Στα δυτικά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, από την Ιλλυρία μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο απλωνόταν η αρχαία Ήπειρος , η «Άπειρος Χώρα», όπως την ονόμασαν οι θαλασσοπόροι που την πρωτοαντίκρισαν.
Ανάμεσα στις απόκρημνες κορυφογραμμές της Πίνδου και τις ακτές του Ιονίου Πελάγους σε έναν τόπο απομονωμένο και δυσπρόσιτο, γεμάτο δάση, οροπέδια, λαγκάδια, ποτάμια και κοιλάδες κατοικούσαν μεγάλα και μικρά φύλα -έθνη, όπως τα έλεγαν οι αρχαίοι.
Εδώ υπήρξε η δεξαμενή των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, που εμφανίζονται ήδη στις αρχές της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κοιτίδα των Ελλήνων υπήρξε η περιοχή γύρω από την Δωδώνη και τον ποταμό Αχελώο, εκεί που ζούσαν οι Σελλοί, που μετά ονομάστηκαν Γραικοί και στην συνέχεια Έλληνες.
Στους πρόποδες του όρους Τόμαρου, στην Ελλοπία, την χώρα των Σελλών, βρίσκεται το ιερό της Δωδώνης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο, τόπος λατρείας αρχικά της Γαίας και αργότερα του Διός και της συζύγου του Διώνης.
Στο υπαίθριο αρχικά ιερό με τον βωμό, το θρόισμα των φύλλων της ιερής βελανιδιάς έδινε την απάντηση των θεών στα ερωτήματα και τις αγωνίες των ανθρώπων.
Μαζί με τη Δωδώνη, φήμη θα αποκτήσει και το αρκετά νεότερο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, κοντά στην Εφύρα.
Μέσα στο δάσος με τις λεύκες και τις ιτιές, τα ιερά φυτά της Περσεφόνης, με τον Αχέροντα και τους παραποτάμους του να χύνονται στην Αχερουσία λίμνη, η απόκοσμη υπόγεια σπηλιά με την κατάλληλη σκηνογραφία ‘γινόταν’ η Πύλη του Άδη.
Οι θεοί και οι ήρωες των ομηρικών επών επισκέπτονται συχνά την γη και τα ιερά της Ηπείρου. Ο Ηρακλής θα ζητήσει χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης, όπως και ο Ορέστης, ενώ ο Αχιλλέας προσεύχεται στον Δωδωναίο Δία.
Από τα δεκατέσσερα γένη της Ηπείρου, σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα, θα επικρατήσουν τα τρία ισχυρότερα: οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Μολοσσοί.
Οι Θεσπρωτοί που κατοικούν στο νότιο τμήμα φαίνεται να είναι το αρχαιότερο φύλο και συνδέονται με τους Θεσσαλούς.
Οι Χάονες που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ηπείρου αναφέρονται για πρώτη φορά στις πηγές του 5ου προχριστιανικού αιώνα, ωστόσο η παράδοσή τους τους συνδέει με τους Τρώες, αφού βασιλιάς τους είναι ο Έλενος, ο μάντης γιος του Πρίαμου και της Εκάβης.
Οι Μολοσσοί τεκμηριώνονται αρχαιολογικά από το τέλος της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας στην κεντρική Ήπειρο, στα βόρεια της γης των Σελλών, στην περιοχή των ορεινών περασμάτων του Πωγωνίου και στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων.
Οι Μολοσσοί είναι η κυρίαρχη φυλετική ομάδα της Ηπείρου από την αρχή των κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με την παράδοση οι βασιλείς τους είναι Αιακίδες και κατάγονται από τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα.
Οι φυλές της Ηπείρου αποτελούνταν από νομαδικές και ημινομαδικές ομάδες, καθώς το ορεινό περιβάλλον με τις σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες και τις συχνές βροχές ευνοούσε την εποχική κτηνοτροφία, με τα κοπάδια να μετακινούνται χειμώνα και καλοκαίρι, αναζητώντας καλύτερα βοσκοτόπια.
