Η παραδοσιακή σχέση του Μακεδόνα βασιλιά με τους συμπολεμιστές του, ειδικά τους πολύ κοντινούς του σωματοφύλακες και εταίρους, ήταν αυτή του ‘πρώτου μεταξύ ίσων’, που χαρακτηριζόταν από δεσμούς φιλίας και συγγένειας και προϋπέθετε αμοιβαίο σεβασμό. Αντίστοιχα, ο Μ. Αλέξανδρος έτσι αντιμετώπιζε πάντα τους εταίρους του. Αλλά στο τιτάνιο έργο του να ενώσει τα άκρα ενός αχανούς βασιλείου, σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο, συχνά παρέβλεπε ότι οι κινήσεις του ερμηνεύονταν διαφορετικά από τους ακολούθους του. Έτσι δεν είχε πάντα την αμέριστη υποστήριξη των στρατιωτικών του, όπως δείχνουν κάποιες περιπτώσεις συνωμοσίας εναντίον του.
Οι στρατηγοί του ήταν πέρα και πάνω από ικανοί ηγέτες του στρατεύματος και άξιοι συμπολεμιστές. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια εκστράτευαν μαζί, πολεμούσαν και μάτωναν άυπνοι και διψασμένοι. Με τους περισσότερους είχε μεγαλώσει μαζί, σαν αδέρφια, ενώ άλλοι ήταν σύντροφοι του πατέρα του που τον γνώριζαν από μικρό και είχαν εκτιμήσει την ανδρεία και την εξυπνάδα του. Αυτοί οι τελευταίοι θα έκαναν αναπόφευκτα μια σύγκριση με τη δράση του Φιλίππου αλλά σίγουρα το αποτέλεσμα των λίγων χρόνων με τον Αλέξανδρο θα το επισκίαζε αυτό. Έτρωγε και έπινε μαζί με όλους αυτούς, στην ίδια σκηνή και στο ίδιο επίπεδο με τους συμπολεμιστές του, όχι απομονωμένος ή υπερυψωμένος σε κάποιο δυσπρόσιτο βάθρο. Αυτό ερχόταν σε απευθείας αντίθεση με τις συνήθειες στην περσική αυλή, όπου ο βασιλιάς ήταν σε ξεχωριστό δωμάτιο, απρόσιτος, σχεδόν εξωτικός.
Μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα (330 π.Χ.) με την ολοκληρωτική επικράτηση επί του Δαρείου και την οριστική κυριαρχία στην Περσία, ο Μ. Αλέξανδρος έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να επιβάλει στους Έλληνες που τον ακολουθούσαν την προσκύνηση, δηλαδή την ιδιαίτερη ένδειξη σεβασμού προς το πρόσωπο του βασιλιά που συνήθιζαν οι Πέρσες [1]. Οι Μακεδόνες, όπως όλοι οι Έλληνες, εξίσωναν την υπόκλιση μπροστά στο βασιλιά με την απόδοση θεϊκών τιμών· η προσκύνηση ήταν πράξη άξια μόνο απέναντι σε θεούς και γι’ αυτό συχνά παρερμηνεύεται η απόφαση αυτή του Αλεξάνδρου με την επιθυμία να λατρεύεται ως θεός. Στόχος του μπορεί να ήταν να φέρει πιο κοντά τους Πέρσες με τους Μακεδόνες αξιωματούχους του, αποδεχόμενος τα έθιμα των πρώτων και χρησιμοποιώντας μια φυσική γι’ αυτούς πρακτική. Θεώρησε πως μια τέτοια πράξη θα εξομάλυνε τις εντάσεις μεταξύ των δύο λαών, αν πετύχαινε η μία ομάδα να αισθανθεί πιο οικεία με την άλλη –σε αυτό το πλαίσιο επιδοκιμάζει την υιοθέτηση περσικών συνηθειών, π.χ. από το σωματοφύλακά του Πευκέστα. Ωστόσο οι πιο παραδοσιακοί Μακεδόνες ήταν ιδιαίτερα απρόθυμοι να προσαρμοστούν στο νέο εθιμοτυπικό, επειδή δεν ήθελαν να αντιμετωπίζουν το βασιλιά τους θεωρητικά ως θεό.
