Ο Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης έρχεται στη μακεδονική αυλή σε ηλικία περίπου 40 ετών, το 343/2 π.Χ., μετά από πρόσκληση του Φιλίππου, για να αναλάβει την εκπαίδευση του γιου του και των άλλων βασιλικών παίδων. Πιθανόν οι δύο συνομήλικοι άνδρες να είχαν ήδη γνωριστεί στην αυλή του Αμύντα Β΄, πατέρα του Φιλίππου, καθώς ο πατέρας του Αριστοτέλη και προσωπικός φίλος του Αμύντα, ο γιατρός Νικόμαχος, έζησε για κάποιο διάστημα στη μακεδονική αυλή. Παρόλα αυτά, η θητεία του Αριστοτέλη για είκοσι χρόνια δίπλα στον Πλάτωνα, στην Ακαδημία των Αθηνών, και η συστατική επιστολή του νέου διευθυντή της Ακαδημίας, Στεύσιππου, επιβεβαιώνουν την απόφαση του Φίλιππου να προσφέρει τον «αφρό» της αθηναϊκής, πνευματικής διανόησης στο γιο του και στα άλλα βασιλόπουλα του μακεδονικού βασιλείου. Ο Αριστοτέλης είχε ήδη διακριθεί ως ένα από τα αξιολογότερα μέλη της Ακαδημίας, αλλά η μη αθηναϊκή καταγωγή του και η σχέση του με τη Μακεδονία θα σταθεί εμπόδιο στην εξέλιξή του στους κόλπους της Ακαδημίας και θα τον οδηγήσει αρκετές φορές στην απομάκρυνσή του από την Αθήνα, σε περιόδους αντιμακεδονικής διάθεσης.

Γεννημένος το 384/3 π.Χ. στα Στάγιρα, τη βόρεια αποικία της Άνδρου και της Χαλκίδας (στη σημερινή ΒΑ Χαλκιδική), ο Αριστοτέλης θα μεγαλώσει σε μία ευκατάστατη οικογένεια και θα λάβει εγκύκλια μόρφωση. Είναι πολύ πιθανόν από μικρός ο Αριστοτέλης να είχε διδαχθεί από τον πατέρα του αρκετά μυστικά της ιατρικής, όπως την ανατομία, αφού ο Νικόμαχος ανήκε στο γένος ή στη συντεχνία των Ασκληπιάδων. Ίσως από εδώ να πηγάζει το ενδιαφέρον του για τις επιστήμες και τη βιολογία, που για πρώτη φορά φαίνεται να ερευνά σε βάθος κατά τη διαμονή του στην αυλή του τυράννου της Άσσου και του Αταρνέα Ερμία, στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας, και μετά στο νησί της Λέσβου- μαζί με τον στενό του συνεργάτη Θεόφραστο- λίγο πριν έρθει στην αυλή του Φιλίππου. Είναι η πρώτη απομάκρυνση του Αριστοτέλη από την Αθήνα, μετά το θάνατο του Πλάτωνα και την πτώση της Ολύνθου (348), που δημιούργησε ένα έντονο αντιμακεδονικό συναίσθημα. Πιθανόν για να ενισχύσει και ο ίδιος τους μακεδονικούς του δεσμούς, θα δεχθεί την πρόταση του Φιλίππου και θα οργανώσει τη Σχολή της Μίεζας για τον Αλέξανδρο και τους άλλους βασιλικούς παίδες. Αρκετοί, αργότερα, θα υποστηρίξουν πως η αμοιβή του ήταν πολύ γενναία ή και ότι δέχθηκε να έρθει με την προϋπόθεση πως ο Φίλιππος θα ξαναέφτιαχνε τη γενέθλια πόλη του, τα Στάγιρα, που είχε ισοπεδώσει κάποια χρόνια νωρίτερα. Μετά από τρία περίπου χρόνια ο Αριστοτέλης θα ολοκληρώσει το έργο του στη Μακεδονία και λίγο αργότερα θα επιστρέψει για δεύτερη φορά στην Αθήνα. Στα χρόνια της παραμονής του στη Μακεδονία, θα δημιουργήσει μία ισχυρή φιλία με τον Αντίπατρο, που θα διαρκέσει μία ζωή: προς το τέλος μάλιστα, ο Αριστοτέλης θα ορίσει τον Αντίπατρο ως εκτελεστή της διαθήκης του.

