Μέσα στον χειμώνα το στράτευμα καταπλέει στο δέλτα Του Νείλου. Στην Κάνωπο, ανάμεσα στη Μαρεώτιδα λίμνη και την θάλασσα ο Αλέξανδρος αποφασίζει να ιδρύσει μια πόλη που θα γίνει η πύλη της Αιγύπτου, το σπουδαιότερο λιμάνι της Μεσογείου. Ο ίδιος κάνει το σχέδιο της Αλεξάνδρειας και ορίζει που θα γίνουν τα τείχη, η αγορά, οι ναοί των θεών των Ελλήνων και της αιγύπτιας Ίσιδος
Στο μεταξύ η Τένεδος, η Χίος, η Μυτιλήνη και η Κως που ήταν ο ναύσταθμος των Περσών διώχνουν τις περσικές φρουρές και δηλώνουν πίστη στον Ηγεμόνα των Ελλήνων που είναι ήδη και ηγεμόνας της Αιγύπτου, της Φοινίκης, της Συροπαλαιστίνης και ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
Εκείνος δίνει εντολή να αποκατασταθεί η δημοκρατία, να επιστρέψουν οι πολιτικοί εξόριστοι και αφήνει τις πόλεις να δικάσουν οι ίδιες τους τυράννους που είχαν βοηθήσει τους Πέρσες.
Η ανάγκη να αποκτήσει εικόνα της κατάστασης στα δυτικά σύνορα του νέου τμήματος του κράτους του, αλλά και η επιθυμία του να προσκυνήσει το διάσημο ανάμεσα στους Έλληνες μαντείο του Άμμωνα της Λιβύης, το τελευταίο μεγάλο μαντείο που θα βρει στην πορεία του, οδηγεί τον Αλέξανδρο με μια μικρή ομάδα εταίρων και στρατιωτών προς τα δυτικά.
Στο Παραιτώνιο πρέσβεις από τις Ελληνίδες πόλεις της Κυρηναϊκής του φέρνουν δώρα και την φιλία τους.
Ακολουθεί η στροφή προς τον νότο και η επίπονη πορεία στην έρημο.
Μια ξαφνική βροχή που θεωρείται σημάδι των θεών τους σώζει από το μαρτύριο της δίψας.
Στην Σίουα ο Αλέξανδρος θαυμάζει την παραμυθένια βλάστηση και ζητάει χρησμό από τον θεό για το μέλλον του.
Οι ιερείς τον υποδέχονται ως υιό του θεού και επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες του.
Το προσκύνημα στον Άμμωνα θα σφραγίσει στο εξής, περισσότερο ίσως από ό,τιδήποτε άλλο τον μύθο του.
Ο Αλέξανδρος επιστρέφει ακολουθώντας τον παλιό δρόμο των καραβανιών ανάμεσα από τις οάσεις.
Στην Μέμφιδα τον περιμένουν νέες στρατιωτικές ενισχύσεις, αλλά και πολλές αντιπροσωπείες από την Ελλάδα.
Εκεί δέχεται τις τιμές των Ελλήνων, οργανώνει την οικονομική και στρατιωτική διοίκηση της Αιγύπτου, ορίζοντας Έλληνα διοικητή και δύο Αιγύπτιους νομάρχες, και φεύγει προς την Συροπαλαιστίνη για να προετοιμάσει την συνέχεια της εκστρατείας.
Τον Μάιο φτάνει στην Τύρο, όπου θα μείνει ως τον Ιούλιο.
Ανασυντάσσει τον στρατό, οργανώνει την διοίκηση και ασχολείται με τα πράγματα στην Ελλάδα όπου ο Άγις και οι Σπαρτιάτες του προσπαθούν ακόμη να υποκινήσουν εξέγερση για αντιπερισπασμό.
Οι Αθηναίοι του στέλνουν πάλι πρέσβεις και ζητούν την απελευθέρωση των συμπολιτών τους που αιχμαλωτίσθηκαν, πολεμώντας ως μισθοφόροι στο πλευρό του Μεγάλου βασιλέα.
Αυτήν την φορά η παράκλησή τους γίνεται δεκτή και εκείνοι μετονομάζουν το ιερό πλοίο της πόλης από Σαλαμινία σε Αμμωνιάς, τιμώντας έτσι προφανώς τις νέες εκλεκτικές συγγένειες του Μακεδόνα.
