Κράτη
Η ελληνιστική μοναρχία
Πόλεμος
Διοίκηση, άτομο και κοινωνία
Οικονομία
Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού
Οργάνωση υπαίθρου
Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου
Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης
Τέχνη : Ριζοσπαστισμός και συντήρηση
Θρησκεία και μεταφυσική
Η Ελληνιστική Οικουμένη - Ένας κόσμος χωρίς σύνορα
Η Ρώμη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης

Η συγκέντρωση της γνώσης. Βιβλιοθήκες

Το 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος προελαύνει στους τόπους που κάποτε άκμαζαν τα αρχαία βασίλεια των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Στα ερείπια της Νινευή, όπου βρισκόταν κάποτε η περίφημη βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιμπάλ, αποφασίζει να ιδρύσει μία βιβλιοθήκη, για τον εμπλουτισμό της οποίας, δίνει εντολή να μεταφραστούν στα ελληνικά η Αβέστα, το ιερό βιβλίο των Περσών, αλλά και τα ιερά κείμενα των Χαλδαίων.

Ο σεβασμός και η προσπάθεια κατανόησης της πνευματικής κληρονομιάς των λαών της Ανατολής που υπαγόρευσε αυτή την ενέργεια του Αλέξανδρου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι πηγές που σώζουν την πληροφορία είναι Αρμενικές και Περσικές.

Από την άλλη ο μαθητής του Αριστοτέλη ήταν ο ίδιος φανατικός βιβλιόφιλος, όπως πιθανότατα και κάποιοι από τους ‘συμμαθητές του’ στο γυμνάσιο της Μίεζας.

Το παράδειγμα του Αλέξανδρου θα ακολουθήσουν με ζήλο οι Διάδοχοι. Η έννοια της βιβλιοθήκης, όπως είναι γνωστή σήμερα, ως τόπος συγκέντρωσης της υπάρχουσας γνώσης και πηγή υλικού για έρευνα, χώρος προσβάσιμος σε μελετητές, ερευνητές, σπουδαστές και γενικότερα ενδιαφερόμενους πολίτες γεννιέται και θα γίνει ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αστικού πολιτισμού της Ελληνιστικής Οικουμένης.

Στα αρχαία ανακτορικά κέντρα, από την Μεσοποταμία μέχρι την Κνωσό και τις Μυκήνες, αλλά και στους μεγάλους ναούς και τα σημαντικά ιερά ήδη από την 3η και την 2η χιλιετία υπήρχαν αρχεία με γραπτά κείμενα που αφορούσαν σε νόμους, καταλόγους, θρησκευτικούς ύμνους, πεπραγμένα θεών, ηρώων και βασιλέων. Στους αιγυπτιακούς ναούς φυλάγονταν οι «ιερές αναγραφές» των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων, ενώ στο ταφικό μαυσωλείο του Ραμσή Γ΄ υπήρχε μία «ιερή βιβλιοθήκη» με την επιγραφή «Ψυχής Ιατρείον».

Στην Ελλάδα, η αναζήτηση και η συλλογή της καταγεγραμμένης γνώσης και λογοτεχνίας εμφανίζεται τον 6ο αι. π.Χ. και συνδέεται με ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες και σημαντικά κέντρα, όπως ο Πεισίστρατος στην Αθήνα και ο Πολυκράτης στην Σάμο, που ήταν γνωστός και για την μεγάλη του συλλογή από βιβλία.

Τον 5ο αιώνα υπάρχουν αξιόλογες ιδιωτικές βιβλιοθήκες, όπως αυτή του Ευριπίδη, ή του Πλάτωνα στην Ακαδημία, αλλά, όπως φαίνεται, ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που πίστεψε στην διαμόρφωση της επιστημονικής συνείδησης μέσα από τα βιβλία και συγκρότησε σπουδαία βιβλιοθήκη, ταξινομώντας πιθανότατα τα βιβλία κατά επιστήμη.

Η προσέγγιση του Αριστοτέλη θα γίνει το πρότυπο για την συγκρότηση και τον δημόσιο παιδευτικό και ερευνητικό ρόλο των βιβλιοθηκών της Ελληνιστικής Οικουμένης.

Κανένα παράδειγμα, ωστόσο, δεν πλησιάζει την οικουμενική διάσταση και το τεράστιο επιστημονικό εγχείρημα που εκφράζει η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

Η εμφάνιση του φαινομένου της βιβλιοθήκης ως τόπου, όπου θησαυρίζεται όλη η γνώση του κόσμου συνδέεται στα ελληνιστικά χρόνια με ισχυρούς μονάρχες, μεγάλα αστικά κέντρα και μία στροφή στον τρόπο της αναπαραγωγής, κριτικής και ανάγνωσης του γραπτού λόγου, που είναι πια ένα από κύρια εργαλεία για την διάσωση της μνήμης.

Ίσως το όραμα μίας Οικουμενικής Βιβλιοθήκης να ξεκίνησε από τον Αλέξανδρο, σίγουρα όμως έγινε πραγματικότητα από τους Πτολεμαίους στην Αλεξάνδρεια, τους Σελευκίδες στην Αντιόχεια, τους Ατταλίδες στο Πέργαμον, για να φτάσει μέχρι την Βακτριανή, στην βιβλιοθήκη του Άι- Χανούμ, που παραμένει η αρχαιότερη βιβλιοθήκη, όπου βρέθηκαν ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα.

Παράλληλα με τις μεγάλες βιβλιοθήκες των βασιλικών Μουσείων-Πανεπιστημίων, λειτουργούσαν και οι βιβλιοθήκες των γυμνασίων, τα οποία υπήρχαν παντού σε κάθε πόλη. Από επιγραφές γνωρίζουμε για δωρεές βιβλίων στα γυμνάσια, αλλά και σε μικρότερα ερευνητικά κέντρα στην Ρόδο, στην Κω και αλλού, που εξελίχθηκαν σε οργανωμένα κέντρα βιβλίου, ενώ υπήρχαν και βιβλιοθήκες μέσα στις πόλεις, όπως εκείνη του Κέλσου στην Έφεσο, που ήταν προσφορές εύπορων πολιτών στους συμπολίτες τους, αφού η ‘Ευπαιδευσία’ θεωρούνταν ύψιστη αρετή.

Η πιο διάσημη από τις βιβλιοθήκες της Ελληνιστικής Οικουμένης ήταν η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που μέχρι και σήμερα παραμένει το πιο εμβληματικό σύμβολο της παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς.

Κατάλοιπα της δεν έχουν βρεθεί, όμως οι αρχαίες πηγές μας διαβεβαιώνουν ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπήρξε το πιο μεγαλόπνοο σχέδιο συγκέντρωσης της πνευματικής κληρονομιάς της Οικουμένης και ότι εκεί πραγματοποιήθηκε η πρώτη προσπάθεια για την συστηματική οργάνωση της γνώσης και την δημιουργία αξιόπιστων εργαλείων κριτικής και αξιολόγησής της.

Ο Πτολεμαίος ο Α΄είχε την φιλοδοξία να αναδείξει την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου σε νέα πνευματική πρωτεύουσα του ελληνισμού. Πολύτιμο βοηθό και συνεργάτη στο έργο αυτό βρήκε στο πρόσωπο του Δημητρίου του Φαληρέα, ενός Αθηναίου πολιτικού, ρήτορα και φιλόσοφου που το 297 π.Χ. βρήκε καταφύγιο στην αυλή του.

Έτσι μέσα στον χώρο των βασιλικών ανακτόρων ιδρύθηκε το «Μουσείον», το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου, προσάρτημα του οποίου ήταν η Μεγάλη ή Βασιλική βιβλιοθήκη.

Το έργο πήρε σάρκα και οστά με την ένθερμη υποστήριξη του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου, ενώ ο Πτολεμαίος Γ΄, ο Ευεργέτης, ίδρυσε έξω από τα ανάκτορα, στην αιγυπτιακή συνοικία της Αλεξάνδρειας. την Ράκωτι, δίπλα στον ολοκαίνουριο ναό του Σάραπι, την λεγόμενη «θυγατρική» βιβλιοθήκη που είχε λιγότερα βιβλία, αλλά ήταν προσβάσιμη από ένα ακόμη ευρύτερο κοινό και έτσι κατάφερε «να κάνει όλη την πόλη να φιλοσοφεί», όπως λέει ένας αρχαίος ρήτορας.

Βασική προϋπόθεση για την συγκρότηση της Οικουμενικής Βιβλιοθήκης ήταν η συγκέντρωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού βιβλίων, αφού ο σκοπός της ήταν να στεγάσει το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ή αλλιώς όλη την μνήμη του κόσμου. Οι πηγές αναφέρουν 500.000, ακόμη και 700.000 βιβλία, που είχαν την μορφή των παπυρικών κυλίνδρων, «συμμιγών», με περισσότερα του ενός έργα, και «αμιγών» με ένα μόνον έργο.

Ο ζήλος των Πτολεμαίων για την απόκτηση όλο και περισσότερων βιβλίων διατηρήθηκε αμείωτος μέχρι και την Κλεοπάτρα .

Οι βασιλείς ζητούσαν από πόλεις και ηγεμόνες να τους στείλουν βιβλία για να τα αντιγράψουν, ενώ με βασιλικό διάταγμα όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στην Αλεξάνδρεια υποχρεώνονταν να παραδώσουν τα βιβλία- πάσης φύσεως- που τύχαινε να υπάρχουν σε αυτά. Τα βιβλία «εκ των πλοίων» αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω τα πρωτότυπα, αν και τις περισσότερες φορές τα πρωτότυπα φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη, και αν ήταν τυχεροί οι επιβαίνοντες των πλοίων, έπαιρναν στα χέρια τους τα αντίγραφα.

Μία παράδοση περιγράφει την εξαπάτηση των Αθηναίων από τον Πτολεμαίο των Ευεργέτη, που με την εγγύηση των 15 αργυρών ταλάντων δανείστηκε για να αντιγράψει τα πρωτότυπα κείμενα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, τα οποία ποτέ δεν επέστρεψε. Οι Αθηναίοι πήραν απλώς τα αντίγραφα και ένα αστρονομικό για την εποχή χρηματικό ποσό…

Βέβαια, ο πιο συχνός τρόπος ήταν η αγορά βιβλίων από παραδοσιακά κέντρα, όπως αυτά των Αθηνών και της Ρόδου, που χρηματοδοτούνταν χωρίς φειδώ από τα βασιλικά ταμεία. Έτσι συγκεντρώθηκε κυριολεκτικά το απάνθισμα της ελληνικής γραμματείας.

Η αποθησαύριση των βιβλίων ήταν απλώς η προϋπόθεση για τις περαιτέρω εργασίες της Βιβλιοθήκης. Πρώτη και βασική ήταν η ταξινόμηση και η επιστημονική αξιολόγηση του υλικού.

Ο άνθρωπος που έβαλε τις βάσεις για την βιβλιοθηκονομική οργάνωση ήταν ο Καλλίμαχος από την Κυρήνη, η ψυχή της Βιβλιοθήκης επί Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.

Σε 120 παπυρικούς κυλίνδρους συνέθεσε τους Πίνακες όλων των εξεχόντων μορφών σε κάθε φάση του πολιτισμού και των γραπτών τους, χωρίζοντας την Βιβλιοθήκη σε πίνακες (ράφια) διαιρεμένους με βάση το αντικείμενο κάθε συγγραφέα: ρητορική, νομική, ποίηση (επική, τραγική, κωμική, λυρική), ιστορία, ιατρική, μαθηματικά, φιλοσοφία, φυσικές επιστήμες και διάφορα (συμμιγή).

Ο Καλλίμαχος είναι αυτός που εγκαινίασε την αλφαβητική ταξινόμηση. Κάτω από τον τίτλο του έργου αναγράφονταν οι συγγραφείς με αλφαβητική σειρά. Κάθε όνομα συνοδευόταν από ένα σύντομο βιογραφικό και την επισκόπηση του έργου του συγγραφέα.

Χάρη στον Καλλίμαχο, η Βιβλιοθήκη και όλες οι βιβλιοθήκες του κόσμου στην συνέχεια έγιναν οργανωμένοι χώροι ανάγνωσης, αφού πια εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να βρει και να συγκρίνει έργα και συγγραφείς.

Η Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη και οι κατάλογοί της αποτέλεσαν πρότυπο για τις βιβλιοθήκες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου και αργότερα για τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης.

Η Βιβλιοθήκη ήταν ένα πραγματικό βιβλιογραφικό και φιλολογικό εργαστήριο οι καρποί του οποίου είναι πολύτιμοι μέχρι και σήμερα. Εκεί αναπτύχθηκε η φιλολογική επιστήμη και δημιουργήθηκαν τα οριστικά, αξιόπιστα αντίτυπα όλων των σημαντικών κειμένων της κλασικής αρχαιότητας.

Αναζητήθηκαν κάθε είδους αντίγραφα που εκτιμήθηκαν για την πατρότητά τους και αποκαταστάθηκαν φιλολογικά. Δημιουργήθηκαν γλωσσάρια, γράφτηκαν άπειρα ερμηνευτικά σχόλια και υπομνήματα και τα έργα ξαναγράφτηκαν, αφού για πρώτη φορά εκεί στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εφαρμόστηκε από τον Αριστοφάνη Βυζάντιο η στίξη, ο διαχωρισμός και ο τονισμός των λέξεων.

Εκτός από το απάνθισμα της ελληνικής γραμματείας, στόχος της Βιβλιοθήκης που δικαιολογούσε τον οικουμενικό της χαρακτήρα ήταν να κάνει προσιτή και να διαδώσει την παγκόσμια γνώση μέσω της μετάφρασης όλων των κειμένων στα ελληνικά, την κυρίαρχη διεθνή γλώσσα της εποχής.

Έτσι στα ράφια και τα γραφεία της Βιβλιοθήκης μπορούσε κανείς να βρει κείμενα από την Αίγυπτο και την Ιουδαία, πήλινες πινακίδες των Βαβυλωνίων και των Χαλδέων, λατινικά συγγράμματα, αλλά και ξύλινα βουδιστικά «βιβλία», που προήλθαν από τις ανταλλαγές ανάμεσα στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο και τον Ινδό βασιλιά Ασόκα.

Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, η γνωστή Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’), είναι ένα από τα πιο γνωστά αποτελέσματα της μεταφραστικής δραστηριότητας της Βιβλιοθήκης.

Η μετάφραση και η έκδοση της ιουδαϊκής Πεντατεύχου είχε πιθανά ως στόχο να εξυπηρετήσει τους εξελληνισμένους Ιουδαίους, όμως παράλληλα υπήρχε η ανάγκη να γίνουν γνωστές, σεβαστές και κατανοητές οι θρησκευτικές και ιστορικές παραδόσεις των λαών της Ανατολής ή οι γνώσεις τους σχετικά με τις αστρονομικές και μαθηματικές επιστήμες. Για αυτό ο Μανέθων, βασισμένα στα βιβλία των αιγυπτιακών ναών, συνέγραψε τα «Αιγυπτιακά» και ο Βηρωσός τα «Βαβυλωνιακά», αντλώντας από πηγές της Βαβυλωνίας και της Μεσοποταμίας που αναφέρονταν στη δημιουργία του κόσμου και την ιστορία πριν τον Αλέξανδρο.

Στην οικουμενική αντίληψη για την αξια της γνώσης καίρια υπήρξε η συμβολή της φιλοσοφίας του στωικισμού και οι απόψεις της για την γλώσσα, την φύση και τον κόσμο που μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι χωρίς διακρίσεις.

Η Βιβλιοθήκη, αν και άμεσα συνδεδεμένη με το Μουσείο, είχε ανεξάρτητο διοικητικό καθεστώς. Ο επικεφαλής ή προϊστάμενος, διοριζόταν πάντα από τον βασιλιά και ήταν συνήθως και ο βασιλικός παιδαγωγός. Μετά τον Δημήτριο Φαληρέα, ως προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης αναφέρονται ο Ζηνόδοτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Απολλώνιος ο Ειδογράφος, ο Αρίσταρχος, ο Κύδας και ο Ονήσανδρος από την Πάφο.

Φαίνεται πως η Βιβλιοθήκη ήταν μία κυψέλη από επώνυμους και ανώνυμους εργαζόμενους, που ακούραστα και καθημερινά ασχολούνταν με όλα τα στάδια του εμπλουτισμού, της ταξινόμησης, της αντιγραφής, του σχολιασμού, της μετάφρασης, της κατασκευής και της συντήρησης παπύρων , της αποθήκευσης και του ελέγχου όλων των βιβλιοστασίων, που πιθανόν να εκτείνονταν σε μία επιφάνεια τουλάχιστον 5.000 τμ. ,

Ο προϊστάμενος, οι φιλόλογοι και ο επίσημος «βιβλιοθηκάριος» συνεργάζονταν για την απόκτηση νέων βιβλίων και για τις ανάγκες της φιλολογικής επιμέλειας, ενώ άλλοι φιλόλογοι και γραμματικοί συνέλεγαν υλικό για τον σχολιασμό και τον υπομνηματισμό.

Καθώς μάλιστα, τα βιβλία «εκ των πλοίων» ήταν κυριολεκτικά αμέτρητα σε αριθμό πιθανότατα, μετά την κατάσχεση στο Τελωνείο, να στοιβάζονταν σε αποθήκες του λιμανιού, όπου θα γινόταν πρώτη εκτίμηση και ταξινόμηση.

Η αμοιβή του αντιγραφέα κυμαίνονταν ανάλογα με το πόσο καλλιγράφος ήταν και με τον αριθμό των στίχων. Τον 2ο αι. μ. Χ. για 10.000 στίχους, ο αντιγραφέας αμείβονταν με 28 δραχμές.

Στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας οφείλουμε τη γνώση μας για 1.000 συγγραφείς, αν και μας έχει διασωθεί μόνο το ένα πέμπτο του έργου τους.

Στα αυτοκρατορικά χρόνια η Βιβλιοθήκη γίνεται «αυτοκρατορικό» ίδρυμα, αλλά χάνει την πρωτοκαθεδρία της, αφού πλέον το κέντρο του βιβλίου είναι η Ρώμη.

Δεν είναι βέβαιη η έκταση των ζημιών στα παραθαλάσια προσκτίσματα της βιβλιοθηκης που προξένησε η πυρκαγιά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας το 48 π.Χ, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας βρέθηκε πολιορκημένος, από τον Πομπήϊο.

Ο Αύγουστος χτίζει και άλλη βιβλιοθήκη στο συγκρότημα του Σεβαστείου, ενώ οι κανόνες της Μεγάλης Βιβλιοθήκης γίνονται πιο ελαστικοί και οι βιβλιοκάπηλοι βρίσκουν την ευκαιρία να την αφαιμάξουν.

Πάλι όμως ο πλούτος της παραμένει ανεξάντλητος: τα βιβλία της γέμισαν την βιβλιοθήκη της Ρώμης τον 1ο αι. μ.Χ. , ίσως και ένα μέρος της βασιλικής βιβλιοθήκης που ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το 357 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β΄.

Δεν είναι γνωστή η έκταση των καταστροφών που υπέστη η Βιβλιοθήκη κατά τις συγκρούσεις της Ζηνοβίας και του Αυρηλιανού τον 3ο αι. μ.Χ., κατά την πολιορκία της Αλεξάνδρειας από τον Διοκλητιανό το 297 μ.Χ. ή από τις εξεγέρσεις των φανατικών χριστιανών που το 391μ.Χ. κατέστρεψαν συθέμελα το Σεραπείο και το 415 λυντσάραν την Υπατία. Σίγουρα όμως η εκδοχή της καταστροφής από τους Άραβες τον 7ο αι. μ.Χ., όπως την περιγράφουν μουσουλμανικές πηγές του 12ου αι., δεν θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ίσως όλα αυτά μαζί με την εγκατάλειψη, την συνεχή σύληση και την φυσική φθορά να οδήγησαν στον αφανισμό της Βιβλιοθήκης, που στην εποχή των μονοδοξιών δεν μπορούσε πια να εκφράζει την αρχική της αποστολή: νε είναι ένα οικουμενικό κέντρο συγκέντρωσης και διάδοσης της γνώσης, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.

Γεγονός είναι ότι η Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη αποτελεί ένα κορυφαίο πνευματικό σύμβολο και η καταστροφή της -η καταστροφή οποιασδήποτε βιβλιοθήκης- παραμένει το πιο αυθεντικό μέτρο σύγκρισης της βαρβαρότητας, από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Τα βιβλία - Τα κτήρια

Τα αρχαιότερα βιβλία στην ελληνική γλώσσα που σώθηκαν μέχρι σήμερα χρονολογούνται στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και είναι κείμενα γραμμένα σε παπυρικά φύλλα που διατηρήθηκαν λόγω των εξαιρετικών συνθηκών στις οποίες βρέθηκαν. Το ξηρό και ζεστό κλίμα της αιγυπτιακής γης έδωσε ένα μεγάλο τμήμα από την τραγωδία του Τιμόθεου «Πέρσες» και η νεκρική πυρά ενός αριστοκράτη από την Λητή κράτησε απανθρακωμένο έναν μεγάλο τμήμα του περίφημου παπύρου του Δερβενίου, του 4ου αι. π.,Χ. που περιέχει σχόλια σε μία ορφική θεογονία.

Ένα βιβλίο από πάπυρο είχε την μορφή τυλιγμένου κυλίνδρου που φυλαγόταν μέσα σε μια δερμάτινη ή ξύλινη κυλινδρική θήκη.

Η επεξεργασία των παπύρων και η παραγωγή των φύλλων που ήταν κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν ως υπόβαθρο για την δημιουργία των βιβλίων ήταν μία κατ’ εξοχήν αιγυπτιακή τέχνη που ευνόησε ιδιαίτερα τις πτολεμαϊκές φιλοδοξίες, ωστόσο δεν άργησαν να γίνουν προσπάθειες που θα οδηγούσαν και στην ανακάλυψη άλλων κατάλληλων υλικών.

Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Πτολεμαίος απαγόρευσε την εξαγωγή παπύρου από την Αίγυπτο, για να διατηρήσει το κύρος της Βιβλιοθήκης του, οι Περγαμηνοί ανακάλυψαν το πολύ λεπτό δέρμα που με την κατάλληλη επεξεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φύλλο για την συγγραφή βιβλίων και ονομάσθηκε περγαμηνή. Η αφήγηση αυτή απηχεί τον ανταγωνισμό των Πτολεμαίων με τους Ατταλίδες για τις βιβλιοθήκες τους.

Η ανακάλυψη της περγαμηνής, όπως δείχνουν παλιότερα ευρήματα κειμένων σε δέρμα ζώων, δεν έγινε στο Πέργαμον, ίσως εκεί να υπήρξαν κάποιες τεχνολογικές εξελίξεις που θα κάνουν την περγαμηνή από τον 2ο αι. π.Χ. και μετά να αντικαταστήσει σιγά- σιγά τον πάπυρο. Και αυτή με την σειρά της θα οδηγήσει στην μετάβαση από τον κύλινδρο από φύλλο παπύρου στον κώδικα που είναι μια δέσμη δεμένων φύλλων από περγαμηνή, όπως γνωρίζουμε σήμερα την μορφή του βιβλίου.

Η περγαμηνή βρισκόταν πιο εύκολα παντού, ήταν πιο εύχρηστη και πιο φθηνή και οι κώδικες, λιγότερο ευπαθείς από τους παπύρινους κυλίνδρους, μπορούσαν να μεταφερθούν παντού από τους σπουδαστές, τους ταξιδιώτες, τους ιερείς με αποτέλεσμα να επικρατήσουν ως την εμφάνιση του χαρτιού.

Η μορφή της βιβλιοθήκης της Αλξάνδρειας είναι άγνωστη, αφού μέχρι τώρα δεν έχουν αναγνωριστεί κατάλοιπά της, ο μεγάλος αριθμός των βιβλίων που αναφέρουν οι πηγές μαρτυρεί ότι πρόκειται οπωσδήποτε για ένα ευρύτερο συγκρότημα πιθανότατα με περιστύλιο ή περιστύλια και περισσότερους χώρους. Δεν αποκλείεται η βιβλιοθήκη του Αδριανού σην Αθήνα να διατηρεί αναφορές στην διάσημη Αλεξανδρινή προκάτοχό της….

Η παλιότερη γνωστή ελληνιστική βιβλιοθήκη βρέθηκε στο Πέργαμον, χτίστηκε στην ακρόπολη τον 2ο αι. π.Χ, την εποχή της βασιλείας του Ευμένους Β’ (197-159) και μπορεί ως ένα βαθμό να ανασυσταθεί η μορφή της.

Είναι ενσωματωμένη στο ανώγειο μίας διώροφης στοάς με τέσσερις μεγάλες αίθουσες και όπως φαίνεται μία από αυτές ήταν ο βασικός χώρος της Βιβλιοθήκης, στον οποίο βρισκόταν ένα μαρμάρινο άγαλμα της Αθηνάς που αποτελεί ελεύθερη επανάληψη της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία.

Μία συστάδα παραθύρων φώτιζε τον χώρο και διευκόλυνε την ανάγνωση των βιβλίων, που βρισκόταν αποθηκευμένα σε ψηλά ξύλινα, τετράφυλλα ερμάρια, εντοιχισμένα σε κόγχες, ώστε να προστατεύονται από την υγρασία.

Παρόμοιες διευθετήσεις για τα βιβλία υπάρχουν και στις βιβλιοθήκες που γίνονται αναπόσπαστο τμήμα του κτηριακού συγκροτήματος των γυμνασίων, όπως σε αυτό της Ρόδου και της Νύσας.

Βασικό στοιχείο των βιβλιοθηκων αποτελεί ο διάδρομος με τα αποθηκευτικά ερμάρια, τα παράθυρα για τον φωτισμό και μία ή περισσότερες αίθουσες δίπλα για διάβασμα

Η βιβλιοθήκη του Κέλσιου στην Έφεσο και εκείνη του Αδριανού στην Αθήνα μας δίνουν μια εικόνα του πως εξελίσσονται οι βιβλιοθήκες στα αυτοκρατορικά χρόνια, αλλά και της εικονογραφίας και των συμβολισμών που συνδέονται με αυτές και τις χαρακτηρίζουν.

Μουσείο - Το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου

Στην εκστρατεία για την κατάκτηση του Κόσμου ο μαθητής του Αριστοτέλη πήρε μαζί του ιστορικούς, γεωγράφους και σοφούς για να καταγράψουν και να μελετήσουν τα νέα δεδομένα, κατακτώντας την Γνώση. Σύντροφος και συμπολεμιστής του Αλέξανδρου ο Πτολεμαίος που είχε και αυτός την τύχη μαζί με τον νεαρό πρίγκιπα να δεχτεί την διδασκαλία του Αριστοτέλη στο βασιλικό γυμνάσιο της Μίεζας αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής του έργου του μεγάλου προκατόχου του. Μόλις εδραίωσε την εξουσία του στο κράτος της Αιγύπτου φρόντισε με τη βοήθεια του φιλόσοφου Δημητρίου Φαληρέως να ιδρυθεί το «Μουσείο», το ιερό των Μουσών, το βασιλικό καθίδρυμα που θα γινόταν το πρώτο Πανεπιστήμιο -με την κυριολεκτική έννοια του όρου- που γνώρισε ο κόσμος, ένα κέντρο μελέτης και έρευνας, στο οποίο η επιστημονική σκέψη οδηγήθηκε σε γνωστικά επιτεύγματα που έμειναν αξεπέραστα ως την εποχή του Διαφωτισμού και αποτέλεσαν την βάση της επιστημονικής ανάπτυξης των δύο τελευταίων αιώνων.

