Οι κατακτήσεις και η δημιουργία του απέραντου κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη συνέχεια η δημιουργία, διοίκηση και οι αυξημένες καθημερινές ανάγκες των εκτενών ελληνιστικών βασιλείων και των μεγάλων πληθυσμών τους δημιούργησαν εκείνες τις προϋποθέσεις που οδήγησαν στην αναθεώρηση του τομέα της οικονομίας των κλασικών χρόνων, με καινοτόμες νέες μεθόδους και εφαρμογές που δημιούργησαν την πρώτη οικονομική άνθιση και ευμάρεια οικουμενικού τύπου του τότε γνωστού κόσμου.
Η κατάκτηση, διοικητική ενοποίηση και επαναναδιανομή νέων εδαφών σε αγρότες και κτηνοτρόφους, αλλά και η γνωριμία με νέες καλλιέργειες, είδη ζωϊκής καλλιέργειας και τεχνικές εκμετάλλευσης επέφερε τη δυναμική ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που ξεκινώντας παλιότερα την εκμετάλλευσή τους από μικρές τοπικές κοινωνίες αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα με σκοπό κατά βάση την απόκτηση τροφοπαρασκευαστικής αυτάρκειας εξελίχθηκαν πλέον σε οικονομικούς πυλώνες οικουμενικής εμβέλειας. Οι τοπικοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι συνέχισαν την παραγωγή τους, αυτή τη φορά όμως στις εξωαστικές εκτάσεις –χώρες- των μεγάλων και πολυπληθών ελληνιστικών πόλεων που αποζητούσαν μεγάλες ποσότητες τροφής και ειδών πρώτης ανάγκης σε καθημερινή βάση, αλλά και για να ικανοποιήσουν τις αυξημένες ανάγκες των στρατευμάτων των ελληνιστικών ηγεμόνων. Το πλεόνασμα των γεωργοκτηνοτροφικών παραγωγικών μονάδων σε ιδιωτικό επίπεδο πόλεων ξέφυγε πλέον από τα όρια της πρωτογενούς ανταλλακτικής οικονομίας και πέρασε σε πληρωμές με νομίσματα αποτελώντας ευρύτερο πεδίο εμπορευματοποίησης και εκτέλεσης χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Γενικότερα, οι αυξημένες ανάγκες των ελληνιστικών πόλεων και κατ’επέκταση του οικουμενικού κόσμου σε πρώτες ύλες και επίσης σε προϊόντα που απαιτούσαν ειδική κατεργασία και εξειδικευμένες γνώσεις οδήγησε στη σταδιακή μαζικοποίηση της παραγωγής. Αυτή η διεργασία εκφράστηκε με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας, μέσω της λειτουργίας οργανωμένων βιοτεχνικών εργαστηρίων παραγωγής και κατεργασίας πρώτων υλών αλλά και ευρύτερων βιομηχανικών μονάδων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πόλεων και ηγεμόνων στα πλαίσια των οργανωμένων ελληνιστικών βασιλείων.
Η δημιουργία διευρυμένων τόπων έντονης εμπορικής δραστηριότητας ευνόησε την παραγωγή, διακίνηση και κατανάλωση προϊόντων μέσα σε περίπλοκο και εκτεταμένο γεωγραφικά, αλλά και προστατευμένο, θεσμικό πλαίσιο που ευνοούσε τη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. Συγκεκριμένα, η παραγωγή και διακίνηση των αγαθών άρχισε να πραγματοποιείται μέσω των νέων βελτιωμένων συνθηκών του διαμετακομιστικού εμπορίου και μιας πολιτικής διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών σε οικουμενικό επίπεδο. Η πολύπλοκη αυτή διαδικασία διευκολύνθηκε από τη διάνοιξη νέων μεγάλων χερσαίων οδικών αρτηριών που διέτρεχαν τις αχανείς εκτάσεις του νέου ενιαίου κόσμου προσφέροντας ασφάλεια στις μικρές και κυρίως στις μεγάλων αποστάσεων μετακινήσεις εμπορικών προϊόντων. Επίσης, η οργάνωση μακρινών ναυτικών δρομολογίων, καθώς και η αναμενόμενη απελευθέρωση της οικονομίας και των συναλλαγών μεταξύ ατόμων και ομάδων από διαφορετικούς τόπους, με διαφορετική καταγωγή, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα, γλώσσα, ήθη και έθιμα δημιούργησε εκείνες τις ιστορικές προϋποθέσεις που ευνόησαν την μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου. Στα πλαίσια αυτά διευρύνθηκαν και οι αγορές διακίνησης και εμπορίας πολύτιμων αγαθών και υλών –όπως ο χρυσός και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα, τα κοσμήματα, το ελεφαντοστό, τα πολυτελή υφάσματα, οι εξειδικευμένες πρώτες ύλες κλπ-, στα οποία συχνά επιβάλλονταν ειδικές ρήτρες για την εξασφάλιση της αυθεντικότητας των προϊόντων και της ασφαλούς λειτουργίας των διαμετακομιστικών κέντρων. Έτσι, η εξειδικευμένη παραγωγή προϊόντων που χαρακτήριζε έναν τόπο μπορούσε πλέον να μεταφερθεί και να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής ακόμη και σε απομακρυσμένες γωνιές του ελληνιστικού κόσμου.
Η διευθέτηση των διευρυμένων αυτών εμπορικών συναλλαγών που πέρασε από το επίπεδο της ανταλλακτικής οικονομίας σε τοπικού αλλά και οικουμενικού τύπου χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ευνόησαν τη διευρυμένη παραγωγή και χρήση νομισμάτων. Επίσης, τα εκτενή ελληνιστικά κράτη, για την πληρωμή των μισθοφορικών στρατευμάτων τους και την επιβολή φορολογικών μέτρων ήταν αναγκαίο να προχωρήσουν στον εκχρηματισμό της οικονομίας. Έτσι, τα βασιλικά νομισματοκοπεία εξασφάλιζαν τις πρώτες ύλες και παρήγαγαν αδιάκοπα νομισματικές κοπές στις οποίες εικονίστηκαν για πρώτη φορά τα πορτραίτα των ηγεμόνων αλλά και τα λατρευτικά πρότυπα βασιλείων και ελληνιστικών πόλεων, σύμβολα της σύζευξης διευρυμένης βασιλικής και τοπικής αστικής πρωτοβουλίας στην ανάπτυξη της οικονομίας του οικουμενικού κόσμου. Το νέο νόμισμα που τίθεται σε κυκλοφορία τροφοδοτεί το εμπόριο και τις αγορές, με αποτέλεσμα την ευρύτατη διάδοσή του σε όλο το ευρύτατο φάσμα των διακρατικών και επίσης των ιδιωτικών συναλλαγών. Είναι φανερό ότι στη διαμόρφωση της νέας οικονομικής πραγματικότητας και στον εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών συνέβαλε ουσιαστικά η προοδευτική γενίκευση χρήσης ενιαίου και ισχυρού νομίσματος για τις συναλλαγές τόσο στο εσωτερικό των ελληνιστικών κρατών, όσο και σε οικουμενικό επίπεδο.
Με την εξασφάλιση ρευστού χρήματος, παραγωγοί και έμποροι αγόραζαν με τη σειρά τους άλλα προϊόντα που δεν μπορούσαν να παράγουν ή να διακινήσουν οι ίδιοι (κεραμική, μεταλλικά αντικείμενα, πολυτελή υφάσματα και λοιπά καταναλωτικά αγαθά), τα οποία μπορούσαν να προέρχονται από τοπικά ή και ξένα εργαστήρια από μακρινούς τόπους με οργανωμένη πλέον εμπορική διακίνηση και διάθεση των προϊόντων τους.
Η δημιουργία πρωτογενούς χρηματικού πλεονάσματος ως αποτέλεσμα διεργασίας εμπορικών πράξεων μικρής ή μεγάλης εμβέλειας πολλές φορές διοχετεύονταν δευτερογενώς στην αγορά με τη μορφή δωρεών από ιδιώτες ή βασιλείς και ηγεμόνες ή ως έντοκα δάνεια και λοιπές επενδύσεις που βοήθησαν στη ρευστοποίηση της οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων. Στα πλαίσια αυτά, και σε αντίστοιχες διεργασίες, έγγεια ιδιοκτησία, εμπορεύματα, μέσα διακίνησης εμπορικών προϊόντων και λοιπά περιουσιακά στοιχεία ιδιωτικών φορέων έμπαιναν ως υποθήκη για την εξασφάλιση δανείων.
Οι πηγές χρηματοπιστωτικών συναλλαγών του ελληνιστικού κόσμου περιελάμβαναν καταρχήν τους βασιλείς και τα μέλη της βασιλικής αυλής, αλλά και τα μεγάλα δημόσια ιερά που συχνά φιλοξενούσαν μεγάλα αποθέματα πλούτου σε χρήματα, πολύτιμα σκεύη ή έγγεια ιδιοκτησία, τα οποία αποτελούσαν πλέον προϊόν χρηματοπιστωτικής διακίνησης. Στη συνέχεια, υπήρχαν δημόσιες τράπεζες που διοικούνταν από τις πόλεις, αλλά και ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τέλος, ομάδες ανθρώπων ή και συγκεκριμένα άτομα δάνειζαν χρηματικά πόσα άτοκα ή με προκαθορισμένο τόκο.
Οι αυξημένες και εξειδικευμένες πλέον ανάγκες των εμπορικών και οικονομικών αγορών αγορών του οικουμενικού κόσμου, σε συνδυασμό και με την ανάπτυξη νέων μέσων και τεχνικών παραγωγής και διακίνησης προϊόντων αλλά και με τη διεύρυνση των τεχνολογικών επιτευγμάτων οδήγησαν στην εξειδίκευση εργασίας. Παραγωγοί και τεχνίτες υψηλής εξειδίκευσης, έμποροι, ναυτικοί πράκτορες, στρατιώτες και κάθε λογής εξειδικευμένου προσωπικού διέπρεπαν στους τομείς τους και συχνά ταξίδευαν και επέλεγαν να εγκατασταθούν σε νέες περιοχές του οικουμενικού κόσμού με στόχο την προώθηση συγκεκριμένων εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων και την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών στον κρατικό ή ιδιωτικό τομέα.
Το μεικτής σύνθεσης πολυπολιτιστικό περιβάλλον των ελληνιστικών πόλεων δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό να οργανώνεται στην γενέτειρα πόλη του ή στους νέους προορισμούς του σε κάθε λογής συσσωματώσεις ιδιωτικού χαρακτήρα που γνώρισαν μια εντυπωσιακή διάδοση στα Ελληνιστικά χρόνια. Αυτά τα ονομαζόμενα ιδιωτικά σωματεία, συντεχνίες, σύλλογοι ή με τους αρχαίους όρους τους κοινά, θίασοι, έρανοι, σύνοδοι, οργεώνες, κλπ., χαρακτηρίζονταν από την υποκείμενη στην ιδιωτική πρωτοβουλία εσωτερική οργάνωσή τους και αποδοχή μελών με βάση ιδιαίτερα καταστατικά και διοικητικό μηχανισμό, το διευρυμένο κοινωνικό τους περίγυρο που ακολουθούσε την οικουμενική πλέον διάσταση σύνθεσης του πληθυσμού στις αστικές κοινότητες και τη θεσμοθέτηση και επίτευξη κοινών στόχων. Τα μέλη των σωματείων συναθροίζονταν σε καθορισμένες ημερομηνίες με σκοπό την άσκηση κοινών λατρευτικών καθηκόντων και συνεστιάσεων. Όμως πέρα από τις κοινωνικές τους δραστηριότητες, η συχνή συγκέντρωσή τους σε τόπους με έντονη οικονομική δραστηριότητα και άνθηση των χρηματοπιστωτικές συναλλαγών –π.χ, Δήλος, Ρόδος-, αλλά και οι ελεύθερες οικονομικές δραστηηριότητες στις οποίες επιδίδονταν τους ανέδειξε σε πρωταγωνιστές της ελληνιστικής οικονομικής πραγματικότητας και πρωτοπόρους των σημερινών ιδιωτικών συλλόγων, οργανώσεων και επαγγελματικών συνδικάτων.
