Ο Αλέξανδρος χωρίς αμφιβολία θαυμάζει και μιμείται τον πατέρα του Φίλιππο, που αποτελεί τον κυρίαρχο πολιτικό του ελληνικού χώρου. Ο Φίλιππος, από την άλλη πλευρά, παρατηρεί πολύ προσεκτικά την προσωπικότητα και την πρόοδο του γιού του Αλέξανδρου. Αντιλαμβάνεται γρήγορα το θάρρος και τις δεξιότητες του παιδιού, τόσο στο στρατιωτικό τομέα όσο και στην πνευματική του εγρήγορση, και δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Βέβαια, ο ορμητικός χαρακτήρας του Αλέξανδρου και το έντονο πνεύμα ανταγωνισμού που τον διακρίνει, τον κάνει πολλές φορές ανυπόμονο: όταν φτάνουν ειδήσεις για μία σπουδαία νίκη του Φιλίππου ο Αλέξανδρος λέει στους φίλους του «Παιδιά, ο πατέρας μου όλα θα προλάβει να τα κάνει· κανένα έργο μεγάλο και λαμπρό δεν θα αφήσει να το πετύχω μαζί σας!».[1]Είναι αλήθεια πως ο Αλέξανδρος βιάζεται να αποδείξει στην πράξη τις δυνάμεις του και είναι έτοιμος να αναλάβει τη θέση του διαδόχου στο θρόνο της Μακεδονίας, γεγονός που ο πατέρας του φαίνεται να μην έχει κανένα δισταγμό να αναγνωρίσει.
Το 340 π.Χ. ο Φίλιππος εκστρατεύει στην ανατολική Θράκη και ορίζει αναπληρωτή τον Αλέξανδρο, σε ηλικία 16 ετών. Κάτοχος της βασιλικής σφραγίδας, ο Αλέξανδρος σφραγίζει τα κρατικά έγγραφα και ως εκπρόσωπος της βασιλικής οικογένειας είναι υπεύθυνος για τις καθημερινές θυσίες, ιδιαίτερα προς τον γενάρχη των Τημενιδών, Ηρακλή Πατρώο. Σε αυτό το διάστημα, ο Αλέξανδρος θα αναλάβει στρατιωτική δράση εκτός της Μακεδονίας και θα καταστείλει, ως διοικητής των μακεδονικών δυνάμεων, την εξέγερση των Μαίδων , του λαού της Θράκης στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα. Πιθανόν σε συμφωνία με τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Μαίδων και διώχνει τους κατοίκους της. Τότε, για πρώτη φορά θα εφαρμόσει το πολιτικό σχέδιο, που θα ακολουθήσει σε όλη την πορεία του: θα ιδρύσει νέα πόλη με ανάμεικτο πληθυσμό (Μακεδόνων, άλλων Ελλήνων του νότου και Θρακών) και θα της δώσει το όνομά του, Αλεξανδρούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του. Ο Φίλιππος από νωρίς κάνει τον γιο του κοινωνό των σχεδίων του και ο Αλέξανδρος παίρνει το βάπτισμα του πυρός στη μάχη δίπλα στον πατέρα του, όταν αυτός τον καλεί να ενωθεί μαζί του, για να νικήσουν έναν Σκύθη βασιλιά, στην περιοχή της σημερινής Δοβρουτσάς στον Εύξεινο Πόντο.
Στα 18 του χρόνια, ο Αλέξανδρος αποφοιτά μαζί με τους άλλους βασιλικούς παίδες από τη σχολή των ακολούθων του βασιλιά. Οι διακρίσεις του ως ιππέας στη μάχη, ως δεινός κυνηγός και ως άξιος αντικαταστάτης του βασιλιά πατέρα του δεν αφήνουν σχεδόν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για το μέλλον του. Στην αποφασιστική μάχη για την κυριαρχία των Μακεδόνων στον ελληνικό κόσμο, στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, τον Αύγουστο του 338, ο Αλέξανδρος τίθεται επικεφαλής του ιππικού των εταίρων. Πρώτος ο Αλέξανδρος διασπά τις τάξεις του Ιερού Λόχου των Θηβαίων, εφορμώντας στο ρήγμα που ο Φίλιππος με τη στρατηγική του είχε δημιουργήσει. Οι Μακεδόνες νικούν κατά κράτος. Η Θήβα τιμωρείται αυστηρά, ενώ η Αθήνα αντιμετωπίζεται μεγαλόψυχα: ο Αλέξανδρος θα μεταφέρει στην Αθήνα, ως επικεφαλής μίας τιμητικής φρουράς, την τέφρα των Αθηναίων πεσόντων και θα παραδώσει στην πόλη 2.000 Αθηναίους αιχμαλώτους.