Σοφοί, ερευνητές, μαθηματικοί, γιατροί, αστρονόμοι, φυσικοί και γεωγράφοι, φιλόλογοι και ιστορικοί, ποιητές και καλλιτέχνες από όλες τις γωνίες της ελληνιστικής Οικουμένης έφταναν στην Αλεξάνδρεια για να σπουδάσουν, να διδάξουν, να εργαστούν ή να μελετήσουν στο «Μουσείο» που χάρη στην εμπνευσμένη πολιτική των Πτολεμαίων τους παρείχε τις ιδανικές από κάθε άποψη συνθήκες στην μεγάλη προσπάθεια να κατακτήσουν την Γνώση. Στη διάθεση τους βρίσκονταν η περίφημη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, ο προϊστάμενος της οποίας ήταν συγχρόνως και παιδαγωγός του βασιλικού διαδόχου και φρόντιζε για την έμπρακτη εφαρμογή του πλατωνικού ιδανικού της πεφωτισμένης ηγεμονίας και βέβαια για την διασφάλιση της βασιλικής υποστήριξης για το έργο του Μουσείου και τον διαρκή εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης, που έφτασε έτσι στην εποχή της ακμής να περιλαμβάνει περισσότερους από 500.000 τόμους.

Από τους σοφούς, τους ποιητές και τους επιστήμονες που έζησαν από το τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα μέχρι τα ύστατα χρόνια του αρχαίου κόσμου, το όνομα και το έργο των οποίων γνωρίζουμε από την παράδοση, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι που να μην πέρασαν κάποιο κομμάτι της ζωής τους στην Αλεξάνδρεια, την πόλη που δέχτηκε και φύλαξε το Σώμα του Ανίκητου Κτίστη της και έγινε η κιβωτός της αρχαίας Γνώσης. Το πρότυπο μιας κοινότητας λογίων, σε ένα πνευματικό κέντρο αφιερωμένο στην θεραπεία των Μουσών, υπήρξε το Λύκειο του Αριστοτέλη, την εποχή που διευθυντής του ήταν ο Θεόφραστος, δηλαδή μετά τον θάνατο του Αλεξανδρου, Τότε η σχολή θεωρούταν χώρος ιερός και περιλάμβανε ιερό των Μουσών, ‘μουσείον’, στοές, βωμό, κήπο, περίπατο και χώρους διαβίωσης για τους μαθητές, που ζούσαν σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης, αλλά και την περίφημη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη.

Πέρα από τις φιλοσοφικές σχολές η ίδια μακεδονική βασιλική αυλή αποτελούσε ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. και κυρίως στα χρόνια του Φιλίππου Β΄και του Αλεξάνδρου ένα είδος ‘Μουσείου’, στο οποίο προσκαλούνταν από τους βασιλείς τα λαμπρότερα πνεύματα της τέχνης και της επιστήμης. Μένοντας στην παράδοση της μακεδονικής αυλής, όντας και ο ίδιος μαθητής του Αριστοτέλη, ο Πτολεμαίος κάλεσε τον Θεόφραστο. Εκείνος αρνήθηκε, όμως ο μαθητής του, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ρήτορας, φιλόσοφος, αλλά και έμπειρος πολιτικός με φιλομακεδονική δράση δέχτηκε και ανέλαβε την οργάνωση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Έχοντας την βασιλική στήριξη και άφθονη χρηματοδότηση, το Αλεξανδρινό μουσείο θα γίνει το πρώτο κρατικό κέντρο ερευνών με παγκόσμια ακτινοβολία επτά αιώνων. Το συγκρότημα του Μουσείου βρισκόταν στην περιοχή των «βασιλείων», των βασιλικών καθιδρυμάτων δηλαδή που καταλάμβαναν περίπου το ένα τέταρτο της Αλεξάνδρειας, στην περιοχή που λεγόταν Βρουχείον ή Βρύχιον. Το έργο το ξεκίνησε ο ιδρυτής της δυναστείας και ολοκληρώθηκε σε περίπου 20 χρόνια. Οι Πτολεμαίοι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για το Μουσείο, όπως και για την Βιβλιοθήκη και προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά από τα μέλη της δυναστείας και μάλιστα στα χρόνια της μεγάλης ακμής ασχολούνται και οι ίδιοι με τα γράμματα και τις επιστήμες. Ο πρώτος Πτολεμαίος ήταν ιστορικός και συγγραφέας, ο γιος του ο Φιλάδελφος ενδιαφερόταν πολύ για την ζωολογία, ο Ευεργέτης ήταν διακεκριμένος Μαικήνας και ο Φιλοπάτωρ υπήρξε και θεατρικός συγγραφέας. Το αποτέλεσμα σε όλα τα επίπεδα ήταν πρωτοποριακό και το Μουσείο έγινε ήδη διάσημο αξιοθέατο ουσιαστικά αμέσως μετά την ίδρυσή του, τον 3ο προχριστιανικό αιώνα. Στην περιγραφή του που δίνει ο Στράβωνας, το Μουσείο της Αλεξάνδρειας δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει μια σύγχρονη Πανεπιστημιούπολη.

Μέσα σε ένα ιδιαίτερα φροντισμένο περιβάλλον, με φυτολογικούς και ζωολογικούς κήπους για την παρατήρηση των ζώων και των φυτών, βρισκόταν ο κεντρικός Πανεπιστημιακός Οίκος, η Μεγάλη Βιβλιοθήκη και άλλα κτήρια ποικίλης χρήσης, όπως η «εξέδρα», μάλλον το αμφιθέατρο, χώροι διαλέξεων, αίθουσες για πειράματα, πιθανότατα και αστεροσκοπείο, αίθουσες συμποσίων, κοιτώνες και διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι που συνδέονταν μεταξύ τους και με τα ανάκτορα με περιστύλια, στοές και χώρους περιπάτου.

Ανάμεσα σε όλα αυτά βρίσκονταν και οι βωμοί των Μουσών και έτσι το Μουσείο διατηρούσε πάντα τον ιερό του χαρακτήρα, αφού ο «ιερεύς», ο επικεφαλής του Μουσείου που ορίζονταν από τον βασιλιά, ήταν και ο υπεύθυνος για την τέλεση των απαιτούμενων ιεροπραξιών στο ιερό των Μουσών. Δίπλα στους γραμματικούς, τους φιλολόγους, τους φιλοσόφους, τους λογίους, τους ιστορικούς, τους ποιητές και τους λογοτέχνες που, έχοντας στην διάθεσή τους του θησαυρούς της Βιβλιοθήκης, δεν ασχολήθηκαν μόνον με την συλλογή και την κριτική της παλαιότερης γνώσης, αλλά παρήγαγαν και σημαντικά πρωτότυπα έργα που χαρακτηρίζουν το πνεύμα της νέας εποχής, βασικό ρόλο έπαιξαν οι μεγάλοι επιστήμονες και οι εφευρέτες. Αυτοί έβαλαν ουσιαστικά τα θεμέλια της επιστημονικής έρευνας και της ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στην γεωγραφία, στην φυσική, στην χημεία και στην ιατρική. Ανάμεσα τους, κορυφαίοι, ο Μέγας Αρχιμήδης και ο πατέρας της γεωμετρίας ο Ευκλείδης, ο Ερατοσθένης, ο γεωγράφος που υπολόγισε με εντυπωσιακή ακρίβεια την περιφέρεια της γης, oι δύο μαθηματικοί και αστρονόμοι ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο πρώτος που αναγνώρισε ότι οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος κινούνται γύρω από τον ήλιο, και ο Ίππαρχος που ανακάλυψε την τριγωνομετρία, υπολόγισε με ακρίβεια τις τρoχιές του ηλίου και της σελήνης και την περιοδικότητα των εκλείψεων, αλλά και οι γιατροί Ηρόφιλος και Ερασίστρατος, θεμελιωτές της επιστήμης της ανατομία, ο δεύτερος και της νευρολογίας. Επίλεκτοι των Πτολεμαίων οι λόγιοι-οικότροφοι ζούσαν στο μεγάλο οίκημα του Μουσείου, την γενική διαχείριση του οποίου είχε ο «επιστάτης», απαλλαγμένοι από υλικές φροντίδες, με κοινό ταμείο για την καθημερινή διαβίωση, δωρεάν σίτιση και στέγαση, φοροαπαλλαγή και πιθανότατα πολύ υψηλές αποδοχές. Έτσι μπορούσαν να είναι απερίσπαστοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στο έργο τους. Τα μέλη του Μουσείου συχνά διοργάνωναν δημόσιες εκπαιδευτικές εκδηλώσεις, διαλέξεις και συμπόσια, στα οποία συμμετείχε πολλές φορές και ο βασιλιάς. Μετά την κατάλυση της δυναστείας των Πτολεμαίων η απλόχερη βασιλική υποστήριξη δεν υπάρχει πια, ωστόσο το Μουσείο της Αλεξάνδρειας θα διατηρήσει την φήμη του ως ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά κέντρα της εποχής σε όλη την Μεσόγειο. Ο εφευρέτης Ήρωνας, ο γιατρός Γαληνός, ο αστρονόμος και γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος παρουσιάζουν εξαιρετικά σημαντικό έργο στον τομέα των θετικών επιστημών, ενώ ο Φίλων και ιδιαίτερα ο Πλωτίνος θα εξυψώσουν το Αλεξανδρινο Μουσείο σε οικουμενικό κέντρο του Νεοπλατωνισμού.

Στις αρχές του 3ου αι΄μ.Χ. ο Καρακάλλας καταργεί όλα τα προνόμια των μελών του Μουσείου, ενώ οι επιθέσεις του Αυρηλιανού και του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια και η καταστροφή του Βρυχίου έχουν ως συνέπεια την καταστροφή των εγκαταστάσεων του. Το Μουσείο ως θεσμός όμως εξακολουθεί να υπάρχει και τον 4ο αιώνα ο μαθηματικός Θέων, ο πατέρας της Υπατίας, είναι το τελευταίο καταγεγραμμένο μέλος του Μουσείου. Πιθανότατα το ίδρυμα λειτουργούσε πια σε άλλες εγκαταστάσεις. Μια αίθουσα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός χώρου διδασκαλίας βρέθηκε κοντά στο νέο διοικητικό κέντρο, την Αγορά, εκεί όπου δίδασκε η Υπατία, εκεί όπου ο φανατισμένος χριστιανικός όχλος άρπαξε την τελευταία φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας για να την οδηγήσει στο μαρτύριο.Ένα Μουσείο που βρισκόταν στην πλατεία οδό με τις κιονοστοιχίες στο ίδιο συγκρότημα με την βιβλιοθήκη φαίνεται ότι υπήρχε και στην Αντιόχεια του Ορόντη. Και αυτό θα είχε ανάλογη λειτουργία, αλλά δεν απόκτησε ποτέ την φήμη του Αλεξανδρινού. Σε επιγραφές των αυτοκρατορικών χρόνων ο όρος Μουσείον περιγράφει ερευνητικά και διδακτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως στην Έφεσο και την Σμύρνη. Οι Μούσες, οι εννέα θεές των τεχνών και των γραμμάτων, είναι οι κόρες του Διός και της Μνημοσύνης. Η Μνημοσύνη, όπως δείχνει το όνομα της είναι η θεά της Μνήμης, η μνήμη είναι η μήτρα της Γνώσης, το θεμέλιο της Τέχνης και του Πολιτισμού. Τα αρχαία ονόματα αποτυπώνουν την ουσία των όντων…

Ο θρησκευτικός φανατισμός και η άγνοια σκότωσε την φιλόσοφο, έκαψε την βιβλιοθήκη, κατάστρεψε τον ναό των Μουσών. Η Γνώση όμως επέζησε. Μπόλιασε την σκέψη των μεγάλων Αράβων μαθηματικών και φιλοσόφων του Μεσαίωνα και επέστρεψε στην «αναγεννημένη» πνευματικά Ευρώπη για να γεννήσει τον Διαφωτισμό και να δώσει τις ρίζες στη σύγχρονη επιστήμη).

Τον 18 αι. το Μουσείο θα γίνει το πρότυπο για τις βασιλικές ακαδημίες τεχνών και γραμμάτων και στη συνέχεια για τα νεότερα Πανεπιστήμια. Στην Επαναστατική Γαλλία, το Μουσείο της Αλεξάνδρειας θα κλείσει το μάτι στην ιστορία, σφραγίζοντας για πάντα με το όνομά του τους χώρους των σύγχρονων μουσείων. Τα γαλλικά Muséum des Arts, το γνωστό Λούβρο, και Muséum d’ Histoire Naturelle του Επαναστατικού Παρισιού, που θα ανοίξουν το 1793 για όλον τον κόσμο που θέλει να τα επισκεφτεί, παίρνουν το όνομά τους κατευθείαν από τον ελληνιστικό πρόγονός τους.

Παρόλο που τα σημερινά μουσεία εμπεριέχουν την ύπαρξη και έκθεση μιας συλλογής αντικειμένων η λέξη Μουσείο εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διατηρεί κάτι από την ιερή έννοια που είχε στην αρχαιότητα: τόπος όπου φυλάσσεται η χειροπιαστή μνήμη, που γίνεται γνώση για να μεταδοθεί στους επερχόμενους…

Επιστήμες - Τεχνολογία

Η κινητήρια δύναμη μιας ολόκληρης εποχής είναι η δίψα για γνώση που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που τη ζουν. Στην ελληνιστική εποχή οι επιστήμονες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο όριο στην αέναη αναζήτησή τους για τις αλήθειες του σύμπαντος, τόσο στα απτά του τμήματα όσο και στα απρόσιτα, και στην προσπάθειά τους να τις ερμηνεύσουν. Από τις πιο βασικές αρχές των Μαθηματικών στις συνθετότερες φιλοσοφικές αντιλήψεις για το τι κινεί το σύμπαν και πώς αυτό επιδρά στον άνθρωπο, οι ελληνιστικοί ερευνητές διέπρεψαν και με τη σειρά τους άφησαν πολύτιμη κληρονομιά για τις επόμενες γενιές θεωρίες που ως και σήμερα χαίρουν της εκτίμησης της επιστημονικής κοινότητας.

Η αρχή για τους επιστήμονες της αρχαιότητας ήταν πάντα τα Μαθηματικά, ένας κόσμος από μόνα τους και ταυτόχρονα έκφραση, οργάνωση και ερμηνεία του κόσμου όπου ζούμε. Τα θεμέλια των Μαθηματικών στην ελληνιστική εποχή πατούσαν γερά στις θεωρίες του Πλάτωνα για τον κόσμο, ειδικά όπως αυτές εκφράστηκαν στο διάλογο Τίμαιος. Εκεί ο κόσμος όλος αναλύεται με βάση γεωμετρικές ακολουθίες αριθμών, οι οποίες οργανώνουν και χτίζουν αυτό που ο Πλάτωνας ονομάζει Ψυχή του κόσμου, δηλαδή το βαθύτερο είναι του. Οι ελληνιστικοί μαθηματικοί χρησιμοποίησαν τις παλαιότερες παραδόσεις και γειτονικών λαών για να προχωρήσουν την επιστήμη τους ένα βήμα παραπέρα. Αυτή η ανάπτυξη ήταν στενά συνυφασμένη με την πρόοδο της Γεωγραφίας και της Αστρονομίας, όπου βρήκαν κυρίως εφαρμογή οι μαθηματικές θεωρίες. Από τα πιο τρανταχτά ονόματα της εποχής ήταν ο Ερατοσθένης από την Κυρήνη, ο οποίος κατάφερε να υπολογίσει την περιφέρεια της γης με εκπληκτική ακρίβεια, επιστημονικά και τεκμηριωμένα.

Η ελληνιστική περίοδος ήταν ακόμη μια εποχή κατά την οποία το άνοιγμα προς τα άγνωστα μέρη του κόσμου έλαβε ιλιγγιώδεις διαστάσεις. Όλοι όσοι ήθελαν να θεωρούνται κοσμοπολίτες διψούσαν να μάθουν τι βρίσκεται πέρα από τα σύνορα του οικείου. Και για να το κάνουν αυτό χρειάζονταν τη συνδρομή της επιστήμης [4]. Οι ελληνιστικοί γεωγράφοι θεμελίωσαν τη Γεωγραφία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Τέθηκαν για πρώτη φορά επιστημονικές βάσεις για τον υπολογισμό αποστάσεων, για την αναπαράσταση της μορφής του κόσμου, για την καταγραφή των λαών σε μακρινές περιοχές. Η περιέργεια και η δίψα για ακαδημαϊκή γνώση τελειοποίησαν ιδέες και μεθόδους που αρχικά επιβλήθηκαν για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Αυτή την εποχή ήδη είχε γίνει πειστικό το μοντέλο της σφαιρικής γης, σε αντίθεση με το επίπεδο μοντέλο που αποτελούσε την παράδοση προηγούμενων αιώνων. Με βάση αυτήν την αποδοχή και με τη βοήθεια της Αστρονομίας γίνονταν οι μετρήσεις και οι υπολογισμοί αποστάσεων και επιφανειών.

Η Αλεξάνδρεια έχει την πρωτοκαθεδρία στην επιστημονική έρευνα γενικά, και στην ανάπτυξη των ειδικών επιστημών, με πολλούς διδασκάλους να έχουν περάσει από το Μουσείο και να έχουν διατυπώσει θεωρίες και παρατηρήσεις αστρονομικές. Κεντρικό στη μελέτη των ουράνιων σωμάτων ήταν ο υπολογισμός των μεταξύ τους αποστάσεων και το πρόβλημα της αναπαράστασης της τροχιάς των πλανητών. Γι’ αυτό εφευρέθηκαν μετρητικά όργανα για εντυπωσιακά ακριβείς υπολογισμούς και προτάθηκαν μοντέλα ια τη θέση και κίνηση των πλανητών. Όλη η γνώση των αστρονόμων του Μουσείου περιλήφθηκε στο έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου Μαθηματική σύναξις.

Η μελέτη των ουράνιων σωμάτων όμως εκτός από τη φυσική τους υπόσταση και κίνηση περιλάμβανε και το ρόλο που έπαιζαν στο να επηρεάσουν τη μοίρα των ανθρώπων. Η ελληνιστική εποχή ήταν μια περίοδος που οι άνθρωποι μοχθούσαν για την προσωπική τους σωτηρία και τον έλεγχο του πεπρωμένου τους. Η εκ των προτέρων γνώση αυτού πίστευαν ότι μπορούσε να αποκτηθεί μέσα από τη μελέτη των αστερισμών και την ερμηνεία των συμβολισμών τους. Ως και σημερινές μέθοδοι έχουν επηρεαστεί από την ελληνιστική μορφή της Αστρολογίας, που περιλάμβανε στοιχεία από τις παλαιότερες παραδόσεις από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Ο γνωστός ζωδιακός κύκλος αποτελεί μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων.

Σε μια ανθρωποκεντρική εποχή όπως ήταν η ελληνιστική, το ανθρώπινο σώμα και οι λειτουργίες του δεν θα μπορούσαν να μην αποτελούν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης. Οι επιστήμες υγείας βασίστηκαν στο έργο του Ιπποκράτη, ο οποίος ήδη από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. απομάκρυνε τη θεραπευτική από τη σφαίρα της μαγείας και της δεισιδαιμονίας και την κατέστησε ανεξάρτητη επιστήμη που βασίζεται στη μελέτη και στο πείραμα.

Στην ιατρική, όπως σε όλους σχεδόν τους τομείς της επιστήμης, η Αλεξάνδρεια ήταν σπουδαίο κέντρο, όπου η παραδοσιακή ιπποκρατική ιατρική συνάντησε τις μυστικιστικές πρακτικές της Ανατολής. Πέρα από αυτόν τον συγκρητισμό η Ιατρική απέκτησε νέα φυσιογνωμία χάρη στα πολλά ρεύματα προσέγγισης που δημιουργήθηκαν εξαπλώθηκαν. Αυτά προήλθαν από την επιρροή νέων θεωριών, όπως η μεθοδική σχολή, που θεωρούσε πως το σώμα αποτελείται από σωματίδια που συνεχώς κινούνται και που απέδιδε τις παθήσεις σε παρακώλυση της κίνησης αυτών των σωματιδίων · ή μέσα από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως η ομώνυμη σχολή των εμπειρικών που βασιζόταν στην παρατήρηση και ανάλυση των ασθενειών, όχι στους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Στα μεγάλα ιατρικά επιτεύγματα της ελληνιστικής εποχής ανήκουν η ανατομία –την αρχή της οποίας είχε ήδη κάνει ο Αριστοτέλης βέβαια- με κύριο εκπρόσωπο τον Ηρόφιλο και συνεχιστή τον Γαληνό, και η φυσιολογία, πατέρας της οποίας ήταν ο Ερασίστρατος.

Η ανατομία εφαρμόστηκε και στη μελέτη των ζώων, όπου βοηθούσε τόσο στην επιβεβαίωση των θεωριών της ιατρικής, όσο και στην προσαρμογή της κτηνοτροφίας σε νέα περιβάλλοντα στα ελληνιστικά βασίλεια. Αυτό ειδικά ενδιέφερε τους βασιλείς, που ήθελαν να ενισχύσουν την αγροτική οικονομία στα κράτη τους. Γενικά η Βιολογία και ειδικά η μελέτη των φυτών γνώρισαν μεγάλη άνθηση στον ελληνιστικό κόσμο. Ο άνθρωπος δεν απέκλεισε τον κόσμο των φυτών και των ζώων από την αέναη αναζήτησή του να κατανοήσει, να εξηγήσει και να εκλογικεύσει τον περιβάλλον του. Έτσι, πάντα με οδηγό την αριστοτέλεια λογική και τις μεθόδους σχετικά με την έρευνα και ταξινόμηση των φαινομένων, έχουμε στην ελληνιστική εποχή την καταγραφή του φυτικού βασιλείου με διακρίσεις που ακόμα και σήμερα ισχύουν, καθώς και την επινόηση ενός βοτανικού επιστημονικού λεξικού. Το έργο του Θεόφραστου είναι πολύτιμη πηγή για τις γνώσεις της εποχής σε αυτόν τον τομέα, και ειδικότερα στη φαρμακολογία. Μάλιστα τόσο μεγάλη επιρροή είχε η επιστημονική γνώση στη Βιολογία την ελληνιστική εποχή, που εξυπηρέτησε την ανθρωπότητα και την επιστήμη ως τις μεγάλες ανακαλύψεις την εποχή της Αναγέννησης.

Το έργο του Ιπποκράτη ήταν θεμελιώδες και για τη Φαρμακολογία, μιας και αυτός κατέγραψε και κατέταξε πάνω από 300 θεραπευτικά βότανα. Στη θεαματική εξέλιξη της επιστήμης κατά την ελληνιστική εποχή περιλαμβάνεται το πρώτο συστηματικό βιβλίο που καταγράφει τρόπους παρασκευής φαρμάκων από τον Ηρακλείδη από τον Τάραντα. Σημαντικότερος όμως θεωρείται ο στρατιωτικός ιατρός Διοσκουρίδης, στο βιβλίο του οποίου «Περί ύλης ιατρικής» ανέτρεχαν οι επιστήμονες υγείας ως και τον 16ο αι. Το έργο του ήταν απαλλαγμένο από προλήψεις και δεισιδαιμονίες και εκεί περιγράφονται περισσότερα από 600 φάρμακα για την αντιμετώπιση ενός ευρέως φάσματος περιπτώσεων. Μετά από αυτόν ο πολυγραφότατος και πολυταξιδεμένος Γαληνός από την Πέργαμο σημάδεψε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες με τις θεωρίες του περί ισορροπίας των τεσσάρων στοιχείων της φύσης στο ανθρώπινο σώμα και την παρασκευή σύνθετων φαρμάκων που θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ισορροπίας. Τα φάρμακα που παρασκευάζονταν την ελληνιστική εποχή είχαν εκπληκτική ποικιλία στις μορφές και στην προέλευσή τους και όχι άδικα μπορούμε να θεωρήσουμε αυτήν την εποχή ως την απαρχή της σύγχρονης Φαρμακολογίας.

Η Αλεξάνδρεια, πρώτη πόλη σε όλες τις επιστήμες, δεν θα μπορούσε να υστερεί στις επιστήμες του λόγου. Η Βιβλιοθήκη δεν ήταν απλά από μια μεγάλη συλλογή αρχαιότερων και σύγχρονων κειμένων αλλά και τόπος μελέτης τους. Οι επιθυμία των βασιλέων να συλλέξουν όλη την αρχαιότερη ελληνική γραμματεία και η δίψα για πρόοδο από τους ίδιους τους βιβλιοθηκάριους -πολλοί ανάμεσά τους ποιητές- οδήγησε στη συστηματική ταξινόμηση, ερμηνεία και σχολιασμό των κειμένων της ελληνικής γραμματείας, δηλαδή στη θεμελίωση της επιστήμης της Φιλολογίας. Δημιουργήθηκαν μέθοδοι για τον έλεγχο της γνησιότητας αρχαίων κειμένων και διόρθωσης χωρίων που είχαν παραδοθεί σε πολλά διάσπαρτα και αμφιβόλου αξιοπιστίας αντίγραφα, από σπουδαίους λογίους όπως ο Ζηνόδοτος -δάσκαλος του Πτολεμαίου Β΄- και ο Αρίσταρχος, ο κατεξοχήν κριτικός για την αρχαιότητα. Από το λόγιο Καλλίμαχο καταλογογραφήθηκαν πολλά συγγράμματα σε ένα σύστημα που θα ζήλευαν σύγχρονες μέθοδοι βιβλιογραφικής αναφοράς. Πραγματείες, μονογραφίες, λεξικά και σχολιασμοί κειμένων ανήκαν στην τεράστια παραγωγή της ελληνιστικής και ιδίως της αλεξανδρινής φιλολογίας, πέρα από τα πολυάριθμα πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα της εποχής.

Άμεσα συνυφασμένες ήταν μεταξύ τους η Χημεία και η Αλχημεία στο πλαίσιο της μελέτης των υλικών και των ιδιοτήτων τους, πραγματικών και μη. Στην Αλχημεία αναπτύσσεται περισσότερο η αριστοτελική θεωρία της μεταστοιχείωσης των υλικών, δηλαδή το ότι μπορεί να αλλάξει η ουσία ενός υλικού και από ένα ταπεινό να προκύψει ένα πολύτιμο -η αιώνια αναζήτηση της χρυσοποιίας. Η Χημεία εντοπίζεται στη μελέτη και εκμετάλλευση των ιδιοτήτων διαφόρων υλικών στη μεταλλουργία, την υαλουργία, τις βαφές υφασμάτων. Οι δύο κατευθύνσεις συνοψίζονται σε ένα αρκετά ύστερο έργο, συλλογή αλχημικών κειμένων Corpus Alchemisticum. Αλλά αυτές οι πτυχές ήταν μόνο μια μικρή περιοχή μελέτης και εφαρμογής της ελληνιστικής τεχνολογίας.

Ο δρόμος της δημιουργίας είναι μακρύς και δύσκολος, αργά είναι τα βήματα που οδηγούν το αποτέλεσμα στην τελειότητα. Ξεκινά από τις απλές μηχανές με μοχλούς, μετά με τροχαλίες, μετά πολύσπαστα που ανύψωναν μεγάλα βάρη, μετά πολύπλοκα υδραυλικά συστήματα. Κι αν τελικά δεν κατάφεραν οι ελληνιστικοί μηχανικοί και εφευρέτες να κατασκευάσουν αυτόματα ομοιώματα ανθρώπων, ωστόσο πέτυχαν να φτάσουν την αρχαία τεχνολογία στα όριά της και να θέσουν τα θεμέλια του αυτοματισμού, ώστε εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε την εξέλιξή τους: οι ατμοκίνητες μηχανές είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Ο Ήρων από την Αλεξάνδρεια είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς εφευρέτες· διέσωσε στο έργο του πολλά σχέδια για μηχανές-θαύματα για την εποχή. Το αυτόματο θέατρο και οι κρήνες που αποκτούν ζωή και φωνή αποτελούν κάποια από τα εντυπωσιακά αυτά έργα.

Δύο από τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα της ελληνιστικής τεχνολογίας είναι ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, γνωστός μόνο από γραπτές μαρτυρίες και ανακριβείς αναπαραστάσεις σε νομίσματα, και ο λεγόμενος αστρολάβος των Αντικυθήρων, που μάλλον ήταν πολλά περισσότερα από αυτό.