Η εγκατάσταση των Μολοσσών στην κεντρική Ήπειρο, ακριβώς στις οδούς πρόσβασης στους θερινούς βοσκοτόπους, ήταν ένας από τους κύριους λόγους της επικράτησης τους.
Με την οικονομία τους να στηρίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία και μόνον επικουρικά στην καλλιέργεια της γης, βασική μονάδα οργάνωσης των Ηπειρωτικών φύλων ήταν η οικογένεια.
Οι άντρες που φρόντιζαν τα κοπάδια και ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν διάφορους κινδύνους, άγρια ζώα, ζωοκλέφτες και ληστές, αλλά και επιδρομές εχθρικών φύλων, οπλοφορούσαν συνεχώς, συνήθεια που φαινόταν ‘βαρβαρική’ στους Έλληνες των πόλεων του νότου.
Λόγω της μακρόχρονης απουσίας των ανδρών στα κοπάδια, οι γυναίκες ουσιαστικά αναλάμβαναν την ευθύνη του οίκου με αποτέλεσμα η θέση τους να είναι πολύ καλύτερη από ότι σε άλλες ελληνικές κοινωνίες.
Η γυναίκα μπορούσε να συνάπτει μόνιμες συναλλαγές, να γίνει αρχηγός της οικογένειας σε περίπτωση που έμενε χήρα, ακόμη και αντιβασιλέας, εάν ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας.
Οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρούς, διάσπαρτους οικισμούς, ‘κατά κώμας’ και, όπως συνέβαινε με τους Μακεδόνες, τους Ορέστες, τους Ελιμειώτες και τα υπόλοιπα βορειοελληνικά φύλα, η πολιτική τους οργάνωση στους ιστορικούς χρόνους αντιστοιχούσε με εκείνη των φυλετικών βασιλείων του ομηρικού έπους, με τον βασιλιά να είναι ο ‘πατέρας-αφέντης’ του λαού του.
Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μολονότι είναι βεβαιωμένο ότι τα Ηπειρωτικά φύλα μιλούσαν ελληνικά, οι αστοί του νότου να τους αποκαλούν βάρβαρους.
Τον 8ο και τον 7ο προχριστιανικό αιώνα ιδρύονται στα παράλια της Ηπείρου αποικίες των Ηλείων και της Κορίνθου που είναι οργανωμένες με την χαρακτηριστική μορφή των ελληνικών πόλεων, η Αμβρακία, το Ανακτόριον, η Λευκάς, η Ελαία και το λιμάνι της.
Η Ήπειρος θα δεχθεί επιρροές από την αποικίες, που εκμεταλλευόμενες τα προϊόντα της ενδοχώρας, αποκτούν τον έλεγχο του εμπορίου και πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους.
Όμως το πραγματικό άνοιγμα της Ηπείρου στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο που συνδυάζεται με ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές γίνεται τον 5ο προχριστιανικό αιώνα και οφείλεται στον βασιλιά των Μολοσσών Θαρύπα, τον πρώτο πραγματικά γνωστό Ηπειρώτη ηγεμόνα.
Γιος του βασιλιά Άδμητου, ο Θαρρύπας ανεβαίνει στον θρόνο πριν ενηλικιωθεί, αλλά στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, μια συνωμοσία, οι πρωτεργάτες της οποίας συνδέονται με την Σπάρτη, τον αναγκάζει να καταφύγει στην Αθήνα που του προσφέρει όχι μόνον άσυλο και παιδεία, αλλά και τον τίτλο του Αθηναίου πολίτη,
Γύρω στο 422 π.Χ. Θαρρύπας επιστρέφει στον πατρικό θρόνο και, όπως φαίνεται, φροντίζει οι Μολοσσοί και μαζί τους και τα άλλα ηπειρωτικά φύλα να εγκαταλείψουν την συμμαχία με την Σπάρτη και την Κόρινθο και να ταχθούν με την πλευρά των Αθηναίων.
