334 π.Χ. Η Αρχή της εκστρατείας
333 π.Χ. Η μάχη της Ισσού
332 π.Χ. H πολιορκία της Τύρου και η κατάκτηση της Συροπαλαιστίνης
331 π.Χ.  Ίδρυση της Αλεξάνδρειας, προσκύνημα στην Σίουα, μάχη στα Γαβγάμηλα
330 π.Χ. Κατάληψη της Περσέπολης, θάνατος του Δαρείου ΙΙΙ. Νέες Αλεξάνδρειες
329 π.Χ.  Καταδιώκοντας τους αποστάτες στις στέπες της κεντρικής Ασίας.
328 π.Χ. Κατάκτηση Σογδιανής – Εξουδετέρωση Σπιταμένη
327 π.Χ. Πολιορκία και κατάκτηση της «Σογδιανής Πέτρας» – Ο Γάμος με τη Ρωξάνη
326 π.Χ. Υδάσπης – Η μάχη με τον Πώρο
325 π.Χ. Έρημος Γεδρωσίας
324 π.Χ. Πορεία προς τη Βαβυλώνα – Θάνατος Ηφαιστίωνα
323 π.Χ. Βαβυλώνα – Θάνατος Αλεξάνδρου

330 π.Χ. Κατάληψη της Περσέπολης, θάνατος του Δαρείου ΙΙΙ. Νέες Αλεξάνδρειες

Κατάληψη της Περσέπολης, θάνατος του Δαρείου ΙΙΙ. Νέες Αλεξάνδρειες - 330 π.Χ.

Ιανουάριος. Πριν συνεχίσει την καταδίωξη του Δαρείου στην Μηδία, μέσα στη βαρυχειμωνιά ο Αλέξανδρος ενισχύει τον στρατό με νέα δύναμη από την Μακεδονία, φεύγει από τα Σούσα και κατευθύνεται στην Περσίδα για να καταλάβει το κέντρο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.

Η ελληνική στρατιά διασχίζει τον ποταμό Πασιτίγρη, όταν οι Ουξίοι, ένα ημινομαδικό φύλο της οροσειράς του Ζάγρου, απαιτούν να τους πληρώσουν τα πατροπαράδοτα τέλη για να διαβούν από την περιοχή τους.

Ο Αλέξανδρος τους αιφνιδιάζει, τους κατατροπώνει και τους επιβάλλει ετήσιο φόρο, τελικά όμως, ύστερα από παράκληση της μητέρας του Δαρείου, ελευθερώνει τους αιχμαλώτους και αφήνει τους Ουξίους να βόσκουν τα κοπάδια και να καλλιεργούν τους αγρούς τους ελεύθεροι.

Η πορεία συνεχίζεται με στόχο την Περσέπολη, την τελετουργική πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών.

Φθάνοντας στα όρια της Περσίδος, της κοιτίδας των Περσών, ο Αλέξανδρος υπολογίζει ότι μπορεί να υπάρξει αντίσταση και μοιράζει την στρατιά στα δυο: ο Παρμενίων με τους βαριά οπλισμένους και τις σκευοφόρους ακουλουθούν την βασιλική οδό, ο ίδιος με το ιππικό των εταίρων, τους πεζεταίρους και τα ελαφρά οπλισμένα σώματα παίρνει τον δρόμο που οδηγεί ανατολικά μέσα από τα βουνά του Ζάγρου.

Περπατούν στις βουνοπλαγιές μέσα από δάση με χιονισμένες βελανιδιές που τους θυμίζουν την πατρίδα και μετά από τέσσερις μέρες φθάνουν στο φαράγγι που οδηγεί στις «Περσικές πύλες» και πέφτουν στην ενέδρα που είχε στήσει ο σατράπης της Περσίδος Αριοβαρζάνης.

