Μέσα στο καταχείμωνο ο Αλέξανδρος φεύγει από την Πέργη και κινείται προς την Φρυγία, την αρχαία «καρδιά» της Μικράς Ασίας.
Μπροστά του υψώνονται τα δασωμένα βουνά της Πισιδίας με τους σκληροτράχηλους και φιλοπόλεμους κατοίκους της.
Η Σέλγη προσφέρει την υποστήριξη της.
Η Τελμησσός και η Σαγαλασσός αντιστέκονται, αλλά αυτό δεν ανακόπτει την πορεία των Μακεδόνων που διασχίζουν πολεμώντας την οροσειρά του Ταύρου και φτάνουν επί τέλους στην πεδιάδα της Φρυγίας.
Οι Κελαινές, η έδρα της Περσικής διοίκησης παραδίνονται χωρίς μάχη και ο Αλέξανδρος διορίζει τον Μακεδόνα βετεράνο Αντίγονο τον Μονόφθαλμο σατράπη της περιοχής.
Την άνοιξη του 333 π.Χ. μπαίνει στο Γόρδιο, την αρχαία πρωτεύουσα της Μεγάλης Φρυγίας, όπου ήταν συμφωνημένο να συναντηθεί με τον Παρμενίωνα και την υπόλοιπη στρατιά.
Τον Μάϊο, τον μήνα που γιόρταζαν την Μεγάλη Μητέρα, την θεά των Φρυγών που τιμούσαν και οι Μακεδόνες, αλλά και οι Αθηναίοι, φτάνουν στο Γόρδιο επιστρέφοντας από την πατρίδα και οι νεόνυμφοι Μακεδόνες.
Μαζί τους έρχονται και ενισχύσεις, περίπου 4.000 άνδρες.
Πρέσβεις από την Αθήνα ζητούν από τον Αλέξανδρο να ελευθερώσει τους 2.000 συμπατριώτες τους που αιχμαλωτίσθηκαν στον Γρανικό ως μισθοφόροι των Περσών και έγιναν σκλάβοι στην Μακεδονία. Εκείνος τους λέει να ξανάρθουν, όταν τελειώσει η εκστρατεία, γιατί δεν μπορεί να αφήσει ελεύθερους τους Έλληνες που δέχθηκαν να πολεμούν μαζί με τους βάρβαρους εναντίον της Ελλάδας.
Μια μέρα πριν την αναχώρηση της στρατιάς από την πόλη, ο βασιλιάς ανεβαίνει στην ακρόπολη και με μία κίνηση κορυφαίου συμβολισμού για τον ίδιο και τη φήμη του στους πληθυσμούς της περιοχής λύνει τον Γόρδιο δεσμό.
Σύμφωνα με την παράδοση, αυτός που θα έλυνε τον «άλυτο» κόμπο του ζυγού της άμαξας του θρυλικού βασιλιά Μίδα ήταν πεπρωμένο να βασιλεύσει στην Ασία.
Η «δοκιμασία» εκπληρώνεται και ο Αλέξανδρος γίνεται στα μάτια των Φρυγών, των Λυδών και των άλλων λαών της Μικράς Ασίας ο νόμιμος κυρίαρχος της.
Λαμπρές θυσίες στον βωμό του Διός Βασιλέως και γιορτές υπογραμμίζουν την ιερότητα της στιγμής.
Όσο ο Αλέξανδρος βρίσκεται στο Γόρδιο, ο Μέμνων χρηματίζει τους αντιπάλους του Μακεδόνα και οργανώνει αντιπερισπασμό στο Αιγαίο, ελπίζοντας να παρασύρει στην αναταραχή και πόλεις της Ελλάδας.
Ο περσικός στόλος και οι Έλληνες μισθοφόροι συνεργάτες του καταλαμβάνουν την Χίο και πόλεις της Λέσβου. Τα δημοκρατικά καθεστώτα εκδιώκονται, την θέση τους παίρνουν φιλοπερσικές ολιγαρχίες και μισθοφορικές φρουρές.
Η αναστάτωση εξαπλώνεται στα νησιά και φθάνει ως την Τένεδο. Ο Μέμνων προσπαθεί να φτάσει στην Τένεδο, να ελέγξει τα Δαρδανέλια και να αποκόψει τον Μακεδόνα από τις πηγές ανεφοδιασμού του.