Γενικότερα, η εκχρηματισμένη και χρηματοπιστωτική οικονομία των ελληνιστικών χρόνων άνθισε χάρη στο προοδευτικό φιλελεύθερο πλαίσιο και ανάλογη θεσμική οργάνωση που σχεδίασε και συνέστησε ο κρατικός μηχανισμός και την αμοιβαία ανάπτυξη οικονομικών πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα. Ο συνδυασμός κρατικής διαχείρισης του πλούτου, με κρατικό έλεγχο των συναλλαγών, μονοπωλίων και κατά τόπους εξειδικευμένης παραγωγής και την επιβολή φορολογίας επί προϊόντων και κερδών, και της ελεύθερης οικονομίας παραγωγής αγαθών από ιδιώτες με σκοπό την πώληση και το κέρδος αποτέλεσε το μεικτό εκείνο σύστημα που συνέστησε ουσιαστικά τις απαρχές του καπιταλισμού.
Παρά την κατάτμηση της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου και την δημιουργία των βασιλείων των διαδόχων, η Ελληνιστική Οικουμένη ήταν ένας ανοιχτός κόσμος με κοινά πολιτιστικά πρότυπα, όπου ιδέες και επιτεύγματα, μόδες και αγαθά διαδίδονταν γρήγορα παντού.
Η κοινή γλώσσα, η αστικοποίηση που ήταν το βασικό εργαλείο πολιτικής του Αλέξανδρου και συνέχισαν να το χρησιμοποιούν οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, το εμπόριο σε τεράστια κλίμακα, τα κοινά πρότυπα και οι κοινές πολιτικές οδήγησαν de facto στην δημιουργία ενός ουσιαστικά ενιαίου οικονομικού χώρου, που εκτεινόταν από την Σικελία μέχρι το Ινδοκούς και από την χερσόνησο του Αίμου, τον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο και την Κασπία ως τον Ινδικό ωκεανό, τον Περσικό κόλπο, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή.
Αυτό επέτρεψε την διασταύρωση των γνώσεων και οδήγησε σε πειραματισμούς και νεωτερικές εφαρμογές πρωτοφανών διαστάσεων σε όλους τους τομείς της παραγωγής.
Παρά την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, η γεωργία και η κτηνοτροφία εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό θεμέλιο της οικονομίας. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές διαφορές στους τρόπους και τις μεθόδους των καλλιεργειών, όπως και στα καλλιεργούμενα είδη, που οφείλονται στις κλιματικές, στις γεωγραφικές, αλλά και στις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες κάθε τόπου, παράλληλα όμως εμφανίζονται κοινά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό την συνολική εικόνα της αγροτικής οικονομίας του ελληνιστικού Κόσμου.
Η δημιουργία πολλών νέων, μεγάλων και μικρότερων αστικών κέντρων οδηγεί στην συσσώρευση και την αύξηση του πληθυσμού, ενώ η αστικοποίηση έχει σαν παράλληλη συνέπεια το καθολικό αίτημα για ευμάρεια και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις για τρόφιμα και κάθε είδους γεωργικά και κτηνοτροφικά αγαθά αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Πέρα από τις καθημερινές ανάγκες του πληθυσμού, τα γεωργικά προϊόντα, κυρίως τα δημητριακά, αλλά και το κρασί, το λάδι, τα όσπρια, οι ξηροί καρποί και τα φρούτα είναι ζωτικής σημασίας εξαγώγιμα προϊόντα που συγκαθορίζουν όχι μόνον την οικονομική, αλλά και την ευρύτερη εξωτερική πολιτική των ηγεμόνων.
Το κλασικό μοντέλο της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας που επαρκεί για τις ανάγκες μιας πυρηνικής οικογένειας, σίγουρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του νέου Κόσμου.
Τα πράγματα αλλάζουν και βάση της εξέλιξης που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την γεωργική δραστηριότητα στην ελληνιστική Οικουμένη θα γίνει η παραδοσιακή μακεδονική αντίληψη ότι η ‘δορύκτητη γη’ ανήκει στον βασιλιά.
Με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου οι Μακεδόνες διάδοχοι του, βασιλείς της Οικουμένης πια, βρέθηκαν με τεράστιες εκτάσεις κρατικής γης που μπορούσαν να διαχειριστούν για κοινωφελείς σκοπούς: την δημιουργία πόλεων, οχυρών και οικισμών και την οργάνωση πολύ μεγάλων κρατικών αγροκτημάτων.
Αυτά καλλιεργούνται από ενοικιαστές, ενώ τμήματα τους παραχωρούνται σε κληρούχους, που είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν στον βασιλικό στρατό, αποτελώντας έτσι, κυριολεκτικά, την ραχοκοκαλιά της πολιτικής των ηγεμόνων.
Οι κληρούχοι ήταν μετανάστες από την Ελλάδα ή άλλες περιοχές της Ελληνιστικής Οικουμένης ή ελληνισμένοι γηγενείς της εκάστοτε περιοχής και έφερναν μαζί τους τις γνώσεις αλλά και τις συχνά διαφορετικές διατροφικές τους συνήθειες.
Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης παραχωρούνται από τους ηγεμόνες στα λαοφιλή ιερά και τους ναούς, αλλά και σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στο κράτος.
Τα μεγάλα αγροκτήματα που δημιουργούνται στην Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο, προφανώς και στην Συρία και τις υπόλοιπες κτήσεις των Σελευκιδών, μαζί με την όλο κα αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της γεωργικής παραγωγής που υποστηρίζεται από την καθιέρωση της χρήσης των νομισμάτων στην Αίγυπτο, αλλά και σε ολόκληρη την Ασία, αποτελούν μια βαθιά αλλαγή που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της γεωργοκτηνοτροφίας στα ελληνιστικά χρόνια.
Πληροφορίες για τα αγροκτήματα και την οργάνωση τους αντλούμε από επιγραφές της Μ. Ασίας, από τα κείμενα των αρχείων της Βαβυλώνας και κυρίως από το περίφημο αρχείο των εγγράφων του Ζήνωνος που ως οικονόμος του Απολλόδωρου, του υπουργού των Οικονομικών του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου, ήταν υπεύθυνος για τα κτήματα και τα έργα στο Φαγιούμ.
Το κράτος που εκτος απο ενοίκια εισπράττει και φόρους, τα ιερά, οι μικροί και μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες, οι κληρούχοι και οι ενοικιαστές είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν την βελτίωση και την αύξηση της παραγωγής και να εργάζονται για αυτήν, ωστόσο υπήρχαν και σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπιστούν.
Η Αίγυπτος είναι μια χώρα με ελάχιστες βροχοπτώσεις, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι έρημος. Η άρδευση και η επιβίωση των καλλιεργειών εδώ βασίζεται στις πλημύρες και στην διαχείριση των υδάτων του Νείλου. Το ίδιο ισχύει και για την νοτιοανατολική Συρία, την Μεσοποταμία, το ανατολικό Ιράν. Δεν αποκλείεται οι συνεχείς συγκρούσεις των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών να οφείλονται ως ένα βαθμό και στην προσπάθεια ελέγχου των εύφορων εδαφών της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της βόρειας Συρίας.
Το βέβαιο είναι ότι και οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες όχι μόνον διατηρούν και φροντίζουν τα αρδευτικά έργα των προκατόχων τους, αλλά χρησιμοποιούν την ισχύ τους και προχωρούν συστηματικά σε νέα εγγειοβελτιωτικά έργα τεράστιας κλίμακας.
Τα αρδευτικά κανάλια του Νείλου, του Τίγρη και του Ευφράτη συντηρούνται και επεκτείνονται πολύ. Οι τολμηροί Έλληνες μηχανικοί βελτιώνουν και επεκτείνουν το σύστημα των Αχαιμενιδικών Quanat, των υπόγειων τούνελ, που εξασφαλίζουν την ύδρευση και άρδευση των άνυδρων περιοχών της Περσίας.
Τα έλη αποξηραίνονται, ενώ δημιουργούνται τεχνητές λίμνες που λειτουργούν σαν αρδευτικοί ταμιευτήρες, αλλά και ιχθυοπαραγωγικές μονάδες. Η καλλιεργήσιμη γη επεκτείνεται με γεωμετρική πρόοδο.
Στο Φαγιούμ που ως τότε ήταν ελώδες και ακατοίκητο δημιουργείται μια ολόκληρη τεχνητή λίμνη με έκταση 114 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Περιέχοντας 275 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό, η λίμνη αυτή μπορούσε να αρδεύει 150.000 στρεμματα καλλιεργήσιμης γης, και να δίνει και μια δεύτερη σοδειά την Άνοιξη.
Ένα πραγματικό αγροτικό θαύμα συντελείται, η έρημος γίνεται ένα τεράστιο περιβόλι και ο Αρσινοϊτης νομός, όπως ονομάσθηκε η περιοχή αυτή, σφύζει από ζωή, έχοντας περισσότερες από 30ανθηρές κωμοπόλεις.
Ο Αρχιμήδης ανακαλύπτει τις αρχές της υδραυλικής και εφευρίσκει αντλίες που χωρίς κόπο βγάζουν το υπόγειο νερό από τα πηγάδια στην επιφάνεια και ποτίζουν τις καλλιέργειες.
Οι έρευνες των επιστημόνων οδηγούν σε πρακτικές εφαρμογές που έχουν σκοπό να καλυτερέψουν τις συνθήκες εργασίας, να βελτιώσουν και να αυξήσουν την παραγωγή.
Τα εργαλεία εξελίσσονται και αναβαθμίζονται. Η δύναμη του νερού και του ανέμου χρησιμοποιούνται σε χρήσιμες εφαρμογές. Οι νερόμυλοι που μπορούν πιο εύκολα να αλέσουν μεγάλες ποσότητες δημητριακών εμφανίζονται πριν το τέλος της ελληνιστικής περιόδου.
Ο Θεόφραστος με τις εκτενείς πραγματείες του βάζει τις βάσεις της φυτολογίας και της ζωολογίας, οι μαθητές και οι συνεχιστές του φροντίζουν να εκδοθούν πρακτικά εγχειρίδια που συστηματοποιούν τις γνώσεις και βοηθούν με συμβουλές που αφορούν γενικά στην γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά και ειδικότερα σε κλάδους, όπως η αμπελουργία, η ελαιουργία, η καλλιέργεια των κηπευτικών, η μελισσοκομία, η αλιεία, η ιχθυοτροφία.
H ενασχόληση με την επιστήμη της βοτανολογίας και της ζωολογίας θεωρείται τιμητική δραστηριότητα. Οι ίδιοι οι ηγεμόνες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα που αφορούν στην επιστήμες αυτές, στην εφαρμογή τους στην φαρμακευτική, αλλά και στην γεωργία και την παραγωγή ζωικού κεφαλαίου.
Ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος ασχολείται προσωπικά με την γεωπονία. Ο Ιέρων Β΄ των Συρακουσών συγγράφει πραγματείες για την κτηνοτροφία και την δενδροκομία και επίσης νομοθετεί για την οργάνωση της παραγωγής και την ενοποίηση των μονάδων μέτρησης των προϊόντων.
