Η τέχνη και στην αρχαιότητα είχε μια έντονα πολιτική διάσταση. Η ιδεαλιστική απεικόνιση δημοσίων προσώπων και η αλληγορική-συμβολική χρήση μυθικών γεγονότων, τα οποία «μεταφράζονταν» αυτομάτως στη σκέψη του κοινού που, εκπαιδευμένο σ’ αυτό το καλλιτεχνικό λεξιλόγιο, έβλεπε την ξεκάθαρη αναφορά σε συγκεκριμένα ιστορικά συμβάντα, ήταν κάποιοι από τους τρόπους έκφρασης πολιτικών μηνυμάτων. Για παράδειγμα, η σκηνή της Αμαζονομαχίας ήταν ουσιαστικά η απεικόνιση της νίκης των Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες.
Ο Αλέξανδρος, έχοντας γαλουχηθεί σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ευνοϊκό για την καλλιτεχνική δημιουργία και τη διανόηση, είχε κατανοήσει πολύ καλά τη σημασία της απεικόνισης συγκεκριμένων μορφών και γεγονότων με συγκεκριμένο νόημα στην τέχνη. Έτσι γνώριζε ότι η διαμόρφωση της εικόνας του ήταν μια από τις βασικές επιταγές για την προβολή του στην Ελλάδα και στις περιοχές που κατακτούσε.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η εξωτερική εμφάνιση του Αλεξάνδρου ήταν ιδιαίτερη. Ήταν μετρίου αναστήματος, με λευκό δέρμα που κοκκίνιζε στο πρόσωπο και στο στήθος, είχε υγρά μάτια, μαλλιά ατίθασα που θύμιζαν χαίτη λιονταριού, δεν διατηρούσε γενειάδα, στεκόταν με μια ελαφρά συστροφή του λαιμού του προς τα αριστερά και το σώμα του ανέδυε μια ευωδία.
Τα μειλίχια χαρακτηριστικά του νεαρού βασιλιά ένας μεγάλος γλύπτης κατάφερε να τους δώσει μια νέα διάσταση, φτιάχνοντας το πορτραίτο-πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα. Ο Λύσιππος, γλύπτης από τη Σικυώνα, ήταν ο πρώτος που δημιούργησε το τέλειο πορτραίτο του Αλεξάνδρου. Εκείνος ήταν ο μόνος που «φυλάκισε» στο χάλκινο έργο του όχι μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του βασιλιά, αλλά και το χαρακτήρα του, το ήθος και την αρετή του. Δεν επρόκειτο πλέον για μια απολύτως εξιδανικευμένη εικόνα· ο δυναμισμός και το λεοντώδες του χαρακτήρα του βασιλιά συνδυαζόταν τέλεια με τη γλυκύτητα της μορφής του, χωρίς να χάνεται καμία πτυχή. Ο Αλέξανδρος αναγνώρισε αμέσως τη σημασία αυτής της επιτυχίας του καλλιτέχνη, ο οποίος τον παρουσίαζε όπως ήταν και όχι ως αιμοσταγή, σκληρό κατακτητή και αποφάσισε ότι μόνο στο Λύσιππο θα επιτρεπόταν να δημιουργεί αγάλματα με τη μορφή του.
Ωστόσο, δεν αρκέστηκε στον έλεγχο της παραγωγής της εικόνας του μόνο στην πλαστική. Επέλεξε τους προσωπογράφους του και για τις άλλες μορφές της εικαστικής δημιουργίας. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Πλίνιο, ο Αλέξανδρος έβγαλε διάταγμα για να ορίσει τους επίσημους προσωπογράφους του: ο Απελλής μπορούσε να τον ζωγραφίζει, ο Πυργοτέλης να χαράζει τη μορφή του και ο Λύσιππος να φιλοτεχνεί τους χάλκινους ανδριάντες του. Βέβαια, με τη μορφή του Αλεξάνδρου ασχολήθηκαν κι άλλοι καλλιτέχνες στην εποχή του.
Για τα πορτραίτα του Αλεξάνδρου που δημιουργήθηκαν και κυκλοφορούσαν στην επικράτεια μαθαίνουμε από τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και από επιγραφές που έχουν διασωθεί και δυστυχώς τα περισσότερα μας έχουν φτάσει ως τις μέρες μας μόνο σε αντίγραφα. Πρώτος ο πατέρας του, ο βασιλιάς Φίλιππος, ανέθεσε στο γλύπτη Λεωχάρη να φιλοτεχνήσει χρυσελεφάντινα αγάλματα που εικόνιζαν τον ίδιο, την Ολυμπιάδα και τον Αλέξανδρο, καθώς και τους γονείς του, τον Αμύντα και την Ευρυδίκη για να κοσμήσουν το Φιλιππείο, στην Ολυμπία. Ωστόσο, ο ίδιος ο Αλέξανδρος μάλλον ήταν εκείνος που ενέκρινε την παρουσία του στη σκηνή που κοσμεί τη νεκρική κλίνη του πατέρα του αλλά και στην τοιχογραφία της πρόσοψης του τάφου.