Συμβαίνει ωστόσο το αντίθετο. Ο Αλέξανδρος, έχοντας πια στα χέρια του τις προσόδους της Μικράς Ασίας, στέλνει χρήματα για την αναδιοργάνωση του ελληνικού στόλου και την ενίσχυση των δυνάμεων του Αντίπατρου που από κοινού αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν την τάξη στο Αιγαίο.
Ο ίδιος πηγαίνει στην Άγκυρα, όπου δέχεται τους πρέσβεις των Παφλαγόνων που του προσφέρουν την υποταγή τους. Είναι πια Ιούνιος, η πορεία συνεχίζεται προς τα νοτιοανατολικά. Περνούν την αλμυρά έρημο, διαβαίνουν τον Άλυ ποταμό και φθάνουν στην νότια Καππαδοκία όπου ο βασιλιάς αναθέτει την διοίκηση σε ντόπιο σατράπη.
Ο Μέμνων αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ο Αλέξανδρος συνεχίζει ακάθεκτος προς τα Τύανα και τις Πύλες της Κιλικίας, όπου τρέπει σε άτακτη φυγή τους Πέρσες φρουρούς.
Με μια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση γίνεται κύριος των διαβάσεων του Ταύρου και σπεύδει στην Ταρσό για να την προστατεύσει και να μην την πυρπολήσει ο Πέρσης σατράπης Αρσάμης, που εφαρμόζει την τακτική της καμένης γης.
Η υπερκόπωση και τα παγωμένα νερά του ποταμού Κύδνου (σημ. Berdan), καταβάλουν τον Αλέξανδρο που εμφανίζει σπασμούς και υψηλό πυρετό.
Στο συμβούλιο των γιατρών κανείς δεν πιστεύει ότι ο βασιλιάς θα καταφέρει να επιβιώσει, εκτός από τον γιατρό του, τον Φίλιππο, τον Ακαρνάνα.
Ο Παρμενίων προειδοποιεί τον βασιλιά ότι ο Φίλιππος έχει χρηματιστεί από τον Δαρείο για να τον δολοφονήσει, όμως εκείνος δίνει την επιστολή στον γιατρό και πίνει ψύχραιμος το φάρμακο που αποδεικνύεται σωτήριο.
Η πορεία συνεχίζεται στην Αγχίαλο και τους Σόλους, όπου η θεραπεία του αρχηγού εορτάζεται με γυμνικούς και μουσικούς αγώνες και θυσίες στον Ασκληπιό.
Η ελληνική πόλη διατηρεί, όπως και οι υπόλοιπες, το δημοκρατικό καθεστώς της και ο Αλέξανδρος πηγαίνει στην Μαγαρσό, θυσιάζει στην Αθηνά και φτάνει ελευθερωτής στον Μαλλό, την παλιά αποικία του Άργους, της αρχαίας κοιτίδας των Τημενιδών.
Ο Δαρείος, αναγκασμένος μετά τον θάνατο του Μέμνωνα να αλλάξει πολιτική, αποφασίζει πια να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό του εναντίον του εισβολέα, συγκεντρώνει δυνάμεις και, όπως τον συμβούλεψε ο συνεργάτης του, ο Μακεδόνας Αμύντας, κατευθύνεται δυτικά και στρατοπεδεύει στους Σώχους της Ασσυρίας.
Ο Αλέξανδρος μαθαίνει τις κινήσεις του Δαρείου και προχωρεί να τον συναντήσει. Φεύγει από τον Μαλλό και, διαβαίνοντας τις Κιλίκιες Πύλες, καταλαμβάνει την Ισσό. Από εκεί κατευθύνεται προς την Συρία και στρατοπεδεύει στην Μυρίανδρο (στη σημ. Αλεξανδρέττα).
Εν τω μεταξύ ο Δαρείος που έχει αλλάξει γνώμη, ίσως επειδή πληροφορήθηκε την αρρώστια του Αλέξανδρου και θέλησε να τον αιφνιδιάσει στην Ταρσό, φεύγει από την Ασσυρία και κατευθύνεται προς τα παράλια της Κιλικίας.
Στο τέλος του Οκτώβρη οι Πέρσες περνούν τις Αμανικές Πύλες, εξουδετερώνουν τις μακεδονικές φρουρές και καταλαμβάνουν την Ισσό όπου βρίσκουν τους τραυματίες και τους απόμαχους Μακεδόνες που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στην επικείμενη μάχη.