Ο Άτταλος Γ΄ Φιλομήτωρ ασχολείται ενεργά με την βοτανική και συγγράφει πραγματείες για ιτς ιδιότητες των λίθων, των φυτών και των ζώων,
Ο Μιθριδάτης Στ΄ Ευπάτωρ του Πόντου και ο Ιούβας Β΄ της Μαυριτανίας ασχολούνται με την βοτανική και την φαρμακολογία και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των μελετών τους, το ίδιο και η Κλεοπάτρα Ζ΄.
Καινούρια είδη δένδρων και φυτών έρχονται από την Aνατολή στην Ελλάδα και έτσι οι ροδακινιές της Περσίας θα κατακτήσουν κάποτε τις πεδιάδες της Μακεδονίας. Τα εσπεριδοειδή, αυτοφυή στην Κινα, την Ινδία και την Άπω Ανατολή, γνωστά ως τότε στους Έλληνες ως απολύτως σπάνιο, εξωτικό προϊόν, εγκλιματίζονται σιγα-σιγά στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, την Κύπρο, την Συρία.
Τα μυρωδάτα γλυκόξινα φρούτα με τις θαυμαστές ιδιότητες, εμφανίζονται στις αγορές της Ελλάδας και της Ιταλίας και στους αιώνες που θα ακολουθήσουν τα αειθαλή δενδράκια με τα ευωδιαστά λουλούδια θα πλημυρίσουν τα περιβόλια της Μεσογείου.
Οι Έλληνες μετακομίζουν στην Ανατολή. Ηγεμόνες, αξιωματούχοι, δάσκαλοι, έμποροι, πολεμιστές και κληρούχοι του Νέου Κόσμου, παίρνουν μαζί τους τις συνήθειες τους και απαιτούν τα προϊόντα που γνωρίζουν και αγαπούν.
Το σιτάρι, το λάδι και το κρασί είναι για αυτούς απαραίτητα, όχι μόνον για την διατροφή, αλλά και για την κοινωνική τους ταυτότητα που είναι συνυφασμένη με τα συμπόσια και τους αγώνες και δεν γίνεται συμπόσιο χωρίς οίνο ούτε αγώνας χωρίς άλειμμα με λάδι.
Στην Ερμούπολη, στον τάφο του Πετόσιρη που ήταν αρχιερέας του Ερμή Τρισμέγιστου- Θωθ, βλέπουμε δίπλα στους Αιγύπτιους που μαζεύουν λινάρι και παπύρους. τους Έλληνες κληρούχους της πρώτης γενιάς που έφτασε στην Αίγυπτο να οργώνουν και να σπέρνουν, να τρυγούν τα αμπέλια, να κάνουν κρασί και να γιορτάζουν με θυσία την συγκομιδή.
Οι Πτολεμαίοι προχώρησαν συστηματικά στην εισαγωγή νέων και στην βελτιωση των υφιστάμενων καλλιεργειών εισάγοντας νέα φυτά και σπόρους. Ο εμβολιασμός των δένδρων, μια πρακτική ήδη γνωστή εφαρμόζεται συστηματικά και σε μεγάλη έκταση, ώστε να παραχθούν πιο ανθεκτικές και προσοδοφόρες ποικιλίες.
Μια σημαντική καινοτομία είναι η εισαγωγή στην Αίγυπτο του χαρακτηριστικού ελληνικού σκληρού σίτου που τον προτιμούν οι Έλληνες και έχει καλύτερες τιμές σις αγορές. Τα σιτηρά, η επάρκεια των οποίων εγγυάται την κοινωνική ειρήνη, συγκεντρώνονται και ασφαλίζονται σε μεγάλους κρατικούς σιτοβολώνες.
Η Αίγυπτος και η Κυρηναϊκή γίνονται ο σιτοβολώνας της Μεσογείου. Με την βασιλική υποστήριξη η καλλιέργεια της ελιάς εξαπλώνεται παντού, όπου το επιτρέπει το κλίμα, κια το ασημοπράσινο χρώμα των φυλων της γίνεται βασικό συστατικό της εικόνας του τοπίου της Οικουμένης από την Σικελία, την Ελλάδα, την Μικρά Ασία και την Κύπρο μέχρι τον Ευφράτη, τον Νείλο, τις οάσεις της Σαχάρας και την Κυρηναϊκή.
Πριν από την Αλέξανδρο, λέει ο μύθος έφτασε στην Ινδία ο Διόνυσος. Το βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς κρασί. Μαζί τους τα δώρα του Διόνυσου, το κρασί και το θέατρο έφτασαν παντού. Από την Αίγυπτο μέχρι την Περσία και από τις κοιλάδες της κεντρικής Ασίας μέχρι την Ευδαίμονα Αραβία.
Η νότια Μικρά Ασία με την διακεκαυμένη και η βόρεια Συρία, η καρδιά του βασιλείου των Σελευκιδών, ήταν ιδανικός τόπος για την αμπελοκαλλιέργεια και τα κρασιά της Αντιόχειας έγιναν διάσημα και περιζήτητα.
Οι Πτολεμαίοι φρόντισαν να εγκλιματίσουν στην Αίγυπτο διάφορα κηπευτικά, φρούτα και καρπούς, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, που ευδοκιμούσαν σε άλλες περιοχές. Επίσης, εισήγαγαν και καλλιέργησαν δένδρα και θάμνους από τα οποία παράγονται πολύτιμες αρωματικές ουσίες πιο ακριβές από το χρυσάφι που αποτελούν την βάση για λιβάνια και αρώματα: μαστιχόδενδρα από την Χίο, θάμνους μύρρας κομμιφόρου που παράγουν μύρο και λιβανοδεντρα από την Αραβία.
Παράλληλα συνεχίστηκαν να παράγονται σε μεγάλες ποσότητες όσπρια. ,όπως η κόκκινη φακή που όχι μόνον αποτελούσαν βασικό τρόφιμο για ανθρώπους και οικόσιτα ζώα, αλλά και ξεκούραζαν ως ενδιάμεσες καλλιέργειες τα εδάφη με την φυσική λίπανση που δημιουργεί η συγκέντρωση αζώτου στις ρίζες τους.
Οι παραδοσιακές καλλιέργειες της Αιγύπτου, μπαχαρικά, λουλούδια, χουρμάδες, ζαχαροκάλαμα, λινάρι και βαμβάκι όχι μόνο συνεχιστήκαν, αλλά και επεκτάθηκαν, αφού τα προϊόντα τους βρήκαν και νέες αγορές.
Μολονότι λιγότερο γνωστή, ανάλογη πρέπει να ήταν η κατάσταση και στο βασίλειο των Σελευκιδών που εισήγαγαν είδη και ποικιλίες φυτών όχι μόνον από την Ελλάδα, αλλά και άλλα σπάνια, πολύτιμα και εξωτικά, όπως ο νάρδος, η κανέλλα, το κάρδαμο από την Αραβία και την Ινδία.
Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις και στον τομέα της κτηνοτροφίας. Οι αγορές των πόλεων απαιτούσαν κρέας, τυρί, γαλακτοκομικά, επεξεργασμένα δέρματα και, φυσικά, μαλλί για υφάσματα, κιλίμια, χαλιά.
Στα μεγάλα αγροκτήματα υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες για την κτηνοτροφία που φυσικά δεν έμειναν ανεκμετάλλευτες.
Το άνοιγμα των συνόρων και της επικοινωνίας ευνοούσε την γνωριμία με νέα είδη και φυλές οικόσιτων ζώων. Τα αιγοπρόβατα της Μακεδονίας διασταυρώθηκαν με τις εκλεκτές ράτσες των προβάτων της Μ. Ασίας και της Αραβίας με το πλούσιο και μαλακό σαν μετάξι μαλλί που ήταν πολύ πιο ανθεκτικά και αναβαθμίστηκαν. Τα βοοειδή αυξήθηκαν ίσως να εμφανίσθηκαν και οι νεροβούβαλοι που ήταν ήδη εξημερωμένοι στην Ινδία.
Παράλληλα αναπτύχθηκε η ιχθυοκαλλιέργεια, αλλά και οι πτηνοτροφικές επιχειρήσεις, όπου εκτός από τις όρνιθες εκτρέφονταν φασιανοί, φραγκόκοτες, πάπιες, χήνες, παγώνια.
Στην Αίγυπτο και στην Συρία εκτρέφονταν ελέφαντες για πολεμικούς σκοπούς. Η εκτροφή ίππων έφτασε στο ζενίθ και οι απόγονοι του Βουκεφάλα βρέθηκαν να ζευγαρώνουν με τα υπέροχα άλογα της Ευρασιατικής στέπας και της Αραβίας.
Τα υποζύγια πολλαπλασιάστηκαν ανάλογα με τις ανάγκες. Γαϊδουράκια, βόδια και μουλάρια συνέχισαν να είναι η βασική κινητήρια δύναμη για τις αγροτικές δουλειές, αλλά για τις μεταφορές οι Έλληνες έμποροι και ταξιδιώτες εξοικειώθηκαν και με τις καμήλες, τους ανθεκτικούς συντρόφους στην άνυδρη έρημο που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της σύνδεσης των εσχατιών με τα κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης.
Ήταν επιτυχημένες οι αγροτικές πολιτικές των ελληνιστικών ηγεμόνων;
Από την Αίγυπτο υπάρχουν πληροφορίες για σποραδικές ταραχές, όταν έπεφτε επικίνδυνα η στάθμη του Νείλου, οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπιστούν με αγορά και δωρεάν διανομή τροφίμων από το κράτος.
Ωστόσο τα στοιχεία που έχουμε για την δημογραφική κατάσταση δείχνουν ότι η αύξηση του πληθυσμού της Αιγύπτου στην εποχή των Πτολεμαίων έφτασε σε επίπεδα που μόνον στο τέλος του 19ου αιώνα θα πλησίαζε ξανά.
Ίσως όμως η απόδειξη της επιτυχίας τους να είναι τελικά το γεγονός ότι τόσο πολλές νέες πόλεις από την Μακεδονία μέχρι τον Όξο και το Ασσουάν κατάφεραν όχι μόνον να επιβιώσουν, αλλά και να εδραιωθούν, να ανθίσουν και να ζήσουν, δημιουργώντας πολιτισμό, για πολλούς αιώνες, κάποιες μέχρι και σήμερα!....
Παρά την κατάτμηση της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου και την δημιουργία των βασιλείων των διαδόχων, η Ελληνιστική Οικουμένη ήταν ένας ανοιχτός κόσμος με κοινά πολιτιστικά πρότυπα, όπου ιδέες και επιτεύγματα, μόδες και αγαθά διαδίδονταν γρήγορα παντού.
Η κοινή γλώσσα, η αστικοποίηση που ήταν το βασικό εργαλείο πολιτικής του Αλέξανδρου και συνέχισαν να το χρησιμοποιούν οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, το εμπόριο σε τεράστια κλίμακα, τα κοινά πρότυπα και οι κοινές πολιτικές οδήγησαν de facto στην δημιουργία ενός ουσιαστικά ενιαίου οικονομικού χώρου, που εκτεινόταν από την Σικελία μέχρι το Ινδοκούς και από την χερσόνησο του Αίμου, τον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο και την Κασπία ως τον Ινδικό ωκεανό, τον Περσικό κόλπο, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή.
Αυτό επέτρεψε την διασταύρωση των γνώσεων και οδήγησε σε πειραματισμούς και νεωτερικές εφαρμογές πρωτοφανών διαστάσεων σε όλους τους τομείς της παραγωγής.
Παρά την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, η γεωργία και η κτηνοτροφία εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό θεμέλιο της οικονομίας. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές διαφορές στους τρόπους και τις μεθόδους των καλλιεργειών, όπως και στα καλλιεργούμενα είδη, που οφείλονται στις κλιματικές, στις γεωγραφικές, αλλά και στις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες κάθε τόπου, παράλληλα όμως εμφανίζονται κοινά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό την συνολική εικόνα της αγροτικής οικονομίας του ελληνιστικού Κόσμου.