Ο Φάρος, το φως που οδηγούσε τους ναυτικούς κείται πλέον σε χιλιάδες πέτρες στο βυθό της θάλασσας. Ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, εκείνο που ‘έζησε’ περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, κάποτε στεκόταν στην είσοδο του Μεγάλου Λιμένα της Αλεξάνδρειας, ειδοποιώντας τα καράβια για τους κινδύνους που έκρυβαν τα αβαθή και καλωσορίζοντάς τα στη θαυμαστή πόλη. Πόσες ζωές θα είχε σώσει από τους ναυτικούς που προσέγγιζαν τα ύπουλα νερά έξω από την Αλεξάνδρεια. Εκτός από τεράστιο επίτευγμα για την ελληνιστική μηχανική, ο Φάρος έγινε τοπόσημο, σύμβολο της πόλης και τελικά ένα από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Ανασυρμένος εδώ και 100 χρόνια από το βυθό της θάλασσας στα ανοιχτά των Αντικυθήρων, ο ομώνυμος ‘αστρολάβος’ μόλις πρόσφατα αποκρυπτογραφήθηκε σε βαθμό που να φανεί το εύρος των χρήσεών του. Το σύνολο από πολύπλοκα χάλκινα γρανάζια, αν και σε θραύσματα, από την πρώτη στιγμή τράβηξε το ενδιαφέρον των επιστημόνων και εξακολουθεί να τους καταπλήσσει. Και όχι άδικα· οι ελληνιστικοί επιστήμονες του 2ου αι. π.Χ. είχαν δημιουργήσει έναν μηχανισμό για να υπολογίζουν με εκπληκτική ακρίβεια τη θέση των πλανητών του τότε γνωστού συστήματος και να προβλέπουν φαινόμενα όπως οι εκλείψεις του ηλίου και της σελήνης.

Επειδή όμως η ελληνιστική εποχή είναι η εποχή των ατόμων, των ξεχωριστών ανθρώπων, δεν μπορούμε να παραλείψουμε μερικά πρόσωπα που στιγμάτισαν τον κόσμο μετά τον Μ. Αλέξανδρο. Ο κατάλογος με τις προσωπικότητες που επηρέασαν τους ελληνιστικούς επιστήμονες αρχίζει σίγουρα με το Δημόκριτο, τον πιο τολμηρό φιλόσοφο του 5ου αι. π.Χ. που υποστήριξε πως το σύμπαν διέπεται από καθαρά δικούς του νόμους, ανεξάρτητους από όποια θεϊκή ή ανθρώπινη παρέμβαση. Ανέπτυξε την υλιστική θεωρία του σύμπαντος που αποδείχτηκε η διαχρονικότερη και με τη βαθύτερη επίδραση στη φυσική επιστήμη ως και σήμερα: την ατομική θεωρία, κατά την οποία όλη η ύλη αποτελείται από μικρά βασικά σωματίδια που βρίσκονται σε αέναη κίνηση και δεν μπορούν να διασπαστούν -είναι άτομα. Αυτή η επαναστατική θεωρία, σε συνδυασμό με την πάντα πρόσχαρη και αισιόδοξη φύση του, τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στην πατρίδα του όπου δίδασκε, τα Άβδηρα, ενώ παράλληλα επηρέασε έμμεσα μια από τις σημαντικότερες φιλοσοφικές σχολές της ελληνιστικής εποχής, αυτής του Επίκουρου.

Αλλά και οι επιστήμονες των ελληνιστικών χρόνων δεν υπολείπονται σε ριζοσπαστικές ιδέες. Ενώ τους προηγούμενους αιώνες η γη θεωρούνταν το κέντρο του σύμπαντος και ακίνητη, πρώτος ο Αρίσταρχος, ο μαθηματικός από τη Σάμο, διατυπώνει την ηλιοκεντρική θεωρία. Ο ήλιος και όχι η γη είναι για τον Αρίσταρχο το κέντρο του πλανητικού συστήματος και γύρω από αυτόν διατάσσεται η γη και οι αστέρες. Ο Αρίσταρχος εφαρμόζει γεωμετρικούς συλλογισμούς για να υπολογίσει τις αστρονομικές αποστάσεις του ήλιου από τη γη και τις σχέσεις των διαμέτρων μεταξύ ήλιου, γης και σελήνης. Το έργο του θα εξελίξει σημαντικά την επιστημονική σκέψη στην ελληνιστική εποχή και παρόλες τις ανακρίβειες στις μετρήσεις, λόγω των ανεπαρκών εργαλείων που χρησιμοποιούσαν τότε, η συλλογιστική του μέθοδος ήτανε σωστή.

Μία από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της επιστήμης των Μαθηματικών είναι διαχρονικά ο Ευκλείδης. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του αλλά και αυτά αρκούν για να εκτιμήσουμε το έργο του. Ήταν δάσκαλος στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, το πρώτο πανεπιστήμιο της αρχαιότητας, και τις παραδόσεις του παρακολουθούσε ως και ο βασιλιάς Πτολεμαίος Α΄. Κυρίως όμως γνωρίζουμε πως ο Ευκλείδης συγκέντρωσε και συστηματοποίησε στο πολύτομο έργο του όλη την ως τότε γνώση για στα Μαθηματικά. Οι αρχές γεωμετρίας που διέπουν τα ‘Στοιχεία’ διδάσκονται ως και σήμερα στα σχολεία.

Κλείνοντας, ο διασημότερος εφευρέτης της αρχαιότητας, ως και από τους σύγχρονους ακόμα, ανήκει και αυτός στην ελληνιστική εποχή. Ποιος δεν έχει αναφωνήσει, έστω και αστειευόμενος: Εὕρηκα- εὕρηκα! Η λέξη που σήμερα συνοδεύει κάθε μικρή ή μεγάλη ανακάλυψη ανήκει στον Αρχιμήδη, τη στιγμή που ενθουσιασμένος ανακάλυψε την αρχή της άνωσης. Σπούδασε στο περίφημο πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας και υπηρέτησε την επιστήμη σε κάθε της έκφανση στην πατρίδα του, τις Συρακούσες: μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, μηχανική… Είναι διάσημος για τις πολιορκητικές μηχανές του, για τις καινοτομίες του στα μαθηματικά, για τις εφευρέσεις που θα βοηθούσαν στην καθημερινότητα και στην επιστημονική μελέτη. Και είναι διάσημος και για το θάνατό του, που μπορεί συμβολικά να αποτελέσει τη μετάβαση από την ελληνιστική εποχή της επιστημονικής έρευνας στη ρωμαϊκή κυριαρχία της ελληνιστικής οικουμένης.

Μαθηματικά Ευκλείδης

Είναι αξιοθαύμαστο πως μέχρι σήμερα τα μαθηματικά που διδάσκονται βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, όχι τυχαία το γνωστότερο σύστημα γεωμετρίας από αυτήν την εποχή. Στην αρχαιότητα τα μαθηματικά χωρίζονταν στην αριθμητική, δηλαδή τη μελέτη των αριθμών, και τη γεωμετρία, τη μελέτη των σχημάτων, κυριολεκτικά τη ‘μέτρηση της γης’. Κατά την ελληνιστική εποχή τα μαθηματικά και οι άλλες θετικές επιστήμες που συμπλήρωνε η μία την άλλη, όπως η γεωγραφία και η αστρονομία, εξελίχθηκαν τόσο πολύ, ώστε να φτάσουν οι επιστήμονες στο επίπεδο να κατασκευάσουν υπολογιστικά μηχανήματα όπως τον περίφημο μηχανισμό των Αντικυθήρων.

Όπως σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, η ελληνιστική επιστήμη αντλούσε από μια πλούσια παλαιότερη παράδοση, ελληνική, αιγυπτιακή και βαβυλωνιακή, στην οποία βασιζόταν και από την οποία εξελίχθηκε. Οι Αιγύπτιοι ανέπτυξαν τη γεωμετρία για πρακτικούς λόγους, για να ελέγχουν και να εκμεταλλεύονται καλύτερα της πλημμύρες του Νείλου. Οι Βαβυλώνιοι κατέγραψαν τους αριθμούς και ανέπτυξαν την αριθμητική ως βοήθημα για τα οικονομικά του κράτους. Η ελληνική παράδοση στα μαθηματικά έριχνε πάντα το βάρος στην απόδειξη θεωρητικών προτάσεων και στη μελέτη των μαθηματικών αυτών καθαυτών ως αυτόνομη επιστήμη. Από αυτήν την ενασχόληση προέκυψαν θεωρίες που χρησιμοποιούσαν τα μαθηματικά για να ερμηνεύσουν και να δομήσουν λογικά τον κόσμο.

Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή τα μαθηματικά αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετά το Μ. Αλέξανδρο κέντρο έγινε και γι’ αυτά, όπως για τόσες άλλες εξελίξεις, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πόλος έλξης για τους επιστήμονες και λογίους από όλη την ελληνιστική οικουμένη. Εκεί δίδαξαν μεταξύ άλλων ο μαθηματικός και γεωγράφος Ερατοσθένης από Κυρήνη· ο Κόνων ο Σάμιος, μαθηματικός και αστρονόμος που συνέβαλε στην εξέλιξη της μελέτη των κωνικών τομών και ονόμασε τον αστερισμό Κόμη Βερενίκης· και κυρίως ο Ευκλείδης, για τον οποίο θα γίνει λόγος εκτενέστερα.

Άλλοι επιφανείς μαθηματικοί ήταν ο περίφημος Αρχιμήδης, για πολλούς ο μεγαλύτερος από όλους, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος του οποίου τα σημαντικότερα επιτεύγματα ήταν στην αστρονομία, ο Ίππαρχος από τη Νίκαια, μαθηματικός και αστρονόμος, μεταξύ άλλων θεμελιωτής της τριγωνομετρίας.

Τα πιο γνωστά επιτεύγματα των μαθηματικών είχαν πρακτική εφαρμογή τη γεωγραφία και την αστρονομία· τέτοια παραδείγματα είναι ο υπολογισμός περιφέρειας γης, και της απόστασης της γης από τον ήλιο. Πέρα από αυτά όμως αναπτύχθηκαν και στη θεωρία των μαθηματικών πολλές προτάσεις, όπως π.χ. η μέθοδος της εξαντλήσεως για τον υπολογισμό ακανόνιστης επιφάνειας με την εγγραφή μιας σειράς πολύγωνων μέσα σε αυτήν, ώστε να καλύψουν τα πολύγωνα όλη την επιφάνεια. Ο Αρχιμήδης χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο για τη μέτρηση της επιφάνειας ενός κύκλου και τελικά τον κατά προσέγγιση υπολογισμό του π.

Αναφέρθηκε ήδη ο Ευκλείδης ως δάσκαλος στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Του αξίζει ξεχωριστή μνεία και θα δούμε αμέσως γιατί.

Στοιχεία για τη ζωή του είναι γνωστά μόνο από τον Πρόκλο, ενός από τους σχολιαστές του έργου του. Από αυτόν γνωρίζουμε πως έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια την εποχή του Πτολεμαίου Α΄, τις δεκαετίες πριν και μετά το 300 π.Χ., επομένως ήταν από τους πρώτους λογίους του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης. Ο Πρόκλος αναφέρει και το ανέκδοτο σχετικά με τις παραδόσεις του που παρακολουθούσε ο ίδιος ο Πτολεμαίος Α΄. Όταν ο βασιλιάς, μπερδεμένος και κουρασμένος από το μάθημα, τον ρώτησε αν υπάρχει κάποια πιο εύκολη μέθοδος κατανόησης των θεωριών του, ο Ευκλείδης απάντησε πως ‘στη γεωμετρία δεν υπάρχει βασιλική οδός’, δηλαδή ο δρόμος της γνώσης είναι δύσκολος και δεν θυμίζει λεωφόρο!

Το διασημότερο και ίσως σημαντικότερο από τα έργα του ήταν ένα πολύτομο βιβλίο, τα Στοιχεία, που έγινε το κατεξοχήν διδακτικό βιβλίο των Μαθηματικών όχι μόνο για την ελληνιστική εποχή αλλά και για αιώνες μετά. Σε αυτό συγκέντρωσε και συστηματοποίησε όλη τη μέχρι τότε γνώση για τα Μαθηματικά και κυρίως για τη Γεωμετρία, ώστε δίκαια θεωρείται σήμερα ‘πατέρας’ αυτού του κλάδου. Στο βιβλίο περιέχεται π.χ. η απόδειξη Πυθαγόρειου Θεωρήματος, που βέβαια δεν ήταν δική του ιδέα αλλά αυτός την παρουσίασε για πρώτη φορά, μαζί με τόσες άλλες, σε ένα συστηματικά οργανωμένο έργο με τρόπο κατανοητό και αναλυτικό. Οι ερμηνείες του Ευκλείδη για τον χώρο και τα σχήματα βασίζονταν σε λίγες γενικές αρχές και στη χρήση του ορθού λόγου. Αυτός είναι που διέπει και τόσες άλλες πτυχές του ελληνιστικού πολιτισμού, όπως η αρχιτεκτονική και η ίδια η κτίση πόλεων.

Το έργο αποτελείται από 13 βιβλία και δεν πραγματεύεται αποκλειστικά θέματα γεωμετρίας. Τα βιβλία 1 έως 4 πραγματεύονται τη γεωμετρία των επίπεδων σχημάτων. Στα βιβλία 5 έως 10 μελετώνται λόγοι και αναλογίες. Τέλος, στα βιβλία 11-13 αναλύονται θεωρήματα της γεωμετρίας τρισδιάστατων σχημάτων. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως τα βιβλία ξεκινούν από πιο απλές προτάσεις και προχωρούν προς πιο σύνθετα θεωρήματα, τα οποία συνοψίζουν και εφαρμόζουν τα προηγούμενα.

Από το ενδιαφέρον του για τη μελέτη του χώρου και των σχημάτων δημιουργήθηκε ένα σύστημα που πήρε το όνομά του, η Ευκλείδεια Γεωμετρία. Η μέθοδός του συνοψίζεται στο ότι δέχεται κάποιες συγκεκριμένες αρχές ως αξιώματα της γεωμετρίας, ότι δηλαδή αυτές ισχύουν χωρίς να υπάρχει ανάγκη απόδειξης, και με βάση αυτά τα αξιώματα εξηγεί και αποδεικνύει άλλες προτάσεις. Πιο αναλυτικά, στην Ευκλείδεια Γεωμετρία υπάρχουν οι πρωταρχικές έννοιες, το σημείο, η γραμμή, η ευθεία, η επιφάνεια και το επίπεδο. Αυτές οι πρωταρχικές έννοιες δεν χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις, δεχόμαστε όμως ότι υπόκεινται σε κάποιους περιορισμούς, που είναι τα αξιώματα, όπως π.χ. ότι από δύο σημεία περνά μόνο μία ευθεία και ότι κάθε ευθεία αποτελείται από άπειρα σημεία και εκτείνεται απείρως προς τις δύο κατευθύνσεις της. Κάθε πρόταση που ξεπερνά αυτά τα αξιώματα μπορεί να θεωρηθεί αληθινή μόνο εάν μπορεί να αποδειχτεί βάση των αξιωμάτων. Αντίστροφα, κάθε πρόταση που προκύπτει από μια σειρά αξιωμάτων θεωρείται αληθής και ονομάζεται θεώρημα και οι άμεσες συνέπειες ενός θεωρήματος λέγονται πορίσματα.

Παράδειγμα της σειράς λογισμών:

Αξίωμα: από ένα σημείο διέρχονται άπειρες ευθείες, από δύο σημεία διέρχεται μόνο μία ευθεία. Μία ευθεία χωρίζει ένα επίπεδο σε δύο ημιεπίπεδα.

Σε έναν κύκλο δύο σημεία πάνω στον κύκλο αυτό τον χωρίζουν σε δύο τμήματα που λέγονται τόξα.

Θεώρημα: Δύο τόξα ενός κύκλου είναι ίσα, αν και μόνο αν οι επίκεντρες γωνίες που βαίνουν σε αυτά είναι ίσες και αντίστροφα.

Πόρισμα από το παραπάνω θεώρημα: α) Κάθε διάμετρος ενός κύκλου τον διαιρεί σε δύο ίσα τόξα. Β) Δύο κάθετες διάμετροι ενός κύκλου τον διαιρούν σε τέσσερα ίσα τόξα. Γ) Δύο τόξα ενός κύκλου είναι άνισα, όταν οι αντίστοιχες επίκεντρες γωνίες που βαίνουν σε αυτά είναι ομοιοτρόπως άνισες.

Το έργο του διασώθηκε χάρη σε σχόλια και αντιγραφές μεταγενέστερων μελετητών και επιστημόνων. Εκτενή σχολιασμό έγραψε ο Πάππος και κυρίως ο Θέων, από την Αλεξάνδρεια και οι δύο. Η επιμελημένη και σχολιασμένη έκδοση του δεύτερου έγινε το βασικότερο βιβλίο αναφοράς για τα Στοιχεία μέχρι τις αρχές του 19ου αι. Η επίδραση του Ευκλείδη στον ισλαμικό κόσμο φαίνεται από τις μεταφράσεις του έργου του στα αραβικά από τον 9ο αι. και μετά. Οι λατινικές μεταγραφές αυτών των μεταφράσεων έφεραν τον Ευκλείδη στο Δυτικό κόσμο.

Βέβαια τα Στοιχεία δεν ήταν το μόνο έργο του αλλά έγραψε και πραγματείες για την οπτική και προοπτική, τις κωνικές τομές, θεωρίες των αριθμών κ.ά. (Δεδομένα, Οπτικά, Τμήματα των αριθμών κ.ά.). Μια πραγματικά πλούσια κληρονομιά, το έργο του ξεχωρίζει από τα άλλα τόσα πολύ σημαντικά της εποχής του.

Αστρονομία

Στα πρώτα ελληνιστικά χρόνια η αστρονομία συγχεόταν με την αστρολογία. Άλλωστε, οι αστρονόμοι ασχολούνταν με τις κινήσεις των πλανητών αλλά και των αστεριών του ζωδιακού κύκλου. Έτσι, βλέπουμε τον 3ο π.Χ. αι. να εμφανίζονται στην αστρονομία δύο πολύ σημαντικές ιδέες: η ηλιοκεντρική υπόθεση, που διατύπωσε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος και το μοντέλο επικύκλου-φέροντος κύκλου για την εξήγηση της κίνησης των πλανητών κατά μήκος του ζωδιακού, που εισηγήθηκαν ο Απολλώνιος και ο Ίππαρχος.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, ο Αρίσταρχος (περ. 310-230 π.Χ.) πρότεινε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα, στο οποίο ο Ήλιος παραμένει ακίνητος στο κέντρο του κόσμου, ενώ η Γη, η οποία σύμφωνα με μια επιπρόσθετη πληροφορία του Πλούταρχου περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της, εκτελεί κυκλική περιφορά γύρω απ' αυτόν (στο απόσπασμα δεν γίνεται λόγος για ηλιοκεντρικές τροχιές και των υπόλοιπων πλανητών). Η σημασία της μαρτυρίας του Αρχιμήδη είναι εξαιρετικά σημαντική για την ιστορία της επιστήμης, καθώς τα έργα του ίδιου του Αρίσταρχου δεν έχουν διασωθεί, εκτός από ένα μικρό σύγγραμμα με τίτλο Περί μεγεθών και αποστημάτων ηλίου και σελήνης, που έχει ως θέμα τη σύγκριση των αποστάσεων γης-ηλίου και γης-σελήνης και είναι, επομένως, ανεξάρτητο από το εάν στο κέντρο βρίσκεται η γη ή ο ήλιος.

Ο Αρίσταρχος δεν ήταν ο πρώτος που απομάκρυνε τη γη από το κέντρο του κόσμου. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, την ιδέα αυτή την είχε προτείνει ο πυθαγόρειος Φιλόλαος στα τέλη του 5ου π.Χ. αι., μόνο που εκείνος τοποθετούσε στο κέντρο του κόσμου την Εστία. Η πρωτοτυπία του Αρίσταρχου, όμως, συνίσταται στο ότι τοποθέτησε τον ήλιο στο κέντρο ολόκληρου του συστήματος. Ο Αρίσταρχος φαίνεται ότι πρότεινε το ηλιοκεντρικό σύστημα ως μαθηματική υπόθεση. Αυτό προκύπτει τόσο από την επανειλημμένη χρήση του ρήματος «υποθέτει» στο παραπάνω απόσπασμα του Αρχιμήδη όσο και από την αναφορά του Πλούταρχου (ο οποίος γράφει τρεις αιώνες αργότερα), σύμφωνα με την οποία η ιδέα «της περιστροφής και της περιφοράς» της γης υποστηρίχθηκε από τον Αρίσταρχο και το Σέλευκο από τη Σελεύκεια (μέσα 2ου π.Χ. αι.), «ο πρώτος παρουσιάζοντάς την σαν υπόθεση, ο δεύτερος διατυπώνοντάς τη ως βεβαιότητα».

Η ηλιοκεντρική θεωρία, όμως, δε βρήκε υποστηρικτές στην αρχαιότητα. Οι δύο μεγαλύτεροι αστρονόμοι του 3ου και του 2ου π.Χ. αι., ο Απολλώνιος και ο Ίππαρχος, την απέρριψαν, διατηρώντας το γεωκεντρικό δόγμα. Γιατί, όμως, η ηλιοκεντρική θεωρία δεν έγινε αποδεκτή στην αρχαιότητα; Μπορούμε να κάνουμε διάφορες ιστορικές υποθέσεις γι' αυτό. Πρώτα πρώτα, δεν ήταν συμβατή με τη δεσπόζουσα αριστοτελική φυσική και πιο συγκεκριμένα με τη διδασκαλία περί φυσικών κινήσεων και φυσικών τόπων. Ακόμη, θα μπορούσαν να διατυπωθούν εναντίον της πολλά αντεπιχειρήματα με βάση απλές καθημερινές παρατηρήσεις (η ταχεία περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της συνδυαζόμενη με την κίνησή της γύρω από τον ήλιο θα είχαν εμφανή αποτελέσματα στην κίνηση των σωμάτων στον αέρα - π.χ., ένα βέλος θα διέγραφε μεγαλύτερη απόσταση, όταν εκτοξευόταν προς την ανατολή παρά προς τη δύση κτλ.). Τέλος, για τους περισσότερους Έλληνες η ιδέα ότι η γη ήταν ακίνητη στο κέντρο του κόσμου δεν ήταν απλώς μια κοινή παραδοχή, αλλά και θρησκευτική πεποίθηση που αντανακλούσε την πίστη τους στον ιερό χαρακτήρα της γης. Υπήρχαν, επομένως, και θρησκευτικοί λόγοι που εμπόδιζαν την αποδοχή της ηλιοκεντρικής υπόθεσης. Για όλους αυτούς τους λόγους η θεωρία του Αρίσταρχου δεν άσκησε ουσιαστικά καμία επίδραση στην αρχαιότητα.

Τον 2ο, λοιπόν, αιώνα π.Χ. ο Ίππαρχος γνωρίζοντας για την εκπληκτική ακρίβεια με την οποία οι Βαβυλώνιοι μπορούσαν να προβλέψουν τις κινήσεις των πλανητών, ήθελε και οι Έλληνες να φτάσουν σε ένα τέτοιο επίπεδο. Με κάποιο τρόπο απέκτησε πρόσβαση στα αρχεία των Βαβυλωνίων και τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει βελτιωμένα γεωμετρικά μοντέλα. Έτσι ο Ίππαρχος εισήγαγε την έννοια της ακριβούς πρόβλεψης στην αστρονομία. Ανακάλυψε την ακρίβεια των ισημεριών και οι υπολογισμοί του για την ακριβή χρονική διάρκεια του έτους διέφεραν μόλις κατά 6,5 λεπτά από τις σύγχρονες μετρήσεις. Σημαντική δουλειά του ήταν και η συλλογή κανόνων τριγωνομετρικών υπολογισμών που αποτελούν την βάση της σύγχρονης τριγωνομετρίας. Θεωρείται ως ο εφευρέτης του Αστρολάβου, (όργανο με τη βοήθεια του οποίου μέτρησε τις συντεταγμένες των αστέρων) ενώ τελειοποίησε τη Διόπτρα, (όργανο που του επέτρεψε την εκτίμηση της φαινόμενης διαμέτρου Ηλίου και Σελήνης, την απόσταση και το πραγματικό μέγεθός τους). Επινόησε μια μέθοδο υπολογισμού της γεωγραφικής θέσης βάσει γεωγραφικού μήκους και πλάτους.

Φυσικά για κάτι τέτοιο χρειάστηκε πρώτα να χωρίσει την γήινη σφαίρα σε 360 μεσημβρινούς και 180 παράλληλους. Λέγεται ότι χρησιμοποίησε το βαβυλωνιακό σύστημα χωρισμού των κύκλων (έτσι οι αριθμοί μπορεί να φαντάζουν μεγάλοι αλλά ας μη λησμονούμε ότι οι βαβυλώνιοι είχαν ένα αριθμητικό σύστημα με βάση το 60). Επίσης ο Ίππαρχος , έφτιαξε καταλόγους με χάρτες και υπολογισμούς φωτεινότητας σχεδόν 1000 αστέρων.

Μια σπουδαία μορφή για την αστρονομία ήταν ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, μαθηματικός και γεωγράφος που δούλεψε στην Αλεξάνδρεια το 2ο αι μ.Χ.. Θεωρούσε ότι τη Γη είναι σφαιρική και ακίνητη, και μεγαλύτερη απ' όλα τα ουράνια σώματα. Το πιο σημαντικό έργο του είναι η «Μέγιστη» («Μαθηματική Σύνταξη» ή «Άλμαγέστη»). Η Μέγιστη είναι ένα από τα βιβλία με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της δυτικής αστρονομίας. Σ' αυτό το βιβλίο, το οποίο αποτελείται από 13 τόμους, συνόψισε δικούς του υπολογισμούς καθώς και παρατηρήσεις προγενέστερών του, όπως του Ίππαρχου, και έθεσε σε ισχύ για τα επόμενα περίπου 1.500 χρόνια το γεωκεντρικό σύστημα.

Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι οι σημαντικές θεωρίες που διατυπώθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες για το μέχρι τότε γνωστό Σύμπαν ήταν δύο: η ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου, που θεωρούσε ότι ο Ήλιος είναι στο κέντρο του Σύμπαντος και η γεωκεντρική του Ίππαρχου και του Πτολεμαίου, που θεωρούσε ότι η Γη ήταν στο κέντρο του Σύμπαντος και ίσχυσε μέχρι το 17ο αιώνα. Η ηλιοκεντρική θεωρία ξαναβγήκε στην επιφάνεια τον 16ο αιώνα από τον Πολωνό αστρονόμο Κοπέρνικο.

Γεωγραφία

Η επιστημονική έρευνα και οι μυθικές αφηγήσεις μπλέκονταν στις πραγματείες που αφορούσαν άγνωστες χώρες και τους ανθρώπους που τις κατοικούσαν. Αυτή ήταν μια παράδοση από τους προηγούμενους αιώνες, από τα ομηρικά έπη ακόμα, που δεν άλλαξε πλήρως κατά την ελληνιστική εποχή. Δεν ήθελαν οι άνθρωποι να θυσιάσουν τη γοητεία για χάρη της επιστημονικότητας. Ωστόσο οι ελληνιστικοί γεωγράφοι ήταν ίσως οι πρώτοι απόλυτα συνειδητοποιημένοι πως εκτελούσαν επιστημονικό έργο με τις αφηγήσεις τους.

Η εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ήταν αυτή της ‘διαμάχης’ για το σχήμα της γης, αν ήταν επίπεδη ή σφαιρική. Στον Πλάτωνα υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία για την πίστη του στο σφαιρικό σχήμα της γης, αν και συνήθως χρησιμοποιεί το επίπεδο μοντέλο. Πιο σίγουρα επικρατεί το σφαιρικό μοντέλο στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που επιχείρησε να υπολογίσει την περιφέρεια της γης. Από τη σχολή του τέθηκαν νέα ερωτήματα για τη θέση ωκεανών και ηπείρων και τη μορφή του γνωστού κόσμου γενικά.