Τους αιχμαλωτίζουν, τους ακρωτηριάζουν και εν τέλει τους σκοτώνουν όλους. Τα απίστευτα μαντάτα φτάνουν στον Αλέξανδρο: Ο Δαρείος βρίσκεται πια στα νώτα των Ελλήνων, σε απόσταση αναπνοής, δώδεκα μόλις χιλιόμετρα πίσω από το στρατόπεδό τους.
Ο κίνδυνος είναι τεράστιος, αλλά ο Αλέξανδρος δεν χάνει την ψυχραιμία του. Έχοντας εμπιστοσύνη στην πειθαρχία, την ετοιμότητα και την ικανότητα του στρατού του, αποφασίζει να κάνει αμέσως αναστροφή και να σπεύσει στην Ισσό για να αιφνιδιάσει τον Δαρείο εκεί που δεν τον περιμένει.
Συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο και εμψυχώνει αξιωματικούς και στράτευμα. Τονίζει την αξία όλων των στρατηγών και την υπεροχή των Μακεδόνων, υπενθυμίζει το κατόρθωμα των Μυρίων του Ξενοφώντα και υπόσχεται την εύνοια των θεών.
Μετά το δείπνο ο στρατός κάνει μεταβολή, κινείται με ταχύτητα προς τα βόρεια και πριν τα μεσάνυχτα φτάνει στη νότια είσοδο του πεδίου, όπου θα γίνει η αποφασιστική σύγκρουση.
Στο φως της αυγής οι Πέρσες βλέπουν ξαφνικά απέναντί τους την στρατιά των Ελλήνων.
Ο Δαρείος δεν έχει πια χρόνο να κινηθεί σε πιο ανοιχτό πεδίο και αναγκάζεται να παρατάξει την τεράστια στρατιά του στη στενή πεδιάδα από τα ριζά του βουνού μέχρι την θάλασσα.
Σχεδόν 400.000 άντρες συνωστίζονται σε ένα μέτωπο με πλάτος μόλις 2,7 χλμ. και πολύ μεγάλο βάθος, χάνοντας έτσι το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής.
Διατηρούν όμως το πλεονέκτημα του τόπου, αφού ο ποταμός Πίναρος λειτουργεί σαν προστατευτικό ανάχωμα για αυτούς, και ο Δάρειος φροντίζει αμέσως να το ενισχύσει, δίνοντας εντολή να τοποθετηθούν φράγματα από πασσάλους που θα εμποδίσουν την διέλευση της Μακεδονικής φάλαγγας.
Στο κέντρο της περσικής στρατιάς, σύμφωνα με το τυπικό, βρίσκεται ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς.
Μπροστά του οι Έλληνες μισθοφόροι, 30.000 λένε οι ιστορικοί, που θεωρούνται οι πιο ικανοί να αντιπαραταχθούν στην ανίκητη μακεδονική φάλαγγα.
Στα δεξιά του πεζοί και πυκνές τάξεις βαριά οπλισμένων ιππέων, στα αριστερά το ελαφρύ πεζικό, βαριά οπλισμένοι, ιππείς, παντού τοξότες, έτοιμοι με το τείχος των βελών τους να ανακόψουν την ορμή των επιτιθέμενων, στα μετόπισθεν τεράστιες εφεδρείες πεζικού.
Η πρώτη κίνηση του Δαρείου είναι να στείλει στρατεύματα προς τις υπώρειες του βουνού, ώστε χωρίς να τους καταλάβουν να πλευροκοπήσουν από τα δεξιά και να κυκλώσουν τους Μακεδόνες.
Ο Αλέξανδρος όμως έχει προνοήσει: Οι Αγριάνες και οι τοξότες του είναι ήδη εκεί. Πολεμώντας από τα υψώματα, καθηλώνουν τους εχθρούς και τους αναγκάζουν να επιστρέψουν πίσω άπρακτοι.
Η μέρα προχωρεί, η ώρα της σύγκρουσης πλησιάζει!
Στην άλλη όχθη, ο Αλέξανδρος παρατάσσει 24.000 πεζούς σε φάλαγγα βάθους μόλις 8 ανδρών σε όλο το μήκος του μετώπου και 5.000 ιππείς .
Στα δεξιά, προς την μεριά του βουνού, βρίσκονται οι υπασπιστές με τον Νικάνορα, ακολουθεί σε πλήρη ανάπτυξη η φάλαγγα των πεζεταίρων με τις εφτά τάξεις και ταξίαρχους τον Κοίνο, τον Περδίκκα, τον Κρατερό, τον Μελέαγρο, τον Πτολεμαίο, τον Σέλευκο και τον Αμύντα.