Στο μεταξύ, η μυθική γενεαλογία που θέλει τους βασιλείς των Μολοσσών απογόνους του Αιακού γίνεται αντικείμενο συζήτησης στην Αθήνα.
Στην τραγωδία του «Ανδρομάχη» ο Ευριπίδης διηγείται την διάσωση του Μολοσσού, του γιου του Τριπτόλεμου και της Ανδρομάχης, από τα δολοφονικά σχέδια του Μενέλαου και της Ερμιόνης.
Μετά την κατάληψη της Τροίας, η χήρα του Έκτορα δόθηκε σαν σκλάβα στον γιο του νεκρού πια Αχιλλέα και απόκτησε μαζί του ένα παιδί, όμως η νέα σύζυγος του Τριπτόλεμου, η κόρη του βασιλιά της Σπάρτης, με την υποστήριξη του πατέρα της, εκμεταλλευόμενη την απουσία του συζύγου της, σχεδιάζει να σκοτώσει την Ανδρομάχη μαζί με τον γιο της.
Ο γέρο- Πηλέας και η θεά Θέτις παρεμβαίνουν και σώζουν τον απόγονο τους που θα γίνει ο γενάρχης των βασιλέων και επώνυμος του φύλου των Μολοσσών.
Η τραγωδία αυτή, που εκτός από την Αθήνα πιθανότατα διδάχθηκε και στην Πασσαρώνα, το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Μολοσσών, εδραιώνει το κύρος της Ηπειρωτικής δυναστείας και συγχρόνως αποτελεί εύστοχη αθηναϊκή προπαγάνδα, αφού καταδίκαζε τα ήθη των Σπαρτιατών.
Σε κάθε περίπτωση, όπως έγινε και με την ανάλογη τραγωδία του Ευριπίδη «Αρχέλαος» για τους Μακεδόνες, ενίσχυε το κύρος και υποστήριζε την εικόνα του Ηπειρώτη βασιλιά που εμφανιζόταν με ένδοξες περγαμηνές στο πολιτικό προσκήνιο.
Ο Θαρρύπας που πέθανε γύρω στο 385 π.Χ. είχε την τύχη να κυβερνήσει αδιατάρακτα για σχεδόν 35 χρόνια και έτσι κατάφερε να ολοκληρώσει πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρόνισαν το κράτος του.
Οι επιγραφές που έχουν σωθεί είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές.
Η πολιτική σχέση μεταξύ του βασιλιά και του έθνους στηριζόταν στην αμοιβαία τήρηση του παραδοσιακού νόμου.
Ο βασιλιάς ορκιζόταν να κυβερνά και οι υπήκοοι να διατηρούν τον θεσμό της βασιλείας σύμφωνα με τους νόμους. Πριν την ανταλλαγή των όρκων κάθε άνοιξη, ο βασιλιάς πρόσφερε θυσία στον Άρειο Δία, στο ιερό του στην βασιλική καθέδρα, την Πασσαρώνα.
Ο βασιλιάς είναι πάντα μέλος της δυναστείας των Αιακιδών, εκλέγεται όμως από την Συνέλευση του Κοινού των Μολοσσών, μια διαδικασία ανάλογη με την ανακήρυξη του βασιλιά των Μακεδόνων.
Ο ηγεμόνας είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του στρατού και ασκεί ελεύθερα την εξωτερική πολιτική και την διπλωματία.
Δίπλα του κεντρικό ρόλο έχει η Συνέλευση του Κοινού, στην οποία μετέχουν αντιπρόσωποι των μικρότερων εθνών της Μολοσσικής ομάδας που συνασπίζονται.
Υπάρχει επίσης Βουλή και αιρετοί άρχοντες, ο Πρόεδρος ή «προστάτης» και ο γραμματέας.