Ένα τείχος κλείνει το πέρασμα. Πίσω του βρίσκονται σε θέση μάχης οι περσικοί καταπέλτες, Πέρσες τοξότες και πολεμιστές εμφανίζονται παντού στις πλαγιές και επιτίθενται στους Μακεδόνες που προσπαθούν μάταια να σκαρφαλώσουν στα βράχια και αναγκάζονται τελικά να υποχωρήσουν και να στρατοπεδεύσουν σε ένα ξέφωτο περίπου 4 χιλιόμετρα πιο μακριά.

O Αλέξανδρος μπορεί να πάρει έναν άλλο δρόμο που οδηγεί προς τα ανατολικά, δεν θέλει όμως να αφήσει στα νώτα του έναν θύλακα αντίστασης που μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνος για τις δυνάμεις του Παρμενίωνα.

Τελικά αποφασίζει να ακολουθήσει το ορεινό μονοπάτι που τους δείχνει ένας βοσκός της περιοχής.

Αφήνει 4.000 στρατιώτες στο στρατόπεδο να κρατούν αναμμένες τις φωτιές και με τους υπόλοιπους σκαρφαλώνει στην κορυφή του βουνού επάνω από τις «Περσικές πύλες».

Εκεί μοιράζει τον στρατό: στέλνει τους οπλίτες και τους πεζεταίρους να κατέβουν στον κάμπο και να γεφυρώσουν το ποτάμι και ο ίδιος με το ιππικό επιτίθεται το χάραμα στους Πέρσες από εκεί που δεν τον περιμένουν.

Η σάλπιγγα αντηχεί στο φαράγγι και δίνει το σύνθημα της επίθεσης στους Μακεδόνες που είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Οι Πέρσες που βρίσκονται ανάμεσα σε δυο πυρά παγιδεύονται στη δική τους παγίδα και κατατροπώνονται.

Ο Αριοβαρζάνης φεύγει στα βουνά, ο δρόμος είναι πια ανοιχτός, αλλά πριν φτάσουν στην Περσέπολη εμφανίζονται οι απόγονοι των Ελλήνων που εκτοπίστηκαν στην Περσία από τους Αχαιμενίδες.

Ο Αλέξανδρος τους δέχεται με συμπάθεια, τους δίνει χρήματα, δώρα, την ελευθερία να επιστρέψουν στις πατρίδες τους και τους απαλλάσσει από κάθε φόρο.

Τον Γενάρη του 330 π.Χ. Ο Αλέξανδρος και η ελληνική στρατιά βρίσκονται έξω από την Περσέπολη.

Μπροστά τους, σύμβολο εξουσίας, πλούτου και δύναμης υψώνεται το ανάκτορο των Αχαιμενιδών, ένα εντυπωσιακό οικοδομικό συγκρότημα με τα διαμερίσματα των βασιλιάδων και των ακολούθων, το θησαυροφυλάκιο και το βασιλικό χαρέμι, πόρτες ντυμένες με χαλκό, τοίχους καλυμμένους με λαμπερή χρωματιστή εφυάλωση και οροφές από ξύλο κέδρου, με τις μνημειώδεις πύλες και τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες ακροάσεων-ένα δάσος από ψηλόλιγνους κίονες- όπου κάθε χρόνο ο Μέγας βασιλεύς δεχόταν τα δώρα και την προσκύνηση των υπηκόων του.

Στις πέτρινες σκάλες που ορίζουν το πέρασμα και την υπέρβαση από τον χώρο των υπηκόων σε εκείνον του μονάρχη και στους τοίχους των αναλημμάτων τα ανάγλυφα περιγράφουν την γιορτή των προσφορών και ορίζουν την τάξη του Αχαιμενιδικού κόσμου:

Στην κορυφή ο βασιλεύς των βασιλέων καθισμένος σε θρόνο χρυσό, κοντά του σε στάση προσοχής η φρουρά των «αθανάτων», στα σκαλοπάτια οι ευγενείς Μήδοι και Πέρσες, χαμηλότερα οι αποσταλμένοι των λαών- υπηκόων με τις εθνικές φορεσιές τους.

