Ο μικρός Αλέξανδρος, γιος του Φιλίππου από το γένος των Τημενιδών που κρατάει από τον Ηρακλή, και της Ολυμπιάδας, από το γένος των Μολοσσών της Ηπείρου, με πρόγονο τον Αχιλλέα, δεν θα μπορούσε παρά να ζει με συντροφιά τους θεούς. Μεγάλωσε σε περιβάλλον όπου τα θεία ήταν συνυφασμένα με την καθημερινότητα: ο Φίλιππος, ως βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν παράλληλα και αρχιερέας, επιφορτισμένος με την τέλεση θυσιών και άλλων λατρευτικών πράξεων, ενώ η Ολυμπιάδα προφανώς κατείχε σημαίνουσα θέση στη δημόσια λατρευτική ζωή του βασιλείου, κρίνοντας και από το παράδειγμα των προκατόχων της. Ακόμα συμμετείχε ενεργά στη λατρεία του Διονύσου, πιθανότατα ως προεξάρχουσα, μια λατρεία πολύ αγαπητή στη Μακεδονία. Ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα μάλιστα είχαν μυηθεί και στα μυστήρια των Καβείρων της Σαμοθράκης, όπου λέγεται ότι συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Από την αρχή της βασιλείας του ο Αλέξανδρος επέδειξε το βαθύ του θρησκευτικό αίσθημα, κάτι που θα τον συνοδεύσει ως το τέλος της ζωής του. «Του θείου επιμελέστατος» χαρακτηρίζεται από τον Αρριανό. Μπορεί να ονειρεύτηκε να φτάσει ως την άκρη της γης, να θέλησε να δημιουργήσει το δικό του μύθο, με κόπο, με αίμα, με πόνο και μοναξιά, μπορεί να θέλησε να παραβγεί με τους θεούς, το Διόνυσο, τον Ηρακλή, και να τους ξεπεράσει, αλλά ποτέ δεν απομακρύνθηκε από κοντά τους. Καθ’ όλη την πορεία του στην Ελλάδα και την Ανατολή είχε ως σημεία αναφοράς τα μεγάλα πανελλήνια ιερά, εκείνα που τον συνέδεαν άρρηκτα με όλους τους Έλληνες, ακόμα κι εκείνους που τον εχθρεύονταν. Με τη στάση του θα τους αποδείκνυε ότι είχαν άδικο, ότι τους ένωναν πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χώριζαν. Ο Αλέξανδρος θα ξεκινήσει παίρνοντας την ευλογία του Δία στο λαμπρό ιερό στη σκιά του Ολύμπου, στο Δίον, και μαζί του θα πάρει όλες τις παραδόσεις της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του θυσιάζει σε θεούς και ήρωες στους τόπους που φτάνει, αναστηλώνει ναούς, δίνει εντολές για την κατασκευή καινούργιων ιερών όχι μόνο στις νέες πόλεις που ιδρύει και σε άλλες που έχουν συμβολική αξία για τον ίδιο αλλά και για τους πολίτες του βασιλείου του. Σε κάθε χώρα που κατακτά επιδεικνύει πρωτοφανή για τα ήθη της εποχής σεβασμό για τη θρησκεία και τους χώρους λατρείας του κάθε λαού, θέλει να τους γνωρίσει καλύτερα και να βρει κοινά σημεία με τη δική του πίστη. Ακόμα, αναγνωρίζοντας το ρόλο που παίζει το κάθε ιερατείο στη διατήρηση της ειρήνης και της ομαλότητας, φροντίζει να παραχωρεί προνόμια ώστε όλοι να είναι ικανοποιημένοι.
Συμβουλεύεται τους θεούς, θέλει να μάθει για το μέλλον του, πηγαίνει στους Δελφούς αλλά και στη Σίβα, όπου θα αναγνωριστεί ως γιος του Άμμωνα, του θεού που ταυτίζεται με τον Δία. Έχει πάντα μαζί του τον περίφημο μάντη Αρίστανδρο από την Τελμησσό που ερμηνεύει κάθε οιωνό. Ο Αλέξανδρος τον ακούει πάντα με προσοχή, αλλά δίνει και τις δικές του ερμηνείες. Οι εξελίξεις τον δικαιώνουν. Άλλες φορές ο ίδιος θα χρησιμοποιήσει οιωνούς για να εμψυχώσει το στρατό του ή θα πει πως οι θεοί είναι ενάντιοι για να προχωρήσει στην εκστρατεία κι όχι οι άνθρωποί του που κουράστηκαν. Πριν από κάθε μάχη, πριν από κάθε διάβαση ποταμού, πριν από κάθε διάπλου θυσιάζει στους κατάλληλους θεούς: στον Ηρακλή, τον Άμμωνα, τον Δία, τον Ποσειδώνα, τους Καβείρους, ακόμα και στο Φόβο… Κι αφού ξεπεράσει τα εμπόδια τους ευχαριστεί και πάλι με τον ίδιο τρόπο. Κι όταν φτάσει στα πέρατα της οικουμένης, στην Ινδία, θα χτίσει πελώριους βωμούς για τους Ολύμπιους, σημάδι πως έφτασε εκεί που άλλος δεν είχε φτάσει.