Επίσης μετά από αυτή τη μεγάλη μάχη ο Μ. Αλέξανδρος έγινε στόχος συνωμοσίας από τους συντρόφους του στην εκστρατεία [2]. Αυτή αποκαλύφθηκε μεν πριν φτάσει στην απόπειρα δολοφονίας, δεν ήταν όμως ούτε η μόνη ούτε η πρώτη. Φαίνεται πως ο Φιλώτας, γενναίος πολεμιστής και έμπιστος φίλος του βασιλιά αλλά όχι πολύ δημοφιλής στους στρατιώτες, είχε πληροφορηθεί για μια επικείμενη απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά αλλά δεν το αποκάλυψε, ως όφειλε. Έτσι εκτελέστηκε και αυτός μαζί με τους συνωμότες, αλλά και ο πατέρας του Παρμενίων, στρατηγός με μεγάλη επιρροή και πολλούς συμμάχους, ως πιθανώς εμπλεκόμενος ή ακόμα επικίνδυνος για εκδίκηση.
Όπως ειπώθηκε, αυτή η συνωμοσία κατά του βασιλιά δεν ήταν η πρώτη αλλά γίνεται ιδιαίτερα σημαντική λόγω των εμπλεκόμενων προσώπων, ειδικά του πατέρα του Φιλώτα. Ο Παρμενίων είχε εμπλακεί στην αποκάλυψη μιας προηγούμενης συνωμοσίας που υποκινήθηκε από τον Αλέξανδρο από τη Λυγκηστίδα [3], στρατηγό του θεσσαλικού ιππικού. Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε πως έπρεπε να δράσει γρήγορα και να βάλει να συλλάβουν τον κατηγορούμενο –που λίγα χρόνια αργότερα εκτελέστηκε.
Λίγα χρόνια μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα και ενώ ο στρατός είχε σταματήσει στα Βάκτρα, σημειώθηκε η λεγόμενη ‘συνωμοσία των βασιλικών παίδων’, σχεδιασμένη από τους νυχτερινούς σωματοφύλακες του Αλεξάνδρου που ανήκαν σε αριστοκρατικές οικογένειες [4]. Υποκινήθηκε από τον Ερμόλαο και τον Σώστρατο, ως εκδίκηση σε μια προηγούμενη τιμωρία του πρώτου από τον Αλέξανδρο. Και αυτό το σχέδιο αποκαλύφθηκε, πλέον όμως ήταν φανερή η έντονη δυσαρέσκεια εκ μέρους κάποιων Μακεδόνων προς το πρόσωπο του βασιλιά. Τι μορφή θα έπαιρνε αυτή η δυσαρέσκεια, επρόκειτο να φανεί σύντομα.
Έτσι δεν άργησε το ξεσήκωμα των Μακεδόνων στον Ύδασπη το 327 π.Χ., όπου ο μακεδονικός στρατός μετά από έξι εξοντωτικά χρόνια πιέσεων στην εκστρατεία αντέδρασε και αρνήθηκε να συνεχίσει [5]. Με εκπρόσωπο τον Κοίνο περιγράφηκαν στον Αλέξανδρο όλα τα δεινά που είχε περάσει ως τότε ο στρατός και που τον είχαν κάνει να χάσει τις δυνάμεις και το κουράγιο του. Αυτή η στάση σηματοδότησε το τέρμα της προς ανατολάς πορείας του Αλεξάνδρου και η ένταση ήταν τέτοια, που ο βασιλιάς κατέληξε να απειλήσει τους στρατιωτικούς του πως θα συνέχιζε με στρατό ‘βαρβάρων’ αν οι Μακεδόνες έπαυαν να τον ακολουθούν. Αυτό τελικά δεν έγινε, μιας και ούτως ή άλλως ηρέμησαν τα πνεύματα και ακολούθησε συμφιλίωση.