Η πιστή Μυτιλήνη που σήκωσε το βάρος της περσικής επιθετικότητας ευεργετείται πλουσιοπάροχα με προσαρτήσεις γαιών, αλλά και με χρήματα που αντιστοιχούν στο κόστος της αντίστασης της προς τους Πέρσες.
Με την σειρά της η πόλη ευχαριστεί δημόσια τον ευεργέτη της και με ψήφισμα αποφασίζει να προσφέρει θυσίες κάθε χρόνο την μέρα των γενεθλίων του Αλέξανδρου, τιμή που ανήκει παραδοσιακά στους θεούς.
Έτσι ο Αλέξανδρος θεοποιείται.
Για να διασκεδάσει ο στρατός, οργανώνονται πομπές και αθλητικοί αγώνες και οι βασιλείς της Κύπρου χορηγούν μεγαλοπρεπείς μουσικούς αγώνες που περιλαμβάνουν και θεατρικές παραστάσεις.
Εν τω μεταξύ αρχίζουν και πάλι να έρχονται νέα για κινήσεις του Δαρείου.
Ο Αλέξανδρος, ελπίζοντας σε μία αποφασιστική σύγκρουση, ξεκινά την πορεία προς τα ανατολικά και στέλνει το μηχανικόσώμα του στρατού του με τον Ηφαιστίωνα να γεφυρώσει τον Ευφράτη, στο παραδοσιακό πέρασμα κοντά στην Θάψακο.
Οι εργασίες όμως καθυστερούν, γιατί εκεί βρίσκεται ο σατράπης Μαζαίος με 5.000 άνδρες. Αλλά όταν φτάνει η στρατιά, ο Μαζαίος αποσύρεται, οι λεμβόζευκτες γέφυρες τελειώνουν και η στρατιά περνάει τον Ευφράτη και συνεχίζει προς την Νίσιβη, ακολουθώντας πορεία ανάμεσα από χωράφια, εύφορα λιβάδια και περιβόλια που εξασφαλίζουν την τροφοδοσία.
Ο Δαρείος με μία ακόμη επιστολή, που κάποιοι αμφισβητούν την αυθεντικότητά της, ευχαριστεί τον Αλέξανδρο για την συμπεριφορά προς την οικογένειά του και τον σεβασμό των πατροπαράδοτων θεσμών, υπόσχεται να του παραχωρήσει την χώρα «εντός του Ευφράτη», 30.000 τάλαντα, και την κόρη του για σύζυγό, ώστε να γίνει γιος του.
Ο Αλέξανδρος απορρίπτει την πρόταση, λέγοντας πως όπως δεν υπάρχουν δυο ήλιοι δεν γίνεται να υπάρχουν δύο βασιλείς στην Ασία.
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και ο Μέγας Βασιλεύς οργανώνεται: συγκεντρώνει τεράστιες δυνάμεις από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και με την πείρα των προηγούμενων συγκρούσεων φροντίζει να τις εξασκήσει, ώστε να ομογενοποιηθούν και να τις εξοπλίσει με νέα αποτελεσματικότερα όπλα, παραγγέλνοντας, εκτός από όλα τα άλλα, να κατασκευαστούν και 200 δρεπανηφόρα άρματα.
Οι Έλληνες συλλαμβάνουν Πέρσες ανιχνευτές και μαθαίνουν ότι ο Δαρείος έχει συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις κοντά στον Τίγρη με σκοπό να μην επιτρέψει στους εισβολείς να τον περάσουν.
Ο Αλέξανδρος προχωρεί προς τα βορειοανατολικά, ωστόσο ακόμη και παρά την απουσία των εχθρών, η διάβαση του ποταμού είναι μια επικίνδυνη επιχείρηση: Οι στρατιώτες παρατάσσονται, κρατώντας σφιχτά ο ένας τον άλλον, ώστε σαν ένα τεράστιο ανθρώπινο τείχος να αντισταθούν στην ορμή του νερού, και καταφέρνουν να περάσουν. Ο Αλέξανδρος, όντας πια στην απέναντι όχθη, θυσιάζει στον Ήλιο, στην Σελήνη και στην Γη.
Στις 20 Σεπτεμβρίου γίνεται έκλειψη της Σελήνης. Ο Αλέξανδρος θυσιάζει και πάλι στον Ήλιο, στην Σελήνη και στην Γη. O Μάντης Αρίσταρχος από την Τελμησσό ‘διαβάζει’ τα σημάδια. Ο ήλιος των Ελλήνων θα νικήσει την Περσική Σελήνη, το γεγονός ερμηνεύεται ως κακός οιωνός για τους Πέρσες και σημάδι ς νίκης για τους Έλληνες, δίνοντας κουράγιο στους στρατιώτες.