Η Συνέλευση μπορούσε να πάρει πολιτικές αποφάσεις μικρότερης σημασίας, όπως η χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων και η απαλλαγή από φόρους, και ήταν υπεύθυνη για την εκλογή του βασιλιά.
Γνωρίζοντας καλά το αθηναϊκό μοντέλο, ο Θαρρύπας προχωρεί στον συνοικισμό των διάσπαρτων κωμών και στην δημιουργία πόλεων που θα γίνουν ο μοχλός της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης με πρώτη την Πασσαρώνα, το πατροπαράδοτο κέντρο των Μολοσσών, που αναδιοργανώνεται.
Ο πατροπαράδοτος άγραφος φυλετικός νόμος δίνει την θέση του σε συγκροτημένη, γραπτή νομοθεσία που ακολουθεί τα αττικά πρότυπα, δίνοντας στις νεοϊδρυόμενες πόλεις των Ηπειρωτών την πολιτική ταυτότητα που χαρακτηρίζει τις «Ελληνίδες πόλεις».
Τα αττικά πρότυπα ακολουθούν και τα νομίσματα που κόβονται τώρα για πρώτη φορά με σκοπό να βοηθήσουν την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά και η εκπαίδευση, στην οποία, όπως φαίνεται, έδινε ιδιαίτερη αξία ο Θαρρύπας, ο οποίος χάρη σε όλα αυτά θεωρείται από τους Μολοσσούς ορόσημο στην ιστορία τους
Στα χρόνια του το βασίλειο των Μολοσσών επεκτείνεται και ενσωματώνει το σεβάσμιο ιερό της Δωδώνης που αυτή την εποχή αποκτά τον πρώτο ναό του Δία.
Τις πολιτικές του Θαρρύπα ακολούθησε και ο γιος του Αλκέτας Α΄ που ίδρυσε στην Μολοσσική ενδοχώρα την πόλη Ορράον.
To Ορράον ήταν μια μικρή πόλη χτισμένη σε μια βουνοκορφή, ήταν όμως τειχισμένη και άψογα οργανωμένη με ορθοκανονικό σύστημα.
Από τα 100 ευρύχωρα πέτρινα σπίτια της μερικά σώζονται σε εκπληκτικά καλή κατάσταση μέχρι και τον δεύτερο όροφο, δίνοντας μια απροσδόκητα πλήρη εικόνα των συνθηκών διαβίωσης των Ηπειρωτών την εποχή που γεννήθηκε η Ολυμπιάδα.
Τον Αλκέτα διαδέχθηκαν οι δυο γιοι του ο Νεοπτόλεμος Α΄ και ο Αρύβας Α΄.
Πρώτο παιδί του Νεοπτόλεμου θα είναι η Πολυξένη-Μυρτάλη, που ο θείος της θα την παντρέψει με τον Φίλιππο Β΄ και θα γίνει βασίλισσα των Μακεδόνων και μάνα του Μεγαλέξανδρου, γνωστή στην ιστορία με το όνομα που της έδωσε ο άντρας της, Ολυμπιάς…
Στα χρόνια της βασιλείας του Νεοπτόλεμου, στο 370 π.Χ. χρονολογείται η πρώτη σωζόμενη επιγραφή που αναφέρει το Κοινόν των Μολοσσών.
Όταν πεθαίνει ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αλέξανδρος είναι ακόμη παιδί και μόνος βασιλιάς μένει ο Αρύβας.
Μόλις ο μικρός αδερφός της συζύγου του φτάνει στην εφηβεία ο Φίλιππος φροντίζει να τον φέρει στην Μακεδονική αυλή, όπου θα μυηθεί στις τέχνες του πολέμου και της διοίκησης και θα δεχτεί την παιδεία που αρμόζει σε έναν ηγεμόνα.