Πριν 150 χρόνια εδώ θα ήταν και οι Μακεδόνες, φόρου υποτελείς τότε στους Πέρσες…

Τώρα ο διοικητής της πόλης στέλνει το μήνυμα της υποταγής, ελπίζοντας στο έλεος του Μακεδόνα.

Οι στρατιώτες βλέπουν μπροστά τους το γέρας πολλών σκληρών μαχών και μιας τετράχρονης κοπιαστικής πορείας και απαιτούν την αμοιβή τους.

Ακολουθούν λεηλασίες, αλλά ο Αλέξανδρος διατάζει να σεβαστούν τις γυναίκες.

Στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο τον περιμένει ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου, 120.000 τάλαντα καθαρό χρυσάφι, στα οποία έρχονται να προστεθούν άλλα 6.000 που βρέθηκαν στο παλιό ανάκτορο του Κύρου στις γειτονικές Πασαργάδες.

Παραγγέλνει να έρθουν από τα Σούσα 10 χιλιάδες μουλάρια και 5.000 καμήλες για να οργανωθεί η μεταφορά του θησαυρού προς τα βορειοδυτικά.

Και ενώ η στρατιά ξεκουράζεται, ο Αλέξανδρος με χίλιους ιππείς και λίγους ελαφρά οπλισμένους πεζούς ξεκινά επιχειρήσεις στις γύρω περιοχές για να υποτάξει την Περσική κοιτίδα στο σύνολό της.

Οι Πέρσες κτηνοτρόφοι και τα νομαδικά φύλα αιφνιδιάζονται. Εκείνος τους υπόσχεται να τους φερθεί με δικαιοσύνη και να τους αφήσει να συνεχίσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους και εκείνοι του προσφέρουν την υποταγή τους.

Μετά από έναν μήνα επιστρέφει στην Περσέπολη και αφού ολοκληρώθηκε η μεταφορά του θησαυρού οργανώνει την επαρχία.

Ένας Μακεδόνας αξιωματικός με 3.000 άνδρες αναλαμβάνει την περιφρούρηση της ειρήνης, ενώ διοικητής, δηλαδή σατράπης, ορίζεται ο Πέρσης Φρασαόρτης, γιος ενός από τους ηγέτες της μάχης του Γρανικού που σκοτώθηκε στην Ισσό, πολεμώντας στο πλευρό του Δαρείου.

Ακολουθούν θυσίες στους θεούς γιορτές, συμπόσια, αγώνες αθλητικοί και μουσικοί. Στο αποκορύφωμα της γιορτής ένα ανοιξιάτικο βράδυ, λένε οι πηγές, η Θαϊς, μια Αθηναία εταίρα, σύντροφος του Πτολεμαίου που ακολουθούσε μαζί με άλλες την εκστρατεία, μίλησε στους συμποσιαστές και ζήτησε εκδίκηση για την καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη.

Τα λόγια της ενθουσιάζουν τους άνδρες. Με τις αυλητρίδες να δίνουν τον τόνο, τις αναμμένες δάδες στα χέρια, η διονυσιακή πομπή ανεβαίνει στην ταράτσα. Ο Αλέξανδρος και η Θαϊς είναι οι πρώτοι που ρίχνουν τις δάδες τους, ακολουθούν και οι υπόλοιποι, η αίθουσα ακροάσεων του Ξέρξη με τις εκατό κολώνες δεν αργεί να πάρει φωτιά. Οι στρατιώτες που φοβούνται ατύχημα σπεύδουν αλλά είναι πια αργά.

Αυθόρμητη ή προσχεδιασμένη, αίτημα των Αθηναίων συμμάχων ή απόφαση του ίδιου του Αλέξανδρου που, μολονότι βασιλιάς της Ασίας εξακολουθούσε να είναι και εκλεγμένος ηγεμόνας των Ελλήνων, η πυρκαγιά του ανακτόρου της Περσέπολης σήμανε το τέλος του παλιού κόσμου και την γέννηση ενός νέου….