Η πορεία συνεχίζεται. Κοντά στη Νινευί οι Μακεδόνες τρέπουν σε φυγή χίλιους ιππείς της εμπροσθοφυλακής του εχθρού. Η ώρα της τελικής σύγκρουσης πλησιάζει.
Ο Δαρείος με μια τεράστια στρατιά περιμένει στην ανοιχτή πεδιάδα των Γαβγαμήλων.
Σύμφωνα με τον Αρριανό ένα εκατομμύριο πεζοί, σύμφωνα με υπολογισμούς νεότερων ιστορικών 250.000-400.000, 40.000 ιππείς, 200 δρεπανηφόρα άρματα και 15 πολεμικοί ελέφαντες παρατάσσονται απέναντι στους 40.000 πεζούς και τους 7.000 ιππείς του Αλέξανδρου.
Το βράδυ της 25ης Σεπτεμβρίου οι Έλληνες στρατοπεδεύουν σε απόσταση περίπου 11 χιλιομέτρων από τις γραμμές του εχθρού.
Το στρατόπεδο οχυρώνεται με τάφρο, ανάχωμα και φράχτες από πασσάλους. Για 4 ολόκληρες μέρες οι στρατιώτες ξεκουράζονται και ετοιμάζονται, το όπλα ακονίζονται, τα άλογα γυμνάζονται.
Τα μεσάνυχτα της 29ης ξεκινάει η πορεία. Κινούνται σε παράταξη μάχης και φτάνουν σε απόσταση 6,5 χιλιομέτρων από τον στρατό του Δαρείου.
Από τα υψώματα βλέπουν το χωριό Γαβγάμηλα και τις χιλιάδες φωτιές του στρατοπέδου, συνειδητοποιούν τον τεράστιο όγκο των αντιπάλων, αλλά και ότι τους περιμένουν έτοιμοι για μάχη.
Ο Αλέξανδρος συγκαλεί συμβούλιο, οι περισσότεροι συμβουλεύουν άμεση επίθεση, ο Παρμενίων προτείνει να περιμένουν και να χρησιμοποιήσουν την ημέρα για να μαζέψουν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούν για τον σχηματισμό του εχθρού και για τον τόπο.
Ο βασιλιάς συμφωνεί μαζί του.
Οι άντρες στρατοπεδεύουν, αλλά παραμένουν σε παράταξη μάχης.
Την άλλη μέρα ο Αλέξανδρος με τους φίλους του κατοπτεύει το πεδίο, συγκεντρώνει πληροφορίες, μελετά όσο καλύτερα μπορεί τις δυνάμεις του εχθρού και την τοπογραφία της περιοχής, εμψυχώνει τον στρατό του και καλεί πολεμικό συμβούλιο.
Ο Παρμενίων προτείνει να επιτεθούν τη νύχτα. Ο Αλέξανδρος αρνείται να "κλέψει" τη Νίκη. Η μάχη θα γίνει στο φως του ήλιου.
Οι άντρες μπορούν να ξεκουραστούν.
Ο ίδιος προσφέρει για μια και μοναδική φορά θυσία στον Φόβο.
Ύστερα αποσύρεται στην σκηνή του, μελετά τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου του και κοιμάται βαθιά….
Ο Δαρείος φοβάται νυχτερινή επίθεση και διατάζει τον στρατό του να παραμείνει για δεύτερη νύχτα ξάγρυπνος σε πολεμική ετοιμότητα.
Σχεδιάζοντας να εκμεταλλευτεί τις υπερπολλαπλάσιες δυνάμεις του για να κυκλώσει τον αντίπαλό, παρατάσσει το στράτευμα σε ένα μακρύ μέτωπο που ενισχύεται σε όλη του την έκταση από τις δυνάμεις του ιππικού.
Ο ίδιος βρίσκεται παραδοσιακά στο κέντρο, πλαισιωμένος από τους "ανίκητους" ιππείς της βασιλικής φρουράς, τους βαριά οπλισμένους πεζούς, τους επίλεκτους Κάρες, τους εξαιρετικά εμπειροπόλεμους Έλληνες μισθοφόρους και τους τοξότες.
Για την κυκλωτική κίνηση ενισχύει συμμετρικά τα πλευρά του με δυνάμεις του ιππικού.
Στο δεξιό κέρας διοικητής είναι ο σατράπης της Βαβυλωνίας Μαζαίος, στο αριστερό ο Βήσος της Βακτριανής.
