Μετά την χειμωνιάτικη ανάπαυλα ο Αλέξανδρος ξεκινά τις επιχειρήσεις για να διαλύσει και τις τελευταες εστίες αντίστασης στην Σογδιανη.
Την άνοιξη του 327 π.Χ. κατευθύνεται προς την Σογδιανή Πέτρα (Sogdian rock δυτικά σημ. Derbent, στην κοιλάδα του ποταμού Shurob, Ουζμπεκιστάν), ένα από τα τελευταία ανυπόταχτα κάστρα.
Εδώ βρίσκεται με την οικογένειά του ο σατράπης Οξυάρτης που ήταν μαζί με τον Σπιταμένη ένας από τους ηγέτες της αντίστασης και πολλοί κάτοικοι, έτοιμοι για μακροχρόνια πολιορκία.
Τα απόκρημνα βράχια είναι σκεπασμένα με χιόνι και οι υπερασπιστές καυχιούνται ότι μόνον φτερωτοί άγγελοι μπορούν να κυριεύσουν το φρούριο τους που βρίσκεται σε ύψος περίπου 4.000 μέτρων.
Ο Αλέξανδρος αποδέχεται την πρόκληση:
Τριακόσιοι έμπειροι αναρριχητές καρφώνουν σιδερένιους πασσάλους, τους δένουν με δυνατά σχοινιά, και με κίνδυνο της ζωής τους σκαρφαλώνουν την νύχτα στην πιο απότομη πλευρά του βράχου.
Τριάντα από αυτούς γκρεμίζονται και χάνονται στο κενό, όμως 270 φτάνουν στην κορυφή και το χάραμα κυματίζουν τις σημαίες τους.
Στην θέα των «φτερωτών Μακεδόνων» ο φρούραρχος Αριαμάζης και οι υπερασπιστές του φρουρίου παραδίνονται χωρίς αντίσταση.
Ο Αλέξανδρος αποφασίζει να παντρευτεί την κόρη του Οξυάρτη Ρωξάνη που το όνομά της σημαίνει ‘μικρό αστέρι΄.
Η νύφη θεωρούνταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Περσίας, όμως οι γάμοι με τις κόρες των αντιπάλων ήταν μια γνωστή μέθοδος των Τημενιδών για να κλείνουν τα μέτωπα και δεν αποκλείεται καθόλου ο Αλέξανδρος αυτήν την φορά να ακολούθησε τον δρόμο των προκατόχων του.
Η προέλαση συνεχίζεται στην Παραιτηκηνή. Εκεί, σε ένα άλλο απόκρημνο οχυρό που περιβάλλεται από βαθύ φαράγγι, βρίσκεται ο ύπαρχος Σισιμίθρης που είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Χοριήνης μαζί με πολλούς πολεμιστές.
Η κατάληψη αυτού του φρουρίου μοιάζει εγχείρημα ακατόρθωτο.
Ο Αλέξανδρος δίνει εντολή να προσχωθεί η τάφρος.
Δημιουργείται προκάλυμμα για να προστατεύσει τους Μακεδόνες από τα βέλη των Παραιτακηνών
Όλοι μαζί, εταίροι και στρατιώτες, εργάζονται νυχθημερόν, και γρήγορα το φαράγγι καταχώνεται .
Ο Σισιμίθρης, με την μεσολάβηση του Οξυάρτη, παραδίνεται στον βασιλιά που τον αφήνει διοικητή όλων των περιοχών που είχε μέχρι τότε.
Η γενναιοδωρία του Αλέξανδρου κερδίζει τους αντιπάλους που προσφέρουν απλόχερα τρόφιμα και νερό στον εξαντλημένο μακεδονικό στρατό και στο οχυρό ξεκινούν οι προετοιμασίες για τον βασιλικό γάμο.