Η δημιουργία πολλών νέων, μεγάλων και μικρότερων αστικών κέντρων οδηγεί στην συσσώρευση και την αύξηση του πληθυσμού, ενώ η αστικοποίηση έχει σαν παράλληλη συνέπεια το καθολικό αίτημα για ευμάρεια και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις για τρόφιμα και κάθε είδους γεωργικά και κτηνοτροφικά αγαθά αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Πέρα από τις καθημερινές ανάγκες του πληθυσμού, τα γεωργικά προϊόντα, κυρίως τα δημητριακά, αλλά και το κρασί, το λάδι, τα όσπρια, οι ξηροί καρποί και τα φρούτα είναι ζωτικής σημασίας εξαγώγιμα προϊόντα που συγκαθορίζουν όχι μόνον την οικονομική, αλλά και την ευρύτερη εξωτερική πολιτική των ηγεμόνων.
Το κλασικό μοντέλο της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας που επαρκεί για τις ανάγκες μιας πυρηνικής οικογένειας, σίγουρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του νέου Κόσμου.
Τα πράγματα αλλάζουν και βάση της εξέλιξης που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την γεωργική δραστηριότητα στην ελληνιστική Οικουμένη θα γίνει η παραδοσιακή μακεδονική αντίληψη ότι η ‘δορύκτητη γη’ ανήκει στον βασιλιά.
Με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου οι Μακεδόνες διάδοχοι του, βασιλείς της Οικουμένης πια, βρέθηκαν με τεράστιες εκτάσεις κρατικής γης που μπορούσαν να διαχειριστούν για κοινωφελείς σκοπούς: την δημιουργία πόλεων, οχυρών και οικισμών και την οργάνωση πολύ μεγάλων κρατικών αγροκτημάτων.
Αυτά καλλιεργούνται από ενοικιαστές, ενώ τμήματα τους παραχωρούνται σε κληρούχους, που είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν στον βασιλικό στρατό, αποτελώντας έτσι, κυριολεκτικά, την ραχοκοκαλιά της πολιτικής των ηγεμόνων.
Οι κληρούχοι ήταν μετανάστες από την Ελλάδα ή άλλες περιοχές της Ελληνιστικής Οικουμένης ή ελληνισμένοι γηγενείς της εκάστοτε περιοχής και έφερναν μαζί τους τις γνώσεις αλλά και τις συχνά διαφορετικές διατροφικές τους συνήθειες.
Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης παραχωρούνται από τους ηγεμόνες στα λαοφιλή ιερά και τους ναούς, αλλά και σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στο κράτος.
Τα μεγάλα αγροκτήματα που δημιουργούνται στην Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο, προφανώς και στην Συρία και τις υπόλοιπες κτήσεις των Σελευκιδών, μαζί με την όλο κα αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της γεωργικής παραγωγής που υποστηρίζεται από την καθιέρωση της χρήσης των νομισμάτων στην Αίγυπτο, αλλά και σε ολόκληρη την Ασία, αποτελούν μια βαθιά αλλαγή που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της γεωργοκτηνοτροφίας στα ελληνιστικά χρόνια.
Πληροφορίες για τα αγροκτήματα και την οργάνωση τους αντλούμε από επιγραφές της Μ. Ασίας, από τα κείμενα των αρχείων της Βαβυλώνας και κυρίως από το περίφημο αρχείο των εγγράφων του Ζήνωνος που ως οικονόμος του Απολλόδωρου, του υπουργού των Οικονομικών του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου, ήταν υπεύθυνος για τα κτήματα και τα έργα στο Φαγιούμ.
Το κράτος που εκτος απο ενοίκια εισπράττει και φόρους, τα ιερά, οι μικροί και μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες, οι κληρούχοι και οι ενοικιαστές είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν την βελτίωση και την αύξηση της παραγωγής και να εργάζονται για αυτήν, ωστόσο υπήρχαν και σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπιστούν.
Η Αίγυπτος είναι μια χώρα με ελάχιστες βροχοπτώσεις, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι έρημος. Η άρδευση και η επιβίωση των καλλιεργειών εδώ βασίζεται στις πλημύρες και στην διαχείριση των υδάτων του Νείλου. Το ίδιο ισχύει και για την νοτιοανατολική Συρία, την Μεσοποταμία, το ανατολικό Ιράν. Δεν αποκλείεται οι συνεχείς συγκρούσεις των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών να οφείλονται ως ένα βαθμό και στην προσπάθεια ελέγχου των εύφορων εδαφών της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της βόρειας Συρίας.
Το βέβαιο είναι ότι και οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες όχι μόνον διατηρούν και φροντίζουν τα αρδευτικά έργα των προκατόχων τους, αλλά χρησιμοποιούν την ισχύ τους και προχωρούν συστηματικά σε νέα εγγειοβελτιωτικά έργα τεράστιας κλίμακας.
Τα αρδευτικά κανάλια του Νείλου, του Τίγρη και του Ευφράτη συντηρούνται και επεκτείνονται πολύ. Οι τολμηροί Έλληνες μηχανικοί βελτιώνουν και επεκτείνουν το σύστημα των Αχαιμενιδικών Quanat, των υπόγειων τούνελ, που εξασφαλίζουν την ύδρευση και άρδευση των άνυδρων περιοχών της Περσίας.
Τα έλη αποξηραίνονται, ενώ δημιουργούνται τεχνητές λίμνες που λειτουργούν σαν αρδευτικοί ταμιευτήρες, αλλά και ιχθυοπαραγωγικές μονάδες. Η καλλιεργήσιμη γη επεκτείνεται με γεωμετρική πρόοδο.
Στο Φαγιούμ που ως τότε ήταν ελώδες και ακατοίκητο δημιουργείται μια ολόκληρη τεχνητή λίμνη με έκταση 114 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Περιέχοντας 275 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό, η λίμνη αυτή μπορούσε να αρδεύει 150.000 στρεμματα καλλιεργήσιμης γης, και να δίνει και μια δεύτερη σοδειά την Άνοιξη.
Ένα πραγματικό αγροτικό θαύμα συντελείται, η έρημος γίνεται ένα τεράστιο περιβόλι και ο Αρσινοϊτης νομός, όπως ονομάσθηκε η περιοχή αυτή, σφύζει από ζωή, έχοντας περισσότερες από 30ανθηρές κωμοπόλεις.
Ο Αρχιμήδης ανακαλύπτει τις αρχές της υδραυλικής και εφευρίσκει αντλίες που χωρίς κόπο βγάζουν το υπόγειο νερό από τα πηγάδια στην επιφάνεια και ποτίζουν τις καλλιέργειες.
Οι έρευνες των επιστημόνων οδηγούν σε πρακτικές εφαρμογές που έχουν σκοπό να καλυτερέψουν τις συνθήκες εργασίας, να βελτιώσουν και να αυξήσουν την παραγωγή.
Τα εργαλεία εξελίσσονται και αναβαθμίζονται. Η δύναμη του νερού και του ανέμου χρησιμοποιούνται σε χρήσιμες εφαρμογές. Οι νερόμυλοι που μπορούν πιο εύκολα να αλέσουν μεγάλες ποσότητες δημητριακών εμφανίζονται πριν το τέλος της ελληνιστικής περιόδου.
Ο Θεόφραστος με τις εκτενείς πραγματείες του βάζει τις βάσεις της φυτολογίας και της ζωολογίας, οι μαθητές και οι συνεχιστές του φροντίζουν να εκδοθούν πρακτικά εγχειρίδια που συστηματοποιούν τις γνώσεις και βοηθούν με συμβουλές που αφορούν γενικά στην γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά και ειδικότερα σε κλάδους, όπως η αμπελουργία, η ελαιουργία, η καλλιέργεια των κηπευτικών, η μελισσοκομία, η αλιεία, η ιχθυοτροφία.
H ενασχόληση με την επιστήμη της βοτανολογίας και της ζωολογίας θεωρείται τιμητική δραστηριότητα. Οι ίδιοι οι ηγεμόνες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα που αφορούν στην επιστήμες αυτές, στην εφαρμογή τους στην φαρμακευτική, αλλά και στην γεωργία και την παραγωγή ζωικού κεφαλαίου.
Ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος ασχολείται προσωπικά με την γεωπονία. Ο Ιέρων Β΄ των Συρακουσών συγγράφει πραγματείες για την κτηνοτροφία και την δενδροκομία και επίσης νομοθετεί για την οργάνωση της παραγωγής και την ενοποίηση των μονάδων μέτρησης των προϊόντων.
Ο Άτταλος Γ΄ Φιλομήτωρ ασχολείται ενεργά με την βοτανική και συγγράφει πραγματείες για ιτς ιδιότητες των λίθων, των φυτών και των ζώων,
Ο Μιθριδάτης Στ΄ Ευπάτωρ του Πόντου και ο Ιούβας Β΄ της Μαυριτανίας ασχολούνται με την βοτανική και την φαρμακολογία και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των μελετών τους, το ίδιο και η Κλεοπάτρα Ζ΄.
Καινούρια είδη δένδρων και φυτών έρχονται από την Aνατολή στην Ελλάδα και έτσι οι ροδακινιές της Περσίας θα κατακτήσουν κάποτε τις πεδιάδες της Μακεδονίας. Τα εσπεριδοειδή, αυτοφυή στην Κινα, την Ινδία και την Άπω Ανατολή, γνωστά ως τότε στους Έλληνες ως απολύτως σπάνιο, εξωτικό προϊόν, εγκλιματίζονται σιγα-σιγά στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, την Κύπρο, την Συρία.
Τα μυρωδάτα γλυκόξινα φρούτα με τις θαυμαστές ιδιότητες, εμφανίζονται στις αγορές της Ελλάδας και της Ιταλίας και στους αιώνες που θα ακολουθήσουν τα αειθαλή δενδράκια με τα ευωδιαστά λουλούδια θα πλημυρίσουν τα περιβόλια της Μεσογείου.
Οι Έλληνες μετακομίζουν στην Ανατολή. Ηγεμόνες, αξιωματούχοι, δάσκαλοι, έμποροι, πολεμιστές και κληρούχοι του Νέου Κόσμου, παίρνουν μαζί τους τις συνήθειες τους και απαιτούν τα προϊόντα που γνωρίζουν και αγαπούν.
Το σιτάρι, το λάδι και το κρασί είναι για αυτούς απαραίτητα, όχι μόνον για την διατροφή, αλλά και για την κοινωνική τους ταυτότητα που είναι συνυφασμένη με τα συμπόσια και τους αγώνες και δεν γίνεται συμπόσιο χωρίς οίνο ούτε αγώνας χωρίς άλειμμα με λάδι.
Στην Ερμούπολη, στον τάφο του Πετόσιρη που ήταν αρχιερέας του Ερμή Τρισμέγιστου- Θωθ, βλέπουμε δίπλα στους Αιγύπτιους που μαζεύουν λινάρι και παπύρους. τους Έλληνες κληρούχους της πρώτης γενιάς που έφτασε στην Αίγυπτο να οργώνουν και να σπέρνουν, να τρυγούν τα αμπέλια, να κάνουν κρασί και να γιορτάζουν με θυσία την συγκομιδή.
Οι Πτολεμαίοι προχώρησαν συστηματικά στην εισαγωγή νέων και στην βελτιωση των υφιστάμενων καλλιεργειών εισάγοντας νέα φυτά και σπόρους. Ο εμβολιασμός των δένδρων, μια πρακτική ήδη γνωστή εφαρμόζεται συστηματικά και σε μεγάλη έκταση, ώστε να παραχθούν πιο ανθεκτικές και προσοδοφόρες ποικιλίες.