Στην εμπροσθοφυλακή βρίσκονται τα τρομερά δρεπανηφόρα άρματα, έτοιμα να θερίσουν τα κορμιά των φαλαγγιτών. Πίσω από το μέτωπο σε ένα τεράστιο βάθος παρατάσσονται χιλιάδες πεζοί....
Στον τρομακτικό όγκο του εχθρού ο Αλέξανδρος απαντά με έναν τολμηρό και ευφυή σχεδιασμό, δημιουργώντας ένα αρκετά ευέλικτο "ζωντανό" τετράπλευρο, άδειο στο εσωτερικό του, το μέτωπο του οποίου είναι σημαντικά μικρότερο από εκείνο του αντιπάλου.
Στο κέντρο βρίσκεται η φάλαγγα σε διπλό μέτωπο, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την περίπτωση που θα κυκλωθεί από τον εχθρό, στις πλευρές οι ιππείς.
Στο δεξιό κέρας που θα αναλάβει την επίθεση είναι οι Μακεδόνες με αρχηγό τον ίδιο, στο αριστερό που θα κρατήσει την άμυνα Θεσσαλοί, Πελοποννήσιοι και άλλοι Έλληνες με αρχηγό τον Παρμενίωνα.
Στην εμπροσθοφυλακή βρίσκονται τμήματα πεζικού, τοξότες και ακοντιστές. Στην οπισθοφυλακή βοηθητικές δυνάμεις.
Στόχος είναι ο σχηματισμός αυτός, λειτουργώντας σαν έμβολο, να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού και να χτυπήσει στο κέντρο τον ίδιο τον Δαρείο.
Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος οδηγεί τους ξεκούραστους πολεμιστές του στο πεδίο της μάχης.
Ο στρατός του Δαρείου βρίσκεται εκεί, κουρασμένος και εκνευρισμένος από την ολονύχτια, την αγρυπνία και την αναμονή.
Ο μέγας Βασιλεύς ωστόσο διατηρεί την πρωτοβουλία.
Προστάζει το αριστερό κέρας του ιππικού του να σταματήσει την προέλαση του δεξιού των Μακεδόνων, και, ενώ μια βροχή βελών υποδέχεται την Μακεδονική φάλαγγα, ο Δαρείος στέλνει τα δρεπανηφόρα άρματα για να την διασπάσουν.
Ακουλουθώντας επακριβώς τα προστάγματα, σαν καλολαδωμένη μηχανή, οι τάξεις των πεζών του Αλέξανδρου ανοίγουν και τα αφήνουν να περάσουν ανάμεσά τους, ενώ ακοντιστές και ελαφρά οπλισμένοι τους επιτίθενται από πίσω και τα πλάγια και τα εξουδετερώνουν.
Οι Σκύθες και οι Βάκτριοι ιππείς εφορμούν και ο Αλέξανδρος ενισχύει με τμήματα της φάλαγγας το δεξιό κέρας του που ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στην επίθεση.
Η σύγκρουση γενικεύεται. Ο Βήσος και ο Μαζαίος κινούνται με όλη την δύναμη του ιππικού τους να χτυπήσουν από δεξιά και αριστερά και να περικυκλώσουν τον στρατό των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται αμέσως το κενό που δημιουργείται στο κέντρο του εχθρού, αστραπιαία κινείται με τους εταίρους και εφορμά στην καρδιά της αντίπαλης παράταξης.
Η μακεδονική φάλαγγα ακολουθεί.
Η σύγκρουση γύρω από τον Δαρείο είναι τρομακτική, ο ηνίοχος του βασιλικού άρματος τραυματίζεται θανάσιμα και ο Μέγας Βασιλεύς, φοβάται για την ζωή του, εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης και φεύγει να γλυτώσει.
Ο Αλέξανδρος τον καταδιώκει.
Ινδοί και Πέρσες ιππείς εκμεταλλεύονται το κενό στην μακεδονική φάλαγγα, επιτίθενται στους σκευοφόρους, εισβάλουν στο μακεδονικό στρατόπεδο και προξενούν απώλειες, αλλά αποκρούονται τελικά από την οπισθοφυλακή και εξουδετερώνονται.
Η μάχη ωστόσο συνεχίζεται και η αριστερή πτέρυγα με τον Παρμενίωνα δέχεται τρομακτική πίεση. Ο Αλέξανδρος μόλις το μαθαίνει αναγκάζεται να σταματήσει την καταδίωξη του Δαρείου και σπεύδει να βοηθήσει. Η σύγκρουση είναι σκληρή, πολλοί εταίροι σκοτώνονται, ο Ηφαιστίων τραυματίζεται, όμως στο τέλος οι Έλληνες υπερισχύουν.
