Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Λόγος Α΄, κεφ. 5-7), ο Αλέξανδρος ήταν ο μέγιστος, στην ιστορία του κόσμου, «κτίστης», ιδρυτής πόλεων. Αναφέρει ότι ίδρυσε πάνω από εβδομήντα πόλεις. Από την αρχή της εκστρατείας του ο Αλέξανδρος είχε προβλέψει τη σημασία των νέων αυτών πόλεων, ακολουθώντας το πρότυπο του πατέρα του Φιλίππου Β΄, ο οποίος υιοθέτησε το σύστημα των ελληνικών πόλεων που διέπονταν από θεσμούς και το μεταφύτευσε στη Μακεδονία, καθιστώντας τους Μακεδόνες σε ‘οικήτορες πόλεων’. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο γιος του, Αλέξανδρος, οραματιζόμενος να εγκαθιδρύσει ένα νέο δίκτυο αυτοδιοικούμενων και αυτόνομων πόλεων, φορέων ενός αστικού βίου και πολιτισμού.
Η αρχή έγινε πολύ πριν ξεκινήσει την εκστρατεία, το 340 π.Χ., σε ηλικία μόλις 16 ετών, όταν ίδρυσε την πρώτη πόλη με τ’ όνομά του, την Αλεξανδρόπολη, στη Θράκη, τη μοναδική πόλη σε ευρωπαϊκό έδαφος. Οι υπόλοιπες, με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πιθανόν την Αλεξάνδρεια κατ’ Ισσόν (σημ. Αλεξανδρέττα-Iskenderun Tουρκίας), βρίσκονται ανατολικά του ποταμού Τίγρη και ιδρύθηκαν μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα και την ανακήρυξη του Αλέξανδρου σε βασιλιά της Ασίας. Η επίσημη ονομασία των πόλεων αυτών ήταν Αλεξάνδρεια, από το όνομα του ιδρυτή τους, ωστόσο, δυο, η Νίκαια και η Βουκεφάλα/Βουκεφαλία, διαφοροποιήθηκαν και ονομάστηκαν έτσι, η μεν εις ανάμνησιν της νίκης του Αλέξανδρου έναντι του Ινδού ηγεμόνα Πώρου, η δε εις ανάμνησιν του αγαπημένου και πιστού αλόγου του, Βουκεφάλα. Το αρχικό όνομα κάποιων από τις Αλεξάνδρειες, με το πέρασμα των αιώνων χάθηκε και έχει διασωθεί ως τις μέρες μας μόνο το ευρείας λαϊκής χρήσης παρωνύμιό τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διογκωμένη εικόνα που δίνει η παράδοση του Μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τις πραγματικές ιδρύσεις του Αλέξανδρου από τις μυθιστορηματικές και να ορίσει τον ακριβή αριθμό τους. Επιπλέον, στις Αλεξάνδρειες μπορεί να συνυπολογίζονται είτε στρατιωτικές αποικίες/οχυρά, που δεν μετεξελίχθηκαν σε πόλεις είτε πόλεις που ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να χτίσει ή είχε υποσχεθεί να το κάνει και τις έχτισαν άλλοι, όπως η Αλεξάνδρεια Τρωάς. Τέλος, πιθανόν να συνυπολογίζονται πόλεις τις οποίες εκ των υστέρων αφιέρωσαν στον Αλέξανδρο οι ιδρυτές τους ή πόλεις που οι ίδιες αφιερώθηκαν σ’ αυτόν και εκ των υστέρων σκόπιμα συσχετίζουν την ίδρυσή τους με τον Αλέξανδρο ή τέλος, πόλεις που του αποδίδονται από την μυθιστορία, όπως λ.χ. η Σαμαρκάνδη.
Ο Αλέξανδρος στην πραγματικότητα εγκαινίασε ένα ευρύ σχέδιο εποικισμού της Ασίας, που συνέχισαν και οι Διάδοχοί του, το οποίο διέφερε από τους προγενέστερους ελληνικούς αποικισμούς και εντάσσεται σ’ έναν ευρύτερο σχεδιασμό για το μέλλον του απέραντου κράτους του. Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε μια βασική πολιτική, την ανάμειξη του ελληνικού με το περσικό στοιχείο, σχεδόν σε όλους τους τομείς. Μικτές πόλεις, μικτή διοίκηση, μικτός στρατός. Η πολιτική συνεργασίας με τους Πέρσες και η ισότιμη συμπεριφορά προς αυτούς ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση των ισορροπιών και της τάξης στο κράτος του.
Κατ’ αρχάς, οι πόλεις που ιδρύονταν δεν ήταν κατά κύριο λόγο παραθαλάσσιες και οι έποικοι δεν προέρχονταν από μια μόνο πόλη, αλλά αποτελούσαν ένα μικτό, πολυεθνικό μείγμα από Έλληνες μισθοφόρους, Μακεδόνες απομάχους και ιθαγενείς, που άγγιζε αριθμητικά περί τις 10.000 άρρενες πολίτες, όπως μαρτυρούν οι πηγές (λ.χ. η Αλεξάνδρεια στον Ινδικό Καύκασο εποικίστηκε από 7.000 επιχώριους και 3.000 Έλληνες μισθοφόρους και Μακεδόνες απομάχους). Το τοπικό στοιχείο συνυπήρχε με τους εποίκους σε όλες τις πόλεις, που ιδρύθηκαν και είναι χαρακτηριστικό ότι οι πηγές δίνουν την αίσθηση μιας ειρηνικής μεταξύ τους συνύπαρξης. Στους νέους εποίκους αποδίδονταν κλήροι, προς εκμετάλλευση της γης. Μια πάγια τακτική του Αλέξανδρου ήταν να κατακτά τη γη για δικό του λογαριασμό, θεωρώντας τη δορύκτητο και στη συνέχεια την επέστρεφε στους κατοίκους της με τη υποχρέωση να του πληρώνουν φόρο.
Ο Αλέξανδρος επεδίωξε την τοποθέτηση Περσών στη διοίκηση, ως σατράπες, αλλά και στο στρατό, παραχωρώντας τους θέσεις στο ιππικό των εταίρων και στο πεζικό. Ειδικά, οι ενέργειες του Αλέξανδρου μετά το 324/323 π.Χ. δείχνουν ότι επεδίωκε να κρατήσει συνεκτική την Ασία μ’ έναν μικτό στρατό μεσαίου μεγέθους, που ως κινητή δύναμη κρούσης θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο. Μια τέτοια ανάγκη υπαγορεύθηκε και από τον μικρό αριθμό Μακεδόνων, που είχε απομείνει στη στο στρατό του στη Ασία. Υπολογίζεται ότι το 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος θα πρέπει να διέθετε 23.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, ενώ γύρω στους 1.400 υπολογίζονται οι απόμαχοι Μακεδόνες που είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις του. Είχε ιδρύσει αρκετές πόλεις, με ανθρώπους που ήθελαν να διατηρήσουν την κατάστασή τους. Είχε τοποθετήσει φρουρές σε στρατηγικά σημεία, στον έλεγχο πολλών οδών παντός καιρού, όπου επέτρεπαν στα στρατεύματα να κινούνται με ταχύτητα. Η ασφάλεια των συνόρων του κράτους του είχε διασφαλιστεί, καθώς τριγύρω υπήρχαν στέπες και έρημοι, οι σκυθικές φυλές είχαν συνάψει μαζί του συμμαχία και οι στόλοι του κυριαρχούσαν από την Ερυθρά θάλασσα και τον Περσικό κόλπο ως την ανατολική Μεσόγειο και την Κασπία.
Το παράδειγμα της συνένωσης του ελληνικού με το περσικό στοιχείο το είχε δώσει πρώτος ο Αλέξανδρος, όταν νυμφεύτηκε την Ρωξάνη, εξασφαλίζοντας έτσι και στην τοπική άρχουσα τάξη μερίδιο συμμετοχής στη νέα τάξη πραγμάτων. Το πνεύμα συμφιλίωσης και συνύπαρξης των δυο λαών, επαληθεύτηκε το 324 π.Χ. με τους γάμους στα Σούσα, όπου 80 κόρες Περσών ευγενών και 10.000 Περσίδες γυναίκες, τις οποίες ο ίδιος ο Αλέξανδρος προικοδότησε, νυμφεύτηκαν Μακεδόνες, σύμφωνα με το περσικό εθιμοτυπικό. Παράλληλα, εξόφλησε τα χρέη των στρατιωτών του-20.000 τάλαντα-χωρίς να ζητήσει επιστροφή τους. Στους μικτούς αυτούς γάμους αποτυπώνεται το πολιτικό μανιφέστο του πρώτου πολίτη της οικουμένης.
Ο εξελληνισμός και η συγχώνευση δεν ήταν ο αυτοσκοπός για τον Αλέξανδρο. Εκείνο που προείχε ήταν η συμφιλίωση και η ειρηνική συνύπαρξη. Από τους μικτούς αυτούς γάμους προέκυψαν παιδιά, μιγάδες απόγονοι με πρώτο τον καρπό του Αλέξανδρου από τη Ρωξάνη, τον Αλέξανδρο Δ’, που όμως δεν είχε την τύχη να συνεχίσει ως διάδοχος αυτό που ξεκίνησε και οραματίστηκε ο πατέρας του. Ο Αντίοχος Α΄ήταν ένας από αυτούς, ο καρπός της ενώσεως του Σελεύκου με την Περσίδα Απάμα, που παντρεύτηκε στους γάμους στα Σούσα. Και πόσοι άλλοι ακόμα….! Τα παιδιά αυτά θ’αποτελέσουν τη μαγιά ενός νέου κόσμου, όπως αυτός αντικατοπτρίζεται στα ανάγλυφα με σκηνές δεξίωσης του Αντιόχου της Κομμαγηνής με τον Ηρακλή.
Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε μια δίκαιη κοινωνική πολιτική, τόσο απέναντι στους Μακεδόνες του, όσο και στους Πέρσες. Έδειξε πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά παιδιά των στρατιωτών στην Ασία, όπως πρόνοια έδειξε και για τα ορφανά παιδιά του Δαρείου, στα οποία πρόσφερε προστασία και ελληνική παιδεία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, …τα παιδιά των Περσών, των Σουσίων, των Γεδρωσίων διδάσκονταν τον Όμηρο και απήγγειλαν αποσπάσματα από τον Ευριπίδη και το Σοφοκλή. Για όσους Μακεδόνες εθελοντικά επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους-γύρω στις 10.000- φρόντισε να τους αποζημιώσει και τους έδωσε ένα τάλαντο επιπλέον. Το ίδιο είχε πράξει νωρίτερα και με τους Έλληνες συμμάχους και με το παραπάνω. Οι Μακεδόνες απόμαχοι επιστρέφοντας στην πατρίδα τους τύγχαναν ιδιαίτερων προνομίων, όπως απαλλαγή από φόρους σε γη και περιουσία, καθώς και από έκτακτη υποχρεωτική εργασία, είχαν την πρωτοκαθεδρία σε όλους τους αγώνες και στα θέατρα παραβρίσκονταν στεφανωμένοι. Επίσης, ο Αλέξανδρος όρισε να δίνεται μισθός στα παιδιά εκείνων που είχαν σκοτωθεί στις μάχες, ακόμα και στα μη νόμιμα τέκνα.
Οι γυναίκες και τα παιδιά που πιθανόν είχαν αποκτήσει οι Μακεδόνες διατάχθηκαν να τα αφήσουν στην Ασία, όπου ο Αλέξανδρος θ’ αναλάμβανε την εκπαίδευσή τους κατά τον μακεδονικό τρόπο και αργότερα θα έστελνε τα παιδιά κοντά στους πατεράδες τους, στη Μακεδονία. Οι νέες γενιές εκπαιδεύονταν στα ελληνικά γράμματα και στη μακεδονική στρατιωτική μηχανή σε σχολεία, που είχε ιδρύσει ο Αλέξανδρος. Ήδη από το 330 π.Χ./329 π.Χ. ο Αλέξανδρος φαίνεται-σύμφωνα με τον Πλούταρχο- να είχε εισαγάγει επιλεγμένους νέους από τη Λυδία, Λυκία, Συρία και Αίγυπτο σε μια εκπαιδευτική στρατιωτική διαδικασία, την οποία πρέπει να εφάρμοσε σε όλες τις πόλεις που ίδρυσε και στη δορύκτητη γη που απέκτησε. Πιο συγκεκριμένα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι: ‘….επέλεξε 30.000 παίδες κι έδωσε εντολές να μάθουν ελληνικά και ν’ ασκηθούν στη μακεδονική στρατιωτική τάξη και όρισε επιμελητές’. Τα παιδιά αυτά, όταν επιλέχθηκαν ήταν πολύ νέα και είναι αυτά που, όταν παρήλασαν μπροστά στον Αλέξανδρο το 324 π.Χ., ήταν ήδη άνδρες, γύρω στα είκοσι. Φαίνεται ότι η εκπαίδευση άρχιζε σε ηλικία 14 ετών και ήταν τετραετής. Συμπληρώνοντας την εκπαίδευσή τους, μπορούσαν να υπηρετήσουν ως στρατιώτες, υπό τη διοίκηση του σατράπη της περιοχής τους. Ο Αλέξανδρος όρισε δασκάλους, εκπαιδευτές και επιμελητές, που επόπτευαν με δικές του δαπάνες. Συνεπώς, τους παρείχε δωρεάν ένα πλήρες εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο ίδιο πλαίσιο της κοινωνικής του πολιτικής, εντάσσεται και η πρόνοια για τους χιλιάδες άνεργους Έλληνες μισθοφόρους, που μετά το θάνατο του Δαρείου περιφέρονταν στην Ασία ή στρατολογούνταν από φιλόδοξους σατράπες και στρατιωτικούς διοικητές, που είχαν βλέψεις να δημιουργήσουν το δικό τους βασίλειο, αν κατόρθωναν να εξοντώσουν τον Αλέξανδρο. Όλους αυτούς, ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας από την Ινδία τους εκτόπισε με διαταγές του. Στα σχέδιά του ήταν να εγκαταστήσει 50.000 από αυτούς μαζί με τις ντόπιες γυναίκες και τα παιδιά τους στην περιοχή της Περσίδας, κατά τον Πλούταρχο. Ο Πολύβιος επιβεβαιώνει μια τέτοια πρόθεση του Αλέξανδρου, αλλά για την περιοχή της Μηδίας. Τα σχέδια, που έγιναν γνωστά μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, ήταν να ιδρύσει πόλεις και να μεταφέρει πληθυσμούς από την Ασία στην Ευρώπη και από την Ευρώπη στην Ασία.
