Η διοίκηση και πολιτειακοί θεσμοί των ελληνιστικών βασιλείων στηρίζεται σε μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών αλλά και επιμέρους διαφοροποιημένων στοιχείων.
Η σύζευξη του ελληνικού με το αιγυπτιακό στοιχείο υπήρξε η βασική προτεραιότητα της γενικότερης πολιτικής των Πτολεμαίων και έτσι η ζωή και η διοίκηση του κράτους βασίστηκε σε αμάλγαμα στοιχείων αιγυπτιακού και ελληνικού πολιτισμού. Υπό αυτό το πρίσμα οι Πτολεμαίοι διοικούσαν το κράτος τους με την διπλή ιδιότητα του Έλληνα βασιλιά και Αιγύπτιου Φαραώ. Με αυτή τους τη διπλή ιδιότητα διατήρησαν επίσης στην αυλή τους τις μακεδονικές παραδοσιακές δομές, ενώ ταυτόχρονα ακολούθησαν και τις τοπικές αιγυπτιακές τελετές ενθρονίσεως, εικονογραφήθηκαν με την αιγυπτιακή φαραωνική περιβολή και τα σύμβολα ηγεμονικής εξουσίας, και τιμούσαν με τη φυσική τους παρουσία γιορτές με καθαρά αιγυπτιακές καταβολές αλλά και εγκαίνια νέων ναών. Έτσι, στα μάτια των Αιγύπτιων υπηκόων του, ο Πτολεμαίος βασιλιάς δεν ήταν απλά ο ανώτατος μονάρχης του κράτους αλλά –όπως και οι προκαθήμενοι Φαραώ- αποτελούσε τον αντιπρόσωπο των τοπικών θεών επί της γης και τελούσε ρόλο διακομιστή των θείων εντολών, ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν στους Έλληνες και τους υπόλοιπους υπηκόους του ως ‘βασιλιάς’. Αυτή η οικουμενικού τύπου σύλληψη της ιδέας του ηγεμόνα αποτέλεσε βασικό σημείο συνοχής του Πτολεμαϊκού κράτους. Ταυτόχρονα, στη βασιλική αυλή της Αλεξάνδρειας που συγκέντρωνε ελληνικά, αιγυπτιακά αλλά και ιρανικά στοιχεία, οι μονάρχες της πτολεμαϊκής δυναστείας περιστοιχίζονταν από τα άτομα του στενού τους κύκλους, τους ‘φίλους’ κατά τα μακεδονικά πρότυπα και τους ‘πρώτους φίλους’ και ‘συγγενείς’, τίτλους που καθόρισαν τα στάδια της ιεραρχίας στη βασιλική αυλή.
ΟΙ Πτολεμαίοι ηγήθηκαν προσωπικά της διακυβέρνησης του κράτους τους, με τη δημιουργία ενός πολύπλοκου και εγγράμματου μηχανισμού καταγραφής όλων των στοιχείων που αφορούσαν στις εσωτερικές κρατικές υποθέσεις. Αυτός εισήχθη από τον Πτολεμαίο Α΄ και αποτέλεσε το σημαντικότερο στοιχείο της διοικητικής μηχανής που εξασφάλιζε την πλήρη και διαχρονική πρόσβαση στο σύνολο των απογεγραμμένων στοιχείων του κράτους (π.χ. σύνολο και ταυτότητα των υπηκόων, κατανομή και εκμετάλλευση της έγγειας ιδιοκτησίας, είδος και ποσότητα παραγωγής, τις οικονομικές συναλλαγές, αριθμός στρατιωτών, κλπ.). Γενικά ο κρατικός διοικητικός μηχανισμός ήλεγχε τις περισσότερες παραγωγικές διαδικασίες που υπόκειντο σε κρατικό μονοπώλιο (π.χ. η αγροτική παραγωγή, παραγωγή υφασμάτων, κλπ) και τις αντίστοιχες οικονομικές συναλλαγές. Η στελέχωση του πολυδύναμου αυτού διοικητικού μηχανισμού βασίστηκε στο ελληνικό στοιχείο - κυρίως στην Αλεξάνδρεια όπου συσσωρεύονταν οι περισσότεροι Έλληνες - αλλά και στον τοπικό πληθυσμό που μετείχε της ελληνικής παιδείας αλλά που όμως δεν κατείχε σε ικανοποιητικό βαθμό τη γραφή της ελληνικής γλώσσας. Ο διοικητικός μηχανισμός των Πτολεμαίων είχε υπό την εποπτεία του, εκτός από την Αίγυπτο, και κτήσεις τους έξω από αυτή.
Οι πληροφορίες για τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων και τα πρόσωπα που τη στελέχωναν φτάνουν σε μας σήμερα από το μεγάλο αρχείο κειμένων ιερογλυφικής γραφής σε αιγυπτιακές σαρκοφάγους και αγάλματα, αλλά και την απέραντη συλλογή αιγυπτιακών παπύρων. Έτσι, αρχίζοντας από την υψηλή ιεραρχία των διοικητικών υπαλλήλων μαθαίνουμε για τον ‘υπομνηματογράφο’ που είχε υπό την επίβλεψή του πλήθος υπαλλήλων και καθήκον του την καθημερινή καταγραφή των βασιλικών εντολών και την πορεία εκτέλεσής τους. Επίσης, οι ‘επιστολογράφοι’ μετέτρεπαν τις βασιλικέ εντολές σε επιστολές που στη συνέχεια μεταβιβάζονταν στο βασιλιά για έλεγχο και υπογραφή. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της κρατικής διοίκησης που ισοδυναμούσαν με τους σημερινούς υπουργούς ήταν ο ‘διοικητής’, ο ‘εκλογιστής’, ο ‘αρχιδικαστής’, ‘ο γραμματέας του βασιλικού ναυτικού’·, ο ΄διοικητής’, για παράδειγμα, ασχολούνταν με το σύνολο των παραγωγικών διαδικασιών του κράτους διευθύνοντας μια κεντρική υπηρεσία με πολυάριθμους υπαλλήλους. Επίσης, άλλη κεντρική διοικητική υπηρεσία ασχολούνταν με την απογραφή των υπηκόων του κράτους, τα κτηματολόγια, τον τομέα των εισαγωγών-εξαγωγών, πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής και εργασίες λογιστικού περιεχομένου, ενώ η υπηρεσία του ‘ιδίου λόγου’ ασχολούνταν με την οικονομική διαχείριση των χρημάτων του μονάρχη και της αυλής του.
Ειδική πρόνοια της εσωτερικής διοίκησης που εφήρμοσαν οι Πτολεμαίοι κατευθύνθηκε προς τον τομέας της κατοχής και εκμετάλλευσης της αιγυπτιακής γης, η οποία αποτελούσε βασιλική ιδιοκτησία, εκτός από εκείνη των ναών, των κληρούχων και την ενοικιαζόμενη που αποτελούσαν προσοδοφόρα πηγή του κρατικού μηχανισμού. Τα κρατικά έσοδα από εσωτερικού πόρους αφορούσαν κυρίως στην ιδιοκτησία γης και συνοψίζονταν σε φόρους και ενοίκια από προς εκμετάλλευση κλήρους, ενώ υπήρχαν και συμπληρωματικοί φόροι, όπως ο χαμηλός κατά κεφαλήν φόρος σε άνδρες και γυναίκες. Η συλλογή των φόρων πραγματοποιούνταν από ένα ιδιαίτερα σύνθετο μηχανισμό με ταυτόχρονη εμπλοκή του δημόσιου και ιδιωτικού φορέα, μια τυπική διαδικασία της πτολεμαϊκής διοίκησης. Συλλογείς φόρων ήταν ιδιώτες που έκαναν την μεγαλύτερη προσφορά στο κράτος, ενώ υπήρχαν και κρατικοί φοροεισπράκτορες που ασχολούνταν με τις βασικές διαδικασίες. Οι φόροι εισπράττονταν σε χρήματα ή σε είδος, όπως για παράδειγμα με την καταβολή μέρους της ετήσιας συγκομιδής. Κάθε χρόνο, κατά προτίμηση με το πέρας των πλημμύρων- ειδικά σχεδιασμένος ελεγκτικός μηχανισμός περιόδευε σε όλη την έκταση του κράτους για τον έλεγχο και καταγραφή της έγγειας ιδιοκτησίας. Γη και λοιπές διευκολύνσεις παρέχονταν - μέσα από το θεσμό της κληρουχίας - στους κληρούχους, στρατιώτες δηλαδή που εγκαθίσταντο στην Αίγυπτο με κρατική πρωτοβουλία, και οι οποίοι αποτελούσαν το 10-15% του συνολικού πληθυσμού. Καθώς όμως το σύστημα της κληρουχίας εξελίσσονταν, κατά το 2ο αι. π.Χ., στις τάξεις των κληρούχων εισήλθαν και Αιγύπτιοι πεζικάριοι που συμμετείχαν στους Συριακούς πολέμους στο πλευρό των Πτολεμαίων.
Όσον αφορά στη διοίκηση του τομέα της θρησκείας, ήδη ο Πτολεμαίος Α΄ είχε αναγνωρίσει στους ναούς της περιοχής του Δέλτα κεκτημένα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης, αν και πολλές από τις υποθέσεις τους περνούσαν από τη γραφειοκρατία του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού.
Οι Πτολεμαίοι συνέχισαν την παλιά διοικητική οργάνωση της Αιγύπτου σε ‘νομές’, δίνονταν όμως σε κάθε μία σύγχρονα ονόματα. Από τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΣΤ΄ το κράτος απέκτησε νέες μονάδες γεωπολιτικής ταυτότητας, τα ‘πολιτεύματα’, κοινότητες επιφορτισμένες με την άμυνα της περιοχής, κυρίως στη νότια Αίγυπτο.