Το μέτωπο καταρρέει, οι αντίπαλοι τρέπονται σε άτακτη φυγή και αφήνουν χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Ο Αλέξανδρος επιτρέπει στους στρατιώτες να ξεκουραστούν για λίγο και μέσα στη νύχτα συνεχίζει την καταδίωξη του Δαρείου. Περνάει τον ποταμό Λύκο και την άλλη μέρα φτάνει στα Άρβηλα.
Ο Δαρείος είναι άφαντος, όμως τα όπλα του και ένα σεβαστό ποσό από το θησαυρό του έρχονται στα χέρια του Νικητή.
Εδώ ο στρατός σύμφωνα με το μακεδονικό τυπικό ανακηρύσσει τον Αλέξανδρο "Βασιλιά της Ασίας" και εκείνος θυσιάζει με μεγαλοπρέπεια στους θεούς, δίνει πλούσια δώρα στους φίλους και συντρόφους και στέλνει επιστολή στους Έλληνες, όπου ορίζει να καταργηθούν όλα τα τυραννικά καθεστώτα και να πολιτεύονται όλοι αυτόνομα.
Μετά την τελετή, ο Αλέξανδρος κατευθύνεται νότια για να δεχθεί την παράδοση του Μαζαίου. Η ελληνική στρατιά διασχίζει την Μεσοποταμία και φθάνει στη Βαβυλώνα.
Η πανάρχαια "βασίλισσα" πόλη ανοίγει τις πύλες της και υποδέχεται με λαμπρότητα τον νέο κυρίαρχο της Ασίας. Ο Αλέξανδρος επισκέπτεται τα ερειπωμένα ιερά και δίνει χρήματα για να ξαναχτιστεί ο ναός του Βάαλ και όλα αυτά που γκρέμισε ο Ξέρξης.
Είναι ο μήνας Δίος, οι Μακεδόνες γιορτάζουν και πάλι την πρωτοχρονιά, πέντε μόλις χρόνια μετά από εκείνη την αποφράδα ημέρα στο θέατρο των Αιγών που ο Φίλιππος έπεσε νεκρός από το μαχαίρι του δολοφόνου. Ο Αλέξανδρος είναι ήδη ο βασιλιάς της Ασίας και οι Μακεδόνες του κυρίαρχοι της Βαβυλώνας!
Στρατός και βασιλιάς βρίσκονται στην πόλη των θρύλων και μπορούν σαν κυρίαρχοι να απολαύσουν τους θησαυρούς και τα θαύματα της!...Οι γιορτές και τα γλέντια κρατούν σχεδόν έναν μήνα και ύστερα πάλι δράση!
Ο Αλέξανδρος ξανακάνει την Βαβυλώνα έδρα σατραπείας, διορίζει τον Μαζαίο στην θέση που είχε και πριν και τον φίλο του, Μιθρίνη, επίσης Πέρση, σατράπη στην Αρμενία, τοποθετεί και Έλληνες διοικητές και φεύγει.
Ακολουθεί η καρδιά της αυτοκρατορίας, η ίδια η Περσία.
Διασχίζοντας την Σουσιανή, φτάνει στα Σούσα. Η πόλη παραδίδεται χωρίς καμιά αντίσταση και ο Αλέξανδρος γιορτάζει την είσοδό του στην βασιλική καθέδρα του Δαρείου με λαμπαδηδρομία και αγώνες κατά τον τρόπο των Ελλήνων, αλλά και με θυσίες στους επιχώριους θεούς κατά τα πατροπαράδοτα των Περσών.
Στα χέρια του είναι ολόκληρη η βασιλική περιουσία, ο βασιλικός θησαυρός των 50.000 ασημένιων ταλάντων, αλλά και τα λάφυρα που οι Πέρσες είχαν πάρει πριν ενάμιση αιώνα από τους Έλληνες.
Με μια συμβολική κίνηση ο Μακεδόνας στέλνει πίσω στην Αθήνα το σύμβολο της Δημοκρατίας, το χάλκινο σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων που ο Ξέρξης είχε αρπάξει από την Αγορά της πόλης.
Η οικογένεια του Δαρείου εγκαθίσταται πάλι στο ανάκτορό της και ο Αλέξανδρος ορίζει δασκάλους να τους διδάξουν την ελληνική γλώσσα..