Τα δεκατρία περίπου χρόνια της διαμονής του στην Αθήνα θα είναι τα πιο παραγωγικά της ζωής του. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα, θα νοικιάσει οικήματα στην περιοχή μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισού και θα οργανώσει τη δική του σχολή στην περιοχή του άλσους του Λυκείου Απόλλωνα. Το Λύκειο του Αριστοτέλη θα γίνει γνωστό και ως η σχολή των Περιπατητικών, αφού οι διδασκαλίες γίνονταν σε περιπάτους: το πρωί οι ανώτερες - ακροαματικές-, με θέματα όπως η λογική, φυσική, μεταφυσική, και το απόγευμα θέματα για το ευρύτερο κοινό, όπως η ρητορική και η πολιτική. Ο Αριστοτέλης θα δημιουργήσει στο Λύκειο ένα πρότυπο κέντρο έρευνας των επιστημών, που θα αποτελέσει παγκόσμιο πρότυπο εκπαίδευσης και για τον δικό μας, σύγχρονο κόσμο: θα δημιουργήσει την πρώτη επιστημονική βιβλιοθήκη συγκεντρώνοντας εκατοντάδες χειρόγραφα και χάρτες και θα οργανώσει μία συλλογή αντικειμένων ως παραδείγματα για τη διδασκαλία της φυσικής ιστορίας. Αν και ο Αριστοτέλης θα μείνει στην ιστορία ως ο φιλόσοφος που θα προωθήσει όσο κανείς άλλος τις περισσότερες επιστήμες, ταυτόχρονα η σχολή του επιδρούσε και στην καθημερινή ζωή της Αθήνας, μέσω των ηθικών και πολιτικών διδασκαλιών. Πρόκειται, πράγματι, για μία μοναδική περίπτωση ακούραστου και πανεπιστήμονα ερευνητή: αυτό το διάστημα θα γράψει άπειρες σημειώσεις των μαθημάτων, που στην αρχή θα έχουν τη μορφή των πλατωνικών διαλόγων, και φυσικά τις περισσότερες επιστημονικές πραγματείες· από τα 200 περίπου έργα του, θα σωθούν μόλις τριάντα.

Με το θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ., ο Αριστοτέλης θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει για δεύτερη και τελευταία φορά την Αθήνα. Αν και τίποτα δεν υποδήλωνε πως λειτουργούσε με πολιτικά κίνητρα υπέρ της Μακεδονίας, οι μακεδονικές του σχέσεις στάθηκαν ικανές να δημιουργήσουν καχυποψία προς το άτομό του. Θα τον καταγγείλουν για ασέβεια και ο Αριστοτέλης θα αποχωρήσει για τη Χαλκίδα, την πατρίδα της μητέρας του, αποφασισμένος, όπως θα πει, να μην επιτρέψει στους Αθηναίους «να διαπράξουν και δεύτερο αδίκημα κατά της φιλοσοφίας». Το πρώτο αδίκημα, να θυμίσουμε, κόστισε τη ζωή του Σωκράτη. Θα παραδώσει τη σχολή στο Θεόφραστο και μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει (322 π.Χ), άρρωστος από μία ασθένεια που τον είχε καταπονήσει. Πίσω του θα αφήσει το γιο του Νικόμαχο, από τη δεύτερη γυναίκα της ζωής του, Ερπυλλίδα.