Ο Αλέξανδρος είχε συντροφιά τους θεούς. Του έδωσαν την εύνοιά τους, η Νίκη τον είχε αγαπημένο και ο Δίας γιο. Κι εκείνος δεν θα σταματήσει να θυσιάζει και να προσεύχεται καθημερινά, σύμφωνα με τα πάτρια ήθη, μέχρι την ημέρα που έπεσε. Έγινε κι ο ίδιος θεός γιατί όσοι άνθρωποι έζησαν τα κατορθώματά του πίστεψαν στην υπεράνθρωπη δύναμή του κι οι γενιές που ακολούθησαν δεν την ξέχασαν ποτέ.
Γεννήθηκε και ανδρώθηκε στη Μακεδονίδα γη, στο βασίλειο που πορευόταν για αιώνες ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα. Στη σκιά του Ολύμπου, του βουνού που κατοικούσαν οι θεοί, οι αρχαίοι θρύλοι ζωντάνευαν και ζούσαν στο νου και την καρδιά των ανθρώπων. Η ζωή και η οργάνωση του μακεδονικού βασιλείου ακολουθούσε τα ομηρικά πρότυπα, όπου η πολεμική αρετή και η ανδρεία ήταν βασικά συστατικά για τον ηγέτη, χωρίς όμως να παραμελείται η πνευματική του καλλιέργεια. Η καταγωγή της δυναστείας των Τημενιδών από τον ίδιο τον Ηρακλή, το γιο του Δία, ήταν μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στη βασιλική οικογένεια. Άλλωστε, ήταν σύνηθες οι βασιλείς να έλκουν την καταγωγή τους από κάποιο θεό, ο οποίος προστάτευε εκείνους και την επικράτειά τους.
Ο Φίλιππος Β΄, λοιπόν, θεωρούνταν απόγονος του ημίθεου γιου του Δία. Η δε Ολυμπιάδα, η οποία καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια των Μολοσσών της Ηπείρου, λογιζόταν για απόγονος του ίδιου του Αχιλλέα. Έτσι, ο μικρός Αλέξανδρος γαλουχήθηκε με τη βαριά κληρονομιά μιας εξαίρετης καταγωγής, της οποίας ήθελε όχι μόνο να φανεί αντάξιος αλλά σκόπευε και να την ξεπεράσει με τα δικά του κατορθώματα.
Ζώντας κι ο ίδιος ανάμεσα στο ηρωικό παρελθόν και τη μακεδονική πραγματικότητα που βρισκόταν στον απόηχο των ομηρικών επών, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε παρά να χτίσει σιγά-σιγά το δικό του μύθο. Θα γινόταν ανίκητος, όπως ίσως του προφήτευσε η Πυθία στους Δελφούς, όταν λέγεται ότι την ανάγκασε να του δώσει χρησμό ενώ ήταν αποφράδες ημέρες. Θα προχωρούσε πέρα από κάθε άλλον Έλληνα βασιλιά, στα βήματα των θεών κι εκείνους πάλι ίσως και να τους ξεπερνούσε.