Πολύ σύντομα δημιουργήθηκε το μοντέλο του Αριστοτέλη για τον κόσμο, χωρισμένο σε ζώνες ανάλογα με το κλίμα τους, το οποίο περιλάμβανε την επαναστατική ιδέα πως άνθρωποι ζουν και σε περιοχές άγνωστες ως τότε, μάλιστα στον ‘αντίποδα’ της γνωστής κατοικημένης ζώνης. Αυτό δημιούργησε την ανάγκη δημιουργίας όρων που περιέγραφαν το διαχωρισμό ανάμεσα στον γνωστό και τον άγνωστο κόσμο. Έτσι η λέξη οικουμένη σήμαινε την γνωστή κατοικημένη γη. Κυρίως όμως με αυτό το μοντέλο άρχισε να κλονίζεται η ιδέα πως η Ελλάδα βρισκόταν στο κέντρο του κόσμου.

Όταν επιχειρούσαν οι γεωγράφοι να μετρήσουν την περιφέρεια της γης χρησιμοποιούσαν τις περιγραφές των θαλάσσιων και χερσαίων ταξιδιών και υπολόγιζαν κατά προσέγγιση την άγνωστη γη. Διάφορες παρατηρήσεις συντελούσαν στις υποθέσεις για τη μορφή του κόσμου, που σήμερα μπορεί να φαίνονται ακόμα και αφελής, για παράδειγμα η ύπαρξη ελεφάντων στα γνωστά άκρα της οικουμένης χρησίμευε ως απόδειξη για το ότι δυτικά του Γιβραλτάρ βρίσκεται η Ινδία.

Η Γεωγραφία κατά την ελληνιστική εποχή επηρεάστηκε όχι μόνο από τις παλαιότερες παραδόσεις των περιηγητών αλλά κυρίως από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου. Αυτό ήταν το απόλυτο ταξίδι στο άγνωστο, στο οποίο γινόταν συστηματική καταγραφή της εμπειρίας. Οι αναφορές και οι περιγραφές των επιστημόνων που συνόδευαν το στρατό αλλά και των στρατηγών, π.χ. του Νεάρχου, αποτέλεσαν βασική πηγή γνώσης για την τότε άγνωστη Ανατολή.

Επιπλέον η Γεωγραφία ως επιστήμη και η ετοιμότητα για ταξίδια είχε αμφίδρομη σχέση με τον χαρακτήρα της εποχής. Η περιέργεια να γνωρίσει ο ελληνιστικός άνθρωπος τον κόσμο και η χρήση της επιστημονικής έρευνας για να ικανοποιηθεί αυτή η περιέργεια συνέβαλε στην ολοκλήρωση του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της εποχής και το άνοιγμα των ταξιδιών. Αντίστροφα, ακριβώς αυτά τα ταξίδια και η ανοιχτή θεώρηση του κόσμου προήγαγαν τη γεωγραφική έρευνα.

Οι διηγήσεις συχνά είχαν λεπτομερείς περιγραφές μαγευτικά παράξενων τόπων και ηθών, κατά τη συνήθεια της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας από αρχαιοτάτων χρόνων. Υπήρχε πάντα η αγάπη προς το αξιοπερίεργο και το θαυμαστό και ιδιαίτερα στην ελληνιστική εποχή το ενδιαφέρον για το εξωτικό και ασυνήθιστο έδωσε το έναυσμα για την αναζήτηση της γεωγραφικής γνώσης και τελικά για την επιστημονική της έκφραση. Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του Πυθέα, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., που θεωρητικά ταξίδεψε ως τη Βρετανία και βορειότερα στη Θούλη –μια χώρα που άλλοτε ταυτίζεται με την Ισλανδία, άλλοτε με τα νησιά Φερόες. Όσο γοητευτικές και αν ήταν οι περιγραφές του, απορρίφθηκαν από άλλους επιστήμονες ως αναληθείς.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για να καταλάβουμε τη Γεωγραφία της εποχής είναι το γεγονός πως οι γεωγράφοι έκαναν οι ίδιοι ταξίδια και παρουσίαζαν τις περιγραφές ως προερχόμενες από δικές τους εμπειρίες. Φρόντισαν να γνωρίσουν οι ίδιοι τους τόπους που σκόπευαν να περιγράψουν και να καταμετρήσουν. Έτσι αποκτούσαν κύρος τα γραπτά τους. Επίσης η Γεωγραφία δεν ήταν χωρισμένη από την Εθνογραφία· αυτό αποτελεί μια παράδοση τουλάχιστον τόσο παλιά όσο η Ιστορία του Ηρόδοτου, του 5ου αι. π.Χ. Οι δύο επιστήμες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες, κατά το ενδιαφέρον τόσο των επιστημόνων όσο και των απλών ανθρώπων να μαθαίνουν όχι μόνο για νέες χώρες, αλλά ακόμα περισσότερο για τα ήθη των ανθρώπων που τις κατοικούσαν.

Έτσι λοιπόν δεν είναι περίεργο που και στην ελληνιστική εποχή οι περιγραφές του κόσμου είχαν συνήθως τη μορφή ταξιδιωτικής περιγραφής με αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο. Κυριαρχούσε η υποκειμενική αντίληψη των αποστάσεων και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών, κατά την οποία συχνά ως μέτρο χρησιμοποιείται ο ίδιος ο αφηγητής και οι δικές τους αισθήσεις, όχι κάποιο εξωτερικό σταθερό σημείο.

Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος θεωρείται όχι άδικα ο θεμελιωτής της Γεωγραφίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Έζησε κατά τον 3ο αι. π.Χ. (περ. 285-193 π.Χ.) και δίδαξε στο περίφημο Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Σημαντικό έργο του ήταν ο χωρισμός του κόσμου σε παράλληλους και μεσημβρινούς και επιπλέον υπολόγισε την περιφέρεια της γης με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Το έργο του βέβαια δεν έγινε ούτε αμέσως ούτε ομόφωνα αποδεκτό –επικρίσεις δέχτηκε από τον Ίππαρχο της Ρόδου, τον επόμενο αιώνα, που θεμελίωσε ασφαλέστερα τη Γεωγραφία με φάση την Αστρονομία.

Δύο γεωγράφοι, των οποίων το έργο δεν σώζεται παρά σε αποσπάσματα, παρείχαν το κυρίως υλικό για τον Διόδωρο Σικελό και τον Στράβωνα αργότερα. Ο Αγαθαρχίδης από την Κνίδο συνέγραψε μια Περιγραφή της Ερυθράς θάλασσας, που τότε σήμαινε όλη τη θάλασσα που περιέβαλλε την Αραβική Χερσόνησο. Ο Αρτεμίδωρος της Εφέσου με τις Γεωγραφικές πραγματείες του περιέγραψε την Ασία σε μεγάλο τμήμα του έργου του.

Πολύ σημαντικός γεωγράφος της αρχαιότητας ήταν ο Στράβων (66 π.Χ. – 24 μ.Χ.). Το έργο του είναι θεμελιώδους σημασίας όχι τόσο για τις δικές του παρατηρήσεις και τις περιγραφές των ταξιδιών του αλλά για τη συγκέντρωση της γνώσης των προηγούμενών του και την κριτική του δικού τους έργου –κάτι αντίστοιχο με αυτό που έκανε ο Ευκλείδης για τη Γεωμετρία.

O Κλαύδιος Πτολεμαίος, αστρονόμος του 2ου αι. μ.Χ., συνέχισε την παράδοση των προηγούμενων μεγάλων γεωγράφων και με το έργο του Γεωγραφική υφήγησις τελειοποίησε την επιστήμη της Γεωγραφίας με τη βοήθεια των Μαθηματικών και της διεξοδικής εξήγησης και τεκμηρίωσης των μεθόδων του. Στα βιβλία του παρέχει εκτενείς καταλόγους διαφόρων νησιών, βουνών, πόλεων και άλλων γεωγραφικών μονάδων· αυτοί, μαζί με τις υποδείξεις του, αποτέλεσαν τη βάση για το σχεδιασμό χαρτών στην εποχή του. Τα επιτεύγματά του αποτέλεσαν τον κανόνα για τη Γεωγραφία μέχρι και το Μεσαίωνα.

Το ενδιαφέρον των ανθρώπων να γνωρίσουν τον κόσμο φαίνεται από ιστορικές διηγήσεις που περιλαμβάνουν πολλές περιγραφές τόπων, ανθρώπων και εθίμων. Ίσως οι επιστήμονες γεωγράφοι της εποχής, π.χ. ο Ερατοσθένης, να περιφρονούσαν τέτοιες διηγήσεις από συγγραφείς όπως ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Θεόπομπος ο Χίος, αργότερα όμως θεωρήθηκαν αξιόπιστες πηγές της ιστορίας και της γεωγραφίας άγνωστων περιοχών· πολλοί ήθελαν να διαβάζουν και να πιστεύουν τις διηγήσεις για την τεράστια ξηρά που περιβάλλει τον Ωκεανό [αναπαράσταση του κόσμου κατά Πλάτωνα και κατά Θεόπομπο] και για τους ευσεβείς Υπερβορείους που χαίρουν της εύνοιας των θεών [υποθετική διαδρομή Εκαταίου ως τη χώρα των Υπερβορείων]. Οι περιγραφές αυτών των συγγραφέων αποδεικνύουν τις ελλιπείς γνώσεις γεωγραφίας των ιστορικών. Ωστόσο αυτές οι ελλείψεις δεν μειώνουν το συμπέρασμα που προκύπτει από την ύπαρξη των συγγραμμάτων: ο κόσμος διψούσε να γνωρίσει τον άγνωστό του κόσμο· από αυτή τη δίψα τράφηκε η επιστήμη της γεωγραφίας.

Ιατρική

Στον τομέα της ιατρικής, η Αλεξάνδρεια αποτέλεσε σημαντικό κέντρο, όπου πέρα από την προγενέστερη ιπποκρατική παράδοση, η γεμάτη μυστικισμό εμπειρική ιατρική της Ανατολής διαμόρφωσε μια νέα φυσιογνωμία της εν λόγω επιστήμης. Σημαντικές νέες ανακαλύψεις σημειώθηκαν, οι περισσότερες από τις οποίες αποδίδονται στον Ηρόφιλο, που εισήγαγε την ανατομία και τον Ερασίστρατο, πατέρα της φυσιολογίας.

Όσον αφορά το νευρικό σύστημα, αναγνώρισαν για πρώτη φορά συγκεκριμένα αισθητικά και κινητικά νεύρα, καθώς και τους μυς, τένοντες και συνδέσμους και υποστήριζαν τη σημασία της ανατομίας και γι’ αυτό διεξήγαν συστηματικά πειράματα ανατέμνοντας ζώα και ανθρώπους, προκειμένου να ελέγξουν τις θεωρίες τους. Ο Ηρόφιλος είναι επίσης γνωστός για την ανάλυση της φύσης και των μεταβολών του σφυγμού, τον οποίο χρησιμοποιούσε ως διαγνωστικό μέσο μέσω μιας ειδικής κλεψύδρας.

Την εποχή αυτή, η φιλοσοφία των σκεπτικών δημιούργησε μια νέα σχολή, την εμπειρική ιατρική, η οποία στηριζόταν στην προσωπική παρατήρηση («αυτοψία»), στη μελέτη(«ιστορία») και αντιμετώπιση με αναλογικούς συλλογισμούς («μετάβασις») μιας ασθένειας, θεωρώντας πως η ίαση δεν είναι αποτέλεσμα θεωρητικών ή φιλοσοφικών στοχασμών. Από τους σημαντικότερους εμπειρικούς ιατρούς ήταν ο Απολλώνιος ο Κιτιεύς, ο οποίος έγραψε ένα υπόμνημα για το ιπποκρατικό έργο «Περί άρθρων εμβολής», το οποίο διασώθηκε με τις επεξηγηματικές εικόνες που το συνόδευαν και ουσιαστικά αναφέρεται σε διάφορους τρόπους εξαρθρώσεων και τρόπους θεραπείας τους.

Η μεθοδική σχολή ιδρύθηκε από τον Ασκληπιάδη από την Προύσα της Βιθυνίας, ο οποίος, στις αρχές του 1ου αι. π. Χ., οικοδόμησε πάνω στη θεωρία του Δημόκριτου, μια ιατρική με εντελώς νέες απόψεις ως προς την προέλευση και θεραπεία των ασθενειών. Θεωρούσε ότι ο οργανισμός του ανθρώπου αποτελούνταν από στερεά σωματίδια, που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Η ασθένεια προκαλείται όταν εμποδιστεί η κίνηση των σωματιδίων. Ο ιατρός επεμβαίνει μόνο φυσικομηχανικά (δίαιτα, περίπατοι, υδροθεραπεία, μαλάξεις) και με ελάχιστα φάρμακα. Ο Σωρανός ανήκε στη σχολή των μεθοδικών, εμπλούτισε την ιατρική με στοιχεία από την κλασική ιατρική παράδοση και διακρίθηκε στη χειρουργική. Ένα τα έργα του είναι το «Περί επιδέσμων».

Η πνευματική σχολή ιδρύθηκε υπό την επίδραση των στωικών στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. από τον Αθήναιο από την Αττάλεια, υπό την επίδραση των στωικών. Θεωρούσαν ότι η αρρώστια γεννιέται όταν το πνεύμα δεν κυκλοφορεί σωστά μέσα στο σώμα. Συνιστούσαν ως θεραπευτική αγωγή την σωστή και προσεγμένη δίαιτα και την υδροθεραπεία.

Ο Γαληνός (2ος αι.μ.Χ.) υπήρξε ο τελευταίος από τους μεγάλους ιατρούς της αρχαιότητας. Υπήρξε συνεχιστής της ιπποκρατικής ιατρικής παράδοσης, ασχολήθηκε με όλους τους τομείς της ιατρικής (ιδίως την ανατομία, την παθολογία, τη θεραπευτική, τη φυσιολογία, τη φαρμακολογία και τη διαγνωστική).

Βιολογία

Ο φυσικός κόσμος που μας περιβάλλει, οι διάφορες μορφές ζωής τόσο στο ζωικό όσο και στο φυτικό βασίλειο, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου είδους, υπήρξε πάντοτε ένα μυστήριο προς επίλυση, μια πρόκληση, μια βαθύτατη και αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει, να εξηγήσει, να εκλογικεύσει, καθώς αυτό εξασφάλιζε πρωτίστως και την επιβίωσή του. Η βιολογία ως ανεξάρτητη επιστήμη μελέτης του έμβιου κόσμου με κυριότερους κλάδους τη βοτανική και τη ζωολογία αναπτύχθηκε το 19ο αιώνα. Έως τότε αλληκαλυπτόταν από τη φυσική ιστορία, τη φυσική φιλοσοφία και τις ιατρικές παραδόσεις των πανάρχαιων πολιτισμών της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Κίνας και κυρίως από την κοσμική παράδοση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της ιατρικής. Η αρχή έγινε με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, κυρίως τον Εμπεδοκλή, μεγαλύτερη όμως υπήρξε η συμβολή στη βιολογική γνώση του έργου του Αριστοτέλη με την άμεση παρατήρηση στη φύση και με τις πραγματείες του σχετικά με τα ζώα και τα φυτά (Περί ζώων ιστορίας, Περί ζώων μορίας, Περί ζώων πορείας, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων κινήσεως, Περί φυτών), καθώς και του Ιπποκράτη, το έργο του οποίου Περί χυμών, σχετικά με τα δομικά στοιχεία του ανθρώπινου σώματος, άσκησε μεγάλη επιρροή επί αιώνες στην ιατρική και αποτελούσε προάγγελο των θεμελιωδών αξιωμάτων της σύγχρονης ενδοκρινολογίας.

Κατά την ελληνιστική περίοδο, η επιστημονική έρευνα διακρίνεται από ένα ζήλο για συστηματική καταγραφή δεδομένων, καθώς και αναζήτηση συγκριτικών στοιχείων με γνωστά δεδομένα. Ο Αριστοτέλης, έπειτα από πολλές παρατηρήσεις στη φύση, ήταν αυτός που πρώτος έθεσε τις βάσεις εστιάζοντας στη βιοποικιλότητα, στη βιολογική αιτιότητα-σύμφωνα με την οποία όλες οι πτυχές της ζωής είναι προϊόν σχεδιασμού και σκοπού (τελεολογικό σύστημα)-και στην ταξινόμηση των ειδών. Το έργο του συνεχίστηκε από το μαθητή του Θεόφραστο και το Διοσκουρίδη. Ο Θεόφραστος ήταν ο πρώτος διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής και ένας από τους πιο σημαντικούς επιστημονικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Και σήμερα ακόμα το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς δεν έχει διασωθεί κανένα έργο του Αριστοτέλη, που να αναφέρεται στη βοτανική. Έτσι, τα βιβλία του Θεόφραστου Περί φυτών ιστορίας και Περί φυτών αιτιών αποτελούν την αρχαιότερη πηγή πληροφοριών για τις βοτανικές γνώσεις της αρχαιότητας και σημαντικό τεκμήριο της εφαρμογής της αριστοτελικής μεθόδου και λογικής στη μελέτη του φυσικού κόσμου, απαλλαγμένης από μαγικές ή θεϊκές ιδιότητες. Ο Θεόφραστος βασίστηκε στους παλαιότερους συγγραφείς και στα νέα δεδομένα που συνέλεξαν οι επιστήμονες που συνόδευσαν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του.

Ο Θεόφραστος κληρονόμησε από το διδάσκαλό του τη μέθοδο, δηλαδή κυρίως τον τρόπο της ταξινόμησης των δεδομένων. Αναφέρεται στη δομή και την κατάταξη των φυτών, στον πολλαπλασιασμό τους, στη γεωγραφική κατανομή τους και τις φαρκευτικές ιδιότητές τους, χρησιμοποιώντας εμπειρικά δεδομένα από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Η προσπάθεια της ταξινόμησης του Θεόφραστου στηρίζεται στο χαρακτήρα των φυτών, που τα διέκρινε σε δέντρα, θάμνους και χόρτα. Υπάρχει ακόμα η διάκριση ορισμένων φυτικών ομάδων που εξακολουθεί πάντοτε να ισχύει (αγρωστώδη, χεδρωπά, κωνοφόρα, φοινικοειδή) και η προσπάθεια της δημιουργίας ενός επιστημονικού βοτανικού λεξικού με την ακριβή ονοματολογία των φυτών. Ο Θεόφραστος είναι ο πρώτος που ανακάλυψε τη βασική σημασία του φλοιού για τη ζωή του φυτού, με την παρατήρηση ότι η υπερβολική αποφλοίωση του κορμού ισοδυναμεί με θανάτωση του φυτού.

Ο Θεόφραστος παραδέχεται φυσικά για πολλά φυτά την αυτόματη γένεση, με τη διατύπωση που της έδινε ο διδάσκαλός του. Έχει κάνει όμως και σπουδαίες παρατηρήσεις σχετικά με τη γένεση φυτών από τη βλάστηση μιας ρίζας, ενός κλαδιού, που προέρχεται από ώριμο φυτό, ή μιας απλής παρασχίδας (σκλήθρας) ξύλου. Ο Θεόφραστος κάνει βέβαια λόγο για «αρσενικά» και «θηλυκά» φυτά. Αλλά η έννοια που δίνει στους όρους αυτούς, δε διαφέρει από αυτή που επικρατούσε στο Μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία το φύλο των φυτών ήταν ή καθαρή επινόηση, όπως στην περίπτωση του μανδραγόρα ή θεωρούνταν φυτά διαφορετικού είδους ως αρσενική και θηλυκή μορφή του ίδιου φυτού. Στο έργο του Θεόφραστου υπάρχουν ακόμα παρατηρήσεις που αναφέρονται στις διαφορές ανάμεσα στα μονοκοτυλήδονα και στα δικοτυλήδονα φυτά. Παρόλο όμως που ανακατεύονται με σφάλματα και προλήψεις, δεν παύουν να κάνουν το έργο αυτό, πηγή πολύτιμων πληροφοριών για το επίπεδο των βοτανολογικών γνώσεων του αρχαίου κόσμου.

Τέλος, ο Θεόφραστος αναζητά πληροφορίες για αυτογενείς διεργασίες των φυτών, όπως η άνθιση, η γένεση κλπ. και αναφέρεται στις αρνητικές επιδράσεις στα φυτά από ανθρώπινη παρέμβαση, κυρίως της γεωργίας.

Πολύ πιο σπουδαίο ρόλο στην ιστορία των επιστημών έπαιξε ο Διοσκουρίδης, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους. Γεννημένος στα Ανάζαβρα της Κιλικίας, ο Διοσκουρίδης άκμασε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Σύγχρονός του στο ρωμαϊκό κόσμο ήταν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, που, όπως παρατηρείται, όφειλε όλες τις φαρμακολογικές και βοτανικές γνώσεις του στο έργο του Διοσκουρίδη Περί ύλης ιατρικής.

Το έργο αυτό είναι μια μεγάλη πραγματεία φαρμακολογίας, όπου περιγράφονται όχι μόνον πραγματικά, αλλά και φανταστικά φυτά, παρμένα από τους μύθους, με όλες τις γνώσεις σχετικά με τη συλλογή τους και την παρασκευή των φαρμάκων. Εκτός από τα φυτά περιγράφονται και ζώα, όσα βέβαια μπορούσαν να προσφέρουν ουσίες με φαρμακευτική ενέργεια, πραγματική ή φανταστική. Ένα από αυτά ήταν ο κάστορας, που το σπέρμα του αποτελούσε για αιώνες το βασικό συστατικό αλοιφών, που θεωρούνταν θαυματουργές: αυτές ήταν τα περίφημα «καστόρια».

Ωστόσο, η προσπάθεια ταξινόμησής του δεν υπερβαίνει τα όρια εκείνης του Θεόφραστου. Παρόλα αυτά, ο Διοσκουρίδης είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιατρική του Μεσαίωνα και δυο τουλάχιστον ακόμα αιώνων, χάρη στη μεσολάβηση του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Αυτός, αντιγράφοντας μέχρι ένα σημείο το Διοσκουρίδη στη Φυσική Ιστορία του, που για το Μεσαίωνα και τους δυο επόμενους αιώνες αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιατρική εγκυκλοπαίδεια, επέδρασε σταθερά στη διαμόρφωση των αντιλήψεων της μεσαιωνικής, αλλά και της μεταγενέστερης επιστήμης. Έτσι, βλέπουμε ακόμα και το Λεονιτσένο (που με τόσο σαρκασμό υποβάλλει το κείμενο του Πλινίου σε σκληρή κριτική, λησμονώντας συγχρόνως να αναφέρει τη σημαντική συμβολή των Αράβων στον τομέα της φαρμακολογίας) να υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στο έργο του Διοσκουρίδη. Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι το 16ο αιώνα, ο Πιέτρο Ματτιόλι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του στην ερμηνεία και το σχολιασμό του έργου του Διοσκουρίδη, παρά τις αξιόλογες προσωπικές παρατηρήσεις που έκανε και τις διορθώσεις που επιχείρησε.

Η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή ενδιέφερε ιδιαίτερα τους ελληνιστικούς ηγεμόνες, ειδικά στην Αίγυπτο και την Ασία, όπου ενθαρρύνονταν οι πειραματισμοί με νέα είδη. ‘Ετσι, μεταφέρονταν καλλιέργειες και ζώα σε νέο περιβάλλον. Στον γεωργικό τομέα, οι Πτολεμαίοι εγκλιμάτισαν στην Αίγυπτο νέους τύπους σιτηρών, που έφεραν από την Ελλάδα και τη Συρία, καθώς και ελαιοσπόρων και προσπάθησαν να αναπτύξουν την καλλιέργεια του αμπελιού, της ελιάς και διαφόρων κηπευτικών, που ευδοκιμούσαν σε άλλες περιοχές. Επίσης, καλλιέργησαν λιβανόδεντρα και μαστιχόδεντρα. Οι Σελευκίδες εισήγαγαν είδη και ποικιλίες φυτών από την Ελλάδα, την Αραβία, την Ινδία, όπως αρωματικές ύλες και καρυκεύματα (λ.χ. το άμωμο, το νάρδο, το κίνναμο). Στον κτηνοτροφικό τομέα, αναπτύχθηκαν πτηνοτροφικές επιχειρήσεις και διαδόθηκε η εκτροφή φασιανών και μελεαγρίδων. Επίσης, εγκλιματίστηκαν και αυξήθηκε η εκτροφή εκλεκτών φυλών προβάτων από τη Μ. Ασία και την Αραβία, αυξήθηκε η ιπποτροφία και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των υποζυγίων και μάλιστα των καμήλων. Στην Αίγυπτο εισάγονται μακρύτριχα πρόβατα από τη Μίλητο και όνοι από τη Συρία.

Σημαντική ήταν και η συμβολή της ανατομίας για τη μελέτη του φαινομένου της ζωής, με την Αλεξάνδρεια να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον τομέα αυτό. Η αρχή βέβαια είχε ήδη γίνει με τον Αριστοτέλη, ο οποίος είχε ανατμήσει 50 από τα τουλάχιστον 450 είδη ζώων που είχε κατηγοριοποιήσει. Στους ελληνιστικούς χρόνους, ο Ηρόφιλος ο Χαλκηδόνιος και ο Ερασίστρατος ο Κείος βελτίωσαν το φυσιολογικό έργο του Αριστοτέλη, εκτελώντας πειραματικές ανατομές και ζωοτομές. Ο Ηρόφιλος υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους στην Ανατομία, καθώς ανακάλυψε το νευρικό σύστημα και εξήγησε τη λειτουργία του και το ρόλο του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου. Επίσης, ο Ερασίστρατος ο Κείος ουσιαστικά υπήρξε ο θεμελιωτής της ανθρώπινης Φυσιολογίας, καθώς μελέτησε την κυκλοφορία του αίματος και το ρόλο των εγκεφαλικών αγγείων. Ο Γαληνός έγινε η σημαντικότερη αυθεντία στην ιατρική και την ανατομία.

Παρόλο που λίγοι αρχαίοι ατομικοί, όπως ο Λουκρήτιος, αμφισβήτησαν το τελεολογικό σύστημα του Αριστοτέλη, η τελεολογία-και μετά την άνοδο του Χριστιανισμού-η φυσική θεολογία παρέμεινε η κεντρική ιδέα της βιολογικής σκέψης ουσιαστικά μέχρι το 18ο και 19ο αιώνα. Η ανθρωπότητα, έως τις μεγάλες ανακαλύψεις της Αναγέννησης, θα ζει με το επιστημονικό κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους στις μεγάλες σχολές της Αλεξάνδρειας, της Ρόδου και της Περγάμου, το οποίο περισώθηκε σε σημαντικό βαθμό τόσο από τους Βυζαντινούς όσο και χάρη στη μετάφραση πολλών ελληνικών επιστημονικών πραγματειών στα αραβικά κατά τη λεγόμενη Ισλαμική Χρυσή Εποχή (8ος-13ος αι.), όπου σημαντικοί άραβες ιατροί και φιλόσοφοι συνέβαλαν στη διεύρυνση της βιολογικής γνώσης.

Φαρμακολογία

Με τις πρώτες εκδηλώσεις ζωής επί της γης βρίσκουμε και αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ασθενειών. Η ασθένεια πάντοτε συνόδευε τη ζωή. Η αναζήτηση των φαρμάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε η παρατήρηση και ο συσχετισμός των θεραπευτικών μέσων με συγκεκριμμένες ασθένειες. Αναμφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρμάκων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούμενη από τις εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δημιούργησε την μαγική και συμπτωματική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών. Σταδιακά παρατηρήθηκε μια αλλαγή της θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαταστάθηκαν από φιλοσοφικές αντιλήψεις. Χάρη στο έργο του Ιπποκράτη, η θεραπευτική απέκτησε δική της υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη, καθώς απομάκρυνε τη θεραπευτική από τη μαγεία και τη δεισιδαιμονία και την στήριξε στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα. Στο έργο του, ο Ιπποκράτης αναφέρει πάνω από 300 φαρμακευτικά βότανα, χρήσιμα σε ποικίλες ασθένειες, ωστόσο δεν περιγράφονται λεπτομερώς, πέρα από το όνομά τους. Τα κατατάσσει σε διάφορες κατηγορίες, όπως καθαρτικά, εμετικά, αποχρεμπτικά, οφθαλμικά, για μητρικές και γυναικολογικές νόσους, δερματικά, εφιδρωτικά, καυστικά, ψηκτικά, στυπτικά κ.ά.