Στη συνέχεια, στο απέραντο κράτος και η κρατική διοικητική μηχανή των Σελευκιδών δεν είχε μία σταθερή πρωτεύουσα, αφού ο βασιλιάς και η πολυπληθής βασιλική αυλή περιόδευε αντίστοιχα και στεγαζόταν κατά περίπτωση σε ένα από τα πολλά παλάτια της δυναστείας (Σάρδεις Λυδίας, Αντιόχεια Συρίας, Σελεύκεια Βαβυλωνίας, Εκβάτανα και Εκατόμπυλος στο Ιράκ, Βάκτρα στο σημερινό Αφγανιστάν). Επομένως, η διοίκηση του πολυπληθυσμιακού και πολιπολιτιστικού βασιλείου οργανώθηκε σε περιφερειακό επίπεδο που συμφωνούσε και με τα προϋπάρχοντα περσικά πρότυπα των ‘σατραπειών’ και αφορούσε ομάδες πόλεων, όπως αυτές της Δυτικής Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Βαβυλωνίας, της Σουσιανής, της Μηδίας και της Βακτρίας. Τα μεγάλα αυτά περιφερειακά κέντρα αποτελούσαν ένα σύνολο υποτελών αλλά αυτόνομων μοναρχικών κρατών και πριγκιπάτων, υπό την κεντρική διοίκηση της περιοχής που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Ιράκ και της Συρίας. Στην αυλή των Σελευκιδών, ο βασιλιάς διοικούσε το κράτος με πνεύμα συνεργασίας και διαλόγου με τους υπηκόους του. Ο στενός κύκλος των ‘φίλων του βασιλιά’ αποτελούνταν από Μακεδόνες, Έλληνες και απανταχού εκπροσώπους της τοπικής αριστοκρατίας μετέχοντες της ελληνικής παιδείας, ανεξαρτήτως εθνικότητας και καταγωγής τους, που συναθροίζονταν στη βασιλική αυλή και αποτελούσαν τους μεσάζοντες μεταξύ αυλής και τοπικών κοινοτήτων.
Γενικότερα, οι σχέσεις της δυναστείας με τα μέλη της τοπικής ελληνικής ή εξελληνισμένης –αριστοκρατίας των πόλεων του κράτους υπήρξαν άριστες, αφού ουσιαστικά οι τελευταίες –ελληνικά ιδρύματα ή προϋπάρχοντα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών- δεν αποτελούσαν υποτελείς κοινότητες, αλλά ανεξάρτητα κράτη και συμμαχικές δυνάμεις των Σελευκιδών στα πεδία των μαχών για τον έλεγχο των συνόρων της απέραντης επικράτειάς τους. Επικεφαλής της διοίκησης των αστικών κοινοτήτων ορίζονταν στρατιωτικοί ηγέτες, γνωστοί ως ‘στρατηγοί’ ή ‘σατράπες’, ενώ στις αγροτικές περιοχές τον έλεγχο των στρατιωτικών εφοδίων κατείχαν κυρίως μέλη της παλιάς ιρανικής αυτοκρατορίας, με τους οποίους οι Σελευκίδες καλλιέργησαν σχέσεις συνύπαρξης και συνεργασίας. Επιπλέον, οι βασιλείς εκχωρούσαν στις πόλεις και τους αξιωματούχους τους προνόμια, όπως η καταβολή μέρους των λαφύρων από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έγγειων ιδιοκτησιών, απόδοση τιμητικών τίτλων, χρηματοδότηση τοπικών λατρειών· επίσης, πολλές φορές λάμβαναν ενεργά μέρος στις κατά τόπους γιορτές, όπως στον εορτασμό της τοπικής εορτής Akitu, στην Εσαγκίλα της Βαβυλώνας στο ναό της Ιερουσαλήμ. Σε ανταπόδοση αυτών, οι πόλεις του βασιλείου απένειμαν μετά θάνατον ή ακόμη και εν ζωή θεϊκές τιμές και λατρεία στο πρόσωπο των Σελευκίδων βασιλέων.
Στην περιοχή της κυρίως Ελλάδας, το βασίλειο της Μακεδονίας από την ίδρυσή του επικεντρώνονταν γύρω από μια πόλη-πρωτεύουσα - αρχικά τις Αιγές και μετά την Πέλλα - που φιλοξενούσε την έδρα (βασίλειον) του μονάρχη και την βασιλική αυλή. Το κράτος, εκτός από την κυρίως Μακεδονία, επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές που εντάχθηκαν διοικητικά στην επικράτειά του με τη μορφή πόλεων. Η κεντρική εξουσία εκφράζονταν στο πρόσωπο του βασιλιά και του άμεσου περιβάλλοντός του της βασιλικής αυλής, όμως η ελευθερία της διακυβέρνησής που χαρακτήριζε το βασιλιά επιστέφονταν από την υποχρέωσή του να κυβερνά σύμφωνα με το παραδοσιακό δίκαιο, το μακεδονικό ‘νόμο’. Αυτός ο νόμος ρύθμιζε τη σχέση του με το έθνος των Μακεδόνων και τα άλλα μέλη της βασιλικής δυναστείας, όπως επίσης και τη σχέση του με τους ‘εταίρους’/‘συντρόφους’ του άμεσου περιβάλλοντός του με τους οποίους μοιράζονταν το διακυβερνητικό έργο. Ο βασιλιάς ήταν ο πολιτικός, στρατιωτικός και θρησκευτικός ηγέτης των Μακεδόνων και διοικούσε υπό τη διπλή ιδιότητά του ως ηγεμόνας των βασιλέων της Άνω Μακεδονίας και άρχων των κατακτημένων πόλεων και εδαφών που είχαν προσαρτηθεί στην κυρίως Μακεδονία.
Οι ‘σύντροφοι’ του βασιλιά, μαζί με τους στρατιωτικούς αξιωματούχους αποτελούσαν τα μέλη του ‘Συνεδρίου’, που πλαισίωνε το βασιλιά και έπαιρνε μαζί του σημαντικές πολιτικές αποφάσεις· παράλληλα, τα σημαντικότερα θέματα πέρναγαν προς έκκριση από τη ‘βουλή’ των Μακεδόνων πολιτών-στρατιωτών που είχε τη δικαιοδοσία να κρίνει σοβαρά παραπτώματα και να αναγορεύσει το νέο βασιλιά.
Μετά τις κατακτήσεις του Φιλίππου Β’, η Μακεδονία χωρίζονταν σε τέσσερις περιοχές διοικητικού και στρατιωτικού ενδιαφέροντος, που η καθεμιά διοικούνταν από ένα ‘στρατηγό’, ο οποίος επέβλεπε και ήλεγχε τις επιμέρους πολιτικές ενότητες, τις παλιές πόλεις δηλαδή του Παλιού Μακεδονικού βασιλείου, νέες ‘μητροπόλεις’ με τις δορυφορικές ‘κώμες’ τους στα Νέα Εδάφη, και παλιά ‘έθνη’ στην Άνω Μακεδονία, στα οποία χωρίζονταν η ‘χώρα Μακεδόνων’. Η επικράτειά διοικήθηκε συχνά μέσω διπλωματικών επαφών, που σφραγίζονταν από συμμαχίες και επιγαμίες.
Την εποχή των Αντιγονιδών το οικιστικό τοπίο του μακεδονικού κράτους εμπλουτίστηκε με την ίδρυση και επανίδρυση μεγάλων πόλεων, όπου όχι μόνο διέδωσαν τους μακεδονικούς κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς της κυρίως Μακεδονίας αλλά σεβάστηκαν και από τις επιμέρους τοπικές ιδιαιτερότητες, ενώ τέλος αφομοίωσαν στις κτίσεις τους με άριστο τρόπο την πολυπολιτισμική κληρονομιά του οικουμενικού κόσμου.
Οι πόλεις του Μακεδονικού κράτους είχαν το δικαίωμα να εκδίδουν ‘νόμους’ και ‘ψηφίσματα’, ενώ η μακεδονική αυλή εξέδιδε βασιλικά ‘διαγράμματα’, πράξεις δηλαδή νομοθετικού περιεχομένου, και ‘επιστολές’, τα οποία απηύθυνε προσωπικά σε διάφορους αξιωματικούς –όπως οι επιστάτες – που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της εφαρμογής τους ή στις ίδιες τις πόλεις.
Οι Νόμοι και οι κανόνες δικαίου είναι για μια κοινωνία οι στυλοβάτες, η εγγύηση της ομαλής λειτουργίας της και της σωστής οργάνωσής της.
Με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε στις χώρες της Ανατολής το σύστημα κανόνων του δικαίου που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην Ελλάδα.
Κατά την ελληνιστική εποχή το ελληνικό δίκαιο ενοποιήθηκε παράλληλα και σε άμεση αλληλεξάρτηση με την δημιουργία της ελληνιστικής κοινής γλώσσας. Ενώ προηγουμένως κάθε ελληνική πόλη ήταν αυτόνομη, δηλαδή όριζε η ίδια τους δικούς της νόμους ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες, στα ελληνιστικά βασίλεια προέκυψε η ανάγκη για ένα σύστημα νόμων που λίγο-πολύ μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε γωνιά της Οικουμένης.