Εξαιρετικά σημαντική θέση στον προσωπικό μύθο που δημιούργησε ο Αλέξανδρος είχε η σύνδεσή του με την Ιλιάδα. Ήταν το αγαπημένο του ανάγνωσμα, με αυτή κοιμόταν στο προσκεφάλι του και ο ίδιος ταυτιζόταν με τον Αχιλλέα, όχι μόνο λόγω της καταγωγής του από την πλευρά της μητέρας του, αλλά και γιατί ο ήρωας αυτός ήταν αξεπέραστος στα πολεμικά του κατορθώματα. Το ρόλο δε του Πατρόκλου στη ζωή του είχε πάρει ο επιστήθιος σύντροφός του, ο Ηφαιστίωνας. Έτσι λοιπόν, πριν ακόμα διαβεί τον Ελλήσποντο, στον Ελαιούντα θυσίασε προς τιμήν του Πρωτεσίλαου, του πρώτου Αχαιού που πάτησε το ασιατικό έδαφος στην Τρωική εκστρατεία και το πλήρωσε με τη ζωή του. Με αυτόν τον τρόπο θέλησε να ευχηθεί η απόβαση των Ελλήνων αυτή τη φορά να έχει αίσια έκβαση. Αφού πέρασε στην Ασία, προχώρησε χωρίς καθυστέρηση στο Ίλιον, την περίφημη Τροία. Πρέπει να ήταν όνειρο ζωής για το νεαρό βασιλιά να πατήσει στα χώματα όπου ανδραγάθησε ο Αχιλλέας, όπου έλαβαν μέρος όλες αυτές οι επικές μάχες που τόσο γλαφυρά περιέγραφε ο Όμηρος και τροφοδοτούσαν τη φαντασία του από παιδί. Εκεί λοιπόν ο Αλέξανδρος στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα και μακάρισε τον ήρωα που είχε την τύχη να υμνήσει τα κατορθώματά του ένας ποιητής σαν τον Όμηρο, ενώ ο Ηφαιστίωνας στεφάνωσε τον τάφο του Πατρόκλου. Διοργάνωσε δε και αγώνες δρόμου στους οποίους πήρε μέρος και ο ίδιος. Στο ναό της Ιλιάδας Αθηνάς θυσίασε και αφιέρωσε την προσωπική του πανοπλία και οι ιερείς του παρέδωσαν ιερά όπλα που σώζονταν από τον Τρωικό πόλεμο, με τα οποία προπορεύονταν οι υπασπιστές του στις μάχες. Ακόμα, θυσίασε στο βωμό του Ερκείου Διός για να κατευνάσει την οργή του Πριάμου, του άτυχου βασιλιά της Τροίας που είχε σκοτώσει ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, πρόγονος κι αυτός του Αλεξάνδρου. Κι ενώ προχωρούσε η εκστρατεία, ποτέ δεν ξέχασε το Ίλιον: μετά την κατάλυση του περσικού κράτους φέρεται να έστειλε επιστολή στην πόλη με την υπόσχεση να την ανοικοδομήσει, καθώς όταν πήγε ήταν μια μικρή κώμη, να χτίσει νέο περίλαμπρο ναό για την Αθηνά και να καθιερώσει αγώνες προς τιμήν της. Ή σύνδεση και η ταύτισή του με τον Αχιλλέα δεν σταματάει στο Ίλιον. Ενδεικτικότερο όλων είναι η πιο δυσάρεστη στιγμή στη ζωή του νεαρού βασιλιά. Όταν ο Αλέξανδρος έχασε στα Εκβάτανα τον «Πάτροκλό» του, τον Ηφαιστίωνα, θρήνησε σαν τον ομηρικό ήρωα για την απώλεια του συντρόφου του και τον τίμησε με μεγαλοπρέπεια που ταίριαζε στις περιγραφές της Ιλιάδας.
Ποια ήταν τα άλλα συστατικά του μύθου που δημιούργησε ο Αλέξανδρος; Από την πορεία του οι Έλληνες δεν ήταν δύσκολο να πειστούν για την εύνοια των θεών που ευόδωναν τις προσπάθειές του, όσο παράτολμες κι αν ήταν. Η θεά Νίκη τον συντρόφευε πάντα και δεν είναι τυχαίο ότι στα χρυσά νομίσματα που έκοψε ο Αλέξανδρος εικονίζεται εκείνη στη μία όψη, φτερωτή, με στεφάνι στο ένα χέρι κι ένα ιστίο καραβιού στο άλλο. Ποιος θεός, όμως, μπορεί να συγκριθεί με το Δία, που φαίνεται ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Αλέξανδρο;
Ο νεαρός βασιλιάς σίγουρα τιμούσε τον Ολύμπιο Δία πάνω από όλους τους θεούς, πράγμα αναμενόμενο για ένα Μακεδόνα που ουσιαστικά καταγόταν από εκείνον, εφόσον ήταν απόγονος του Ηρακλή και ζούσε στη σκιά του Ολύμπου, τιμώντας τον «πατέρα θεών και ανθρώπων» στο λαμπρό ιερό του Δίου, όπου γιόρτασε και ο Αλέξανδρος την έναρξη της πανελλήνιας εκστρατείας. Στα ασημένια του νομίσματα, άλλωστε, υπογράμμισε τη θέση που κατείχε ο Δίας, ο οποίος εμφανίζεται ένθρονος στη μία όψη, με τον αετό και με σκήπτρο, ενώ στην άλλη βρίσκεται ο ημίθεος γιος του, ο Ηρακλής. Ωστόσο σημαντικό μέρος του μύθου του Αλεξάνδρου είναι και μια πιο προσωπική σχέση με το θεό Άμμωνα που απέκτησε. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Αλέξανδρος αφού στέφθηκε Φαραώ της Αιγύπτου στη Μέμφιδα προχώρησε βόρεια, ίδρυσε την Αλεξάνδρεια στις εκβολές του Νείλου κι έπειτα αποφάσισε να επισκεφθεί το μαντείο του θεού Άμμωνα που βρισκόταν στην όαση της Σίβα για να πάρει χρησμό ακολουθώντας το παράδειγμα του Ηρακλή και του Περσέα. Ο θεός Άμμων κάθε άλλο παρά άγνωστος ήταν στους Έλληνες· ο ποιητής Πίνδαρος είχε γράψει έναν ύμνο προς τιμήν του και λατρευόταν στη Θήβα, στη Χαλκιδική, στην Αθήνα. Το δε μαντείο θεωρούνταν αλάνθαστο και το κατέτασσαν τρίτο μετά τους Δελφούς και τη Δωδώνη. Παρόλο που η καταγωγή του θεού είναι αμφίβολη, ήταν μία από τις κορυφαίες θεότητες των Αιγυπτίων και λατρευόταν ιδιαιτέρως στις Θήβες. Ωστόσο φαίνεται ότι έγινε γνωστός στην Ελλάδα μέσω των Ελλήνων της Κυρήνης, στη Λιβύη, στην έρημο της οποίας βρισκόταν το μαντείο. Εκεί ο θεός λατρευόταν με τη μορφή κριού ή εμφανιζόταν ανθρωπόμορφος με κέρατα κριού στο κεφάλι. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι για τους Έλληνες ο Άμμων ταυτιζόταν με τον Δία, οπότε ονομαζόταν και Άμμων Δίας. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, έπειτα από μια επίπονη πορεία ημερών στην έρημο της Λιβύης, σε μια διήγηση που διανθίζεται με θαυμαστά γεγονότα για κοράκια ή φίδια που τον οδηγούσαν προς το ιερό όταν χανόταν, έφτασε στο Αμμώνιο. Εκεί θα συμβεί κάτι που θα σφραγίσει την πορεία του Αλεξάνδρου στην ιστορία. Οι ιερείς του ναού τον υποδέχθηκαν με τιμές και φαίνεται να τον χαιρέτησαν ως γιο του θεού ή γιο του Δία. Ο Αλέξανδρος ήδη θεωρούνταν γιος του Άμωνα-Ρα για τους Αιγυπτίους, εφόσον ήταν Φαραώ, ωστόσο αυτό που συνέβη ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Η αλήθεια είναι πως οι ιστορικοί της αρχαιότητας δίνουν διαφορετικές εκδοχές του γεγονότος αυτού, όλοι όμως συγκλίνουν στο ότι έπειτα από αυτή την επίσκεψη ο Αλέξανδρος θα αρχίσει να θεωρείται και επισήμως γιος θεού. Όταν επιστρέφει στη Μέμφιδα, η είδηση για την αναγνώρισή του έχει διαδοθεί παντού όπως φαίνεται. Δέχεται απεσταλμένους από το σπουδαίο μαντείο των Διδύμων της Μιλήτου και από τη φημισμένη Σίβυλλλα, τη μάντισσα στις Ερυθρές, που ανήγγειλαν ότι όντως ήταν γιος του Δία. Πολύ μελάνι έχει χυθεί από τους επιστήμονες στην προσπάθειά τους να διαβάσουν μέσα από τις γραμμές και να κατανοήσουν τί πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα στην όαση της Λιβύης, αλλά ίσως όλα αυτά να έχουν λίγη σημασία. Ο Αλέξανδρος δέχεται την προσφώνηση και την αναγνώριση αυτή, τη βάζει στην καρδιά του και από τότε ο Άμμωνας θα γίνει βοηθός του στην προσπάθεια να αλλάξει τον τότε γνωστό κόσμο. Θα θυσιάζει πολύ συχνά σ’ αυτόν, θα ακολουθήσει τις οδηγίες που του έδωσε για τις θυσίες που σηματοδοτούν το τέλος της εκστρατείας του στον Ινδό ποταμό, άνθρωποί του θα φτάσουν στο μαντείο να ρωτήσουν για τις τιμές που έπρεπε να αποδοθούν στο νεκρό Ηφαιστίωνα και όταν δέχθηκε απεσταλμένους από όλο τον κόσμο στη Βαβυλώνα στις τελευταίες του ημέρες, το έκανε ιεραρχικά, με εκείνους από τη Σίβα να έρχονται δεύτεροι έπειτα από αυτούς που είχαν έρθει από το ιερό του Δία της Ολυμπίας. Η σχέση του με το θεό ήταν τόσο στενή που δεν έμοιαζε καθόλου παράδοξη η ιστορική διήγηση που αναφέρει ως τελευταία του επιθυμία να ταφεί στη Σίβα. Σύντομα τα κέρατα του κριαριού θα στολίσουν το κεφάλι του Αλεξάνδρου και θα τον συνοδεύσουν στην αθανασία της μορφής του.