Ο Αριστοτέλης αποτελεί για την ιστορία του δυτικού και ανατολικού πολιτισμού το πρώτο παράδειγμα λόγιου ανθρώπου και το πρότυπο του σοφού καθηγητή. Πριν ακόμη δημιουργήσει το Λύκειο της Αθήνας, από τους πρώτους μαθητές που θα ωφεληθούν από τους πρωτοποριακούς του συλλογισμούς είναι ο Αλέξανδρος. Η σύμπλευση πολιτικής και φιλοσοφίας αποτελούσε μία παραδεδομένη αντίληψη στην αρχαία Ελλάδα και φαίνεται πως ο Αριστοτέλης πίστευε πολύ στην αγωγή και στην εκπαίδευση των αρχόντων. Γνωρίζουμε πως ο Πλάτωνας είχε ταξιδέψει στις Συρακούσες για να αναμορφώσει το πολίτευμα, ενώ ο Αριστοτέλης είχε ήδη συγγράψει το «Προτρεπτικόν», μία παρότρυνση για φιλοσοφική ζωή, που απευθυνόταν στον Κύπριο ηγεμόνα Θεμίσωνα. Ο «Προτρεπτικός» του Αριστοτέλη, που θα αποτελέσει πολύ αργότερα το πρότυπο για το έργο του Κικέρωνα «Hortensius», καταγγέλλει στην ουσία την πρακτική της εκπαίδευσης «επαγγελματιών» πολιτικών και το ενδιαφέρον για τη ρητορική επιτυχία, αντί για την αναζήτηση της αλήθειας και την απόκτηση της αρετής. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, να προσπάθησε να μεταβιβάσει αυτές τις αρχές στο νεαρό διάδοχο του θρόνου, Αλέξανδρο.

Αν και μόνο τολμηρές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το περιεχόμενο των διδασκαλιών του Αριστοτέλη προς τον Αλέξανδρο, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε κάποιες πτυχές της ζωής και της σχέσης τους, σε άμεση συσχέτιση με τις σκέψεις του Αριστοτέλη.

«Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιζητούν τη γνώση» (Μετά τα φυσικά 980a1). Πρώτα από όλα ο Αριστοτέλης πρέπει να ανέδειξε στο μαθητή του τη σπουδαιότητα κατανόησης και γνώσης του κόσμου. Ο Έλληνας φιλόσοφος θα συνδέσει επιτυχημένα την πλατωνική ηθική και πολιτική φιλοσοφία με τη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών. Την εποχή της συνάντησή τους, ο Έλληνας φιλόσοφος της φύσης, όπως θα τον χαρακτηρίσουν, είχε ήδη στρέψει το ενδιαφέρον του στη μελέτη του φυσικού κόσμου: θα ξεκινήσει από εμπειρικές παρατηρήσεις στα φυσικά όντα και φαινόμενα με στόχο να τα αναγάγει στη σφαίρα του νοητού. Είναι ο πρώτος μάλιστα που θα οργανώνει επιστημονικές ομάδες έρευνας. «Σε όλα τα έργα της φύσης υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο» (Περί ζώων μορίων 644b22-645a230). Ο Αριστοτέλης θα συμβάλλει καθοριστικά στην ανάδειξη των επιστημών, θα θέσει τις βάσεις για τη φυσική, τη χημεία, τη μετεωρολογία και ιδιαίτερα θα εστιάσει στη σπουδαιότητα της βιολογίας και ζωολογίας: ο Αριστοτέλης, άλλωστε, είναι ο πρώτος που θα ασχοληθεί με την εμβρυολογία.

Δεν γίνεται να μην συσχετίσουμε το έργο του Αριστοτέλη με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Αλέξανδρου για όλες τις επιστήμες, την ιατρική, τις μελέτες των ζώων και των φυτών και την καταγραφή τους από ειδικές ερευνητικές ομάδες που στελεχώνει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ανατολή: αναφέρεται μάλιστα πως έστελνε στο δάσκαλό του όλες τις πληροφορίες που συνέλεγε από κυνηγούς και ψαράδες σχετικά με τα ζώα . Είναι γνωστό ακόμη πως συχνά ο Αλέξανδρος έστελνε λεφτά στο δάσκαλό του για να ενισχύσει τη βιβλιοθήκη και τις συλλογές του Λυκείου και πιθανόν ακόμη να έστελνε και πρωτότυπο γραπτό υλικό που έπεφτε στα χέρια του από τις βιβλιοθήκες της Ανατολής. Ίσως για αυτό στα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου υπάρχουν όλες εκείνες οι επιστολές προς τον Αριστοτέλη που του περιγράφει τους λαούς, τους τόπους, τα ζώα, τα φυτά και όλες τις περιπέτειες του στη μακρινή Ινδία.