Κατά την ελληνιστική περίοδο, μετά τις κατακτήσεις του Αλέξανδου και τη γνώση που αποκτήθηκε από την καταγραφή και μελέτη της χλωρίδας και πανίδας των κατακτημένων περιοχών από την ομάδα επιστημόνων που ακολουθούσε τον Αλέξανδρο, η φαρμακολογία εξελίχθηκε σημαντικά. Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος συνέβαλε αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή με τις παρατηρήσεις του στον τομέα της Βοτανικής και Ζωολογίας. Τα έργα του «Περί φυτών ιστορίας» και «Περί φυτών αιτιών» αποτελούν τα πρώτα συγγράμματα στον τομέα της Βοτανικής, από την εποχή της αρχαιότητας και μέχρι το Μεσαίωνα. Στο κέντρο της ελληνικής ιατρικής, στην Αλεξάνδρεια, οι πανάρχαιες αιγυπτιακές και ελληνικές αντιλήψεις και πρακτικές έδωσαν νέο περιεχόμενο στην έννοια του «φαρμάκου». Ιδρύθηκαν δυο βασικές σχολές, η Εμπειρική από τον Ηρόφιλο και η Δογματική από τον Ερασίστρατο. Ιδρυτές της φαρμακολογίας θεωρούνται οι εμπειρικοί ιατροί με πρώτον τον Ηρακλείδη τον Ταραντίνο, ο οποίος συνέταξε το πρώτο συστηματικό βιβλίο τρόπων παρασκευής και ελέγχου φαρμάκων. Στις συνταγές του χρησιμοποίησε όπιο, βάλσαμα και αρώματα της Ανατολής και δοκίμασε στον εαυτό του την επίδραση του κωνείου, του υπνοφόρου υοσκύαμου και άλλων δηλητηρίων και αντιδότων. Ο Ηρόφιλος, που υπήρξε πρόδρομος των εμπειρικών ιατρών δε δίστασε να χρησιμοποιήσει κόπρανα κροκόδειλου για παρασκευή αλοιφής για τα μάτια!

Οι ριζοτόμοι ήταν εκείνοι που ασχολούνταν με την εξόρυξη των ριζών, τη συλλογή βοτάνων και την καλλιέργεια των φαρμακευτικών φυτών. Πολλοι ήταν συγχρόνως ιατροί και συγγραφείς βοτανολογίων, που ονομάζονται «Ριζοτομικά». Άριστος ριζοτόμος υπήρξε ο Κρατεύας, ο οποίος ήταν εργάστηκε στην αυλή του Μιθριδάτη Ευπάτορος ως γιατρός. Κατ’ εντολή του Μιθριδάτη παρασκεύασε το «μιθριδάτειο έκλειγμα», ως αντίδοτο δηλητηρίων, που περιείχε 54 φαρμακευτικά βότανα. Κατέταξε τα φυτά σε ομάδες με βάση τα βοτανικά τους γνωρίσματα. Έγραψε τα συνώνυμα των φυτών αλφαβητικά κατά λαούς (πχ. Αθηναίοι, Αιγύπτιοι, Βάρβαροι, Βοιωτοί κλπ.) και κατά πρόσωπα (Ανδρέας, Κρατεύας κλπ).

Αργότερα, ο Ανδρόμαχος, κατ’ εντολή του Νέρωνα, τροποποίησε το «μιθριδάτειο έκλειγμα», το οποίο ονομάστηκε «θηριακή του Ανδρομάχου», γνωστό και ως «Γαλήνη», λόγω των θεραπευτικών του ιδιοτήτων.

Ο σημαντικότερος φαρμακολόγος της αρχαιότητας υπήρξε ο Διοσκουρίδης, ο οποίος υπήρξε και στρατιωτικός ιατρός. Γεννήθηκε στην Ανάζαρβα της Κιλικίας. Για την ζωή του λίγα είναι γνωστά. Υποστηρίζεται ότι δεν ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη Σχολή και ότι ήταν στρατιωτικός ιατρός, γι’ αυτό και έκανε πολλά ταξίδια. Το έργο του "Περί ύλης ιατρικής" ήταν προϊόν προσωπικών παρατηρήσεων, απαλλαγμένο από προλήψεις και δεισιδαιμονίες,. Μέχρι και τον 16ο αιώνα σ’ αυτό ανέτρεχαν οι ασχολούμενοι με την Φαρμακευτική. Μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες κατά τις διάφορες εποχές. Ήταν το πρώτο βιβλίο, που τυπώθηκε μετά την Αγία Γραφή. Χειρόγραφοι κώδικες του Διοσκουρίδη σώζονται πολλοί, εικονογραφημένοι, γνήσιοι, νόθοι ή διασκευασμένοι. Σπουδαιότεροι είναι ο Κωνσταντινοπολιτικός (527 μ Χ., γραμμένος σε περγαμηνές με καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα), ο Νεαπολιτικός και ο Λαυρεωτικός (10ος αιών, με 440 εικόνες). Ο Διοσκουρίδης, συνολικά περιγράφει 600 φυτικά φάρμακα στο έργο του «Περί ύλης ιατρικής». Θεωρούσε ότι η ιαματική τους δύναμη προερχόταν από τις τέσσερις θεμελιώδεις ιδιότητες: του θερμού, του ψυχρού, του ξηρού και του υγρού. Τα φαρμακα του Διοσκουρίδη κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, καθώς ήταν διουρητικά, αντισπασμωδικά, αντιβηχικά, στυπτικά, υπνωτικά, ενδείκνυνταν για πόνους στο θώρακα, για ωταλγίες, έλκη, δήγματα από θηρία ή ερπετά κ.ά.

Οι φαρμακοτεχνικές μορφές, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι ακόλουθες: αλοιφές (στον Όμηρο αλοιφή ήταν το χοιρινό λίπος), μύρα (έλαια), κηρωτές ή κηρωτά ή κηρώματα (είδος εμπλάστρου), έμπλαστρα, επιθέματα (είδος αλοιφών. Τα έμπλαστρα με την σημερινή μορφή χρησιμοποιήθηκαν μετά τον 1ο μΧ. αιώνα), μαλάγματα (καταπλάσματα με φυτικές κόνεις), αποζέματα (φυτικά κατεργάσματα με έγχυση ή αφέψηση), βάλανοι (είδος υπόθετου), γαργαρίσματα, διαπάσματα (εύοσμοι κοσμητικές κόνεις για το πρόσωπο και το σώμα), αρσικάκοσμα (αποσμητικά), επιχρίσματα (ψιμύθια για το πρόσωπο), θυμιάματα (γίνονταν με καύση αρωματικών ουσιών σε αναμμένα κάρβουνα (ο ασθενής καθόταν σε διάτρητο κάθισμα και υφίστατο την αναθυμίαση), καταπότια, κολλύρια, καραπαστά (κόνεις επιπάσεων=σε αγώνες πάλης), πεσσοί (τεμάχιο υφάσματος μάλλινο ή λινό ποτισμένο με το φάρμακο, το οποίο τοποθετούνταν στις πληγές ή στις κοιλότητες του σώματος-είδος υπόθετου), ποτήματα, πταρμικά, υποκλύσματα, φθοΐσκοι ή τροχίσκοι.

Εκτός από φυτά, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και ζωικές δρόγες (λ.χ. όρχι κάστορα για γυναικείες νόσους, ανθρώπινο γάλα κατά της φθίσης, σκώληκες, βδέλλες, ιχθυόκολλα σε έμπλαστρα, πρόπολη, μέλι ως γλυκαντικό, διαιτητικό, θεραπευτικό μέσο), καθώς και ορυκτά και ανόργανα συστατικά (Γη Λημνία-ερυθρή άργιλος ως αντίδοτο δηλητηρίων, εμετικό και θεραπευτικό πληγών, άλας αιγύπτιο για τα αρθριτικά, θείον σε επιχρίσεις κατά της λέπρας κ.ά.).

Η σημαντικότερη φυσιογνωμία στον τομέα της φαρμακολογίας ήταν ο Γαληνός (131-201 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Πέργαμο. Ταξίδεψε αρκετά και έτσι γνώρισε την θεραπευτική διαφόρων Σχολών. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε επί της Ιεράς οδού κατάστημα, στο οποίο παρασκεύαζε ο ίδιος τα φάρμακα, σε αντίθεση με τους συγχρόνους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν παρασκεύαζαν τα φάρμακα είτε από άγνοια, είτε από οκνηρία. Πειραματιζόταν στον εαυτό του και σε ζώα. Δεν περιέγραψε τα φυτά, απλώς τα κατονόμασε. Σημαντικές για την εποχή του ήταν οι έρευνές του για τις νοθείες των απλών φαρμάκων. Έκανε δοκιμασίες, που αφορούσαν τα φυσικά τους γνωρίσματα (χρώμα, οσμή, γεύση), αλλά και τη σύστασή τους. Πολυγραφότατος, από τα ιατρικά του έργα διασώθηκαν 83 γνήσια και μερικά αμφισβητούμενα. Τα βιβλία αυτά ήταν η βιβλιοθήκη του φαρμακείου του.

Η θεωρία του για τη νόσο στηριζόταν στα τέσσερα στοιχεία του ανθρώπινου σώματος, που αποτελείται όπως και όλο το σύμπαν από γη, ύδωρ, αέρα και πυρ. Τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις ιδιότητες του σώματος: ψυχρό, υγρό, ξηρό, θερμό. Για να διατηρηθεί η υγεία τα ενάντια στοιχεία πρέπει να βρίσκονται ανά δύο σε ισορροπία., δηλ. θερμό με ψυχρό, ξηρό με υγρό, σε αντιστοιχία με τους τέσσερις χυμούς του σώματος, όπως τους περιέγραψε ο Ιπποκράτης.

Μετά τον Γαληνό, η πρόοδος της θεραπευτικής επιβραδύνεται, διότι οι θεράποντες ιατροί και συγγραφείς αρκούνται σε παλαιότερα ιατρικά έργα, τα οποία αντέγραφαν. Έτσι σήμερα υπάρχουν Βυζαντινοί Κώδικες, που περιέχουν τα έργα των αρχαίων. Συχνά βρίσκουμε και δικές τους προσθήκες. Πολλοί βυζαντινοί ενσωμάτωσαν στα έργα τους κείμενα των παλαιοτέρων, όπως π.χ. ο Ορειβάσιος (4ος μ. Χ. αιών) στο έργο "Εβδομηκοντάβιβλος", στα κεφάλαια ι-ιε΄, αναφέρει τα φάρμακα, τις παρασκευές τους και τις δράσεις τους, όπως ανευρίσκονται στα έργα του Διοσκουρίδη και του Γαληνού. Επίσης, ο Αέτιος ο Αμιδηνός (6ος μ. Χ. αιών) στον 13ο Λόγο του αντέγραψε με ελάχιστες τροποποιήσεις τα "Αλεξιφάρμακα" του Νίκανδρου του Κολοφώνιου (2ος π. Χ. αι.), όπου περιγράφονται αντίδοτα δηλητηρίων.

Τα σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντ’ αυτών χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα. Εισήχθηκαν στη θεραπευτική από του Άραβες. Επίσης δεν γνώριζαν τα ιουλάπια, μια φαρμακοτεχνική μορφή, που εισήχθηκε στη θεραπευτική από τους Άραβες. Τα ιουλάπια ήταν ποτήματα, προερχόμενα από την διάλυση κόμμεως και καλαμοσακχάρου σε νερό. Η χρήση τους διατηρήθηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα.

Τα διάφορα απλά φάρμακα (δρόγες) έχουν αυτές τις τέσσερις ιδιότητες σε ποικίλλουσα αναλογία. Κατά τον Γαληνό, πρέπει να χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός από δρόγες, ο οποίος να έχει την ικανότητα να αποκαταστήσει την διαταραχθείσα ισορροπία. Έτσι, ο Γαληνός παρασκεύαζε σύνθετα φάρμακα (με πολλές δρόγες), το οποία είχαν τις τέσσερις αυτές ιδιότητες στον κατάλληλο βαθμό, ώστε να επανέλθει η ισορροπία των χυμών του οργανισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί στην πολυφαρμακία.

Στ’ ανοιχτά της Τοσκάνης, στην Ιταλία, σε ναυάγιο πλοίου που ερχόταν από τη Συρία και χρονολογείται το 130 π.Χ. το φορτίο του περιελάμβανε φάρμακα, γυάλινα αντικείμενα, βότανα και χάπια. Η αρχαιοβοτανολογική έρευνα που έγινε στο φορτίο έδειξε ότι οι 2000 ετών κυκλικές ταμπλέτες (διαμ. 3 εκ., πάχ. 5 χιλ.), χρώματος πράσινου-φαιούπεριείχαν ένα μείγμα από εκχυλίσματ α διαφόρων φυτών, όπως καρότου, σέλινου, κρεμμυδιού λάχανου, ακόμα και ιβίσκου, που πιθανότατα είχε εισαχθεί από την Ανατολική Ασία ή χώρες της σημερινής Ινδίας και της Αιθιοπίας.

Σε γενικές γραμμές, κατά την ελληνιστική περίοδο με βάση το πείραμα και την παρατήρηση, με κριτικό πνεύμα και επιστημονική θεώρηση, οι ριζοτόμοι και ιατροί επέλεξαν από το φυσικό περιβάλλον εκείνα τα βότανα, των οποίων η χρήση αποδείχτηκε διαχρονική, η δε μελέτη τους με τα σύγχρονα επιστημονικά μέσα τεκμηρίωσε την ορθή επιλογή τους.

Χημεία

Η καταγραφή, συστηματοποίηση και ανάπτυξη της επιστήμης της χημείας λαμβάνει χώρα κατά την ευρύτερη τεχνικο-επιστημονική άνθηση της Ελληνιστικής εποχής. Παρότι σε άλλους τομείς των φυσικών επιστημών η συνεισφορά των Ελλήνων θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν μεγαλύτερη, εντούτοις χρειάζεται να παρατηρηθεί πως η οικειοποίησή γνώσεων από άλλους πολιτισμούς συνδυάστηκε με μια πολύ ουσιαστική και διόλου ασήμαντη συνεισφορά τους στην επιστήμη της χημείας. Η απόπειρα δημιουργίας συστηματοποιημένης θεωρίας με πρώτη ύλη τις πρακτικές γνώσεις, μέσα από τις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Εμπεδοκλή και στη συνέχεια των Στωικών φιλοσόφων, διέγειρε το ερευνητικό χημικό πνεύμα, επέτρεψε τη μυθολογική απομυθοποίηση και προσανατόλισε προς την εύρεση της αλήθειας και συνεπώς προσέφερε τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται κάθε επιστήμη. Η καθημερινή εμπειρία για παράδειγμα ότι μερικές ουσίες ενώνονται μεταξύ τους ενώ άλλες διασπώνται στα συστατικά τους, προπαρασκεύασε τις γνώσεις εκείνους που εντάχθηκαν αργότερα στην επιστήμη της Χημείας.

Καταγραφές του Θεόφραστου φανερώνουν πως εκείνη την περίοδο έχουμε δραστηριότητες τις οποίες σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως «επεξεργασία μετάλλων» (μεταλλουργία), «βιομηχανία υάλου» (υαλουργία), μια μορφή της «υαλο-κεραμικής» και της «βιομηχανίας χρωμάτων» (χρωματουργία). Από τον ίδιο έχουμε περιγραφές για το πως μπορούμε να αποκτήσουμε ανθρακικό μόλυβδο («ψιμύθιον), πως μπορούμε να παρασκευάσουμε χρυσόκολλα, κινναβάρι (ερυθρού θειούχου υδράργυρο) από τη λαμπυρίζουσα άμμο της Εφέσου, αλλά και για το ότι ο μόλυβδος είναι επιβλαβής για την υγεία – το οποίο ο Βιτρούβιος λαμβάνει υπ’ όψιν .

Ο Βώλος από τη Μένδη το 2ου π.Χ. αιώνα – φερόμενος ως Δημόκριτος στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία – είναι μια από τις μεγάλες μορφές της Χημείας της Ελληνιστικής περιόδου, αν και κάποια έργα που του αποδίδονται αμφισβητούνται από τους σύγχρονους μελετητές, ενώ αναφορές υπάρχουν και για τη Μαρία την Ιουδαία (1ος π.Χ. αιώνας), ως εφευρέτρια σπουδαίων χημικών οργάνων, τον Ποσειδώνιο (αρχές 1ου π.Χ. αιώνα), ο οποίος ανέλυσε τις χρήσεις της νάφθας και της ασφάλτου,

Το μέταλλο με το οποίο ασχολήθηκαν περισσότερο ήταν ο χρυσός, και όχι τυχαία καθώς από καταγραφές φαίνεται πως υπήρχε γνώση των ιδιοτήτων του (δεν σκουριάζει, δεν σχηματίζει «πατίνα», έχει αντοχή στη θερμοκρασία). Για τον ίδιο λόγο η επεξεργασία του γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο – προτιμούνταν φωτιά από άχυρα και όχι φωτιά με κάρβουνα όπως συνηθιζόταν με τα υπόλοιπα μέταλλα. Μάλιστα ήταν γνωστός ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε να νοθευτεί χωρίς να γίνεται αντιληπτή η νοθεία. Δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στα κράματα που απομιμούνται το χρυσό, όπως στην περίπτωση του κρατήρα του Δερβενίου, του οποίου το έντονο κίτρινο χρώμα προέρχεται από την μεγάλη περιεκτικότητα του κράματος του χαλκού σε κασσίτερο (επικασσιτέρωση). Το 100 μ.Χ. ο Μενέλαος ο Αλεξανδρινός παρουσιάζει μαθηματική φόρμουλα μεγάλης ακρίβειας για τον υπολογισμό του άγνωστου βάρους του χρυσού που περιέχεται σε ένα κράμα νοθευμένο με άργυρο.

Οι ανακαλύψεις και οι παρατηρήσεις, φυσικά, συνεχίζονται μέχρι σήμερα, καθώς ο τομέας της Χημείας εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο σημαντικών πειραματικών και πρωτοποριακών ερευνών.

Μηχανές και μηχανήματα

Η αρχαία ελληνική τεχνολογία έφτασε στο απόγειό της κατά την ελληνιστική εποχή. Ήταν μια εποχή κατά την οποία προωθούνταν τόσο έντονα οι επιστήμες και τα γράμματα, συχνά μάλιστα με χρηματοδότηση από τους βασιλείς, που οι επιστήμονες είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν σημαντικότατα για την ιστορία της τεχνολογίας έργα και να συγγράψουν βιβλία όπου τα περιέγραφαν συγκεντρωμένα.

Η μεγαλύτερη διάνοια της εποχής θεωρείται όχι άδικα ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες, ο οποίος κατασκεύαζε πραγματικά εντυπωσιακές πολεμικές μηχανές για λογαριασμό του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα Β΄, και άλλες σχετικές με την υδροστατική. Ωστόσο αυτός που δημιούργησε σχολή στην Αλεξάνδρεια, μάλιστα κυριολεκτικά μιας και ήταν ο ιδρυτής της Τεχνικής Σχολής της Αλεξάνδρειας, ήταν ο ντόπιος Κτησίβιος. Πολλά θα είχε χάσει η επιστήμη αν αυτός ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν κουρέας. Το συγγραφικό του έργο δεν σώζεται παρά έμμεσα, χάρη στο Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο. Η κληρονομιά του μεγάλη, εμφανής στα έργα που αποδίδονται σε αυτόν και στους μηχανικούς που τον ακολούθησαν: ο Φίλων ο Βυζάντιος έγραψε κυρίως για την πολεμική τεχνολογία και την πολιορκητική τεχνική· και ο Ήρων από την Αλεξάνδρεια άφησε σημαντικότατο συγγραφικό έργο για τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και κυρίως, ανάμεσα σε αυτά, τα αυτόματα. Παραδείγματα του έργου του: Κατοπτρικά, Πνευματικά Α΄ και Β΄, Αυτοματοποιητική, Μηχανική (εδώ τα περισσότερα που μας ενδιαφέρουν για τις μηχανές και τα μηχανήματα).

Βέβαια αυτοί και άλλοι επιστήμονες της εποχής δεν άρχισαν από το μηδέν, είχαν μια ήδη πλούσια κληρονομιά στην τεχνολογία για να βασιστούν και να εμπνευστούν. Ήταν ήδη γνωστές οι τροχαλίες και οι μοχλοί· η αρχιτεκτονική είχε μάλλον να επιδείξει τα σημαντικότερα επιτεύγματα, ειδικά στις ανυψωτικές μηχανές. Αυτές έκαναν εφικτή την κατασκευή μεγάλων κτηρίων εξ ολοκλήρου από πέτρα και χρησιμοποιήθηκαν και στην ελληνιστική εποχή φυσικά.

Οι τηλεπικοινωνίες ήταν άλλος ένας τομέας στον οποίο οι Έλληνες είχαν επιδείξει αρκετή ευφυΐα, π.χ. με τον υδραυλικό τηλέγραφο στα τέλη της κλασικής εποχής. Αυτός βασιζόταν στον συγχρονισμό των κινήσεων πομπού και δέκτη. Κατά την αλεξανδρινή εποχή οι τηλεπικοινωνίες τελειοποιήθηκαν με την πυρσεία ή οπτικό τηλέγραφο του Κλεοξένη και του Δημοκλείτου (4ος αι π.Χ.), όπου το κωδικοποιημένο μήνυμα μεταφερόταν με τη βοήθεια πυρσών και την αντιστοιχία των σημάτων σε προκαθορισμένο πίνακα.

Στα εργαλεία μετρήσεων, αντίστοιχα με σημερινούς υπολογιστές, σημείωσαν μεγάλη πρόοδο οι ελληνιστικοί επιστήμονες. Η διόπτρα του Ήρωνα ήταν ένα γεωδαιτικό φορητό εργαλείο που μετρούσε αποστάσεις και ύψη· η εφεύρεσή του προήγαγε ιδίως τη γεωγραφία. Ο Ίππαρχος τον 2ο αι. π.Χ. ήδη είχε εφεύρει αντίστοιχη διόπτρα για χρήση στην αστρονομία.

Αρκετές εφευρέσεις αποσκοπούσαν και στην κάλυψη πιο πεζών αναγκών, π.χ. στον τομέα της αγροτικής οικονομίας που αποτελούσε βασική πηγή πλούτου για μια ελληνιστική πόλη ή ένα βασίλειο. Κυρίως οι μηχανές που σχετίζονταν με την ύδρευση και την άρδευση ωφελούσαν την παραγωγή, όπως ήταν ο κοχλίας του Αρχιμήδη [7] για την άντληση νερού από χαμηλότερο σε υψηλότερο σημείο –που χρησιμοποιούταν και για την απομάκρυνση νερών από πλοία. Ο Κτησίβιος σχεδίασε αντλία νερού με έμβολα που δεν διαφέρει από αντίστοιχες σημερινές αντλίες. Πέρα από την άρδευση των αγρών, η τεχνολογία της εποχής είχε να προσφέρει και στην παραγωγή προϊόντων με την πρέσα λαδιού του Ήρωνα, η οποία χρησιμοποιούσε τον ατέρμονα κοχλία του Αρχιμήδη για να πιέζει τις ελιές και να αποστραγγίζει αποτελεσματικότερα το λάδι.

Παρόλο που τα παραπάνω δείχνουν πόσο πολύ είχε προχωρήσει η επιστήμη στην ελληνιστική εποχή, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το θαυμασμό και την έκπληξη που προκαλούν τα αυτόματα μηχανήματα. Σχεδιασμένα για να προκαλέσουν ακριβώς αυτά τα συναισθήματα, αλλά και για να παρέχουν διευκολύνσεις και ανέσεις, αποτελούν το επιστέγασμα της ελληνιστικής τεχνολογίας. Είναι η πραγματοποίηση του μύθου, όπου μόνο οι θεοί έχουν τη δύναμη να δημιουργούν μηχανήματα με δική τους ψυχή, δηλαδή που κινούνται μόνα τους, χωρίς εξωτερική δύναμη.

Το πρώτο και βασικότερο μηχάνημα, αν και ταπεινότερο σε σχέση με τα αυτόματα που ακολούθησαν στον τομέα της διασκέδασης, είναι μάλλον ο υδρόμυλος για την παραγωγή αλευριού. Αποτελεί επανάσταση στη μηχανική ως η πρώτη μηχανή που κινείται χωρίς ανθρώπινη δύναμη. Μέχρι και στις μέρες μας ο υδρόμυλος αποτελεί αξιόπιστο εργαλείο στην αγροτική οικονομία. Η υδροστατική χρησιμοποιήθηκε και για το σχεδιασμό του ωρολογίου του Κτησιβίου, όπου η καινοτομία ήταν η επίτευξη της σταθερής ροής νερού για την ομαλή κίνηση του ρολογιού –έδειχνε ώρα, μέρα και μήνα και ήταν ίσως το πρώτο ο κλειστό σύστημα αυτόματου ελέγχου.

Άλλο βασικότατο μηχάνημα ήταν η αιολόσφαιρα του Ήρωνα. Αυτό δεν ήταν άλλο από την πρώτη ατμομηχανή, δηλαδή ένα εργαλείο για τη μετατροπή της θερμικής ενέργειας σε κινητική! Έπρεπε βέβαια να περάσουν χιλιάδες χρόνια, μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, για να βρει πρακτική εφαρμογή αυτή η μηχανή. Παραμένει πάντως το δέος για το πώς έφτασαν οι επιστήμονες της εποχής σε μια τέτοια ιδέα.

Από εκεί και πέρα τα περισσότερα αυτόματα μηχανήματα σχεδιάζονταν είτε για διασκέδαση και ανέσεις, είτε για την επιβλητικότερες τελετουργίες σε ιερά. Στα θέατρα χρησιμοποιούνταν ήδη ανυψωτικές μηχανές ή κινούμενες ράμπες, όχι όμως με δική τους κίνηση. Τα αυτόματα είχαν κυρίως σκοπό την έκπληξη των θεατών: μια αστραπή που φωτίζει και βροντάει στιγμιαία, στρεφόμενα αγάλματα ή δελφίνια που πηδάνε στον αέρα, μουσικά όργανα που ηχούν από μόνα τους, όλα αυτά μάλλον κατάφερναν να μαγνητίσουν το κοινό. Ένας οικοδεσπότης μπορούσε να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους του με τον αυτόματο οινοχόο, που παρείχε κρασί και νερό αναμιγμένα στην καθορισμένη αναλογία, ή με τη λυχνία που από μόνη της ρύθμιζε το φυτίλι για να μη σβήνει. Και οι ιερείς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα θαύματα της τεχνολογίας για να επιτείνουν το μυστήριο στις τελετές τους· ποιος δεν θα έμενε έκθαμβος από τις πύλες που ανοίγουν μόνες τους μαζί με το άναμμα του βωμού, με τα αγάλματα που κινούνται για να κάνουν σπονδές ή να θυσιάσουν ζώα;

Πώς ακριβώς λειτουργούσαν αυτά τα αυτόματα; Ας δούμε μερικά παραδείγματα που έχουν διασωθεί μέσα από περιγραφές και σχέδια.

Για όποιον δεν είχε το χρόνο ή τη διάθεση να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση, μπορούσε να συμβιβαστεί με το αυτόματο θέατρο του Ήρωνα. Ένα ξύλινο ομοίωμα πρόσοψης κτηρίου με αυλαία λειτουργούσε ως σκηνή θεάτρου. Η αυλαία ανοιγόκλεινε για να παρουσιάσει κάθε φορά μια διαφορετική σκηνή του έργου, ζωγραφισμένη σε μια σειρά πίνακες. Η διαδοχή των πινάκων και το άνοιγμα και κλείσιμο της αυλαίας γίνονταν βάσει της αλληλουχίας κινητήριων συστημάτων από περιελίξεις σχοινιών και μολύβδινων βαρών.

Μπορούσαν ακόμα να χρησιμοποιούν κερματοδέκτες για το μοίρασμα μικρής ποσότητας υγρού! Μέσα σε ένα δοχείο με μικρό άνοιγμα θα τοποθετούταν ένας ζυγός. Με το βάρος του νομίσματος που θα έριχνε κανείς μέσα στο αγγείο, θα άνοιγε η βαλβίδα για να τρέξει το υγρό.