Μια σημαντική καινοτομία είναι η εισαγωγή στην Αίγυπτο του χαρακτηριστικού ελληνικού σκληρού σίτου που τον προτιμούν οι Έλληνες και έχει καλύτερες τιμές σις αγορές. Τα σιτηρά, η επάρκεια των οποίων εγγυάται την κοινωνική ειρήνη, συγκεντρώνονται και ασφαλίζονται σε μεγάλους κρατικούς σιτοβολώνες.
Η Αίγυπτος και η Κυρηναϊκή γίνονται ο σιτοβολώνας της Μεσογείου. Με την βασιλική υποστήριξη η καλλιέργεια της ελιάς εξαπλώνεται παντού, όπου το επιτρέπει το κλίμα, κια το ασημοπράσινο χρώμα των φυλων της γίνεται βασικό συστατικό της εικόνας του τοπίου της Οικουμένης από την Σικελία, την Ελλάδα, την Μικρά Ασία και την Κύπρο μέχρι τον Ευφράτη, τον Νείλο, τις οάσεις της Σαχάρας και την Κυρηναϊκή.
Πριν από την Αλέξανδρο, λέει ο μύθος έφτασε στην Ινδία ο Διόνυσος. Το βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς κρασί. Μαζί τους τα δώρα του Διόνυσου, το κρασί και το θέατρο έφτασαν παντού. Από την Αίγυπτο μέχρι την Περσία και από τις κοιλάδες της κεντρικής Ασίας μέχρι την Ευδαίμονα Αραβία.
Η νότια Μικρά Ασία με την διακεκαυμένη και η βόρεια Συρία, η καρδιά του βασιλείου των Σελευκιδών, ήταν ιδανικός τόπος για την αμπελοκαλλιέργεια και τα κρασιά της Αντιόχειας έγιναν διάσημα και περιζήτητα.
Οι Πτολεμαίοι φρόντισαν να εγκλιματίσουν στην Αίγυπτο διάφορα κηπευτικά, φρούτα και καρπούς, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, που ευδοκιμούσαν σε άλλες περιοχές. Επίσης, εισήγαγαν και καλλιέργησαν δένδρα και θάμνους από τα οποία παράγονται πολύτιμες αρωματικές ουσίες πιο ακριβές από το χρυσάφι που αποτελούν την βάση για λιβάνια και αρώματα: μαστιχόδενδρα από την Χίο, θάμνους μύρρας κομμιφόρου που παράγουν μύρο και λιβανοδεντρα από την Αραβία.
Παράλληλα συνεχίστηκαν να παράγονται σε μεγάλες ποσότητες όσπρια. ,όπως η κόκκινη φακή που όχι μόνον αποτελούσαν βασικό τρόφιμο για ανθρώπους και οικόσιτα ζώα, αλλά και ξεκούραζαν ως ενδιάμεσες καλλιέργειες τα εδάφη με την φυσική λίπανση που δημιουργεί η συγκέντρωση αζώτου στις ρίζες τους.
Οι παραδοσιακές καλλιέργειες της Αιγύπτου, μπαχαρικά, λουλούδια, χουρμάδες, ζαχαροκάλαμα, λινάρι και βαμβάκι όχι μόνο συνεχιστήκαν, αλλά και επεκτάθηκαν, αφού τα προϊόντα τους βρήκαν και νέες αγορές.
Μολονότι λιγότερο γνωστή, ανάλογη πρέπει να ήταν η κατάσταση και στο βασίλειο των Σελευκιδών που εισήγαγαν είδη και ποικιλίες φυτών όχι μόνον από την Ελλάδα, αλλά και άλλα σπάνια, πολύτιμα και εξωτικά, όπως ο νάρδος, η κανέλλα, το κάρδαμο από την Αραβία και την Ινδία.
Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις και στον τομέα της κτηνοτροφίας. Οι αγορές των πόλεων απαιτούσαν κρέας, τυρί, γαλακτοκομικά, επεξεργασμένα δέρματα και, φυσικά, μαλλί για υφάσματα, κιλίμια, χαλιά.
Στα μεγάλα αγροκτήματα υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες για την κτηνοτροφία που φυσικά δεν έμειναν ανεκμετάλλευτες.
Το άνοιγμα των συνόρων και της επικοινωνίας ευνοούσε την γνωριμία με νέα είδη και φυλές οικόσιτων ζώων. Τα αιγοπρόβατα της Μακεδονίας διασταυρώθηκαν με τις εκλεκτές ράτσες των προβάτων της Μ. Ασίας και της Αραβίας με το πλούσιο και μαλακό σαν μετάξι μαλλί που ήταν πολύ πιο ανθεκτικά και αναβαθμίστηκαν. Τα βοοειδή αυξήθηκαν ίσως να εμφανίσθηκαν και οι νεροβούβαλοι που ήταν ήδη εξημερωμένοι στην Ινδία.
Παράλληλα αναπτύχθηκε η ιχθυοκαλλιέργεια, αλλά και οι πτηνοτροφικές επιχειρήσεις, όπου εκτός από τις όρνιθες εκτρέφονταν φασιανοί, φραγκόκοτες, πάπιες, χήνες, παγώνια.
Στην Αίγυπτο και στην Συρία εκτρέφονταν ελέφαντες για πολεμικούς σκοπούς. Η εκτροφή ίππων έφτασε στο ζενίθ και οι απόγονοι του Βουκεφάλα βρέθηκαν να ζευγαρώνουν με τα υπέροχα άλογα της Ευρασιατικής στέπας και της Αραβίας.
Τα υποζύγια πολλαπλασιάστηκαν ανάλογα με τις ανάγκες. Γαϊδουράκια, βόδια και μουλάρια συνέχισαν να είναι η βασική κινητήρια δύναμη για τις αγροτικές δουλειές, αλλά για τις μεταφορές οι Έλληνες έμποροι και ταξιδιώτες εξοικειώθηκαν και με τις καμήλες, τους ανθεκτικούς συντρόφους στην άνυδρη έρημο που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της σύνδεσης των εσχατιών με τα κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης.
Ήταν επιτυχημένες οι αγροτικές πολιτικές των ελληνιστικών ηγεμόνων;
Από την Αίγυπτο υπάρχουν πληροφορίες για σποραδικές ταραχές, όταν έπεφτε επικίνδυνα η στάθμη του Νείλου, οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπιστούν με αγορά και δωρεάν διανομή τροφίμων από το κράτος.
Ωστόσο τα στοιχεία που έχουμε για την δημογραφική κατάσταση δείχνουν ότι η αύξηση του πληθυσμού της Αιγύπτου στην εποχή των Πτολεμαίων έφτασε σε επίπεδα που μόνον στο τέλος του 19ου αιώνα θα πλησίαζε ξανά.
Ίσως όμως η απόδειξη της επιτυχίας τους να είναι τελικά το γεγονός ότι τόσο πολλές νέες πόλεις από την Μακεδονία μέχρι τον Όξο και το Ασσουάν κατάφεραν όχι μόνον να επιβιώσουν, αλλά και να εδραιωθούν, να ανθίσουν και να ζήσουν, δημιουργώντας πολιτισμό, για πολλούς αιώνες, κάποιες μέχρι και σήμερα!....
H δημιουργία της πολυπολιτισμικής οικουμένης με την πορεία και τα έργα του Μεγάλου Αλεξάνδρου κληροδότησε στις επόμενες γενιές των διαδόχων ένα μεγάλο πεδίο νέων εφαρμογών και στον τομέα της παραγωγής και διακίνησης αγαθών, μέσω των νέων βελτιωμένων συνθηκών του διαμετακομιστικού εμπορίου και μιας πολιτικής διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών σε οικουμενικό πλέον επίπεδο.
Η διάνοιξη νέων μεγάλων χερσαίων οδικών αρτηριών που διέτρεχαν τις αχανείς εκτάσεις του νέου ενιαίου κόσμου, αλλά και η εκμετάλλευση παλαιών μικρών και μεγάλων διαδρομών, προσέφεραν διευκόλυνση και ασφάλεια στις μικρές και κυρίως στις μεγάλων αποστάσεων μετακινήσεις εμπορικών προϊόντων. Επίσης, η οργάνωση μακρινών ναυτικών δρομολογίων, καθώς και η αναμενόμενη απελευθέρωση της οικονομίας και των συναλλαγών μεταξύ ατόμων και ομάδων από διαφορετικούς τόπους, με διαφορετική καταγωγή, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα, γλώσσα, ήθη και έθιμα δημιούργησε εκείνες τις ιστορικές προϋποθέσεις που ευνόησαν την μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου. Οι εμπορικές συναλλαγές ήταν δύο τύπων: κοντινής και μεγάλης εμβέλειας.
Ξεκινώντας από τις μικρές τοπικές κοινωνίες αγροτικού χαρακτήρα που συνέχισαν να υπάρχουν δίπλα στις νέες μεγάλες ελληνιστικές πόλεις, οι ντόπιοι γεωργοί οι οποίοι συνήθως είχαν παραγωγές που τους εξασφάλιζαν αυτάρκεια συνέχισαν να εμπορεύονται το πλεόνασμά τους με ιδιωτική πρωτοβουλία ή να εμπιστεύονται πλέον τις εμπορικές τους δραστηριότητες σε οργανωμένους εμπορικούς συλλόγους. Η διευθέτηση των εμπορικών αυτών συναλλαγών πέρασε από το επίπεδο της ανταλλακτικής οικονομίας σε πληρωμές με χρήμα. Έτσι, με το ρευστό που εξασφάλιζαν, οι γεωργοί αγόραζαν με τη σειρά τους άλλα προϊόντα που δεν μπορούσαν να παράγουν οι ίδιοι (κεραμική, μεταλλικά αντικείμενα, υφάσματα, κλπ), τα οποία μπορούσαν να προέρχονται από τοπικά ή και ξένα εργαστήρια από μακρινούς τόπους με οργανωμένη πλέον εμπορική διακίνηση των προϊόντων τους.
Στη συνέχεια, σε γενικότερο πλαίσιο τοπικής περιφερειακής οργάνωσης, δημιουργήθηκαν μονάδες ανταλλακτικών συναλλαγών μέσα στις οποίες εντάσσονταν άνθρωποι και αγαθά. Πολλές φορές η οργάνωση αυτή συντονίζονταν γύρω από ένα μεγάλο ιερό, όπως για παράδειγμα οι Δελφοί ή η Δήλος, και διαμορφώνονταν με φάση το γεωγραφικό ανάγλυφο, τις ειδικές παραμέτρους εξάσκησης της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας στην περιοχή, αλλά και την προϋπάρχουσα παράδοση.
Επίσης, η νέα οργάνωση σε βασίλεια στην εποχή των διαδόχων δημιούργησε διευρυμένους τόπους έντονης εμπορικής δραστηριότητας, με την παραγωγή, διακίνηση και κατανάλωση προϊόντων μέσα σε περίπλοκο και εκτεταμένο γεωγραφικά, αλλά και προστατευμένο θεσμικό πλαίσιο, όπου άνθρωποι και αγαθά μπορούσαν να ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις και αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών αντίστοιχα.