Για τον Έλληνα φιλόσοφο όλες οι γνώσεις-επιστήμες είναι χρήσιμες και σπουδαίες, αν και στην ώριμη περίοδο της σκέψης του θα δηλώσει πως δεν είναι και ισότιμες: η βασική διάκριση των επιστημών κατά Αριστοτέλη σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές θα ισχύσει έως τις μέρες μας. Οι ποιητικές, που αποσκοπούν στη γνώση ως εργαλείο για την κατασκευή υλικών αντικείμενων και δράσεων (τεχνικές δεξιότητες, τέχνες) βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο· οι πρακτικές, γνώσεις με αντικείμενο την ανθρώπινη συμπεριφορά (ηθική, πολιτική) στο μεσαίο επίπεδο, αν και όταν έχουν ως γνώμονα την ευδαιμονία είναι πολύ σημαντικές· στο ανώτερο επίπεδο βρίσκονται οι θεωρητικές, η φυσική, τα μαθηματικά και η μεταφυσική, με βασική επιστήμη τη φυσική, που μελετά την αντικειμενική πραγματικότητα. Βέβαια, αν και κάθε επιστήμη έχει τις δικές της αρχές, καμιά επιστήμη δεν είναι απόλυτα αυτόνομη. Κάθε επιστήμη εντοπίζει τις βασικές της έννοιες από την «πρώτη φιλοσοφία», την αριστοτελική μεταφυσική, που μελετά την ολότητα της ύπαρξης.

«Ονομάζω απόδειξη τον επιστημονικό συλλογισμό· και επιστημονικό συλλογισμό αυτό τον συλλογισμό δια μέσου του οποίου αποκτούμε έγκυρη γνώση» (Αναλυτικά ύστερα 711b18-19). Η μεγαλύτερη ίσως συμβολή του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία είναι η εισαγωγή και η ανάλυση αυτού που ονομάζουμε επιστημονικός ή «αποδεικτικός» συλλογισμός. Η επιστήμη είναι για τον Αριστοτέλη ένα σύστημα προτάσεων που περιγράφει και εξηγεί ένα τμήμα της πραγματικότητας με τρόπο ασφαλή, αφού χρησιμοποιεί τις «αποδείξεις»: από τις γενικές αρχές- τις πρώτες αρχές και αναπόδεικτες- οδηγείται στις ειδικές, μέσω συλλογισμών και αποδείξεων. Πώς όμως φτάνει κανείς στις «πρώτες αρχές»; Μέσω της επαγωγής, από εμπειρικές παρατηρήσεις, αλλά και την παλαιότερη πείρα της ανθρώπινης σκέψης («ένδοξα»). Αν και πάντα όλες οι γενικεύσεις δεν είναι σωστές, πρέπει να είναι αληθείς και αναγκαίες, για να εξηγήσουν την ολότητα των φαινομένων.

Κύριο γνώρισμα του φυσικού κόσμου για τον Αριστοτέλη είναι η κίνηση: η ίδια η φύση είναι η αιτία της κίνησης και τα φυσικά όντα κινούνται και μεταβάλλονται (γεννούνται και φθείρονται, αυξάνονται και μειώνονται..). Στην εύλογη για τον καθένα απορία τι είναι αυτό που προκαλεί την κίνηση, ο Αριστοτέλης στέκεται πολύ μακριά από τους θεούς της ελληνικής μυθολογίας ή ενός παντοδύναμου θεού. Αν και δέχεται την ύπαρξη μίας οντότητας, που θα την ονομάσει το «κινούν ακίνητον» (απαλλαγμένη από κίνηση και ύλη), ο ρόλος που της προσδίδει περιορίζεται μόνο στο να εγγυάται τις μεταβολές που συμβαίνουν στον κόσμο και στο σύμπαν: δεν δημιουργεί και δεν επεμβαίνει.

Παρά τις μεταβολές, ωστόσο, ο κόσμος είναι αιώνιος και τα φυσικά είδη παραμένουν σταθερά στο είδος τους: η εξήγηση είναι ότι η φύση λειτουργεί τελεολογικά, δηλαδή κάθε φυσικό ον τείνει να πραγματώσει το «τέλος» του, τον σκοπό του, που είναι προδιαγεγραμμένο. Αυτή η τελεολογική άποψη χαρακτηρίζει όλο το σύστημα της σκέψης του Αριστοτέλη: η σημασία και η μορφή κάθε πράγματος στον κόσμο (είτε έμβιο ον, είτε ολόκληρη κοινωνία, είτε χρηστικό αντικείμενο) πρέπει να ερευνηθεί στο σκοπό της ύπαρξής του.