Μικρά θαύματα σε ναούς μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη ροή θυμιάματος πάνω στο βωμό. (Παράδειγμα: βωμός με δύο ομοιώματα εκατέρωθέν του, τα οποία κρατούν αγγεία σπονδής) Με το άναμμα της φωτιάς θερμαινόταν ο αέρας κάτω από αυτήν. Η πίεσή του διοχετευόταν στα χέρια των ομοιωμάτων μέσω σωλήνων και έτσι προκαλούν τη ροή του θυμιάματος στη φλόγα.

Το μόνο κακό στις περιπτώσεις των αυτόματων είναι πως αυτά τα μικρά θαύματα είχαν μείνει κατά κανόνα στα σχέδια. Και σε κάποιες περιπτώσεις αυτά τα σχέδια ή απλά οι περιγραφές που μας σώζονται είναι ελλιπείς, ώστε να μην μπορούμε πλέον να αναπαραστήσουμε επιτυχώς τις λαμπρές ιδέες των ελληνιστικών επιστημόνων.

Τα επιτεύγματα της ελληνιστικής τεχνολογίας είχαν συχνά μόνο θεωρητική ισχύ. Οι μονάρχες χρηματοδοτούσαν την έρευνα, σπάνια όμως έφταναν τα πορίσματα να έχουν και πρακτική εφαρμογή. Συνήθως τα μεγαλύτερα βήματα στη θεωρία και στην πράξη γίνονταν στον τομέα της πολεμικής τεχνολογίας, μιας και αυτός βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ελληνιστικών βασιλέων. Ωστόσο το έργο που κληρονομήσαμε από αυτήν την εποχή μέσω των μεταφράσεων, έμμεσων μαρτυριών και αντιγραφών δείχνει πόσο προηγμένη ήταν η ελληνιστική επιστημονική σκέψη· δύσκολα φαντάζεται κανείς πού θα είχε φτάσει η επιστήμη μέχρι σήμερα, αν είχαν τότε οι επιστήμονες περισσότερες δυνατότητες και ευκαιρίες.

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας

Η Αλεξάνδρεια έγινε η νέα πρωτεύουσα της Αιγύπτου και ο Πτολεμαίος ο Α΄ φρόντισε να διατρανώσει με κάθε τρόπο τη δύναμη και τον πλούτο του βασιλείου. Το ίδιο έκαναν και οι διάδοχοί του. Περίλαμπρα οικοδομήματα άρχιζαν να στολίζουν την πόλη, η οποία γέμισε με νέους κατοίκους, ταξιδιώτες και εμπόρους. Το λιμάνι της έσφυζε από ζωή, καθώς πλοία γεμάτα προϊόντα από ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο έφταναν εκεί για να τροφοδοτήσουν την απαιτητική αγορά της πόλης.

Πόσο ασφαλές, όμως, ήταν αυτό το λιμάνι; Ουσιαστικά, η πόλη δεν είχε φυσικό λιμάνι, ήταν «ανοχύρωτη» απέναντι στις κακοκαιρίες και το μόνο που την προστάτευε ήταν ένα επίμηκες νησάκι, η Φάρος. Αυτό το νησί ενώθηκε με τη στεριά μέσω ενός δρόμου που κατασκευάστηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων, του περίφημου Επτασταδίου. Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο λιμάνια: το ανατολικό, ο «Μέγας Λιμήν», και το δυτικό, ο «Εύνοστος». Ωστόσο, υπήρχε και μια ένας ακόμα σοβαρό πρόβλημα για τα καράβια που ήθελαν να προσεγγίσουν την Αλεξάνδρεια: τα νερά έκρυβαν υφάλους και ξέρες και ο κίνδυνος πρόσκρουσης ήταν μεγάλος. Συνεπώς, ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για την εμπορική κίνηση της πόλης η προσπάθεια για τη μεγιστοποίηση της ασφάλειας πλεύσης. Τελικά, η κατασκευή του Φάρου δεν θα βοηθήσει μόνο τους ναυτικούς να φτάσουν στο λιμάνι αλλά θα γίνει ένα πραγματικό τοπόσημο, σύμβολο ολόκληρης της πόλης, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Οι φάροι, δηλαδή οι πύργοι στην κορυφή των οποίων έκαιγε μια φωτιά κατά τη διάρκεια της νύχτας για να ειδοποιούν τα πλοία, δεν ήταν κάτι άγνωστο στην αρχαιότητα. Αρκετές τέτοιες κατασκευές έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί σε λιμάνια όπως ο Πειραιάς και η Θάσος. Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, όμως, ξεπερνούσε όλους τους άλλους σε ύψος, μεγαλοπρέπεια και σχεδιασμό. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 297 π.Χ., επί της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, αλλά ο Ευσέβιος παραδίδει το 283 π.Χ. ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών (επί Πτολεμαίου Β΄). Ως τόπος επιλέχθηκε το ανατολικό άκρο της νησίδας Φάρος και το λευκό του χρώμα οφειλόταν στην κατασκευή του από τοπικό ασβεστόλιθο που λειάνθηκε πολύ για να αποκτήσει αυτή την όψη.

«ΣώστρατοςΔεξιφάνουςΚνίδιοςθεοῖςσωτῆρσινὑπὲρτῶνπλοϊζομένων». Αυτή η αναθηματική επιγραφή η οποία, σύμφωνα με το Στράβωνα και το Λουκιανό, βρισκόταν στο Φάρο έβαλε την επιστημονική κοινότητα σε σκέψεις. Πώς είναι δυνατόν ένας ιδιώτης να έχει κατασκευάσει ένα οικοδόμημα τέτοιας σημασίας, το οποίο κόστισε το αστρονομικό ποσό των 800 ταλάντων, όταν ο Παρθενώνας υπολογίζεται ότι κόστισε μόλις 400 με 500 τάλαντα; Παρότι ο Σώστρατος από την Κνίδο μας είναι γνωστός και από επιγραφές στη Δήλο και τους Δελφούς, δεν μπορεί να μην βρισκόταν ο ηγεμόνας πίσω από αυτό το έργο. Από τους ιστορικούς παραδίδεται ότι τελικά ο Σώστρατος ήταν ο αρχιτέκτονας του Φάρου και ότι του επετράπη να γράψει το όνομά του στην επιγραφή ή το έγραψε χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα. Ακόμα, υπάρχει η άποψη ότι η αναφορά που γίνεται στην επιγραφή για «θεούς σωτήρες» δεν αφορά τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα, αλλά τον Δία Σωτήρα, του οποίου το άγαλμα βρισκόταν στην κορυφή του Φάρου και ήταν δωρεά του Σώστρατου. Το σίγουρο είναι ότι όποιος κι αν ήταν τελικά ο αρχιτέκτων, η κατασκευή του οικοδομήματος αυτού ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα για την αρχαία μηχανική. Τη νύχτα η φλόγα του φαινόταν από 100 μίλια μακριά (μάλλον με τη βοήθεια ενός κατόπτρου) κι έλαμπε σαν άστρο στο σκοτάδι, ενώ το πρωί μια στήλη καπνού ειδοποιούσε τα πλοία που πλησίαζαν τις ακτές της πόλης.

Πώς ήταν, όμως, ο Φάρος στην πραγματικότητα; Εδώ δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σε σχέση με το βασικό του σχέδιο, καθώς έχουν σωθεί απεικονίσεις του και περιγραφές του. Πολύτιμες είναι οι μαρτυρίες Αράβων, όπως των Edrisi και al-Andalousi (12ος αι.),οι οποίοι στα χειρόγραφά τους έγραψαν για το Φάρο, δίνοντας λεπτομερείς πληροφορίες για την εμφάνιση και την κατάσταση που βρισκόταν όταν τον επισκέπτονταν. Ακόμα, νότια της Αλεξάνδρειας, στο σημερινό Αμπουσίρ (TaposirisMagna) βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον ταφικό μνημείο της ελληνιστικής περιόδου που το σχέδιό του φαίνεται ότι αντιγράφει εκείνο του Φάρου.Το ύψος του αλεξανδρινού οικοδομήματος ξεπερνούσε τα 110 μ. και είχε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ήταν τετράπλευρο και ελαφρώς πυραμιδοειδές. Εκεί βρισκόταν η υπερυψωμένη είσοδος του κτηρίου, στην οποία οδηγούσε ένα κεκλιμένο επίπεδο (ράμπα) που στηριζόταν σε 16 αψίδες. Αυτός ο πρώτος όροφος ήταν και ο ψηλότερος του κτηρίου, γύρω στα 60-70 μ., είχε παράθυρα και ήταν χωρισμένος σε 50 δωμάτια όπου διέμενε όσοι φρόντιζαν για τη λειτουργία του φάρου και φυλασσόταν η καύσιμη ύλη για το άναμμα της φλόγας στην κορυφή. Η κίνηση στο εσωτερικό του γινόταν μέσω μίας ακόμα ράμπας, η οποία είχε πλάτος αρκετό για να διέρχονται δύο υποζύγια που θα μετέφεραν τα απαραίτητα καύσιμα. Η ράμπα από εκεί κατέληγε σε μία «ταράτσα» με στηθαίο που στις τέσσερις γωνίες του βρίσκονταν Τρίτωνες που φυσούσαν κέρατα. Εκεί βρισκόταν η είσοδος για το δεύτερο επίπεδο, το οποίο ήταν οκταγωνικό και είχε ύψος γύρω στα 30 μ. Τον όροφο αυτό διέτρεχε εσωτερική σκάλα που έφτανε στο τρίτο και τελευταίο, κυλινδρικό επίπεδο του Φάρου, ύψους 9 μ., στην κορυφή του οποίου άναβε η φλόγα κάτω από ένα θόλο. Ο διάκοσμος του κτηρίου ολοκληρωνόταν με αγάλματα κολοσσιαίων διαστάσεων. Ο Δίας Σωτήρας ήταν τοποθετημένος στην κορυφή του, ενώ στη βάση του βρίσκονταν τα αγάλματα των βασιλέων της Αιγύπτου ως Φαραώ με τις συζύγους τους.

Ο Φάρος υπέστη μεγάλες καταστροφές από τους σεισμούς που χτύπησαν την περιοχή, οι οποίοι συνοδεύονταν και από παλιρροϊκά κύματα. Αυτές τις πληροφορίες τις αντλούμε από τις διηγήσεις των συγγραφέων της εποχής αλλά και από τα αποτελέσματα των γεωλογικών ερευνών στην περιοχή που αποδεικνύουν τις μεγάλες αλλαγές που υπέστη η ακτογραμμή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλος σεισμός με τσουνάμι καταγράφεται στις 21 Ιουλίου του 365 μ.Χ., ενώ στα τέλη του 9ου αιώνα, μετά από την καταστροφή του τρίτου ορόφου του από τον Εγκέλαδο, ο σουλτάνος AhmedIbnToulon κατασκεύασε ένα θόλο, μετατρέποντας το Φάρο στο πιο ψηλό τζαμί στον κόσμο, κάτι που θα επηρεάσει και την κατασκευή άλλων τζαμιών εκείνη την εποχή. Ένας ακόμη Άραβας ιστορικός περιγράφει την επιδείνωση της κατάστασης του Φάρου και ολόκληρης της Αλεξάνδρειας εξαιτίας των σεισμών κατά το 10ο αιώνα. Ωστόσο το τελειωτικό χτύπημα ήρθε στις 8 Αυγούστου του 1303, όταν μεγάλος σεισμός κατέστρεψε το 1/3 της πόλης και τερμάτισε οριστικά τη ζωή του Φάρου αχρηστεύοντάς τον, χωρίς όμως να τον εξαφανίσει εντελώς. Ο Μαμελούκος σουλτάνος Κάιτ Μπέης θα χτίσει το 1477 από τα ερείπιά του το ομώνυμο φρούριο που ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα της Αλεξάνδρειας.

Ένα τέτοιο εξαιρετικό κτήριο δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει τροφή για τη φαντασία των ανθρώπων. Ακόμα κι όταν βρισκόταν σε χρήση, οι μεσαιωνικές περιγραφές που έχουν σωθεί καθώς και οι εικονογραφήσεις από χειρόγραφα κάνουν το Φάρο ένα θαυμαστό οικοδόμημα που το ύψος του φτάνει στα 2 χλμ., ένας πραγματικός πύργος της Βαβέλ, ενώ αποκτά εξαιρετικές δυνατότητες: κανένα εχθρικό πλοίο δεν μπορεί να πλησιάσει χωρίς να γίνει αντιληπτό, καθώς ένα «ζωντανό» άγαλμα έβγαζε μια τρομερή κραυγή μόλις το «έβλεπε» και αν αυτό δεν αποθάρρυνε τους εχθρούς που πλησίαζαν, οι φρουροί του Φάρου αναλάμβαναν δράση, βάζοντας φωτιά στα πλοία τους με τη βοήθεια ενός τεράστιου καθρέφτη! Κι άλλες φανταστικές ιστορίες έχουν σωθεί καθώς και έργα τέχνης της Αναγέννησης που δείχνουν ότι η μνήμη αυτού του κτηρίου διατηρούνταν ζωντανή για αιώνες. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση ενός Ελβετού θεολόγου και προσκυνητή του 15ου αιώνα, που έγραψε ότι η ονομασία «Φαραώ» προερχόταν από το Φάρο της Αλεξάνδρειας!

Και στις ημέρες μας, όμως, τα ερείπια του Φάρου έγιναν μία ακόμα αναζήτηση για το Σώμα, το χαμένο τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα ερείπια που βρίσκονταν στη βάση του φρουρίου του Κάιτ Μπέη ήταν γνωστά από το 18ο αιώνα αλλά δεν είχε γίνει συστηματική ανασκαφή, καθώς επείγουσες ανάγκες είχαν προκύψει από την οικιστική ανάπτυξη της πόλης της Αλεξάνδρειας. Λίγο αργότερα, ο HermanThiersch, πεπεισμένος ότι τα θεμέλια του Φάρου βρίσκονταν κάτω από τα μπουντρούμια του φρουρίου, θα δημοσιεύσει το 1909 ένα βιβλίο για το μνημείο και θα προτείνει μια εξαιρετική αποκατάσταση, σε σχέση με τις πενιχρές πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του. Το 1960 ένας Αιγύπτιος δύτης, ο KamalAbouel-Saadat, θα αντιληφθεί τη σημασία των ερειπίων που βρίσκονταν στην έξοδο του λιμανιού και θα καταφέρει να πείσει το αιγυπτιακό κράτος να ανελκύσει ένα κολοσσιαίο άγαλμα της Ίσιδας. Το 1968 η UNESCOθα αναθέσει στην πρωτοπόρο βρετανίδα ενάλια αρχαιολόγο HonorFrostνα ερευνήσει την περιοχή και το 1975 θα δημοσιεύσει το πρώτο επιστημονικό άρθρο για αυτήν. Το 1979 μια ιταλική αποστολή, εξερευνώντας το χώρο και κάνοντας μετρήσεις, θα καταλήξει στην πρόταση ότι ο Φάρος ήταν το Σώμα και μάλιστα θα δημοσιευθεί και ένα βιβλίο με τις μεθόδους και τα αποτελέσματα της έρευνας. Από το 1994 έως σήμερα, το Κέντρο Αλεξανδρινών Σπουδών με επικεφαλής τον Dr. Jean-YvesEmpereur ανασκάπτουν και ερευνούν τα ερείπια του μνημείου που βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας. Με τεχνική-τεχνολογική υποστήριξη και επιστημονική εγκυρότητα καταγράφουν και χαρτογραφούν τα χιλιάδες ευρήματα, προχωρούν σε προτάσεις και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους.

Πόσα μυστικά κρύβονται ακόμα στο βυθό της Αλεξάνδρειας; Τι θα αποκαλυφθεί ακόμα γι’ αυτό το μοναδικό κτήριο, που είναι δείγμα του ελληνιστικού μεγαλείου και θύμα της φύσης και του χρόνου. Το φως αυτού του ενός Φάρου φτάνει μέχρι σήμερα, έχοντας πάρει το όνομά του από το νησάκι όπου χτίστηκε και δίνοντάς το στους φάρους όλου του κόσμου.

Σημ.: Η λέξη φάρος πέρασε στα λατινικά (pharus) και ονομάτισε τις αντίστοιχες κατασκευές, ενώ χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στα ελληνικά για τους φάρους.

Αστρολάβος των Αντικυθήρων

Δεν είναι λίγες οι φορές που καθαρή τύχη βοήθησε στην πρόοδο μιας επιστήμης και στην ανακάλυψη κρυμμένης γνώσης. Έτσι έγινε και το 1900 στα ανοιχτά των Αντικυθήρων, μεταξύ της Κρήτης και της Πελοποννήσου, όταν σφουγγαράδες από τη Σύμη έπεσαν πάνω σε υπολείμματα από ένα πολύ παλιό ναυάγιο. Ακολούθησαν έρευνες από την Αρχαιολογική υπηρεσία με τη βοήθεια του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και των τυχερών που το ανακάλυψαν. Αργότερα, το 1976, και ο Jean-Yves Cousteau συνέδραμε στην ανέλκυση του σκάφους. Σύντομα αποδείχτηκε πως ήταν ένα κατάφορτο εμπορικό πλοίο που βυθίστηκε στην περιοχή στα τέλη της ελληνιστικής εποχής, όταν οι Ρωμαίοι ήλεγχαν μεγάλο μέρος της Μεσογείου, οι Σελευκίδες και οι Πτολεμαίοι έχαναν ραγδαία σε ισχύ και έμποροι από κάθε περιοχή ανταγωνίζονταν στους θαλάσσιους δρόμους.

Το φορτηγό πλοίο, μία ολκάς όπως ονομαζόταν την εποχή, είχε ξεκινήσει κάπου από το ανατολικό Αιγαίο και κατευθυνόταν προς την Ιταλία. Πιθανές αφετηρίες είναι η Δήλος, η Πέργαμος ή η Έφεσος, τρία πολύ σπουδαία εμπορικά κέντρα της εποχής. Πιθανότατα μια καταιγίδα και οι ισχυροί άνεμοι του Αιγαίου ανέκοψαν την πορεία του στα μισά του δρόμου. Η χωρητικότητά του ήταν 300 τόνοι και βρέθηκε γεμάτο καλλιτεχνικούς θησαυρούς που μάλλον προορίζονταν να διακοσμήσουν πολυτελείς ρωμαϊκές βίλλες: αγάλματα, αγγεία γυάλινα και πήλινα, κοσμήματα, νομίσματα.

Και ανάμεσα στα είδη πολυτελείας και τα καλλιτεχνικά έργα, υπήρχε και ένα χάλκινο αντικείμενο, σε θραύσματα πλέον αλλά με εμφανή την πολυπλοκότητά του και τη μεγάλη του επιστημονική σημασία: ο πλέον ονομαζόμενος Μηχανισμός των Αντικυθήρων.

Επί εκατό χρόνια, από τη στιγμή της ανακάλυψής του, ο Μηχανισμός είναι αντικείμενο συνεχών ερευνών. Αρχαιολόγοι, φιλόλογοι, μηχανολόγοι, φυσικοί προσπαθούν να λύσουν το αίνιγμα των Αντικυθήρων. Τον χαρακτήριζαν αστρολάβο, πλανητάριο, ρολόι. Η προηγμένη τεχνολογία βοήθησε πολύ στο να αποκαλυφθούν όλο και περισσότερα κομμάτια του παζλ. Η αποκατάσταση της μορφής και της θέσης των γραναζιών βοηθήθηκε πολύ από ακτινογραφίες, γραμμικές τομογραφίες και τρισδιάστατες απεικονίσεις με υπολογιστικές τομογραφίες με ακτίνες Χ.

Τα πορίσματα των παραπάνω ερευνών έχουν οδηγήσει σε διάφορες προτάσεις αποκατάστασης. Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως το πολύπλοκο σύστημα οδοντωτών τροχών, αξόνων και δεικτών ήταν μέσα σε ξύλινο πλαίσιο που στις δύο μεγάλες επιφάνειες έφερε μεταλλικές πλάκες [9]. Οι δύο όψεις έφεραν τα ‘ρολόγια’ όπου παρουσιαζόταν το αποτέλεσμα της μέτρησης. Τα μεταλλικά μέρη ήταν κατασκευασμένα από κράματα χαλκού, κασσίτερου και μολύβδου σε διάφορες αναλογίες. Το σημαντικότερο είναι πως οι χάλκινοι τροχοί και οι πλάκες που αποτελούν το μηχανισμό φέρουν αριθμούς, σύμβολα και επιγραφές, που αποτελούν τα κλειδιά για την κατανόηση της λειτουργίας του.

Πρώτα από όλα όμως είναι απαραίτητη η γνώση της αστρονομίας της εποχής και του τι σημαίνουν οι αριθμοί που σημειώνονται στους τροχούς. Ο Μηχανισμός βασίζεται στο γεωκεντρικό πλανητικό μοντέλο που πίστευαν την εποχή. Κατά την αρχαιότητα γινόταν παράλληλη χρήση ηλιακών ετών και σεληνιακών μηνών. Προέκυπτε όμως το πρόβλημα πως ένα ηλιακό έτος 365 ημερών δεν περιείχε ακέραιο αριθμό σεληνιακών μηνών. Ο μαθηματικός και αστρονόμος Μέτων είχε ήδη προτείνει έναν κύκλος 19 ετών, που περιείχαν κατά προσέγγιση 235 σεληνιακούς μήνες. Άλλος σημαντικός κύκλος είναι αυτός του Καλλίπου που περιλαμβάνει 76 ηλιακά έτη και αποτελεί βελτιστοποίηση του κύκλου του Μέτωνος, μιας και είναι πιο κοντά σε ακέραιο αριθμό συνοδικών μηνών. Και τέλος ο λεγόμενος κύκλος του Σάρου που διαρκεί 223 σεληνιακούς μήνες είναι η περίοδος στην οποία επαναλαμβάνονται οι εκλείψεις του ηλίου και της σελήνης με απόκλιση μόνο 8 ωρών. Αυτό το τελευταίο πρόβλημα απόκλισης λύνεται με τον ‘Εξελιγμό’, που είναι το τριπλάσιο του κύκλου του Σάρου και άρα η τελειοποίηση στον υπολογισμό της περιοδικότητας των εκλείψεων. Αυτοί οι αριθμοί, μαζί με επιγραφές που δηλώνουν γνωστά στην εποχή ουράνια σώματα, είναι χαραγμένοι στις χάλκινες πλάκες του Μηχανισμού.

Πώς συνδέονται όμως και πώς λειτουργούν τα γρανάζια και οι διάφοροι δίσκοι; Οι οδοντωτοί τροχοί ήταν έτσι συμπλεγμένοι μεταξύ τους, ώστε οι περιστροφές τους να πολλαπλασιάζονται και να διαιρούνται ανάλογα με την περιοδικότητα του κύκλου που αναπαριστούν. Η αρχή γι’ αυτό είναι απλή: αν ένας τροχός με 100 δόντια μεταδίδει την κίνησή του σε έναν άλλο που έχει 50 δόντια, τότε ο δεύτερος θα περιστρέφεται δύο φορές πιο γρήγορα. Πέρα από τις απλές συμπλοκές τροχών υπήρχαν και επικυκλικά γρανάζια, των οποίων ο άξονας βρισκόταν πάνω σε άλλον περιστρεφόμενο τροχό. Μια χειροκίνητη λαβή κινούσε ταυτόχρονα όλους τους δείκτες και τα γρανάζια του μηχανισμού και το αποτέλεσμα φαινόταν στις δύο επιφάνειες με τους δείκτες.

Με τις κινήσεις των τροχών και τις διαιρέσεις και τους πολλαπλασιασμούς των περιστροφών ο Μηχανισμός υπολόγιζε το χρόνο με βάση όχι μόνο τα ηλιακά έτη αλλά και τους σεληνιακούς μήνες. Τα τελευταία πορίσματα των ερευνών δείχνουν πως πιθανότατα προέβλεπε τις θέσεις των τότε γνωστών ουράνιων σωμάτων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: του Ήλιου, της Σελήνης, της Αφροδίτης, του Άρη, του Ερμή, του Δία και του Κρόνου. Μαζί με τις θέσεις αυτών των σωμάτων υπολόγιζε τις εκλείψεις της Σελήνης και του Ήλιου. Η Σελήνη πιθανότατα αναπαρίσταται ως μια σφαίρα με τη μισή επιφάνεια άσπρη και την άλλη μισή μαύρη, ώστε να υποδεικνύονται οι εκλείψεις. Άλλοι δίσκοι έφεραν τα ονόματα των σημαντικών πανελλήνιων θρησκευτικών αγώνων της εποχής: Ολύμπια, Νέμεα, Ίσθμια κ.ά. Ο μηχανισμός αυτός αναπαριστούσε τις κινήσεις όλου του γνωστού κόσμου και τη θέση της θρησκευτικής ζωής σε αυτόν.

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι πραγματικά ένα μικρό θαύμα της ελληνιστικής διάνοιας. Δεν έχει χαρακτηριστεί άδικα ο πρώτος αναλογικός υπολογιστής της ιστορίας μιας και διαθέτει εκπληκτική ακρίβεια στα αποτελέσματά του. Επίσης είναι ενδεικτικό τεχνούργημα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας της εποχής. Αποτελεί αποκορύφωμα της επιστημονικής έρευνας και συνδυασμού των επιστημών -μαθηματικά, φυσική και αστρονομία- που ανθούσε σε μεγάλα κέντρα, κυρίως στην Αλεξάνδρεια, του 1ου αι. π.Χ.

Αστρολογία

Η αστρολογία είναι μια από τις αρχαιότερες απόκρυφες επιστήμες, και υπο μία έννοια, ο πρόγονος της αστρονομίας – χωρίς να μπορεί να διαχωριστεί πλήρως από αυτή. Βασισμένη στα μαθηματικά και την αστρονομία, έχει χαρακτηρισθεί ως η πιο «επιστημονική» από όλες τις απόκρυφες επιστήμες. Μπορεί να οριστεί με κάποια ελαστικότητα ως μια μέθοδος επικοινωνίας ανάμεσα σε ουράνια δρώμενα και τη δραστηριότητα στο ανθρώπινο χώρο/βασίλειο. Οι ρίζες της βρίσκονται τους Χαλδαίους, μια κάστα Βαβυλώνιων ιερέων στην Μεσοποταμία, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούσαν τις αστρονομικές τους γνώσεις για την καθιέρωση ημερολογίων και τον καθορισμό ημερομηνιών θρησκευτικών εορτασμών. Στη νεότερη αρχαιότητα αποκαλούσαν «Χαλδαίο» κάθε αστρολόγο ανεξάρτητα από το ένα καταγόταν από την Μεσοποταμία ή όχι. Η Ελληνιστική αστρολογία είναι μια Ελληνο-ρωμαϊκή αστρολογική παράδοση οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται στην περιοχή της Μεσογείου γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ, και εξασκείτο έως τον 7ο περίπου αιώνα. Πηγή πολλών σύγχρονων παραδόσεων της αστρολογίας που εξακολουθούν ανά τον κόσμο σήμερα, η Ελληνιστική αστρολογία ήταν μια σύνθεση των παραδόσεων αστρολογίας της αρχαίας Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Η αστρολογική παράδοση ταξίδεψε σε άλλες ελληνοποιημένες περιοχές μέσης ανατολής, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο - η οποία ήταν πρόσφορο έδαφος για την μαγεία και τις απόκρυφες επιστήμες-, αλλά και στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. ο Βέρωσος, ένας Βαβυλώνιος ιερέας, αφιέρωσε στον Βασιλιά Αντίοχο Α’ – τον δεύτερο κυβερνήτη της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών – ένα έργο σχετικά με την Βαβυλωνιακή ιστορία το οποίο συμπεριλάμβανε αστρολογικές θεωρίες. Το έργο αυτό συνέχισε φαίνεται πως συνέχισε το ταξίδι του στην Αίγυπτο, όπου το δεύτερο μισό του 2ο αιώνα π.Χ. συντέθηκε ένα φιλόδοξο αστρολογικό κείμενο που αποδιδόταν στους Νεχεπσό και Πετόσιρι. Το νέο αυτό δόγμα διαδόθηκε γρήγορα μέσα στον Ελληνικό κόσμο και συζητιόταν με ζέση από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Ο Αριστοτέλης είχε ήδη περιγράψει τα αστέρια σαν όντα με υπερφυσική ευφυΐα, άυλες θεότητες, και τους είχε αποδώσει ένα ορθολογικό είδος επιρροής στη γη. Οι περισσότεροι από τους Στωικούς φιλοσόφους αποδέχτηκαν την αστρολογία λόγω της πίστης τους στην μοίρα και στην αποδοχή του νόμου της κοσμικής συμπάθειας. Παρόλα αυτά, σκεπτικιστές εντός (π.χ. ο Καρνεάδης) αλλά και εκτός (π.χ. ο Σέξτος Εμπειρικός) της ύστερης Ακαδημίας του Πλάτωνος απέρριψαν την αστρολογία.

