Ο στρατηγός Αλέξανδρος
Η πολιτική του Αλέξανδρου
Αλέξανδρος κτίστης. Η κοινωνική και οικονομική πολιτική του Κοσμοκράτορα
Ο Αλέξανδρος και οι Θεοί
Πολιτισμός
Η διαχείριση της εικόνας του εν ζωή
Ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες
Ο Αλέξανδρος και οι άλλοι Έλληνες
Ο Αλέξανδρος και οι αντίπαλοι

Η πολιτική του Αλέξανδρου

Η πολιτική του Αλέξανδρου

Σύμφωνα με την μακεδονική παράδοση, ο βασιλιάς έπαιρνε τις αποφάσεις για τη διοίκηση του κράτους και τη διεξαγωγή πολέμων μαζί με τους εταίρους του, τους πιστούς του φίλους και συμβούλους. Πάντα τον τελευταίο λόγο είχε ο βασιλιάς, ωστόσο η εξουσία των εταίρων και όλων των Μακεδόνων ήταν μεγάλη αφού από αυτούς ανακηρυσσόταν ο ηγεμόνας στα βασίλεια της πρωτεύουσας και επικυρωνόταν η εξουσία του.

Ο Μ. Αλέξανδρος διατήρησε αυτήν την οργάνωση και ιεραρχία στο νέο του βασίλειο. Οι πιο κοντινοί του άνθρωποι τοποθετήθηκαν διοικητές των σωμάτων του στρατού και των κρατικών υπηρεσιών, π.χ. του βασιλικού ταμείου, αλλά και των διοικητικών περιοχών. Ρόλο δικαστή είχε στην εκστρατεία, όπως και στην πατρίδα, το ‘κοινό των Μακεδόνων’, όλοι δηλαδή οι Μακεδόνες στρατιώτες. Η εξουσία στο νέο κράτος ήταν κινητή, δηλαδή δεν είχε συγκεκριμένη έδρα αλλά επικεντρωνόταν πάντα στα πρόσωπα του βασιλιά και των άμεσων συμβούλων του και τους ακολουθούσε στα πέρατα του βασιλείου.

Σε όλη την εκστρατεία ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν ως ‘ηγεμών των Ελλήνων’ και απελευθερωτής των ελληνικών πόλεων. Οι επιχειρήσεις του χρίστηκαν εκστρατεία εκδίκησης για τα δεινά των Περσικών πολέμων του προηγούμενου αιώνα και ο ρόλος του ήταν να απαλλάξει τις ελληνίδες πόλεις από τον περσικό ζυγό. Και ως ελευθερωτής αναγνωρίστηκε ο Μ. Αλέξανδρος από τις περισσότερες ελληνικές πόλεις από τις πρώτες κιόλας μάχες. Ο νέος βασιλιάς αποδείχτηκε έμπρακτος υποστηρικτής της δημοκρατίας σε αυτές τις περιοχές. Προβάλλοντας μια εικόνα αντίθετη από αυτήν που είχαν δημιουργήσει οι Πέρσες και οι ευνοούμενοί τους στις ελληνίδες πόλεις, που υποστήριζαν την ολιγαρχία και κρατούσαν τις περιοχές σε θέση υποτέλειας με την επιβολή φόρων, μπόρεσε ο Αλέξανδρος να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των πολιτών. Για τον ίδιο αυτό σήμαινε ασφάλεια στη συνέχεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι πόλεις βοήθησαν άμεσα και έμμεσα στη συνέχεια αυτού του έργου, με χρήματα και άντρες που παρείχαν οι ίδιες ως εισφορά στην εκστρατεία και με την αντιμετώπιση του ο περσικού κινδύνου από τη μεριά της θάλασσας.

Στη διοίκηση του κράτους ως συνόλου αλλά και των μεμονωμένων πόλεων ο Μ. Αλέξανδρος φέρθηκε έξυπνα διατηρώντας τα στοιχεία του περσικού κράτους που αναγνώρισε πως ήταν λειτουργικά και αλλάζοντας ό,τι χρειαζόταν ώστε να ωφελείται καλύτερα το νέο του κράτος. Διατήρησε τη διοικητική διαίρεση σε σατραπείες αλλά τοποθέτησε Μακεδόνες σατράπες στη θέση Περσών, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της εκστρατείας, και έκανε τη διοίκηση πιο συγκεντρωτική. Οι άρχοντες αυτοί εξαρτιόνταν πλέον απευθείας από το βασιλιά και δεν είχαν στην άμεση δικαιοδοσία τους τις ημιαυτόνομες πόλεις του βασιλείου. Ακόμα και όπου διατηρούσε Πέρσες στα αντίστοιχα αξιώματα, το έκανε με άτομα που έκρινε πως μπορούσε να εμπιστευτεί, αφήνοντας πάντα παράλληλα και κάποιον Μακεδόνα στρατηγό στην ίδια περιοχή.

Η στάση του Μ. Αλεξάνδρου απέναντι στους Πέρσες άλλαξε όμως σταδιακά. Από τη μάχη του Γρανικού ως την καθοριστική μάχη των Γαυγαμήλων πέρασε αρκετός καιρός και σίγουρα ωρίμασε η σκέψη του μεγάλου στρατηλάτη. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν ακολούθησε την οδηγία του δασκάλου του Αριστοτέλη να αντιμετωπίζει τους ‘βαρβάρους’ σαν να ήταν ζώα ή φυτά. Αντίθετα, διαπίστωσε πως για να γίνει βασιλιάς όλης της Ασίας έπρεπε να αγκαλιάσει όλους τους λαούς της σαν να ήταν δικοί του άνθρωποι. Από ελευθερωτής των Ελλήνων από τον περσικό ζυγό έγινε ο πρώτος πολίτης της Οικουμένης, της ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης πολιτισμών.

