Ο μικρός Αλέξανδρος

Ο μικρός Αλέξανδρος

Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού του 356 π.Χ., στη Μακεδονική Πέλλα, η Ολυμπιάδα θα φέρει στον κόσμο το γιο του Φιλίππου, τον Αλέξανδρο Γ’. Χιλιάδες προσδοκίες, όνειρα και ευχές συνοδεύουν τη γέννηση του αγοριού, του εν δυνάμει μελλοντικού διαδόχου, που θα διασφαλίσει την ευημερία και την εξάπλωσή του Μακεδονικού βασιλείου. Εκεί γύρω στα τέλη Ιουλίου(την 6η του αρχαίου μήνα Εκατομβαιώνα) ο Φίλιππος, που μόλις είχε κυριεύσει την Ποτίδαια, μαζί με τη γέννησή του γιου του θα λάβει ταυτόχρονα και άλλες δύο ειδήσεις: πως ο μακεδονικός στρατός νίκησε τους Ιλλυριούς και πως το άρμα του νίκησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χαρά μεγάλη και προμήνυμα από τους μάντεις πως το παιδί θα είναι ανίκητο, αφού γεννήθηκε την ίδια εποχή με τρεις νίκες. Άλλοι πάλι είπανε πως τη μέρα που γεννήθηκε κάηκε ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο και έτσι πράγματα φοβερά επρόκειτο να συμβούν στην Ασία. Ίσως, γιατί η θεά Άρτεμη, προστάτιδα του τοκετού, έλειπε από την Έφεσο, για να είναι παρούσα στη γέννηση του μικρού Αλέξανδρου.

Δέρμα λευκό, που εύκολα κοκκίνιζε από τον ήλιο, ανοιχτόχρωμα σγουρά μαλλιά, μάτια ελαφρώς προέχοντα και γυαλιστερά, που σχεδόν μαγνήτιζαν όποιον τον κοιτούσε: το δεξί μπλε-πράσινο και το αριστερό πιο σκούρο, έδιναν την εντύπωση πως κάτι εξαιρετικό συνέβαινε με τον μικρό πρίγκιπα. Αλήθεια ή μέρος ενός θρύλου που δημιουργήθηκε πολύ αργότερα, τούτη η εικόνα του μικρού Αλέξανδρου έφτασε σε μας.

Γεννημένος σε μία βασιλική αυλή που εξακολουθούσε να ζει με τα ιδανικά της ηρωικής εποχής, ο Αλέξανδρος θα μάθει από μικρός πως η γενιά του πηγαίνει πίσω έως το Δία, ότι είναι απόγονος του Ηρακλή, από την πλευρά του πατέρα του, και του Αχιλλέα, από την πλευρά της μητέρας του. Για τον Αλέξανδρο, δεν ήταν μυθικά αλλά πραγματικά πρόσωπα. Η στόφα του ήρωα, μα και της θεϊκής καταγωγής θα τον ακολουθεί για πάντα: όχι τόσο από υπεροψία, όσο για τους στόχους και τις προκλήσεις που συνέχεια έθετε για τον εαυτό του, επιθυμώντας να αγγίξει και να ξεπεράσει τα κατορθώματα των προγόνων του.

Από τα πρώτα πράγματα που αντιλαμβάνεται γύρω του το μικρό παιδί είναι η λατρεία των θεών. Στο σπίτι η μητέρα του, ιέρεια, μυημένη στα μυστήρια στο ιερό της Δωδώνης και των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, πιστή οπαδός του Διονύσου και των Ορφικών μυστηρίων. Στο Μακεδονικό παλάτι ο πατέρας του, τον παίρνει μαζί του στις θυσίες και τον μυεί στη λατρεία των Ολύμπιων Θεών και του Ηρακλή Πατρώου, τις παραδοσιακές Μακεδονικές λατρείες. Ο μικρός Αλέξανδρος παρατηρεί και ρωτά για τις τελετουργίες, τις δυνάμεις των θεών, τα μυστικά της ζωής και του θανάτου: πιθανόν να βρέθηκε μπροστά στη μεγαλοπρεπή κηδεία της γιαγιάς του Ευρυδίκης στις Αιγές και η αγαπημένη της θεά Εύκλεια- «αγαθή τύχη»- να ήταν και οδηγός του Αλέξανδρου. Ίσως από τότε ο Αλέξανδρος να έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τα πάνω, στα θεϊκά, όπως αργότερα γλύπτες και ζωγράφοι θα τον παραστήσουν…