Η διαδικασία αυτή είχε ήδη αρχίσει από τον 4ο αι. π.Χ., όταν διαδόθηκαν οι κανόνες του αττικού δικαίου στον ελλαδικό χώρο. Με την καθολική επιβολή της μοναρχίας και την υπαγωγή των ημιαυτόνομων πόλεων στα βασίλεια ε η ενοποίηση ολοκληρώθηκε.
Οι πηγές για το ελληνιστικό δίκαιο είναι κυρίως οι πάπυροι που περιλαμβάνουν πληροφορίες για την καθημερινή ζωή. Λιγοστά κείμενα έχουν βρεθεί και σε άλλες περιοχές, όπως σην συριακή Δούρα-Ευρωπό και στην Έρημο της Ιουδαίας, αλλά ο κύριος όγκος των πληροφοριών προέρχεται από την Αίγυπτο .
Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν σαφή στοιχεία για το διαχωρισμό στη νομοθεσία. Αφενός υπήρχε ο πολιτικός νόμος, δηλαδή η ελληνική νομοθεσία που ρύθμιζε τις δημόσιες υποθέσεις και τον ακολουθούσαν οι Έλληνες πολίτες. Συμπληρωματικά αλλά σε πρώτη προτεραιότητα σε σχέση με τον πολιτικό νόμο λειτουργούσαν τα βασιλικά διατάγματα.
Αντίστοιχα για τους Αιγύπτιους κατοίκους του Πτολεμαϊκού βασιλείου ίσχυε ο νόμος της χώρας -η τοπική δηλαδή νομοθεσία- γραμμένος μάλιστα στην δημώδη αιγυπτιακή γραφή. Οι βασιλείς δεν τον τροποποίησαν και τον σεβάστηκαν όπως ίσχυε..
Αλλαγές που ευνοούσαν τους κληρούχους έγιναν στις μεταβιβάσεις περιουσιών επειδή οι Πτολεμαίοι χρειάζονταν τους Έλληνες αποίκους και ήθελαν να δίνουν κίνητρα ώστε να έρχονται περισσότεροι. Συμφωνα με το μακεδονικό σύσημα, στους αποίκους παραχωρούνταν κλήροι, εκτάσεις γης, τις οποίες νέμονταν για το υπόλοιπο της ζωής τους, με μόνη υποχρέωση την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών στο βασιλιά.
Με τον θάνατο του κληρούχου η γη αναδιανεμόταν, αν και από κάποιο σημείο και μετά ο κλήρος παρέμενε στην οικογένεια, αρκεί ο κληρονόμος να ήταν σε θέση να παρέχει τις δέουσες στρατιωτικές υπηρεσίες. Η εγκατάσταση κληρούχων σε όλο το βασίλειο είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του δικαίου στις πιο απομακρυσμένες περιοχές.
Μεταφράστηκαν κείμενα που περιλάμβαναν κανόνες δικαίου και άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα ελληνικά για την σύναψη συμφωνιών ακόμα και μεταξύ Αιγυπτίων. Ίσως η διάδοση των κανόνων του ελληνικού δικαίου με αυτόν τον τρόπο να είναι η αιτία που από τον 1ο αι. π.Χ. και μετά το δίκαιο στην Αίγυπτο εμφανίζεται πλήρως ομογενοποιημένο και δεν ξεχωρίζουν πια οι δύο παραδόσεις.
Η εξάπλωση του ελληνικού δικαίου είναι παράλληλη με την εξάπλωση των θεσμών που το ρυθμίζουν. Οι πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων είναι γεμάτες με τα αντίστοιχα κτήρια: βουλευτήρια και πρυτανεία όπου τα πολιτικά σώματα συνεδρίαζαν και διέμεναν, εκκλησιαστήρια όπου όλο το σώμα των πολιτών ψήφιζε τις αποφάσεις της βουλής.
Στην Αίγυπτο, Έλληνες και Αιγύπτιοι δικάζονταν από ξεχωριστά σώματα. Τα ελληνικά δικαστήρια εφάρμοζαν τους πολιτικούς νόμους ενώ οι λαοκρίτες τους νόμους της χώρας. Συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ προσώπων καταγράφονταν σε περισσότερα αντίτυπα και μοιράζονταν στους ενδιαφερόμενους.
Οι περισσότερες πληροφορίες αφορούν στο αστικό δίκαιο. Όπου αναγνωρίζονται οι καινοτομίες της ελληνιστικής εποχής. Οι γυναίκες μπορούσαν να κληρονομούν και να διαχειρίζονται περιουσία, να παίρνουν πρωτοβουλία για το γάμο και για το διαζύγιό τους ή να δίνουν τις κόρες τους σε γάμο.
Για την επικύρωση ενός γάμου αρκούσε η γραπτή συμφωνία μεταξύ των μελλόνυμφων και όχι των αρχηγών των οικογενειών τους. Μαζί με αυτήν καθοριζόταν και η προίκα που έφερνε μαζί της η γυναίκα, η λεγόμενη φερνή. Χαρακτηριστικό της ελληνιστικής έννοιας της συνύπαρξης είναι το γεγονός ότι οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων επιτρέπονταν, ενώ, με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια,αρκούσε να είναι πολίτης μόνον ο σύζυγος για να θεωρηθεί και η γυναίκα του αστή και να κληρονομήσουν και οι απόγονοι την ιδιότητα του πολτη.
Σε θέματα κληρονομιάς εξακολουθούσε να έχει το προβάδισμα ο πρωτότοκος γιος, χωρίς όμως και οι κόρες να στερούνται την κληρονομιά τους. Μια καινοτομία της εποχής ήταν πως, σε περίπτωση απουσίας άμεσων κληρονόμων, η περιουσία περιερχόταν στο κράτος, δηλαδή στον βασιλιά.
Ο ρόλος των γυναικών κατά τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας ήταν πολύ μακριά από τα σημερινά δεδομένα. Παρόλο που οι ενδείξεις που έχουμε γι’ αυτό προέρχονται κυρίως από υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού και λιγότερο από τις αρχαίες πηγές, ακόμα κι αυτό είναι ενδεικτικό της κοινωνικής τους θέσης. Στην κλασική εποχή, από όπου έχουμε και περισσότερες μαρτυρίες, οι εύπορες γυναίκες παρέμεναν ως επί το πλείστον περιορισμένες στο σπίτι. Δεν μορφώνονταν, αλλά από μικρές ασχολούνταν με το νοικοκυριό, παντρεύονταν σε μικρή ηλικία κάποιον άνδρα αρκετά μεγαλύτερό τους και ο σκοπός της ζωής τους ήταν κυρίως να γεννήσουν υγιή παιδιά, που θα γίνονταν άξιοι πολίτες. Εκτός σπιτιού κυκλοφορούσαν όσες γυναίκες είχαν ανάγκη να εργαστούν. Παρέμεναν πάντα εξαρτημένες από κάποιον άντρα της οικογένειάς τους, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να ορίσουν ουσιαστικά τη ζωή τους. Από αυτό το μοτίβο διέφεραν ανέκαθεν οι γυναίκες της Σπάρτης, οι οποίες είχαν πολύ περισσότερη ελευθερία, καθώς είχαν ενεργό ρόλο στην κοινωνική ζωή, γυμνάζονταν και είχαν προσωπική περιουσία.
Στο βασίλειο των Μακεδόνων η θέση των γυναικών φαίνεται να διαφοροποιείται κάπως από την επικρατούσα κατάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα πλούσια ευρήματα από τις ανασκαφές γυναικείων ταφών μας δίνουν μια άλλη εικόνα. Οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας, καθώς και οι εύπορες Μακεδόνισσες έχουν στα χέρια τους μια πραγματική εξουσία: τη θρησκευτική. Ιερά σύμβολα και πλούσια κοσμήματα συνθέτουν μια εικόνα που μας επιτρέπει να δούμε διαφορετικά το ρόλο τους μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ακόμα κι αν οι βασίλισσες ακόμα ασχολούνταν με τις δουλειές του νοικοκυριού, όπως μαρτυρούν οι πηγές, η δύναμή τους στο χώρο της λατρείας δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Βέβαια, εξακολουθούν να μη λαμβάνουν εκπαίδευση, αλλά γνωρίζουμε για την περίπτωση της Ευρυδίκης, της μητέρας του Φιλίππου Β΄, η οποία μορφώθηκε σε μεγάλη ηλικία. Όσον αφορά δε τον πολιτικό ρόλο των γυναικών της βασιλικής οικογένειας, κάθε άλλο παρά αμελητέος μπορεί να χαρακτηριστεί: σε μια κοινωνία που η πολυγαμία είναι δεδομένη, ο αγώνας για την επικράτηση ενός από τα γνήσια τέκνα του βασιλιά θα είναι ανελέητος. Η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Αλεξάνδρου, δρα και καταφέρνει ο γιος της να διαδεχθεί τον πατέρα του, αλλά και κατά τη διάρκεια της απουσίας του θα κρατήσει την εξουσία για χάρη του παιδιού της. Αποφασισμένη να υπερασπιστεί το θρόνο, θα χάσει τη ζωή της στις εχθροπραξίες που ξέσπασαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου.
Στην ελληνιστική εποχή, οι βασίλισσες, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε η Ολυμπιάδα, έχουν καίρια θέση. Μπορούν να αποτελέσουν όργανο στα χέρια των πατεράδων ή των αδελφών τους για την εξασφάλιση της εξουσίας ή της ειρήνης με έναν κατάλληλο γάμο, αλλά πολλές φορές δρουν αυτόνομα και πυροδοτούν πολιτικές εξελίξεις. Δέχονται τις συνέπειες, αλλά ορίζουν τη ζωή τους. Ενδεικτικό της διαφοροποίησης αυτής είναι ότι οι βασίλισσες πλέον αρχίζουν να λαμβάνουν λατρεία ως θεότητες, κάτι που παλαιότερα φάνταζε πραγματικά αδιανόητο.