Στα αριστερά προς την μεριά της θάλασσας, είναι οι μισθοφόροι και οι σύμμαχοι νότιοι Έλληνες, πεζοί και ιππείς. Το ιππικό των Ελληνικών πόλεων και των υπόλοιπων συμμάχων ενισχύει την αριστερή πτέρυγα, όπου το γενικό πρόσταγμα έχει ο Παρμενίων.
Η εντολή του Αλέξανδρου είναι να κρατήσουν τις γραμμές τους δίπλα στην ακτή και να μην αφήσουν με τίποτε να δημιουργηθεί κενό, ώστε να μην μπορέσουν οι δυνάμεις του εχθρού να περάσουν ανάμεσα και να τους πλευροκοπήσουν.
Η κύρια δύναμη του ιππικού, Θεσσαλοί και Μακεδόνες, βρίσκονται ακόμη στο κέντρο, όμως, βλέποντας τον όγκο του περσικού ιππικού που συγκεντρώθηκε προς την μεριά της θάλασσας, ο Αλέξανδρος στέλνει τους Θεσσαλούς, που σπεύδουν πίσω από τις γραμμές, να ενισχύσουν τον Παρμενίωνα.
Οι Αγριάνες και οι τοξότες που έχουν ήδη επιστρέψει από την πρώτη επιχείρηση μαζί με δύο ίλες του μακεδονικού ιππικού παρατάσσονται στο δεξιό άκρο και έτσι το μέτωπο της ελληνικής στρατιάς είναι μεγαλύτερο σε μήκος από εκείνο των Περσών.
Στην αρχή το σώμα κινείται αργά, στον ρυθμό της φάλαγγας. Ο Αλέξανδρος καλπάζει στην πρώτη γραμμή, ενθαρρύνει τους στρατιώτες του, τους καλεί καθέναν με το όνομα του και επαινεί τα κατορθώματα τους.
Οι αντίπαλοι βρίσκονται πια σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, τους χωρίζουν μόλις 200 μέτρα.
Ο Αλέξανδρος καλπάζει προς τα δεξιά και δίνει το σύνθημα.
Επίθεση!
Οι εταίροι σπιρουνίζουν τα άλογα τους, ακολουθούν τον αρχηγό, με έναν θυελλώδη καλπασμό διασχίζουν το ποτάμι και το τείχος των βελών και αιφνιδιάζουν το αριστερό κέρας του εχθρού με την ορμή και την ταχύτητά τους.
Οι Πέρσες, πεζικό και ιππικό, υποχωρούν, οι Μακεδόνες, χτυπώντας ανελέητα, ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τα κορμιά των αντιπάλων.
Στόχος το κέντρο, όπου βρίσκεται ο Μέγας Βασιλεύς.
Την ίδια στιγμή μερικές χιλιάδες ‘κατάφρακτοι’ ιππείς του Δαρείου επιτίθενται με σφοδρότητα στα αριστερά.
Το θεσσαλικό ιππικό ανταποκρίνεται στη φήμη του, οι Έλληνες αντέχουν και κρατούν τις θέσεις τους, η προσπάθεια των Περσών να κυκλώσουν τους αντιπάλους τους από τη μεριά της θάλασσας αποτυγχάνει.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ δύσκολα για τους Μακεδόνες στο κέντρο.
Μη μπορώντας να ακολουθήσει την ταχύτητα του ιππικού, η φάλαγγα των πεζεταίρων παραπαίει στην όχθη του ποταμού, καθώς δέχεται την σφοδρή επίθεση των Ελλήνων μισθοφόρων του Δαρείου.
Ο Αλέξανδρος σπεύδει. Έχοντας εισχωρήσει βαθιά στο κέντρο του Περσικού στρατεύματος, πλευροκοπά την φάλαγγα των μισθοφόρων που αναγκάζονται να οπισθοχωρήσουν για να μην κυκλωθούν, οι σαρισοφόροι παίρνουν ανάσα και ανασυντάσσονται.
Σε όλο το μήκος του μετώπου η σύγκρουση είναι ανελέητη…
Μέχρι το απόγευμα ο Αλέξανδρος και οι εταίροι από τη μια και οι Θεσσαλοί από την άλλη καταφέρνουν να φτάσουν στο κέντρο του εχθρού, όπου βρίσκεται το άρμα με τον Μέγα Βασιλέα.