Σχετικά με τις υπάρχουσες ελληνικές πόλεις στη Μ. Ασία όχι μόνο σεβάστηκε τη δομή τους, ως ελεύθερες δημοκρατικές πόλεις, αλλά ίδρυσε νέες στα ίδια πρότυπα και με έμπνευση τις αντίστοιχες της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αυτές οι νέες ιδρύσεις και οι επανιδρύσεις αποτελούσαν τα κέντρα στο νέο δίκτυο πολιτισμού που απλωνόταν σε ολόκληρο το αχανές βασίλειο και συνέδεε όλους τους ανθρώπους της Οικουμένης. Η ομοιότητα στην οργάνωση με τις παλαιές ελληνικές αποικίες επεκτεινόταν και στην αυτονομία τους, πάντα βέβαια στο πλαίσιο μιας μοναρχικής κυβέρνησης, στο βαθμό δηλαδή που ρύθμιζαν τις εσωτερικές τους υποθέσεις χωρίς να αντιτίθενται στη βούληση του ηγεμόνα και με την δυνατότητα εκ μέρους του βασιλιά να επέμβει άμεσα σε αυτές. Η διατήρηση της δημοκρατίας και της αυτονομίας των πόλεων είχε στόχο να εξασφαλίσει πως οι Έλληνες πολίτες θα τον υποστηρίξουν, βλέποντας σε αυτόν το αντίθετο του Πέρση δυνάστη.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συντέλεσαν στο να επιτύχει ο Μ. Αλέξανδρος έναν αξιοθαύμαστο άθλο: να οργανώσει και να ελέγξει ένα τόσο μεγάλο και τόσο ανομοιογενές βασίλειο όπως αυτό που κληρονόμησε από το Αχαιμενιδικό κράτος και που μεγάλωσε με τις δικές του πολεμικές επιχειρήσεις.

Ηγεμόνας και εταίροι

Η αξία ενός βασιλιά δεν φαίνεται μόνο στα έργα και στο ήθος του ίδιου αλλά και στους ανθρώπους που επιλέγει να τν περιβάλλουν και να τον υποστηρίζουν. Σύμφωνα με την μακεδονική παράδοση, η σχέση του βασιλιά με τους εταίρους του, τους φίλους, συμβούλους και συμπολεμιστές του, ήταν ως πρώτος μεταξύ ίσων. Μαζί έπαιρναν τις αποφάσεις για τη διοίκηση του κράτους και τη διεξαγωγή πολέμων. Πάντα τον τελευταίο λόγο είχε ο βασιλιάς, ωστόσο και η εξουσία του λαού ήταν μεγάλη αφού από αυτόν ανακηρυσσόταν ο ηγεμόνας.

Ο Μ. Αλέξανδρος διατήρησε αυτήν την παράδοση και την ιεραρχία στο βασίλειο που δημιούργησε στη θέση της Περσικής αυτοκρατορίας. Οι πιο κοντινοί του άνθρωποι ήταν οι διοικητές των σωμάτων του στρατού και υπεύθυνοι για τις διάφορες υπηρεσίες του κράτους. Μαζί με αυτούς και με όλο το σύλλογο των Μακεδόνων δίκαζε τις σοβαρές υποθέσεις που έχρηζαν της προσοχής του, όπως π.χ. περιπτώσεις προδοσίας. Και ειδικά στην αρχή της εκστρατείας οι εταίροι ήταν αυτοί που αναλάμβαναν τη διοίκηση των σατραπειών του πρώην Αχαιμενιδικού κράτους.

Αυτή η διοικητική εξουσία ήταν βέβαια κινητή, μιας και στα χρόνια της εκστρατείας δεν υπήρχε πρωτεύουσα του κράτους. Η έδρα της βασιλικής εξουσίας ήταν όπου τύχαινε να βρίσκεται το κέντρο του βασιλείου ανά πάσα στιγμή: δηλαδή ο ίδιος ο Μ. Αλέξανδρος με το συμβούλιό του.

Ο Μ. Αλέξανδρος καταγόταν από μια περιοχή με μακρά παράδοση στη μοναρχία. Η εξουσία του βασιλιά πήγαζε κυρίως από τους εταίρους του –τους συμπολεμιστές, φίλους και συμβούλους του Μακεδόνα μονάρχη. Παράλληλα πήγαζε και από όλο τον μακεδονικό λαό, μιας και αυτός σύσσωμος είχε την εξουσία και την ευθύνη να αναδεικνύει και να αποδέχεται το βασιλιά του κράτους. Έτσι λοιπόν ο βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν απόλυτος ηγεμόνας σε έναν λαό που τον δεχόταν πρόθυμα και εξουσίαζε με τη βοήθεια έμπιστων συμβούλων με τους οποίους είχε προσωπικό δεσμό.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας έγινε πιο έντονη η σύνδεση της εξουσίας του βασιλιά με τα στενά πρόσωπα που τον περιέβαλλαν παρά με τη χώρα από την οποία προήλθε η βασιλική εξουσία. Αυτά τα πρόσωπα προέρχονταν αρχικά από το σώμα του μακεδονικού στρατού, αργότερα όμως, όπως επρόκειτο να φανεί, μπορούσαν να προέρχονταν ακόμα και από τον αντίπαλο.

Η εξουσία του Μ. Αλεξάνδρου δεν είχε μια περιοχή ή μια πόλη ως έδρα. Αντίθετα η έδρα της ήταν κινητή, καθώς επικεντρωνόταν στον Αλέξανδρο και στους συμβούλους του. Δεν υπήρχε πρωτεύουσα του βασιλείου του Αλεξάνδρου, το κέντρο ήταν ο ίδιος. Μόνο το γενικό θησαυροφυλάκιο του κράτους είχε μόνιμη έδρα, στα Εκβάτανα πρώτα και στη Βαβυλώνα αργότερα. Η ισχύς του δεν συνδεόταν πλέον με έναν τόπο ή ένα λαό αλλά προσαρμοζόταν σε άλλες τοπικές παραδόσεις μοναρχίας.