Ωστόσο, και οι απλές γυναίκες αποκτούν σιγά-σιγά μια αυτονομία που δεν είχαν ποτέ πριν. Έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν και να κρατήσουν προσωπική περιουσία, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσο μεγάλη που τους επιτρέπει να κάνουν δωρεές στην πόλη τους και η πόλη με τη σειρά της, να τις τιμάει. Ακόμα, μπορούν πλέον να έχουν δικά τους άλογα και να διαγωνίζονται στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες. Έτσι, έχουμε τις πρώτες γυναίκες Ολυμπιονίκες. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό για την ιδιωτική τους ζωή το μαθαίνουμε από παπύρους που έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο.
Με την δημιουργία του βασιλικού γυμνασίου στην Μίεζα, όπου ο Αριστοτέλης αναλαμβάνει την εκπαίδευση των Μακεδόνων εφήβων, ο Φίλιππος Β΄ έβαλε τις βάσεις της συστηματικής, οργανωμένης, κρατικής εκπαίδευσης.
Ο Αλέξανδρος συνεχίζει και αυτό το έργο του πατέρα του, δίνοντας του οικουμενικές διαστάσεις.
Δεκάδες γυμνάσια ιδρύονται στις νέες και τις παλιές πόλεις της αχανούς αυτοκρατορίας του και χιλιάδες ανατολίτες έφηβοι, Πέρσες, Μήδοι, Βάκριοι, Σογδιανοί, Αραχωσίτες, Γεδρώσιοι και τόσοι άλλοι εκπαιδεύονται στον μακεδονικό τρόπο μάχης και στα ελληνικά γράμματα.
Το 324 π.Χ. 30.000 «επίγονοι», νέοι από την ανατολή που έχουν μάθει ελληνικά, είναι έτοιμοι να ενταχθούν στο στράτευμα του Αλέξανδρου και τετρακόσια πενήντα χρόνια αργότερα ο Πλούταρχος, αξιολογώντας το έργο του Κοσμοκράτορα, θα γράψει:
«Καθώς ο Αλέξανδρος εξημέρωσε την Ασία, ο Όμηρος έγινε το βιβλίο που διάβαζαν όλοι και τα παιδιά των Περσών, των Σουσιανών και των Γεδρωσίων έμαθαν τις τραγωδίες του Ευριπίδη και του Σοφοκλή».
Στην αχανή Ελληνιστική Οικουμένη η Ελληνικη παιδεία και η γλώσσα ήταν ένας από τους κύριους συνεκτικούς ιστούς, ένας ιστός που εξακολούθησε να υπάρχει πολύ μετά την κατάρρευση των ελληνιστικών βασιλείων και αυτό ήταν αποτέλεσμα της εκπαίδευσης που προσφερόταν σε όλους και σε όλα τα επίπεδα.
Την εποχή αυτή γίνεται μία πραγματική εκπαιδευτική επανάσταση.
Η εκπαίδευση για πρώτη φορά συστηματοποιείται, εισάγονται και ψηφίζονται εκπαιδευτικοί νόμοι, συντάσσονται σχολικά εγχειρίδια και στις μεγαλύτερες πόλεις του ελληνιστικού κόσμου ιδρύονται ανώτατες εκπαιδευτικές σχολές με πλούσιες βιβλιοθήκες.
Σε ολόκληρη την ελληνιστική Οικουμένη η εκπαίδευση ακολουθεί το ελληνικό ιδανικό της ισάξιας καλλιέργειας του πνεύματος και του σώματος, νους υγιής εν σώματι υγιεί ,
και εξελίσσει τις πέντε εκπαιδευτικές βαθμίδες της κλασικής περιόδου: την προσχολική αγωγή των νηπίων, την στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, το «εφηβείο» και την ανώτατη εκπαίδευση.
Παιδαγωγοί με διαφορετικές ειδικότητες, όπως ο γραμματιστής για τα μαθήματα της γλώσσας και ο παιδοτρίβης για την φυσική αγωγή, και στην συνέχεια δάσκαλοι και φιλόσοφοι δίδασκαν στις σχολές τους τα βασικά μαθήματα της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης, γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
Μόνο οι μαθητές που είχαν καλή γνώση των παραπάνω μπορούσαν να εισαχθούν, ανάλογα με την αξία τους, στις ανώτατες σχολές, όπου γνωστοί φιλόσοφοι, διακεκριμένοι λόγιοι, επιστήμονες και ρήτορες δίδασκαν και οι σπουδαστές μπορούσαν να εντρυφήσουν στην γνώση σε περισσότερα από ένα πεδία.
Μέχρι πρόσφατα η έρευνα επικέντρωνε την προσοχή της στην μελέτη του κλασικού Αθηναϊκού μοντέλου εκπαίδευσης που στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ωστόσο, καθώς τα ευρήματα από την ελληνιστική Οικουμένη, αλλά και από την ίδια την Μακεδονία πολλαπλασιάζονται και πολύ σημαντικές μαρτυρίες, όπως οι γυμνασιαρχικοί νόμοι από την Βέροια και την Αμφίπολη, φωτίζουν με απροσδόκητα άμεσο τρόπο την εκπαιδευτική διαδικασία, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο η σημασία του μακεδονικού εκπαιδευτικού μοντέλου που δημιούργησαν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος και ακολουθήσαν με συνέπεια οι διάδοχοι.
Ο κεντρικός εκπαιδευτικός θεσμός της Ελληνιστικής Οικουμένης είναι το Γυμνάσιο. Ένα ή περισσότερα γυμνάσια αποτελούν βασικά συστατικά των πόλεων που ιδρύουν ή αναδιοργανώνουν οι βασιλείς.
Η κατασκευή των γυμνασίων και οι χορηγίες για την λειτουργία τους είναι από τις πιο σημαντικές ευεργεσίες που παρέχουν οι ηγεμόνες στους υπηκόους τους.
Το παράδειγμα των ηγεμόνων ακολουθούν και οι πόλεις. Οι άρχοντες και ιδιαίτερα ο Γυμνασίαρχος αναλαμβάνουν την ευθύνη για την λειτουργία του γυμνασίου όπου εκπαιδεύονται παίδες και έφηβοι.
Ηγεμόνες, άρχοντες και εύποροι πολίτες ευεργετούν με τις χορηγίες τους όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι χορηγίες που αφορούν στην εκπαίδευση των νέων αποτελούν ένα από τα πιο τιμητικά καθήκοντα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της πόλης, αναγνωρίζονται δημόσια και εξασφαλίζουν το καλό όνομα, αλλά και την καταγραφή στην δημόσια μνήμη των ευεργετών.
Τα νήπια, έως τα επτά τους χρόνια, εκπαιδεύονταν στο σπίτι από τους τροφούς ή τους ίδιους τους γονείς. Αγαπημένες ιστορίες των μικρών ήταν οι διδακτικοί μύθοι του Αισώπου με τα ζώα και οι ιστορίες των ηρώων.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση, ξεκινούσε στα επτά και τελείωνε τυπικά γύρω στα δεκατέσσερα, με την εμφάνιση της ήβης.
Οι παίδες διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή, μουσική, αριθμητική και φυσική αγωγή, ενώ ήταν απαραίτητο οι μαθητές να μαθαίνουν από στήθους αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και άλλους ποιητές.
Οι μαθητές έγραφαν με τις γραφίδες τους επάνω σε μικρές κερωμένες ξύλινες πλάκες, πινάκια σαν αυτά που βρέθηκαν στην Αίγυπτο, και έτσι εξασκούνταν στην ορθογραφία, στη γραμματική και στην αριθμητική.
Καμιά φορά για τις ασκήσεις τους χρησιμοποιούσαν και άλλα υλικά, συχνά κομμάτια σπασμένων πήλινων αγγείων.
Ένα τέτοιο γύμνασμα μας σώθηκε από τις Αιγές του 2ου προχριστιανικού αιώνα, όπου έναν μαθητής εξασκεί την καλλιγραφία του με ένα γνωστό στην εποχή του επίγραμμα που συμβουλεύει να Μην χάνεις τον χρόνο σου
«Το τριαντάφυλλο ανθίζει για λίγο, αν περάσει η ώρα του και το αναζητήσεις, θα βρεις αγκάθια και όχι λουλούδι»
Οι δάσκαλοι ήταν διαφορετικοί και εξειδικευμένοι στον τομέα τους.
Την ευθύνη των μαθητών είχε ο γραμματιστής, που τους δίδασκε γραφή και ανάγνωση και παρακολουθούσε την πρόοδο τους στην καλλιγραφία και στη μετρική, φροντίζοντας να μαθαίνουν τις βασικές αξίες που θα ήταν ωφέλιμες για την ζωή του με την μορφή έμμετρων γνωμικών, «γνώμας μονοστίχους βιοφελείς»
Εξ ίσου απαραίτητη με τα γράμματα ήταν και η μουσική αγωγή στο πλαίσιο της οποίας μάθαιναν να παίζουν λύρα και να τραγουδούν με την συνοδεία κιθάρας. Η διδασκαλία περιλάμβανε και χορικά άσματα, προετοιμάζοντας τα παιδιά για την συμμετοχή τους σε διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.
Σημαντικός δάσκαλος ήταν και ο παιδοτρίβης, ο υπεύθυνος για την σωματική αγωγή των παιδιών, που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τους αρχαίους. Η γυμναστική προετοίμαζε τα παιδιά για τους αγώνες, αλλά και για τον πόλεμο και αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου ζωής.