Εδώ φαίνεται η διαφορά στην αντιμετώπιση της εκστρατείας από τον Μ. Αλέξανδρο και από τους υπόλοιπους –ειδικά τους Μακεδόνες. Το όραμα που είχε ο Αλέξανδρος δεν το μοιραζόταν κανείς άλλος μαζί του σε τέτοιο βαθμό, εκτός ίσως από τον παιδικό του φίλο Ηφαιστίωνα που τον ήξερε καλύτερα από όλους. Χωρίς τους συμπολεμιστές του να του θέτουν φραγμούς, κουρασμένοι όπως ήταν εκείνοι από τη μακρά και οδυνηρή πορεία, ο Αλέξανδρος θα έφτανε πραγματικά στα πέρατα της γης κυνηγώντας το πέρα από τα ανθρώπινα όρια όραμά του. Τι επιπτώσεις θα είχε κάτι τέτοιο για τον μετέπειτα κόσμο, το βασίλειο των Μακεδόνων και τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει, είναι αδύνατον να υποθέσουμε. Ίσως όμως χρειαζόταν και ο μεγάλος στρατηλάτης μια τέτοιου είδους αντίδραση για να αναχαιτιστεί μια πορεία που κινδύνευε να καταλήξει σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας το γόνιμο υπόβαθρο όπου πάτησε ο ελληνιστικός κόσμος.
Οι εξάρσεις της δυσαρέσκειας όμως συνεχίστηκαν. Όταν το 324 π.Χ. ο στρατός έφτασε στην Ώπη [6], ο Αλέξανδρος δήλωσε πως απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους εκείνοι οι Μακεδόνες που είχαν υπηρετήσει πολλά χρόνια και που λόγω της ηλικίας και των πολλών τραυμάτων τους δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εκστρατείας. Τους επέτρεπε να γυρίσουν ένδοξοι βετεράνοι στην πατρίδα τους. Αυτό το έκανε ως ένδειξη μεγαλοψυχίας και εκτίμησης των υπηρεσιών τους, αφού παράλληλα θα τους προσέφερε αξιοζήλευτο πλούτο, αρκετό για να ζήσουν άνετα και να προκαλέσουν στους συμπατριώτες τους την ίδια επιθυμία να συμμετάσχουν στην εκστρατεία. Ωστόσο οι Μακεδόνες δεν το εξέλαβαν έτσι. Η σταδιακή ελάττωση των τάξεων των Μακεδόνων είχε κάνει τους συμπατριώτες του Μ. Αλεξάνδρου καχύποπτους και πλέον πίστευαν πως ο βασιλιάς τους τούς απαξίωνε.
Η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν σε προηγούμενες πράξεις και καταστάσεις, κυρίως όταν από το 331 π.Χ. σταμάτησαν να φθάνουν οι ενισχύσεις του στρατού από την Ελλάδα και ο Μ. Αλέξανδρος βασιζόταν όλο και περισσότερο σε στρατιώτες και αξιωματικούς από την Ασία. Επιπλέον ο Αλέξανδρος εισήγαγε σταδιακά ένα νέο εθιμοτυπικό και συνήθειες στη διακυβέρνηση και στις σχέσεις του με τους υπηκόους του, Έλληνες και μη [7]. Διάφορες επιλογές παρόμοιου σκεπτικού σκανδάλιζαν τους συντηρητικούς Μακεδόνες: ασιατικά στοιχεία στην ενδυμασία του, η απαίτηση για την προσκύνηση, που ειπώθηκε ήδη, και ακόμα περισσότερο η εισαγωγή Περσών στις τάξεις του ιππικού.