Όπως η μαγεία και άλλες απόκρυφες επιστήμες, η αστρολογία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Αίγυπτο. Δημιουργήθηκε σύστημα βασισμένο στις αρχές που είχαν διατυπωθεί από τους Χαλδαίους ιερείς και αστρολόγοι ήταν τώρα διαθέσιμοι σε συνηθισμένους ανθρώπους – δεν είχαν πρόσβαση μόνο οι προνομιούχοι δηλαδή – οι οποίοι τους συμβουλεύονταν για κάθε θέμα (επαγγελματικά, πολιτική, ερωτικά). Κάποιοι αστρολόγοι δε, διεκδικούσαν για τους εαυτούς τους το κύρος ενός ιεροφάντη ή μάντη, και κατά αυτό τον τρόπο μοιράζονταν με τον μάγο ένα είδος απόκρυφης γνώσης η οποία τους έδινε δύναμη και εντυπωσίαζε τους πελάτες τους. Υπήρχε όμως και αυθεντικός «αστρικός μυστικισμός», ο οποίος αντιστοιχούσε στα θρησκευτικά συναισθήματα που οι αλχημιστές κάποιες φορές βίωναν.

Τα πρώτα Ελληνικά ωροσκόπια είναι διατηρημένα σε πάπυρους ή γκραφίτι από τον 1ο αιώνα π.Χ, αλλά η ίδια η πρακτική πρέπει να είναι πολύ παλιότερη. Τον πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ο Πτολεμαίος, έξοχος μαθηματικός και ικανός αστρονομικός παρατηρητής, έγραψε την Τετράβιβλο. Σε αυτό το έργο του αποπειράται να αποδείξει «επιστημονικά» την επιρροή των αστεριών στην ανθρώπινη ζωή και γενικότερα στη ζωή πάνω στη γη. Αναφέρει τις βασικές θεωρίες της αστρολογίας, και την εύρεση της ακριβής ώρας γέννησης με τη χρήση αστρολάβου. Θεωρεί την μαντική αστρολογία πιθανό κρατικό εργαλείο αλλά όχι αλάνθαστο οδηγό. Αντιμετωπίζει τους κριτικούς και τους σκεπτικούς (προβλέποντας κάποια από τα επιχειρήματα που ο Σέξτος Εμπειρικός παραθέτει στο «προς αστρολόγους», το οποίο είχε γραφτεί περίπου το 200 μ.Χ.).

Αλχημεία

Δωμάτια σε πύργους γεμάτα μπουκαλάκια και καπνούς, μια μυρωδιά από θειάφι να τρυπάει τα ρουθούνια και κάπου στο βάθος μια σκοτεινή φιγούρα ενός μάγου παρατηρεί με προσοχή και αγωνία μια χημική αντίδραση που μπορεί να τον φέρει πιο κοντά στο στόχο του: να παρασκευάσει το ελιξίριο της ζωής!

Κάπως έτσι φανταζόμαστε συνήθως τους αλχημιστές άλλων καιρών, τους προδρόμους των σημερινών χημικών. Ίσως η πραγματικότητα να μην απέχει πολύ, τουλάχιστον όσον αφορά στο Μεσαίωνα. Ωστόσο, η αλχημεία της Δύσης έχει τις ρίζες της στην Ελληνιστική εποχή, όταν η περιέργεια και η φιλοσοφική-μυστικιστική σκέψη μεταφράστηκαν στην «Τέχνη», όπως ονόμαζαν την πρακτική αυτή.

Αλχημεία είναι η ονομασία που δόθηκε στην Ευρώπη από το 12ο αι. σε μία πρακτική που προσπαθούσε να ανακαλύψει τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και κόσμου και να τη χρησιμοποιήσει προς όφελος του ανθρώπου.

Η αλχημεία μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόκρυφη φιλοσοφία ή επιστήμη, η οποία βασιζόταν στην ιδέα της «συμπάθειας», δηλαδή της σύνδεσης των μερών του κόσμου και συνδέεται στενά με την αστρολογία και τη μαγεία. Στόχος της ήταν τα μεγάλα ανθρώπινα αγαθά: ο πλούτος, η μακροβιότητα και η αθανασία και στηριζόταν στην πίστη ότι η φύση περιελάμβανε ανταγωνιστικές, αντίθετες δυνάμεις π.χ. ζεστό-κρύο, θετικό-αρνητικό κ.τ.λ. Η αλχημεία εξασκούνταν στην αρχαία Αίγυπτο αλλά πήρε νέα πνοή και αναπτύχθηκε με την έλευση Ελλήνων επιστημόνων κατά την ελληνιστική περίοδο.

Η δυτική αλχημεία, λοιπόν, ξεκινά από την αρχή της ελληνιστικής περιόδου, παρ’ όλο που ο κατεξοχήν αλχημιστής, ο Ζώσιμος ο Πανοπολίτης, έζησε τον 4ο αι. μ.Χ. Για καλή μας τύχη, έχουν σωθεί αρκετά χειρόγραφα για να πάρουμε μια ιδέα για το τί συνέβαινε τότε, τα οποία περιέχουν και συνταγές, οι οποίες συνήθως διατυπώνονται με ασάφεια. Το έργο του Ζωσίμου φανερώνει ότι η θεωρία της αλχημείας εστιάστηκε στην άποψη ότι υπάρχει μια ουσία που μπορεί να επιφέρει την επιθυμητή μεταμόρφωση στιγμιαία, μαγικά. Αυτήν την ονόμασε «βαφή», ενώ άλλες φορές αναφέρεται ως «σκόνη», που από τα αραβικά (al-iksir) πέρασε στα λατινικά ως «elixir» και τελικά έγινε η λεγόμενη «φιλοσοφική λίθος».

Η πρακτική, λοιπόν, πλευρά της αλχημείας περιελάμβανε την παρασκευή ελιξιρίων, βαφών, απομιμήσεων χρυσού -η μετατροπή, άλλωστε, βασικών μετάλλων σε χρυσό και ασήμι ήταν από τους βασικούς στόχους των αλχημιστών- με τη βοήθεια ειδικών οργάνων που κατασκεύαζαν (π.χ. αποστακτήρια). Τα μέταλλα που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές (χρυσός, άργυρος, χαλκός, μόλυβδος, σίδηρος, κασσίτερος) ήταν όλα γνωστά πριν την εμφάνιση της τέχνης αυτής. Ο υδράργυρος, όμως, ανακαλύφθηκε μάλλον γύρω στο 300 π.Χ. και αυτή η ανακάλυψη είχε αποφασιστική σημασία, ενώ ζωτικής σημασίας ήταν και το θείο. Προχωρούσαν σε πειράματα, ενώνοντας μέταλλα μεταξύ τους και μελετώντας την αλληλεπίδραση των στοιχείων. Κεντρική σημασία έπαιζε η λεγόμενη «μεταστοιχείωση»: οι μεταβολές, όπως η μετάβαση από την αρρώστια στην υγεία, για παράδειγμα.

Ωστόσο, υπήρχε και μια πνευματική-μυστικιστική διάσταση, ο αλχημιστής αναζητούσε και την πνευματική τελειότητα. Πολλές πρακτικές μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως θυσιαστήριες προσφορές ενός μυημένου στα υψηλότερα μυστήρια αλχημιστή.

Ο απόκρυφος χαρακτήρας αυτής της τέχνης γίνεται αντιληπτός και μέσα από τα σωζόμενα κείμενα, τα οποία είναι εξαιρετικά δυσνόητα και μοιάζουν να έχουν μυστικά νοήματα. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και η λεγόμενη «Σμαραγδένια Τράπεζα», ένα δυσνόητο αλχημιστικό κείμενο του 12ου αιώνα, το οποίο είχε χαραχθεί από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο (ταυτίζεται με τον αιγυπτιακό θεό Θωθ) σε σμαραγδένια πλάκα και βρισκόταν στον τάφο του. Αυτό το κείμενο φαίνεται να προέρχεται από αραβική μετάφραση κάποιου ελληνιστικού έργου και θεωρείται ότι βρίθει μυστικών νοημάτων τα οποία μόνο οι μυημένοι στην τέχνη της αλχημείας μπορούν να αντιληφθούν.

Η αλχημεία μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μια μορφή ελληνιστικού μυστικισμού και τελικά δεν είναι απλά μια επιστήμη αλλά ένας τρόπος ζωής, ένα δύσκολο μονοπάτι προς την τελειότητα της ψυχής και της ύλης που μόνο λίγοι είχαν τη δύναμη και τη γνώση να το διαβούν.

Δημόκριτος

Ο Δημόκριτος γιός του Ηγησίστρατου γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης, μια αποικία των μικρασιατικών Κλαζομενών και της Τέω, γύρω στο 460 π.Χ. Αν και η οικογένειά του είχε αριστοκρατικές ρίζες, ο πατέρας του εμφορούνταν από δημοκρατικές πεποιθήσεις, τις οποίες υιοθέτησε και ο φιλοσοφος. Στην πόλη που γεννήθηκε δέχτηκε τα πρώτα μαθήματα ως μαθητής του Λεύκιππου, ενώ μάλλον είχε την τύχη να γνωρίσει και τον Αναξαγόρα.

Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας κοσμοπολίτης και ταξίδεψε πολύ, πήγε μάλιστα και στην στην Αθήνα, αλλά έφυγε πικραμένος γιατί δεν αναγνωρίστηκε όπως περίμενε.

Προβλέποντας με την παρατήρηση άσχημα καιρικά φαινόμενα, προειδοποίησε τους συμπολίτες του που κατάφεραν έτσι να σώσουν την περιουσία τους με αποτέλεσμα η πόλη των Αβδήρων να τον ανταμείψει για την υπηρεσία που πρόσφερε με τις γνώσεις του. Όταν διάβασε δημόσια στους συμπολίτες του το έργο του «Μέγας Διάκοσμος», του αποδόθηκαν τιμές μαζί με το ποσό των πεντακοσίων ταλάντων και στήθηκαν ανδριάντες προς τιμήν του.

Από την σχολή που ίδρυσε ο Δημόκριτος στα Άβδηρα πέρασαν σημαντικοί άνθρωποι, ανάμεσά τους και ο Ανάξαρχος, ένας από τους ακόλουθους του Μ. Αλεξάνδρου, και ο δάσκαλος του Επίκουρου, ο Ναυσιφάνης από την Τέω. Αν και διδάχτηκε την έννοια των ατόμων από τον Λεύκιππο, ο αβδηρίτης φιλόσοφος ήταν εκείνος που εμπνεύστηκε την θεωρία του ατόμου, υποστηρίζοντας ότι τα άτομα κινούνται, σε αντίθεση με τη σχολή των Ελεατών που μέχρι τότε διακήρυττε την ακινησία τους. Ο Δημόκριτος, όπως και ο Λεύκιππος, πίστευαν ότι τα άτομα δεν διαιρούνται, επομένως δεν πεθαίνουν, άρα θα υπάρχουν για πάντα. Υπήρξε ο τελευταίος των προσωκρατικών φιλοσόφων και θεωρείται ότι είναι αυτός που εισάγει στην φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής, με την έννοια ότι υπήρξε σταθερά προσηλωμένος στην κατανόηση της φύσεως (δηλ. της πραγματικότητας) και της ύλης. Μένοντας πιστός στην διάκριση του Παρμενίδη μεταξύ όντος και μη-όντος, ο Δημόκριτος παραθέτει ως βασική αρχή της φύσης το δόγμα: «Δεν υπάρχει τίποτε, παρά μόνον τα άτομα και το κενό»

Όλες οι υπόλοιπες γνώσεις μας είναι συμβατικές. Μάλιστα αυτές που προσφέρουν οι πέντε αισθήσεις είναι παραπλανητικές και ανήκουν στην νόθα γνώση. Το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τον άνθρωπο. Τα άτομα αποτελούν την ελάχιστη και μη διαιρετή μονάδα της ύλης. Οι ποικίλες συγκεντρώσεις των ατόμων δημιουργούν τις μορφές που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος.

Ο Δημόκριτος συνέγραψε περίπου εβδομήντα έργα με θέματα γύρω από την ηθική, την φυσική, την φύση, τα μαθηματικά, την μουσική. Το νήμα της ατομικής φιλοσοφίας θα ξαναπιάσει ο Επίκουρος μέσω του δασκάλου του Ναυσιφάνη, που υπήρξε μαθητής του Δημόκριτου. Την φιλοσοφία του περί Ατόμων μετέφερε στα λατινικά το διδακτικό έπος του Λουκρήτιου De Rerum Natura (Περί Φύσεως) την ατομική φιλοσοφία του Δημοκρίτου.

Ο Δημόκριτος αντιμετώπιζε τη ζωή με αισιοδοξία και έζησε ως τα βαθιά γεράματα, πλησιάζοντας, σύμφωνα με άλλους ξεπερνώντας τα εκατό. Η πολιτεία, τιμώντας τον, φρόντισε για την κηδεία του που έγινε δημοσίᾳ δαπάνῃ.

Επίκουρος και Επικούρειοι

Ο Επίκουρος (341-270 π.χ.), γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους κληρούχους, τον Νεοκλή και τη Χαιρεστράτη, και επέστρεψε στην Αθήνα κατά την εφηβεία του, ενώ στη συνέχεια έζησε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας, τη Λάμψακο και τη Μυτιλήνη. Η ταραγμένη ιστορική περίοδος της παιδικής του ηλικίας χαρακτηρίζεται από την νέα οικουμενική τάξη πραγμάτων ενώπιον της οποίας βρέθηκαν οι παλιές ελληνικές πόλεις, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αθήνα και οι κληρουχίες της που πλέον εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των ελληνιστικών ηγεμονικών κρατών. Ο Επίκουρος δέχθηκε εκπαίδευση από τον πλατωνικό φιλόσοφο Πάμφιλο και τον σκεπτικιστή Ναυσιφάνη, ενώ αργότερα δημιούργησε το δικό του φιλοσοφικό κύκλο στη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο. Το 307/6 π.Χ., αφού επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, δημιούργησε τη δική του φιλοσοφική σχολή, η οποία στεγάστηκε σε ένα μικρό κτήμα –τον μετέπειτα γνωστό ‘Κήπο’- ανάμεσα στο Δίπυλο και την Ακαδημία. Εκεί δίδαξε για 36 ολόκληρα χρόνια μέχρι και το θάνατό του.

Μαθητές του υπήρξαν τα αδέλφια του και πολλοί άλλοι, όπως ο Μητρόδωρος, ο Πολύαινος, ο Έρμαρχος, Κολώτης, ο Ιδομενεύς και αρκετές εταίρες της εποχής.

Σαφέστατα επηρεασμένη από τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της εποχής του, ιδωμένες με την κριτική ματιά του ανθρώπου που ζει και συλλογίζεται σε ένα κόσμο που αγωνίζεται να προλάβει το μεταβατικό του ιστορικό πλαίσιο, τις αλλαγές του οποίου βιώνει στην καθημερινή του ζωή, η διδασκαλία του Επίκουρου τοποθετεί την ανθρώπινη διανόηση στον ηθικό της προβληματισμό προτείνοντας λύσεις για μια απλή και ευχάριστη ζωή ( ζῆν ἡδέως) σε ένα φιλικό περιβάλλον και περίγυρο.

Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».

‘Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα’ (Επίκουρος, Κύριαι δόξαι, 5).

Από την πλούσιο έργο του Επίκουρου, μόνο περίπου σαράντα τίτλοι έργων του (Περί φύσεως, Περί ατόμων και κενού, Περί τέλους, Περί Έρωτος, κλπ) διασώθηκαν από τον μεταγενέστερο Διογένη Λαέρτιο, ιστορικό της φιλοσοφίας και βιογράφο του 3ου αι. μ.Χ., ενώ αυτούσια αποσπασματικά αποφθέγματα σώζονται μόνο από τρία γράμματα και τη διαθήκη του.

Οι φιλοσοφικοί του προβληματισμοί και οράματα μετουσιώνονται παραδειγματικά στην ίδια τη σύσταση, οργάνωση και τη διεξαγωγή του καθημερινού βίου στον ΄’Κήπο’ του, όπου στο φυσικό αυτό περιβάλλον δεχόταν με ήρεμη και περιποιητική διάθεση όλους τους μαθητές του, ανεξαιρέτως φύλου ή κοινωνικής ταυτότητας. Η φιλοσοφική εκπαίδευση συνίστατο στην καθημερινή συναναστροφή, την ψυχική ηρεμία και κοινωνία με τους μαθητές του και σε ευκαιριακή και μη συστηματική διδασκαλία.

Για τον Επίκουρο, η ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή του ανθρώπου εξαρτάται από τη σωστή πρόσληψη και επεξεργασία αφενός της ‘ηδονής’ (ευχαρίστησης) και αφετέρου του φόβου και του πόνου. Έτσι, και η διανόηση και οι επιστήμες οφείλουν να υπηρετούν την ανθρώπινη ευτυχία και όχι να στοχεύουν σε επιστημολογικές προσεγγίσεις. Η ανθρώπινη ψυχή και οι αισθήσεις που συνδέονται με τη νόηση αναδεικνύονται σε κατεξοχήν μέσα πρόσληψης και αφομοίωσης της ευτυχίας.

Το Επικουρικό σύμπαν παραμένει αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνίσταται στο συνδυασμό του κενού με άπειρους σχηματισμούς ατόμων που δημιουργούν τα όντα, τα οποία υπάρχουν σε αμέτρητους κόσμους με τις δικές τους διαστάσεις και ιδιότητες. Η ψυχή αποτελεί και αυτή ένα από τα μόρια του σύμπαντος που με το θάνατο διασπάται και σκορπίζεται χωρίς περαιτέρω τελεολογικές προεκτάσεις ή αναγκαία συναισθηματική φόρτιση απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου. Η απουσία μεταθανάτιας διάστασης της Επικούρειας φιλοσοφίας συνδυάζεται και με την αποποίηση ενεργού ρόλου των θεών στην ανθρώπινη πραγματικότητα· η τελευταία διαδραματίζει το δικό της ρόλο ξέχωρα από τη θεϊκή βούληση ή ενδιαφέρον και υπόκειται σε αμοιβαία συμφωνία των ανθρώπων για μεταξύ τους αλληλοϋποστήριξη, ενώ το κράτος έχει ως πρωταρχικό ρόλο την ασφάλεια και ευτυχία του πολίτη. Όσον αφορά στο θάνατο, ο Επίκουρος καταπολέμησε το φόβο απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα, διδάσκοντας ότι ο φόβος βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος ισοδυναμεί με απώλεια αίσθησης.

Πιστεύοντας ότι η Αστρολογία είναι αγυρτεία, ο Επίκουρος εμπνεύστηκε από τη Μετεωρολογία και Αστρονομία, προσδίδοντας στην υφή και την κίνηση των ουρανίων σωμάτων και φυσικών φαινομένων καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ηρεμίας και αποβολή του ανθρώπινου άγχους. Όσον αφορά δε στην προσέγγισή του φυσικού κόσμου απορρίπτεται κάθε μυθοπλαστική εξήγηση.

Το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ηθικής, κατά τον Επίκουρο, είναι η παγίωση της ψυχικής ευεξίας μέσω της ψυχικής γαλήνης, την οποία συνδέει με την οργανική ηδονή, ως μετουσίωση και βιωματική εμπειρία της ανυπαρξίας σωματικού πόνου και αταραξία της ψυχής. Η απόκτηση ψυχικής ευεξίας συνίσταται επίσης στον ήρεμο βίο παρέα με αληθινούς φίλους, μακριά από τα φώτα της δημόσια πολιτικής ζωής και τις υπέρμετρες φιλοδοξίες.

Η φιλοσοφική οπτική του Επίκουρου αντιμετωπίστηκε με ποικίλες αντιδράσεις. Καταπολεμήθηκε από πολλούς, όπως ο Επίκτητος, ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ο Πλούταρχος, κλπ, για αυτές του τις ιδέες, ενώ αντιθέτως αποθεώθηκε από σύγχρονους και μεταγενέστερούς του για την απαράμιλλη προσφορά του στην εκλογίκευση του φυσικού κόσμου, την καταπολέμηση του φόβου και της δεισιδαιμονίας, και την ηθική προσέγγιση της ανθρώπινης πραγματικότητας με γνώμονα την απλή και ευτυχισμένη ζωή.

Η διδασκαλία του Επίκουρου διαδόθηκε γρήγορα σε πολλές γωνιές της ελληνιστικής οικουμένης και αργότερα του ρωμαϊκού κόσμου, παρηγορώντας γενιές ανθρώπων απέναντι στα συναισθήματα του φόβου αλλά και τον πόνο. Στο ‘Κήπο’ συνέχισαν να διδάσκουν οι διάδοχοί του: ο Έρμαρχος (271-240 π.Χ.), ο Πολύστρατος (240-210 π.Χ.), ο Διονύσιος (210-180 π.Χ.), ο Βασιλείδης (180-150 π.Χ.), ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος (150-120 π.Χ.) που έδωσε την πρώτη επικουρική ιστορία της φιλοσοφίας, ο Δημήτριος ο Λάκκων (120-190 π.Χ.) που ξεκαθάρισε τις παλαιές διδασκαλίες του Κήπου. Ο Φιλωνίδης μετέφερε τον Επικουρισμό στην απέραντη επικράτεια των Σελευκιδών. Τον 1ο αι. π.Χ., ο Ζήνων ο Σιδώνιος, μαθητής του Καρνεάδη, δίδασκε στην Αθήνα λύσεις σε προβλήματα λογικής, φυσικής και ηθικής φύσεως, ενώ ο Φαίδρος δίδασκε τον Επικουρισμό στη Ρώμη. Το 2ο αι. π.Χ., ο Φιλόδημος από την Κοίλη Συρία επηρέασε με τις διδαχές του τον Βιργίλιο και τον Οράτιο, ενώ λίγο αργότερα ο Λουκρήτιος τραγούδησε ενάντια στο μίσος και την αμάθεια, παράγοντας το μόνο επικουρικό σύγγραμμα - De rerum natura - που σώθηκε ακέραιο ως πνευματική κληρονομιά στον άνθρωπο και την αναζήτηση της ευτυχίας.

Στο σύγχρονο κόσμο, η φιλοσοφία του Επίκουρου έθεσε τις βάσεις της υλιστικής μεταφυσικής και επηρέασε τις θεωρήσεις πολλών στοχαστών και αρκετών πολιτικών, όπως την πρώϊμη σκέψη του Καρλ Μάρξ, αλλά και του Λένιν.

Κυνισμός

Ο Κυνισμός υπήρξε μια φιλοσοφική σχολή ή κατ’άλλους ένα φιλοσοφικό ρεύμα συνυφασμένο με ιδιαίτερη στάση ζωής, η αρχική διαμόρφωση του οποίου τοποθετείται στον 4ο αι. π.Χ. Ανήκε στις λεγόμενες ‘σωκρατικές σχολές’ (Μεγαρική, Κυρηναϊκή, Ηλειακή, κλπ) που ιδρύθηκαν από μαθητές και φίλους του Σωκράτη και οι οποίες πραγματεύονταν το νόημα της ζωής με επίκεντρο την ηθική. Οι Κυνικοί υιοθέτησαν τις ηθικές διδαχές του Σωκράτη αναδεικνύοντας όμως ένα νέο τύπο φιλοσόφου, τον περιπλανώμενο κοσμοπολίτη και απαθή ως προς τα υλικά αγαθά σοφό.

Η ίδρυση της κυνικής φιλοσοφίας αποδίδεται στον Αντισθένη από την Αθήνα, μαθητή των σοφιστών Γοργία, Ιππία και Πρόδικου και του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε στο γυμναστήριο του Κυνοσάργους. Από τους πρώτους κυνικούς φιλοσόφους, φημισμένοι υπήρξαν ο Διογένης από τη Σινώπη, ο Κράτης ο Θηβαίος και τα αδέλφια Μητροκλής και Ιππαρχία. Ο Διογένης, μαθητής του Αντισθένη, εξαιτίας του αντισυμβατικού τρόπου ζωής του που περιφρονούσε τις ανέσεις και τις ηδονές της καθημερινής ζωής, χαρακτηρίστηκε αναιδής και επονομάστηκε ‘κύων’ –σκύλος δηλαδή- προσδίδοντας την επωνυμία ‘Κυνική’ στη συγκεκριμένη φιλοσοφική σχολή. Ο Κράτης, μαθητής του Διογένη, έμεινε γνωστός για τον αλτρουισμό του, αφού περιφρονώντας κάθε έννοια ιδιοκτησίας έθεσε την περιουσία του στο δημόσιο συμφέρον της πατρίδας του -της πόλης των Θηβών- και συνέχισε τη ζωή του με μία ράβδο (βακτηρία) και το σάκο του (πήρα).

Αργότερα, το νέο ρεύμα των κυνικών που δημιουργήθηκε στα ελληνιστικά και συνέχισε στα ρωμαϊκά χρόνια -οι λεγόμενοι και ‘νεώτεροι Κυνικοί’- εκπροσωπήθηκε από το Βίωνα το Βαρυσθενίτη (3ος αι. π.Χ.), γνωστό για τις διατριβές του όπου πραγματεύεται με σαρκαστικό ύφος θέματα όπως η σκλαβιά και ο θυμός, τον Τέλη που έγραψε με ανάλογο ύφος για καταστάσεις όπως η φτώχια και ο πλούτος, το Μένιππο που εκπροσώπησε την ανανεωμένη κυνική φιλοσοφία του 2ου αι. π.Χ. και το Μενέδημο. Στο ίδιο ρεύμα ανήκαν και ποιητές που αναβίωσαν τη γνωμολογική ποίηση –τις συλλογές δηλαδή αποφθεγμάτων και ρήσεων-, όπως ο Φοίνιξ από την Κολοφώνα, ο Ποσείδιππος, ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος, ο Μελέαγρος, κλπ.

Οι Κυνικοί των ελληνιστικών χρόνων κινούνταν μέσα σε μια οικουμενική πραγματικότητα την οποία αντιλαμβάνονταν ταυτόχρονα ως μέλη αλλά και ως θεατές ενός θεατρικού έργου όπου ο καθένας έχει αναλάβει ένα ρόλο υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια των θεών ή της μοίρας. Η σάτιρα υπήρξε το κύριο εκφραστικό μέσο στις πραγματείες τους –τις γνωστές ‘διατριβές’-, με βάση το οποίο τοποθετούνταν σκωπτικά και περιφρονούσαν τις επιστήμες, τη θρησκεία, τον πολιτισμό εν γένει αλλά ακόμη και τον ίδιο τον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής.

Στα ρωμαϊκά χρόνια, στους Κυνικούς συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο Δημήτριος, ο Οινόμαος από τα Γάδαρα, ο Δημώνακτας, ο Θεαγένης, ο Δίων Χρυσόστομος, κλπ. Μάχιμοι υποστηρικτές της εγκράτειας και πολέμιοι των απολαύσεων και της πολυτέλειας, οι Κυνικοί φιλόσοφοι της εποχής στράφηκαν έντονα ενάντια στη θρησκεία και τις εύπορες τοπικές ελίτ που συγκέντρωναν στο πρόσωπό τους χρήμα, δόξα και πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα μέσα στις πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση.