Βλέποντας τα έργα που ταξίδεψαν στο χρόνο τη μορφή του Αλεξάνδρου, μπορούμε να διακρίνουμε τις διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, οι οποίες προβάλλονταν μέσα από τα έργα τέχνης. Η δε χρήση συμβόλων από τους καλλιτέχνες, δίνει ακόμα περισσότερα στοιχεία για το νέο είδος ηγεμονίας που εγκαινιάζεται. Δεδομένου ότι ακόμα κι αν δεν έχουμε αρκετά έργα στα χέρια μας που να χρονολογούνται όσο ο Αλέξανδρος ήταν εν ζωή, ωστόσο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα αντίγραφα αυτά αποδίδουν επιτυχημένα τη μορφή και το χαρακτήρα που προέβαλε ο βασιλιάς. Μια σειρά κεφαλών και αγαλμάτων απηχούν την επιτυχημένη απεικόνιση του Αλεξάνδρου από το γλύπτη Λύσιππο. Ήρεμος, μειλίχιος, σοβαρός, οραματιστής, συνεπαίρνει το θεατή μόλις τον αντικρύσει. Ο Λύσιππος, ακολουθώντας τα βήματα του γλύπτη Πολυκλείτου του 5ου αι. π.Χ., θα δημιουργήσει έναν Αλέξανδρο Δορυφόρο, πιθανότατα κάνοντας αναφορά στη «δορύκτητο» Ασία. Ο τύπος αυτός του Αλεξάνδρου που στηρίζεται με άνεση στο δόρυ θα γίνει πολύ αγαπητός καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και θα αποτελέσει εικονογραφικό πρότυπο και για τους Διαδόχους του.
Όμως ο Αλέξανδρος ήταν μεγάλος στρατηλάτης και δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι απεικονίσεις του την ώρα της μάχης, όταν έφιππος εφορμούσε κατά των αντιπάλων του και σκόρπιζε το φόβο. Γνωρίζουμε ότι ο ίδιος είχε αναθέσει στο Λύσιππο να κατασκευάσει ένα σύμπλεγμα προς τιμήν των Μακεδόνων εταίρων που έπεσαν στη μάχη του Γρανικού, το οποίο αφιέρωσε στο Δίον. Από αυτό μάλλον μας έχει σωθεί ένα χάλκινο αντίγραφο της μορφής του, όπου μάχεται με το σπαθί του καθισμένος στη ράχη του πιστού του Βουκεφάλα. Σύγχρονη απεικόνιση του Αλεξάνδρου καθώς καταδιώκει το Δαρείο βρίσκουμε και σε έναν κρατήρα από την Κάτω Ιταλία, ωστόσο τα χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου διαφέρουν σημαντικά από την επίσημη εικονογραφία του, πράγμα που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς είναι πιθανό να μην είχε φτάσει ακόμα στην ιταλική χερσόνησο κάποιο άγαλμά του. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το πασίγνωστο ψηφιδωτό από την Πομπηία που αναπαριστά τη μάχη της Ισσού αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του επίσημου ζωγράφου Απελλή, με τα χαρακτηριστικά του βασιλιά να ομοιάζουν πολύ στην εικόνα που λαμβάνουμε από τα γλυπτά που σίγουρα τον απεικονίζουν. Ανάγλυφο με τη σκηνή της μάχης μάλλον της Ισσού έχουμε και στην περίφημη «Σαρκοφάγο του Αλεξάνδρου». Πρόκειται για τη σαρκοφάγου του βασιλιά της Σιδώνας Αβδαλώνυμου, ο οποίος θέλει να διατηρήσει ακόμα και μετά το θάνατό του τον Αλέξανδρο ως σημείο αναφοράς. Η παρουσία του νεαρού στρατηλάτη στη σκηνή της μάχης εναντίον των Περσών συνδυάζεται με την απεικόνιση σκηνής κυνηγιού, μιας αγαπημένης συνήθειας των Μακεδόνων. Έργα τέχνης με τον ίδιο να επιδίδεται σε αυτή τη δραστηριότητα έχουν φτάσει ως τις μέρες μας, με προεξέχουσα την ανάγλυφη παράσταση στη βάση ενός αναθήματος στους Δελφούς, όπου ο αναθέτης, γιος στρατηγού του Αλεξάνδρου, εξύμνησε τον πατέρα του ο οποίος εικονίζεται έφιππος να σώζει τον πεζό Αλέξανδρο κατά τη διάρκεια βασιλικού κυνηγιού λιονταριού. Έχουν σωθεί κι άλλες σκηνές όπου απεικονίζεται ο βασιλιάς έφιππος και μαχόμενος, με αποκορύφωμα το λεγόμενο μετάλλιο του Πώρου, μετά τη νίκη του κατά του Ινδού βασιλιά.
Στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος έγινε δεκτός ως απελευθερωτής και στέφθηκε Φαραώ, ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση της χώρας. Σεβόμενος απόλυτα τους θεσμούς και την παράδοση, χρηματοδότησε την επέκταση στο Καρνάκ, το ιερό της Τριάδας των Θηβών, δηλαδή του Άμμωνα, του Μοντού και της Μουτ. Εκεί, στους τοίχους του ιερού θα απεικονιστεί ως Φαραώ, ακολουθώντας το αιγυπτιακό εικονογραφικό στυλ. Το όνομά του, με την ιερογλυφική γραφή, θα χαραχθεί ως βασιλική δέλτος (cartouche), για να προστατεύεται από τα κακά πνεύματα στη ζωή αλλά και πέρα από το θάνατο. Μια κεφαλή του Αλεξάνδρου με φαραωνικό ουραίο επιβεβαιώνει πλήρως την αποδοχή από μέρους του της αιγυπτιακής απεικόνισης και αυτό είναι κάτι εξαιρετικά πρωτοποριακό. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι παρότι έγινε και βασιλιάς της Περσίας, παντρεύτηκε Περσίδες και υιοθέτησε στοιχεία της περσικής αμφίεσης, δεν απεικονίστηκε ποτέ ως Μεγάλος Βασιλιάς, κατά τα περσικά πρότυπα.
Η ίδρυση πόλεων αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού οράματος του Αλεξάνδρου. Οι Αλεξάνδρειες έγιναν εστίες διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού, ένα δίκτυο που απλώθηκε ως τα βάθη της Ασίας, ένα σημείο αναφοράς για όλους τους ανθρώπους του νέου βασιλείου. Ο Αλέξανδρος απεικονίστηκε ως «κτίστης», τιμήθηκε ως ιδρυτής πόλεων ακολουθώντας το παράδειγμα των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μαθαίνουμε ότι βρισκόταν ένα λαμπρό χάλκινο άγαλμα του έφιππου βασιλιά και ίσως ένα ειδώλιο που βρέθηκε στο Αφγανιστάν να απηχεί αυτή τη μορφή. Αργότερα, ο Αλέξανδρος θα παρουσιάζεται στην τέχνη με δορά αίγας, αιγίοχος, και θα παραπέμπει στην ιδιότητά του ως ιδρυτή.
Η σχέση του νεαρού βασιλιά με τους θεούς ήταν πάντα πολύ ιδιαίτερη. Ο ίδιος καταγόταν από το γένος του ήρωα Αχιλλέα από τη μεριά της μητέρας του και από τον Ηρακλή και κατ’ επέκταση από τον ίδιο το Δία, από τον πατέρα του. Όταν δε επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα, στην Αίγυπτο, οι ιερείς τον δέχθηκαν σαν γιο του θεού. Ο Απελλής, ο επίσημος ζωγράφος του, είχε ήδη φιλοτεχνήσει ένα σπουδαίο έργο μεγάλων διαστάσεων, το οποίο αφιερώθηκε στο ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο: τον Αλέξανδρο ως Δία, με τον κεραυνό. Το έργο αυτό έφτασε ως τις μέρες μας χάρη σε μια ακόμα τοιχογραφία από την Πομπηία και μας δίνει μια γεύση από τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπεια του πρωτοτύπου. Ακόμα εν ζωή ο Αλέξανδρος άρχισε να εικονίζεται με θεϊκά γνωρίσματα, κάτι που έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία. Ως «Ανίκητος θεός» σε εύρημα από την Αθήνα, με τη λεοντή του προπάτορά του Ηρακλή, θα γίνει μια από τις εικόνες του που θα κυριαρχήσουν για αιώνες. Με δορά ελέφαντα, με κέρατα κριαριού, ως γιος του Άμμωνα, με ακτίνες, ως Ήλιος, ο Αλέξανδρος θα απεικονιστεί σε νομίσματα, αγάλματα, σφραγιδόλιθους, γινόμενος αθάνατος μετά το τέλος της επίγειας ζωής του.
Ο Αλέξανδρος δεν γνώρισε τη φθορά του χρόνου. Έφυγε νωρίς κι άφησε πίσω του ένα παράδειγμα που προσπάθησαν να ακολουθήσουν οι συνεχιστές του. Προσπάθησαν να στηριχθούν πάνω του, χρησιμοποιώντας τη μορφή του για να στηρίξουν τη νομιμότητά τους, για να δικαιολογήσουν την εξουσία τους, για να κρατάνε ζωντανό στη μνήμη των υπηκόων τους το σημείο αναφοράς τους. Προσπάθησαν και να τον μιμηθούν, κατασκευάζοντας την εικόνας τους έτσι ώστε να του μοιάζουν, να ταυτιστούν μαζί του. Ελάχιστοι κατάφεραν να τον πλησιάσουν. Τελικά, αυτό που έμεινε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώπων, από τότε ως σήμερα, είναι η εικόνα του όπως εκείνος επέλεξε να τη διαιωνίσει: ο νέος, όμορφος, αγέραστος και ακούραστος οραματιστής, θεός, ήρωας και άνθρωπος μαζί, να ανοίγει το δρόμο του με το σπαθί και με την ψυχή του για να δημιουργήσει ένα Νέο Κόσμο και να γίνει θρύλος.