Συμφωνα με το έθιμο των ντόπιων, έκοψαν στη μέση ένα καρβέλι ψωμί με ένα σπαθί και ο γαμπρός και η νύφη το μοιράστηκαν…
Ο ζωγράφος Αετίων έδωσε στη σκηνή του γάμου έναν πιο ρομαντικό τόνο :
Η Ρωξάνη κάθεται στο γαμήλιο κρεβάτι, μέσα σε μια πολύ όμορφη κρεβατοκάμαρα. Είναι μια ασυνήθιστα όμορφη κοπέλα, αλλά έχει τα μάτια σεμνά χαμηλωμένα στο έδαφος από ντροπή για τον Αλέξανδρο που στέκεται δίπλα της, Χαμογελαστοί Έρωτες τους συντροφεύουν. Ένας στέκεται πίσω της και σηκώνει το πέπλο από το πρόσωπό της, ένας άλλος της βγάζει το σανδάλι, ένας τρίτος τραβάει προς το μέρος της τον Αλέξανδρο από τον μανδύα.
Ο Αλέξανδρος της προσφέρει μια γιρλάντα, την ώρα που ο Ηφαιστίωνας, ως νυμφαγωγός, κρατάει μια αναμμένη δάδα ακουμπώντας σε ένα νεαρό αγόρι, πιθανότατα τον Υμέναιο.
Σην άλλη πλευρά και άλλοι έρωτες παίζουν με α όπλα του Αλέξανδρου: Δύο σηκώνουν το δόρυ του, άλλοι δύο τραβούν την ασπίδα του από τις λαβές, επάνω στην οποία κάθεται ενας τρίτος μάλλον ο αρχηγός τους, ενώ ένας άλλος τους στήνει ενέδρα, κρυμμένος κάτω από τον θώρακα του.
Ο πίνακας αυτός κέρδισε βραβείο σε έναν διαγωνισμό ζωγραφικής και διασώθηκε μόνον σε περιγραφές και αντίγραφα
Οι Μακεδόνες αντιδρούν, αρνούμενοι να αποδεχτούν ως μελλοντικό τους βασιλιά τον απόγονο βάρβαρης γυναίκας, αλλά ο γάμος έχει ως συνέπεια να ειρηνεύσει η περιοχή.
Οι μαχητές του Κρατερού εξουδετερώνουν τις λίγες εστίες αντίδρασης που απομένουν.
Πριν ξεκινήσουν τις νέες επιχειρησεις επιστρέφουν στα Βάκτρα, όπου αποκαλύπτεται μια νέα συνομωσία εναντίον του Αλέξανδρου, στην οποία εμπλέκονται μερικοί ‘βασιλικοί παίδες’. Οι ένοχοι – ανάμεσά τους και ο υποκινητής Ερμόλαος- εκτελούνται σύμφωνα με τον μακεδονικό νόμο με λιθοβολισμό. Ο ανηψιός του Αριστοτέλη, ο ιστορικός Καλλισθένης, δάσκαλος των ‘βασιλικών παίδων’ που από καιρό εκφράζει με αλαζονεία την αντίθεσή του στην αποδοχή των περσικών συνηθειών από τον βασιλιά, κρίνεται συνένοχος και φυλακίζεται..
Στο τέλος της άνοιξης του 327 π.Χ., ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία με στόχο να φτάσει, , στο ύστατο όριο, όπου, όπως πίστευαν, θα έβρισκαν την ‘ανατολική θάλασσα’, να σφραγίσει τα σύνορα της αυτοκρατορίας και να εξασφαλίσει τα αγαθά της χώρας των Ινδιών.