Μέχρι τα δεκατέσσερά του χρόνια, ο Αλέξανδρος ζει στο σπίτι με τη μητέρα του και την αδελφή του Κλεοπάτρα, όπως συνηθίζεται να ζούνε με τη μητέρα τους τα παιδιά στη βασιλική αυλή της Μακεδονίας. Ο Αλέξανδρος, όμως, μεγαλώνει σαν ένας μικρός βασιλιάς, αφού μέχρι και την ενηλικίωσή του είναι φανερό πως προβάλλεται ως ο διάδοχος στο θρόνο της Μακεδονίας.

Από την πρώτη στιγμή, η εκπαίδευση του βασιλόπουλου είναι το πρώτιστο καθήκον της μητέρας του, που επιλέγει η ίδια τους πρώτους του δασκάλους. Μετά την Μακεδόνισσα τροφό Λανίκη που τον φρόντισε μωρό παιδάκι, τη διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου αναλαμβάνει ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας από την Ήπειρο, και ο Λυσίμαχος από την Ακαρνανία. Οι πρώτες γνώσεις και αρχές που θα λάβει σε αυτή την τρυφερή ηλικία, θα συντροφεύσουν τον Αλέξανδρο για μία ζωή. Η εγκράτεια, η αυτοκυριαρχία και η σκληραγωγία του, ίσως να οφειλόταν στον «τροφό» και «καθηγητή» του (Πλ.) Λεωνίδα. Δάσκαλος με ήθος αυστηρό, πιστεύει στην αυστηρή άσκηση και προσπαθεί να εκπαιδεύσει τον μικρό Αλέξανδρο στην «ολιγάρκεια»: ψάχνει τα ρουχαλάκια του και φέρνει άνω κάτω τα στρώματα και τα μπαούλα, μήπως ανακαλύψει καμιά λιχουδιά που του έκρυψε η μαμά του ή κάποια «πολυτέλεια», που ως βασιλόπουλο λογικά θα είχε. Για πολλά χρόνια αργότερα ο Αλέξανδρος θα θυμάται τη μέρα που τον μάλωσε ο Λεωνίδας γιατί ξόδεψε άφθονο θυμίαμα στο ναό: μετά την πολιορκία της Γάζας (332 π.Χ), ένδοξος στρατηλάτης πια, θα στείλει στον Λεωνίδα 13 τόνους λιβάνι και 2,5 τόνους σμύρνα γράφοντάς του « Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, για να σταματήσεις να μιλάς για οικονομία σε ό,τι αφορά τις θυσίες προς τους θεούς» (Πλούταρχος, 25). Παράδειγμα της γενναιοδωρίας, αλλά και του χιούμορ του Μακεδόνα βασιλιά, που συχνά μνημόνευε τον πρώτο του δάσκαλο: όταν πολλά χρόνια αργότερα η βασίλισσα Άδα της Καρίας θελήσει να τον ικανοποιήσει φέροντάς του πληθώρα εδεσμάτων από τους πιο φημισμένους μάγειρες, ο Αλέξανδρος θα αρνηθεί λέγοντας πώς έχει τους καλύτερους που του έδωσε ο δάσκαλός του Λεωνίδας «για πρόγευμα τη νυχτερινή πορεία και για δείπνο ένα ελαφρύ πρόγευμα»(Πλούταρχος 22.9). Στην ενήλική κατόπιν ζωή του είναι γνωστό πως ο Αλέξανδρος δεν θα επιδιώξει ποτέ να έχει πρόσκαιρες χαρές και να ξοδεύει πλούτο για τον εαυτό του. Προτιμούσε την «αρετή» και τις ανώτερες ηρωικές αξίες, αντάξιες της βασιλικής συμπεριφοράς που είχε διδαχθεί από μικρός, ακόμη και με τρόπο βιωματικό: ο παιδαγωγός του Λυσίμαχος θα δημιουργήσει μία παράλληλη ηρωική πραγματικότητα, όπου ο Αλέξανδρος είναι ο Αχιλλέας, ο πατέρας του Φίλιππος ο Πηλέας και ο Λυσίμαχος είναι ο Φοίνικας, ο μυθικός δάσκαλος του Αχιλλέα. Η Ιλιάδα του Ομήρου, από τις πιο αγαπητές ιστορίες για όλα τα παιδιά της αρχαιότητας, θα παραμείνει για τον Αλέξανδρο ως το ιερότερο κειμήλιο της ζωής του, αφού και οικογενειακά συνδέεται με τους ήρωες. Τον Λυσίμαχο, άλλωστε, ο Αλέξανδρος θα τον πάρει μαζί του στην Ασία, και θα του σώσει τη ζωή, όταν κάποια στιγμή κινδυνέψει να πεθάνει.