Αυτή η κινητή κεντρική εξουσία ήταν άριστα οργανωμένη, με τον ίδιο το βασιλιά στην κορυφή και τους έμπιστους συμβούλους του ακριβώς κάτω του, να τον υποστηρίζουν και να τον ενισχύουν. Οι σύμβουλοι προέρχονταν βέβαια από το σώμα του στρατού, όπως είναι λογικό να συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας. Άλλωστε και η ίδια η παράδοση της Μακεδονίας, όπου το βασιλιά περιέβαλλαν οι εταίροι και συμπολεμιστές του, επέβαλλε ακριβώς αυτό.

Υπό τον Μ. Αλέξανδρο λειτουργούσαν δύο όργανα εξουσίας. Το πρώτο ήταν ο ‘ξύλλογος’ ή η ‘βουλή’ των εταίρων ή ‘φίλων’· το δεύτερο ήταν η μεγαλύτερη συνέλευση όλων των Μακεδόνων που τον ακολουθούσαν στην εκστρατεία, το ‘κοινό των Μακεδόνων’. Αυτό το δεύτερο σώμα είχε στη Μακεδονία την εξουσία να επικυρώνει την ανάδειξη του νέου βασιλιά, για την οποία δεν αρκούσε το κληρονομικό δικαίωμα –έτσι ανακηρύχθηκε ο Μ. Αλέξανδρος ‘βασιλεύς της Ασίας’ μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα. Επίσης μπορούσε να εκδικάζει υποθέσεις για τις οποίες προβλεπόταν η θανατική ποινή.

Επειδή ίδιος ο Αλέξανδρος δεν έδινε σημασία στα υλικά αγαθά και δεν τον είχε διαφθείρει η εξουσία, είχε θέσει υψηλά τον πήχη για την ηθική των εταίρων του. Είχε την απαίτηση από τους έμπιστους συμβούλους του, στους οποίους συχνά ανέθετε τη διοίκηση όχι μόνο σωμάτων του στρατού αλλά και περιοχών, να είναι το ίδιο αδιάφθοροι και αδιάβλητοι από την εξουσία και το χρήμα και να είναι δίκαιοι και ενάρετοι. Γι’ αυτό όποτε πληροφορούταν για βιαιοπραγίες, αδικίες και λεηλασίες εκ μέρους των διοικητών του, το θεωρούσε φοβερό παράπτωμα και έσπευδε να επιβάλλει σκληρή τιμωρία.

‘Γραμματέας’ ήταν ένας από τους εταίρους, ο Ευμένης από την Καρδία της Θρακικής Χερσονήσου, που ήδη από την εποχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄ κατείχε αυτή τη θέση. Ως άριστος χειριστής του λόγου είχε υπ’ ευθύνη του όλη την αλληλογραφία και τα έγγραφα του βασιλιά, δουλειά στην οποία ο Αλέξανδρος τον εμπιστευόταν απόλυτα και γι’ αυτό είχε καταλήξει να τον ζηλεύουν οι υπόλοιποι της τάξης των εταίρων. Αυτός μαζί με τον Διόδοτο κατέγραφε όλες τις κινήσεις του βασιλιά και του στρατού στις λεγόμενες ‘Βασιλικές Εφημερίδες’: στρατιωτικές επιχειρήσεις, διπλωματικά γεγονότα, παρατηρήσεις σχετικές με τον πολιτισμό και τα ήθη των λαών που γνώριζαν, όλα όσα συναντούσαν και σχεδίαζαν σε αυτήν την πολυετή εκστρατεία. Γλώσσα του κράτους ήταν τα ελληνικά, μάλιστα η αττική διάλεκτος, όχι όμως χωρίς εξαιρέσεις για όσους δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα· αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όταν άρχισε ο Μ. Αλέξανδρος να τοποθετεί και ντόπιους σε θέσεις αξιωματούχων.

Τα οικονομικά του κράτους διαχειριζόταν από τα Εκβάτανα ο Άρπαλος, παιδικός φίλος του βασιλιά. Αυτός τον πρόδωσε πικρά, μεταφέροντας το βασιλικό θησαυρό μαζί του στη Βαβυλώνα και επιδιδόμενος σε μια ζωή όλο πολυτέλεια και σπατάλη, εις βάρος του κρατικού πλούτου. Τόσο μακριά έφτασε στην προδοσία του, που προτίμησε να επιχειρήσει να υποκινήσει επανάσταση κατά του Μ. Αλεξάνδρου από το να αντιμετωπίσει την οργή του. Μετά τη δολοφονία του από έναν δικό του αξιωματούχο, θησαυροφύλακας ορίστηκε ο Αντιμένης από τη Ρόδο.

Άλλη θέση, στρατιωτικής ισχύος, ήταν αυτή του επικεφαλής του ιππικού των συμμάχων, στην ο Αλέξανδρος οποία τοποθέτησε τον Ερίγυιο. Τον αδερφό του Λαομέδοντα κατέστησε υπεύθυνο των αιχμαλώτων πολέμου, μιας και αυτός ήταν δίγλωσσος και ήξερε περσικά. Τον Νέαρχο γιο του Ανδρότιμου τοποθέτησε ως σατράπη της Λυκίας και των γειτονικών περιοχών.