Ο παιδοτρίβης ασκούσε τους μαθητές του, στον δρόμο, το άλμα εις μήκος, την δισκοβολία, το ακόντιο, το παγκράτιο, την πυγμαχία και την πάλη, σε αγωνίσματα δηλαδή που συμπεριλαμβάνονταν στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες.
Η φυσική αγωγή παρέμεινε στο σχολικό πρόγραμμα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνον το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών το 529 μ. Χ. από τον Ιουστινιανό, αλλά και την κατάργηση των αγώνων το 393 μ.Χ. από τον Μέγα Θεοδόσιο.
Η μέση εκπαίδευση, η τρίτη εκπαιδευτική βαθμίδα, απευθυνόταν σε εφήβους δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών.
Οι δάσκαλοι εδώ ήταν φιλόσοφοι και εμβάθυναν στα μαθήματα που αποτελούσαν τις «επτά ελευθέριες τέχνες», την γραμματική, την ρητορική, την διαλεκτική, την αριθμητική, την γεωμετρία, την αστρονομία και την μουσική.
Αυτή ήταν σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η «εγκύκλιος παιδεία», που στην γενική της δομή διατηρήθηκε τουλάχιστον ως τον Μεσαίωνα.
Η ολοκλήρωση της εγκυκλίου παιδείας αποτελούσε προϋπόθεση για την εισαγωγή ενός νέου σε κάποια από τις φιλοσοφικές σχολές της εποχής.
Το πρότυπο αυτής της εκπαιδευτικής δομής θα πρέπει να αναζητηθεί στο βασιλικό γυμνάσιο που ίδρυσε ο Φίλιππος Β΄ στην Μίεζα, όπου ο ίδιος ο Αριστοτέλης δίδαξε από το 443 ως το 440 π.Χ. τον Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες εφήβους, τους γιους των εταίρων του βασιλιά.
Μια τέταρτη ‘εκπαιδευτική’ βαθμίδα ήταν αυτή στην οποία εισέρχονταν οι, νέοι, συμπληρώνοντας το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους.
Διαρκούσε δύο χρόνια, ήταν υποχρεωτική για όλους και αντιστοιχεί περισσότερο με την στρατιωτική θητεία.
Στην Αθήνα ο θεσμός αυτός που ονομάζεται «εφηβεία» εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και σηματοδοτούσε την έναρξη της ενήλικης ζωής του νέου με την καταχώρησή του στον κατάλογο του πατρικού δήμου και τον εφηβικό όρκο.
Μια πολύ σημαντική καινοτομία του ελληνιστικού κόσμου που αφορά στην πέμπτη εκπαιδευτική βαθμίδα, την ανώτατη εκπαίδευση, είναι η δημιουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ‘πανεπιστημίων’ που απευθύνονταν σε ενήλικους νέους.
Τα ιδρύματα αυτά είναι κρατικά, ιδρύονται και χρηματοδοτούνται από τους ηγεμόνες στα μεγάλα κέντα του ελληνιστικού κόσμου και έχουν ως πρότυπο το Μουσείο που ίδρυσε ο Πτολεμαίος Α΄ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου.
Συντηρούσαν περισσότερες από μια σχολές και παρείχαν επιστημονική κατάρτιση σε περισσότερους από έναν τομείς: στην φιλολογία και την γραμματική, στα μαθηματικά, στην αστρονομία, στην γεωμετρία, στην φυσική και στην ιατρική.
Τέτοιες ανώτατες οργανωμένες σχολές εκτός από την Αλεξάνδρεια ιδρύθηκαν στην Πέργαμο, στην Αντιόχεια, στην Έφεσο, στην Σμύρνη, στην Ρόδο, στην Κω, πλαισιώθηκαν από σημαντικές βιβλιοθήκες και στελεχώθηκαν από διάσημους φιλοσόφους, λόγιους και επιστήμονες.
Όμως η πιο σημαντική καινοτομία της ελληνιστικής εποχής που θα έχει καθοριστικές συνέπειες για την εξέλιξη της εκπαίδευσης παγκοσμίως, είναι η θέσπιση εκπαιδευτικών νόμων και η προσπάθεια συστηματοποίησης.
Το παλιό αίτημα του Αριστοτέλη «νομοθετητέον περί παιδείας» πραγματοποιείται τώρα και η εκπαίδευση παίρνει την οριστική της μορφή, που θα διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτη ως την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού.
Για πρώτη φορά θεσπίζονται σχολικοί νόμοι που καθιστούν την στοιχειώδη εκπαίδευση καθολική και μάλιστα το δικαίωμα στην εκπαίδευση επεκτείνεται και στα δύο φύλα, άνδρες και γυναίκες,
Η αγωγή των αγοριών και των κοριτσιών με ίσους όρους συναντάται στη νομοθεσία της Μιλήτου, της Τέω και άλλων πόλεων της Ελληνιστικής Οικουμένης.
Μολονότι τα σχολεία εξακολουθούν να είναι σε γενικές γραμμές ιδιωτικά και η φοίτηση προαιρετική και συνήθως η εκπαίδευση των κοριτσιών γίνεται στο σπίτι, η εκπαίδευση γίνεται πια κοινό αγαθό όχι μόνο για τους άντρες, όπως ήταν ως τότε, αλλά και για τις γυναίκες.
Γνωρίζοντας γράμματα, οι γυναίκες μπορούν πια να ελέγχουν τα οικονομικά τους και να διαχειρίζονται αυτόνομα τις υποθέσεις τους.
Οι εύπορες πολίτιδες της Οικουμένης που υποστηρίζουν με τις χορηγίες τους την λειτουργία των γυμνασίων μπορούν να αναλαμβάνουν ακόμη και το ζηλευτό αξίωμα του γυμνασίαρχου και να διεκδικούν σημαντικό μερίδιο στην κοινωνική ζωή της πόλης τους.
Ο δρόμος της ίσης συμμετοχής στη γνώση ανοίγει.
Οι γυναίκες σπουδάζουν, η Ερμιόνη Γραμματική μπορεί τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα να είναι καθηγήτρια της φιλολογίας στον Αλεξανδρινό περίγυρο και ο τελευταίος μεγάλος σοφός του αρχαίου κόσμου θα είναι μια γυναίκα, η αδικοχαμένη Υπατία, η Αλεξανδρινή.
Χαρακτηριστικό της επιδίωξης για συστηματοποίηση στην εκπαίδευση αποτελεί η σύνταξη σχολικών εγχειριδίων, που τα χρησιμοποιούσαν οι μαθητές από γενιά σε γενιά.
Η περίφημη «Τέχνη Γραμματική» του Διονυσίου του Θρακός που συντάχθηκε τον 2ο προχριστιανικό αιώνα, θα αποτελέσει το βασικό βοήθημα για την διδασκαλία της γραμματικής μέχρι την Αναγέννηση, ενώ τα γνωστά «Στοιχεία» του Ευκλείδη, που γράφτηκαν τον 3ο αι. π.Χ., χρησιμοποιούνται ακόμη σχεδόν αναλλοίωτα ως το πληρέστερο και βασικότερο εγχειρίδιο γεωμετρίας.
Την εποχή αυτή έγινε και η επιλογή του έργου των τεσσάρων μεγάλων δραματικών ποιητών, του του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη για σχολική χρήση, ή ίδια που επιζεί ως σήμερα στα σχολεία του δυτικού κόσμου .
Στην Ελληνιστική Οικουμένη η εκπαίδευση μπορεί να προσφέρει κύρος και ευκαιρίες κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, ενώ αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο και μέλημα της κεντρικής πολιτικής των ηγεμόνων, αλλά και της τοπικής των πόλεων που αποκτούν όλο και περισσότερη αυτονομία.
Βασιλείς και τοπικοί άρχοντες αναλαμβάνουν την ευθύνη για την λειτουργία και την οικονομική στήριξη των εκπαιδευτικών δομών.
Η ίδρυση βιβλιοθηκών, η ανέγερση, η επισκευή και ή διακόσμηση γυμνασίων, η προκήρυξη βραβείων για τους άριστους μαθητές και τους νικητές των αθλητικών αγώνων, η αγορά σχολικών ειδών ή λαδιού, που ήταν απαραίτητο στις παλαίστρες απαιτούν χρήματα και η προσφορά τους γίνεται ένας προνομιακός χώρος άμιλλας δωρεών από βασιλείς, άρχοντες και ευυπόληπτους πολίτες που σπεύδουν να γίνουν δημόσιοι ευεργέτες, διασφαλίζοντας την υστεροφημία τους συνδέοντας το όνομά τους με το ύψιστο αγαθό της δημόσιας παιδείας.
Ορισμένες πόλεις θεσπίζουν μισθούς για τους δασκάλους της στοιχειώδους εκπαίδευσης και κάποιες καταφέρνουν να εντάξουν ειδικό κονδύλιο στον προϋπολογισμό τους. Οι δάσκαλοι επιλέγονται από την Εκκλησία του Δήμου και η πόλη αναλαμβάνει την καταβολή των μισθών τους από τις εισφορές εύπορων ιδιωτών πολιτών –ευεργετών.
Είναι φανερό ότι ο ελληνιστικός Κόσμος θεωρεί την Παιδεία ύψιστο αγαθό, αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και συγχρόνως ανάγκη και προσπαθεί με κάθε τρόπο να δημιουργήσει και να εδραιώσει τις εκπαιδευτικές δομές που θα παράξουν μορφωμένους και άξιους πολίτες.