Μετά από επτά χρόνια, το 343 π.Χ. Ο Αλέξανδρος Α΄, νεαρός άνδρας πια στα είκοσι του, επιστρέφει στην Ήπειρο και ο Φίλιππος φροντίζει να ανακηρυχτεί βασιλιάς.
Η σύνδεση με τον Φίλιππο έχει, όπως φαίνεται, ευνοϊκές συνέπειες για τους Ηπειρώτες.
Ο Μακεδόνας θα βοηθήσει τον Αλέξανδρο Α΄ να αποκρούσει και να διώξει τους Ιλλυριούς.
Η παλιά κορινθιακή αποικία Αμβρακία ελέγχεται από τους Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες χειραφετούνται από τον οικονομικό έλεγχο που ασκούσαν οι πόλεις του νότου, συνοικίζουν τις παλιές κώμες και ιδρύουν τις δικές τους πόλεις.
Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Ήπειρος αλλάζει μορφή.
Οι λιγοστές παλιές πόλεις, όπως το κέντρο των Χαόνων, η Φοινίκη, η ή Ελαία αναβαθμίζονται και οι νέες, όπως τα Γίτανα ή η Κασώπη, χτίζονται, ακολουθώντας τα πρότυπα της εποχής, με ορθοκανονικό πολεοδομικό σύστημα.
Έχουν τείχη, κανονικούς πλακόστρωτους δρόμους, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, ευρύχωρα λιθόκτιστα σπίτια, δημόσια κτήρια, αγορές, πρυτανεία βουλευτήρια…
Ο Αλέξανδρος Α’ ο Μολοσσός που το 336 π.Χ. στις μοιραίες γιορτές των Αιγών παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα, την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, την ίδια χρονιά που ο ανιψιός του ξεκίνησε την εκστρατεία της Ανατολής, θα ανοίξει τον δρόμο προς την Δύση.
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Τάραντα, περνάει με τον στρατό του στην Κάτω Ιταλία, συγκρούεται νικηφόρα με τους Σαμνίτες και τους Λουκανούς κοντά στην Ποσειδωνία, αναγκάζει σε συνθήκη ειρήνης τους Ρωμαίους και παίρνει μια σειρά πόλεων από τους Βρούτιους και τους Λουκανούς, δολοφονείται όμως από έναν Λουκανό κοντά στην Πανδοσία τον Ιανουάριο του 331 π.Χ.
H μεγάλη στιγμή των Ηπειρωτών θα έρθει με τον Πύρρο τον Α΄, έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της αρχαιότητας, που βασίλεψε από το 297 μέχρι το 272 π.Χ.
Μια από τις συναρπαστικότερες μορφές της πρώτης γενιάς των διαδόχων, ο Πύρρος, δεύτερος ξάδερφος του Μεγαλέξανδρου, 17χρονος θα πολεμήσει στην μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. στο πλευρό του Δημήτριου Πολιορκητή και θα ξεχωρίσει, θα γίνει βασιλιάς της Ηπείρου, θα εκστρατεύσει στην Ιταλία, θα απειλήσει την Ρώμη, θα ανακηρυχτεί βασιλιάς της Σικελίας θα καταλάβει την Μακεδονία και θα βρει ξαφνικό και άδοξο θάνατο στο Άργος το 272 π.Χ.
Πρόλαβε ωστόσο να αφήσει βαθιά τα ίχνη του στην Ήπειρο, όπου έχτισε μια νέα πόλη, την Αντιγόνεια προς τιμήν της πρώτης γυναίκας του Αντιγόνης, θετής Κόρης του Πολεμαίου Α΄ Σωτήρος, μετακίνησε την πρωτεύουσα από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία, ίδρυσε πανελλήνιους αγώνες στην Δωδώνη και με αυτή την ευκαιρία φρόντισε να εξωραΐσει με μνημειώδη οικοδομήματα το αρχαίο ιερό, ανάμεσα τους και το περίφημο θέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, στο οποίο μπορούσαν να χωρέσουν μέχρι και 17.000 θεατές.