Ο Αλέξανδρος θα συνδέσει την πορεία του με δύο ακόμα θεούς: τον Ηρακλή και τον Διόνυσο. Ο Ηρακλής, ο προπάτορας της δυναστείας των Τημενιδών, θα απεικονιστεί αγένειος στα νομίσματα που θα κόψει ο νεαρός βασιλιάς, φορώντας τη λεοντή, μια μορφή που σύντομα θα ταυτιστεί με του ίδιου του Αλέξανδρου και θα διατηρηθεί στο χρόνο. Ο σεβασμός και η ιδιαίτερη σχέση του Μακεδόνα με τον Ηρακλή διαφαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του: ο Αλέξανδρος δεν θα παραλείψει ποτέ να θυσιάζει και να προσεύχεται σ‘ αυτόν για τη βοήθειά του και για να τον ευχαριστήσει για την προστασία του. Στην Τύρο, μάλιστα, η επιθυμία του να θυσιάσει στον Μελκάρτ, τον τοπικό θεό που ταυτιζόταν με τον Ηρακλή, ήταν η αφορμή για την πολιορκία της πόλης. Ανάμεσα στο βασιλιά και τον πρόγονό του θα αναπτυχθεί μια μορφή συναγωνισμού: ο Ηρακλής ήταν ανίκητος σύμφωνα με τη μυθολογία και τα κατορθώματά του ήταν αξεπέραστα. Ο Αλέξανδρος, ακολουθώντας τα βήματά του από το μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα ως την Ινδία, θα θελήσει κι αυτός να μείνει στην ιστορία ως ανίκητος και να εδραιώσει το μύθο του κατακτώντας περιοχές που ακόμα κι ο Ηρακλής είχε αποτύχει. Η πολιορκία και η κατάληψη της Αόρνου Πέτρας είναι ενδεικτική του πνεύματος που διακατείχε τον Αλέξανδρο, καθώς επέμεινε στην προσπάθειά του όταν έμαθε πως ο ημίθεος πρόγονός του δεν είχε καταφέρει με αυτή την πόλη, όπου έλεγαν ότι οι άνδρες λάτρευαν το θεό Κρίσνα ντυμένοι με λεοντή κι έτσι οι Έλληνες τον εξίσωσαν με αυτόν.
Η πορεία του θεού Διονύσου, σχεδόν παράλληλη με εκείνη του Ηρακλή στην ανατολή αν και προηγήθηκε, θα αποτελέσει ένα ακόμη στοιχείο για την προσωπική σύνδεση του Αλεξάνδρου με το μύθο. Ο αγαπημένος θεός της μητέρας του που έφτασε ως την Ινδία θα θέσει τα όρια για τον Αλέξανδρο, ο οποίος θα τα ξεπεράσει φτάνοντας ακόμη πιο πέρα και θα είναι περήφανος γι’ αυτό. Θα βρίσκει το θεό να έχει προπορευτεί σε πολλές περιοχές και να μοιάζει χαραγμένος στη μνήμη των Ινδών: στην Παντζάμπ είχε περάσει 6042 χρόνια πριν τον Αλέξανδρο και είχε δώσει την ανεξαρτησία στους κατοίκους. Στη δε πόλη της Νύσας, που βρισκόταν δυτικά του Ινδού ποταμού, οι κάτοικοι δεν έμοιαζαν με Ινδούς και έλεγαν πως ήταν απόγονοι των στρατιωτών του Διονύσου, ο οποίος έχτισε την πόλη τους, την προίκισε με τον ιερό κισσό που δεν φύτρωνε σε κανένα άλλο μέρος της Ινδίας και δίδαξε στους κατοίκους ένα χορό που έμοιαζε με τον ελληνικό κόρδακα! Ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες του, ακολουθώντας τα βήματα του θεού έφτασε στο γειτονικό βουνό, το Μηρό, που το όνομά του θύμιζε την τεχνητή μήτρα, το μηρό του Δία που κυοφορήθηκε ο Διόνυσος, και εκεί γιόρτασαν προς τιμήν του κι «εβάκχευσαν».
