[έτος: 325 π.Χ.]
Από τη συμβολή του Ινδού και του Ακεσίνη, ο Αλέξανδρος προχωρά νότια.
Καταπλέοντας τον στον Ινδό, φθάνει στη χώρα των Σόγδων, όπου ιδρύει μία ακόμη Αλεξάνδρεια και αφήνει Μακεδόνα διοικητή και Πέρση σατράπη με δικαιοδοσία έως την παραλία της Ινδικής.
Συνεχίζοντας συναντά τον Ινδό ηγεμόνα Μουσικανό που κατ΄ αρχήν είχε αντισταθεί, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη και σπεύδει να τον προϋπαντήσει με δώρα για να του παραδώσει την πανέμορφη χώρα του.
Ο Αλέξανδρος αποδέχεται την προσφορά του Ινδού οχυρώνει με ακρόπολη την πρωτεύουσα και αφήνει τον Μουσικανό κυβερνήτη, αλλά και μακεδονική φρουρά για να ελέγχει τα γύρω έθνη.
Συνεχίζοντας την πορεία προς τον νότο, υποτάσσει τα βασίλεια του Οξυκανού, του Σάμβου και τις πόλεις των πολεμικών Βραχμάνων.
Εν τω μεταξύ, μαθαίνει ότι ο Μουσικανός αποστάτησε με τη βοήθεια των Βραχμάνων και τους τιμωρεί όλους παραδειγματικά.
Οι πόλεις κυριεύονται, οι κάτοικοι γίνονται δούλοι και στις ακροπόλεις εγκαθίστανται μακεδονικές φρουρές.
Καταπλέοντας προς το δέλτα του Ινδού, ο Αλέξανδρος δίνει εντολή να τειχιστούν και να εποικιστούν με νέους κατοίκους οι πόλεις.
Τέλος φτάνει στα Πάτταλα, την μητρόπολη της περιοχής και έδρα του Σατράπη, που παρά τη διαβεβαίωση του ότι θα τον περιμένει έχει εγκαταλείψει το πόστο του.
Ο βασιλιάς βρίσκει την πόλη άδεια, αλλά γρήγορα πείθει τους κατοίκους να επιστρέψουν.
Ο Αλεξανδρος επανιδρύει την πόλη, που γίνεται μία νέα Αλεξάνδρεια, με ακρόπολη, ναύσταθμους, και νεώσοικους, ενώ τα μεγάλα αρδευτικά έργα που γίνονται στην περιοχή κάνουν τη γη καλλιεργήσιμη.
Από τα Πάτταλα εξερευνά τους δύο βραχίονες στο Δέλτα του ποταμού που οδηγούν στη θάλασσα.
Μέσα σε θυελλώδεις ανέμους και καταιγίδες που συχνά τσακίζουν τα πλοία και τον καθυστερούν, εξερευνά πρώτα τον δυτικό βραχίονα και βγαίνει, στον Ινδικό Ωκεανό, όπου προσφέρει σπονδή στον Ποσειδώνα από το πλοίο και επιστρέφει στα Πάτταλα.
Τελικά διαπιστώνει ότι ο ανατολικός βραχίονας είναι η πιο εύκολη έξοδος προς την ανοιχτή θάλασσα και στην λίμνοθάλασσσα κοντά στις εκβολές κατασκευάζει ναύσταθμους και αφήνει φρουρά.
Επτά μήνες μετά από την αρχή του ταξιδιού στον Υδάσπη, ο Αλέξανδρος φτάνει στην παραλία, την περπατά και δίνει εντολή να ανοιχτούν πηγάδια για ανεφοδιασμό με πόσιμο νερό των πλοίων που στο εξής θα αναπλέουν τον ποταμό.
Τον Αύγουστο του 325 π.Χ. ξεκινά από τα Πάτταλα η επιστροφή.
Ο στρατός μοιράζεται στα τρία.. Ένα τμήμα, το μεγαλύτερο, με αρχηγό τον Κρατερό κατευθύνεται βόρεια στην Καρμανία, ακολουθώντας το δρόμο των καραβανιών .
Το δεύτερο με τον ίδιο τον Αλέξανδρο προχωρά νότια σε μία παράκτια πορεία.
Ο στόλος, με αρχηγό τον Νέαρχο, πλέει δυτικά κατά μήκος των ακτών του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού Κόλπου.
Ο Αλέξανδρος βαδίζει προς την χώρα της Γεδρωσίας, με στόχο τον ανεφοδιασμό του στόλου και την εξερεύνηση της περιοχής.
Ακολουθώντας τον παράλιο δρόμο, φροντίζει να ανοιχτούν πηγάδια για πόσιμο νερό και να κατασκευαστούν αποθήκες, όπου συγκεντρώνονται τρόφιμα και εντοπίζει ο ίδιος τα μέρη που είναι κατάλληλα για να χτιστούν πόλεις και εμπορικοί σταθμοί.