O Δαρείος εν τω μεταξύ με καμιά δεκαριά χιλιάδες πιστούς υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί Έλληνες μισθοφόροι, κατέφυγε στην Μηδία, όπου προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του.

Στα μέσα Μαίου ο Αλέξανδρος φεύγει από την Περσέπολη και κατευθύνεται προς τα βορειοδυτικά για να τον συναντήσει

Ενισχυμένη με 6.000 Μακεδόνες που μόλις έφτασαν από την πατρίδα η στρατιά του ξεπερνά πια τους 50.000 άνδρες.

Προελαύνοντας, καταλαμβάνουν την χώρα των Παραιτακών και στα μέσα του Ιούνη φτάνουν στην Μηδία και στα Εκβάτανα (Χαμαντάν), αλλά ο Δαρείος είναι άφαντος.

Εγκατέλειψε την πόλη πέντε μέρες πριν, υποχωρώντας προς τις Κάσπιες Πύλες, ελπίζοντας να αντιτάξει εκεί την άμυνά του.

Πριν τον ακολουθήσει, ο Αλέξανδρος βρίσκει τον χρόνο να πάρει μερικές σημαντικές διοικητικές αποφάσεις.

Τα Εκβάτανα γίνονται η έδρα του κεντρικού βασιλικού θησαυροφυλακίου με τον Άρπαλο ως βασιλικό θησαυροφύλακα και 6.000 Μακεδόνες για την φύλαξη του.

Την γενική οργάνωση αναλαμβάνει ο Παρμενίων που γίνεται έτσι παντοδύναμος.

Αφού πια η «Πανελλήνια Εκστρατεία» εναντίον των Περσών έχει τελειώσει επιτυχώς, ο ηγεμόνας των Ελλήνων αποδεσμεύει τους Θεσσαλούς και τους νότιους Έλληνες από την υποχρέωση της συμμετοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις.

Περίπου 9.000 τάλαντα χρυσού, ποσό αδιανόητο ως τότε, γίνονται αποζημιώσεις, αμοιβές και δώρα για τους συμμάχους που αποχωρούν.

Όσοι αποφασίζουν να μείνουν σε προσωπική βάση πια ως έμπειροι μισθοφόροι του βασιλιά μπορούν να υπολογίζουν στα πολλαπλάσια.

Ο Αλέξανδρος αφήνει ένα μεγάλο τμήμα του στρατού στον Παρμενίωνα για να εκστρατεύσει εναντίον των Καδουσίων, αποστερώντας τον Δαρείο από την ελπίδα της βοήθειάς τους, και συνεχίζεται στη χώρα των Πάρθων και των Υρκανών.

Στην επιχείρηση αυτή τον ακολουθεί το ιππικό των εταίρων, οι μισθοφόροι ιππείς, η μακεδονική φάλαγγα, τοξότες και οι Αγριάνες. Η καταδίωξη του έκπτωτου Αχαιμενίδη είναι πια προσωπική υπόθεση του νέου Βασιλιά της Ασίας.

Μετά από 11 μέρες εξαντλητικής πορείας φτάνουν στις Ράγες (κοντά στην σημερινή Τεχεράνη), ο Δαρείος όμως δεν βρίσκεται εκεί.

Ο Αλέξανδρος ξεκουράζει το στράτευμα, αφήνει τον Πέρση Οξοδάτη σατράπη στην Μηδία, περνά τις Κάσπιες Πύλες και προχωρά στην Παρθία.

Εκεί μαθαίνει την σύλληψή του Δαρείου από τους άλλοτε έμπιστους του, τον Βήσσο, τον σατράπη των Βακτρίων, τον χιλίαρχο Ναβαρζάνη και τον Βαρσαέντη, τον σατράπη των Αραχωτών και των Δραγγών.