Για τον σκοπό αυτόν συγκροτεί ένα μεγάλο και ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, ικανό να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα σύμφωνα με τις πληροφορίες που ήδη έχει συγκεντρώσει,
Αναδιοργανώνει το ιππικό, τους ιππακοντιστές και τους ιπποτοξότες, εντάσσοντας στις τάξεις τους και Ασιάτες ιππείς, καταργεί την βαριά και δυσκίνητη φάλαγγα των σαρισοφόρων πεζεταίρων και την αντικαθιστά με πιο ευέλικτα, ελαφρά οπλισμένα και ευκίνητα τμήματα πεζικού, που θα που μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τους άτακτους πολεμιστές των ιθαγενών φυλών, αλλά και τους στρατούς των ινδικών βασιλείων με τους πολυάριθμους ελέφαντες.
Τον στρατό ξηράς τον ενισχύει ένα νέο σώμα ναυπηγών και κωπηλατών από την Καρία, την Φοινίκη, την Κύπρο και την Αίγυπτο απαραίτητο για τον διάπλου των μεγάλων ποταμών, αλλά και για την ‘ανατολική θάλασσα’ που περίμενε να συναντήσει στο τέλος της εκστρατείας
Αφήνει ισχυρή δύναμη στα Βάκτρα, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής και πορευομενος προς τα νότια, διασχίζει την οροσειρά του Ινδικού Καυκάσου .
Σε δέκα μέρες φτάνει στην Αλεξάνδρεια του Καυκάσου και μετά από ακόμη εκατό χιλιόμετρα πορεία φτάνουν στην Νίκαια, όπου στρατοπεδεύει για να ξεκουραστεί ο στρατός.
Ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή προς την οποία κατευθύνεται και συμμαχεί με τον Ταξίλη, ηγεμόνα ενός από τα βορειότερα ινδικά βασίλεια και αντίπαλο του Πώρου, ο οποίος υπόσχεται να τον ενισχύσει με εικοσιπέντε πολεμικούς ελέφαντες.
Το φθινόπωρο του 327 π.Χ., η ινδική εκστρατεία ξεκινά με θυσίες στην θεά Αθηνά. Το σχέδιο είναι, διασχίζοντας την κοιλάδα του Κωφήνα να φτάσουν στον Ινδό και, ακολουθώντας τον ποταμό, να κινηθούν προς τα νότια, καταλαμβάνοντας την ευρύτερη περιοχή.
Το στράτευμα μοιράζεται στα δύο: Ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας με το βαριά οπλισμένο πεζικό, ένα μεγάλο μέρος του ιππικού, τους σκευοφόρους και το μηχανικό προχωρούν ανατολικά, ακολουθώντας τον Κωφήνα και χωρίς να συναντήσουν αξιοσημείωτη αντίσταση, φτάνουν στον Ινδό και προετοιμάζουν τα απαραίτητα για την διάβαση του.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το υπόλοιπο ιππικό, τους ιππακοντιστές, τους ιπποτοξότες και τα ελαφρά και ευκίνητα πεζοπόρα τμήματα προελαύνει βόρεια, στις δύσβατες ορεινές περιοχές που διασχίζονται από τον δυσκολοδιάβατο ποταμό Χόη (σημ. Alingâr) για να υποτάξει τα φιλοπόλεμα φύλλα της περιοχής και να εξασφαλίσει τα νώτα του.
Με στόχο να αποτρέψει την συσπείρωση των αντιπάλων, ο Αλέξανδρος κινείται με μεγάλη ταχύτητα.
Στην πρώτη πόλη που συναντά βρίσκει σθεναρή αντίσταση και στην επίθεση ο βασιλιάς τραυματίζεται στον ώμο από βέλος, ωστόσο η πόλη καταλαμβάνεται γρήγορα και καταστρέφεται για να γίνει παράδειγμα για τις υπόλοιπες.
Ακολουθούν πολλές συγκρούσεις, ώσπου τελικά όλες οι πόλεις των Ασπασίων που κατοικούν στην περιοχή κυριεύονται ή συνθηκολογούν.
Ο Αλέξανδρος περνά τα όρη Δαίδαλος και φτάνει στην Νύσα. Οι κάτοικοι της που έρχονται να τον προϋπαντήσουν με τιμές, ισχυρίζονται ότι την ίδρυσε ο θεός Διόνυσος.