Οι μεγάλες ελληνιστικές πόλεις, τις οποίες αρχικά οραματίστηκε και υλοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος και συνέχισαν να ιδρύουν και να ενδυναμώνουν με σθένος οι διάδοχοι, έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία νέων συνθηκών καθημερινής διαβίωσης, οι οποίες και καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τις εμπορικές συναλλαγές των ελληνιστικών χρόνων. Πρωταρχική μέριμνα για τη διαβίωση των πολυπληθών πληθυσμών που στελέχωναν τις οικουμενικές αυτές πόλεις ήταν η εξασφάλιση τροφής. Κατά πρώτο λόγο, η παραγωγή τροφής γινόταν μέσω της αγροτικής παραγωγής στη χώρα των πόλων. Από τη διαχείριση και συντήρηση της χώρας λοιπόν εξαρτιόνταν ουσιαστικά η οικονομική ευμάρεια και η υγεία κάθε πολυπληθούς αστικής κοινότητας και για το λόγο αυτό περιχαρακώνονταν τα όρια της. Όπως ήδη αναφέραμε, τα παραγόμενα προϊόντα καταναλώνονταν από τους παραγωγούς, ενώ το απόθεμα πωλούνταν στην αγορά της πόλης, στους συμπολίτες και τους ξένους επισκέπτες. Αν και η διαδικασία αυτή φαντάζει σε εμάς συνήθης, ουσιαστικά υπήρξε η πιο διαδεδομένη και βασική εμπορική δραστηριότητα των ελληνιστικών χρόνων, αφού η πιστοποιημένη συσσώρευση στρατιωτών, η εκμίσθωση άπειρων τεχνιτών στην κατασκευή των μεγάλων έργων οικιστικού σχεδιασμού και ανάπλασης, ακολούθων και μελών της ελληνικής ελίτ που στελέχωναν τις βασιλικές αυλές και τους διευρυμένους διοικητικούς μηχανισμούς, αλλά και ξένων πληθυσμιακών στοιχείων σε κάθε οικουμενικό άστυ παραπέμπει ουσιαστικά σε ομάδες πληθυσμού που δεν παρήγαγαν προϊόντα της τροφικής αλυσίδας και οι οποίες όμως έπρεπε να τραφούν. Για παράδειγμα, στρατιώτες, αξιωματούχοι, αλλά και τεχνίτες στα μεγάλα βασιλικά οικοδομικά προγράμματα, οι οποίοι πληρώνονταν από τη ρευστοποίηση των θησαυρών που ανήκαν πριν στους Αχαιμενίδες, άρχισαν να αγοράζουν καταναλωτικά αγαθά ή προχώρησαν σε επενδύσεις βοηθώντας στη ρευστοποίηση της οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων. Έτσι, στις περιπτώσεις πολύ μεγάλων πόλεων, όπως για παράδειγμα η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η Αντιόχεια και η Σελεύκεια, παρουσιάστηκε αυξημένη ανάγκη για οργανωμένη εμπορική διακίνηση των αγροτικών προϊόντων, μέσω λογιστικής οργάνωσης και κρατικού ελέγχου των εμπορικών συναλλαγών, που εξασφάλιζε την ομαλότητα λειτουργίας του εμπορικού μηχανισμού.
Κατ’επέκταση, με την οργάνωση του εμπορίου σε επίπεδο αστικού σχεδιασμού και με προϋπόθεση την κάλυψη αρχικά των τοπικών αναγκών, το επιπλέον πλεόνασμα των τοπικών προϊόντων διατίθονταν στη συνέχεια στις διεθνείς πλέον εμπορικές αγορές, μέσω χερσαίων, ποτάμιων και θαλάσσιων μεταφορών. Ειδικότερα, η διακίνηση του θαλάσσιου εμπορίου διεξάγονταν κυρίως μέσα από συγκεκριμένες κύριες αρτηρίες συναλλαγών. Μία από τις αρτηρίες αυτές τροφοδοτούνταν με προϊόντα σε μεγάλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, της Αιγύπτου, της Συρίας και της Φοινίκης. Ένας άλλος θαλάσσιος μεσογειακός εμπορικός δρόμος περνούσε από το Αιγαίο και συνέχιζε στη Νότια Ιταλία, την ανατολική Σικελία και βορειότερα στη Βόρεια Αδριατική και την Ετρουρία. Επίσης, θαλάσσια εμπορικά δίκτυα είχαν οργανωθεί και μεταξύ των φοινικικών πόλεων –κυρίως της Τύρου- και των αποικιών της δυτικής Μεσογείου, λιμανιών του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας μέσω του Βοσπόρου, αλλά και ειδικότερα μεταξύ Συρακουσών και Αδριατικής. Επίσης, στα αχανή χερσαία όρια του βασιλείου των Σελευκιδών, μια σειρά πόλων που είχαν ιδρυθεί σε απομονωμένες και άγονες περιοχές –όπως η Πέτρα, η Φιλαδέλφεια, η Βόσρα, η Γέρασα, η Δαμασκός, η Παλμύρα και η Δούρα-Ευρωπός- μετατράπηκαν σε μεγάλα κέντρα εμπορίου, αφού ήταν κτισμένες κατά μήκος των μεγάλων οδικών αξόνων που εξυπηρετούσαν τη μεταφορά των αγαθών από τα βάθη της Ανατολής στα Μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Σε συνδέσεις μεγάλων χερσαίων και θαλασσινών δρόμων βρίσκονταν ακόμη η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Σινώπη, το Παντικάπαιο, η Ολβία, το Βυζάντιο, η Θεσσαλονίκη, η Δημητριάδα και η Κόρινθος.
Αντίστοιχα, κάποιες πόλεις-λιμάνια που βρίσκονταν σε κομβικά σημεία, πάνω σε σταυροδρόμια των εμπορικών δρόμων της Μεσογείου, όπως για παράδειγμα η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η Ρόδος και η Δήλος εξελίχθηκαν σε μοναδικά κέντρα διεθνών εμπορικών δραστηριοτήτων και διαμετακομιστικού εμπορίου. Σε αυτό βοήθησε και η εξέλιξη της κατασκευαστικής τεχνολογίας σε επίπεδο εξειδικευμένων κτιριακών εγκαταστάσεων που προωθούσαν και εξυπηρετούσαν ποικιλοτρόπως τις εμπορικές συναλλαγές. Έτσι, φημισμένες υπήρξαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις των Πτολεμαίων, αλλά και η γενικευμένη πρακτική κατασκευής φάρων στα λιμάνια της Μεσογείου, αποθηκευτικών συγκροτημάτων για τη ασφαλή φύλαξη των προϊόντων, τελωνείων για το έλεγχο και την πιστοποιημένη διάθεση των εμπορικών προϊόντων, καθώς και την επίτευξη ελεγχόμενων συναλλαγών. Επίσης, οι αγορές των ελληνιστικών πόλεων στολίστηκαν με παράπλευρες στοές, στις οποίες συναθροίζονταν οι πολυπληθείς ομάδες των πολιτών και των ξένων επισκεπτών, εξυπηρετώντας έτσι, εκτός από διοικητικούς, και εμπορικούς σκοπούς.
Με βάση λοιπόν τα νέα δεδομένα, εκτός από την ανάπτυξη του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων –κυρίως σιτηρών, κρασιού και λαδιού- που πλέον εξάγονταν με μεγαλύτερη ευκολία και σε μακρινές αποστάσεις, διευρύνθηκαν και οι αγορές διακίνησης και εμπορίας πολύτιμων αγαθών και υλών –όπως ο χρυσός και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα, τα κοσμήματα, το ελεφαντοστό, τα πολυτελή υφάσματα, οι εξειδικευμένες πρώτες ύλες και τα προϊόντα βαφής, σπάνια εδέσματα τοπικής παραγωγής, κλπ-, στις οποίες συχνά επιβάλλονταν ειδικές ρήτρες για την εξασφάλιση της αυθεντικότητας των προϊόντων και της ασφαλούς λειτουργίας των διαμετακομιστικών κέντρων. Έτσι, η εξειδικευμένη παραγωγή προϊόντων που χαρακτήριζε έναν τόπο μπορούσε πλέον να μεταφερθεί και να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής ακόμη και σε απομακρυσμένες γωνιές του ελληνιστικού κόσμου. Οι ξένες λοιπόν αγορές κατακλύσθηκαν από επώνυμα προϊόντα, όπως σιτάρι από την Αίγυπτο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Σικελία, ασήμι, κεραμική και κρασί από το Αιγαίο, σίδηρο από την Ετρουρία, ξύλο, αλάτι και ασήμι από την Ιβηρία, μπαχαρικά και πολύτιμα τέχνεργα κατασκευασμένα στη χερσόνησο της Αραβίας και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, όπως η φαγεντιανή και τα υάλινα αντικείμενα από την Αίγυπτο και τη Συρία, πορφυρά υφάσματα από τη Φοινίκη και πολύτιμα ενδύματα από τη Λυδία, πάπυρο από την Αίγυπτο, αλλά και δαμάσκηνα, φασόλια, λούπινα από την Αίγυπτο, αποξηραμένα φρούτα από την Περσία, αλίπαστα από τον Εύξεινο Πόντο, κλπ.
Η διακίνηση εξειδικευμένων προϊόντων, αλλά και η παρουσία στις μεγάλες ελληνιστικές πόλεις ομάδων των τοπικών ελίτ που χαρακτηρίζονταν από τη συσσώρευση αποθεμάτων πλούτου και οι οποίες αναζητούσαν προϊόντα μακρινής ‘εξωτικής’ προέλευσης, δημιούργησε αυξημένη ζήτηση και ανταγωνιστικό επίπεδο στον καθορισμό των τιμών μεταξύ ντόπιων και ξένων εμπόρων. Πάραυτα, το χαμήλωμα το τιμών σε υπερβολικό επίπεδο για την αποφυγή πληρωμής μέρους των φόρων τιμωρούνταν από τη νομοθεσία που προέβλεπε τη διεξαγωγή εμπορευματικών συναλλαγών με βάση συγκεκριμένους κανόνες και εμπορικά συμβόλαια. Για τη διασφάλισή τους αλλά και για τον καθορισμό των τιμών των διαφόρων προϊόντων, οι πόλεις είχαν θεσπίσει συγκεκριμένους δημόσιους λειτουργούς, όπως ήταν για παράδειγμα οι αγορανόμοι.
Επίσης, διάφορες πόλεις είχαν ψηφίσει νόμους εμπορικού ενδιαφέροντος και συγκεκριμένες ρήτρες για την προστασία της τοπικής παραγωγής, με στόχο τη δημιουργία εμπορικών προϊόντων προστατευμένης προέλευσης, όπως παράδειγμα αποτέλεσε η προστατευμένη εμπορεία οίνου από τη Θάσο ή τη Ρόδο. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν και οι σφραγίδες των τοπικών εργαστηρίων στους μεγάλους μεταφορικούς αμφορείς, οι οποίες και διευκόλυναν τον έλεγχο και τη φορολογία των εμπορικών προϊόντων. Σε γενικές γραμμές, το νομικό πλαίσιο των ελληνιστικών βασιλείων ρυθμίστηκε με σκοπό την προστασία και τον έλεγχο του εμπορίου, αφού η εισροή προϊόντων από ξένους τόπους στις ελληνιστικές πόλεις, αποτελούσε μια επιπλέον εισφορά στα κρατικά ταμία. Τα εμπορικά προϊόντα δηλώνονταν με την είσοδό τους από χερσαία οδό στη χώρα της κάθε πόλης ή φτάνοντας μέσω της θαλάσσιας οδού στο λιμάνι της. Η φορολογία των ξένων προϊόντων αποτέλεσε ένα από τα κύρια εισοδήματα των πόλεων, αλλά και κατ’επέκταση των βασιλικών ταμείων. Η διεξαγωγή των εξαγωγών και εισαγωγών έπρεπε πρωτογενώς να έχει εξασφαλίσει τη βασιλική άδεια, ενώ επίσης επιπλέον φορολογία επιβάλλονταν και από τους βασιλιάδες σε προϊόντα διευρυμένης και αυξημένης ζήτησης, όπως τα σιτηρά. Επίσης, το ύψος των τελωνειακών δασμών υπήρξε αντικείμενο ρύθμισης από το βασιλικό διοικητικό μηχανισμό. Η καταπάτηση πάσης φύσεως νόμου που οριοθετούσε και όριζε τους κανόνες για το εύρος, το είδος και την ποιότητα των εμπορικών συναλλαγών επέφερε βαριά χρηματικά πρόστιμα και άλλες ποινές στους παραβάτες.