Από τότε που υπάρχουν πόλεμοι, αιχμάλωτοι, φτώχεια, χρέη, εμπόριο, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και παράνομα τέκνα, υπάρχουν και δούλοι. Ο θεσμός της δουλείας αναφέρεται ήδη στο κώδικα του Χαμουραμπί στις αρχές της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας.
Η δουλεία καταργείται οριστικά με την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο του 1948. Με αυτήν καθορίστηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων των ανθρώπων: το δικαίωμα στην ζωή, την ελευθερία και την ιθαγένεια, το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, το δικαίωμα στην εργασία, την εκπαίδευση, την τροφή και την κατοικία, το δικαίωμα της συμμετοχής στην διακυβέρνηση.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα παλαιές και νέες μορφές δουλείας εξακολουθούν να υπάρχουν, υπονομεύοντας την ανθρώπινη φύση και την αξιοπρέπεια!
Για χιλιετίες οι άνθρωποι θεωρούσαν θεμιτή την διάκριση σε ελεύθερους και δούλους, μολονότι τόσο το δίκαιο όσο και η μεταχείριση των δούλων στην πράξη διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία.
Οι ελληνικές πόλεις- κράτη περιόριζαν με νόμους την εξουσία του κυρίου επί των δούλων του. Στην Αθήνα προβλέπονταν ποινές σε περίπτωση εξύβρισης των δούλων με λόγια ή με έργα. Αντίθετα σύμφωνα με το ρωμαϊκό Δίκαιο ο κύριος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των σκλάβων του. Για την ρωμαϊκή κοινωνία η σχέση αφέντη και δούλου είναι μία σχέση εξάρτησης εφ’ όρου ζωής.
Βασική πηγή απόκτησης δούλων στην αρχαιότητα ήταν ο πόλεμος, αφού οι νικητές μπορούσαν να «εξανδραποδίσουν», δηλαδη να πουλήσουν ως σκλάβους τους ηττημένους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οικονομικές δυσκολίες, αδυναμία εξόφλησης χρεών, γεννήσεις εκτός νόμιμων πλαισίων, εκδικητικές ποινές τυραννικών καθεστώτων μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν στην δουλεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Πλάτων που δεν κατάφερε να πείσει τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α΄ για την χρησιμότητα της διδαχής του έχασε την ελευθερία του και έφτασε να πουλιέται στο σκλαβοπάζαρο, από όπου τον εξαγόρασε ο Αννίκερις για 20 μνες και τον απελευθέρωσε!
Δούλοι εκ γενετής ήταν τα παιδιά των δούλων. «Οικογενείς» και «οικοτραφείς» δούλοι ήταν όσοι γεννιόντουσαν στο σπίτι του κυρίου τους από μητέρα δούλη. «Εξ αίματος» δούλοι ήταν αυτοί αγοράζονταν κατ’ ευθείαν από τον κύριο της μητέρας τους, αμέσως μετά την γέννησή τους, ενώ υπήρχαν πάντα και εκείνοι που αγοράζονταν από κάποιον δουλέμπορο ή, σύμφωνα με τον αρχαίο όρο, «σωματέμπορο».
Στην κλασική Ελλάδα η δουλοκτησία είχε ιδιωτικό, δημόσιο ή ακόμη και θρησκευτικό χαρακτήρα και σχετιζόταν κυρίως με την αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή.
Στον ιδιωτικό τομέα ο δούλος είναι μέρος του οίκου, κεφαλή του οποίου είναι ο άντρας-πατέρας. Οι σχέσεις που αναπτύσσει ο πατέρας-αφέντης του οίκου με τους δούλους του, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη του οίκου του περιγράφονται με τον αριστοτελικό όρο «φιλία», την αμοιβαία εξάρτηση του ενός από τον άλλον σε συναισθηματικό, πρακτικό και οικονομικό επίπεδο. Η φιλία είναι ένα ατελείωτο δούναι και λαβείν ανάμεσα στον άντρα και την σύζυγο του, τον πατέρα και τα παιδιά του, τον αφέντη και τους δούλους του.
Οι οικιακοί δούλοι ασχολούνταν με τις οικιακές εργασίες, αλλά και με τις αγροτικές στα χωράφια του αφέντη τους. Η μεταχείρισή τους στην οικογένεια συχνά ήταν ευνοϊκή και τους αναγνώριζε ορισμένα δικαιώματα. Σε καλύτερη θέση ήταν οι «θρεπτοί», τα «ψυχοπαίδια», ή, λόγω της σχέσης στοργής, οι τροφοί που ανάτρεφαν τα παιδιά και οι μορφωμένοι παιδαγωγοί. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος των δούλων –οικονόμων που ήταν υπεύθυνοι για την διαχείριση της ιδιοκτησίας των κυρίων τους.
Στις πόλεις υπήρχαν και δούλοι που ανήκαν στο δημόσιο. Στην Αθήνα οι αστυνόμοι ήταν δούλοι, συνήθως από την Σκυθία, ενώ δούλοι εργάζονταν στα λατομεία και στα ορυχεία. Είναι γνωστό ότι οι Αθηναίοι που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στην εκστρατεία της Σικελίας κατέληξαν στα λατομεία των Συρακουσών, ενώ τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την σκληρή ζωή των δούλων στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου που αποτελούσαν το οικονομικό θεμέλιο της Αθήνας.
Δούλους χρειάζονταν και τα ιερά για την καλλιέργεια των κτημάτων τους και για πολλές άλλες υπηρεσίες, ενώ μια ειδική κατηγορία αποτελούσαν τα κορίτσια, που αγόραζαν οι πορνοβοσκοί από παιδιά, για να ασκήσουν το «αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου». Κάποιες από αυτές, οι πιο έξυπνες, κατάφερναν να αποκτήσουν δεξιότητες, εξαγόραζαν την ελευθερία τους και αποκτούσαν πλούτη, φήμη, κάποτε ακόμη και εξουσία ως εταίρες, όμως οι περισσότερες περνούσαν την ζωή τους ως ταπεινά αντικείμενα ηδονής.
Στην Μακεδονία δεν υπήρχαν δούλοι μέχρι την εποχή της μεγάλης ανάπτυξης στα χρόνια του Φιλίππου Β΄. Μετά τον Αλέξανδρο οι οικονομικές εξελίξεις, αποκτούν οικουμενικές διαστάσεις.
Στα ελληνιστικά χρόνια το καθεστώς της εγγείου ιδιοκτησίας, όπως και αυτό της παραγωγής και διακίνησης αγαθών αλλάζει ουσιαστικά. Εμφανίζονται πολύ μεγάλες ιδιοκτησίες γης, εντατική αγροτική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση, μεγάλης κλίμακας βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή, ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου με την δημιουργία αχανών δικτύων.
Παράλληλα γίνονται συνεχώς παντού τεράστια εγγειοβελτιωτικά και οικοδομικά έργα: κτίζονται νέες πόλεις και φρούρια, κατασκευάζονται λιμάνια, γέφυρες, υδραγωγεία και δρόμοι. Οι ανάγκες για εργατικά χέρια αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Εκτός από την καλλιέργεια της γης, με την οποία ασχολούνται κυρίως οι γηγενείς πληθυσμοί που συνδέονται με την περιοχή, αλλά δεν είναι δούλοι, σε ένα ποσοστό που διαφοροποιείται ανά τομέα και ειδικότητα τα εργατικά χέρια ανήκουν και σε δούλους .
Στην Αίγυπτο οι Πτολεμαίοι, φροντίζοντας να μην φεύγουν χρήσιμες εργατικές δυνάμεις εκτός του κράτους τους, συμπεριλαμβάνουν το δουλεμπόριο στο κρατικό μονοπώλιο και απαγορεύουν την πώληση δούλων εκτός των συνόρων.
Οι πόλεμοι μεταξύ των βασιλείων και αργότερα οι συγκρούσεις με την Ρώμη δημιουργούν ένα αυξανόμενο απόθεμα αιχμαλώτων πολέμου που πωλούνται ως δούλοι στις αγορές και στα λιμάνια της Μεσογείου. Οι οικονομικές ατυχίες και τα απλήρωτα χρέη εξακολουθούν να είναι αιτία να βρεθεί κανείς στην κατάσταση του δούλου, ενώ στην αύξηση του δουλεμπορίου συμβάλει και η πειρατεία, που μετά τα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη. Περισσότερο μυθιστορηματική, η πώληση νόθων παιδιών και εγκαταλελειμμένων βρεφών ως δούλων γίνεται πηγή έμπνευσης της Νέας Κωμωδίας.
Όσο πιο ασταθής γίνεται η πολιτική κατάσταση στην Μεσόγειο, τόσο ακμάζει το δουλεμπόριο. Στον αφορολόγητο παράδεισο της Δήλου μετά τα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα, σύμφωνα με τον Στράβωνα, έφταναν να πωλούνται 10.000 δούλοι την ημέρα. Υπήρχαν όμως και άλλες γνωστές αγορές δούλων στην Έφεσο, την Ρόδο, την Σίδη το Βυζάντιο και αλλού.
Ο εξανδραποδισμός των κατοίκων της ήταν προφανώς η σκληρότερη τύχη που μπορούσε να περιμένει μια πόλη ή μια περιοχή που έχανε τον πόλεμο. Αντίστροφα, η καταβολή των λύτρων, για να αποφύγει μια πόλη αυτή την τιμωρία, ήταν μια πολύ μεγάλη ευεργεσία που απέφερε μεγάλη τιμή στον ευεργέτη, όπως έγινε, όταν ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. αποκατέστησε τους Θηβαίους στην πόλη τους.