Η επέλαση επιταχύνεται με λίγο στράτευμα και εφόδια δύο ημερών.

Στο στόχαστρο μπαίνει ο προδότης Βήσσος που κρατάει όμηρο τον Δαρείο. Σκοπός του συνωμότη είναι είτε να συμμαχήσει με τον Αλέξανδρο σε περίπτωση που έρθει εναντίον του είτε να μοιραστεί την εξουσία με τους υπόλοιπους, αν ο Αλέξανδρος αποχωρήσει.

Ο βασιλιάς όμως είναι αποφασισμένος να επιβάλει τον νόμο. Ακολουθώντας τον δύσκολο αλλά σύντομο δρόμο, αιφνιδιάζει τους συνωμότες και πλησιάζει την αρμάμαξα που μεταφέρει τον βασιλικό αιχμάλωτο. Οι προδότες τραυματίζουν θανάσιμα τον Δαρείο, τον εγκαταλείπουν και τρέπονται σε φυγή.

Όταν ι Μακεδόνες φάνουν, ο Δαρείος δεν ζει πια. Ο Αλέξανδρος σκεπάζει το άψυχο σώμα με την δική του πορφυρή χλαμύδα και στέλνει τον νεκρό στην οικογένειά του, για να τον θάψουν με βασιλικές τιμές.

Ο ίδιος είναι πια ο μόνος νόμιμος κάτοχος του Περσικού θρόνου. Στόχος του είναι τώρα η εξουδετέρωση των στασιαστών και η επανενσωμάτωση των ανατολικών σατραπειών στο κράτος.

Οι περιοχές της Κεντρικής Ασίας είναι άγνωστες στους Έλληνες. Η εκστρατευτική δύναμη γίνεται πια και εξερευνητική αποστολή. Το στράτευμα ακολουθεί τους πανάρχαιους εμπορικούς δρόμους της περιοχής και ο βασιλιάς αναδιοργανώνει την διοίκηση, εγκαθιστά φρουρές σε νέα και παλιά οχυρά και δημιουργεί οικισμούς και πόλεις ‘Ελληνίδες‘ σε εμπορικά σταυροδρόμια.

Στην Παρθία ιδρύει την Αλεξανδρούπολη, την πρώτη του πόλη στην κεντρική Ασία.

Το καλοκαίρι του 330 π.Χ ο Αλέξανδρος, αφού διόρισε σατράπη των Πάρθων και των Υρκανών τον Πάρθο Αμμινάσπη, ξεκινά από την Εκατόμπυλο και εισβάλλει στην Υρκανία και στα όρη των Ταπούρων (σημ. Elburz).

Οι τελευταίοι Πέρσες στρατηγοί της στρατιάς του Δαρείου παραδίδονται. Μαζί τους και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου, όμως ο βασιλιάς αρνείται να δεχθεί οποιαδήποτε συνεννόηση με αυτούς.

Ο Αλέξανδρος αφήνει στη θέση που είχε και πριν τον σατράπη των Ταπούρων Αυτοφραδάτη και παίρνει μαζί του τον Πέρση Αρτάβαζο πουσέβεται και εκτιμά πολύ και την οικογένειά του..

Φτάνοντας στην Κασπία, κατακτά τα παράλια της Υρκανίας και μετά από κλεφτοπόλεμο στα απόκρημνα βουνά της περιοχής υποτάσσει την φυλή των Μάρδων.

Στην συνέχεια επιστρέφει στο στρατόπεδο και αποφασίζει για την τύχη των Ελλήνων μισθοφόρων του Δαρείου. Οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, ενώ όσοι Έλληνες ήταν μισθοφόροι, πριν από την ειρήνη και την συμμαχία με τους Μακεδόνες, αφήνονται ελεύθεροι και μάλιστα τους επιτρέπεται να συμμετέχουν στην εκστρατεία με τον ίδιο μισθό που έπαιρναν και πριν.

