334 π.Χ. Η Αρχή της εκστρατείας
333 π.Χ. Η μάχη της Ισσού
332 π.Χ. H πολιορκία της Τύρου και η κατάκτηση της Συροπαλαιστίνης
331 π.Χ.  Ίδρυση της Αλεξάνδρειας, προσκύνημα στην Σίουα, μάχη στα Γαβγάμηλα
330 π.Χ. Κατάληψη της Περσέπολης, θάνατος του Δαρείου ΙΙΙ. Νέες Αλεξάνδρειες
329 π.Χ.  Καταδιώκοντας τους αποστάτες στις στέπες της κεντρικής Ασίας.
328 π.Χ. Κατάκτηση Σογδιανής – Εξουδετέρωση Σπιταμένη
327 π.Χ. Πολιορκία και κατάκτηση της «Σογδιανής Πέτρας» – Ο Γάμος με τη Ρωξάνη
326 π.Χ. Υδάσπης – Η μάχη με τον Πώρο
325 π.Χ. Έρημος Γεδρωσίας
324 π.Χ. Πορεία προς τη Βαβυλώνα – Θάνατος Ηφαιστίωνα
323 π.Χ. Βαβυλώνα – Θάνατος Αλεξάνδρου

326 π.Χ. Υδάσπης – Η μάχη με τον Πώρο

Στη χώρα των θαυμάτων: Η εκστρατεία της Ινδικής

[έτος: 326 π.Χ]

O Αλέξανδρος εκμεταλλεύεται τον προχωρημένο χειμώνα για να σταθεροποιήσει την κυριαρχία του στις κατακτημένες περιοχές, περνά τα Στενά του Μάλακαντ και ιδρύει νέα σατραπεία στην Πευκελαώτι χώρα.

Τον Μάρτιο αφήνει τον Κρατερό στα Εμβόλιμα για τον ανεφοδιασμό του στρατού και ξεκινά τις επιχειρήσεις. Μετά από διήμερη πορεία φτάνει κοντά στην Άορνο Πέτρα. Για δύο μέρες δίνει σκληρές μάχες στις στενές διαβάσεις των βουνών , καταλαμβάνει το γειτονικό ύψωμα και διατάζει να επιχωματωθεί η χαράδρα ανάμεσα στα δύο υψώματα που έχει μισό χιλιόμετρο πλάτος και 180 μέτρα βάθος.

Το τεράστιο έργο ολοκληρώνεται σε τρεις ημέρες και την τέταρτη ημέρα λίγοι τολμηροί Μακεδόνες καταλαμβάνουν τον λόφο απέναντι από την Άορνο Πέτρα.

Με σκοπό να βρουν την ευκαιρία να διαφύγουν νύχτα, οι Ινδοί ξεκινούν διαπραγματεύσεις.

Τελικά έξι μέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο Αλέξανδρος με επτακόσιους μόνον υπασπιστές ανεβαίνει στην Άορνο Πέτρα και την καταλαμβάνει.

Προσφέρει θυσίες στους θεούς και κατασκευάζει φρούριο που το παραχωρεί στον Ινδό ηγεμόνα Σισίκοττο.

Ύστερα εισβάλλει στη χώρα των Ασσακηκών και φτάνει στην πόλη Δύρτα που την έχουν εγκαταλείψει οι κάτοικοί της.

Συνεχίζοντας την πορεία προς τον Ινδό, ανοίγει δρόμους σε δύσβατες περιοχές.

Είναι ακόμη Άνοιξη, όταν η στρατιά φθάνει στον Ινδό.

Εδώ ο Αλέξανδρος οργανώνει τη μεγάλη προέλαση, ενισχύοντας το στρατό του με ελέφαντες και ναυπηγώντας πλοία.

Πριν την διάβαση, οι Έλληνες τιμούν τον ποταμό με αγώνες και θυσίες. Οι οιωνοί είναι καλοί.

Το στράτευμα περνάει τον Ινδό επάνω στη λεμβόζευκτη γέφυρα που ετοίμασαν ο Ηφαιστίωνας και ο Περδίκκας και φτάνει στα Τάξιλα, όπου ο βασιλιάς Ταξίλης τους υποδέχεται με λαμπρότητα.

Οι γύρω λαοί δηλώνουν υποταγή εκτός από τον βασιλιά Πώρο, τον αντίπαλο του Ταξίλη, ο οποίος περιμένει να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο στη χώρα του, στον ποταμό Υδάσπη.

Ο Κοίνος επιστρέφει στον Ινδό αποσυναρμολογεί τα πλοία και τα μεταφέρει στον Υδάσπη.

Ο Αλέξανδρος με τον στρατό, ενισχυμένο με 5.000 Ινδούς και 90 ελέφαντες που οδηγεί ο Ταξίλης, ξεκινά από τα Τάξιλα, φτάνει στο πέρασμα Ναντάνα , νικά τον ανιψιό του Πώρου Σπιτάκη και στρατοπεδεύει στον Υδάσπη .