Για να περιορίσουν τον κίνδυνο εξανδραποδισμού ορισμένες πόλεις ψήφιζαν διατάγματα αμοιβαίας «ασυλίας», όπως έκαναν η Μίλητος και η Κνωσός στα μέσα του 3ου προχριστιανικού αιώνα που συμφώνησαν καμία από τις δύο πόλεις να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης.
Πληροφορίες για την ζωή των δούλων βρίσκουμε κυρίως στις επιγραφές, αλλά και σε παπύρους από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
Ο δούλος έχει μόνον ένα κύριο όνομα. Δεν έχει πατρώνυμο ούτε και εθνικό. Εξαρτάται από τον κύριο του, δεν έχει πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί νομικά, δεν μπορεί να συνάψει γάμο ή να επιλέξει σύντροφο και δεν έχει το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης
Ο Ελληνικός τρόπος ζωής που υιοθετείται στην ελληνιστική Οικουμένη φέρνει μαζί του τους οικιακούς δούλους που εργάζονται στο σπίτι ή στο επιτήδευμα του αφέντη τους. Υπάρχουν όμως και δούλοι που εργάζονται για το κράτος στα λατομεία και σε άλλα δημόσια έργα και υπηρεσίες, αλλά και ως αστυνομικοί, όπως συμβαίνει στο Πέργαμο.
Από μία επιγραφή της Βέροιας που συνόδευε ανάθεση στον Δία, μαθαίνουμε επαγγέλματα που ασκούσαν δούλοι που έχουν απελευθερωθεί. Πρόκειται κυρίως για τεχνίτες που επεξεργάζονταν μέταλλα -χρυσοχόος, χαλκεύς, ηλοκόπος, δηλαδή κατασκευαστής καρφιών- λίθο -λιθοξόος- ξύλο -τέκτων- μαλλί -βαφεύς, γναφεύς- που κατασκεύαζαν ρούχα –ειμαντοτόμος- ή καπέλα -πειλάς. Υπάρχει επίσης ένας κηπουρός και ένας παλαιστρίτης, φύλακας της παλαίστρας.
Όπως φαίνεται, ένας δούλος που κατάφερνε να αποκτήσει κάποια περιουσία χάρη στην τέχνη του μπορούσε να εξαγοράσει την ελευθερία του, αν συναινούσε ο ιδιοκτήτης του, ενώ υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που ο κύριος αποφάσιζε να απελευθερώσει έναν ή περισσότερους δούλους του, αναγνωρίζοντας τις καλές υπηρεσίες που του πρόσφεραν.
Η απελευθέρωση ενός δούλου μπορούσε να γίνει κατά την συνεδρίαση ενός οργάνου της πόλης, στο θέατρο, σε ένα δικαστήριο ή σε άλλο δημόσιο χώρο με τη σύνταξη ενός εγγράφου ή, συνήθως, σε κάποιο ιερό, με την εικονική πώληση ή με την αφιέρωσή του δούλου στην θεότητα.
Η διαδικασία της χειραφέτησης, της απελευθέρωσης δηλαδή, μας είναι γνωστή. Ο κύριος μαζί με τον ή τους δούλους του ερχόταν στο ιερό και δήλωνε την πρόθεση του να τον απελευθερώσει. Το πρωτότυπο απελευθερωτικό έγγραφο, η λεγόμενη καταγραφή ή πιτάκκιο συντασσόταν από τον γραμματέα του ιερού ή από τον ίδιο τον απελεύθερο, περιείχε λεπτομερώς όλους τους όρους της απελευθέρωσης και φυλασσόταν στο αρχείο του ιερού και της πόλης. Για λόγους δημοσιότητας, τα κύρια στοιχεία της απελευθερωτικής πράξης χαράσσονταν σε κάποιο λίθινο μέλος του ιερού, με αποτέλεσμα πολλές απελευθερωτικές επιγραφές να σώζονται ως σήμερα.
Η αρχαιότερη απελευθερωτική πράξη στην Μακεδονία προέρχεται από το ιερό του Ασκληπιού της Βέροιας και χρονολογείται στα χρόνια της βασιλείας του Αντιγονίδη Δημητρίου Β ( 239-229 π.Χ.). Πρόκειται για μια συλλογική απελευθέρωση μιας οικογένειας δούλων με εξαγορά στο ποσό της αρχικής αγοράς, με την εγγύηση ότι οι απελεύθεροι θα είχαν την κυριότητα της περιουσίας τους, καθώς και την υποχρέωση παραμονής τους κοντά στον απελευθερωτή τους μέχρι τον θάνατό του. Ως εγγυητές ορίζονται ο Μαχάτας του Θεογένους, ένα σημαντικό μέλος της βασιλικής αυλής, και το ίδιο το βασιλικό ζεύγος.
Μετά την πράξη της απελευθέρωσης οι δούλοι κατείχαν το νομικό status των απελεύθερων και ως πατρώνυμο δίπλα στο προσωπικό τους όνομα πρόσθεταν το όνομα του κυρίου τους.
Οι απελεύθεροι αποκτούν νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Μπορούν να κατέχουν περιουσία και να την διαθέσουν όπως αυτοί επιθυμούν, να τελέσουν νόμιμο γάμο και να αποκτήσουν τέκνα με όλες τις έννομες συνέπειες στο οικογενειακό και κληρονομικό πεδίο. Οι απόγονοι του απελευθερωτή-κυρίου τους απαγορευόταν να διεκδικήσουν την περιουσία των απελεύθερων ή να αμφισβητήσουν την ελευθερία τους.
Σε περιπτώσεις που οι απλεύθεροι ήταν έφηβοι ή παιδιά συνήθως δεν εγκατέλειπαν το περιβάλλον του πρώην κυρίου τους. Το ίδιο μπορούσε να ισχύει και για τους ενήλικες, όταν δεσμεύονταν από ρήτρα παραμονής.
Ακόμα και το ίδιο το ιερό, ως εγγυητής της ελευθερίας τους, τους κρατούσε στην περιοχή. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε ρήτρα παροχής υπηρεσίας του απελεύθερου στο ιερό που αφορούσε στις μεγάλες εορτές, όταν έρχονταν πολλοί πανηγυριστές και απαιτούνταν χέρια βοήθειας.
Για τους αρχαίους η δουλεία φαίνεται να γίνεται αντιληπτή ως αδήριτη ανάγκη της πραγματικότητας, όπως και ο πόλεμος που είναι η κύρια αιτία της. Πολλοί στοχαστές της κλασικής εποχής τείνουν να θεωρούν την δουλεία φυσικό χαρακτηριστικό των βαρβάρων και ιδίως των Περσών που είναι «όλοι τους δούλοι με εξαίρεση έναν», τον Μεγάλο Βασιλιά. Αντίθετα με αυτό οι σοφιστές υποστήριζαν ότι όλοι οι άνθρωποι, Έλληνες και βάρβαροι, ανήκαν στην ίδια φυλή.
Την ιδέα της «φυσικής δουλείας», δηλαδή της δουλείας ως φυσικό χαρακτηριστικό ορισμένων ανθρώπων, αναλύει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, συνδέοντας την με τις φυσικές διανοητικές ικανότητες, καταλήγοντας όμως στο συμπέρασμα ότι η δουλεία δεν μπορεί να επιβληθεί, παρά μόνον όταν ο κύριος είναι καλύτερος από τον υποτακτικό του.
Ο Αλέξανδρος με τις πράξεις του ξεπερνά τις θεωρίες του δασκάλου του και αναιρεί την διάκριση σε ‘ανώτερους’ Έλληνες και ‘κατώτερους’ βάρβαρους. Για αυτόν η ηθική αξιολόγηση δεν είναι αποτέλεσμα της φυλετικής καταγωγής, αλλά της προσωπικής αρετής και της δράσης του καθενός.
Λίγο μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου ο Μένανδρος θα γράψει «να είσαι ελεύθερος στο πνεύμα, ακόμη και αν είσαι δούλος: και έτσι απλά θα πάψεις να είσαι δούλος».
Αυτή την αντίληψη θα την ασπαστούν οι στωικοί και οι επικούρειοι, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της δουλείας, η οποία δεν προσλαμβάνεται πια ως νόμος της Φύσης, αλλά ως αναστρέψιμο αποτέλεσμα της Τύχης.
Για την αρχαία αλλά και για την σύγχρονη αντίληψη η πειρατεία που παρασιτεί στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, μαζί με τον πόλεμο και την πολιτική αστάθεια, θεωρείται ανασταλτικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης και η πάταξή της είναι σταθερά ζητούμενο των κρατών που επιδιώκουν την θαλάσσια κυριαρχία.
Ωστόσο η πειρατεία και το εμπόριο βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεξάρτησης, εφόσον από τη μια χωρίς εμπόριο δεν θα υπήρχε πειρατεία και από την άλλη η δράση των πειρατών τροφοδοτούσε εντατικά τις αγορές της Μεσογείου με δούλους που είχαν αιχμαλωτίσει οι πειρατές.
Η πειρατεία στην Μεσόγειο είναι μια πολύ παλιά ιστορία που μαρτυρείται τουλάχιστον από τα χρόνια του Ομήρου.
Στα Ελληνιστικά χρόνια, αν και πειρατεία και πόλεμοι είναι σχεδόν μόνιμα χαρακτηριστικά στο Αιγαίο και την ευρύτερη Μεσόγειο, το εμπόριο ακμάζει και νησιά όπως η Ρόδος, η Κως, η Δήλος, η Θάσος και η Κρήτη παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική άνθηση.