Όσο στενές και να ήταν οι σχέσεις μεταξύ βασιλιά και εταίρων όμως, δεν έλειπαν οι μεταξύ τους προστριβές. Οι Μακεδόνες άρχισαν να δυσανασχετούν από την εισαγωγή ασιατικών εθίμων στην άσκηση της εξουσίας, ‘βαρβαρικών’ κατά τους ίδιους, όπως ήταν η περσική ενδυμασία του βασιλιά και το εθιμοτυπικό της ‘προσκύνησης’ προς το πρόσωπο αυτού. Ωστόσο ο Αλέξανδρος πάντα μοχθούσε να διατηρήσει την ισορροπία στις διαπροσωπικές του σχέσεις, με τη λογική αλλά και με δώρα σε όσους εταίρους είχαν παράσχει σημαντικές υπηρεσίες και είχαν επιδείξει ανδρεία, π.χ. στον Πευκέστα και στο Λεοννάτο που τον προστάτευσαν στη μάχη, στο Νέαρχο που έπλευσε τη μεγάλη θάλασσα από την Ινδία, στον Ηφαιστίωνα και τους άλλους σωματοφύλακες για τις υπηρεσίες τους.

Ο βασιλιάς χρειαζόταν τους συμβούλους του για να οργανώνει το απέραντο κράτος, να τον υποστηρίζουν και να τον προστατεύουν στη μάχη και στη διπλωματία. Με όλους είχε και προσωπικό δεσμό, αφού ήταν συχνά παιδικοί του φίλοι με τους οποίους είχε μαθητεύσει και εκπαιδευτεί στη Μακεδονία. Μαζί με αυτούς αποτελούσε τον βασικό πυρήνα της εξουσίας του απέραντου κράτους του.

Απελευθέρωση πόλεων

Η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας από τον περσικό ζυγό ήταν ο αρχικός σκοπός ή καλύτερα η πρόφαση για τη διεξαγωγή της εκστρατείας. Ωστόσο πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο πως η κατάκτηση όλης της Περσικής αυτοκρατορίας ήταν εξαρχής ο βασικός στόχος του Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί ο βαθμός οργάνωσης και προετοιμασίας του πριν ξεκινήσει για το ταξίδι και τον πόλεμο. Οι μικρασιατικές πόλεις που αποτελούσαν από αιώνες κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της εικόνας του βασιλιά ως ελευθερωτή και φορέα πολιτισμού.

Στρατηγικά ήταν μια κίνηση απαραίτητη για την εξασφάλιση της ομαλής συνέχειας της εκστρατείας. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να θέσει υπό τον έλεγχό του τα μικρασιατικά παράλια και μαζί με αυτά το Αιγαίο, ώστε να μπορεί να κινείται ο δικός του στόλος χωρίς τον κίνδυνο του αντίπαλου περσικού. Έτσι με την κατάκτηση των μικρασιατικών παραλίων υπό όρους ευνοϊκούς για τις πόλεις περιόρισε τις κινήσεις των Περσών χωρίς να αναγκαστεί να χάσει από τη δύναμη του δικού του στρατού.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μ. Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία και τα έθιμα των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Ήθελε να θεωρείται και από αυτούς τους Έλληνες ‘ηγεμών των Ελλήνων’, όπως ανακηρύχθηκε ο πατέρας του στο συνέδριο της Κορίνθου. Για το λόγο αυτό απέφευγε να τοποθετεί φρουρά στις ελληνικές πόλεις του κράτους του, η οποία θα παρέπεμπε σε δύναμη κατοχής, και καταργούσε τους φόρους υποτέλειας που οι πόλεις έπρεπε προηγουμένως να πληρώνουν στους Πέρσες. Βέβαια ο Αλέξανδρος εδώ φρόντισε να μη χάσει μια τέτοια σημαντική πηγή εσόδων για το στρατό. Οι φόροι υποτέλειας μετονομάστηκαν σε ‘συνεισφορές’ και ορίστηκαν για μικρό διάστημα, όσο θα διαρκούσε η εκστρατεία. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας γενικά για όσες περιπτώσεις διαγγελλόταν η κατάργηση του προηγούμενου φόρου προς τον Πέρση μονάρχη.

Πρέπει ακόμη να τονιστεί πως ελευθερία για τις πόλεις δεν σήμαινε τίποτα παραπάνω από μια σχετική αυτονομία πάντα εντός του βασιλείου του Αλεξάνδρου και με άμεση εξάρτηση από τον ίδιο το βασιλιά. Η αυτονομία των πόλεων βρήκε έκφραση και στο πολίτευμα που τις χαρακτήριζε. Τακτική του Μ. Αλεξάνδρου ήταν να ανατρέπει τις ολιγαρχίες και να επαναφέρει τη δημοκρατία στις απελευθερωμένες πόλεις, διατηρώντας αυτονόητα το δικαίωμα επέμβασης στις πολιτικές υποθέσεις.

Έτσι λοιπόν ως ελευθερωτής μπήκε στις πόλεις της Μ. Ασίας με πρώτη την Έφεσο. Εκεί οι ολιγαρχικοί είχαν μείνει ανυπεράσπιστοι μετά τη μάχη του Γρανικού, αφού τους εγκατέλειψε η μισθοφορική φρουρά. Ο Αλέξανδρος επανέφερε τη δημοκρατία και μαζί με το πολίτευμα και τους πολιτικούς εξόριστους. Οι δημοκρατικοί έφτασαν στο σημείο να λιντσάρουν τους ηττημένους ολιγαρχικούς, πράγμα που προς τιμήν του σταμάτησε ο Αλέξανδρος πριν πάρει υπερβολικές διαστάσεις. Οι φόροι που έπρεπε να καταβάλλονται στον Πέρση σατράπη πλέον αποδίδονταν στη θεά Άρτεμη και αυτά τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για να αποκαταστήσουν το μεγαλείο του Αρτεμισίου. Η απελευθέρωση της πόλης εορτάστηκε κατάλληλα, με θυσίες και πομπή προς τιμήν της προστάτιδας θεάς Αρτέμιδος.