Για τη διατήρηση της ενότητας του κράτους του ο Αλέξανδρος επεδίωξε την οικονομική ανάπτυξη και την ευμάρεια. Οι πηγές αναφέρουν συχνά τον όρο μεγάλη και ευδαίμων για κάθε νέα πόλη που ίδρυε ο Αλέξανδρος (λ.χ. η Αλεξάνδρεια εν Ωρείτες). Στη νέα αυτοκρατορία ενσωματώνονταν όλες οι οικονομικές και παραγωγικές δυνάμεις του πρώην αχαιμενιδικού κράτους προκειμένου να κινητοποιηθεί η εξάπλωση των επαφών ανάμεσα σε ανθρώπους και περιοχές, ν’ αναπτύξει την εμπορική δραστηριότητα και να ενθαρρύνει τη φυσική ανάπτυξη ενός οργανωμένου αγροτικού τρόπου ζωής, μέσω της συστηματικής καλλιέργειας. Η φροντίδα που επέδειξε ο Αλέξανδρος, στον έλεγχο των πλημμυρών στη Μεσοποταμία ή στην άρδευση και στη δημιουργία πηγαδιών στην έρημο, δεν εξυπηρετούσε απλά τις ανάγκες του στρατεύματός του για ανεφοδιασμό και απρόσκοπτη μετακίνηση. Με τη δημιουργία πόλεων ενθάρρυνε τη μετατόπιση από την κτηνοτροφία και τη νομαδική ζωή στη γεωργία, δημιουργώντας αστικά κέντρα για τους επιχώριους ,καθώς και ελληνικές μεθόδους για εντατικές καλλιέργειες που εισήγαγαν οι έποικοι στις πόλεις τους.
Σχεδόν όλες οι πόλεις ήταν νεοσύστατες ή επανιδρύονταν στη θέση κάποιου υφιστάμενου οικισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξανδρος επέλεγε προϋπάρχοντα αχαιμενιδικά οχυρά ή πρωτεύουσες σατραπειών, επειδή βρίσκονταν κυρίως σε πλούσιες και μεγάλες οάσεις, που προσφέρονταν για εντατική καλλιέργεια και διέθεταν εύκολη πρόσβαση σε παραποτάμια συστήματα και διαβάσεις σε πεδινές εκτάσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Αλεξάνδρεια Αρεία, που βρισκόταν κοντά ή στην ήδη υπάρχουσα αχαιμενιδική Αρτακοάνα και η Αλεξάνδρεια Εσχάτη, δίπλα στην Κυρόπολη, είχε ιδρύσει ο Κύρος στις όχθες του ποταμού Ιαξάρτη. Οι νέες, ‘’’ελληνίδες’ πόλεις από τα ίδια τα ονόματά τους, προοικονομούσαν τον νέο κόσμο που δημιουργούνταν από τον ίδιο τον Αλέξανδρο και με την γειτνίασή τους με τα αχαιμενιδικά κέντρα τονιζόταν η ελληνο-περσική συνέχεια των στρατιωτικών και αστικών αυτών εγκαταστάσεων.
Με την ίδρυση πόλεων, τη λειτουργία και συντήρηση των δρόμων και τον περιορισμό της ληστείας έγιναν πιο εύκολες οι διηπειρωτικές επικοινωνίες και το εμπόριο αναπτύχθηκε με ασφάλεια και ειρηνικές συνθήκες. Είδε τους ποταμούς ως πλωτούς δρόμους εμπορίου και αναδιοργάνωσε την άρδευση στη Μεσοποταμία, ενώ στον Ινδό εγκατέστησε ναυστάθμους και λιμενικές εγκαταστάσεις. Η μεταφορά αγαθών σε μεγάλη κλίμακα στα ποτάμια αυτά και η ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου ανάμεσα στον περσικό κόλπο και στον Ινδό ποταμό ήταν νεοπαγείς θεσμοί που συντελούσαν στο διεθνές εμπόριο και στη διασπορά των γεωργικών αποθεμάτων.
Στην κορυφή βρισκόταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η οποία-μέσω της κοιλάδας του Νείλου-θα εδραίωνε δεσμούς με τις νότιες και ανατολικές αγορές, καθώς αποτελούσε τον τελευταίο σταθμό εξαγωγής των προϊόντων της Αιγύπτου, των ακτών της Ερυθράς θάλασσας και της Αιθιοπίας. Ανάλογος ήταν και ο ρόλος της Αλεξάνδρειας στους πρόποδες του Ινδικού Καυκάσου, καθώς εξασφάλιζε ένα ασφαλές πέρασμα των αγαθών από την κεντρική Ασία στην κοιλάδα του Ινδού και είχε τον έλεγχο μια δύσκολης, ορεινής περιοχής στα Δυτικά (περιοχή Bamiyan).
Κατά τον ίδιο τρόπο, η Αλεξάνδρεια Εσχάτη εξασφάλιζε την ασφάλεια στη βόρεια μεθόριο, καθώς μετά τον Ιαξάρτη υπήρχαν νομαδικά σκυθικά φύλα που επέδραμαν συχνά στο εσωτερικό και αποτελούσε ένα στρατηγικό, εμπορικό σταθμό στους δρόμους των καραβανιών από βόρεια και ανατολικά. Παράλληλα, διέθετε ιδιαίτερα εύφορο έδαφος για καλλιέργειες, γύρω από στέπες και ερήμους.
Τους ίδιους σκοπούς εξυπηρετούσε και η ίδρυση παράλιων πόλεων από τις εκβολές του Ινδού έως την είσοδο του Περσικού κόλπου, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια Ραμβακία ή εν Ωρείτες και η Αλεξάνδρεια Καρμανίας. Προορίζονταν να γίνουν βάσεις του παράκτιου εμπορίου και ήλεγχαν τις διαβάσεις προς Γεδρωσία, Αραχωσία και κεντρική Ασία γενικότερα. Ο Περσικός κόλπος ήταν πρωτεύουσας σημασίας για τα σχέδια του Αλέξανδρου να επεκτείνει το δρόμο του εμπορίου. Η ίδρυση της Ικάρου (σημ. Φαϊλακα) και μιας ακόμη Αλεξάνδρειας (μετέπειτα Σπασίνου Χάραξ) στο μυχό του περσικού κόλπου, εξυπηρετούσε το όραμα του Κοσμοκράτορα.
Το πέρασμα από την ανταλλακτική στην καπιταλιστική οικονομία ήταν γρήγορο, καθώς ο Αλέξανδρος καθιέρωσε ένα ενιαίο νόμισμα, την παραγωγή του οποίου ρύθμιζε ο ίδιος απόλυτα υιοθετώντας το διμεταλλικό σύστημα βάσει του αττικού σταθμητικού κανόνα. Και όλα αυτά σ’ ένα κράτος, που συνδύαζε το πρόσωπο του αυτοκράτορα, με ένα εξελιγμένο σύστημα σατραπειών και με πλήρη τοπική αυτοδιοίκηση, όπου επικρατούσε ανεξιθρησκεία και επίσημη γλώσσα της διοίκησης και των συναλλαγών ήταν η ελληνική.
Εάν, όμως, τα όσα έκανε ήταν σπουδαία, ακόμη σπουδαιότερο ήταν αυτό που ονειρεύτηκε. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Λόγ. Α΄, κεφ. 6.), ο Αλέξανδρος υλοποίησε –έστω και ετεροχρονισμένα-την κοσμοθεωρία του Ζήνωνα σχετικά με έναν κόσμο ενωμένο, συμφιλιωμένο, χωρίς διακρίσεις ταξικές ή φυλετικές. Σε αντίθεση με την άποψη του δασκάλου του Αριστοτέλη, ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τους Έλληνες ηγεμονικά και τους Πέρσες-βαρβάρους δεσποτικά, υιοθέτησε μια πολιτική προσέγγισης των κατακτημένων λαών, κατανόησης και αλληλοσεβασμού. Διότι θεωρούσε ότι είχε αποσταλεί από το θεό ως κυβερνήτης και συμφιλιωτής της ανθρωπότητας, χρησιμοποιώντας τη δύναμη των όπλων εκεί που δεν πείθονταν με το λόγο του. Καθόρισε να θεωρούν όλοι πατρίδα τους την οικουμένη και ως ακρόπολη και φρουρά το στρατόπεδο και ως συγγενείς τους ενάρετους , ενώ τους κακούς ως αλλόφυλους. Τον Έλληνα ή τον βάρβαρο δεν τον προσδιορίζει η χλαμύδα ή η ασπίδα ούτε το περσικό μαχαίρι ή το ένδυμα, αλλά αρετή του ή η κακία αντίστοιχα. Επρόκειτο για ένα κόσμο, όπου όλοι θα είχαν συναντίληψη για τα ενδύματα και τα φαγητά και τους γάμους και τον τρόπο ζωής, συνενούμενοι με συγγένεια αίματος και με παιδιά, έναν κόσμο οικουμενικό, υπερεθνικό, όπου δε θα υπήρχαν Έλληνες ή Βάρβαροι, όπως αργότερα διακήρυξε ο απόστολος Παύλος, με πρώτο πολίτη τον ίδιο τον Αλέξανδρο.
Οι επιχειρήσεις του Φιλίππου και στη συνέχεια του Αλέξανδρου στην Θράκη, πριν την έναρξη της μεγάλης εκστρατείας προκάλεσαν μια τεράστια αλλαγή. Οι Μακεδόνες έλεγχαν και τις δυο ακτές του Ελλησπόντου, την θάλασσα του Μαρμαρά και του Βοσπόρου και μπορούσαν να φτάνουν εύκολα ως τον Δούναβη.
Μέσα από ένα δίκτυο πόλεων νέων, οι Φίλιπποι και η Φιλιππούπολη, και παλιών που είχε οργανώσει ο Φίλιππος ήταν σε θέση να ελέγχουν σημαντικά χερσαία και ποτάμια περάσματα, ενώ μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πειρατεία και να προσφέρουν προστασία στις πόλεις-κράτη.
Το αποτέλεσμα ήταν μια ταχύτατη ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών και του θαλασσίου εμπορίου.
Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος αναδιοργάνωσαν τα πλούσια μεταλλεία της Θράκης και κυκλοφόρησαν νομίσματα που έγιναν δημοφιλή έως την κεντρική Ευρώπη.
Οι πόλεις-κράτη των Ελλήνων ευνοήθηκαν πάρα πολύ από την αύξηση του εμπορίου αλλά και από την ασφάλεια των πλοίων που έφερναν σιτάρι από την Μαύρη Θάλασσα που τόσο το είχε ανάγκη η Αθήνα και οι πόλεις-κράτη.
Μετά την πολιορκία της Τύρου και της Γάζας και την ίδρυση της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, το καλοκαίρι του 331π.Χ., ο μακεδονικός στόλος ενισχύθηκε με 100 φοινικικά και κυπριακά πλοία, καθώς οι πόλεις της Φοινίκης και οι βασιλείς της Κύπρου αναγνώρισαν την ηγεμονία του Αλεξάνδρου και παραχώρησαν τους στόλους τους.
Παράλληλα ο ελληνικός στόλος με 160 τριήρεις επιχειρούσε κυρίως στο Αιγαίο. Τον στόλο, που είχε πλοία από διάφορες πόλεις τον διοικούσαν Μακεδόνες και η εντολή του Αλέξανδρου ήταν να καθαρίσουν της θάλασσες από τους πειρατές.