Προελαύνοντας, υποτάσσει τους Ωρείτες και ιδρύει στη χώρα τους μια Αλεξάνδρεια σε θέση προνομιακή επάνω στο πέρασμα του δρόμου του μεταξιού, που συνδέει τον Ινδικό ωκεανό με την ενδοχώρα.
Λίγες μέρες μετά τον Αλέξανδρο και λίγο πριν σταματήσουν οι μουσώνες, στις 20 Σεπτεμβρίου αποπλέει από τα Πάταλα και ο στόλος
Με τριακοντόρους και μικρότερα καράβια επανδρωμένα με τοξότες, μισθοφόρους και χρήστες καταπελτών, ο Νέαρχος σύμφωνα με την εντολή του Αλέξανδρου εξερευνά τα παράλια για να εντοπίσει θέσεις κατάλληλες για την ίδρυση πόλεων, εμπορικών σταθμών, λιμανιών και ναυπηγείων.
Στόχος είναι να γίνει εφικτή η θαλάσσια επικοινωνία της Ινδίας με την Μεσοποταμία και την ενδοχώρα.
Ο στόλος ακολουθεί το ρεύμα του Ινδού, ανοίγει διώρυγα στην περιοχή των εκβολών και φτάνει στις ακτές του ωκεανού.
Παραπλέοντας την χώρα των Αραβιτών στην περιοχή Σάγγαδα βρίσκουν εύορμο λιμάνι που το ονομάζουν «λιμάνι του Αλέξανδρου» το σημερινό Karachi- Karācī, την μεγαλύτερη πόλη του Πακιστάν. Οι σφοδροί άνεμοι καθυστερούν τον στόλο που αναγκάζεται να αράξει.
Για να αποφύγουν τις επιθέσεις των ιθαγενών οχυρώνονται σε περιτειχισμένο χώρο, αλλά οι στερήσεις σε τρόφιμα και νερό τους εξαντλούν.
Τέλος οι άνεμοι κοπάζουν και ο στόλος καταφέρνει να συνεχίσει την πορεία του.
Βρίσκει αγκυροβόλια και πόσιμο νερό στις ακτές της χώρα των Αραβιτών, αλλά η πορεία είναι δύσκολη, ώσπου στα Κώκαλα- στη γη των Ωρειτών, παραλαμβάνουν τα εφόδια που στέλνει ο Αλέξανδρος με τον Λεονάττο.
Ο Νέαρχος παρατηρεί και καταγράφει όσα χρήσιμα στοιχεία συναντά και περιγράφει διεξοδικά οτιδήποτε εξυπηρετεί το σκοπό της αποστολής.
Ο Αλέξανδρος αφήνει τη χώρα των Ωρειτών και προχωρά στην έρημο της Γεδρωσίας.
Το στράτευμα αντικρίζει στην αρχή μέρη εκπληκτικά σε φυτικό πλούτο, βαδίζει πάνω σε ρητινοφόρα κλαδιά σμύρνας και ρίζες νάρδου που ευωδιάζουν, αλλά σύντομα τα πράγματα δυσκολεύουν.
Τα παράλια είναι έρημα δίχως νερό και τροφή και ο Αλέξανδρος οδηγεί το στράτευμα στην ενδοχώρα, θέτοντας αναγκαστικά σε κίνδυνο τον ανεφοδιασμό του στόλου.
Στέλνει αποστολή στη θάλασσα να βρει όρμο ή νερό, αλλά συναντά μόνο ένα μικρό συνοικισμό ψαράδων που και αυτοί μόνο σκάβοντας βρίσκουν λίγο πόσιμο νερό.
Στην πορεία βρίσκει στάρι και, το στέλνει στην παραλία για τα πληρώματα του στόλου, όμως οι στρατιώτες που το μεταφέρουν είναι νηστικοί και το τρώνε. Ο βασιλιάς τους συγχωρεί.
Για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του στόλου καταφεύγουν σε επιδρομές στους οικισμούς των ιθαγενών από όπου συγκεντρώνονται σιτηρά, κοκοφοίνικες και πρόβατα.
Η πορεία στην έρημο της Γεδρωσίας είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία στα δέκα χρόνια της εκστρατείας.
Η πείνα, η δίψα και οι ακραίες καιρικές συνθήκες αποδεκατίζουν γυναικόπαιδα, στρατό και ζώα. Άνθρωποι χάνονται μέσα στην καυτή άμμο, άλογα σφάζονται για να γίνουν τροφή.
Ο Αλέξανδρος μοιράζεται τις κακουχίες και ενθαρρύνει με το παράδειγμά του το στρατό.
Πορεύεται με μεγάλο κόπο και ο ίδιος πεζός και, όταν κάποιοι στρατιώτες του φέρνουν το λίγο νερό που κατάφεραν να βρουν, το χύνει ενώπιον όλων γιατί "δεν φτάνει για όλο το στρατό".