Αντίθετα με την αντίληψη ότι οι νησιωτικές και οι παράκτιες κοινότητες υπέφεραν από τους πειρατές, φαίνεται ότι αυτές όχι μόνον προσέφεραν λιμάνια και θέσεις εφόδου των πειρατικών πλοίων, αλλά και ότι διέθεταν στις αγορές τους πειρατικά λάφυρα. Επίσης επάνδρωναν τα πειρατικά πλοία με στελέχη που προέρχονταν κυρίως από περιθωριακές ή κατώτερες στην κοινωνική κλίμακα ομάδες, παρέχοντας έτσι μία δίοδο για κοινωνική εκτόνωση, την στιγμή μάλιστα που πολλές από αυτές δυσπιστούσαν στην κηδεμονία μία μεγάλης ναυτικής δύναμης στο Αιγαίο.
Οι πειρατές που ήταν εξαιρετικά έμπειροι και τολμηροί ναυτικοί διέθεταν ελαφρά και γρήγορα πλοία, με τα οποία μπορούσαν να αιφνιδιάζουν τα βαρυφορτωμένα εμπορικά, ενώ ήταν πολύ πιο ευέλικτα από τα μεγάλα και δυσκίνητα πλοία των βασιλικών στόλων.
Διάσημοι πειρατές ήταν οι Κρήτες και οι Αιτωλοί. Έντονη πειρατική δραστηριότητα είχαν αναπτύξει και οι Ιλλυριοί, οι κάτοικοι των παραλίων του Εύξεινου Πόντου, αλλά και της Κιλικίας.
Όλοι αυτοί οι περίφημοι για τη ναυτοσύνη τους πειρατές δεν άφηναν αδιάφορους τους ηγεμόνες και τους άλλους φιλόδοξους άνδρες που μάχονταν για την εδραίωση και την εξάπλωση της εξουσίας τους.
Άλλωστε, η χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων στις πολυάριθμες συγκρούσεις ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του Ελληνιστικού Κόσμου.
Έτσι συχνά πειρατές ενσωματώνονταν ν στόλο ηγεμόνων και πολεμούσαν στο πλευρό τους, εφόσον φυσικά είχαν εξασφαλίσει το κέρδος τους ή την τοποθέτησή τους σε ηγετικές θέσεις.
Στην πολιορκία της Ρόδου, ο Τιμοκλής με τα τρία πλοία του ξεχώρισε ανάμεσα στους πειρατές που βοήθησαν τον Δημήτριο Πολιορκητή, ενώ ο Αιτωλός Δικαίαρχος άφησε το στρατόπεδο του Φιλίππου Ε΄ και πήγε με τους Πτολεμαίους, αφού τον τοποθέτησαν σε θέση-κλειδί για το αιγυπτιακό δουλεμπόριο.
Οι πειρατές έκαναν ρεσάλτο στα εμπορικά πλοία για να αρπάξουν πολύτιμα φορτία, τα τιμαλφή των επιβατών, αλλά και για να πιάσουν αιχμαλώτους επιβάτες και πληρώματα.
Οι αιχμάλωτοι βρίσκονταν στο έλεος των πειρατών και γίνονταν κρίκοι της αλυσίδας ενός συστήματος επικερδών συναλλαγών. Το πιθανότερο ήταν να καταλήξουν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο.
Τετοια υπήρχαν σχεδόν σε κάθε λιμάνι, στην Σίδη, στην Αλεξάνδρεια, στην Ρόδο, στα λιμάνια της Κρήτης και της Μαύρης Θάλασσας, αλλά ένα από τα πιο γνωστά κέντρα δουλεμπορίου ήταν η Δήλος, ο φορολογικός παράδεισος της ελληνιστικής περιόδου, όπου σύμφωνα με τον Στράβωνα έφταναν καθημερινά 10.000 δούλοι προς πώληση.
Όμως, δεν ήταν μόνο το δουλεμπόριο απ’ το οποίο πλούτιζαν οι πειρατές.
Μια προσφιλής πρακτική ήταν ο εκβιασμός, δηλαδή η απαίτηση λύτρων για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων τους. Τα λύτρα, αν επρόκειτο για ελεύθερο πολίτη, μπορούσε να τα καταβάλει η οικογένεια ή και ο ίδιος ο αιχμάλωτος και στην περίπτωση αιχμαλωτισμένου δούλου, ο ιδιοκτήτης του, αν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις μαζικών συλλήψεων πολιτών μετά από επιδρομές, ολόκληρη η πόλη κινητοποιούνταν για να μαζέψει το ποσό που απαιτούνταν ή τα χορηγούσε κάποιος εύπορος πολίτης, τον οποίο έπειτα η πόλη τιμούσε ως ευεργέτη.
Υπήρχαν περιπτώσεις που ο αιχμάλωτος των πειρατών ή ολόκληρη η πόλη κατέφευγε στην λύση του έντοκου δανεισμού, τροφοδοτώντας έτσι ένα ακόμα παρακλάδι της οικονομίας. Βέβαια, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να μην καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειο ο ενδιαφερόμενος και τελικά να καταλήξει και πάλι δούλος.
Μια γυναίκα πολίτης, η Τίμεσα από την Αρκεσίνη της Αμοργού, έδωσε από την προσωπική της περιουσία όλο το ποσό των λύτρων για συμπολίτες της που είχαν απαγάγει πειρατές. Στο ίδιο νησί ο Δήμος τίμησε δύο πολίτες, τον Εγύσιππο και τον Αντίπαππο, που αιχμαλωτίστηκαν από τον πειρατή Σοκλείδα, σε επιδρομή που έκανε στην πόλη της Αιγιάλης, και κατάφεραν να τον πείσουν να αφήσει τους υπόλοιπους αιχμαλώτους για λύτρα, ενώ οι ίδιοι έμειναν όμηροι μέχρι να πληρωθεί το ποσό.
Αυτές και άλλες πραγματικές ιστορίες μαθαίνουμε από αρχαίες επιγραφές, γεγονότα της αρχαίας καθημερινότητας που έδωσαν τροφή στα ελληνιστικά μυθιστορήματα.
Πώς όμως θα μπορούσε κάποια πόλη ή κάποια ομάδα ταξιδιωτών να γλυτώσει από τον κίνδυνο της πειρατικής επιδρομής;
Η προστασία από τα «σύλα», η ασυλία δηλαδή, ήταν πολύ σημαντική, γι’ αυτό και οι παραθαλάσσιες πόλεις επεδίωκαν την σύναψη συμφωνιών με τις παραδοσιακές πειρατικές δυνάμεις με αντάλλαγμα πολιτικά προνόμια, ώστε να μην γίνονται στόχος επιθέσεων και βιαιοπραγιών ή ακόμα γίνονταν συμφωνίες για την μη απόκτηση δούλων, οι οποίοι προέρχονταν από κάποια από τις συμβαλλόμενες πόλεις.
Η εξασφάλιση της ναυσιπλοΐας από τον κίνδυνο της πειραείας αποτελούσε παραδοσιακά υποχρέωση της εκάστοτε ναυτικής υπερδύναμης.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Διάδοχοι ανέλαβαν αυτό το δύσκολο καθήκον που πέρασε από τον Αντίγονο στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, και στη συνέχεια στους Πτολεμαίους, για να φτάσει στους Ροδίους και τελικά να καταλήξει στους Ρωμαίους.
Η συστηματική και οργανωμένη καταδίωξη των πειρατών από τον εκάστοτε προστάτη ήταν ουσιαστικά ένας πόλεμος όχι χωρίς κέρδη.
Καθώς οι πολίτες ζούσαν με το φόβο των επιδρομών, ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν όποιον τους παρείχε ασφάλεια και έτσι ανατροφοδοτούνταν ένα σύστημα οικονομικών και πολιτικών συναλλαγών, εφόσον οι πολίτες αναγνώριζαν την ανωτερότητα της δύναμης του προστάτη τους.
Παρά το πλήθος των ναυαγίων που έχουν ανακαλυφθεί στο χώρο της Μεσογείου, το μόνο για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι έπεσε θύμα πειρατικής επιδρομής είναι το πλοίο της Κερύνειας, που ανακαλύφθηκε το 1965 ανελκύστηκε, συντηρήθηκε και δίνει μοναδικές πληροφορίες για την ναυπηγική τεχνική.
Το πλοίο της Κερύνειας κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 325 με 315 π.Χ. και βυθίστηκε μετά από περίπου 30 χρόνια.
Στο τελευταίο του ταξίδι μετέφερε αμφορείς γεμάτους αμύγδαλα, κρασί και άλλα προϊόντα, όμως δεν βρέθηκαν καθόλου χρήματα ή άλλα προσωπικά αντικείμενα αξίας του καπετάνιου και του πληρώματος.
Το γεγονός αυτό μαζί με τις οχτώ σιδερένιες αιχμές ακοντίων που βρέθηκαν κάτω από το κύτος του δείχνουν ότι είναι πολύ πιθανό το πλοίο αυτό να έπεσε θύμα μιας επίθεσης πειρατών…
Τελικά όμως ποιοι ήταν οι διαβόητοι πειρατές;
Απάνθρωποι ληστές; Ρέμπελοι θαλασσόλυκοι; Αντίπαλοι και εμπόδια της εξουσίας των ηγεμόνων ή μήπως πολύτιμοι μισθοφόροι της θάλασσας, χρήσιμα γρανάζια της μηχανής των εμπορικών πολέμων και των υπόγειων αντιπαραθέσεων των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων;
Ίσως τελικά να ήταν όλα αυτά μαζί, αλλά σίγουρα ήταν πάντα ο τρόμος των ταξιδιωτών…