Μια ακραία έκφραση αυτής της δυσαρέσκειας για την φαινομενική εγκατάλειψη των μακεδονικών εθίμων εκ μέρους του Μ. Αλεξάνδρου ήταν ένα επεισόδιο που στα μάτια των μετέπειτα ιστορικών αμαύρωσε την εικόνα του Μακεδόνα βασιλιά. Το καλοκαίρι του 328 π.Χ. ήδη, όταν ο στρατός ξαπόσταινε στη Σαμαρκάνδη, σημειώθηκε ένα αιματηρό επεισόδιο σε ένα γλέντι μεταξύ του βασιλιά, των εταίρων του και άλλων Ελλήνων. Παρασυρμένοι ίσως από το ποτό, απαραίτητη διασκέδαση και καταφύγιο από τις κακουχίες και την ένταση της εκστρατείας, ο Μ. Αλέξανδρος άρχισε να διαπληκτίζεται με τον Κλείτο, που στο Γρανικό ποταμό του είχε σώσει τη ζωή και που ήταν αδερφός της τροφού του –κατά τους ιστορικούς. Αυτός εκπροσώπευε σε αυτό το περιστατικό την αντίθεση για το ότι ο Αλέξανδρος εγκατέλειπε το συντηρητισμό της πατρίδας του και αποδεχόταν βαρβαρικά έθιμα, παράλληλα τρέφοντας τη μεγαλομανία του. Η διένεξη ωστόσο ήταν κυρίως προσωπικής φύσης, γι’ αυτό πήγε τόσο μακριά που ο Κλείτος να προκαλεί ακατάπαυστα τον Μ. Αλέξανδρο και εκείνος να απαντήσει όχι με λόγια αλλά με τη σάρισα.
Αλλά ο Αλέξανδρος ζούσε κάθε περίσταση με ακραίο πάθος, για καλό και για κακό. Η σχέση του με τους εταίρους και όλους τους συντρόφους του ήταν εμπνευσμένη από τα ομηρικά έπη και όχι από πραγματικές καταστάσεις. Για έναν ήρωα των επών οι αντιδράσεις δεν μπορούν να είναι αυτές ενός μετρημένου ανθρώπου. Έτσι και με ακραία αντίδραση αυτοτιμωρείται μετά το ντροπιαστικό γεγονός –όπως και ο ίδιος το αναγνώρισε ότι ήταν. Πρώτα επιχειρεί να αφαιρέσει ο ίδιος τη ζωή του, καταλήγει όμως να κλειστεί για τρεις μέρες απομονωμένος στη σκηνή του, χωρίς να τρώει και να πίνει, πενθώντας μέχρι να πειστεί από τους συντρόφους του να επανέλθει. Το επεισόδιο με τον Κλείτο ξεπερνιέται ως μια αναγκαία ίσως θυσία στο βωμό της προόδου, ώστε να μη μείνει ο κόσμος του Αλεξάνδρου στάσιμος από το βάρος της μακεδονικής συντηρητικής παράδοσης.
Και έτσι συνέχισε η εκστρατεία και η ιστορία που αυτή έγραφε. Μετά την άφιξη στα Σούσα, όπου και πραγματοποιήθηκαν οι περίλαμπροι γάμοι ανάμεσα σε Μακεδόνες και Ασιάτισσες –άλλη μία αφορμή για δυσαρέσκεια ήταν το περσικό εθιμοτυπικό των γάμων-, εισήχθηκαν 30.000 νεαροί Πέρσες, οι επίγονοι, στο μακεδονικό στρατό για να εκπαιδευτούν στα όπλα και τις τεχνικές της μακεδονικής φάλαγγας [8]. Μαζί με αυτούς δέχτηκε και το μακεδονικό ιππικό Πέρσες στις τάξεις του. Ο Αλέξανδρος δεν παρέλειπε να παινεύει την αξία των επιγόνων. Όμως οι Μακεδόνες άρχισαν να αισθάνονται πλέον ότι δεν είναι αναντικατάστατοι και ότι ο βασιλιάς τους θα πραγματοποιούσε την απειλή που ξεστόμισε στην προηγούμενη ανταρσία στον Ύδασπη.