Πολύ σημαντικό εργαλείο σκέψης για τον Αριστοτέλη αποτελεί και μία προσωπική του επινόηση, που ονομάζει «Λογική»: ο φιλόσοφος δεν την περιλαμβάνει στις επιστήμες και την ορίζει ως ένα σύνολο κανόνων καθολικής ισχύος, το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιστούμε και να συνεννοηθούμε σε οποιοδήποτε πεδίο γνώσης. Η κύρια εφαρμογή του είναι στη γλώσσα, καθώς για τον Αριστοτέλη η σωστή της χρήση συνεπάγεται τη σωστή λειτουργία της σκέψης: η σωστή, άρα, σκέψη μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια.

Σε αυτές λοιπόν τις διδασκαλίες αναφερόταν ο Αλέξανδρος όταν δυσαρεστημένος θα γράψει στον Αριστοτέλη ότι δεν έπρεπε να εκδώσει τις «ακροατικές» (ακροαματικές) διδασκαλίες, που δεν ήταν για τον ευρύ κόσμο; Αν και φαίνεται να μην ήταν μυστικές διδασκαλίες, αποτελούσαν σίγουρα ένα θησαυρό γνώσης. Η πνευματική ωριμότητα του Αλέξανδρου σίγουρα τον βοήθησε να στοχαστεί τις σκέψεις του δασκάλου του, ακόμη και αν βρισκόταν σε πρωταρχική μορφή.

Από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της σχέσης μαθητή και δασκάλου είναι οι πολιτικές τους σκέψεις και επιλογές. Σίγουρα ο Αριστοτέλης θα συζητούσε με τον Αλέξανδρο για τα καθήκοντα των ηγεμόνων και την τέχνη της διακυβέρνησης και γνωρίζουμε πως έγραψε για τον μαθητή του τα έργα Αλέξανδρος ή Υπέρ αποικιών (Περί αποικιών) και Περί βασιλείας, που δυστυχώς χάθηκαν. Χρονικά, είναι ακόμη πιθανόν στη μακεδονική αυλή να συνέλαβε την ιδέα της μεγάλης συλλογής των Πολιτειών, την καταγραφή τελικά 158 πολιτειακών συστημάτων, από τις οποίες σώθηκε μόνο η Αθηναίων Πολιτεία. Στα Πολιτικά, όμως, το μεγάλο έργο του Αριστοτέλη που ξεκινά αυτή την περίοδο (διαμορφώνεται κυρίως κατά τη δεύτερη παραμονή στου στην Αθήνα) και τον καθιστά για πολλούς τον εισηγητή της πολιτικής επιστήμης, ξεδιπλώνονται οι πολιτικές σκέψεις του Αριστοτέλη. Παρόλο που ο Αριστοτέλης έζησε την περίοδο της μακεδονικής επέκτασης- του Φιλίππου- και της θαυμαστής πορείας του μαθητή του, σε κανένα σημείο των έργων του δεν αναφέρεται σε αυτή- ούτε καν στο όνομα του Αλέξανδρου-, ούτε και φαίνεται να έχει καθόλου επηρεαστεί. Πόσο μάλλον, μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν επηρέασε στην ουσία και τον ίδιο τον Αλέξανδρο, παρά μόνο σε βασικές αρχές.

«Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη (κράτος) αποτελεί ένα είδος κοινωνίας και ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για να επιτελεσθεί κάτι καλό… είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κοινωνίες έχουν για στόχο τους κάτι καλό και ότι, ακριβέστερα, το βασικότερο από όλα τα αγαθά αποτελεί τον στόχο των κοινωνιών και είναι το κυριότερο στοιχείο σ' όλες αυτές τις κοινωνίες και περιλαμβάνει όλες τις άλλες: κι αυτό είναι που ονομάζουμε πόλη ή πολιτική κοινωνία». (Πολιτικά Ι, 1252a 1-7).