Ο Αλέξανδρος, από όπου κι αν πέρασε, άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του. Τη νικηφόρα του πορεία κανείς δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Το μύθο του δεν τον έχτισε πάνω στην καταστροφή και το αίμα των ηττημένων, αλλά πάνω στη θεμελίωση ενός νέου κόσμου με το όραμα της αρμονικής συνύπαρξης των λαών. Συνδετικοί κρίκοι σε αυτή την προσπάθεια θα γίνονταν οι θεοί, πολλοί, διαφορετικοί αλλά ίδιοι στην ουσία τους κι εκείνος μαζί, που θα υψωνόταν στη σφαίρα του θεϊκού, όντας ο άνθρωπος που με το πέρασμά του άλλαξε τη ζωή τόσων…
Μπορεί η πιο συνήθης πρακτική να ήταν η καταστροφή και η βεβήλωση των θρησκευτικών μνημείων των ηττημένων από τους νικητές, όπως έκαναν οι Πέρσες όταν ισοπέδωσαν το ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών, όμως ο Αλέξανδρος, παρότι ήταν ο εκδικητής των Ελλήνων για όσα υπέφεραν από τους Πέρσες στα Μηδικά, δεν ακολούθησε αυτή την τακτική. Και μάλιστα, όχι απλώς σεβάστηκε τους ναούς και το ιερατείο όλων των λαών από τους οποίους πέρασε, αλλά προσπάθησε να γνωρίσει από κοντά τη θρησκεία τους και την τίμησε εμπράκτως.
Ο Αλέξανδρος ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Η καταγωγή του από τον Ηρακλή και τον Αχιλλέα, η σχέση των γονιών του με την ιεροσύνη, ο τόπος και ο τρόπος που μεγάλωσε, όλα συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενός έντονου θρησκευτικού συναισθήματος, το οποίο διατήρησε ως το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ανατολή, αλλά ακόμη και στην προηγούμενη δράση, ο νεαρός βασιλιάς θα επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία το σεβασμό του στα θεία. Με θυσίες στους κατάλληλους θεούς αναλόγως με την περίσταση και συμβουλευόμενος πάντα τους οιωνοσκόπους για κάθε τι, θα προχωρήσει νικηφόρος ως τα βάθη της Ασίας. Δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει χρησμούς και οιωνούς για να ενισχύσει την πίστη των στρατιωτών του στην επιτυχή έκβαση των αγώνων τους.
Αν ακολουθήσουμε βήμα-βήμα την πορεία του νεαρού βασιλιά, δεν θα δυσκολευτούμε να εντοπίσουμε ένα πλήθος πολιτικών κινήσεων με αφορμή τη θρησκεία. Κατ’ αρχήν ο Αλέξανδρος, ως Έλληνας, μοιραζόταν με τους συμπατριώτες του το σεβασμό και την πίστη στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Μπορεί ως Μακεδόνας να είχε περισσότερο στην καρδιά του το Δία και τον πρόγονό του, τον Ηρακλή, αλλά γνώριζε πολύ καλά τη σημασία των σπουδαίων πανελλήνιων ιερών και όχι μόνο. Η επιλογή του να στείλει στο ναό της Αθηνάς, στην Ακρόπολη της αγαπημένης πόλης των Αθηνών, 300 περσικές πανοπλίες ως ανάθημα μετά την πρώτη νίκη του στο Γρανικό ποταμό, συνοδεύοντάς τα με την περίφημη αφιέρωση «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων» είναι κυρίως πολιτική: ο αρχηγός της πανελλήνιας εκστρατείας επιλέγει να τιμήσει την πολιούχο θεά της αγαπημένης του πόλης, παρά το γεγονός ότι εκεί ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που εναντιώνονται στην εξουσία του. Προχωρώντας στην Ασία θα δώσει εντολή να χτιστούν ναοί σε πόλεις με έντονο συμβολισμό, όπως έκανε στην ακρόπολη των Σάρδεων προς τιμήν του Δία. Σ’ αυτή την εκστρατεία ο Αλέξανδρος θα αναλάβει και το ρόλο του ελευθερωτή για τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας που μάταια είχαν προσπαθήσει κατά καιρούς να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό. Στην Έφεσο ο Αλέξανδρος θα διατάξει την ανακατασκευή του περίφημου Αρτεμισίου, το οποίο θρυλούταν ότι είχε καταστραφεί τη μέρα που γεννήθηκε ο ίδιος. Μπορεί οι πολίτες να μη δέχτηκαν να αφιερώσουν το ναό εξ ονόματός του «γιατί δεν ταιριάζει σε θεό να τιμά άλλον», αλλά δέχτηκαν ευχαρίστως τα προνόμια που τους παραχώρησε, σε μία ακόμα συμβολική κίνηση αναγνώρισης της σπουδαιότητας της πόλης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε αυτόν το ναό ο Απελλής θα τον ζωγραφίσει σαν τον Δία με τον κεραυνό του. Η ίδια πολιτική για την ενδυνάμωση των δεσμών με τις ελληνικές πόλεις θα ακολουθηθεί και στην Πριήνη, με την κατασκευή του ναού της Αθηνάς. Ακόμα και σε πόλεις φιλικά διακείμενες στους Πέρσες θα θελήσει να υπογραμμίσει την ύπαρξη του ελληνικού στοιχείου στην ιστορία τους, όπως για παράδειγμα στο Μαλλό όπου αφού κατέστειλε μια εξέγερση των κατοίκων, τίμησε τον Αργείο ιδρυτή της πόλης Αμφίλοχο και θα τη δει ως αποικία των προγόνων του.