Ο Αλέξανδρος είναι τυχερός που μεγαλώνει σε ένα παλάτι, το οποίο ο πατέρας του Φίλιππος είχε μετατρέψει σε μία «κοσμοπολίτικη» βασιλική αυλή. Έλληνες καλλιτέχνες, ζωγράφοι από τη Μικρά Ασία, γιατροί της σχολής του Ιπποκράτη, φιλόσοφοι, αρχιτέκτονες, μουσικοί από όλο τον αιγιακό χώρο. Ο μικρός Αλέξανδρος γίνεται άθελά του κοινωνός της γνώσης των πιο σημαντικών επιτευγμάτων της τέχνης και της επιστήμης, που θα αξιοποιήσει και ο ίδιος στην πορεία του. Εκεί θα γνωρίσει άλλωστε και τους αγαπημένους του καλλιτέχνες Απελλή και Λεωχάρη, που θα αναλάβουν έργα για τον ίδιο. Είναι φανερό πως αυτό το μικρό παιδί έχει κλίση και αγάπη προς τις τέχνες και ιδιαίτερα προς τη μουσική και την ποίηση. Απολαμβάνει τη μουσική του Τιμόθεου (ποιητή και συνθέτη μουσικής) και στα δέκα του χρόνια θα παίξει λύρα απαγγέλλοντας στίχους των ποιητών μπροστά στους πρέσβεις όλης της Ελλάδας. Η αγάπη του για το διάβασμα ακόμη φαίνεται να ξεκινά από αυτή την ηλικία, με αγαπημένα του διαβάσματα τα ομηρικά έπη και τις τραγωδίες : «φιλομαθή, φιλαναγνώστη και φιλόλογο», που αρέσκεται δηλαδή στις συζητήσεις, θα τον χαρακτηρίσει ο κατοπινός του βιογράφος, Πλούταρχος (Αλέξ. 8,2).

Από μικρός ο Αλέξανδρος γνωρίζει πολιτικά πρόσωπα που επισκέπτονται ή και φιλοξενούνται στο παλάτι από όλα τα μέρη του γνωστού κόσμου. Στα πέντε του χρόνια συναντά την οικογένεια του Πέρση σατράπη Αρτάβαζου, που βρίσκει καταφύγιο στη μακεδονική αυλή, και ίσως την κόρη του Βαρσίνη· την κοπέλα που αρκετά χρόνια αργότερα είναι γραφτό να ερωτευτεί. Πάντα έχει το θάρρος της γνώμης του και παρά τη νεαρή του ηλικία, αντιλαμβάνεται τη θέση του ως μελλοντικός διάδοχος του θρόνου και αντιμετωπίζει με σύνεση και σοβαρότητα τις καταστάσεις: οι πρέσβεις του βασιλιά των Περσών που φτάνουν το 342 στο παλάτι- ενώ ο Φίλιππος απουσιάζει- ενθουσιάζονται με τις περιποιήσεις του νεαρού Αλέξανδρου, αλλά και τη φιλομάθειά του, που ίσως και να κρύβει τα μελλοντικά του σχέδια: Ποιο είναι το μήκος των οδών για την Ασία και με ποιο τρόπο ταξιδεύεις στο εσωτερικό της; Ποια είναι η δύναμη και η ισχύς της Περσίας και πώς συμπεριφέρεται στον πόλεμο; (Πλούταρχος 5). Ρωτούσε και μάθαινε και το μυαλό του σχεδίαζε ταξίδια μακρινά…

