεί και έτσι να κάνει τον ήλιο το σύμβολο της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας.
Οι βασιλείς είναι και αρχιερείς του Δία, του πατέρα των θεών και προπάτορα των Μακεδόνων –μέσω του Ηρακλή [4]. Όχι τυχαία ο πρώτος μήνας του μακεδονικού ημερολογίου ονομαζόταν Διός.
Με αφετηρία τον πατρογονικό μύθο δεν είναι περίεργο ότι οι Τημενίδες καθόριζαν κάθε πολιτική, κοινωνική και προσωπική πράξη μέσα στο θρησκευτικό πλαίσιο της λατρείας των ηρωικών και θεϊκών προπατόρων της δυναστικής οικογένειας.
Κάθε σημαντικό γεγονός, είτε γάμος ενός μέλους της δυναστικής οικογένειας, είτε η αρχή ενός πολέμου, σφραγιζόταν με θυσία στους θεούς.
Κεντρική θέση κατείχε ο Ηρακλής Πατρώος, δηλαδή με την ιδιότητα του πατέρα των Τημενιδών, του οποίου η λατρεία πιστοποιείται στο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ στις Αιγές.
Ο Ηρακλής είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μακεδονική αριστοκρατία και ως ο αρχετυπικός κυνηγός, ως Ηρακλής Κυναγίδας, όπως λατρευόταν στις μακεδονικές πόλεις.
Το κυνήγι ήταν μια πρακτική συνηθισμένη στη βασιλική οικογένεια και μεταξύ του βασιλιά και των εταίρων του, σύμβολο του περάσματος στην ενήλικη ζωή αλλά και από μόνη της ηρωική πράξη.
Άλλο στοιχείο που περιλαμβάνει ο μύθος των Τημενιδών είναι το πέρασμα πάνω από έναν μεγάλο ποταμό από ένα βασίλειο σε ένα άλλο. Αυτή η πράξη, συμβολική και ουσιαστική, χαρακτηρίζει κάθε επέκταση και κάθε όριο του βασιλείου των Τημενιδών: τα άκρα του καθορίζονται από ένα μεγάλο ποτάμι.
Έτσι λοιπόν και οι ποτάμιοι θεοί κατέχουν ιδιαίτερη θέση στη λατρεία των Μακεδόνων, απαιτώντας θυσίες παράλληλα με τους ολύμπιους θεούς σε κάθε ιδιαίτερη αφορμή.
Ιδιαίτερη σχέση είχε η βασιλική οικογένεια και με τον Ασκληπιό, άλλον έναν αγαπητό θεό στη Μακεδονία.
Ιερά του ήταν διάσπαρτα στις πόλεις, στη Βέροια και στην Αμφίπολη που προσαρτήθηκε αργότερα στο κράτος.
Ο φιλεύσπλαχνος θεραπευτής ήταν δημοφιλής σε όλο το λαό, η ξεχωριστή θέση που κατείχε όμως φαίνεται από το πώς αντιμετώπισε το ιερατείο του ο Φίλιππος Β΄ και οι μετέπειτα βασιλείς.
Ο Φίλιππος ανέδειξε τους ιερείς του σε επώνυμους άρχοντες των μακεδονικών πόλεων, ενώ σίγουρα στην ελληνιστική εποχή ήταν απαλλαγμένοι από φορολογία.
Την ιερή εξουσία του βασιλιά μοιράζεται ως ένα βαθμό και η βασίλισσα, μια πρακτική που ακολουθούσαν οι αριστοκράτισσες και οι βασίλισσες των Μακεδόνων από τα χρόνια της προϊστορίας.
Πολλά είναι τα ιερά σύμβολα από τους τάφους των πλούσιων γυναικών της εποχής του Σιδήρου που πιστοποιούν τη θέση τους σε θυσιαστήρια τελετουργικά, μαζί με ιερατικά σύμβολα και φυλακτά απαραίτητα για μαγείες και φάρμακα.