Το 331π.Χ. η θαλασσοκρατορία του Αλέξανδρου εκτεινόταν από την Μαύρη Θάλασσα ως της ακτές της Αιγύπτου και αποτελούσε την βάση για το διεθνές εμπόριο, που θα έφερνε μια άνευ προηγουμένου ευμάρεια στην ανατολική Μεσόγειο. Τα αποτελέσματα του έργου του Αλεξάνδρου, με το άνοιγμα των θαλάσσιων επικοινωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την νοτιοανατολική Μεσόγειο θα διαρκούσαν για πολλούς αιώνες.
Η κατάκτηση της Αιγύπτου και η ίδρυση της Αλεξάνδρειας αποδείχτηκε καθοριστική για την ανάπτυξη του εμπορίου. Η ίδρυση μιας ισχυρής πόλης στο δέλτα του Νείλου έδωσε διέξοδο στο κλειστό οικονομικό δίκτυο των πόλεων του ποταμού. Με το λιμάνι της έγινε ρυθμιστής του εμπορίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και παράλληλα αναδείχτηκε ως λαμπρό κέντρο παραγωγής ελληνικού πολιτισμού. Η νέα πόλη από την στιγμή της ίδρυσής της μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα το μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου.
Η Μικρά Ασία και τα πλούτη της ήταν γνωστά από παλιά της Έλληνες, το ίδιο ως ένα βαθμό ισχύει και για την Συροπαλαιστίνη, της η πορεία του Αλέξανδρου στην Υρκανία, στα νοτιοανατολικά παράλια της Κασπίας, της αποκάλυψε μια περιοχή εύφορη, με άφθονα δημητριακά, άνθη, φρούτα, σύκα, δαμάσκηνα, βερίκοκα, ροδάκινα και κοπάδια ζώων.
Οι ανατολικές σατραπείες των Αχαιμενιδών, όπου ο Αλέξανδρος, όχι τυχαία, ίδρυσε της πόλεις, ήταν ιδιαίτερα πλούσιες σε ορυκτά. Ολόκληρη η Σογδιανή, -σήμερα ανατολικό Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν-, και το νοτιοανατολικό τμήμα της Βακτριανής, -σήμερα βόρειο Αφγανιστάν- αποτελούσαν της μεγαλύτερους προμηθευτές χρυσού του κράτους των Αχαιμενιδών.
Σε χρυσές πινακίδες του Δαρείου Α΄ (522-486π.Χ.) που βρέθηκαν στα ερείπια των ανακτόρων του στα Σούσα διαβάζουμε «Ο χρυσός που χρησιμοποιήθηκε εδώ προέρχεται από της Σάρδεις και την Βακτριανή, το λαζούρι και ο σαρδόνυχας από την Χωρασμία… Οι λατόμοι που εργάστηκαν εδώ ήταν Ίωνες…».
Η εξασφάλιση των πηγών και των κοιλάδων του Ώξου και του Ιαξάρτη –σήμερα Αμού Ντάρια και Σιρ Ντάρια- περιοχών διέλευσης και παραγωγής χρυσού, ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον Αλέξανδρο.
Κατακτώντας την Σογδιανή και την Βακτριανή, ο Αλέξανδρος πήρε τον έλεγχο της παραγωγής και της αγοράς του λαζουριού, του τυρκουάζ, του σαρδόνυχα, του τοπαζιού. Διασχίζοντας της οροσειρές του δυτικού Πακιστάν και ειδικά τα βουνά των Ωρειτών, στα νότια της Αλεξάνδρειας που είναι το σημερινό Καράτσι, πήραν την κατοχή της χώρας των πολύτιμων λίθων, του ρουμπινιού και του σμαραγδιού που ως τότε ήταν άγνωστα της Έλληνες. Με τον στόλο του και την δημιουργία ναυτικών βάσεων ανάμεσα στο Καράτσι και τα στενά του Ορμούζ ο Αλέξανδρος ασκούσε έλεγχο της χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους, που οδηγούσαν από την Ινδία και την Άπω Ανατολή το Μπαχρέιν και τη Βαβυλώνα.
Στην πετρελαιοφόρο περιοχή από της νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης θάλασσας σε όλο το μήκος της κοιλάδας του Τίγρη και του Πασιτίγρη ως τον μυχό του Περσικού κόλπου ο Αλέξανδρος βρέθηκε μπροστά σε τεράστιες ποσότητες φυσικού κατραμιού (bitumen), με το οποίο οι ντόπιοι αδιαβροχοποιούσαν τα πλοία της ή έχτιζαν τα σπίτια της.
Για της Έλληνες ναυτικούς και εμπόρους το φυσικό αυτό υλικό και μάλιστα σε τόσο μεγάλες ποσότητες, ήταν μια νέα πηγή μεγάλης κερδοφορίας. Και αυτό γιατί μπορούσαν πια να χρησιμοποιούν για το καλαφάτισμα και την συντήρηση των πλοίων ένα νέο φυσικό υλικό, πολύ πιο αποτελεσματικό, αλλά και πολύ πιο φτηνό από την φυτική ρητινόπισσα που κατασκεύαζαν από ξυλοκάρβουνο και ρετσίνι από πεύκα και κυπαρίσσια, η οποία κόστιζε πολύ ακριβά στις αγορές της Μεσογείου, σχεδόν όσο το σιτάρι, η πορφύρα και τα πολύτιμα μέταλλα. Αυτήν την αγορά την άνοιξε ο Αλέξανδρος, την επέκτειναν οι Διάδοχοί και την συνέχισαν με επιμονή οι Ρωμαίοι, οι Άραβες και οι Οθωμανοί, γιατί ήταν ζωτικής σημασίας για όλους της στόλους.
Μπαίνοντας στην έρημο της Γεδρωσίας συνάντησαν δενδράκια σμύρνας. Οι Φοίνικες έμποροι που ακολουθούσαν την στρατιά τα αναγνώρισαν και άρχισαν να μαζεύουν την πολύτιμη αρωματική ρητίνη της. Συνάντησαν και άλλα αρωματικά φυτά, «ρίζες νάρδου της και ευωδιαστές», που μοσχοβολούσαν καθώς της πατούσαν οι στρατιώτες και ολάνθιστα πανύψηλα δέντρα, με φύλλα σαν της δάφνης.
Η περιοχή της Καρμανίας, όπου ιδρύθηκε ακόμη μία Αλεξάνδρεια, είναι ιδιαίτερα εύφορη με πλούσια παραγωγή χουρμάδων, σταφυλιών και κρασιού, σιτηρών και ζαχαροκάλαμου. Σημαντικότερος ακόμη είναι ο ορυκτός της πλούτος σε χρυσό, ασήμι και άλλα ορυκτά που εξάγονται της το Μπαχρέιν και της τον μυχό του Περσικού κόλπου.
Με τον κατάπλου της Ινδικής ο Νέαρχος ερεύνησε τα νησιά και της ακτές. Στόχος να ανακαλύψει μια ασφαλή θαλάσσια οδό που να συνδέει γρήγορα τα Σούσα και την Βαβυλώνα με την Ινδία!
Της ολόκληρος της κόσμος ανοιγόταν στο μεσογειακό εμπόριο που έφτανε ως τον κόλπο του Ομάν και την ανατολική ακτή της Αφρικής. Η ευδαίμων Αραβία, η χώρα των αρωμάτων, του πολύτιμου μύρου και του λιβανιού, η χώρα των μαργαριταριών άνοιγε της πύλες της…
Τα χιλιάδες πλοία που ναυπηγήθηκαν της μεγάλους ποταμούς της κεντρικής Ασίας για τον στρατό και οι ναυτικές εκστρατείες του 325-323π.Χ. χρησίμευσαν για να αποκαταστήσουν κανονικές εμπορικές οδούς ανάμεσα στην Βαβυλωνία, την Περσία, την Αραβία και την Ινδία. Από αυτήν την εμπειρία επωφελήθηκαν οι ναυτικοί και οι έμποροι. Ο στρατός υπήρξε η αιχμή του δόρατος για την κατάκτηση των αγορών.
Στην Ευρώπη έφτασαν ως καρποί εμπορίου τόνοι χρυσάφι, μπαχαρικά και αρώματα, πολύτιμοι λίθοι και μέταλλα, κατράμι και πολύτιμη ξυλεία, σύκα, βερίκοκα, ροδάκινα και δαμάσκηνα μαργαριτάρια και χουρμάδες. Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξανδρος ίδρυσε ναυστάθμους για το διαμετακομιστικό εμπόριο στο δέλτα του Ινδού, αλλά και στην νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Βαβυλώνα.
Ο Αλέξανδρος φρόντισε να επεκτείνει το λιμάνι της Βαβυλώνας, ώστε να χωράει 1000 πολεμικά πλοία με ισάριθμους νεωσοίκους. Σκόπευε να μεταβάλλει τη Βαβυλώνα όχι μόνο σε πολεμικό ναύσταθμο, αλλά και σε μέγιστο εμπορικό λιμάνι. Οραματιζόταν την ανάπτυξη μεγάλης εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ Ινδίας και Βαβυλώνας, αλλά και την επέκταση των εμπορικών σχέσεων με την Αίγυπτο, μετά την κατάκτηση της Αραβίας.
Ο Νέαρχος διερεύνησε την δυνατότητα επικοινωνίας της Ινδίας με τον Περσικό κόλπο και η επιστήμη κέρδισε πλήθος γνώσεων. Της η ακτή της Αραβίας έμενε ακόμα άγνωστη. Ο Αλέξανδρος ήθελε να την γνωρίσει, να εξακριβώσει το σχήμα και την διαμόρφωση των ακτών της και να οργανώσει την επικοινωνία μεταξύ Περσικού κόλπου και Αιγύπτου, και ακόμη να βρει μια διέξοδο στην Μεσόγειο, καθώς σχεδίαζε και την επέκταση στην Δύση.
Ήξερε ότι η Αραβία ήταν η γη των αρωμάτων, η «ευδαίμων χώρα», όπου ευδοκιμούσαν ο νάρδος, και η σμύρνα, το λιβάνι και η κανέλα. Είχε πληροφορηθεί πως η παραλία της δεν ήταν μικρότερη της Ινδικής, με λιμάνια και όρμους κατάλληλους για πλοία και για την ίδρυση πόλεων και πως γύρω της υπήρχαν διάφορα νησιά.
Χτισμένες σε κομβικά σημεία εμπορικών δρόμων, οι νέες πόλεις του Αλέξανδρου μετέβαλαν την κλειστή οικονομική και κοινωνική δομή σε ανοιχτή και προοδευτική οικονομία που διευκολύνθηκε εξαιρετικά από την εισαγωγή της χρήσης του νομίσματος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Το άνοιγμα των δρόμων έκανε να ανοίξουν νέες αγορές και ορίζοντες, οι πόλεις έγιναν δίκτυα όχι μόνο εμπορικών αλλά και πολυπολιτισμικών ανταλλαγών και επιδράσεων που συνεχίζουν μέχρι και σήμερα.
Μολονότι οι πηγές δεν αναφέρουν πολλά για τις πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, μπορούμε βασισμένοι σε κάποιες ενδείξεις να πούμε ότι οι πόλεις αυτές δε διαμορφώθηκαν μόνο εξωτερικά σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, αλλά και εσωτερικά ως πόλεις σχετικά αυτόνομες, ημι-αυτόνομες θα λέγαμε.
Σχετικά με την εξωτερική τους διαμόρφωση, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αποτελεί τη μοναδική ίσως περίπτωση, όπου οι πηγές δίνουν σαφείς πληροφορίες. Το πολεοδομικό της σχέδιο κατήρτισε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, καθορίζοντας πού έπρεπε να είναι η αγορά και πού τα ιερά των ελληνικών θεών και της αιγυπτιακής Ίσιδος, σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα.
Γενική αρχή του ιπποδάμειου συστήματος είναι η οργάνωση της πόλης έτσι, ώστε να εξυπηρετούνται με ορθολογικό τρόπο οι λειτουργίες της. Τα τρία κέντρα, θρησκευτικό, πολιτικό-διοικητικό και εμπορικό, εντάσσονται στη ρυμοτομική χάραξη των ισομεγέθων οικοδομικών τετραγώνων που ορίζονται από ευθείς κάθετα τεμνόμενους, συχνά πλακόστρωτους, δρόμους. Στα οικοδομικά τετράγωνα οι οικίες κατανέμονται έτσι ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα, η υδροδότηση και ο άπλετος φωτισμός των χώρων τους. Ο ρυμοτομικός αυτός τρόπος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Μίλητο, ενώ στο χώρο της Μακεδονίας η πλήρης εφαρμογή του συναντάται στην Πέλλα και την 'Ολυνθο. Τα πρακτικά πλεονεκτήματα (ταχύτητα οργάνωσης, απλότητα χάραξης, ευκολία χρήσης, ασφάλεια) συντέλεσαν στην ευρεία χρήση του ιπποδάμειου συστήματος τόσο από τον Αλέξανδρο Γ΄, όσο και από τους Διαδόχους του, στις πόλεις που ίδρυσαν. Στην ελληνική τειχισμένη πόλη υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην κύρια πόλη (άστυ) και την περιφέρεια (χώρα), όπως και ανάμεσα στην ακρόπολη και την υπόλοιπη πόλη. Οικοδομήματα όπως το βουλευτήριο, το γυμνάσιο, το θέατρο αποτελούν τα σήματα κατατεθέντα του ελληνικού τρόπου ζωής και χαρακτηρίζουν μια ελληνική πόλη. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου οι δυο βασικές αρτηρίες είναι η Κανωπική οδός, παράλληλη με τη θάλασσα, και η οδός των Παλατιών, πλ. 30 μ. περίπου. Η πόλη χωρίζεται σε 5 περιφέρειες (μοίρες), που ορίζονται με τα 5 πρώτα γράμματα του αλφαβήτου. Αλλά και πολλές άλλες πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος ως τον ποταμό Ιαξάρτη, ως τον Ακεσίνη και τον Ινδό ποταμό, βασίστηκαν στο πρότυπο των ελληνικών πόλεων.
Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση, στις πόλεις αυτές ο Αλέξανδρος εγκαθιστούσε Έλληνες μισθοφόρους και Μακεδόνες απομάχους μαζί με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Έλληνες αποτελούσαν φορείς της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού τρόπου ζωής, από τον οποίο οι εγχώριοι δέχονταν έντονη επίδραση, όπως και αντίστροφα.
Πολιτικά οι πόλεις αυτές δε θα μπορούσαν να έχουν την «αυτονομία» των πόλεων-κρατών του ελλαδικού χώρου ή των ελληνίδων πόλεων της Μ. Ασίας, με την έννοια ενός καθεστώτος βασισμένου σε «πάτριους νόμους», που γενεές νομοθετών και πολιτών έθεσαν, καθιέρωσαν και εφάρμοσαν. Αλλά μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι, αν όχι σε όλες τις νέες πόλεις, τουλάχιστον όπου εγκαταστάθηκαν σε σημαντικό αριθμό Έλληνες μισθοφόροι, τεχνίτες, δάσκαλοι, καλλιτέχνες και «απόμαχοι» Μακεδόνες, ο Αλέξανδρος παραχώρησε δικαιώματα «πολίτη» και όχι ενός απλού υπηκόου, υποτελούς στο βασιλιά. Τα δικαιώματα του πολίτη στις νέες πόλεις παραχωρήθηκαν μόνο στους Έλληνες οι οποίοι διέθεταν τη δική τους νομοθεσία και κρίνονταν από ελληνικά, αυτόνομα δικαστήρια, σε αντίθεση με τους ντόπιους. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει απ’ όσα γνωρίζουμε για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου την εποχή των Πτολεμαίων.
Διοικητικά οι πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος υπάγονταν στην εκάστοτε σατραπεία, διατηρώντας το προϋπάρχον αχαιμενιδικό σύστημα διοίκησης. Αυτό που ουσιαστικά τροποποίησε ο Αλέξανδρος ήταν ο βαθμός δικαιοδοσίας των σατραπών. Παράλληλα ορισμένες περιοχές στην Ινδία δεν υπήχθησαν στο διοικητικό σύστημα των σατραπειών, αλλά αποτέλεσαν αυτόνομα βασίλεια με τη δική τους επικράτεια, όπως ήταν και πριν, φόρου όμως υποτελείς στο βασιλιά και με την υποχρέωση να δεχτούν μακεδονική φρουρά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το βασίλειο του Ταξίλη και το βασίλειο του Πώρου.
Ενώ στις σατραπείες της Μ. Ασίας εμπιστεύθηκε κατά κύριο λόγο Μακεδόνες εταίρους του περιβάλλοντός του, στις σατραπείες της κεντρικής Ασίας καθιέρωσε την αρχή να εμπιστεύεται όχι μόνο Μακεδόνες, αλλά και άλλους Έλληνες, ακόμα και Ασιάτες, που μάλιστα μπορεί να είχαν υπάρξει αντίπαλοι στη μάχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Σατιβαρζάνης, σατράπης της «ακριτικής» σατραπείας της Αρείας, ο οποίος ακόμα και μετά την απιστία και προδοσία του αντικαταστάθηκε πάλι από τον Πέρση Αρσάκη, στη θέση του οποίου, όταν τον πρόσδωσε κι αυτός με τη σειρά του το 329 π.Χ., τοποθετήθηκε ο Κύπριος Στασάνωρ.
Ο περιορισμός της εξουσίας των σατραπών από τον Αλέξανδρο έγκειται στο γεγονός ότι ήταν πλέον σταθερά υπεύθυνοι απέναντί του και λειτουργούσαν ως δημόσιοι λειτουργοί ενός ενιαίου ασιατικού κράτους, χωρίς δικαίωμα άσκησης εξωτερικής πολιτικής ή στρατιωτική δικαιοδοσία. Τη στρατιωτική δικαιοδοσία, από την άποψη της ασφάλειας στην περιοχή, την είχε ένας Μακεδόνας διοικητής-«στρατηγός», ο οποίος δεν υπαγόταν στο σατράπη, αλλά στον ίδιο το βασιλιά.
Για τη συλλογή και τη διαχείριση των βασιλικών εσόδων ο Αλέξανδρος ακολούθησε μια εξίσου συγκεντρωτική πολιτική, όπου οι ανά σατραπείες υπεύθυνοι συλλογής τους υπάγονταν σε ένα πρόσωπο, τον Άρπαλο, ο οποίος λειτουργούσε ως ανώτατος θησαυροφύλακας του ασιατικού κράτους του Αλεξάνδρου.
Η Αίγυπτος δεν εντάχθηκε στο ίδιο διοικητικό σύστημα, δεν αποτέλεσε δηλ. σατραπεία, αλλά αυτόνομη επικράτεια, όπου οι εξουσίες συγκεντρώνονταν σε τρεις διοικητές, που ήταν υπεύθυνοι για την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική οργάνωση της Αιγύπτου με βασικό κέντρο την Αλεξάνδρεια. Έτσι ο Αλέξανδρος, πριν εγκαταλείψει την Αίγυπτο για να συνεχίσει την εκστρατεία του, εμπιστεύθηκε την πολιτική διοίκηση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου στους Αιγύπτιους «νομάρχες» Δολόασπι και Πέτισι αντίστοιχα. Κάθε νομάρχης είχε και από ένα συνοριακό διοικητή, τον Απολλώνιο για την περιοχή της «προσχώρου Λιβύης» στα δυτικά και τον Κλεομένη από τη Ναύκρατη στα ανατολικά. Ο Κλεομένης ορίστηκε ως ο ανώτατος οικονομικός διοικητής της Αλεξάνδρειας. Τέλος τη στρατιωτική διοίκηση της Αιγύπτου ο Αλέξανδρος την εμπιστεύθηκε σε Μακεδόνες, οι οποίοι ήταν και επικεφαλείς μιας μακεδονικής φρουράς με 2 διοικητές-φρουράρχους, έναν στη Μέμφιδα υπό τον Πανταλέοντα τον Πυδναίο και έναν στο Πηλούσιο, υπό τον Πολέμονα τον Πελλαίο.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Λόγος Α΄), ο Αλέξανδρος ήταν ο μέγιστος, στην ιστορία του κόσμου, «κτίστης», ιδρυτής πόλεων. Αναφέρει ότι ίδρυσε πάνω από εβδομήντα πόλεις. Ωστόσο, στη μυθιστορηματική βιογραφία του Αλεξάνδρου, Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, που είχε αποδοθεί στον Καλλισθένη τον Ολύνθιο, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για συρραφή κειμένων της ελληνιστικής εποχής του 3ου αι. μ.Χ., οπότε και χαρακτηρίζεται ως έργο του «Ψευδο-Καλλισθένη», διαβάζουμε ότι «έκτισε» δεκατρείς πόλεις, στην ουσία όμως μνημονεύονται μόνο οι εννέα. Η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται κάπου στη μέση.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του ο Αλέξανδρος ίδρυσε αρκετές πόλεις, η πλειοψηφία των οποίων πήρε το όνομά του. Η πιο γνωστή ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στο ανατολικό τμήμα της β. αφρικανικής ακτής. Σε δύο από αυτές ο Αλέξανδρος δεν έδωσε το όνομά του. Βρίσκονται και οι δυο στο Πακιστάν, στα σύνορα με την Ινδία. Χτίστηκαν και οι δυο στις όχθες του Υδάσπη, η μια με το όνομα Νίκαια, εις ανάμνησιν της νίκης του Αλέξανδρου κατά του Πώρου και η άλλη με το όνομα Βουκεφάλα, εις ανάμνησιν του αγαπημένου αλόγου του Αλέξανδρου, που πέθανε από κούραση και γηρατειά. Έξι από τις Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Αλέξανδρος υπάρχουν και σήμερα, ακόμα και η Εσχάτη, η πιο απομακρυσμένη, στις όχθες του Ιαξάρτη.
Οι πόλεις αυτές αποτέλεσαν τους κρίκους ενός δικτύου επαφών και ανταλλαγών, εμπορικών και πολιτιστικών, σε μια έκταση από τους πρόποδες των Ιμαλαΐων έως το σημερινό Καράτσι και το Πακιστάν. Στις μικτές αυτές πόλεις κύριο στοιχείο του πληθυσμού ήταν Έλληνες μισθοφόροι και απόμαχοι Μακεδόνες, που συνυπήρξαν με το ντόπιο στοιχείο.
Οι αρχαίες γραμματειακές πηγές σχετικά με το Μ. Αλέξανδρο, τον αριθμό των κτίσεών του και τους λόγους ίδρυσής τους είναι αρκετές. Ο αριθμός των πόλεων που ίδρυσε ο Αλέξανδρος φθάνει στο ανώτερο όριο που δίνει ο Πλούταρχος, τις 70 και καταλήγει σε ένα μέσο αριθμό 12-16 περίπου πόλεων. Ο Στέφανος Βυζάντιος απέδωσε στον Αλέξανδρο είκοσι πόλεις («Αλεξάνδρεια», «Βοός Κεφαλαί», «Βουκεφάλεια») και συμπεριέλαβε και άλλες δυο επιπλέον («Δίον», «Ευπορία»), που όμως δεν είναι ιστορικά στοιχειοθετημένες.
Η πρωιμότερη παραλλαγή του Μυθιστορήματος του Μ. Αλεξάνδρου αποδίδει 13 πόλεις στον Αλέξανδρο, ουσιαστικά όμως κατονομάζει μόνο τις 9. Σε άλλες παραλλαγές του Μυθιστορήματος ο αριθμός των πόλεων διαφοροποιείται από ελάχιστα έως καθόλου. Έτσι στην Αρμένικη και Αιθιοπική παραλλαγή οι πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος είναι 12, στη Συριακή 13. Ο Άραβας γεωγράφος Yakut (12ος αι.) καταγράφει 15 Αλεξάνδρειες (=Iskandarīyas) στο Γεωγραφικό Λεξικό του (Mu ‘jamal-Buldân) και 16 στο έργο του Λεξικό Γεωγραφικών Ομωνύμων (Mushtarik), εκ των οποίων οι πρώτες 13 ταυτίζονται με τη συριακή παραλλαγή του μυθιστορήματος. Λίστες με Αλεξάνδρειες απαντώνται και στην Περσο-Αραβική (Ιρανική) λογοτεχνική παράδοση. Ο al-Tabari αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος ίδρυσε 12 πόλεις και στη συνέχεια παραθέτει σχετική λίστα ονομάτων. Ο al-Dinawari λέει ότι ο Αλέξανδρος ίδρυσε 13 πόλεις, αλλά ουσιαστικά παραθέτει μόνο 7 ονόματα. Σε γενικές γραμμές οι λίστες πόλεων-ιδρύσεων του Αλέξανδρου, που παρατίθενται στις διάφορες παραλλαγές του Μυθιστορήματος, δεν έχουν ομοιογένεια και δε μπορούν να αποτελέσουν ασφαλείς ταυτίσεις με συγκεκριμένες πόλεις.
Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς επικεντρώθηκαν στη δραστηριότητα του Αλέξανδρου σε συγκεκριμένες περιοχές. Έτσι ο Στράβων (11.11.4) αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος ίδρυσε 8 πόλεις στη Βακτρία και Σογδιανή. Ο Ιουστίνος (12.5.3) κάνει λόγο για 12 πόλεις στην ίδια περιοχή (7 σύμφωνα με άλλο χειρόγραφο). Ο Curtius Rufus (7.10.15-16) αναφέρει ότι στην περιοχή της Μαργιανής ο Αλέξανδρος ίδρυσε 6 πόλεις.
Οποιοσδήποτε και αν είναι ο πραγματικός αριθμός των ιδρύσεων του Αλέξανδρου, η γενικότερα αποδεκτή άποψη των μελετητών είναι ότι ο συνολικός αριθμός των πόλεων που μπορεί με σχετική ασφάλεια να αποδοθεί στον Αλέξανδρο είναι μικρότερος από τις 70 του Πλουτάρχου.