Ειδικά χάρη στη συμπεριφορά του απέναντι στους Εφεσίους, ο Αλέξανδρος άρχισε να απολαμβάνει τιμές που κανονικά θα αποδίδονταν σε θεούς. Για την ανοικοδόμηση του ναού της Αρτέμιδος ο ζωγράφος Απελλής απεικόνισε τον Αλέξανδρο ένθρονο να κρατά τον κεραυνό του Δία. Όπως και να έχει, ο Μακεδόνας βασιλιάς παντού σεβόταν τις τοπικές λατρείες ως την τελευταία τους λεπτομέρεια. Στην Πριήνη, την οποία κατέλαβε μεν, απάλλαξε όμως από τη βασιλική φορολογία και κατέστησε επίσης δημοκρατική, φρόντισε επίσης για την ανοικοδόμηση του ναού της Αθηνάς. Αυτή η πόλη, μισό αιώνα μετά τον Αλέξανδρο, θα διαλαλήσει πως για τους Έλληνες το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ελευθερία, μια ελευθερία που γι’ αυτούς σίγουρα ανάγεται στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου.

Μετά από την απελευθέρωση της Εφέσου έσπευσαν διάφορες ελληνικές πόλεις να τον υποδεχτούν και να τεθούν στη διάθεσή του, π.χ. η Μαγνησία και οι Τράλλεις, οι πόλεις της Καρίας και της Λυκίας. Σε αυτές έστειλε τον Παρμενίωνα επικεφαλής ενός μέρος του στρατού για να εξασφαλίσει την ομαλή υποταγή τους. Μαζί με τη Μαγνησία παραδόθηκαν πρόθυμα και άλλες μικρές πόλεις της κοιλάδας του ποταμού Μαιάνδρου. Επίσης ο Αλέξανδρος έστειλε πρεσβευτές σε διάφορες πόλεις της Αιολίδας και της Ιωνίας που βρίσκονταν υπό βαρβαρικό ζυγό για να εξαγγείλει πως έρχεται ως απελευθερωτής, για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία στη θέση των ολιγαρχιών και να απαλλάξει τις ελληνίδες πόλεις από το φόρο υποτέλειας στο περσικό κράτος.

Η Μίλητος ήταν και αυτή από τις πόλεις που με επιστολή δήλωσαν υποταγή στο Μακεδόνα βασιλιά. Ωστόσο ο αρχηγός της φρουράς της πόλης πληροφορήθηκε πως θα είχε ενίσχυση από τον Περσικό στόλο. Έτσι η κατάσταση κατέληξε σε πολιορκία, που χάρη στην παροιμιώδη ταχύτητα του Αλέξανδρου κρίθηκε στις από ξηρά δυνάμεις, όπου αυτός υπερτερούσε. Η πόλη καταλήφθηκε και οι κάτοικοι τέθηκαν στο έλεος του βασιλιά, ενώ οι πλουσιότεροι που είχαν και την εύνοια των Περσών προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν προς άλλα νησιά και γειτονικές περιοχές. Ωστόσο ο Αλέξανδρος δεν τιμώρησε ούτε τους κατοίκους της πόλης ούτε τους μισθοφόρους της φρουράς· αντίθετα επέδειξε μεγαλοψυχία και τους συγχώρησε, όπως ταιριάζει σε έναν ελευθερωτή.

Η άλλη ελληνική πόλη που προέβαλλε αντίσταση στον Αλέξανδρο ήταν η Αλικαρνασσός, την οποία και μετά την κατάληψη έκανε έδρα της Άδας ως σατράπη της Καρίας. Εδώ η ιστορία έχει ενδιαφέρον διότι η Αλικαρνασσός είναι μια εξελληνισμένη πόλη χωρίς όμως δημοκρατικές αρχές αλλά με ηγεμόνα που προερχόταν από δυναστική οικογένεια. Η Άδα, χωρίς παιδιά και έχοντας χάσει τον αδερφό και τον σύζυγό της ως νόμιμους διαδόχους στην εξουσία της Καρίας, είχε εξοριστεί από το μικρότερο αδερφό της στα Άλινδα. Μόλις έμαθε για την προέλαση του Μ. Αλεξάνδρου, έσπευσε να τον συναντήσει και να του προσφέρει την εξουσία σε αυτή τη σατραπεία, ταυτόχρονα με την πρόταση να τον υιοθετήσει ώστε να είναι αυτός ο νόμιμος διάδοχος. Ο Αλέξανδρος, γνωρίζοντας πως εδώ δεν υπήρχαν ταξικές διαφορές ανάμεσα σε αριστοκρατικούς και δημοκρατικούς για να εκμεταλλευτεί και άρα πως η αναγγελία της αποκατάστασης της δημοκρατίας δεν θα είχε απήχηση, δέχτηκε. Στην Αλικαρνασσό ακολούθησε μια πολιορκία από αυτές που τον ανέδειξαν ως τον κορυφαίο πολιορκητή της εποχής του, και ίσως όχι μόνο εκείνης της εποχής. Αυτή η πόλη ήταν και η τελευταία από τις ελληνίδες πόλεις της Μ. Ασίας για την απελευθέρωση των οποίων υποτίθεται πως έκανε όλη την εκστρατεία της Ανατολής.

Η σχέση των πόλεων με τον Μ. Αλέξανδρο καθορίστηκε από τη στάση που κράτησε η κάθε μία απέναντί του κατά την εκστρατεία του. Στη νότια Μ. Ασία ο βασιλιάς άφησε φρουρά σε μη ελληνικές κυρίως πόλεις, στις υπόλοιπες όμως δεν επέβαλλε τέτοιου είδους κατοχή. Οι περισσότερες έχαιραν της αυτονομίας τους μέσα στο βασίλειό του και απαλλάχθηκαν από το φόρο υποτέλειας προς το βασιλιά. Είδαμε όμως πως ακόμα και αυτές που προέβαλλαν αντίσταση, δεν ένιωσαν όλη την οργή του αλλά αντίθετα γνώρισαν πως ο μεγάλος στρατηλάτης μπορούσε να είναι και μεγαλόψυχος.