Σύμφωνα με τον τελεολογική άποψη του Αριστοτέλη και την επαγωγική μέθοδο που εφαρμόζει, ο φιλόσοφος θα αναδείξει το κράτος ως το υπέρτατο αγαθό, αφού κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό και το κράτος αποτελεί την υπέρτατη και καθολικότερη μορφή της κοινωνίας.

«H πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα και ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζήσει μέσα στην πόλη (πολιτικόν ζώον)» (Πολιτικά Ι, 1253a 1-2).

Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ολοκληρωθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης, σε μία οργανωμένη δηλαδή κοινωνία, καθώς είναι ον πολιτικό. Η ειδοποιός διαφορά του με τα ζώα είναι η έναρθρη γλώσσα, η λογική ικανότητα και η δύναμη κατανόησης.

Ύψιστη, λοιπόν, μορφή της κοινωνικής οργάνωσης είναι για τον Αριστοτέλη η ελληνική πόλη-κράτος της αρχαϊκής και κλασικής εποχής. Στο έργο του πουθενά δεν αναφέρεται το θέμα της αυτοκρατορίας, γιατί πιστεύει πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ολοκληρωμένα μόνο σε μικρές κοινότητες, καθώς μία μεγάλη κρατική μονάδα- όπως η αυτοκρατορία- σημαίνει χαλαρούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και του τόπου τους και διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Μόνο έναν μικρό υπαινιγμό θα αφήσει ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στις θετικές συνέπειες από μία πιθανή ένωση των ελληνικών πόλεων (Πολιτικά 1327 b 32). H ιστορία, ωστόσο, μας διδάσκει πως οι πόλεις- με τις εμφύλιες κυρίως διαμάχες τους- θα σταθούν ανίκανες να σχηματίσουν σταθερές πολιτικές συμμαχίες και να αντιμετωπίσουν πιο ισχυρές και ευρείς κρατικές μονάδες… (Ross, 337)

Όσον αφορά στην ταξινόμηση των πολιτευμάτων, το κριτήριο του Αριστοτέλη είναι ο αριθμός των αρχόντων, ενώ ανάλογα με το ενδιαφέρον των αρχόντων ή όχι, μπορεί ένα πολίτευμα να είναι αγαθό ή κακό. Η βασιλεία, όπου ο βασιλιάς ενδιαφέρεται για το συμφέρον του λαού του, μπορεί να μετατραπεί σε τυραννίδα από έναν κακό βασιλιά· και η αριστοκρατία, όπου οι πολίτες νέμονται εξίσου τα δημόσια αξιώματα, μπορεί να μετατραπεί σε δημοκρατία του όχλου. Αν και ο Αριστοτέλης πιστεύει πως το πιο ανθεκτικό πολίτευμα είναι η σύνθεση της δημοκρατίας με πολλά στοιχεία ολιγαρχίας, είναι αξιοσημείωτο πως το ιδανικό- όσο και απραγματοποίητο- πολίτευμα είναι η μοναρχία του «τέλειου άνδρα»: η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση της αδιαμφισβήτητης υπεροχής ενός άρχοντα σε αρετή, σε σχέση με τους άλλους πολίτες και το σύνολό τους (Πολιτικά ΙΙΙ, 13-18). Ένας «θεός ανάμεσα στους ανθρώπους», ο βασιλιάς οφείλει σε αυτή την περίπτωση να επιδιώκει την ευημερία των υπηκόων του και όχι την προσωπική του ευδαιμονία. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, ίσως να είχε ακούσει για το πότε ο βασιλιάς γίνεται αυθαίρετος δεσπότης και πότε αποτελεί την κορυφή της κοινωνίας των πολιτών…

Το βασικότερο σημείο σύγκρουσης στην πολιτική σκέψη του δασκάλου και του μαθητή θεωρείται η στερεότυπη αντίθεση Ελλήνων και βαρβάρων, που επικρατούσε στην πολιτική σκέψη του 4ου αι. π.Χ.