Ο Fraser θεώρησε ότι τουλάχιστον 8 πόλεις θα μπορούσαν να του αποδοθούν με σιγουριά. Στο τέλος κατέληξε ότι 6 είναι πιο σίγουρες, ενώ σε άλλα σημεία υποστήριξε πως 2 επιπλέον πόλεις (η Αλ. Αραχωσίας και η Αλ. Καυκάσου) θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυθεντικές ιδρύσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Ο N. Hammond σε ένα άρθρο του, ασκώντας κριτική στους Tarn και Fraser σχετικά με τις πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, διατύπωσε την άποψη ότι οι 70 πόλεις, για τις οποίες κάνει λόγο ο Πλούταρχος, ίσως είναι κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Ωστόσο ο ίδιος δεν έδωσε κατάλογο με τις πόλεις που θεωρεί ότι αποτελούν ιδρύσεις του Αλέξανδρου.
Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί η ταύτιση των διαφόρων Αλεξανδρειών. Στην αρχαιότητα και αργότερα κάποιες από αυτές τις Αλεξάνδρειες προσφωνούνταν με διαφορετικά προσωνύμια. Είναι πολύ πιθανό ότι διάφοροι συγγραφείς, που αναμφίβολα αντανακλούσαν διαφορετικές τοπικές παραδόσεις, αναφέρονταν στην ίδια Αλεξάνδρεια με διαφορετικό όμως προσωνύμιο κάθε φορά. Έτσι δημιουργήθηκε μια απίστευτη σύγχυση σχετικά με τον πραγματικό αριθμό τους και την ταύτισή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αλεξάνδρεια Οξιανή, που κατά τον Fraser θα πρέπει να ταυτιστεί με την Αλεξάνδρεια κατά Βάκτρα, κατά τον Tarn με την Αλεξάνδρεια εν Σογδιανή και κατά τον P. Bernard με την Termez ή την Ai-Khanoum.
Ο Αλέξανδρος δεν θέλησε απλώς να επεκτείνει στα πέρατα του κόσμου τα σύνορα του κράτους, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αλλά επεδίωξε να δημιουργήσει ένα νέο οικουμενικό κράτος, στο οποίο ο ελληνικός πολιτισμός θα πορευόταν παράλληλα με τους ποικίλους ασιατικούς λαούς και θα γεννούσε ένα οικουμενικό πολιτισμικό δημιούργημα. Μέσα σ’ αυτό δεν θα υπήρχαν κατακτητές και κατακτημένοι, αλλά όλες οι θρησκείες και όλες οι κουλτούρες θα είχαν θέση.
Με την ίδρυση πόλεων ο Αλέξανδρος εγκαινίασε μια πρωτοφανή πολιτική αποικισμού του τότε γνωστού κόσμου που ακολούθησαν και οι Διάδοχοί του. Αν και η ζωή του Αλεξάνδρου ήταν πολύ σύντομη και το κράτος του διασπάστηκε πολύ γρήγορα μετά τον θάνατό του, εντούτοις πολλές από τις πόλεις που ίδρυσε έγιναν κέντρα των ελληνιστικών βασιλείων που προέκυψαν και ουσιαστικά υπήρξαν οι αποδέκτες της κληρονομιάς του Αλεξάνδρου.
Το πρότυπο αυτό ακολούθησαν και οι Διάδοχοι ιδρύοντας πόλεις στις οποίες έδιναν είτε τα δικά τους ονόματα (Λυσιμάχεια, Αντιόχεια, Κασσάνδρεια, Πτολεμαΐς, Αντιγόνεια, Σελεύκεια στον Τίγρη, Σελεύκεια Πιερίας) είτε στενών συγγενικών τους προσώπων, κυρίως συζύγων (Απάμεια, Αρσινόη, Βερενίκη, Λαοδίκεια). Έτσι στην αυγή της ελληνιστικής εποχής σημειώθηκε ένα πρωτοφανές φαινόμενο αστικοποίησης και αστυφιλίας από ποικίλα πληθυσμιακά στοιχεία: πολιτικούς εξόριστους, απόμαχους μισθοφόρους, άπορους και ξεριζωμένους ανθρώπους, που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη, που τόνωσε το χερσαίο και θαλάσσιο εμπόριο. Οι πόλεις μεγάλωσαν και η διοίκησή τους έγινε πιο περίπλοκη.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα ιδιαίτερο παράδοξο πολιτικό υβρίδιο, όπου οι ελληνικές πόλεις υπό την αιγίδα των ελληνιστικών μοναρχών διατήρησαν όλα όσα καθορίζουν μια δημοκρατική πόλη: τείχη, αγορά ως εμπορικό και πολιτικό κέντρο, βουλευτήριο, θέατρο και γυμνάσιο. Οι νέες αυτές πόλεις έγιναν φορείς του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, ήταν χτισμένες κατά το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, διέπονταν από ελληνικούς θεσμούς, είχαν κοινό εκπαιδευτικό σύστημα και πάνω απ’ όλα, είχαν ως επίσημη γλώσσα την ελληνική, ένα είδος lingua franca, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις αχανείς, πολύγλωσσες περιοχές της Ασίας.
Η πρώτη Αλεξάνδρεια της κεντρικής Ασίας ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο το 330 π.Χ. κατά την διάρκεια των επιχειρήσεών του για την σύλληψη του Δαρείου στην περιοχή της Αρείας, της Αχαιμενιδικής σατραπείας που είχε κέντρο τα Αρτακόανα, στο σημερινό δυτικό Αφγανιστάν.
Η νέα πόλη χτίστηκε σε μια όαση, στην κοιλάδα του ποταμού Hari στον βασικό εμπορικό δρόμο που συνέδεε τις ανατολικές επαρχίες με το κέντρο της αυτοκρατορίας. Στην εύφορη όαση που ήταν γνωστή ως σιτοβολώνας της περιοχής, φαίνεται ότι προϋπήρχε ένας παλιότερος οικισμός.
Ο Αρριανός και οι υπόλοιποι ιστορικοί που αφηγούνται την εκστρατεία, ενώ δίνουν πληροφορίες για τις επιχειρήσεις του Αλέξανδρου στην περιοχή, δεν αναφέρουν την ίδρυση της Αλεξάνδρειας, την μνημονεύουν όμως οι γεωγράφοι.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Ερατοσθένης, ο περίφημος μαθηματικός και γεωγράφος που υπολόγισε με σημαντική ακρίβεια την περιφέρεια της γης, την αναφέρει ως Αλεξάνδρεια Αρεία ή εν Αρ(ε)ίοις, τον 1ο αιώνα την ξαναβρίσκουμε στον Πλίνιο και αργότερα στον Στέφανο τον Βυζάντιο.
Στα χρόνια των Σελευκιδών η Αλεξάνδρεια Αρεία μετονομάζεται σε Αντιόχεια. Το 167 π.Χ. περνά στην κυριαρχία των Πάρθων και στην συνέχεια των Σασσανιδών.
Γύρω στο 430 το Χαρέβ (Harev), όπως λέγεται πια η πόλη, είναι πρωτεύουσα επαρχίας, έδρα ενός από τα σασσανιδικά νομισματοκοπεία και κατοικείται από πιστούς του ζωροαστρισμού, αλλά και μια χριστιανική κοινότητα Νεστοριανών.
Το 870 οι Σαφαρίδες, μία ντόπια δυναστεία που είχε ασπαστεί τον μωαμεθανισμό, καταλαμβάνουν την πόλη που θα γίνει ένα σημαντικό Ισλαμικό κέντρο.
Τον 10ο αιώνα το Χερατ είναι μια πλούσια πόλη γνωστή για τα υφάσματα της που φτάνουν ως την Βαγδάτη.
Την περιβάλουν ισχυρά τείχη με τέσσερις πύλες που οδηγούν σε πολυσύχναστες αγορές, έχει ακρόπολη, εκτεταμένα προάστια, μεγάλο τζαμί, αλλά και μία εκκλησία και έναν ναό πυρολατρών σε κάποια απόσταση έξω από τα τείχη.
Χτισμένο σε εξαιρετικά στρατηγική τοποθεσία το Χεράτ ελέγχει τον εμπορικό δρόμο από την Ινδία και την Κίνα προς την Περσία και από εκεί στην Μεσοποταμία και στην Μεσόγειο. ‘Έτσι, παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές των κυριάρχων, η πόλη ακμάζει.
Τον 12ο αιώνα «στο Χεράτ υπάρχουν 12.000 καταστήματα σε πλήρη λειτουργία, 6.000 λουτρά, και εκτός από καραβανσεράγια και μύλους υπάρχει επίσης ένα μοναστήρι δερβίσηδων και ένας ναός πυρολατρών».
Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, έχει περίπου 444.000 σπίτια που τα κατοικεί ένας μόνιμος, φιλοπόλεμος πληθυσμός σουνιτών μουσουλμάνων, που ωστόσο δεν υστερούν στις παραγωγικές τέχνες και το εμπόριο, αφού η πόλη αυτή την περίοδο γίνεται σπουδαίο κέντρο μεταλλοτεχνίας που παράγει εξαιρετικά περίτεχνα μετάλλινα αγγεία και σκεύη, μάλιστα οι περίφημες, χαρακτηριστικές για το Χεράτ, κανάτες με την προεξέχουσα προχοή θυμίζουν, απροσδόκητα πολύ, τις χαρακτηριστικές μακεδονικές πρόχους των ελληνιστικών χρόνων.
To 1222 οι Μογγόλοι καταλαμβάνουν την πόλη και σφάζουν τους κατοίκους έτσι που «κεφάλι δεν έμεινε με κορμί ούτε κορμί με κεφάλι». Οι πηγές μιλούν για 1.600.000 νεκρούς, όμως και πάλι το Χεράτ θα πάρει τα πάνω του και πριν τα μέσα του αιώνα όχι μόνον θα ξαναχτιστεί, αλλά και θα γνωρίσει τέτοια ακμή που ο Τζελαλεδίν Ρουμί, ο σοφός Μεβλανάς, θα γράψει:
«Αν σε ρωτήσει κανείς ποια είναι η πιο ευχάριστη από τις πόλεις, σωστά θα του αποκριθείς, αν πεις το Χεράτ. Γιατί ο κόσμος είναι σαν την θάλασσα, το Χορασάν σαν στρείδι στα νερά της και το Χεράτ σαν το μαργαριτάρι μες στο στρείδι».
Στις αρχές του 14ου αιώνα ο Πέρσης γεωγράφος Hamdallah Mustawfi που μας δίνει πολλές πληροφορίες για το Χεράτ θυμάται τον Αλέξανδρο και γράφει ότι αυτός ξανάχτισε την πόλη που είχε εγκαταλειφθεί και ήταν ερείπια και ότι η περίμετρος των τειχών της ήταν 9.000 βήματα.
Το 1380 Ο Ταμερλάνος καταλαμβάνει το Χεράτ και οι απόγονοι το κάνουν πρωτεύουσα της τεράστιας αυτοκρατορίας τους.
Η πόλη του Αλέξανδρου αποκτά λαμπρά κτήρια, πολλά από τα οποία σώζονται ως σήμερα και γίνεται κέντρο όχι μόνον του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών, αλλά και της πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης: των επιστημών, της αστρονομίας, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας, του μυστικισμού, της μουσικής, της ζωγραφικής και της καλλιγραφίας.
Τον 16ο αιώνα με τους Πέρσες Σαφαφίδες το Χερατ ξαναγίνεται μια επαρχιακή πρωτεύουσα, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, αφού την κυβερνά ο εκάστοτε διάδοχος του θρόνου, πριν γίνει Σάχης της Περσίας.
Τον 18ο αιώνα η πόλη περνά στην εξουσία των Αφγανών, καταφέρνει όμως να ανεξαρτητοποιηθεί, δέχεται τις επιθέσεις των Περσών και τις επεμβάσεις των Άγγλων, και τελικά, το 1863, εντάσσεται στο Αφγανιστάν, του οποίου εξακολουθεί να είναι ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα.
Στον σύγχρονο πολεοδομικό ιστό του Herat, ενσωματώνεται η παλιά πόλη που έχει τετράγωνη κάτοψη, περιβάλλεται από ψηλά τείχη και έχει τέσσερις πύλες, μία σε κάθε πλευρά.
Τα τείχη έχουν αλλεπάλληλες φάσεις αλλά γενικά θωρείται ότι ανήκουν στην εποχή των Τιμουριδών, ωστόσο η μρφή τους αντιστοιχεί και στις παλιότερες περιγραφές, ενώ η κανονικότητα της δεν αποκλείεται να ξεκινά από ελληνιστικά πρότυπα.
Η παράδοση αποδίδει στην αρχαία Αλεξάνδρεια την επιβλητική ακρόπολη που έχει πρόσφατα αναστηλωθεί πλήρως και στεγάζει το μουσείο, ωστόσο οι σωζόμενες δομές της ανήκουν, όπως και τα τείχη στα χρόνια των Τιμουριδών.