Οι σχέσεις πατέρα και γιου γίνονται όλο και πιο στέρεες. Ο Φίλιππος δείχνει να αρέσκεται που οι Μακεδόνες αποκαλούν τον ίδιο «στρατηγό» και τον Αλέξανδρο «βασιλιά» [2]. Από τις μοναδικές μελανές στιγμές στη σχέση τους παραμένει το επεισόδιο του συμποσίου για το γάμο του Φιλίππου με τη νέα υπήκοο Κλεοπάτρα, ανιψιά του Αττάλου, περίπου ένα χρόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας. Φαίνεται πως αυτός ο γάμος του Φιλίππου προκάλεσε διαμάχη μεταξύ του Φιλίππου, της Ολυμπιάδας και του Αλέξανδρου, που κορυφώθηκε στο συμπόσιο του γάμου: γράφτηκε πως ο Αλέξανδρος πέταξε την κανάτα του κρασιού στον Άτταλο, όταν ο τελευταίος έθιξε την τιμή του: «..Είθε τα παιδιά που από τώρα θα γεννηθούν να είναι νόμιμα και όχι νόθα», φέρεται να είπε. Ο Άτταλος ανταπέδωσε χτυπώντας τον Αλέξανδρο με το κύπελλό του, ενώ ο Φίλιππος λένε πως έβγαλε το ξίφος για να τον σκοτώσει, αλλά σκόνταψε και έπεσε από το πολύ κρασί. Όλη αυτή η ιστορία μπορεί να είναι εντελώς φανταστική, σίγουρα όμως αυτός ο γάμος δημιούργησε ένταση ανάμεσα σε γιο και πατέρα, που λένε μάλιστα πως ώθησε τον Αλέξανδρο να οδηγήσει τη μητέρα του στη Μολοσσία και ο ίδιος να κατευθυνθεί προς τους Ιλλυριούς. Τότε αναφέρουν[3] πως ίσως ο Φίλιππος εξόρισε τους φίλους του Αλέξανδρου που τον υπερασπίστηκαν: τον Άρπαλο, τον Πτολεμαίο του Λάγου, το Νέαρχο του Ανδροτίμου, τον Ερίγυιο και τον Λαομέδοντα. Η συμφιλίωση όμως δεν άργησε να έρθει λίγους μήνες αργότερα: ο Φίλιππος θα παραγγείλει τα χρυσελεφάντινα αγάλματα των γονιών του, του ίδιου, της Ολυμπιάδας και του Αλέξανδρου, που θα εκτεθούν στο λεγόμενο Φιλιππείο της Ολυμπίας. Τον επόμενο χρόνο, στους γάμους της αδερφής του Κλεοπάτρας με τον θείο του Αλέξανδρο Μολοσσό, ο Αλέξανδρος βρίσκεται στο θέατρο των Αιγών· δυστυχώς, όμως, δεν θα προλάβει να προστατεύσει τον πατέρα του, όταν θα δεχθεί το φονικό χτύπημα του Παυσανία, στο κέντρο της ορχήστρας.
(Ο Αλέξανδρος βασιλιάς)
Στις αρχές του φθινοπώρου του 336 π.Χ, η Μακεδονική Συνέλευση αναγορεύει βασιλιά τον Αλέξανδρο: ένας από τους εταίρους, ο Αλέξανδρος Λυγκηστής είναι ο πρώτος που θα φωνάξει «Αλέξανδρος, γιος του Φιλίππου»! Οι Μακεδόνες παίρνουν τον όρκο πίστης από τον Αλέξανδρο, που σπεύδει να δηλώσει πως τίποτα δεν αλλάζει στο κράτος, παρά μόνο το όνομα του βασιλιά. Την ίδια στιγμή καλεί να επιστρέψουν από την εξορία οι φίλοι του Μακεδόνες εταίροι. Μπροστά στο νεκρό σώμα του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος, διεξάγει δίκη και καταδικάζονται ως ένοχοι δύο γιοι του Αερόπου , που εκτελούνται μαζί με τους γιους του Παυσανία. Οι πραγματικοί υποκινητές, όμως, σύμφωνα με τη μακεδονική αυλή, θεωρείται πως είναι οι Πέρσες. Η τελετή της κηδείας του Φιλίππου διεξάγεται με κάθε μεγαλοπρέπεια, αλλά ο βασιλικός θάλαμος κλείνει βιαστικά, καθώς ο βασιλιάς Αλέξανδρος ετοιμάζεται να κατευθυνθεί προς το Νότο.