Στην απέναντι πλευρά βρίσκεται παρατεταγμένος ο στρατός του Πώρου με 30.000 πεζούς, 4.000 ιππείς, 300 άρματα και 200 ελέφαντες .

Ο μακεδονικός στρατός είναι μικρότερος, αλλά υπερέχει σε ιππείς.

Ο Αλέξανδρος προετοιμάζει προσεκτικά την επίθεση, καθώς το ποτάμι είναι ορμητικό και υπάρχει κίνδυνος οι εχθρικοί ελέφαντες να τρομάξουν το ιππικό.

Για να παραπλανήσει τον αντίπαλό του χωρίζει τον στρατό σε τρία μέρη.

Απέναντί από τον Πώρο αφήνει τον Κρατερό με 3.000 ιππείς και 8.000 πεζούς , στη μέση τοποθέτησε τον Μελέαγρο, τον Άτταλο και τον Γοργία με 5.000 πεζούς και 500 ιππείς και ο ίδιος με τον Ηφαιστίωνα, τον Πέρδικκα, 5.000 ιππείς και 10.000 πεζούς ξεκινά να περάσει κρυφά τον ποταμό, από ένα σημείο που βρισκόταν περίπου 30 χιλιόμετρα μακριά από το στρατόπεδο.

Μια αφέγγαρη νύχτα του Ιουλίου με καταιγίδα που το βουητό της σκεπάζει κάθε θόρυβο, ο στρατός του Αλέξανδρου προετοιμάζεται πυρετωδώς: τα πλοία συναρμολογούνται και οι διφθέρες γεμίζονται με ξερά χόρτα, για να γίνουν πλωτές δερμάτινες σχεδίες επάνω στις οποίες οι στρατιώτες θα περάσουν το ποτάμι.

Την αυγή της επόμενης μέρας ξεκινά η επιχείρηση της διάβασης, χάνεται όμως πολύτιμος χρόνος καθώς κάνουν λάθος και αποβιβάζονται σε ένα νησί.

Τελικά καταφέρνουν να φτάσουν στην άλλη όχθη του Υδάσπη και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους. Τα άρματα του Πώρου ακινητοποιούνται μέσα στη λάσπη.

Ο Ινδός αφήνει τη θέση του, κινείται ανατολικά, φτάνει σε στεγνή περιοχή και παρατάσσει μπροστά από τον στρατό τον τρομακτικό όγκο των ελεφάντων.

Ο Αλέξανδρος δίνει το πρόσταγμα της μάχης. Εφαρμόζοντας την τακτική της λοξής φάλαγγας, κινείται αριστερά, αιφνιδιάζει τους αντίπαλους ιππείς που διασπώνται και εν μέσω μεγάλης σύγχυσης μπλέκονται ανάμεσα στους ελέφαντες.

Tην ιδια στιγμή οι πεζοί Μακεδόνες εισχωρούν, εξοντώνουν με τα δόρατα τους Ινδούς και χτυπούν με δύναμη στα πλευρά τα μεγάλα ζώα, που μανιασμένα αρχίζουν να ποδοπατούν τους πάντες.

Η μάχη αγριεύει.

Ο Πώρος, ένας ιδιαίτερα επιβλητικός άντρας, οδηγεί το στρατό του από τον πολεμικό του ελέφαντα και για λίγο κερδίζει το προβάδισμα, αλλά ο Αλέξανδρος ρίχνει στη μάχη τους τοξότες.

Οι αναβάτες των ελεφάντων σκοτώνονται, τα αγριεμένα ζώα καταπατούν όποιον βρούνε μπροστά τους και ο Αλέξανδρος περικυκλώνει τους αντίπαλους ιππείς.

Ο αντιπερισπασμός επιτυγχάνει, οι υπόλοιποι στρατηγοί περνάνε τις δυνάμεις τους απέναντι, αναλαμβάνουν ξεκούραστοι τη μάχη και όλοι μαζί θριαμβεύουν.

Ο Αλέξανδρος που θέλει τον Πώρο ζωντανό τον πείθει να παραδοθεί, και όταν τον ρωτά πως θέλει να του φερθεί εκείνος του απαντά «βασιλικά.

Σεβόμενος τον γενναίο αντίπαλο, τον αφήνει ελεύθερο να βασιλεύει στη χώρα του και προσφέρει θυσίες προς τιμήν των νεκρών της μάχης.

Η εκκαθάριση της περιοχής συνεχίζεται: Τριάντα εφτά ινδικές πόλεις με χιλιάδες κατοίκους έρχονται στα χέρια του Μακεδόνα που τις παραχωρεί στον Πώρο, τον οποίο συμφιλιώνει με τον Ταξίλη, ώστε τίποτα να μην ταράξει την ειρήνη που με κόπο προσπαθεί να επιβάλει.