Οι ανασκαφές στην ακρόπολη έφεραν στο φως ευρήματα από σχεδόν όλες τις περιόδους κατοίκησης μέχρι τον 4ο προχριστιανικό αιώνα, ενώ δεν λείπουν και σποραδικές ενδείξεις από την εποχή των Αχαιμενιδών.
Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του Μ. Αλεξάνδρου, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου. Παράλληλα ο Αλέξανδρος κατείχε πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές στο αχανές κράτος του, με μεταλλεία χρυσού, αργύρου, χαλκού, ορυκτών πολύτιμων λίθων στην κεντρική Ασία και τον Περσικό κόλπο.
Το ποσό από πολύτιμο μέταλλο που συγκέντρωσε ο Αλέξανδρος από τους βασιλικούς θησαυρούς της Περσίας δε μπορεί να αποτιμηθεί ούτε σε μερικούς κατά προσέγγιση τόνους. Ήταν εκατοντάδες χιλιάδες, που οι ιστορικοί υπολογίζουν σε τάλαντα, οι ράβδοι καθαρού χρυσού και τα κέρματα ή χρυσοί δαρεικοί, που είχαν νομισματοποιήσει οι Πέρσες. Ο Πλούταρχος (Βίοι, 37.4) αναφέρει ότι για τη μεταφορά των βασιλικών θησαυρών από την Περσέπολη χρειάστηκαν 10.000 μουλάρια και 5.000 καμήλες. Ο Διόδωρος (XVII, 71.1) και ο Κούρτιος (V, 6.9) είναι πιο επιφυλακτικοί αποτιμώντας σε 120.000 τάλαντα μόνο το χρυσό αυτής της πόλης και την εφοδιοπομπή σε 3.000 καμήλες. Ο Στράβων (Γεωγραφικά, ΧV, 3.9), αναφέρει ότι πολλοί περσικοί θησαυροί συγκεντρώθηκαν στα Εκβάτανα και ότι ανέρχονταν σε 180.000 τάλαντα. Συγκριτικά, οι συνηθισμένες πρόσοδοι της Αθήνας το 442 π.Χ., στην ακμή της οικονομικής και ναυτικής της δύναμης δεν ξεπερνούσαν τα 2.000 τάλαντα και ότι ο Φίλιππος Β΄ εξόρυσσε ετησίως 1.000 τάλαντα από τα μεταλλεία του όρους Παγγαίου. Η κατοχή των βασιλικών θησαυρών απέφερε στο γιο του διακόσιες φορές περισσότερα, όπως και σε όλους τους διοικητές, δανειστές, καταχρεωμένους στρατιώτες, μισθοφόρους και άλλους που τον περιστοίχιζαν, επιφέροντας τεράστια αλλαγή στη μεσογειακή οικονομία.
Τα παραπάνω του επέτρεψαν να εφαρμόσει μια ενιαία νομισματική πολιτική, που ανάλογη δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν η περιοχή γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου και η ασιατική ενδοχώρα. Ο Αλέξανδρος έκοψε νομίσματα που προορίζονταν για κυκλοφορία στο διεθνές εμπόριο, όπως ακριβώς και ο πατέρας του, ο Φίλιππος. Ο Αλέξανδρος προχώρησε σε μια μεγάλη καινοτομία εκδίδοντας νέα νομίσματα. Χαρακτηριστικό της νέας νομισματικής πολιτικής του είναι η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος, για το οποίο επέλεξε νέους εικονιστικούς τύπους.
Οι χρυσοί στατήρες, που ακολουθούν τον αττικό σταθμητικό κανόνα, απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο την κεφαλή της Αθηνάς με κορινθιακό κράνος να κοιτάζει προς τα δεξιά. Η παρουσία της θεάς δεν είναι τυχαία. Εφόσον ο χαρακτήρας της εκστρατείας του Αλεξάνδρου είναι πανελλήνιος, οι εικονιστικοί τύποι που θα χρησιμοποιηθούν στα νομίσματα θα πρέπει να είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και σεβαστοί από όλους τους Έλληνες. Στον οπισθότυπο μια φτερωτή Νίκη, το σύμβολο μιας νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών, στέκεται όρθια και κοιτάζει προς τα αριστερά, κρατώντας στεφάνι και στυλίδα. Η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ κοσμεί την παράσταση.
Τα «αλεξάνδρεια» νομίσματα, βασισμένα στον αττικό σταθμητικό κανόνα, ήταν το ισχυρότερο νόμισμα και αποτελούσε τον μείζονα διεκδικητή των πιο απομακρυσμένων αγορών. Με την επιλογή των εμβλημάτων του Ηρακλή με λεοντή στον εμπροσθότυπο και του ένθρονου Δία να κρατά κεραυνό στον οπισθότυπο, ο Αλέξανδρος τόνιζε τη στενή σχέση του μακεδονικού βασιλικού οίκου με τον οίκο των Αργεαδών, καθώς και τη σημασία των επιτυχιών της εκστρατείας. Ο Ηρακλής είναι ο μυθικός πρόγονος των Μακεδόνων, ενώ ο Δίας, εκτός από πατέρας θεών και ανθρώπων, αποτελεί τη μεγαλύτερη πανελλήνια θεότητα. Επομένως ο Αλέξανδρος επιλέγει μορφές αναγνωρίσιμες και σεβαστές από όλους τους Έλληνες.
Στα χάλκινα νομίσματα ο εμπροσθότυπος απεικονίζει και πάλι την κεφαλή του Ηρακλή με λεοντοκεφαλή, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζεται ένα τόξο σε θήκη και ένα ρόπαλο. Η παράσταση συνοδεύεται από την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Άλλα νομίσματα απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο τη μακεδονική ασπίδα, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζουν το μακεδονικό κράνος ή τη μορφή του μυθικού βασιλιά Κάρανου και έναν ιππέα αντίστοιχα.
Στην επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ που συνοδεύει τον οπισθότυπο των νομισμάτων που εκδίδει αρχικά ο Αλέξανδρος τα τελευταία χρόνια της ζωής του προστίθεται και ο τίτλος ΒΑΣΙΛΕΩΣ. Όμως ο βασιλικός τίτλος δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως, με αποτέλεσμα ακόμα και νομισματοκοπεία γειτονικών πόλεων να μην ακολουθούν την ίδια τακτική. Κάποια επέλεξαν να μην υιοθετήσουν το βασιλικό τίτλο παρά μόνο μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Βέβαια, σε χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Αλέξανδρος στη Μακεδονία κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του εμφανίζονται τα αρχικά ΒΑ, δηλαδή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Η νομισματική πολιτική του Αλεξάνδρου δεν υπήρξε απολυταρχική. Οι αυτόνομες ελληνίδες πόλεις της Μ. Ασίας και οι πόλεις της Φοινίκης, τα αυτόνομα βασίλεια όπως του Πώρου και οι βασιλείς της Κύπρου, καθώς και ο σατράπης της Βαβυλωνίας, Μαζαίος, μπορούσαν να κόβουν και δικά τους αργυρά νομίσματα με το δικό τους όνομα, για εσωτερική κυρίως κατανάλωση.
Ο Αλέξανδρος εξακολούθησε να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα περσικά νομισματοκοπεία, εκτός από αυτά της Τύρου και της Γάζας, ενώ ίδρυσε και νέα, όπως αυτό στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου. To μεγαλύτερο νομισματοκοπείο ήταν στη Βαβυλώνα, τη μητρόπολη, όπως ερμηνεύεται η επιγραφή με το γράμμα Μ στο νόμισμα. Πολύ σημαντικά ήταν και αυτά της Αμφίπολης και της Πέλλας. Ακολουθούσαν τα νομισματοποκεία της Φοινίκης (Σιδώνα, Βύβλος, Πτολεμαϊδα, Δαμασκός) και της Κιλικίας (Ταρσός, Αλεξάνδρεια Ισσού) και τα ανεξάρτητα νομισματοκοπεία της Κύπρου. Τα μικρασιατικά νομισματοκοπεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (περίπου 30) έκοψαν νόμισμα σε όλα τα μέταλλα και τις υποδιαιρέσεις (χρυσούς στατήρες, αργυρά τετράδραχμα και δραχμές). Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των νομισματοκοπείων αυτών είναι ότι αποτέλεσαν τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής αργυρών δραχμών, ιδίως κατά το τέλος της εκστρατείας, 325/324 π.Χ., όταν προέκυψε η ανάγκη πληρωμής μισθοφόρων και βετεράνων. Αρχικά, τα νομίσματα διανεμήθηκαν σε στρατιώτες και διοχετεύτηκαν σιγά σιγά στην ντόπια νομισματική κυκλοφορία· οι «θησαυροί» του 3ου αι. π.Χ. καταδεικνύουν την υπεροχή των νομισμάτων αυτών.
Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους λαούς της Ανατολής, οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς, όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο πρόσωπο του Ηρακλή.
Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ. από τη Μακεδονία έως τη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου, όπως ήταν οι Κέλτες και οι Άραβες.
Τα αργυρά τετράδραχμα του Αλεξάνδρου έγιναν το συνηθέστερο νόμισμα του τότε γνωστού κόσμου, ένα «παγκόσμιο» νόμισμα, γεγονός που επηρέασε σημαντικά ακόμα και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπου η ανταλλακτική οικονομία μετατράπηκε σε νομισματική.
«Σε μένα μόλις και μετά βίας έφτασε το χρυσάφι του Δαρείου για ν’ ανταμείψω τους φίλους μου», έγραψε κάποτε ο Αλέξανδρος στον Αθηναίο στρατηγό Φωκίωνα, όταν θέλησε να τον τιμήσει για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα, την εντιμότητά του και τη στήριξη που επέδειξε στο πρόσωπό του (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Φωκίων-Κάτων).
«Φύσει μεγαλοδωρότατος» υπήρξε ο Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 39.1), «γενναιοδωρότατος», κατά τον Αρριανό. Η παροχή δώρων, οι ευεργεσίες και οι πράξεις μεγαλοψυχίας συνόδευαν τον Αλέξανδρο σ’ όλη τη διάρκεια του μεγαλειώδους εγχειρήματός του και αποτελούσαν κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, ταυτόχρονα όμως υπαγορεύονταν και από λόγους πολιτικής διπλωματίας ή βαθειάς θρησκευτικής πίστης. Τα «δώρα» απευθύνονταν στα οικεία του πρόσωπα, στην κορυφή των οποίων βρισκόταν η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, στους διδασκάλους του και στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής γενικότερα, στην ίδια του την πατρίδα, την Μακεδονία, που είχε αφήσει πίσω, στους Έλληνες συμμάχους και κοινωνούς της πανελλήνιας εκδικητικής εκστρατείας κατά των Περσών, στους θεούς, Έλληνες και ξένους, που σεβάστηκε και τίμησε, στους συντρόφους του και τους στρατιώτες, που υπήρξαν συνοδοιπόροι του ως τα πέρατα της οικουμένης και επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία, γενναιότητα, αντοχή και πίστη στο πρόσωπό του. Ο Αλέξανδρος ήξερε να εκτιμά και να θαυμάζει την ικανότητα, το έργο και την γενναιότητα μεγάλων ανδρών, ακόμα και αν επρόκειτο για αντίπαλο, όπως ήταν ο Κύρος, ο Δαρείος, ο Πώρος. Ο Αλέξανδρος ήξερε να συγχωρεί αλλά και απέρριπτε να του αρνηθούν αυτό που τους πρόσφερε. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλησε να καταστήσει όλους τους ανθρώπους κοινωνούς του εγχειρήματός του, επεδίωξε τη συμμαχία και τη φιλία πολιτικών αντιπάλων, εχθρών και αλλόφυλων, θέλησε να εξευμενίσει θεούς και ανθρώπους, να προκαλέσει την άμιλλα και την αγωνιστικότητα των ανδρών του. Τα δώρα, που προσέφερε απλόχερα ο Αλέξανδρος σε χρήμα ή είδος εντάσσονται σαφώς στο πλαίσιο ενός είδους δημοσίων σχέσεων, θα λέγαμε με τη σημερινή έννοια του όρου. Αποσκοπούσαν να κερδίσουν την εύνοια σημαντικών συμμάχων και προσέδιδαν στην εικόνα του βασιλιά. Πάνω απ’ όλα, όμως τα δώρα του βασιλιά αποσκοπούσαν στο να δοξαστεί όσο κανένας και να περάσει στη σφαίρα της αιωνιότητας.