Ο βασιλιάς αφήνει την Νύσα ελεύθερη και αυτόνομη και μαζί με τους εταίρους και τους υπασπιστές επισκέπτεται το γειτονικό όρος Μηρός για να του δείξουν τα σημάδια της θεϊκής διέλευσης.
Κισσός και δάφνη φυτρώνουν παντού. Οι Μακεδόνες φτιάχνουν στεφάνια από το ιερό φυτό του θεού, θυσιάζουν στον Διόνυσο και τον τιμούν, στήνοντας γιορτή με τον πατροπαράδοτο τρόπο.
Στην συνέχεια της πορείας ο Αλέξανδρος φροντίζει να συνοικιστεί ξανά με ντόπιους περίοικους και απόμαχους της στρατιάς το Αρίγαιο (σημ. Nawagai, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab), μια πόλη που οι κάτοικοι έκαψαν και εγκατέλειψαν.
Συνεχίζει, διασχίζοντας χωρίς αντίσταση την χώρα των Γουραίων και, διαβαίνοντας τον ορμητικό Χοάσπη (σημ. Κunar), μπαίνει στη χώρα των Ασσακηνών.
Πολιορκεί τα Μάσσαγα (σημ. Wuch, κοντά σε Chakdara, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab) και στις σφοδρές τειχομαχίες τραυματίζεται στον αστράγαλο, αλλά σε έξι μέρες η πόλη πέφτει. Την ίδια τύχη έχουν οι πόλεις Βάζιρα (σημ. Bir-Kot, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab) και Ώρα (σημ. Ude- Gram, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab).
Όσοι από τους αντιστεκόμενους ξεφεύγουν, καταφεύγουν στην Άορνο Πέτρα, ένα απόκρημνο οχυρό ύψωμα στα ανατολικά.
Μετά την χειμωνιάτικη ανάπαυλα ο Αλέξανδρος ξεκινά τις επιχειρήσεις για να διαλύσει και τις τελευταες εστίες αντίστασης στην Σογδιανη.
Την άνοιξη του 327 π.Χ. κατευθύνεται προς την Σογδιανή Πέτρα (Sogdian rock δυτικά σημ. Derbent, στην κοιλάδα του ποταμού Shurob, Ουζμπεκιστάν), ένα από τα τελευταία ανυπόταχτα κάστρα.
Εδώ βρίσκεται με την οικογένειά του ο σατράπης Οξυάρτης που ήταν μαζί με τον Σπιταμένη ένας από τους ηγέτες της αντίστασης και πολλοί κάτοικοι, έτοιμοι για μακροχρόνια πολιορκία.
Τα απόκρημνα βράχια είναι σκεπασμένα με χιόνι και οι υπερασπιστές καυχιούνται ότι μόνον φτερωτοί άγγελοι μπορούν να κυριεύσουν το φρούριο τους που βρίσκεται σε ύψος περίπου 4.000 μέτρων.
Ο Αλέξανδρος αποδέχεται την πρόκληση:
Τριακόσιοι έμπειροι αναρριχητές καρφώνουν σιδερένιους πασσάλους, τους δένουν με δυνατά σχοινιά, και με κίνδυνο της ζωής τους σκαρφαλώνουν την νύχτα στην πιο απότομη πλευρά του βράχου.
Τριάντα από αυτούς γκρεμίζονται και χάνονται στο κενό, όμως 270 φτάνουν στην κορυφή και το χάραμα κυματίζουν τις σημαίες τους.
Στην θέα των «φτερωτών Μακεδόνων» ο φρούραρχος Αριαμάζης και οι υπερασπιστές του φρουρίου παραδίνονται χωρίς αντίσταση.