Στα Ζαδράκαρτα, το σημερινό Astarabad κάνει αγώνες και θυσίες στους θεούς, ξεκουράζει το στρατό για δεκαπέντε ημέρες και ξεκινά πάλι πορεία προς τα ανατολικά.

Στη Σουσία (σημ Tus, κοντά σε σημ. Mashhad), στα σύνορα της Αρείας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης προσποιείται υποταγή. Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται προς την Βακτρία εναντίον του Βήσσου που αυτοανακηρήχθηκε βασιλιάς, αλλά στα σύνορα της Βακτρίας μαθαίνει την αποστασία του Σατιβαρζάνη. Σταμαά την προέλαση, πολιορκεί τα Αρτακόανα και υποτάσσει τους Αρείους.

Ιδρύει την Αλεξάνδρεια Αρεία το σημερινό Herat και την Ηράκλεια και τοποθετεί τον Πέρση Αρσάκη ως σατράπη.

Το Φθινόπωρο του 330 π.Χ. πηγαίνει στην Δραγγιανή, το σημερινό Dahan-e Gholaman και την υποτάσσει. Ενώ βρίσκεται στα Φράδα, αποκαλύπτεται η συνωμοσία του πανίσχυρου Φιλώτα, γιου του Παρμενίωνα και αρχηγού των εταίρων, εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά.

Το στρατοδικείο των Μακεδόνων κρίνει ένοχο τον Φιλώτα που μαζί με τους συνενόχους του εκτελείται με ακοντισμό. Ο Παρμενίων που βρίσκεται στην Μηδία εκτελείται επίσης, ενώ το στρατοδικείο αθωώνει τον Αμύντα και τους αδερφούς του, μολονότι ήταν φίλοι του Φιλώτα.

Ο Αλέξανδρος για να αποφύγει στο μέλλον την συγκέντρωση τόσο μεγάλης εξουσίας στα χέρια ενός, χωρίζει την τάξη των εταίρων στα δύο και διορίζει τον Ηφαιστίωνα και τον Κλείτο στην θέση που είχε πριν ο Φιλώτας, ενώ ιδρύει μια ακόμη Αλεξάνδρεια, την Προφθασία, μάλλον την σημερινή Farah, για να θυμίζει τον κίνδυνο που πρόλαβε να αποτραπεί.

Στην αρχή του χειμώνα διασχίζει την χώρα των Αριασπών που τους αφήνει ελεύθερους να ζουν σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, θυσιάζει στον Απόλλωνα και συνεχίζει κατά μήκος του ποταμού Ετύμανδρου, του σημερινού Helmund.

Βαδίζοντας στο πυκνό χιόνι, φτάνει στην ορεινή Αραχωσία και ιδρύει την Αλεξάνδρεια των Αραχωτών, το Kandahar. Ταυτόχρονα, στέλνει ένα άγημα στην Αρεία που εξοντώνει τον Σατιβαρζάνη, τον τελευταίο σύμμαχο του Βήσσου.

Η διάβαση του Παροπάμισου του σημερινού Hindu Kush, των πανύψηλων και παγωμένων ορεινών όγκων του νότιου Ινδικού Καυκάσου, είναι η νέα δοκιμασία που περιμένει τους Μακεδόνες μέσα στην βαρυχειμωνιά.

Η κούραση και οι κακουχίες προκαλούν σοβαρές απώλειες στον στρατό που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια με την βοήθεια των ντόπιων κατοίκων. Πολλοί στρατιώτες εγκαταλείπουν και άλλοι χάνουν την όρασή τους από το εκτυφλωτικό λευκό του χιονιού.

Στην κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα του σημερινού Kabul, στο σταυροδρόμι των δρόμων για την Βακτρία, την Αραχωσία και την Ινδία, ο Αλέξανδρος ιδρύει την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, το Begram.

ΑΡΧΗ