Γενικότερα, η ομαλή ανάπτυξη και διεύρυνση των εμπορικών συναλλαγών στα ελληνιστικά χρόνια αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους μοχλούς άνθισης της οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων και εν γένει του οικουμενικού κόσμου. Η δημιουργία πρωτογενούς χρηματικού πλεονάσματος ως αποτέλεσμα διεργασίας εμπορικών πράξεων μικρής ή μεγάλης εμβέλειας πολλές φορές διοχετεύονταν δευτερογενώς στην αγορά με τη μορφή δωρεών από ιδιώτες ή βασιλείς και ηγεμόνες ή ως έντοκα δάνεια· αντίθετα, εμπορεύματα και μέσα διακίνησης εμπορικών προϊόντων που αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία ιδιωτών ή εμπορικών σωματείων -όπως για παράδειγμα τα εμπορικά πλοία- έμπαιναν ως υποθήκη για την εξασφάλιση δανείων από ιδιωτικές ή κρατικές τράπεζες σε στιγμές κάμψης της εμπορικής ζήτησης συγκεκριμένων προϊόντων ή ακόμη και σε στιγμές αναγκαίας διεύρυνσης εμπορικών στόχων και επέκτασης σε ξένες αγορές.
Η διακίνηση και εμπορική εκμετάλλευση συγκεκριμένων προϊόντων αποτέλεσε πολλές φορές αντικείμενο πολιτικού και οικονομικού σχεδιασμού της βασιλικής αυλής. Παράδειγμα αποτελεί η εκτεταμένη εμπορική εκμετάλλευση των αιγυπτιακών προϊόντων και πρώτων υλών, με σκοπό τον επιτυχή πολιτικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό των αντιπάλων της Πτολεμαϊκής βασιλικής αυλής.
Τέλος, η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου στα ελληνιστικά χρόνια αποτέλεσε μία από τις κύριες αιτίες ηθελημένης μαζικής μετακίνησης πληθυσμών που μεταμόρφωσαν τις τοπικές και περιφερειακές οικονομίες του οικουμενικού κόσμου. Έτσι, για παράδειγμα, Σύριοι και Αιγύπτιοι έμποροι και εμπορικοί αντιπρόσωποι ταξίδεψαν και πέρασαν ή εγκαταστάθηκαν στη Δήλο, τη θεσσαλική Δημητριάδα, την Εύβοια, τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα λιμάνια του Αιγαιακού κόσμου, Ιουδαίοι μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και την Κυρήνη, Έλληνες ταξίδεψαν στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, κλπ. Οι ξένοι αυτοί ταξιδιώτες και επαγγελματίες του εμπορίου συνήθως οργανώνονταν σε ιδιωτικούς συλλόγους, μικρές κοινωνίες με δικής τους οργάνωση και συγκεκριμένους στόχους, εκ των οποίων ένας από τους σπουδαιότερους υπήρξε η ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου και η εκτέλεση εμπορικών συναλλαγών οικουμενικής εμβέλειας (βλ. αντίστοιχο λήμμα). Επίσης, εκείνη την εποχή παρατηρείται για πρώτη φορά και η σύμπραξη συνεταιρισμών, με σκοπό την διεξαγωγή πολλαπλών εμπορικών δραστηριοτήτων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μια διαδικασία που συνέδεσε εμπόρους και κεφαλαιούχους χρηματοδότες.
Συμπερασματικά, την εποχή εκείνη τέθηκαν για πρώτη φορά τα θεμέλια οργάνωσης, νομικής περιφρούρησης και διεξαγωγής εμπορικών πράξεων σε ευρύ γεωγραφικό και οικονομικό πλαίσιο που αποτέλεσαν τις βάσεις του σημερινού παγκόσμιου εμποροτεχνικού και οικονομικού σχεδιασμού.
Αν και τα νομίσματα διαδόθηκαν σε ένα σημαντικό τμήμα του μεσογειακού κόσμου κατά τους κλασικούς χρόνους με την κάθε πόλη να αναλαμβάνει τη δική της νομισματική παραγωγή, ωστόσο δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις καθημερινές συναλλαγές της οικονομικής πραγματικότητας, αφού σε ελάχιστες αστικά νομισματοκοπεία υπήρξε συνεχής σταθερή παραγωγή. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Ι, 9) τόνισε την αναγκαιότητα του νομίσματος στις συναλλαγές του καθημερινού βίου των ελληνικών κοινοτήτων και το εμπόριο, όμως ο Πλάτωνας ήταν αυτός που σημείωσε (Νόμοι Ε΄, 742α) την ανάγκη ύπαρξης εκτός του επιχώριου’νομίσματος κάθε πόλης, ‘νόμισμα δε ένεκα της καθ’ημέραν’, και ενός κοινού νομίσματος, ‘κοινόν δε Ελληνικόν νόμισμα’, που θα διευκόλυνε τις συναλλαγές του κράτους και των πολιτών - στρατιωτικές εκστρατείες, διπλωματικές αποστολές, μετακινήσεις ιδιωτών - εκτός της αστικής τους επικράτειας.
Η ανάγκη αυτή έγινε πραγματικότητα στα Ελληνιστικά χρόνια, με αλλαγές στη μορφή και την κλίμακα διάδοσης της νομισματικής παραγωγής. Στο νέο οικουμενικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, τα νομίσματα εντάχθηκαν σε μια νομισματική πολιτική που εισχώρησε σε τομείς της οικονομίας για τις οποίες πριν δεν είχαν κριθεί κατάλληλα, και έτσι κατέλαβαν κεντρική θέση στο γενικότερη πολιτικό σχεδιασμό των Ελληνιστικών βασιλέων. Κατά πρωταρχικό λόγο οι νέες κοπές εξυπηρέτησαν στη διευκόλυνση των πρακτικών αναγκών των στρατιωτικών εκστρατειών και την πληρωμή των μισθοφόρων του βασιλικού στρατού. Σε συνέχεια της επιτυχημένης εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του Παγγαίου από το Φίλιππο της Μακεδονίας που μπόρεσε να συντηρήσει μεγάλο μισθοφορικό στράτευμα, το πέρασμα της κατοχής των περίφημων θησαυρών του Περσικού βασιλείου στο Μέγα Αλέξανδρο επέτρεψε την άνευ προηγούμενου μεγάλης κλίμακας μεταβολή πολύτιμων πρώτων υλών σε νομίσματα. Ο Αλέξανδρος, που αμέσως μετά τη μάχη της Ισσού εξέδωσε ασημένιες κοπές στο όνομά του με τον μυθικό ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας των Τημενιδών Ηρακλή Πατρώο και τον πατρογονικό και πανελλήνιο Δία Ολύμπιο αλλά και χρυσούς στατήρες με Αθηνά και Νίκη, δημιούργησε για πρώτη φορά νομισματοκοπεία εκτός της Μακεδονίας σε 24 πόλεις της Μ. Ασίας και της Μέσης Ανατολής, όπως η Βαβυλώνα και τα Σούσα. Έτσι, έθεσε σε κυκλοφορία αμέτρητες ποσότητες νομισμάτων ιδίου βάρους που θεμελίωσαν για πρώτη φορά μια οικουμενική νομισματική πολιτική (πρβλ. λήμμα Ε.3.4). Τα νομίσματά του αποτέλεσαν ήδη διεθνές νόμισμα μέσω της διακίνησής του από το στρατό αλλά και τους τεχνίτες και εμπειρογνώμονες που εργάστηκαν στην κατασκευή των νέων πολυπολιτισμικών πόλεων στη Μ. Ασία και Μέση Ανατολή και αμείφθηκαν με τα νέα νομίσματα, πριν την καταλυτική τους διάδοση από τους διαδόχους σε όλο το γνωστό κόσμο.
Εκτός από την πρακτική τους χρησιμότητα στις καθημερινές συναλλαγές ενός πολυπληθούς και πολυπολιτιστικού ανθρώπινου συνόλου, τα νομίσματα των ελληνιστικών βασιλέων αποτέλεσαν το ταχύτερο μέσο ευρύτατης διάδοσης εικονογραφικών μοτίβων και συμβόλων της βασιλικής ιδεολογίας και μεταλαμπάδευσης των ερμηνειών τους, ως μέσο διαλόγου μεταξύ των βασιλέων και των υπηκόων τους. Η εκλογή της εικονογραφίας με μοτίβα που παρέπεμπαν είτε στις παραδοσιακές επιλογές του Μεγάλου Αλεξάνδρου -μορφές Ηρακλή και Δία- είτε στη ίδια τη μορφή του μεγάλου στρατηλάτη, διακήρυτταν το νόμιμο δικαίωμα του κάθε ηγεμόνα στην δυναστική διαδοχή. Υιοθετήθηκαν όμως και νεωτερισμοί, όπως η εικονογράφηση του ιδεαλιστικού ή θεοποιημένου πορτραίτου του εκάστοτε βασιλιά αλλά και σύμβολα του βασιλείου του - συχνά με συνδυασμό ελληνικών και ανατολικών καταβολών - που εξυπηρετούσαν στην διάδοση της βασιλικής ταυτότητας και πολιτικής ιδεολογίας συνδυάζοντας την ελληνική και ανατολική παράδοση στα πλαίσια των καινοτόμων δομών της νέας οικουμενικής πραγματικότητας. Επίσης, επίθετα χαραγμένα πάνω στις κοπές συνέβαλαν, ως συμπληρωματικό στοιχείο της εικονογραφίας, στην ταχεία διάδοση της ατομικά επιλεγμένης ταυτότητας και της πολιτικής του εκάστοτε βασιλιά ή ενός διαδόχου που επιμελούνταν τιμητικής αναφοράς στον προκάτοχό του.