Ο Αλέξανδρος αποφασίζει να παντρευτεί την κόρη του Οξυάρτη Ρωξάνη που το όνομά της σημαίνει ‘μικρό αστέρι΄.
Η νύφη θεωρούνταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Περσίας, όμως οι γάμοι με τις κόρες των αντιπάλων ήταν μια γνωστή μέθοδος των Τημενιδών για να κλείνουν τα μέτωπα και δεν αποκλείεται καθόλου ο Αλέξανδρος αυτήν την φορά να ακολούθησε τον δρόμο των προκατόχων του.
Η προέλαση συνεχίζεται στην Παραιτηκηνή. Εκεί, σε ένα άλλο απόκρημνο οχυρό που περιβάλλεται από βαθύ φαράγγι, βρίσκεται ο ύπαρχος Σισιμίθρης που είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Χοριήνης μαζί με πολλούς πολεμιστές.
Η κατάληψη αυτού του φρουρίου μοιάζει εγχείρημα ακατόρθωτο.
Ο Αλέξανδρος δίνει εντολή να προσχωθεί η τάφρος.
Δημιουργείται προκάλυμμα για να προστατεύσει τους Μακεδόνες από τα βέλη των Παραιτακηνών
Όλοι μαζί, εταίροι και στρατιώτες, εργάζονται νυχθημερόν, και γρήγορα το φαράγγι καταχώνεται .
Ο Σισιμίθρης, με την μεσολάβηση του Οξυάρτη, παραδίνεται στον βασιλιά που τον αφήνει διοικητή όλων των περιοχών που είχε μέχρι τότε.
Η γενναιοδωρία του Αλέξανδρου κερδίζει τους αντιπάλους που προσφέρουν απλόχερα τρόφιμα και νερό στον εξαντλημένο μακεδονικό στρατό και στο οχυρό ξεκινούν οι προετοιμασίες για τον βασιλικό γάμο.
Συμφωνα με το έθιμο των ντόπιων, έκοψαν στη μέση ένα καρβέλι ψωμί με ένα σπαθί και ο γαμπρός και η νύφη το μοιράστηκαν…
Ο ζωγράφος Αετίων έδωσε στη σκηνή του γάμου έναν πιο ρομαντικό τόνο :
Η Ρωξάνη κάθεται στο γαμήλιο κρεβάτι, μέσα σε μια πολύ όμορφη κρεβατοκάμαρα. Είναι μια ασυνήθιστα όμορφη κοπέλα, αλλά έχει τα μάτια σεμνά χαμηλωμένα στο έδαφος από ντροπή για τον Αλέξανδρο που στέκεται δίπλα της, Χαμογελαστοί Έρωτες τους συντροφεύουν. Ένας στέκεται πίσω της και σηκώνει το πέπλο από το πρόσωπό της, ένας άλλος της βγάζει το σανδάλι, ένας τρίτος τραβάει προς το μέρος της τον Αλέξανδρο από τον μανδύα.
Ο Αλέξανδρος της προσφέρει μια γιρλάντα, την ώρα που ο Ηφαιστίωνας, ως νυμφαγωγός, κρατάει μια αναμμένη δάδα ακουμπώντας σε ένα νεαρό αγόρι, πιθανότατα τον Υμέναιο.
Σην άλλη πλευρά και άλλοι έρωτες παίζουν με α όπλα του Αλέξανδρου: Δύο σηκώνουν το δόρυ του, άλλοι δύο τραβούν την ασπίδα του από τις λαβές, επάνω στην οποία κάθεται ενας τρίτος μάλλον ο αρχηγός τους, ενώ ένας άλλος τους στήνει ενέδρα, κρυμμένος κάτω από τον θώρακα του.
Ο πίνακας αυτός κέρδισε βραβείο σε έναν διαγωνισμό ζωγραφικής και διασώθηκε μόνον σε περιγραφές και αντίγραφα
Οι Μακεδόνες αντιδρούν, αρνούμενοι να αποδεχτούν ως μελλοντικό τους βασιλιά τον απόγονο βάρβαρης γυναίκας, αλλά ο γάμος έχει ως συνέπεια να ειρηνεύσει η περιοχή.