Η ευσέβειά του θα του δώσει και αφορμή για την περίφημη πολιορκία και κατάληψη της Τύρου: προφασιζόμενος ότι θέλει να θυσιάσει στο ιερό του θεού Μελκάρτ, ο οποίος ταυτιζόταν με τον προπάτορά του Ηρακλή, εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των κατοίκων της πόλης που αρνήθηκαν να ανοίξουν τις πύλες και να τον δεχθούν. Μετά την κατάληψή της θυσίασε, βέβαια, στο θεό και αφιέρωσε στο θεό τον καταπέλτη που έσπασε τα τείχη της πόλης και το ιερό πλοίο των Τυρίων.
Πολύ πιο χαρακτηριστική είναι η στάση που κράτησε σε σχέση με την αιγυπτιακή θρησκεία. Όταν έφτασε στη Μέμφιδα, θυσίασε στους Αιγυπτίους θεούς και τίμησε ιδιαίτερα τον Άπι, τον ταυρόμορφο θεό, τον οποίο λέγεται ότι είχε βεβηλώσει ο Πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης όταν υποδούλωσε την Αίγυπτο. Ο Αλέξανδρος θα γίνει δεκτός ως ελευθερωτής της χώρας και θα στεφθεί Φαραώ, αποδεχόμενος ουσιαστικά την λατρεία του ως θεού, γιου του Άμωνα-Ρα, σύμφωνα με την αιγυπτιακή παράδοση. Αναστήλωσε δε το ιερό του Τούθμωσι Γ΄ στο Καρνάκ και του Αμένωφι Γ΄ στο Λούξορ. Στη νέα πόλη που θα ιδρύσει στις εκβολές του Νείλου, την Αλεξάνδρεια, θα ορίσει ο ίδιος τους χώρους που θα κτιστούν τα ιερά των θεών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και η αιγυπτιακή θεότητα Ίσιδα, η οποία δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες και η λατρεία της θα απογειωθεί κατά την ελληνιστική περίοδο.
Και η βαβυλωνιακή θρησκεία έγινε σεβαστή από το νεαρό βασιλιά. Στην πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, τη Βαβυλώνα, όπου ο Αλέξανδρος μπήκε ως ελευθερωτής, διέταξε να χτιστούν και πάλι οι ναοί που είχαν λεηλατηθεί και καταστραφεί από τον Ξέρξη, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο περίφημος ναός της Esagila και το ζιγκουράτ Etemenanki. Θυσίασε σύμφωνα με τις συμβουλές του ιερατείου στο θεό Bel Marduk και μάλιστα λέγεται ότι έπιασε το χέρι του λατρευτικού του αγάλματος, ώστε να δείξει ότι αντλεί τη δύναμή του από το θεό όπως οι παλιοί βασιλείς της Βαβυλώνας. Τα προνόμια που έδωσε στους ιερείς της πόλης ήταν μια ακόμα στρατηγικά μελετημένη κίνηση, καθώς σίγουρα δεν θα ήθελε να αφήσει πίσω του ένα δυσαρεστημένο λαό που είχε εξεγερθεί τέσσερις φορές εναντίον των Περσών. Στην επιστροφή του στη Βαβυλώνα οι ναοί δεν θα είχαν αποκατασταθεί, ίσως επειδή οι ιερείς είχαν αποφασίσει να διαχειριστούν διαφορετικά τα έσοδα από τη γη των ναών.
Το 327 π.Χ. στα Βάκτρα κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου τέθηκε το ζήτημα της προσκύνησης. Ο Αλέξανδρος είχε ήδη αποδεχθεί το γεγονός ότι είχε αναγνωριστεί ως γιος του Άμμωνα στο μαντείο της Σίβα και γνωρίζουμε ότι δεν θα ήταν ο πρώτος Έλληνας που θα δεχόταν τιμές θεού ενόσω ήταν στη ζωή. Ωστόσο, ο Αρριανός υποστηρίζει ότι οι Πέρσες της αυλής τον έπεισαν ότι είχε έρθει η ώρα να δέχεται χαιρετισμό με τον περσικό τρόπο, ο οποίος όμως χρησιμοποιούνταν για τους Έλληνες μόνο όταν απευθύνοντας σε κάποιο θεό. Παρά τις αντιδράσεις των Ελλήνων, με προεξάρχοντα τον Καλλισθένη και αντίπαλό του το σοφιστή Ανάξαρχο, ο οποίος επιχειρηματολογούσε υπέρ της καταλληλότητας του χαιρετισμού στον Αλέξανδρο, η προσκύνηση υιοθετήθηκε από την αυλή του νεαρού βασιλιά. Ίσως αυτός για τον Αλέξανδρο να ήταν μία ακόμη προσπάθεια προσέγγισης των Περσών, μια προσπάθεια να τον αναγνωρίσουν ως Μέγα Βασιλέα, κυρίαρχο της παλαιάς περσικής αυτοκρατορίας.