Γενικότερα, οι Κυνικοί υπήρξαν κυρίως περιπλανώμενοι φιλόσοφοι που απέρριψαν τις παραδοσιακές κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις και βεβαιότητες τις εποχής τους. Σκοπός της φιλοσοφίας τους ήταν η ενασχόληση και η εξεύρεση λύσεων στα πραγματικά προβλήματα της καθημερινής ζωής μακριά από τη ματαιοπονία των αφηρημένων εννοιών. Ο λιτός και αντισυμβατικός τρόπος ζωής τους και η απορρέουσα ιδιόμορφη συμπεριφορά τους χαρακτηρίστηκε συχνά αντικοινωνική, αν και στην πραγματικότητα η υγιής κοινωνία ανθρώπων υπήρξε το επίκεντρο των προβληματισμών τους. Εξέφρασαν την αντίθεσή τους στα πορίσματα των πάγιων επιστημών και αμφισβήτησαν τη χρησιμότητά τους στην κατάκτηση της ανθρώπινης ευτυχίας, ενώ στην κριτική που ασκούσαν στα ήθη της εποχής τους επέλεξαν την συχνά προκλητική χρήση ειρωνείας και σαρκασμού με σκοπό τη γελοιοποίηση των κοινωνικών αξιών της εποχής που κατά τη γνώμη τους επισκίαζαν την αλήθεια στην κατάκτηση της αρετής. Διακήρυξαν την αξία της εσωτερικής ελευθερίας, μέσω της εσωτερικής αναζήτησης της αλήθειας και αυτογνωσίας. Αντίθετα, όσον αφορά στην αλληλεπίδραση του ατόμου με το εξωτερικό του πολιτισμικό περιβάλλον και κοινωνικό περίγυρο, υποστήριξαν και βίωσαν σε προσωπικό επίπεδο την εγκράτεια και απαλλαγή από τις υλικές απολαύσεις –πλούτος, ιδιοκτησία, κλπ- αλλά και την μετριοφροσύνη, μακριά από αναγνωρισιμότητα, δόξα και κατάκτηση τίτλων. Η εξάλειψη κάθε περιττής ανθρώπινης επιθυμίας εκτός των ορίων μιας υπεραπλουστευμένης και με ελάχιστες ανάγκες καθημερινής ζωής ήταν για τους κυνικούς η απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της αυτάρκειας και της ευδαιμονίας μέσω της προσωπικής αρετής που ταυτίζεται με την πραγματική ευγένεια του ατόμου. Η αρετή για τον Αντισθένη είναι υπαρκτή και μπορεί να διδαχθεί στον άνθρωπο όχι με τη γνώση και κατάκτηση επιμέρους επιστημονικών πεδίων αλλά μέσα από την προσεκτική σπουδή των λέξεων (αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις). Γενικότερα, οι Κυνικοί άσκησαν με σατυρικό τρόπο έντονη κριτική στα τεκμαιρόμενα της εποχής τους, στις αδικίες που σχετίζονταν με την άνιση κατανομή του πλούτου και τις κοινωνικές ανισότητες, την κατάρρευση πολλών ηθικών αξιών, το κυνήγι του κέρδους ακόμη και εις βάρος των οικογενειακών δεσμών, αλλά και τη συμπεριφορά των θεών απέναντι στους ανθρώπους, κλπ.

Η εικόνα του ολιγαρκή και αδιάφορου για τις υλικές απολαύσεις Κυνικού φιλοσόφου που ζει στο πιθάρι του συνοδευόμενος από τη βακτηρία και το φανάρι του ταξίδεψε ανά τους αιώνες και είναι ευρέως γνωστή στις μέρες μας μέσα από τους διάσημους πίνακες γνωστών ζωγράφων των προηγούμενων αιώνων που εικονογραφούν τον Κυνικό φιλόσοφο Διογένη, όπως παρουσιάζεται στις βιογραφίες του από τον Διογένη Λαέρτιο και τον Πλούταρχο. Τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν και τη συνάντηση του Διογένη με τον Μέγα Αλέξανδρο στην Κόρινθο, όπου στην ερώτηση του τελευταίου ως προς το ποια χάρη θέλει να του αποδοθεί, ο κυνικός φιλόσοφος απάντησε με την περίφημη ρήση του που ζητά από το στρατηλάτη να μετακινηθεί γιατί του έκρυβε το φως του ηλίου.

Σκεπτικισμός

Οι απαρχές της σκεπτικής φιλοσοφίας ανάγονται στον Πύρρωνα τον Ήλειο (360-270 π.Χ.), φιλόσοφο και ιερέα που ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του μέχρι την Ινδία. Εκεί λέγεται ότι ήρθε σε επαφή με τις ανατολικές φιλοσοφίες, υπό την επίδραση των οποίων διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής απομόνωσης, γαλήνης και αταραξίας. Ο Πύρρων, που έδωσε το όνομά του στο φιλοσοφικό ρεύμα του Πυρρωνισμού, δεν άφησε γραπτά κείμενα. Τη διδασκαλία του ενέταξε σε σατιρικούς στίχους ο μαθητής του Τίμων ο Φλειάσιος και κατέγραψε ο φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα Σέξτος Εμπειρικός.

Οι Πυρρωνιστές αμφισβήτησαν κάθε είδους δόγμα, αλλά και την κατάκτηση της αλήθειας καθεαυτήν. Oι εμπειρίες και τα φαινόμενα ήταν για αυτούς οι μόνοι τρόποι μέσω των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να έρθει σε επαφή με τα πράγματα, ενώ η βαθύτερη ουσία τους παραμένει άγνωστη. Σταδιακά, ο Πυρρωνισμός κατέληξε να σημαίνει τον σχετικισμό και την αμφισβήτηση εννοιών, όπως του καλού και του κακού, της γνώσης, της αλήθειας, ενώ γρήγορα επηρέασε την πλατωνική Ακαδημία και την έφερε σε αντιπαράθεση με τους Στωικούς. Ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός σήμαινε την απουσία οποιασδήποτε βεβαιότητας και την ανάπτυξη της διαλεκτικής και της επιχειρηματολογίας για την υποστήριξη ακόμη και διαμετρικά αντίθετων θέσεων, σημείο στο οποίο προσέγγιζε κάποια από τα διδάγματα των Σοφιστών.

Σύμφωνα με τον ορισμό του ίδιου του Σέξτου Εμπειρικού ‘Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βρίσκει κανείς με οποιοδήποτε τρόπο αντιθέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις κρίσεις: με το Σκεπτικισμό, εξ αιτίας της ισοδυναμίας (ισοσθένεια) που χαρακτηρίζει αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και επιχειρήματα, φτάνουμε πρώτα στην εποχή και από κει στην ψυχική ηρεμία (αταραξία)»

Στο Σκεπτικισμό, για οποιαδήποτε πεποίθηση υπάρχει και μία αντίθετη, ενώ η φιλοσοφική παλέτα ολοκληρώνεται και με την απόχρωση της αβεβαιότητας και της αδιαφορίας. Με βάση αυτή τη λογική, ο Σκεπτικισμός δεν απορρίπτει, αμφισβητεί ή αρνείται οποιαδήποτε θεωρία ή πεποίθηση, αλλά αντίθετα τείνει να τις εξετάζει όλες. ‘Σκέψις’ λοιπόν σημαίνει εξέταση, διαλογισμός, έρευνα και οι Σκεπτικοί ονομάστηκαν έτσι όχι γιατί αμφέβαλλαν ή διότι αρνούνταν ή επειδή εναντιώνονταν σε θεωρίες αλλά, επειδή διερευνούσαν ακατάπαυστα. Σκεπτικός σημαίνει ‘αυτός που εξετάζει μέσω της νόησης’, όπως επισημαίνει και το χαρακτηριστικό τους απόφθεγμα: ‘Προσωπικά και προς το παρόν δεν το γνωρίζω. Το διερευνώ’. Αυτή η φράση σηματοδοτούσε για το σκεπτικό φιλόσοφο τρία δεδομένα: α) το να μιλά μόνο για τον εαυτό του και για τη δική του άγνοια, β) να τοποθετεί την άγνοιά του στο παρόν, και επίσης γ) να ερευνά την αλήθεια και να ελπίζει ότι στο μέλλον θα τη βρει. Ο Σκεπτικός φιλόσοφος λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που ενώ παραδέχεται ανοιχτά την άγνοιά του, δεν μένει ικανοποιημένοςαπό αυτή αλλά αναζητά τις απαντήσεις. Αναζητά τη γνώση και προς το παρόν δεν τη βρίσκει. Ως εκ τούτου παραμένει ερευνητής. Παράλληλα θεωρεί ανέντιμο να ισχυριστεί ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει. Οι σκεπτικοί δεν κατέληγαν σε βεβαιότητες αλλά διερευνούσαν ακατάπαυστα. Έβλεπαν με επιφύλαξη κάθε τι που συνιστά πεποίθηση ή απόλυτη βεβαιότητα (δόγμα) και απέφευγαν να πάρουν θέση ή να αποφανθούν για οτιδήποτε.

Παρ όλο που ένας σκεπτικός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η άγνοια είναι καλύτερη από τη γνώση (δεν το γνωρίζει), δεν την αγαπά. Αγαπά την αλήθεια και φοβάται το λάθος. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό του Σκεπτικού. Η λαχτάρα για την αλήθεια είναι αυτή που θα φέρει την ευτυχία, αφού στόχος του Σκεπτικισμού είναι η ψυχική ηρεμία, η ευδαιμονία ή η αταραξία.

Μελετώντας όμως όλες τις θέσεις, οι σκεπτικοί είδαν ότι είναι ισοδύναμες με τις αντίθετές τους και ότι σε καμία δεν μπορούσαν να καταλήξουν με βεβαιότητα. Η θέση ότι μπορούμε να βασιστούμε στις αισθήσεις μας για να γνωρίζουμε, είναι κατά τους σκεπτικούς λανθασμένη διότι οι αισθήσεις μας πολλές φορές μας δίνουν ψευδείς πληροφορίες. Δεν μπορούμε λοιπόν ούτε να βασιστούμε σε εσωτερικές ενδείξεις διότι μπορεί να μας παραπλανήσουν. Άρα συνεχίζουμε να ερευνούμε.

Γενικότερα λοιπόν, οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι ψάχνοντας αρχικώς ένα κριτήριο για την αλήθεια και την πλάνη, προχώρησαν σε μια στάση διαρκούς αναμονής, και από κει κατέληξαν, κατά τύχη όπως ισχυρίζονται, στην αταραξία και στη συνεχή διερεύνηση. Να σημειώσουμε ότι ο αρχαίος σκεπτικισμός ήταν κυρίως μία εφαρμοσμένη φιλοσοφία. Ως εκ τούτου μπορούμε να πούμε ότι αυτός που ισχυρίζεται ότι βρήκε την αλήθεια είναι δογματικός. Αυτός που αρνείται ότι μπορεί να την ανακαλύψει ονομάζεται ακαδειμικός και αυτός που συνεχίζει να ψάχνει είναι ο πυρρώνειος σκεπτικός.

Στωϊκοί

Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.Χ. – περίπου 250 μ.Χ.) που ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την Ποικίλη Στοά, στην οποία οφείλει και την επωνυμία της η Σχολή.

Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, η ανθρώπινη φύση αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση.

Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το ‘κατά Φύσιν ζην’ που σημαίνει ‘κατ' Αρετήν ζην’. Η Αρετή αποτελεί το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι ‘αδιάφορα’.

Σύμφωνα με τον στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ' ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια, κ.λ.π.).

Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την ‘κοσμόπολη’ της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους. Ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.

Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, ‘ζώου λογικού, τελείου και νοερού’, που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.

Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, Naturales Quaestiones, 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, Επιστ. 95. 47 - 50).

Όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.

Νεοπλατωνισμός

O Νεοπλατωνισμός ή νεοπλατωνική φιλοσοφία ήταν το τελευταίο φιλοσοφικό ρεύμα της ελληνικής αρχαιότητας. Ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού είναι πρακτικά ο Πλωτίνος, αλλά ουσιαστικά ήταν ο δάσκαλος του ο Αμμώνιος Σακκάς. Εμφανίστηκε στο ιστορικό και στο πολιτιστικό προσκήνιο κατά τον 3ο-6ο αι. μ.X στην Αλεξάνδρεια και εξαπλώθηκε σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αναγέννησε την κλασική φιλοσοφία και ήταν η κυρίαρχη πνευματική δύναμη, εκτοπίζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά όλες τις υπόλοιπες φιλοσοφικές σχολές και τάσεις. Εισηγητές του υπήρξαν ο Αμμώνιος Σακκάς, ο οποίος περιεβάλλετο από έναν ευρύ κύκλο μαθητών, με σημαντικότερο όλων τον Πλωτίνο (189-270 μ.Χ), έναν από τους επιδραστικούς φιλοσόφους, ο οποίος υπήρξε και διευθυντής της σχολής που είχε ιδρύσει ο Αμμώνιος. Κυριότεροι των Νεο-Πλατωνιστών ήταν οι: Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Ωριγένης, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Πρόκλος, Μαρίνος, Ισίδωρος, Στοβαίος, Δαμάσκιος, Σιμπλίκιος, Σαλλούστιος, Θέων ο Αλεξανδρεύς, Υπατία, Συνέσιος, Ιεροκλής, Λογγίνος. Τον θάνατο του Πλωτίνου ακολούθησε η ίδρυση διαφόρων σχολών σε διαφορετικές περιοχές ανά τον κόσμο, που διατήρησαν ζωντανές τις νεοπλατωνικές διδασκαλίες, με κυριότερες από αυτές την νεοπλατωνική σχολή της Ρώμης, της Περγάμου, των Αθηνών, και της Αλεξάνδρειας.

Ο όρος νεοπλατωνισμός επινοήθηκε κατά τη νεότερη εποχή, ως αντιδιαστολή της διδασκαλίας του Πλάτωνα, όπως εκφράστηκε μέσα από τους διαδόχους του προς την αρχική διδασκαλία του ιδρυτή της Ακαδημίας. Η νεοπλατωνική φιλοσοφία αποτελούσε μία εκλεκτική, πολυθεϊστική σχολή φιλοσοφίας, η οποία είχε ως κύριο αντικείμενο την πνευματική φιλοσοφία, τη μεταφυσική αναζήτηση και τον μυστικισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προσπάθησε να συμβιβάσει την πλατωνική διδασκαλία και το αριστοτελικό σύστημα με την ανατολική θεοσοφία ενσωματώνοντας, παράλληλα, διάφορα στοιχεία από την ιουδαϊκή και τη χριστιανική θρησκεία. 'Έφτασε δε κατά το αποκορύφωμά του μεταξύ του 250-550 μ.Χ. και, στη συνέχεια, ετέθη στο περιθώριο, τουλάχιστον επίσημα, υπό την πίεση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού.

Ωστόσο, οι πλατωνικές διδασκαλίες έστω και συγκαλυμμένες, δεν έπαψαν να εμφανίζονται περιοδικά με τη μία ή την άλλη μορφή σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, επιδρώντας στον Μυστικιστικό Χριστιανισμό αρχικά μέσω του Κλήμη του Αλεξανδρέα και του Ωριγένη, αν και ο κύριος υπεύθυνος για τη διάδοσή τους ήταν ο Αυγουστίνος. Εκτός από τον Αυγουστίνο, τις ιδέες του νεοπλατωνισμού διέδωσε στη Δύση και ο φιλόσοφος Βοήθιος, ενώ στην ανατολική Εκκλησία ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε την Βυζαντινή σκέψη μέσω του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και του Μιχαήλ Ψελλού, γονιμοποίησε τη μεσαιωνική σκέψη μέσω του Αγίου Αυγουστίνου, ενώ επηρέασε και την Ισλαμική φιλοσοφία με την έλευση των Αράβων.

Ο Πλωτίνος, κατασκεύασε με τον νεοπλατωνισμό ένα ενιαίο επεξηγηματικό μοντέλο που περιέκλειε όλους τους τομείς της ύπαρξης και της σκέψης- βασισμένο στην οντολογία του Πλάτωνα, διαφορετικό, ωστόσο, από αυτήν σε πολλά σημεία, διαιρούσε την πραγματικότητα σύμφωνα με μια ιεραρχία επιπέδων της υπόστασης τα οποία συνδέονται με μία αδιάσπαστη συνέχεια: το Ev, ο Νους και η Ψυχή.

Κάθε επίπεδο εκπορεύεται από το αμέσως ανώτερο του, χωρίς αυτό το τελευταίο να υφίσταται ελάττωση της υπόστασης του. H βάση και η αρχή για οτιδήποτε υπάρχει είναι το Ev, το οποίο ονομάζεται επίσης και Αγαθό ή Θεός. Υπερβαίνει όλο το είναι και τη σκέψη. Είναι ασώματο και χωρίς ιδιότητες. To δεύτερο επίπεδο, ο Νους, αποτελεί τη θέση όπου βρίσκονται η πολλαπλότητα και οι ιδέες, και άρα οτιδήποτε υπάρχει πραγματικά. To τρίτο επίπεδο, η Ψυχή, θεωρείται εν μέρει η ψυχή του κόσμου και εν μέρει η ατομική ψυχή κάθε ανθρώπινου όντος, ζώου και φυτού. H ψυχή διαπνέει τον κόσμο, διαμορφώνοντας τον έτσι σε έναν ενιαίο οργανισμό.

Κάτω από τα τρία επίπεδα βρίσκονται οι ατελείς υποστάσεις του κόσμου των υλικών αντικειμένων, τον οποίο ο Πλωτίνος υποτιμούσε, καθώς ταύτιζε την ύλη με το κακό. Έτσι, έθεσε τα θεμέλια μιας μακρόχρονης παράδοσης εχθρότητας προς το σώμα. O ύψιστος ηθικός και πνευματικός στόχος του ανθρώπου συνίσταται, όπως έλεγε, στην υπερβατολογική ενότητα με το Ev αυτή προϋπέθετε την αποδέσμευση από οτιδήποτε σχετικό με το σώμα, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αυστηρό ασκητισμό.

Ο Πλωτίνος γεννήθηκε το 204 με 205 μ.Χ. στην Αίγυπτο και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη στην οποία δίδασκαν όχι μόνο οι επαγγελματίες του είδους, αλλά και επιφανείς άνδρες. Σκεπτόταν με αφετηρία τα έργα του Πλάτωνα και ουσιαστικά κράτησε από αυτά την αρχική θέση του Πλατωνισμού, η οποία διαχώριζε τον αισθητό κόσμο από τον κόσμο των Ιδεών. Θεωρούσε τον πρώτο κατώτερο και επιζητούσε άμεσα την απελευθέρωση και την αποδέσμευση του ανθρώπου από αυτόν. Ο ίδιος δεν έδινε τόσο σημασία στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου όσο στη δύναμη της ψυχής. Η ψυχή, κατά τη βασική θεωρία του των «τριών υποστάσεων», έχει θεϊκή προέλευση και θεϊκή υπόσταση. Η ψυχή δίνει πνοή στην αδιαμόρφωτη ύλη του κόσμου στην οποία συγκαταλέγονται και τα σώματα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος λοιπόν για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα της ψυχής του θα πρέπει να την αφιερώσει στον υπέρτατο σκοπό της ένωσης με το Θείο. Αν όμως λησμονήσει τη φύση της ψυχής του και αυτή αφιερωθεί εξολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών και «δεθεί» με την υποδεέστερη αξιολογικά εγκόσμια ύλη, η φυσική τιμωρία της θα είναι ο θάνατος μαζί με το σώμα. Έτσι λοιπόν η ψυχή όχι μόνο δεν ανταμείβεται – για το ότι θυσίασε την αρχική της επουράνια θέση για να ζωογονήσει την κοσμική ύλη – αλλά τιμωρείται εξαιτίας της αλαζονικής στάσης που κράτησε αφού την γοήτευσε η επιφανειακή χάρη της υλικής διάστασης.

Φιλοσοφία-Θρησκεία… Τελικά, πού σταματάει το ένα και πού αρχίζει το άλλο; Ίσως ο Χριστιανισμός να ενσωμάτωσε τόσο καλά τις αναζητήσεις του Νεοπλατωνισμού που να «αγκαλιάστηκαν» πια για τα καλά.

Υπατία

Έμεινε στην ιστορία ως η φιλόσοφος που έγινε βορά του μανιασμένου πλήθους των Χριστιανών της Αλεξάνδρειας. Για εκείνη γράφτηκαν πολλά και λέγονται ακόμα περισσότερα. Νέα, όμορφη, με λαμπρό μυαλό και τραγικό τέλος. Μια ζωή φτιαγμένη από το υλικό των παραμυθιών. Ποια ήταν στ’ αλήθεια, όμως, η Υπατία; Τι γνωρίζουμε για τη θρυλική, πλέον, μορφή της ιστορίας μας;

Υπατία: η ζωή και ο θάνατός της έχουν περάσει στο θρύλο. Περισσότερο ο βίαιος θάνατός της, γιατί η ζωή της έχει μείνει στο παρασκήνιο.

Η πρώτη εμφάνιση της Υπατίας στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία γίνεται το 18ο αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού. Φωτισμένο μυαλό κι εκείνη, δεν θα βρισκόταν καταλληλότερη εποχή για να τη «θυμηθεί» η ευρωπαϊκή διανόηση. «Υπατία ή η Ιστορία της πιο όμορφης, πιο ενάρετης, πιο μορφωμένης και με κάθε τρόπο ολοκληρωμένης δέσποινας» είναι ο τίτλος της πραγματείας ενός Προτεστάντη, του Τζον Τόλαντ, που δημοσιεύεται το 1720. Είναι η αρχή μιας σειράς έργων που αναφέρονται στη φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας, βασισμένων στις πληροφορίες για τη ζωή της που άντλησαν από το λεξικό της Σούδας και που καταδικάζουν απερίφραστα το φρικτό θάνατο που βρήκε στα χέρια του εξαγριωμένου πλήθους των Χριστιανών της πόλης που οδηγούνταν από τον Άγ. Κύριλλο. Ο Βολταίρος θα γράψει γι’ αυτήν στο «Φιλοσοφικό Λεξικό» του και θα επηρεάσει και τον Έντουαρντ Γκίμπον, ο οποίος θα αναπαράγει το μένος εναντίον του Αγ. Κυρίλλου και των Χριστιανών για τη δολοφονία της Υπατίας και θα βρει άλλο ένα επιχείρημα στη θεωρία του ότι για την πτώση του ένδοξου αρχαίου πολιτισμού υπαίτια ήταν η Χριστιανική θρησκεία.

Δεν χρειάζεται να απαριθμήσουμε τις εμφανίσεις της Υπατίας στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, παρά μόνο να επισημάνουμε ότι το μοτίβο της παρουσίασής της ως της πλέον ενάρετης και σοφής κοπέλας που πέφτει θύμα των Χριστιανών που τη φθονούν.

Οι πηγές από όπου προέρχεται η παράδοση για τη νέα και όμορφη φιλόσοφο και μαθηματικό είναι πολύ λίγες στην πραγματικότητα. Κάποια στοιχεία εντοπίζουμε στο Σωκράτη Σχολαστικό, ιστορικό της εκκλησίας του 5ου αι., ο οποίος όμως αφήνει ασαφές το ενδεχόμενο της εμπλοκής του Πατριάρχη Κυρίλλου στο λιντσάρισμα της κοπέλας. Το μόνο έργο στο οποίο κατηγορείται ευθέως ο Πατριάρχης και οι Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας είναι «Η ζωή του Ισιδώρου», του Δαμάσκιου.

Ας πούμε, όμως, λίγα λόγια για το τι πραγματικά φαίνεται να γνωρίζουμε από τη ζωή της. Μάλλον γεννήθηκε το 355 μ.Χ. Ο πατέρας της λεγόταν Θέων και σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας ήταν γεωμέτρης και φιλόσοφος. Φαίνεται, λοιπόν, η Υπατία να ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την έρευνα και τον επιστημονικό της λόγο, καθώς στην Αλεξάνδρεια υπήρχε η περίφημη Βιβλιοθήκη αλλά και το Μουσείο, ο χώρος συνάθροισης και δημιουργικής απασχόλησης των φωτισμένων μυαλών της εποχής. Εκπαιδεύτηκε, λοιπόν, από τον πατέρα της στα μαθηματικά και η ίδια φαίνεται να ασχολήθηκε με την αστρονομία και τη φιλοσοφία. Πληροφορούμαστε, λοιπόν, ότι έγραψε σχολιασμό για τον αστρονομικό κανόνα του Διοφάντη, καθώς και για τα Κωνικά του Απολλώνιου. Επίσης είναι πιθανό να εξέδωσε μια επιμελημένη έκδοση της Αλμαγέστης, του εμβληματικού έργου του Πτολεμαίου σε συνεργασία με τον πατέρα της.

Η Υπατία δίδασκε με μεγάλη επιτυχία σε ιδιωτική Νεοπλατωνική σχολή, με μαθητές όχι μόνο από την Αίγυπτο, αλλά και από τη Συρία, την Κυρηναϊκή και την Κωνσταντινούπολη. Ο πιο φημισμένος μαθητής της ήταν ο Συνέσιος από την Κυρήνη. Μπορεί η ίδια μάλλον να μην έγραψε κάποιο πρωτότυπο φιλοσοφικό κείμενο, αλλά δίδασκε ανοιχτά στο κοινό σε δημόσιες διαλέξεις, ερμηνεύοντας το λόγο του Πλάτωνα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις περιγραφές των πηγών που φαίνονται αρκετά αξιόπιστες, η Υπατία ήταν πολύ αγαπητή σε ολόκληρη την Αλεξάνδρεια και ήταν θαυμαστή για το λαμπερό της πνεύμα και τη σωφροσύνη της. Άλλωστε, ως νεοπλατωνική φιλόσοφος, ενδιαφερόταν για τις αρετές που πήγαιναν πέρα από την εξύψωση του ανθρώπου ως πολιτικό ον. Η «θέωση» ήταν περισσότερο το επιθυμητό αποτέλεσμα μιας ζωής ηθικά καθαρής.

Τι ήταν αυτό, όμως, που οδήγησε σε μια τόσο μεγάλη ένταση με τους Χριστιανούς; Η Υπατία, ως ακόλουθος του Νεοπλατινισμού είναι πιθανό να εξασκούσε ειδωλολατρικές τελετουργίες, τις λεγόμενες θεουργίες, ώστε να έρθει πιο κοντά με το θείο. Επιπλέον, καθώς έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από την πόλη εξαιτίας της παρρησίας της και της ορθής της άποψης, έλαβε μέρος σε μια διαμάχη για την εξουσία πάνω στην πόλη, η οποία είχε ξεσπάσει από το 412-415 μ.Χ. ανάμεσα στον επίσκοπο Κύριλλο (μετέπειτα Πατριάρχης) και τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο, τον Ορέστη. Αυτή η αναταραχή οδήγησε σε μια σειρά από φόνους και βανδαλισμούς, ανάμεσα σε Ιουδαίους και Χριστιανούς. Επάνω στην αναταραχή, ο Δαμάσκιος περιγράφει ότι ο επίσκοπος Κύριλλος, ο οποίος φθονούσε την Υπατία, επιτέθηκε με τον όχλο στο πλευρό του. Υπάρχει κι άλλη γλαφυρή περιγραφή της δολοφονίας της Υπατίας, όπου υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσής της.

Ο μαρτυρικός της θάνατος τελικά «στοίχειωσε» την Αλεξάνδρεια και τους κατοίκους της. Ίσως κανείς δεν περίμενε τότε ότι η μνήμη της χαρισματικής αυτής γυναίκας θα επιζούσε διά μέσου των αιώνων. Πολλοί ερευνητές βλέπουν στο μύθο της Αγ. Αικατερίνης την ιστορία της Υπατίας, η οποία διασώθηκε μέσα στους αιώνες. Ειδωλολάτρης-Αγία καταλήγει τελικά σήμερα, η Υπατία να ταξιδεύει με τη φήμη της μέσα στους αιώνες και μένει διαχρονικό σύμβολο αδικίας και αδιάψευστη απόδειξη των άγριων ανθρώπινων παθών που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις.

ΑΡΧΗ