Έτσι όταν απολύθηκαν οι Μακεδόνες βετεράνοι στην Ώπη, όλοι νόμιζαν πως είχε έρθει η στιγμή που Ασιάτες θα υποσκέλιζαν και θα αντικαθιστούσαν τους συνοδούς του βασιλιά από την πατρίδα σε όλη τη διάρκεια της εξοντωτικής αλλά ένδοξης εκστρατείας. Η αντίδραση του βασιλιά ήταν αναγκαστικά σκληρή –δεν θα μπορούσε να επιτρέψει προδοτικές τάσεις απέναντί του. Οι πρωτεργάτες της ανταρσίας συνελήφθηκαν για να εκτελεστούν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος απευθύνθηκε στο στρατό του υπερασπιζόμενος το όραμα του πατέρα του Φιλίππου, στον οποίο χρωστούσαν το ότι ζούσαν πλέον σε οργανωμένες πόλεις, και το δικό του που τους πρόσφερε όλη την οικουμένη και τον πλούτο της για πατρίδα.
Οι εκδηλώσεις πάθους ήταν συχνές ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τους συμπολεμιστές του και δεν έλειπαν κατά περιπτώσεις και τα δάκρυα, πράγμα που δείχνει τη στενή προσωπική σχέση που τους έδενε. Έτσι έγινε και σε αυτήν την περίπτωση: πρώτα ο Αλέξανδρος απομονώθηκε στη σκηνή του και αρχικά δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον δει, έπειτα δέχτηκε μόνο Πέρσες αξιωματούχους στους οποίους επέτρεψε να τον φιλήσουν. Οι Μακεδόνες ανήσυχοι στάθηκαν μπροστά στη σκηνή του Αλέξανδρου και ορκίστηκαν πως δεν θα εγκατέλειπαν τη θέση τους μέχρι να τον συμφιλιωθούν. Ο βασιλιάς συγκινήθηκε από αυτήν την κίνηση και δέχτηκε τη συγγνώμη τους, ανανεώνοντας τους δεσμούς φιλίας και αδερφοσύνης που πάντα χαρακτήριζαν τη σχέση του Μακεδόνα βασιλιά με τους υπηκόους του. Έτσι το επεισόδιο έληξε με νίκη του Αλέξανδρου, καθώς τελικά δέχτηκαν οι Μακεδόνες την απόφασή του για απόλυση των βετεράνων· και επομένως έληξε με νίκη της προοδευτικής σκέψεις επί του συντηρητισμού μιας βαθιά παραδοσιακής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο της ιδιαίτερης σχέσης που διατηρούσε ο βασιλιάς με τους εταίρους του ήταν και η ηρωοποίησή τους μετά το θάνατό τους. Ο Ηφαιστίωνας θάφτηκε και τιμήθηκε ως ήρωας στη Βαβυλώνα, με θυσίες και ένα μνημείο πυράς που κόστισε 10.000 τάλαντα –ποσό διόλου ευκαταφρόνητο αλλά απολύτως αρμόζον για έναν ήρωα που ανήκε στο βασιλικό περίγυρο. Και όπως έγινε στην ταφή του Πατρόκλου από τον Αχιλλέα, έτσι ο βασιλιάς προσέφερε τις πρώτες σπονδές στον ήρωα αγαπημένο του φίλο.
Αυτές οι συναισθηματικές εξάρσεις δεν πρέπει να μας παραξενεύουν σήμερα, αφού ήταν το συνδετικό υλικό στη μακεδονική κοινωνία. Ωστόσο οι αντιπαραθέσεις με τους ίδιους τους συμπατριώτες, φίλους και συμπολεμιστές του σίγουρα έδειξαν στον Αλέξανδρο πως το όραμά του θα υλοποιούνταν δύσκολα. Η ιδέα ενός κόσμου ενωμένου και σε αρμονία, όπου οι λαοί θα ήταν ίσοι και θα κρίνονταν όχι από την καταγωγή τους αλλά από την αρετή τους, είχε ακόμα πολύ δρόμο για να πραγματοποιηθεί. Στο μεταξύ όμως ο μεγάλος στρατηλάτης δεν έπαψε θα μοχθεί για να φέρει πιο κοντά τους δύο λαούς αλλάζοντας τη συμπεριφορά του και την ίδια την εικόνα του απέναντι στους Πέρσες, τους οποίους σταδιακά ενέταξε ως φίλους στο βασίλειό του.