Όταν οι οδηγοί χάνουν τα ίχνη του δρόμου, ο ίδιος ο βασιλιάς με ένα μικρό άγημα καταφέρνει να βρει την θάλασσα.
Σκάβοντας στα χαλίκια βρίσκουν νερό γλυκό και καθαρό, το στράτευμα σώζεται, πορεύεται επτά μέρες κατά μήκος της παραλίας και τέλος στρέφεται βόρεια στη χώρα των Γεδρωσίων.
Δύο μήνες μετά την αναχώρηση από τα Πάταλα, ο Αλέξανδρος φτάνει στην πρωτεύουσα Πούρα (το σημερινό. Bampur) και κατακτά την Γεδρωσία.
Ξεκουράζει για δύο μήνες το στρατό και βαδίζει στο εσωτερικό της Καρμανίας , όπου ιδρύει μία νέα Αλεξάνδρεια.
Στην Καρμανία ο σατράπης της Αρείας και της Δραγγιανής, Στασάνωρ και ο γιος του σατράπη της Παρθίας και της Υρκανίας, Φαρισμάνης του προσφέρουν ζώα, κυρίως καμήλες), χρήσιμα για την επιστροφή των στρατευμάτων.
Ο στόλος του Νεάρχου συνεχίζει την πορεία και δέχεται επίθεση εξακοσίων άγριων ιθαγενών με πρωτόγονο οπλισμό, που τα πληρώματα νικούν εύκολα.
Επισκευάζουν τα πλοία και φτάνουν στις ακτές των «Ιχθυοφάγων», ιθαγενών που ζούνε σε καλύβες φτιαγμένες από κόκαλα ψαριών και όστρακα της θάλασσας και τρώνε μόνο ψάρια και θαλασσινά.
Τα εμπόδια πληθαίνουν.
Οι Ινδοί οδηγοί δεν γνωρίζουν περάσματα, ο στόλος πλέει σε άγνωστα νερά, πέφτει σε ύφαλους, βρίσκεται σε μεγάλες λιμνοθάλασσες, χτυπιέται από σφοδρούς ανέμους και το χειρότερο, δεν μπορεί να αγκυροβολήσει για να εφοδιαστεί με τρόφιμα και νερό.
Στη Μοσαρνά βρίσκουν νερό και παίρνουν νέο οδηγό από την Γεδρωσία, που τους οδηγεί στην Καρμανία.
Περνούν την Βάρνα και βλέπουν για πρώτη φορά καλλιεργημένα δέντρα.
Ρίχνουν άγκυρα για λίγο στα Δενδρόβασα και φτάνουν στο λιμάνι Κώφαντα, όπου βρίσκουν άφθονο καθαρό νερό.
Η συνέχεια είναι δύσκολη, το πλήρωμα τρέφεται μόνο με καρπούς από αγριοφοινικιές και ο Νέαρχος απαγορεύει να προσεγγίσουν τις ακτές, γιατί φοβάται λιποταξίες.
Στην ακτή των Κυΐζων, φάλαινες τρομοκρατούν το πλήρωμα, και μόλις την τελευταία στιγμή αποφεύγεται πολεμική αναμέτρηση με τα θηλαστικά, που καταδύονται τρομαγμένα στα βαθιά νερά.
Στο τέλος του Δεκεμβρίου, πλέοντας βορειοδυτικά, μπαίνουν στην είσοδο του Περσικού κόλπου , σταθμεύουν στο λιμάνι της Αρμόζειας, που πήρε το όνομά της από τις χουρμαδιές και συναντούν τον Αλέξανδρο και τον Κρατερό στο στρατόπεδο της Καρμανίας.
Ο βασιλιάς προσφέρει θυσίες, και γιορτάζει με μουσικούς και γυμνικούς αγώνες το τέλος της νικηφόρας εκστρατείας στην Ινδία και την σωτηρία του στρατού.
Ονομάζει όγδοο σωματοφύλακά του τον Πευκέστα που του έσωσε τη ζωή στην ακρόπολη των Μαλλών και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, λόγω των μεγάλων απωλειών και των κακουχιών των πληρωμάτων, τελικά επιτρέπει στον Νέαρχο να ολοκληρώσει τον παράπλου του κόλπου έως τη χώρα των Σουσιανών και τις εκβολές του Τίγρη.
Όσο βρίσκεται στην Καρμανία, ο Αλέξανδρος βάζει τάξη στα διοικητικά του κράτους. Από τους στρατιώτες και τους ιθαγενείς μαθαίνει ότι οι στρατηγοί-διοικητές της Μηδίας, ο Μακεδόνας Κλέανδρος και ο Θράκας Σιτάλκης, βεβήλωσαν επιχώρια ιερά, σύλησαν τάφους και αδίκησαν υπηκόους.
Οι πράξεις αυτές ήταν για τον Αλέξανδρο εγκλήματα εσχάτης προδοσίας για αυτό διατάζει να εκτελεστούν παραδειγματικά οι δύο ισχυροί άνδρες.