Αρχικό μέλημα του Αλέξανδρου αποτελεί η εδραίωση της κυριαρχίας του μακεδονικού κράτους στον ελληνικό χώρο και η εξασφάλιση του ρόλου του ως ηγεμόνα των Ελλήνων. Ως επικεφαλής του μακεδονικού στρατού σπεύδει στη Θεσσαλία, όπου ανακηρύσσεται ηγεμόνας της Θεσσαλικής Ομοσπονδίας, και προχωρά στη Βοιωτία, όπου και λαμβάνει τη βεβαίωση υποστήριξης στο πρόσωπό του από το Αμφικτιονικό Συνέδριο..Στη συνέχεια, με σκοπό να μην έρθει σε οξεία αντιπαράθεση με όσες δυνάμεις του είχαν αντιταχθεί, θα αποδεχθεί τη δημοκρατία της Αμβρακίας, θα δώσει άφεση στη Θήβα που είχε εκδιώξει τη μακεδονική φρουρά και θα δεχθεί τις δικαιολογίες των Αθηναίων για την έντονη αντιμακεδονική τους στάση.
Στην Κόρινθο, όπου έχει ήδη συγκαλέσει τους συνέδρους, το Κοινό των Ελλήνων ανακηρύσσει τον Αλέξανδρο ηγεμόνα με πλήρεις εξουσίες και του αναθέτει τη διεύθυνση του πολέμου με την Περσία. Οι μόνοι που αρνούνται να δηλώσουν νομιμοφροσύνη προς το πρόσωπό του Αλέξανδρου είναι οι Λακεδαιμόνιοι. Στο μαντείο των Δελφών, ο Αλέξανδρος θα απαιτήσει από την ιέρεια, την Πυθία, να του φανερώσει το μέλλον της εκστρατείας. Εκείνη θα απαντήσει στον Αλέξανδρο «Εσύ, είσαι ανίκητος»…Το χειμώνα του 336-335 π.Χ. ο Αλέξανδρος επιστρέφει στη Μακεδονία, για να σταθεροποιήσει την εξουσία του και ν’ αναδιαρθρώσει το κράτος, ώστε να εκστρατεύσει με ασφάλεια στα Βαλκάνια και στη συνέχεια στην Ασία. Διορίζει δικούς του έμπιστους σωματοφύλακες, εταίρους και διοικητές μονάδων και στη συνέχεια τακτοποιεί το θέμα των εχθρών του: εκτελείται ο θείος του Αμύντας ως προδότης και ο Άτταλος δικάζεται και εκτελείται για προδοσία, αφού πρώτα παραδέχεται πως είχε επαφή με τον Αθηναίο αντίπαλο Δημοσθένη.
Μέσα στο βασίλειο, ο Αλέξανδρος ενισχύει την πολιτική του Φιλίππου σχετικά με την αναδιάρθρωση των μακεδονικών κοινοτήτων και τη δημιουργία πόλεων με ανάμεικτο πληθυσμό: μοιράζει στους Μακεδόνες τα Καλίνδοια και μεταφέρει εκεί μακεδονικό πληθυσμό, που ασχολείται με τα πολεμικά καθήκοντα και τη διοίκηση. Η δημιουργία νέων μακεδονικών κοινοτήτων – όπως είναι και οι Φίλιπποι- ενισχύουν τις γραμμές επικοινωνίας με το παλάτι, διευρύνουν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και διαχέουν τις μακεδονικές ιδέες. Και πάνω από όλα, με την εγκατάσταση έμπιστων ανθρώπων, διασφαλίζεται η περιφρούρηση σημαντικών στρατηγικών σημείων για την ευημερία του κράτους.Την άνοιξη του 335 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκινά τις πρώτες του εκστρατευτικές δράσεις στα Βαλκάνια για τη διασφάλιση των βόρειων συνόρων: ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος διοικητής σε 25.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και μία γραμμή υποζυγίων με πολιορκητικές μηχανές. Κατευθύνεται πρώτα στη Θράκη. Σε δέκα μέρες ο μακεδονικός στρατός φτάνει στον Αίμο και συντρίβει τους Τριβαλλούς. Στο δασωμένο φαράγγι στον ποταμό Λάγινο, σκοτώνονται 3000 αντίπαλοι, ενώ ο Αλέξανδρος χάνει 11 ιππείς και 40 πεζούς[4].