Ίσως για μια και μόνη στιγμή οι ματιές του Αλέξανδρου και του Δαρείου να συναντήθηκαν…
Όμως ο Αχαιμενίδης, βλέποντας τον κίνδυνο, αφήνει τον αδελφό του να τα βγάλει πέρα και εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης….
Ο Αλέξανδρος τον καταδιώκει, βρίσκει το βασιλικό άρμα και τα σύμβολα της εξουσίας, την ασπίδα, το τόξο και τον μανδύα του Μεγάλου Βασιλέως, αλλά ο ίδιος ο αντίπαλός του, καβάλα σε ένα άλογο, χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας.
Η άμυνα καταρρέει σε όλο το μήκος του μετώπου.
Στην άτακτη φυγή που ακολουθεί το πλήθος της στρατιάς των Περσών αποδεικνύεται θανάσιμη παγίδα.
Το χώμα γίνεται λάσπη από το αίμα, κουφάρια και βαριά λαβωμένοι κείτονται παντού.
Ο Πτολεμαίος που ακολουθεί τον Αλέξανδρο στην καταδίωξη θυμάται μια χαράδρα γεμάτη σώματα. Οι ιστορικοί μιλούν για 110.000 νεκρούς από την πλευρά του Δαρείου. Αναφέρονται 302 νεκροί Μακεδόνες, αλλά και 4000 λαβωμένοι. Κανείς δεν ξέρει πόσοι από αυτούς κατάφεραν να επιζήσουν.
Το Περσικό στρατόπεδό καταλαμβάνεται από τους Μακεδόνες.
Στα χέρια τους ανάμεσα σε πολλούς άλλους θησαυρούς πέφτει και η οικογένεια του Δαρείου, η μάνα του, η πανέμορφη γυναίκα του, ο εξάχρονος γιος του, οι δύο κόρες του και ολόκληρο το βασιλικό χαρέμι, 365 παλλακίδες, όσες οι νύχτες του χρόνου.
Η οικογένεια του Αχαιμενίδη μαθαίνει ότι βρέθηκε το άρμα και τα όπλα του βασιλιά και θρηνεί τον Δαρείο σαν νεκρό.
Ο Αλέξανδρος φροντίζει αμέσως να πληροφορηθούν ότι είναι ζωντανός και ότι οι ίδιοι δεν θα χάσουν τίποτα από τα προνόμια και τις βασιλικές τους συνήθειες
Την επομένη της μάχης, ο Αλέξανδρος, πληγωμένος ο ίδιος στον μηρό, επισκέπτεται τους τραυματίες, θάβει τους νεκρούς με μεγάλες τιμές και όλα τους τα όπλα, ευχαριστεί προσωπικά εκείνους που έδειξαν ιδιαίτερη ανδρεία και μοιράζει χρηματικά δώρα ανάλογα με τη δράση του καθενός.
Συνοδευόμενος από Εταίρους, επισκέπτεται την οικογένεια του νικημένου αντιπάλου και, όταν η Σισύγαμβις, η μάνα του Δαρείου, ταραγμένη, αντιλαμβάνεται ότι προσκύνησε σαν βασιλιά τον Ηφαιστίωνα, ο Αλέξανδρος την καθησυχάζει, λέγοντας της «Αλέξανδρος είναι και αυτός".
Και ενώ ο Δαρείος με όσους του είχαν απομείνει εξαφανίζεται προς την ανατολή για να περάσει τον Ευφράτη, που τον θεωρεί το μόνο ασφαλές όριο ανάμεσα σε αυτόν και τον διώκτη του, ο Αλέξανδρος ιδρύει δίπλα στον Πίναρο βωμούς προς τιμήν του Διός, της Αθηνάς και του Ηρακλή και δίνει εντολή να χτιστεί κοντά στο πεδίο της μάχης η πρώτη Αλεξάνδρεια, ‘Αλεξάνδρεια η εν Ισσώ’, η σημερινή Αλεξανδρέττα.
Πίσω στην Ελλάδα, οι Λακεδαιμόνιοι, παίρνοντας χρήματα και πλοία από τους ναυάρχους του Δαρείου Φαρνάβαζο και Αυτοφραδάτη, κυριεύουν για τους Πέρσες την Κρήτη, αλλά η ήττα του Δαρείου τρέπει σε φυγή τον Φαρνάβαζο που σπεύδει στη Χίο, ενώ ο σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις καταφεύγει στην Αλικαρνασσό, όπου βρισκόταν ο Αυτοφραδάτης.