Στον Υδάσπη ο Αλέξανδρος χτίζει δύο πόλεις, μία στην ανατολική όχθη που την ονομάζει Νίκαια, για τη νίκη του εναντίων των Ινδών, και μία στη δυτική που την ονομάζει Αλεξάνδρεια Βουκεφάλα, για να τιμήσει τον Βουκεφάλα, το αγαπημένο του άλογο που τον ακολούθησε πιστά σε όλη την εκστρατεία και γέρος πια πέθανε από τη ζέστη της Ινδίας.

Ύστερα η στρατιά περνά τον Ακεσίνη και προελαύνει στον ποταμό Υδραώτη. Οι περισσότερες πόλεις συνθηκολογούν, οι υπόλοιπες υποτάσσονται.

Η μάχη στη Σάγγαλα την πόλη των Καθαίων, είναι δύσκολη, καθώς οι Ινδοί βρίσκονται ακροβολισμένοι πάνω στις άμαξές τους.

Εκτιμώντας έγκαιρα την κατάσταση, ο Αλέξανδρος αφιππεύει και οδηγεί ο ίδιος πεζός τη φάλαγγα που εκδιώκει τους Ινδούς.

Λίγες μέρες αργότερα η πόλη πέφτει.

Συνεχίζοντας την πορεία, δέχεται την παράδοση του Σωπείθου και του Φηγέα και φτάνει στον Ύφαση

Ο βασιλιάς πληροφορείται ότι πέρα από τον Ύφαση απλώνεται έρημος, αλλά μετά βρίσκεται ο Γάγγης και πέρα από αυτόν τα πλούσια έθνη των Ταβραισίων και των Γανδαριδών, με χιλιάδες ελέφαντες και εκατοντάδες χιλιάδες στρατό.

Αυτό αποτελεί μια νέα πρόκληση για τον Αλέξανδρο, αλλά οι ταλαιπωρημένοι στρατιώτες αρνούνται να συνεχίσουν.

Προσπαθώντας να τους μεταπείσει, ο βασιλιάς συγκαλεί τους αρχηγούς και τους μιλά για τον άθλο που κατάφεραν, για τον ιδανικό πολεμιστή που πεθαίνει αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα, για τα μέρη που όλοι μαζί κατέκτησαν και τα λίγα ακόμη που απομένουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Εκ μέρους όλων, ο Κοίνος περιγράφει την εξάντληση του στρατού και υπαινίσσεται την υπερβολή του βασιλιά.

Εκείνος ανακοινώνει πως θα ξεκινήσει μόνος και βαρύθυμος απομονώνεται στη σκηνή του για τρεις ολόκληρες μέρες, αλλά ο στρατός δεν αλλάζει γνώμη.

Έτσι το φθινόπωρο του 326, ο Αλέξανδρος ανακοινώνει την απόφαση της επιστροφής και δίνει εντολή να χτιστούν στην όχθη του ποταμού Ύφαση , ως αθάνατο μνημείο της εκστρατείας- δώδεκα πελώριοι βωμοί αφιερωμένοι στους θεούς, που τον οδήγησαν στη νίκη.

Ακολουθούν μεγαλοπρεπείς θυσίες, γυμνικοί και ιππικοί αγώνες και ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής .

Το στράτευμα διαβαίνει τον Υδραώτη, και φτάνει στον Ακεσίνη όπου η Αλεξάνδρεια που έχτιζε ο Ηφαιστίωνας ήταν ήδη έτοιμη να δεχτεί τους κατοίκους της.

Μετά την εγκατάσταση του πληθυσμού της νέας πόλης ο Αλέξανδρος περνά τον Ακεσίνη και φτάνει στον Υδάσπη.

Επόμενος στόχος του είναι ο κατάπλους των ποταμών προς την μεγάλη θάλασσα και η διερεύνηση της περιοχής από τις εκβολές του Ινδού μέχρι τις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη.

Οι προετοιμασίες για το νέο εγχείρημα ξεκινούν χωρίς χρονοτριβή, αλλά ξαφνικά πεθαίνει ο Κοίνος. Ο Αλέξανδρος τιμά υποδειγματικά τον πιστό εταίρο, κάνοντάς του μία μεγαλοπρεπή κηδεία.

Με ενισχυμένες δυνάμεις, χίλια οκτακόσια πλωτά μέσα, ογδόντα νέα πλοία- τις τριακοντόρους- και πληρώματα από Φοίνικες, Κύπριους, Κάρες και Αιγύπτιους, στις αρχές Νοεμβρίου του 326 π.Χ ξεκινά ο κατάπλους του Υδάσπη.