Κράτη και σατραπείες

Η αξιοθαύμαστη επιτυχία του Μ. Αλεξάνδρου στην οργάνωση και στη διοίκηση του απέραντου κράτους που δημιούργησε οφείλεται στη διάθεσή του να διατηρήσει ό,τι είχε ήδη δοκιμάσει και εγκρίνει το Αχαιμενιδικό κράτος. Η απόφαση όχι μόνο να κατακτήσει το βασίλειο αλλά και να διατηρήσει τη δύναμή του εκεί και να το διοικήσει ως ο νέος βασιλιάς φάνηκε από την αρχή, με την απαγόρευση προς το στράτευμά του να λεηλατήσουν τις κατακτημένες περιοχές. Στη δε διοίκηση κράτησε την ίδια οργάνωση όπως και πριν, π.χ. με τη διαίρεση σε σατραπείες, αλλά με μια πιο συγκεντρωτική μορφή γύρω από τον ίδιο και τους άμεσους συμβούλους του.

Μετά την απελευθέρωση της Μ. Ασίας άλλαξε γρήγορα η σύνθεση της διοίκησης με αρχή την τοποθέτηση νέων προσώπων στην κορυφή. Γενικά οι Πέρσες σατράπες αντικαταστάθηκαν με Μακεδόνες στο ίδιο αξίωμα, μια πάγια τακτική του Μ. Αλεξάνδρου ως το 331 π.Χ. Μια τρανταχτή εξαίρεση σε αυτήν την τακτική ήταν η επαναφορά της Άδας στην ηγεμονία της σατραπείας της Καρίας, της οποίας άλλωστε έγινε και θετός υιός ως μέρος μόνο της ένδειξης του σεβασμού του προς αυτήν. Και στην Καππαδοκία, περιοχή που δεν περιήλθε ποτέ ολόκληρη υπό τον έλεγχό του, άφησε σατράπη τον ντόπιο Σαβίκτα.

Από τη μάχη της Ισσού πάντως, όταν νίκησε το Δαρείο και θεώρησε πως δικαιωματικά είχε γίνει κύριος της Περσικής Αυτοκρατορίας, άλλαξε η στάση του απέναντι στους ως τότε θεωρούμενους κατεκτημένους Πέρσες. Και όταν μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα μπήκε ο Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα ως ‘βασιλιάς της Ασίας’, αποφάσισε να αρχίσει να εμπιστεύεται σατραπείες και σε ντόπιους άρχοντες, που πλέον θα έπρεπε από όλους να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα μέλη του ίδιου βασιλείου. Μερικοί από αυτούς ήταν και πρώην αντίπαλοί του στο πεδίο της μάχης.

Έτσι στη Λυδία και την Ιωνία, μετά τη μάχη στο Γρανικό, άφησε ως σατράπη έναν αδερφό του Παρμενίωνα, μαζί με έναν από τους εταίρους του που έθεσε επικεφαλής της ελεύθερης πόλης των Σάρδεων. Ο διαχωρισμός των ευθυνών και η τοποθέτηση δύο αρχόντων σε μια ευρύτερη περιοχή ακολουθούσε την προηγούμενη περσική πρακτική, με τον έναν να ελέγχει τον άλλο και να αναφέρει χωριστά στο βασιλιά. Στη Βαβυλώνα όμως, μετά τη μάχη στην Ισσό, τοποθετήθηκε σατράπης ο Πέρσης Μαζαίος, που μάλιστα ήταν αντίπαλος του Μ. Αλεξάνδρου στη μάχη στα Γαυγάμηλα. Στα δε Σούσα διατήρησε το σατράπη που ήταν ήδη, Αβουλίτη.

Το φορολογικό σύστημα παρέμεινε το ίδιο περίπου –αλλά με διαφορετική ονομασία, όχι πλέον ως φόρος υποτέλειας στο βασιλιά, αλλά ως συνεισφορά στην εκστρατεία. Συνήθως τοποθετούνταν ένας Έλληνας ως υπεύθυνος για την είσπραξη αυτής της εισφοράς. Μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές όμως οι σατράπες έχασαν μεγάλο μέρος της εξουσίας τους. Ενώ στο περσικό βασίλειο η διοικητική εξουσία ήταν αποκεντρωμένη και οι σατράπες δρούσαν σε πολλά ζητήματα ως μικροί βασιλιάδες της περιοχής τους, πλέον υπάγονταν στην κεντρική εξουσία. Γενικά ο Μ. Αλέξανδρος έκανε το κράτος του πιο συγκεντρωτικό. Οι τοπικοί άρχοντες απευθύνονταν άμεσα στον ίδιο και πρέπει ακόμα να έχασαν το δικαίωμα να διατηρούν δικό τους στρατό, ειδικά οι Ασιάτες. Όπως και να έχει, μαζί με τους ντόπιους άρχοντες τοποθετούνταν και ένας Μακεδόνας στρατηγός ως επίτροπος, επιβλέπων της περιοχής, που υπαγόταν απευθείας στο βασιλιά και δεν εξαρτιόταν από το σατράπη.

Στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του πρώην Αχαιμενιδικού κράτους ίσχυε ένα κάπως διαφορετικό διοικητικό σύστημα. Στη Βακτρία ο Πέρσης βασιλιάς διοικούσε μέσω των τοπικών αρχόντων και ενός σατράπη που ήταν μεν συνήθως συγγενής του, παντρευόταν όμως κάποια από την ντόπια αριστοκρατία. Ο Μ. Αλέξανδρος διατήρησε αυτό το σύστημα και τοποθέτησε σατράπη τον Αρτάβαζο, πατέρα της ερωμένης του Βαρσίνης. Στην Ινδία επίσης παρέμειναν τα βασίλεια του Μώφι ή Ταξίλη, όπως ονομάστηκε από την πρωτεύουσά του Τάξιλα, και του Πώρου ως αυτόνομες περιοχές αλλά φόρου υποτελείς στο βασίλειο του Αλεξάνδρου.