Οι συμβολικές μικρογραφίες πελέκων, με τους οποίους θυσίαζαν στους θεούς, τα χάλκινα διαδήματα και οι απολήξεις ραβδιών και τα περίαπτα που συχνά έχουν σχήμα μικροσκοπικών σκευών μαρτυρούν ότι οι αρχόντισσες και οι βασίλισσες των Αιγών μέχρι τον 7ο προχριστιανικό αιώνα είχαν αυτές, πολύ περισσότερο από τους άντρες τους, το μέγα προνόμιο και συγχρόνως την βαριά υποχρέωση να επικοινωνούν με τον κόσμο του υπερφυσικού για το καλό του λαού τους. ην παράδοση αυτή συνέχισαν οι γυναίκες των Τημενιδών.
Αυτό αποδεικνύει το στολισμένο με ελεφαντόδοντο και κεχριμπάρια ιερατικό σκήπτρο της πολύχρυσης «Δέσποινας των Αιγών» ενώ τα σιδερένια σουβλάκια και το σιδερένιο ομοίωμα της τετράτροχης άμαξας που βρέθηκαν στον τάφο της μαρτυρούν ότι η βασίλισσα μοιραζόταν μαζί με τους άντρες της οικογένειάς της το προνόμιο της συμμετοχής στα ιερά δείπνα και είχε το δικαίωμα να εμφανίζεται δημόσια και να συμμετέχει στις ιερές πομπές και λιτανείες, που γίνονταν προς τιμήν των θεών, στις λατρευτικές τελετές των οποίων ιερουργούσε.
Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί η χρυσοστόλιστη ασημένια, ενεπίγραφη, ομφαλωτή φιάλη της βασίλισσας, αλλά και οι ντουζίνες χάλκινες ομφαλωτές φιάλες, το κατ’ εξοχήν σκεύος των σπονδών, που βρέθηκαν σε όλους τάφους της συστάδας των βασιλισσών.
Η ιερατική λειτουργία της βασίλισσας, μια παράδοση που έρχεται από το μακρινό ηρωικό παρελθόν, θα αναβαπτιστεί στα νάματα των μυστικών πίστεων που στα κλασικά χρόνια κερδίζουν ένθερμους οπαδούς στην αυλή της Μακεδονίας:
η Ευρυδίκη έχει το θεοφόρο όνομα της συζύγου του Ορφέα και η συμβολική των εικόνων του ταφικού θρόνου της μαρτυρά την ιδιαίτερη σχέση της με την Δέσποινα του Άδη.
Η Περσεφόνη δεσπόζει και στον τάφο μιας από τις συζύγους του Φιλίππου.
Μαρτυρία πάθους και συγχρόνως υπόσχεση σωτηρίας για τους μύστες και τους εκλεκτούς η παρουσία της Περσεφόνης στους τάφους των δύο βασιλικών γυναικών μαρτυρεί την ηρωική διάσταση που αποκτά το πέρασμα στην άλλη πλευρά για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Η Ολυμπιάδα, μυημένη στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών, είναι γνωστή για την αφοσίωσή της στον Διόνυσο.
Στην ελληνιστική Οικουμένη η παράδοση αυτή θα βρει το αποκορύφωμα της στις Αρσινόες, τις Βερενίκες και τις Κλεοπάτρες που δεν περιορίζονται πια μόνο στο ρόλο της πρωθιέρειας, αλλά αναγορεύονται θεές οι ίδιες.
Μητέρες και σύζυγοι, αδερφές και θυγατέρες, δοχεία του πολύτιμου βασιλικού σπόρου, φορείς και συνεχιστές του ιερού αίματος της θεογενούς δυναστείας, οι γυναίκες των Τημενιδών, όπως οι αρχαίες βασίλισσες του μύθου, είναι στα μάτια των άλλων σύμβολα και φορείς δύναμης, αλλά και οι ίδιες, έχοντας πλήρη επίγνωση της αξίας και των δυνατοτήτων τους, διεκδικούν την συμμετοχή τους στη νομή της εξουσίας και στην παραγωγή της ιδεολογίας.
Και αν αυτό στα κλασικά χρόνια είναι η εξαίρεση, στους αιώνες που θα ακολουθήσουν θα γίνει ο κανόνας. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες αυτές υπογράφουν ή αναφέρονται σαν άντρες με το όνομα του πατέρα τους και όχι με το όνομα του συζύγου τους [19]: «Ευρυδίκα Σίρρα» ή «Θεσσαλονίκην Φιλίππου βασίλισσαν».