Οι μαχητές του Κρατερού εξουδετερώνουν τις λίγες εστίες αντίδρασης που απομένουν.
Πριν ξεκινήσουν τις νέες επιχειρησεις επιστρέφουν στα Βάκτρα, όπου αποκαλύπτεται μια νέα συνομωσία εναντίον του Αλέξανδρου, στην οποία εμπλέκονται μερικοί ‘βασιλικοί παίδες’. Οι ένοχοι – ανάμεσά τους και ο υποκινητής Ερμόλαος- εκτελούνται σύμφωνα με τον μακεδονικό νόμο με λιθοβολισμό. Ο ανηψιός του Αριστοτέλη, ο ιστορικός Καλλισθένης, δάσκαλος των ‘βασιλικών παίδων’ που από καιρό εκφράζει με αλαζονεία την αντίθεσή του στην αποδοχή των περσικών συνηθειών από τον βασιλιά, κρίνεται συνένοχος και φυλακίζεται..
Στο τέλος της άνοιξης του 327 π.Χ., ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία με στόχο να φτάσει, , στο ύστατο όριο, όπου, όπως πίστευαν, θα έβρισκαν την ‘ανατολική θάλασσα’, να σφραγίσει τα σύνορα της αυτοκρατορίας και να εξασφαλίσει τα αγαθά της χώρας των Ινδιών.
Για τον σκοπό αυτόν συγκροτεί ένα μεγάλο και ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, ικανό να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα σύμφωνα με τις πληροφορίες που ήδη έχει συγκεντρώσει,
Αναδιοργανώνει το ιππικό, τους ιππακοντιστές και τους ιπποτοξότες, εντάσσοντας στις τάξεις τους και Ασιάτες ιππείς, καταργεί την βαριά και δυσκίνητη φάλαγγα των σαρισοφόρων πεζεταίρων και την αντικαθιστά με πιο ευέλικτα, ελαφρά οπλισμένα και ευκίνητα τμήματα πεζικού, που θα που μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τους άτακτους πολεμιστές των ιθαγενών φυλών, αλλά και τους στρατούς των ινδικών βασιλείων με τους πολυάριθμους ελέφαντες.
Τον στρατό ξηράς τον ενισχύει ένα νέο σώμα ναυπηγών και κωπηλατών από την Καρία, την Φοινίκη, την Κύπρο και την Αίγυπτο απαραίτητο για τον διάπλου των μεγάλων ποταμών, αλλά και για την ‘ανατολική θάλασσα’ που περίμενε να συναντήσει στο τέλος της εκστρατείας
Αφήνει ισχυρή δύναμη στα Βάκτρα, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής και πορευομενος προς τα νότια, διασχίζει την οροσειρά του Ινδικού Καυκάσου .
Σε δέκα μέρες φτάνει στην Αλεξάνδρεια του Καυκάσου και μετά από ακόμη εκατό χιλιόμετρα πορεία φτάνουν στην Νίκαια, όπου στρατοπεδεύει για να ξεκουραστεί ο στρατός.
Ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή προς την οποία κατευθύνεται και συμμαχεί με τον Ταξίλη, ηγεμόνα ενός από τα βορειότερα ινδικά βασίλεια και αντίπαλο του Πώρου, ο οποίος υπόσχεται να τον ενισχύσει με εικοσιπέντε πολεμικούς ελέφαντες.
Το φθινόπωρο του 327 π.Χ., η ινδική εκστρατεία ξεκινά με θυσίες στην θεά Αθηνά. Το σχέδιο είναι, διασχίζοντας την κοιλάδα του Κωφήνα να φτάσουν στον Ινδό και, ακολουθώντας τον ποταμό, να κινηθούν προς τα νότια, καταλαμβάνοντας την ευρύτερη περιοχή.