«Γι αυτό λένε οι ποιητές: ‘τους βαρβάρους οι Έλληνες πρέπει να κυβερνούνε’ σαν να ταυτίζονται από τη φύση τους οι βάρβαροι με τους δούλους» (Πολιτικά Ι, 1252b 7-9)

Οι ξένες προς τους Έλληνες φυλές, οι βάρβαροι, ταυτίστηκαν αυτή την εποχή με τους φυσικούς εχθρούς των Ελλήνων, θεωρώντας έτσι την υποδούλωσή τους φυσική. Ο Αριστοτέλης υπενθυμίζει τη θέση ακόμη και των ποιητών, όπως του Ευριπίδη, πως είναι λογικό οι Έλληνες να κυριαρχήσουν στους βάρβαρους, καθώς οι Έλληνες είναι φύσει ελεύθεροι και οι βάρβαροι φύσει δουλικοί: γεωγραφικά στο μέσο – της Ασίας και της Ευρώπης-, η Ελλάδα συνδυάζει τις αρετές των δύο, δυνατή ψυχική ορμή και υψηλή ευφυΐα, γεγονός που καθιστά το γένος των Ελλήνων ελεύθερο, με καλύτερη πολιτική ζωή. Η άποψη της φυσικής υποδούλωσης των βαρβάρων- αν μάλιστα οι Έλληνες συνενώνονταν- θα μείνει γνωστή και ως «πανελληνισμός», ειδικά στο έργο του Ισοκράτη, ο οποίος θα επιμείνει για πολλά χρόνια στην ιδέα της κατάκτησης των εδαφών της Περσικής αυτοκρατορίας, ως αντίποινα για τα δεινά των Ελλήνων από τους Πέρσες (480/479). Στο πρόσωπο του Φιλίππου τότε θα συγκεντρωθούν όλες οι προσδοκίες του Ισοκράτη. Κανείς, όμως, δεν περίμενε πως ο Αλέξανδρος θα ξεπερνούσε το «αγεφύρωτο» χάσμα μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων: η πολιτική της συνύπαρξης και η υιοθέτηση ανατολικών παραδόσεων θα ξεσηκώσουν συχνά το κοινό αίσθημα και θα δυσαρεστήσουν πολλούς κοντινούς του ανθρώπους.

Πιθανόν οι διαφορές σε πολιτικό επίπεδο και οι ακραίες συμπεριφορές του Αλέξανδρου- σε αντίθεση με τη μεσότητα του Αριστοτέλη, να οδήγησαν στη σύγκρουση των δύο ανδρών· ίσως, όμως, η σύγκρουση να αποτελεί εν μέρει και μυθοπλασία, αν αναλογιστεί κανείς το πόσο τραχείς είναι οι επιφάνειες της σχέσης των δύο στα πολιτικά θέματα. Μία παράδοση θέλει τον Αριστοτέλη αρκετά δυσαρεστημένο, να διακόπτει την επικοινωνία με το μαθητή του, μετά το θάνατο του προστατευομένου του Καλλισθένη: ο ιστοριογράφος της εκστρατείας θα φυλακιστεί και θα πεθάνει, αφού θα αντιδράσει στο ζήτημα της προσκύνησης και θα κατηγορηθεί για συμμετοχή σε συνομωσία εναντίον του Αλέξανδρου. Τόσο πολύ θα διογκωθεί η εχθρική τους σχέση, ώστε κάποιοι να θεωρήσουν ακόμη και υπεύθυνο τον Αριστοτέλη για το θάνατο του Αλέξανδρου· πως, δηλαδή, ο ίδιος έδωσε στο φίλο του Αντίπατρο το δηλητήριο που τον σκότωσε.

Άμεσα συνδεμένο με τη μυθιστορηματική παράδοση του Αλέξανδρου είναι και το θέμα των επιστολών που δάσκαλος και μαθητής ανταλλάσσουν σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Σίγουρα οι δυο τους θα είχαν κρατήσει επικοινωνία και ήδη αναφερθήκαμε στα χρήματα και το πληροφοριακό υλικό που ο Αλέξανδρος έστελνε στο δάσκαλό του. Μαζί με αυτά, το μυθιστόρημα σώζει μακροσκελείς επιστολές με απίθανες περιγραφές των τόπων, των ανθρώπων, των τεράτων και της φύσης της μακρινής Ινδίας, αφού ο δάσκαλος Αριστοτέλης εμφύσησε στο μαθητή του τη δίψα για την περιπέτεια της γνώσης.

ΑΡΧΗ