Τρεις μέρες μετά, ο Αλέξανδρος φτάνει στον ποταμό Ίστρο (Δούναβη), που διασχίζει εδάφη πολλών πολεμοχαρών φυλών, όπως των Κελτών και των Γετών. Εκεί συναντά ένα μικρό μακεδονικό στόλο που είχε διαπλεύσει τον Εύξεινο Πόντο και ανέβηκε το ποτάμι. Σε ένα μικρό νησί στο ποτάμι βρίσκονται ο βασιλιάς των Τριβαλλών με γυναικόπαιδα. Ο Αλέξανδρος προσπαθεί χωρίς επιτυχία να αποβιβαστεί στο νησί και αποφασίζει να επιτεθεί ενάντια σε μία δύναμη 14.000 Γετών, οι οποίοι βρίσκονται στην άλλη όχθη του ποταμού. Με 500 ιππείς και 4.000 πεζούς ο Αλέξανδρος αποφασίζει να περάσει το ποτάμι το βράδυ. Πάνω στις πολεμικές φορτηγίδες και σε σχεδίες από δερμάτινες τέντες, παραγεμισμένες με άχυρα, ο μακεδονικός στρατός περνά το ποτάμι και αποβιβάζεται σε πεδίο καλυμμένο με ψηλή φυτεία. Οι εχθροί αιφνιδιάζονται από το πέρασμα και τρέπονται σε φυγή, τρομοκρατούμενοι από την «πυκνή» παράταξη της φάλαγγας: για να φαίνονται περισσότεροι, η φάλαγγα είναι παραταγμένη σε μορφή άδειου παραλληλόγραμμου («πλινθίον») με προτεταμένες τις σάρισες. Ο Αλέξανδρος καταστρέφει την πόλη και θυσιάζει στο Δία Σωτήρα, στον Ηρακλή και στον ποταμό Ίστρο, που τον βοήθησε να τον διαβεί. Ο βασιλιάς και οι Θράκες στο νησί, όπως και άλλες φυλές, ζητούν τη φιλία του Αλέξανδρου και αυτός τη δέχεται. Μία από τις φυλές είναι οι Κέλτες, κοντά στο μυχό της Αδριατικής: σε ερώτησή του Αλέξανδρου τι φοβούνται περισσότερο, οι Κέλτες θα απαντήσουν «φοβόμαστε μην πέσει ο ουρανός και μας πλακώσει»[5]. Αν και η απάντησή τους δεν ευχαριστεί ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο, ο θαυμασμός που δηλώνουν για το πρόσωπό του είναι αρκετός για να υπογραφεί ένα σύμφωνο ειρήνης με τους «αλαζόνες»- όπως τους αποκαλεί ο Αλέξανδρος- Κέλτες.
Για τέσσερις μήνες ο Αλέξανδρος θα αναγκάσει τις θρακικές φυλές να δεχτούν τη μακεδονική κυριαρχία. Τα πλούσια μεταλλεία της Θράκης αποτελούν σημαντική πηγή πλούτου (εικόνες νομισμάτων, έως Κεντρική Ευρώπη). Ο μακεδονικός στόλος ελέγχει πλέον τη θάλασσα του Μαρμαρά, το Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ μπορεί να έχει άνετη κίνηση στο Δούναβη. Εκτός από τη Μακεδονία, η ασφάλεια του θαλάσσιου εμπορίου ωφελεί και όλες τις πόλεις κράτη του Κοινού των Ελλήνων.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 335 π.Χ., ο Αλέξανδρος στρέφεται νοτιοδυτικά προς την Ιλλυρία. Αρχικά κατευθύνεται στη χώρα των Αγριάνων (κοντά στη σημερινή Σόφια) και προς τους Παίονες. Ο βασιλιάς των Αγριάνων Λάγγαρος, παλιός του φίλος, αναλαμβάνει και νικά τους Αυταριάτες (σημερινή Βοσνία). Ο Αλέξανδρος οδηγεί τον στρατό στην Πελαγονία, τη Λύγκο και την Ορεστίδα και στη συνέχεια στον ποταμό Εορδαϊκό. Στρατοπεδεύει κοντά στην ιλλυρική πόλη «Πέλλιον» και νικά τον βασιλιά Κλείτο και τον Γλαυκία στα βουνά των Ταυλαντίων, σχεδόν χωρίς καμία απώλεια. Ο Αλέξανδρος είναι επικεφαλής σε κάθε ενέργεια και ενθαρρύνει το συναγωνισμό μέσα στο στρατό, αφού και ο ίδιος επιδιώκει να ξεπεράσει τους ίδιους τους σωματοφύλακές του. Αξιωματικοί και στρατιώτες εξαρτώνται απόλυτα από το πρόσταγμά του· ο Αλέξανδρος είναι το «κέντρο του κόσμου τους»[6]. Η τελευταία εκκρεμότητα του Αλέξανδρου πριν την εκστρατεία της Ανατολής απομένει η εδραίωση της κυριαρχίας του στον ελληνικό χώρο. Κατά τη διάρκεια της αποστολής στα Βαλκάνια, είχαν παρουσιασθεί αντιδράσεις στην Αθήνα, στη Θήβα, στη Σπάρτη και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου.