Η Αίγυπτος αποτελούσε επίσης ιδιαίτερη περίπτωση, μιας και ήταν πρόσφατη προσθήκη στο Περσικό βασίλειο και με ξεχωριστή δομή. Από την παλαιότερη οργάνωση ο Αλέξανδρος διατήρησε το διαχωρισμό δύο τμήματα διοικούμενα από νομάρχες, και όχι σατράπες· τον Αιγύπτιο Πέτισι από την ντόπια αριστοκρατία στην Κάτω Αίγυπτο (προς τη Μεσόγειο) και τον Πέρση Δολόασπι στην Άνω (νότια) Αίγυπτο. Μαζί με αυτούς όμως ορίστηκε και από ένας Μακεδόνας στρατηγός σε κάθε τμήμα του Αιγυπτιακού κράτους, ως επιτηρητής. Μαζί με αυτούς έμειναν και άλλοι από τους εταίρους και τους Έλληνες του στρατού γενικά. Ιδιαίτερα σημαντική όμως ήταν η φιγούρα του Κλεομένη, με καταγωγή από τη Ναύκρατι, που ορίστηκε φοροεισπράκτορας της Αιγύπτου και της Λιβύης αλλά με την οξυδέρκειά του και με την οικονομική του ισχύ κατέληξε να κυβερνά ολόκληρη την Αίγυπτο στην ουσία, που μάλιστα έκοψε και δικά του νομίσματα.

Βέβαια από ένα βασίλειο τόσο αχανές και ανομοιογενές όπως αυτό που δημιούργησε ο Μ. Αλέξανδρος δεν έλειπαν και τα προβλήματα στη διοίκηση. Αδικίες και βιαιοπραγίες εκ μέρους των σατραπών ήταν φαινόμενα που ξεσπούσαν όταν έλειπε ο βασιλιάς. Στη Μηδία τόσο οι ντόπιοι όσο και οι Μακεδόνες που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος κατηγόρησαν τους στρατηγούς Κλέανδρο και Σιτάλκη για σπατάλη, βία, τυμβωρυχία και λεηλασίες ναών. Ο βασιλιάς τους εκτέλεσε για παραδειγματισμό των υπολοίπων.

Άλλο παράδειγμα επιβολής της τάξης ύστερα από κακοδιοίκηση είναι η εκτέλεση του Ορξίνη, που αυτοανακηρύχθηκε διοικητής της Περσίδας. Στη θέση του ο βασιλιάς όρισε σατράπη τον σωματοφύλακά του Πευκέστα. Αυτός αμέσως υιοθέτησε περσική ενδυμασία και έθιμα ώστε να γίνει αγαπητός στο λαό που είχε υπό την ευθύνη του, σύμφωνα με το πνεύμα της διοίκησης του ίδιου του Μ. Αλεξάνδρου. Και με επαναστάσεις και ανταρσίες είχε να κάνει ο βασιλιάς του απέραντου κράτους, όπως π.χ. τις αναταραχές που προκάλεσαν Έλληνες στη Βακτρία.

Δύσκολο το έργο του βασιλιά να οργανώσει και να συνενώσει τόσο διαφορετικούς λαούς, τόσο απομακρυσμένες περιοχές, τόσο πολλά στοιχεία σε μια αυτοκρατορία που πάσχιζε να βρει την αρμονία. Και αυτό ακριβώς κάνει την επιτυχία του Μ. Αλεξάνδρου να διατηρήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό την τάξη πραγματικά αξιοθαύμαστη. Η ισχυρή του προσωπικότητα και το χάρισμα στο να εμπνέει όσους τον ακολουθούσαν ήταν το συνδετικό υλικό του κράτους του.

Διοίκηση νέων πόλεων

Το κράτος του Μ. Αλεξάνδρου στόλιζαν οι νέες ιδρύσεις του, τις οποίες οργάνωσε στα πρότυπα των ελληνικών πόλεων. Αυτό σήμαινε πως ιδανικά έπρεπε να είναι αυτόνομες και ελεύθερες· και ως ένα βαθμό αυτό ίσχυε για τις πόλεις, με μια απαραίτητη προσαρμογή για να εναρμονίζεται το καθεστώς των πόλεων με την ιεραρχική οργάνωση του βασιλείου. Πώς εκφράστηκε αυτή η προσαρμογή στην πράξη;

Όπως έχουμε δει και αλλού, ο Αλέξανδρος διατήρησε τη διοικητική διαίρεση σε σατραπείες, όπου αυτές προϋπήρχαν από την Περσική αυτοκρατορία, αντικαθιστώντας όπου έκρινε αναγκαίο τους Πέρσες σατράπες με Μακεδόνες στο ίδιο αξίωμα. Οι ελληνικές πόλεις διατήρησαν τη μερική αυτονομία τους μέσα σε αυτό το σύστημα μη πληρώνοντας πλέον φόρο στους σατράπες· άλλωστε αυτή ήταν μια πρακτική που δήλωνε σχέση υποτέλειας, την οποία είχε καταλύσει πλέον ο Αλέξανδρος. Οι φόροι λοιπόν πήραν τη μορφή συμμαχικής εισφοράς στην εκστρατεία, σε άνδρες και χρήματα. Κάποιες πόλεις απαλλάχτηκαν εντελώς, όπως π.χ. η Πριήνη, για την οποία ήταν έκδηλος ο σεβασμός του βασιλιά και στην προθυμία του να χτίσει το ναό της Αθηνάς Πολιάδος.