Όσο γενναιόδωρος υπήρξε με τους άλλους, τόσο ολιγαρκής και εγκρατής υπήρξε με τον εαυτό του, για τον οποίο αρκούσαν μόνο οι ελπίδες, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Πλούταρχος. Μ’ αυτές τις ελπίδες διέσχιζε τον Ελλήσποντο την άνοιξη του 334 π.Χ. και διαπεραιωνόταν στη Μικρασιατική ακτή, με την ελπίδα πραγμάτωσης του πανελλήνιου σκοπού της εκστρατείας, αλλά και του προσωπικού του οράματος. Προηγουμένως μοίρασε την προσωπική του βασιλική περιουσία σε φίλους και συγγενείς Μακεδόνες, δωρίζοντας σε άλλους γη ή κάποια κώμη και σε άλλους τα εισοδήματα κάποιου λιμανιού ή πόλης. Ο πιστός του σύντροφος Περδίκκας προτίμησε να μοιραστεί μαζί του τις ελπίδες και όχι κάποια από τα δώρα του βασιλιά, θεωρώντας ότι από τις ίδιες ελπίδες θα επωφελούνταν όλοι όσοι θα τον ακολουθούσαν. Είναι ο ίδιος άνθρωπος, στον οποίο ο βασιλιάς εμπιστεύθηκε, λίγο πριν το θάνατό του, ένα πολύτιμο δώρο, το δακτυλίδι του (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 15.3-6).
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Πλουτάρχου (Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 39.7), όσον αφορά την κριτική που ασκούσε η ίδια η μητέρα του Αλέξανδρου σχετικά με την απέραντη γενναιοδωρία του γιου της προς τους φίλους του, κάτι που δεν έβρισκε ιδιαίτερα συνετό: «Βρες άλλον τρόπο να ευεργετείς τους φίλους σου και να τους οδηγείς στη δόξα. Με την τακτική που ακολουθείς, τους κάνεις όλους ίσους με βασιλείς και τους εξασφαλίζεις πολλούς φίλους, ενώ τον εαυτό σου τον απογυμνώνεις».
Ο Αλέξανδρος δεν ξέχασε την Μακεδονία, τους οικείους του ούτε τους διδασκάλους του και τα διδάγματα που πήρε από αυτούς. Φρόντιζε πάντοτε να στέλνει δώρα, μάρτυρες των επιτυχιών του στο πεδίο της μάχης και του πλούτου που έπεφτε στα χέρια του μετά την κατάκτηση των πόλεων του περσικού βασιλείου με τους αμύθητους θησαυρούς. Στην κορυφή βρισκόταν η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, στην οποία έστελνε τα πιο πολύτιμα λάφυρα, πολυτελή σκεύη και υφάσματα.
Το ίδιο έπραξε και απέναντι στους διδασκάλους του. Το 332 π.Χ., μετά την πολιορκία της Γάζας, σημαντικού εμπορικού σταθμού στο δρόμο των καραβανιών και του εμπορίου των αρωμάτων, ο Αλέξανδρος, «ἀναμνησθεὶς παιδικῆς ἐλπίδος», έστειλε στον παιδαγωγό του, Λεωνίδα, πεντακόσια τάλαντα λιβάνι (περίπου δεκατρείς τόνους) και εκατό τάλαντα σμύρνα (περίπου δυόμισι τόνους), γράφοντάς του: «Σου στέλνω αυτά τα δώρα, για να μην κάνεις οικονομία σε ότι αφορά τις θυσίες προς τους θεούς» (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 25). Το ίδιο γενναιόδωρος υπήρξε και με τον Αριστοτέλη, όπου ο Αλέξανδρος κάλυπτε μέρος των αναγκών της βιβλιοθήκης του με ετήσια επιχορήγηση 800 ταλάντων, ενώ παράλληλα φρόντιζε να του στέλνει σημαντικό υλικό καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του από την επιστημονική ομάδα που τον συνόδευε. Παρόμοιες χρηματικές δωρεές είχε κάνει ο Αλέξανδρος και σε σπουδαίους φιλοσόφους της εποχής, όπως ο Πύρρων, ιδρυτής της σχολής του Σκεπτικισμού, ο Ξενοκράτης, μαθητής του Πλάτωνα, ο Ονησίκρητος, μαθητής του κυνικού Διογένη, αλλά και σε ανθρώπους της τέχνης, όπως ο κιθαρωδός Ανάξαρχος, o χάλκινος ανδριάντας του οποίου ανατέθηκε από τον Αλέξανδρο στους Δελφούς (Πλουτάρχου, Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Β΄, 2.334. Ε-F) ή ο κωμικός ηθοποιός Λύκων από τη Σκάρφεια.
Ο Αλέξανδρος ακολούθησε μια ιδιαίτερα ευφυή διπλωματική πολιτική απέναντι στους Έλληνες συμμάχους της εκστρατείας. Έπειτα από κάθε νίκη-σταθμό στην κατακτητική του πορεία επεδίωκε την προβολή της ιδιότητάς του ως ηγέτης όλων των Ελλήνων και όχι μόνο των Μακεδόνων, μέσα από μια σειρά συμβολικών ενεργειών «γενναιοδωρίας», που ανταποκρίνονταν στο θρησκευτικό και πολιτικό συναίσθημα των Ελλήνων και εξευμένιζαν θεούς και πολιτικούς αντιπάλους.
Έτσι το 334 π.Χ., μετά την πρώτη του νίκη στο Γρανικό ποταμό, ο Αλέξανδρος έστειλε 300 περσικές ασπίδες από τα λάφυρα της μάχης προκειμένου να αναρτηθούν στο ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας, με την επιγραφή: «Αλεξάνδρου και όλων των Ελλήνων πλην των Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των εν Ασία κατοικούντων» (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Α΄, 16.13-14 & Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ 16.18-19). Επρόκειτο για μια συμβολική κίνηση, που δικαιολογεί το γεγονός ότι τα τρόπαια της νίκης δε στάλθηκαν στη Μακεδονία, αλλά στην Αθήνα, γιατί οι Πέρσες κατά την εκστρατεία τους το 480 π.Χ. κατά των Ελλήνων είχαν καταστρέψει τους ναούς της Αθήνας. Με την αφιέρωση των περσικών ασπίδων στον Παρθενώνα, στην Αθήνα, αποδείκνυε περίτρανα πως έπαιρνε εκδίκηση από τους Πέρσες ως ηγεμόνας όλων των Ελλήνων και όχι μόνο των Μακεδόνων. Στην αναθηματική επιγραφή του Αλέξανδρου εξαιρέθηκαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι δε δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία ως συμμαχική και όχι ως ηγεμονεύουσα δύναμη.
Ανάλογα συμπεριφέρθηκε και στα άλλα ιερά. Στις Σάρδεις έδωσε εντολή να κτιστεί ναός προς τιμή του Δία, στην Έφεσο ο ναός της Αρτέμιδος που είχε καεί τη νύχτα της γέννησής του αποπερατώθηκε χάρη στα έσοδα από τη φορολογία που ο Αλέξανδρος παραχώρησε στο ιερό, μολονότι οι Εφέσιοι δε δέχτηκαν ν’ αναλάβει ο ίδιος ο Αλέξανδρος τη δαπάνη ανακαινίσεως του ναού (Στράβων ΧΙV 641 & Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Α΄, 17.7-8). Στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη σώζεται αναθηματική επιγραφή με το όνομα του Αλέξανδρου με την ένδειξη: «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΑΘΗΝΑΙΗ ΠΟΛΙΑΔΙ», ενώ δεν παράλειψε να τιμήσει και το ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Λίνδου, στη Ρόδο. Αδιάψευστη μαρτυρία η αναθηματική επιγραφή που σώθηκε σε ένα επίγραμμα γνωστό ως Χρονικό της Ρόδου, όπου ο Αλέξανδρος φέρει τον τίτλο του «κυρίου της Ασίας»: “O βασιλιάς Αλέξανδρος, αφού νίκησε σε μάχη τον Δαρείο και έγινε κύριος της Ασίας, θυσίασε στη Λινδία Αθηνά σύμφωνα με προφητεία επί ιερατείας του Θεογένους, γιου του Πιστοκράτους” (Χρονικό της Λίνδου [FGH 532]).
Μέρος από τα λάφυρα της νίκης στα Γαυγάμηλα αφιέρωσε στο ναό της Λικίνιας Αρτέμιδος, που ήταν χτισμένος στο Λικίνιο Ακρωτήριο, κοντά στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, για να τιμήσει τον Κροτωνιάτη Φάυλο, που ήταν ο μόνος Έλληνας από τη Μεγάλη Ελλάδα που ανέλαβε την πρωτοβουλία να αγωνιστεί με ένα δικό του πλοίο, στο πλευρό των Ελλήνων, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 34.3-4). Μ’ αυτό τον συμβολικό τρόπο συνέδεε τη νίκη του με τις μεγάλες νίκες των Ελλήνων εναντίον των Περσών κατά τον 5ο αι. π.Χ. και καθιστούσε τους Έλληνες συμμέτοχους στη νίκη και την επιτυχή έκβαση του εκδικητικού αγώνα τους. Υπό το ίδιο πρίσμα διακήρυξε ότι θα ξανάκτιζε την πόλη των Πλαταιών –έστειλε μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό και χρήματα- «ότι την χώραν οι πατέρες αυτών εναγωνίσασθαι τοις Έλλησιν υπέρ της ελευθερίας παρέσχον» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ , 34.2-3).
Όταν ο Αλέξανδρος έμπαινε στα Σούσα (331 π.Χ.) και αντίκρισε το χάλκινο σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονα, όπως και το καθήμενο άγαλμα της Κελκαίας Αρτέμιδος, που είχε διαρπάξει και μεταφέρει ο Ξέρξης στην Ασία πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, προέβη σε μια υψίστης συμβολικής σημασίας κίνηση, με την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη και την επανατοποθέτηση του συμπλέγματος στην καρδιά της αθηναϊκής αγοράς, όπου γεννήθηκε η δημοκρατία (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, 3. 16. 8 και 7. 19. 2).
Το μέγεθος της μεγαλοψυχίας και γενναιοδωρίας του Αλεξάνδρου απέναντι στους Έλληνες συμμάχους που μαζί του αγωνίζονταν, αποδεικνύεται όταν ο Αλέξανδρος τότε πρόσφερε ως δώρο 3000 δραχμές, πέντε ανδρικές στολές και άλλες τόσες γυναικείες, δύο ζευγάρια βόδια, 50 πρόβατα και 50 μεδίμνους σιτάρι στους ακρωτηριασμένους Έλληνες τεχνίτες που συνάντησε στην Περσέπολη, θύματα αιχμαλωσίας προγενέστερων Περσών βασιλέων. Τους απάλλαξε από κάθε βασιλικό φόρο και πρόσταξε τους επιστάτες να φροντίζουν να μην τους αδικεί κανείς (Διόδωρος, Ιστ. Βιβλ. 69, Κούρτιος, Ιουστίνος).
Η μεγαλύτερη όμως πολιτική πράξη γενναιοδωρίας προς τους Έλληνες, ήταν η απόφασή του το 324 π.Χ. για τον επαναπατρισμό και την ταυτόχρονη απόδοση της περιουσίας τους χιλιάδων πολιτικών εξόριστων, που περιφέρονταν όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τις εστίες τους, θύματα των πολιτικών περιστάσεων και ερίδων των πόλεων-κρατών, που κρατούσαν τους Έλληνες κατακερματισμένους και διχασμένους. Το σχετικό ψήφισμα ανακοινώθηκε αργότερα ως επιστολή του βασιλιά από τον ίδιο το Νικάνορα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το Σεπτέμβριο του 324 π.Χ. Λέγεται πως 20.000 εξόριστοι που παρευρίσκονταν στις εορτές χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την απόφαση. Κυρίως όμως εκείνο που επεδίωκε ο Αλέξανδρος ήταν να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ομόνοια στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα όμως η παλιννόστηση των εξόριστων θεωρήθηκε ότι κατέλυε την ελευθερία των πόλεων και αποτελούσε επέμβαση στα εσωτερικά των πόλεων, παραβιάζοντας τους σαφείς όρους της συμμαχίας.
Χαρακτηριστικός είναι ο σεβασμός και η γενναιοδωρία που επέδειξε στα ιερά θεοτήτων των λαών που κατακτούσε. Στην Τύρο (332 π.Χ.) ο Αλέξανδρος τίμησε τον τοπικό θεό, προστάτη της πόλης, Μελκάρτ, που ταυτιζόταν με τον Ηρακλή, προσφέροντας μια πολιορκητική μηχανή και το ιερό πλοίο των Τυρίων (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β΄). Στην Αίγυπτο έδωσε εντολή ν’ αναστηλωθούν το ιερό του Τούθμωσι Γ΄ στο Καρνάκ και του Αμένωφι Γ΄ στο Λούξορ. Οι Αιγύπτιοι ιερείς, ενθουσιασμένοι από το σεβασμό που έδειξε ο Αλέξανδρος στη θρησκεία τους, έσπευσαν να τον χρήσουν φαραώ (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β΄). Στη Βαβυλώνα έδωσε εντολή ν’ ανοικοδομηθούν τα ιερά που είχαν καταστρέψει ο Ξέρξης το 479 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που, μετά το 479 π.Χ., θέλοντας ν’ αποκαταστήσει τα πάντα σύμφωνα με τις αρχαίες συνήθειες του τόπου, εκτός από την επανίδρυση των άλλων ιερών έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανακατασκευή του ναού του θεού Βήλου (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Βιβλίο Γ’).