Πρώτες φθάνουν οι αναφορές για την ανταρσία της Θήβα: στην πόλη επιστρέφουν εξόριστοι που σκοτώνουν μέλη της μακεδονικής φρουράς και οι Θηβαίοι παίρνουν το μέρος των Περσών. Ο Αλέξανδρος θα χειριστεί το θέμα ως ζήτημα του Κοινού των Ελλήνων και όχι ως σύγκρουση μεταξύ της Μακεδονίας και της Θήβας. Με απίστευτα μεγάλη ταχύτητα- διανύοντας σχεδόν 40 χιλιόμετρα τη μέρα- ο στρατός φτάνει σε επτά μέρες στη Θεσσαλία και περνά τα στενά των Θερμοπυλών. Παράλληλα, στο μακεδονικό στρατό ενώνονται στρατεύματα Φωκέων και βοιωτικών πόλεων. Ο Αλέξανδρος καλεί τους Θηβαίους να ενωθούν ξανά με το Κοινό των Ελλήνων, αλλά η πρότασή του δεν εισακούεται. Πρώτος ανοίγει πυρ εναντίον των Θηβαίων ο Περδίκκας. Μετά από πολύ σκληρές μάχες, η αντίσταση των Θηβαίων καταρρέει. Ακολουθούν οδομαχίες με χιλιάδες νεκρούς Θηβαίους.
Ο Αλέξανδρος θα εμπιστευτεί την απόφαση για τη μοίρα των Θηβαίων στο Κοινό των Ελλήνων. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων αποφασίζει η πόλη να ισοπεδωθεί, να πουληθούν οι αιχμάλωτοι και να απαγορευτεί κάθε είδους βοήθεια προς τη Θήβα. Ο Αλέξανδρος εξαιρεί όσους είχαν ψηφίσει εναντίον της εξέγερσης, τους απόγονους του Πινδάρου, τους φίλους του Φιλίππου, τους ιερείς, τις ιέρειες και την θαρραλέα Τιμόκλεια. Οι Αθηναίοι στέλνουν πρέσβεις που διαβιβάζουν τα συγχαρητήριά τους στον Αλέξανδρο: λέγεται πως ο Αλέξανδρος μόλις διαβάζει το έγγραφο, το πετάει κάτω αηδιασμένος. Ωστόσο, δέχεται να δικαστούν εννιά επώνυμοι Αθηναίοι, που ήταν κατ’ αυτόν ένοχοι για πολλές πράξεις, από τα δικαστήρια της Αθήνας.
Ο Αλέξανδρος βιάζεται να ολοκληρωθούν οι συμφωνίες με τις ελληνικές πόλεις και με τον τρόπο του δείχνει στις πόλεις- κράτη πως δέχεται την πολιτική τους ανεξαρτησία. Τον περιμένουν, άλλωστε, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ασία και οπωσδήποτε είναι απαραίτητο να εμποδίσει την έλευση των Περσών στο Αιγαίο.
[1] Πλούταρχος.5.4-5.
[2] Πλ. 9.4
[3] Αρριανός.
[4] Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, Αρριανός Ι.2.
[5] Αρριανός Ι.4.
[6] Hammond, 74.