Η μερική αυτονομία των πόλεων, νέων και παλιών, σήμαινε βέβαια κατάργηση της εξάρτησής τους από τις σατραπείες και τους σατράπες, όχι όμως και από το βασιλιά. Αντίθετα, οι πόλεις μπορούσαν να απευθύνονται απευθείας σε αυτόν για τη διευθέτηση πολιτειακών ζητημάτων, όπως και ο ίδιος διατηρούσε το δικαίωμα παρέμβασης στα εσωτερικά τους –μια συνθήκη που συνεχίστηκε και με τους Διαδόχους. Επιπλέον ο Μ. Αλέξανδρος απέφευγε να εγκαθιστά φρουρές στις αυτόνομες ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας ως μια κίνηση που πάλι θα ερμηνευόταν ως σχέση κατακτητή-υποτελούς. Αυτό σίγουρα δεν το ήθελε ο Μ. Αλέξανδρος αλλά αντίθετα πάσχιζε να γίνει αποδεκτός από τους πολίτες ως ελευθερωτής και άξιος βασιλιάς. Στις νέες ιδρύσεις άρχιζε πάντα με την εγκατάσταση Μακεδόνων βετεράνων πλάι-πλάι στους ντόπιους πληθυσμούς. Οι Έλληνες σε μια πόλη σίγουρα θα είχαν δικαιώματα πολίτη ώστε να ξεχωρίζουν από τους ντόπιους και παράλληλα να μην αισθάνονται αποκομμένοι από την πολιτική ζωή της μητροπολιτικής Ελλάδας.

Κατά το προϋπάρχον διοικητικό σύστημα της Μ. Ασίας οι παλιές ελληνικές πόλεις ανέκαθεν αποτελούσαν αφορμή προστριβών ανάμεσα στους Πέρσες και τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας. Οι τελευταίοι ήθελαν να τις ελέγχουν, ο Πέρσης βασιλιάς να τις φορολογεί. Στις ίδιες τις πόλεις ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δημοκρατικούς, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των κατώτερων στρωμάτων, και ολιγαρχικούς, που ήταν κατά κανόνα οι ανώτερες τάξεις που έχαιραν της εύνοιας των Περσών σατραπών –που σε αυτούς βασίζονταν για να επιβάλλουν την τάξη και να εισπράττουν φόρους. Από το Μ. Αλέξανδρο προβλήθηκε η επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος ως αυτονόητη επιλογή στην εκστρατεία του κατά των Περσών. Αυτό βέβαια μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο σε πόλεις με σαφή ταξικό διαχωρισμό και όχι π.χ. στην Αλικαρνασσό της Καρίας, που βρισκόταν υπό τη διοίκηση της τοπικής δυναστείας των Εκατομνιδών.

Έτσι για τη διοίκηση των πόλεων της αυτοκρατορίας του ο Μ. Αλέξανδρος πάντα επέμενε να ανατρέπει την ολιγαρχία προς όφελος των δημοκρατικών παρατάξεων. Όπως βέβαια ήδη αναφέρθηκε, διατηρούσε παντού το δικαίωμά του στην επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των πόλεων. Αυτό έγινε π.χ. πολύ χαρακτηριστικά στη Χίο, όπου έδωσε οδηγίες για επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος και επιπλέον όρισε μακεδονική φρουρά για την τήρηση της τάξης. Η στροφή αυτή επιβαλλόταν για λόγους τακτικής μάλλον παρά ιδεολογίας. Εφόσον οι Πέρσες σατράπες ευνοούσαν συνήθως την ολιγαρχία ή και τυραννικά καθεστώτα, ο Αλέξανδρος με την επαναφορά της δημοκρατίας και των οπαδών της, καθώς και την παύση της πληρωμής φόρου στους Πέρσες, διαφοροποιούταν από τους προηγούμενους δυνάστες των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας και έπαιρνε τους Έλληνες των πόλεων με το μέρος του.

Οι αποτελεσματική διοίκηση των ξεχωριστών μονάδων εντός του βασιλείου δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή χωρίς ένα αξιόλογο σύστημα επικοινωνίας και συγκοινωνίας μεταξύ των πόλεων. Αυτό το κληρονόμησε ο Αλέξανδρος από το Αχαιμενιδικό κράτος. Ήταν πράγματι πολύ καλά οργανωμένο το σύστημα δρόμων μεταξύ βασικών περιοχών του κράτους, με συχνούς σταθμούς ανεφοδιασμού και ξεκούραστης των ταξιδευτών.

Πολλές νέες πόλεις του βασιλείου του Μ. Αλεξάνδρου ιδρύθηκαν όπου η παράδοση των ελληνικών πόλεων ήταν άγνωστη. Επομένως δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία με τη δημοκρατία, ούτε με το τι σημαίνει να είναι μια πόλη υπεύθυνη για τα δικά της ζητήματα και οι πολίτες της να έχουν έστω μερική εξουσία πάνω σε αυτά. Πράγματι, στις απομακρυσμένες πόλεις της Ανατολής δεν συναντάμε τα αντίστοιχα κτήρια που στέγαζαν τα σχετικά πολιτειακά σώματα, δηλαδή βουλευτήρια ή εκκλησιαστήρια και πρυτανεία. Ωστόσο είναι αρκετά ασφαλές να υποθέσουμε ότι ο Μ. Αλέξανδρος δεν θα ήθελε οι Έλληνες που εγκαθιστούσε στις νέες πόλεις να αισθάνονται αποκομμένοι από τη δική τους παράδοση ή σε υποδεέστερη θέση από αυτούς που εγκαταστάθηκαν αλλού. Το μοντέλο των ημιαυτόνομων πόλεων εντός του βασιλείου πρέπει να ίσχυε λίγο-πολύ για όλο το κράτος.

ΑΡΧΗ