Ο βασιλιάς κάνει σπονδές στους τρεις ποταμούς, Υδάσπη, Ακεσίνη και Ινδό, στον Ηρακλή, στον Άμμωνα και σε άλλους θεούς και ύστερα επιβιβάζεται σε πλοίο.

Ο Κρατερός και ο Ηφαιστίων ακολουθούν πεζοπορώντας με μεγάλες δυνάμεις στη δεξιά και αριστερή όχθη του ποταμού.

Έκπληκτοι οι ιθαγενείς παρακολουθούν το θέαμα του στρατού επάνω στα πλοία, που βγάζουν τον δικό τους ήχο καθώς πλέουν σε χώρους στενούς και δασωμένα φαράγγια, ανάμεσα σε ψηλές όχθες όπου οι βοές τους δημιουργούν δυνατούς αντίλαλους, ενώ οι φωνές των κωπηλατών και το χτύπημα των κουπιών συνοδεύονται από τα τραγούδια των Ινδών της περιοχής.

Όσοι από τους ντόπιους αντιστέκονται υποτάσσονται.

Οι Μαλλοί προβάλλουν σθεναρή αντίσταση και ο βασιλιάς εκστρατεύει εναντίον τους.

Κυριεύει την πρώτη πόλη, φτάνει στον Υδραώτη, καταλαμβάνει ένα οχυρό και πολιορκεί τους Βραχμάνους μίας πόλης, που τελικά προτιμούν να αυτοπυρποληθούν παρά να παραδοθούν.

Για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Μακεδόνων οι Μαλλοί εγκαταλείπουν την πόλη στην οποία είχαν κλειστεί και οχυρώνονται στην ακρόπολη της.

Ο Αλέξανδρος σπεύδει, ανεβαίνει πρώτος στο τείχος, πηδάει μέσα, και βρίσκεται να πολεμάει ολομόναχος με τους εχθρούς.

Σκοτώνει τον ηγεμόνα των Ινδών, αλλά δέχεται τεράστια πίεση και καθώς περικυκλώνεται από όλους τους υπόλοιπους διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο: ένα βέλος τον βρίσκει στο στήθος, λίγο πάνω από την καρδιά, η αιμορραγία είναι ασταμάτητη, ο βασιλιάς πέφτει...

Ο Πευκέστας, ο Αβρέας και ο Λεοννάτος κατορθώνουν να πλησιάσουν και σκεπάζουν την ύστατη στιγμή με τις ασπίδες τους το σώμα του.

Ολόγυρά του η μάχη μαίνεται...

Οι Μακεδόνες που κατάφεραν να αναρριχηθούν στα τείχη στη θέα του αρχηγού τους που δεν ξέρουν αν είναι ζωντανός ή νεκρός μανιάζουν και μια από τις πιο αιματηρές μάχες της εκστρατείας τελειώνει με την κατάκτηση της πόλης.

Όμως ο Αλέξανδρος κείτεται βαριά λαβωμένος. Επάνω στην ιερή ασπίδα από την Τροία ο Πευκέστας μεταφέρει στο στρατόπεδο το ξέπνοο σώμα του και κανείς δεν πιστεύει πως θα καταφέρει να επιβιώσει.

Οι στρατιώτες θρηνούν τον αρχηγό τους, αλλά και τους εαυτούς τους καθώς συνειδητοποιούν ότι κινδυνεύουν να βρεθούν στην άκρη του κόσμου χωρίς τον Αλέξανδρο...

Περνούν μέρες και μπρος στον κίνδυνο της κατάρρευσης του ηθικού της στρατιάς, ο λαβωμένος χρειάζεται να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να ανεβεί στο άλογο και να πορευθεί στο στρατόπεδο, ώστε να τον δουν οι συμπολεμιστές του και να βεβαιωθούν ότι είναι ζωντανός.

Στη θέα του οι θρήνοι γίνονται δάκρυα χαράς και οι άντρες προστρέχουν να τον δουν, να τον αγγίξουν και να τον ραίνουν με λουλούδια...

Οι υπόλοιποι Μαλλοί και οι Οξυδάρκες έρχονται με δώρα και ζητούν ελευθερία και αυτονομία, προσφέροντας σαν αντάλλαγμα χίλιους ομήρους και πεντακόσια άρματα.

Ο Αλέξανδρος δέχεται το αίτημά τους, ελευθερώνει τους ομήρους που του έδωσαν και διορίζει στη χώρα τους σατράπη Μακεδόνα.

Νέα πλοία ναυπηγούνται και μόλις αναρρώνει, ο βασιλιάς ξεκινά από τον Υδραώτη, πλέει τον Ακεσίνη και στη συμβολή του με τον Ινδό ιδρύει μια νέα Αλεξάνδρεια και φτιάχνει ναύσταθμους για να στεγάζονται τα πλοία.

ΑΡΧΗ