Καθώς μεγάλωνε ο Αλέξανδρος έδινε την εντύπωση λιονταριού. Του άρεσε συνέχεια να αγωνίζεται και βρισκόταν σε μία διαρκή άμιλλα με τους συνομήλικούς του. Ήταν πρώτος στο τρέξιμο και στα άλλα αθλήματα, αλλά έδειχνε μάλλον αδιαφορία για τα βραβεία. Ήταν χαρακτήρας τολμηρός, αλλά και δύσκολος. Ορμητικός και ατρόμητος μπροστά στα τραύματα και τον σωματικό πόνο, δεν υποχωρούσε ποτέ στη βία, αλλά μόνο στη λογική, για αυτό ο Φίλιππος προτιμούσε να τον πείθει, παρά να τον διατάζει.

Από αυτή την ηλικία, ξεκινά και η εκπαίδευση για το ιππικό, την πιο σημαντική μακεδονική μονάδα. Η εμπειρία να ιππεύει χωρίς σέλα και να ελέγχει το άλογο αποκτάται αυτήν την εποχή. Στα 12 του χρόνια, ο Αλέξανδρος θα επιλέξει ο ίδιος το άλογο που θα τον συντροφεύσει σε όλη του τη ζωή, τον Βουκεφάλα, και θα αποδείξει σε όλους και κυρίως στον πατέρα του πως έχει γεννηθεί για έναν σπουδαίο σκοπό. Το τετράχρονο, ατίθασο, μαύρο θεσσαλικό άλογο που έρχεται σαν δώρο στον Φίλιππο από τον Κορίνθιο Δημάρατο είναι έτοιμο να πάρει το δρόμο της επιστροφής, αφού δεν ανέχεται μήτε αναβάτη μήτε φωνή να το λογικεύσει. Ο Αλέξανδρος, που βλέπει αυτή τη σκηνή, διαπιστώνει πως το άλογο δεν είναι άγριο, μα φοβάται τη σκιά του. «Τι άλογο χάνω, επειδή δεν μπορούν να το μεταχειριστούν σωστά, από την απειρία και το φόβο τους», φαίνεται να είπε. Ο πατέρας του τον προκαλεί να του αλλάξει γνώμη και ο Αλέξανδρος δέχεται την πρόκληση να το τιθασεύσει ο ίδιος και προτείνει αν χάσει, να πληρώσει την αξία του αλόγου με το ποσό των 13 ταλάντων. Με μία αποφασιστική κίνηση ο Αλέξανδρος γυρίζει το κεφάλι του αλόγου προς τον ήλιο, τον αφήνει λίγο να καλπάσει, τον χαϊδεύει για να ηρεμήσει, ρίχνει ήσυχα τη χλαμύδα και ανεβαίνει πάνω του σταθερά· όσοι τους παρακολουθούν μένουν σιωπηλοί· χωρίς μαστίγωμα και χτύπημα, οι δυο τους θα κάνουν μία βόλτα και μόλις γυρίσουν, ο περήφανος πατέρας θα αναφωνήσει «Παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιό σου, γιατί η Μακεδονία είναι μικρή για σένα». Πολλοί θα πούνε πως ο Αλέξανδρος θέλει να ξεπεράσει τον πατέρα, αλλά είναι επίσης φανερά τα χαρίσματα του μικρού: ανεξαρτησία γνώμης, εξυπνάδα και θάρρος. Με την πράξη του αυτή, ο Αλέξανδρος περνά αποφασιστικά στην αντίπερα όχθη· αποκτά το σεβασμό για τις ικανότητές του και προμηνύει το θρίαμβο που τον περιμένει να γευτεί. Στην πορεία του θα έχει πάντα τον Βουκεφάλα, που τον ακολουθεί μέχρι τα βάθη της Ινδίας, ως ο πιο πιστός και ακούραστος συνεργάτης.

ΑΡΧΗ