Η δυναστεία των Αιακιδών θα σβήσει με την δολοφονία της βασίλισσας Δηιδάμειας το 233 π.Χ.
Η μοναρχία καταλύεται και η Ήπειρος εξασθενεί.
Μολοσσοί, Χάονες και Θεσπρωτοί δημιουργούν μια ομοσπονδία, το «Κοινόν των Ηπειρωτών» που διοικείται δημοκρατικά από αιρετούς άρχοντες με ετήσια θητεία.
Η ρωμαϊκή εισβολή του 168 π.Χ. θα καταλύσει οριστικά το «Κοινό των Ηπειρωτών» και θα αφήσει πίσω της καταστροφή. Εβδομήντα περίπου πόλεις και χωριά της Ηπείρου θα αφανιστούν και 150.000 άνθρωποι θα πουληθούν ως δούλοι.
To 31 π.Χ. Οκτάβιος νικά στην Ναυμαχία του Ακτίου τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα και γίνεται ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Για να δοξάσει την νίκη του, ο Αύγουστος θα χτίσει την Νικόπολη δίπλα στο Άκτιο εκείπου είχε στήσει το στρατόπεδό του.
Το κέντρο του κόσμου βρίσκεται πια στην Ρώμη και η Νικόπολη με τα δυο της λιμάνια στο Ιόνιο και τον Αμβρακικό προορίζεται να γίνει η πιο κοντινή πύλη προς την Ελλάδα και τον κόσμο της Ανατολής.
Η πόλη σχεδιάζεται σε μνημειώδη κλίμακα με το χαρακτηριστικό ορθοκανονικό σύστημα, εντυπωσιακά τείχη και δημόσια οικοδομήματα, όπως το ανασκαμμένο ωδείο-βουλευτήριο, και φυσικά με όλες τις ανέσεις, όπως δείχνει το σωζόμενο υδραγωγείο.
Ο Αύγουστος δεν λυπάται τα χρήματα για την οικοδόμηση της και συγχρόνως την προικίζει με όλα τα προνόμια μιας ελεύθερης αυτοδιοικούμενης «Ελληνίδας πόλης».
Ο Απόλλων, θεός προστάτης του αυτοκράτορα, γίνεται η κύρια θεότητα της πόλης και προς τιμήν του θεσπίζονται οι Άκτιοι αγώνες που γίνονται κάθε 4 χρόνια και θα ξεπεράσουν σε λάμψη ακόμη και τους Ολυμπιακούς.
Για την εξυπηρέτηση των συμμετεχόντων δημιουργείται στάδιο που χωρά τουλάχιστον 10.000 θεατές, γυμνάσιο, θέατρο και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο.
Πληθυσμοί όχι μόνον από την Ήπειρο αλλά από ολόκληρη την δυτική Στερεά Ελλάδα μετακινούνται για να την εποικίσουν και έτσι η Νκόπολη καταλήγει να γίνει όχι μόνον η πρωτεύουσα της επαρχίας της Ηπείρου, αλλά και η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας των αυτοκρατορικών χρόνων, μια πλούσια και ζωντανή πόλη που θα γίνει κέντρο της εμπορικής, αλλά και της πνευματικής κίνησης.
Εδώ θα διδάξει ο περίφημος φιλόσοφος Επίκτητος, στην σχολή του οποίου θα φοιτήσει μεταξύ άλλων και ο Αρριανός, έργοτου οποίου είναι η πιο πλήρης πριγραφή της εκστρατείας του Αλέξανδρου που μας σώθηκε.
Φιλέλληνες αυτοκράτορες όπως ο Νέρωνας και ο Αδριανός θα επισκεφτούν την πόλη, ο πρώτο θα συμμετάσχει στους ΄Ακτιους αγώνες, ο δεύτερος θα χτίσει εδώ έναν ναό για τον αγαπημένο του Αντίνοο.