Το στράτευμα μοιράζεται στα δύο: Ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας με το βαριά οπλισμένο πεζικό, ένα μεγάλο μέρος του ιππικού, τους σκευοφόρους και το μηχανικό προχωρούν ανατολικά, ακολουθώντας τον Κωφήνα και χωρίς να συναντήσουν αξιοσημείωτη αντίσταση, φτάνουν στον Ινδό και προετοιμάζουν τα απαραίτητα για την διάβαση του.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το υπόλοιπο ιππικό, τους ιππακοντιστές, τους ιπποτοξότες και τα ελαφρά και ευκίνητα πεζοπόρα τμήματα προελαύνει βόρεια, στις δύσβατες ορεινές περιοχές που διασχίζονται από τον δυσκολοδιάβατο ποταμό Χόη (σημ. Alingâr) για να υποτάξει τα φιλοπόλεμα φύλλα της περιοχής και να εξασφαλίσει τα νώτα του.
Με στόχο να αποτρέψει την συσπείρωση των αντιπάλων, ο Αλέξανδρος κινείται με μεγάλη ταχύτητα.
Στην πρώτη πόλη που συναντά βρίσκει σθεναρή αντίσταση και στην επίθεση ο βασιλιάς τραυματίζεται στον ώμο από βέλος, ωστόσο η πόλη καταλαμβάνεται γρήγορα και καταστρέφεται για να γίνει παράδειγμα για τις υπόλοιπες.
Ακολουθούν πολλές συγκρούσεις, ώσπου τελικά όλες οι πόλεις των Ασπασίων που κατοικούν στην περιοχή κυριεύονται ή συνθηκολογούν.
Ο Αλέξανδρος περνά τα όρη Δαίδαλος και φτάνει στην Νύσα. Οι κάτοικοι της που έρχονται να τον προϋπαντήσουν με τιμές, ισχυρίζονται ότι την ίδρυσε ο θεός Διόνυσος.
Ο βασιλιάς αφήνει την Νύσα ελεύθερη και αυτόνομη και μαζί με τους εταίρους και τους υπασπιστές επισκέπτεται το γειτονικό όρος Μηρός για να του δείξουν τα σημάδια της θεϊκής διέλευσης.
Κισσός και δάφνη φυτρώνουν παντού. Οι Μακεδόνες φτιάχνουν στεφάνια από το ιερό φυτό του θεού, θυσιάζουν στον Διόνυσο και τον τιμούν, στήνοντας γιορτή με τον πατροπαράδοτο τρόπο.
Στην συνέχεια της πορείας ο Αλέξανδρος φροντίζει να συνοικιστεί ξανά με ντόπιους περίοικους και απόμαχους της στρατιάς το Αρίγαιο (σημ. Nawagai, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab), μια πόλη που οι κάτοικοι έκαψαν και εγκατέλειψαν.
Συνεχίζει, διασχίζοντας χωρίς αντίσταση την χώρα των Γουραίων και, διαβαίνοντας τον ορμητικό Χοάσπη (σημ. Κunar), μπαίνει στη χώρα των Ασσακηνών.
Πολιορκεί τα Μάσσαγα (σημ. Wuch, κοντά σε Chakdara, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab) και στις σφοδρές τειχομαχίες τραυματίζεται στον αστράγαλο, αλλά σε έξι μέρες η πόλη πέφτει. Την ίδια τύχη έχουν οι πόλεις Βάζιρα (σημ. Bir-Kot, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab) και Ώρα (σημ. Ude- Gram, Πακιστάν, δυτ. Του Punjab).
Όσοι από τους αντιστεκόμενους ξεφεύγουν, καταφεύγουν στην Άορνο Πέτρα, ένα απόκρημνο οχυρό ύψωμα στα ανατολικά.