Στην Ινδία θα βρει τόπους που συνδέονταν με το θεό Διόνυσο αλλά και τον Ηρακλή, γεγονός που εξυπηρετούσε πολύ την ομαλότητα για την εξουσία του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πόλης Νύσας, όπου οι κάτοικοι θεωρούνταν απόγονοι των στρατιωτών του θεού Διονύσου, ο οποίος τους είχε εγκαταστήσει στην περιοχή. Αυτή τους την καταγωγή πρόβαλαν στον Αλέξανδρο μαζί με αποδείξεις για το πέρασμα του θεού από την περιοχή και βέβαια ο Μακεδόνας βασιλιάς, ο γιος της Ολυμπιάδας, πιστής ακολούθου του Διονύσου, δεν θα μπορούσε παρά να σεβαστεί την πόλη και να τιμήσει το θεό σύμφωνα με τα έθιμα της πατρίδας του. Στη χώρα αυτή θα γνωρίσει και τους Βραχμάνους, τους ιερείς των Ινδουιστών, οι οποίοι έχαιραν μεγάλου σεβασμού και επηρέαζαν σημαντικά τους γηγενείς. Ο Αλέξανδρος τους είδε για πρώτη φορά στα Τάξιλα και εντυπωσιάστηκε πολύ από την ασκητική τους ζωή, αλλά τον δέχτηκαν απαξιωτικά. Ωστόσο θέλησε να τους προσεγγίσει, να μάθει περισσότερα γι’ αυτούς, τους λεγόμενους «γυμνοσοφιστές». Έτσι έστειλε τον Ονησίκρητο, μαθητή του κυνικού φιλοσόφου Διογένη, να γνωρίσει τη φιλοσοφία τους, αλλά τους επισκέφθηκε και ο ίδιος, δεχόμενος με θαυμασμό τις απαντήσεις που έδιναν στα ερωτήματά του. Η παιδεία του Αλεξάνδρου, το πνεύμα φιλομάθειας που του είχε καλλιεργήσει ο Αριστοτέλης έβρισκε γόνιμο έδαφος στη γνωριμία με αυτόν τον άγνωστο πολιτισμό. Ένας Βραχμάνος, ο Σφίνης (ή Κάλανος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες), ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην πορεία της επιστροφής του, δίδασκε ανάμεσα στο στράτευμα και λέγεται ότι εκείνος έδωσε την ιδέα στον Αλέξανδρο να κάνει πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Βαβυλώνα. Όταν μάλιστα αρρώστησε, θέλησε να τερματίσει τη ζωή του σύμφωνα με την πίστη του, οπότε διοργανώθηκε μεγάλη τελετή όπου κάηκε ζωντανός οικειοθελώς.
Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του, στη Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος δέχτηκε πρεσβείες από τα μεγάλα ιερά, τις οποίες δέχθηκε ιεραρχικά, με πρώτη εκείνη από το ιερό του Δία της Ολυμπίας, έπειτα την πρεσβεία από το ιερό του Άμμωνα της Σίβα, από τους Δελφούς, την Κόρινθο, την Επίδαυρο και από αλλού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι πάντα στην καρδιά του Αλέξανδρου πρωτεύουσα θέση κρατούσαν οι θεοί της πατρίδας του και η ταύτισή τους με θεούς άλλων θρησκειών τον βοηθούσε να κατανοήσει καλύτερα τους λαούς, να έρθει πιο κοντά τους. Ο καθένας ήταν ελεύθερος να πιστεύει σε οποιαδήποτε θεότητα ήθελε, από όποιο πάνθεον κι αν προερχόταν αυτή. Ο εντοπισμός των κοινών χαρακτηριστικών των θεών απεικόνιζε ίσως και τη διάθεση του Αλεξάνδρου να διακρίνει τα κοινά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, όλα εκείνα που τους ένωναν κι όχι εκείνα που τους χώριζαν. Η αναγνώρισή του ως γιού του Άμμωνα-Δία και η υποδοχή του ως ηρωικού ελευθερωτή άνοιξε το δρόμο για τη θεοποίησή του. Παρότι δεν φαίνεται να επικράτησε καθολικά, τιμήθηκε ως θεός εν ζωή και τελικά η λατρεία του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας ακόμη συνδετικός κρίκος για ολόκληρη την αυτοκρατορία του.