Ο Αλέξανδρος επιβράβευε τους στρατιώτες που είχαν ανδραγαθήσει με δημόσιους επαίνους, τους παρασημοφορούσε και τους μνημόνευε στην ημερήσια διαταγή. Η εμπιστοσύνη που ενέπνεε ο Αλέξανδρος στο στρατό του, η πίστη και η ικανότητά του να επιβάλλεται απέρρεαν από αυτή τη γενναιοδωρία που τον διέκρινε σε μεγάλο βαθμό. Η γενναιοδωρία υποχρεώνει και δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους, επισφραγίζει την πίστη στο βασιλιά. Προκαλεί την άμιλλα και τη διάθεση να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του, τα όριά του. Στους γάμους στα Σούσα, το 324 π.Χ., ο Αλέξανδρος δεν παρέλειψε να απονείμει και άλλα δώρα και ιδιαίτερες τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει ή διακριθεί σε κάποιο τομέα. Στεφάνωσε με χρυσούς στεφάνους –την ανώτατη τιμή- τον Πευκέστα γιατί του είχε σώσει τη ζωή στους Μαλλούς, το Λεοννάτο για τη νίκη του κατά των Ωρειτών και τη σημαντική βοήθεια που πρόσφερε στο στόλο, τον Νέαρχο για την επιτυχία του παράπλου, καθώς και τον Ονησίκριτο, τον κυβερνήτη της «βασιλικής νεώς», τον Ηφαιστίωνα και τους υπόλοιπους βασιλικούς σωματοφύλακες (Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ζ΄, 5.4-6). Κατά την κατάληψη της Σογδιανής Πέτρας το 328/327 π.Χ. ο Αλέξανδρος προκειμένου να παρακινήσει τους στρατιώτες του να επιχειρήσουν ένα τόσο τολμηρό σχέδιο, όπου μόνο «φτερωτοί στρατιώτες», θα μπορούσαν να καταλάβουν αυτόν τον απρόσβλητο και απότομο βράχο, πρόσφερε μυθώδεις αμοιβές από 12 τάλαντα έως 300 δαρεικούς σ’ όποιον κατάφερνε ν’ ανεβεί το βράχο (σύμφωνα με τον Αρριανό, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Δ΄, 18.11-13 και τον Curtius Rufus VII,11).
Μετά από κάθε νίκη φρόντιζε να μοιράσει τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους στους στρατιώτες του, αντάμειψε με αφιερώματα, χρυσάφι, δώρα και άδειες τις ατομικές πράξεις ηρωισμού, εξόφλησε τα χρέη των στρατιωτών του, έδωσε πλούσιες αμοιβές σε εκείνους που αποστρατεύονταν και τους εξασφάλισε προνόμια στη Μακεδονία, βοήθησε να συντηρούνται οι χήρες και τα ορφανά, ακόμη και αν ήταν νόθα (Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις Ζ΄, 10.4). Μετά τη μάχη του Γρανικού το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος τίμησε ως ήρωες τους 25 νεκρούς Μακεδόνες εταίρους του ιππικού του που ηγήθηκαν της επίθεσης και ανέθεσε στον Λύσιππο την κατασκευή χάλκινων ανδριάντων, προκειμένου να στηθούν στο Δίον, δίπλα στα αγάλματα των Τημενιδών βασιλέων. Όλοι όσοι έπεσαν στη μάχη τάφηκαν με τον οπλισμό και την πανοπλία τους και δόθηκε απαλλαγή από φόρους σε γη και περιουσία, καθώς και από έκτακτη υποχρεωτική εργασία στους γονείς και στα παιδιά τους (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις 7.10.4). Μετά και την κατάληψη της Αλικαρνασσού ο Αλέξανδρος έστειλε στην πατρίδα τους νιόπαντρους Μακεδόνες, ώστε να περάσουν το χειμώνα με τις οικογένειές τους.
Στα Εκβάτανα το 330 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος έστειλε πίσω στην Ελλάδα το στρατό που είχαν στείλει οι ελληνικές πόλεις στο πλαίσιο της πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών, εκτός από το συμφωνημένο μισθό (6.000 δραχμές οι ιππείς και 1.000 δραχμές οι πεζοί) τους δώρισε και 2000 τάλαντα επιπλέον για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και πιο συγκεκριμένα έδωσε σε κάθε ιππέα 1 τάλαντο και σε κάθε πεζό 10 μνας επιπλέον του κανονικού μισθού τους, στον οποίο υπολογίστηκε ως χρόνος προϋπηρεσίας και η κάθοδος ως τις πατρίδες τους (Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Βιβλίο Β΄). Στους γάμους στα Σούσα το 324 π.Χ., ο Αλέξανδρος έδωσε προίκα σε όλες τις Περσίδες νύφες. Ο Αρριανός αναφέρει πως με την ευκαιρία των γάμων ο Αλέξανδρος έδωσε και στους Μακεδόνες πλούσια δώρα. Ανέλαβε να εξοφλήσει τα χρέη των στρατιωτών του. Το ποσό της βασιλικής δωρεάς για τα χρέη της στρατιάς έφθασε τα 20.000 τάλαντα! (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ζ΄, 4.8 & 5.1)
Το 324 π.Χ., κατά την επιστροφή περίπου 10.000 παλαιμάχων Μακεδόνων στην πατρίδα τους με επικεφαλής τον Κρατερό, ο Αλέξανδρος κατέβαλε τους μισθούς τους υπολογίζοντας ένα επιμίσθιο για τις ημέρες της πορείας ώσπου να φθάσουν στην πατρίδα τους. Δώρισε επίσης στον καθένα από ένα τάλαντο επιπλέον. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως έγραψε στον Αντίπατρο να τους δοθεί η πρωτοκαθεδρία σε όλους τους αγώνες και στα θέατρα να παρευρίσκονται εκεί στεφανωμένοι και ότι όρισε να δίνεται μισθός στα παιδιά εκείνων που είχαν σκοτωθεί στις μάχες. Διέταξε τέλος ν’ αφήσουν στην Ασία τα παιδιά που είχαν κάνει με Ασιάτισσες και να λάβουν μακεδονική πολεμική αγωγή και ελληνική παιδεία. Όταν θα γίνονταν άνδρες, ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα τους οδηγούσε στη Μακεδονία για να τους παραδώσει στους πατέρες τους (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ζ΄, 12.1-4 & 12.2-3).
Ακόμα και στους αντιπάλους του φέρθηκε με γενναιοδωρία, σεβασμό και μεγαλοψυχία. Μετά τη μάχη της Ισσού (332 π.Χ.) ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε την οικογένεια του Δαρείου ως βασιλική και τους επέτρεψε να ζήσουν με όλες τις βασιλικές τιμές. Τους εγκατέστησε στα Σούσα και ο ίδιος φρόντισε για την εκπαίδευση των παιδιών του Δαρείου, στα οποία διδάχτηκε η ελληνική γλώσσα. Τόσο η κηδεία της γυναίκας του Δαρείου όσο και η δική του τελέστηκαν με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια και σύμφωνα με τα περσικά έθιμα. Ο ίδιος έδωσε εντολή ν’ αναστηλωθεί και να διακοσμηθεί εσωτερικά ο τάφος του Κύρου στις Πασαργάδες, τον οποίο θαύμαζε ο Αλέξανδρος.
Το 329 π.Χ., μετά την ήττα των Σκυθών στον ποταμό Ιαξάρτη, ο Αλέξανδρος δέχθηκε να απελευθερώσει όλους τους αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και έναν από τους αρχηγούς των Σκυθών, τον Σατράκη, χωρίς λύτρα. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, τόσο το γεγονός της νίκης του Αλέξανδρου επί των έως τότε αήττητων Σκυθών, όσο και η τελευταία πράξη μεγαλοσύνης και γενναιοδωρίας, είχε μεγάλη απήχηση στους γύρω λαούς. Έτσι οι γειτονικοί Σάκες έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στο Μακεδόνα βασιλιά. Το 327 π.Χ., μετά την κατάληψη της λεγόμενης «Πέτρας του Χοριήνη», ενός απρόσιτου ορεινού οχυρού της ΝΑ Σογδιανής όπου κυριαρχούσε ο τοπικός δυνάστης Χοριήνης, ο Αλέξανδρος, παρά τη σθεναρή αντίσταση που επέδειξε, φέρθηκε με γενναιοδωρία και αντί να ταπεινώσει τον ανδρείο αντίπαλό του, του επέτρεψε να διατηρήσει το οχυρό και τη διοίκηση των περιοχών που είχε ως τότε. Η μεγαλοψυχία του Αλεξάνδρου μετέστρεψε ριζικά τα αισθήματα των στασιαστών. Ο Χοριήνης έσπευσε να προσφέρει από τα πλούσια αποθέματα του οχυρού άφθονα τρόφιμα και κρασί για δύο μήνες στη μακεδονική στρατιά που είχε εξαντληθεί από την έλλειψη εφοδίων και το πυκνό χιόνι.
Μετά την νίκη του κατά του Πώρου διατήρησε τον Πώρο στο βασίλειό του, του φέρθηκε «σαν βασιλιά», όπως ο ίδιος ο Πώρος δήλωσε με παρρησία κατά τη σύλληψή του. Άφησε το βασίλειο του Πώρου εντελώς ανεξάρτητο, χωρίς δηλ. να διορίσει σατράπη ή στρατιωτικό διοικητή με φρουρά στην πρωτεύουσά του, επέκτεινε την επικράτεια του βασιλείου του με νέες περιοχές και τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη, ώστε με δυο ισχυρούς συμμάχους να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια στην περιοχή, ενώ κατοχύρωνε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τις συγκοινωνίες του.
Η γενναιοδωρία του έφθανε στο σημείο ακόμα και να συγχωρεί. Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση από τον Αλέξανδρο απέναντι στους πρέσβεις που είχαν στείλει οι ελληνικές πόλεις στο Δαρείο πριν τη μάχη της Ισσού και είχαν συλληφθεί από τους Μακεδόνες στη Δαμασκό. Ο Αλέξανδρος ζήτησε να τους φέρουν στο στρατόπεδό του. Επρόκειτο για τον Σπαρτιάτη Ευθυκλή, δύο Θηβαίους, τον Θεσσαλίσκο και τον ολυμπιονίκη Διονυσόδωρο, και τον Αθηναίο Ιφικράτη, γιο του ομώνυμου στρατηγού. Τους Θηβαίους τους συγχώρησε αμέσως, γιατί ήταν σημαντικά πρόσωπα και θεώρησε φυσικό να έχουν κάνει αντιμακεδονικές ενέργειες. Τον Αθηναίο Ιφικράτη, λόγω του φημισμένου του πατέρα στρατηγού και των φιλικών διαθέσεών του προς την Αθήνα, τον τίμησε, τον κράτησε κοντά του και τον πήρε μαζί του στην Αίγυπτο. Όταν μάλιστα αρρώστησε και πέθανε αργότερα, επειδή η πατρίδα του ενεργούσε εχθρικά απέναντί του, τον έθεσε σε περιορισμό και αργότερα τον ελευθέρωσε και αυτόν.
Υπήρχε ένα πράγμα που ο βασιλιάς απέρριπτε: να του αρνηθούν αυτό που τους πρόσφερε. Όταν ο Αθηναίος στρατηγός, Φωκίων, αρνήθηκε το δώρο των 100 ταλάντων που του έστελνε ο Αλέξανδρος, τιμώντας τον για την εντιμότητά του, ο Αλέξανδρος απάντησε: «Αν δε δεχτείς το δώρο μου, δε θα σε θεωρώ πια φίλο μου» (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ, 39.5).
Στο λόγο στην Ώπι το 324 π.Χ. ο ίδιος ο Αλέξανδρος, μιλώντας στους στρατιώτες του, αναφέρεται στα «δώρα του βασιλιά»: «Εσείς είστε και σατράπες, εσείς στρατηγοί, εσείς ταξίαρχοι, ώστε από όλους αυτούς τους κόπους τι κέρδισα εγώ εκτός από την πορφύρα και το διάδημα; Δεν έχω τίποτα δικό μου, ούτε μπορεί κανείς να δείξει σαν δικούς μου θησαυρούς άλλα πλούτη, εκτός από αυτά που έχετε εσείς ή όσα φυλάγονται για εσάς… Όπως παντρεύτηκα εγώ, έτσι πάντρεψα και σας και πολλών τα παιδιά θα έχουν συγγένεια με τα δικά μου. Όσοι από εσάς είστε τώρα ζωντανοί, παραμένετε αθάνατα μνημεία της ανδρείας σας και τις τιμής που σας αποδίδω. Όποιος πέθανε, ο θάνατός του υπήρξε δοξασμένος, μεγαλόπρεπη η ταφή του και για τους περισσότερους έχουν στηθεί χάλκινες εικόνες στην πατρίδα τους, οι γονείς τους τιμούνται και έχουν απαλλαγεί από υπηρεσίες και προσφορές. Και τώρα, όσοι είναι ικανοί να πολεμήσουν, εγώ θα τους έστελνα αξιοζήλευτους στην πατρίδα» (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, 7.9.9, 7.10.3-4).