Στο βασίλειο της Μακεδονίας στην Ηπειρωτική Ελλάδα, ο ετεροθαλής αδερφός και διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φίλιππος Γ΄ Αρριδαίος, συνέχισε τις κοπές του τελευταίου με την κεφαλή του Ηρακλή στον εμπροσθότυπο και τον ένθρονο Δία στον οπισθότυπο και με Αθηνά και Νίκη αντίστοιχα. Τα ίδια τετράδραχμα εκδόθηκαν και από τον Κάσσανδρο που υιοθέτησε επίσης και νέα εικονογραφία, ενώ προχώρησε και σε ασημένιες κοπές. Την ίδια περίοδο στην Πέλλα και στην Αμφίπολη ξανάρχισε και η κοπή χρυσών και ασημένιων νομισμάτων του Φιλίππου Β΄ που συνεχίστηκε μέχρι το 294 π.Χ. Τα νομίσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως μια ελαφρά μονάδα συναλλαγών εσωτερικής χρήσης ή εξάγονταν στην με περιορισμένη νομισματοκοπία περιοχή του εσωτερικού της Θράκης, ενώ αυτά των τύπων του Αλεξάνδρου δεν είχαν παρόμοια χρήση από τη στιγμή που κυκλοφορούσαν ήδη σε όλη την υπόλοιπη αυτοκρατορία. Η νομισματοκοπία όμως στην κυρίως Μακεδονία ήταν ήδη συνηθισμένη πριν από τον Αλέξανδρο σe παράλληλες κοπές με διάφορα σταθμητικά συστήματα. Ο Δημήτριος Πολιορκητής συνέχισε επίσης τις κοπές με τους τύπους του Αλεξάνδρου· χαρακτηριστικές είναι και οι πρώϊμες κοπές του με παράσταση Νίκης (Εικ. 5-7), σε ανάμνηση πιθανόν της θαλάσσιας νίκης του επί του Πτολεμαίου Α΄ στη Σαλαμίνα της Κύπρου το 306 π.Χ. Λίγο αργότερα εξέδωσε και νομίσματα με τη μορφή του, με διάδημα και κέρατα ταύρου, σύμβολα της θεϊκής καταγωγής του ως νόμιμου κατόχου του μακεδονικού θρόνου. Οι κοπές αυτές που εκδόθηκαν στη Μίλητο χαρακτηρίστηκαν ως το πρώτο σίγουρο νομισματικό παράδειγμα θεοποίησης ηγεμόνα εν ζωή. Επίσης, το 290 π.Χ. μεγάλη ποσότητα παραγωγής νομισμάτων σχετίζεται πιθανόν με τις στρατιωτικές εκστρατείες του, ενώ τα νομίσματά του κόβονταν πλέον και σε νομισματοκοπία της Φοινίκης, Κύπρου, Κιλικίας και Δυτικής Μ. Ασίας. Επί της βασιλείας του στην κυρίως Μακεδονία σταμάτησαν οι κοπές ‘Φιλίππων’ με ‘θρακομακεδονικό’ κανόνα και υιοθετήθηκε ξανά το αττικό σταθμητικό σύστημα. Στη συνέχεια, ο Αντίγονος Β’ Γονατάς, αρχικά συνέχισε εκτεταμένη έκδοση των μεταθανάτιων κοπών του Αλεξάνδρου, ενώ μετά το Χρεμωνίδειο πόλεμο, έκοψε δικό του νόμισμα και υιοθέτησε νέες παραστάσεις με θεούς προστάτες στα πεδία των μαχών, όπως η Αθηνά και ο Πάνας, θεός επήκοος του τον Αντίγονου στις μάχες κατά τον Γαλατών. Προς το τέλος της βασιλείας του εξέδωσε τετράδραχμα με τον Ποσειδώνα και Απόλλωνα σε πλώρη πλοίου σε ανάμνηση των θαλάσσιων αντιμαχιών του με τους Πτολεμαίους. Τέλος, τα χάλκινα νομίσματα του Αντιγόνου που χρησίμευαν για την πληρωμή της ημερήσιας διατροφής των στρατιωτών στις φρουρές ανά την επικράτεια συνέχισαν να κυκλοφορούν και μετά το θάνατό του. Γενικότερα, οι κοπές του Αντιγόνου συνεχίστηκαν και από τον διάδοχό του, τον Δημήτριο Β΄ και τον Αντίγονο Δώσωνα παραπέμποντας σε ισχυρή αίσθηση δυναστικής διαδοχής, ενώ ο τελευταίος έκοψε και ασημένια τετράδραχμα μετά τη νίκη του στη ναυμαχία της Άνδρου το 227 π.Χ. Τέλος, ο Φίλιππος Ε’ δημιούργησε ένα ισχυρό οικονομικά κράτος, γεγονός που συνεχίστηκε ακόμα και μετά από την ήττα του στο Β’ Μακεδονικό πόλεμο το 197 π.Χ., χάρη στην επαναλειτουργία παλαιών ορυχείων και στη διάνοιξη νέων. Την εποχή αυτή, η Πέλλα, η Αμφίπολη και η Θεσσαλονίκη εξέδωσαν δικά τους νομίσματα στο όνομα των Μακεδόνων και άλλων επιμέρους περιοχών της κυρίως Μακεδονίας που κυκλοφορούσαν παράλληλα με τις βασιλικές κοπές. Τα νομίσματά του Φιλίππου Ε’ απεικονίζουν στον εμπροσθότυπο το πορτραίτο του, επαναφέροντας την καινοτομία του Δημήτριου Πολιορκητή. Τα εικονογραφικά θέματα όμως στόχευαν στη διακήρυξη των ιδεών του και όχι στον εορτασμό νικηφόρων μαχών των προκατόχων του, αφού στους χρυσούς στατήρες του εικονίζεται ο μυθικός Περσέας, χαρακτηριστικά του οποίου θα υιοθετήσει το βασιλικό πορτραίτο σε μεταγενέστερα ασημένια νομίσματα. Στη συνέχεια, ο διάδοχός του Φιλίππου Ε’, Περσέας, διατήρησε την καλή οικονομική κατάσταση του κράτους και για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου εξέδωσε μεγάλη ποσότητα Αττικών τετραδράχμων ενός μειωμένου κανόνα, γεγονός που θυμίζει τις παλιές πρακτικές των Αργεαδών. Σε αυτά ικονίζεται το πορτραίτο του που αντέγραφε εκείνο του προκατόχου του, γεγονός που αποδόθηκε στην προσπάθειά να αντικρούσει κατηγορίες ότι είναι νόθος γιος του τελευταίου. Η ήττα του Περσέα στη μάχη της Πύδνας το 167 π.Χ και η προσάρτησή της Μακεδονίας στο ρωμαϊκό κράτος θα σημάνει το τέλος της νομισματοκοπίας του βασιλείου των Μακεδόνων.
Στο βασίλειο της Θράκης, τις πρώτες ανάγκες του Λυσιμάχου σε νομίσματα τις κάλυπτε ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας με τα νομισματοκοπεία του στην Πέλλα και στην Αμφίπολη. Τα πρώτα νομίσματα του Λυσιμάχου ακολουθούσαν τους τύπους εκείνων του Φιλίππου Β’, με μικρές διαφοροποιήσεις στην επιγραφή, για να επικρατήσει εν τέλει το όνομά του. Σε όλα τα νομίσματά του εικονίζεται η επιτομή λιονταριού. Το 305/4 π.Χ., ο Λυσίμαχος ανακηρύχτηκε βασιλιάς και απέκτησε δικό του νομισματοκοπείο, όμως στις κοπές του δεν έκανε χρήση του πορτραίτο του. Μετά το 301 π.Χ., η δύναμή του επεκτάθηκε στη Δυτική Μ. Ασία και τη Μακεδονία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει τα νομισματοκοπεία της Πέλλας και της Αμφίπολης. Από το 299/8 π.Χ. υιοθέτησε τους τύπους του Αλεξάνδρου στα χρυσά και ασημένια νομίσματά του, ενώ με το θάνατο του Κασσάνδρου ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε τετράδραχμα με τον Αλέξανδρου να φέρει βασιλικό διάδημα και κέρατα κριαριού ως αναφορά στην θεϊκή καταγωγή του από τον αιγυπτιακό Άμμωνα. Με το πορτραίτο αυτό, που χαρακτηρίζεται ως ένα από τα ωραιότερα πορτραίτα της ελληνιστικής εποχής, ο Λυσίμαχος διακήρυττε τη νόμιμη διεκδίκηση του θρόνου ως γνήσιος διάδοχος του θρυλικού στρατηλάτη, ενώ η Αθηνά στον οπισθότυπο πιθανόν σχετίζεται με τη νίκη του στην Ιψό. Οι παραστάσεις αυτές κοσμούσαν και τα χρυσά του νομίσματα μέχρι και τον 1ο π.Χ. αι.
Στο βασίλειο των Ατταλιδών της Μικράς Ασίας, τα πρώτα νομίσματά του Φιλέταιρου ακολουθούσαν επίσης τους τύπους του Αλεξάνδρου, και απεικόνιζαν στον εμπροσθότυπο τον Σέλευκο Α’, ενώ η καθισμένη Αθηνά στον οπισθότυπο παραπέμπει στην αντίστοιχη παράσταση του Λυσιμάχου. Αν και ο Φιλέταιρος δεν υιοθέτησε επισήμως τον τίτλο του βασιλέως, μετά το θάνατό του το 263 π.Χ οι διάδοχοί του τον τιμούσαν ως ιδρυτή της δυναστείας, και απεικόνιζαν το ρεαλιστικό πορτραίτο του στα νομίσματα τους. Ο Ευμένης Β’, ο γιός του Αττάλου Α’, εισήγαγε ένα νέο τύπο νομισμάτων περιορισμένης κυκλοφορίας, τα κιστοφορικά, τα οποία ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα αλλά είχαν μικρότερο βάρος, γεγονός που επέφερε μεγάλα κέρδη στο βασιλικό ταμείο. Επίσης, εξέδωσε και νομίσματα με το πορτραίτο του, καθώς και μια σπάνια κοπή με κεφαλή Μέδουσας στον εμπροσθότυπο και Αθηνά Νικηφόρο στον οπισθότυπο προς τιμήν των Νικηφορίων, γιορτής αφιερωμένης στη θεά ή ανάμνηση της νίκης του εναντίον των Γαλατών.
Στο βασίλειο των Πτολεμαίων, ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ εξέδωσε αρχικά τετράδραχμα με το όνομα του Αλεξάνδρου, ενώ αργότερα υιοθέτησε νέες παραστάσεις στις κοπές του. Η κεφαλή του Ηρακλή στον εμπροσθότυπο αντικαταστάθηκε για πρώτη φορά από το πορτραίτο του Αλεξάνδρου που φέρει δορά ελέφαντα, σε μια προσπάθεια διακήρυξης της νόμιμης δυναστικής κτήσης του πτολεμαϊκού βασιλείου. Γύρω στο 315 π.Χ., στον οπισθότυπο τη θέση του Δία πήρε η Αθηνά, ενώ ένας αετός πάνω σε κεραυνό καθιερώθηκε ως το σύμβολο του Πτολεμαίου. Όταν ο Πτολεμαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς το 305 π.Χ., εξέδωσε νέα τετράδραχμα με το πορτραίτο του με διάδημα και αιγίδα, επιγραφή με το όνομά του και αετό στον οπισθότυπο που συνεχίστηκαν μέχρι το 30 π.Χ. Η παράσταση του εμπροσθότυπου χρησιμοποιήθηκε και σε χρυσά νομίσματα με Αλέξανδρο να κρατάει κεραυνό πάνω σε άρμα που το σέρνουν ελέφαντες στον οπισθότυπο . Ο Πτολεμαίος καινοτομώντας δεν χρησιμοποίησε στα νομίσματά του τον αττικό σταθμητικό κανόνα που είχε υιοθετήσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Υιοθέτησε λοιπόν ένα ελαφρύτερο κανόνα για τις ασημένιες κοπές του, γνωστό γενικότερα ως ‘φοινικικό’ που όμως ήταν κοντά και στο ‘Θρακο-μακεδονικό’ κανόνα που χρησιμοποιήθηκε στην κυρίως Μακεδονία για την κατασκευή των νομισμάτων του Φιλίππου από τον Αντίγονο και τον Κάσσανδρο, κίνηση που υιοθετήθηκε και από τους διαδόχους του. Οι Πτολεμαίοι λοιπόν επέλεξαν τη νομισματική εσωστρέφεια σε σχέση με τα υπόλοιπα βασίλεια, γεγονός όμως που δεν επέφερε οικονομική απομόνωση αλλά πολύ σημαντικά κέρδη στο κρατικό ταμείο, αφού αναρίθμητοι έμποροι που που εισέρεαν στην Αίγυπτο για αγορά σίτου άλλαζαν τα αττικού βάρους νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα Πτολεμαϊκά. Στη συνέχεια, ο Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος απαγόρευσε την κυκλοφορία των παλιών κοπών και εξέδωσε νέες χρυσές και ασημένιες που επιτρεπόταν να κυκλοφορούν κυρίως στην Αλεξάνδρεια και στις εξωτερικές κτήσεις του, ενώ οι χάλκινες κοπές χρησιμοποιούνταν μόνο στις εσωτερικές συναλλαγές. Υιοθέτησε αρχικά την ίδια εικονογραφία με τον πατέρα του, προσθέτοντας στον οπισθότυπο μια ασπίδα που θα γίνει το έμβλημά του. Στη συνέχεια, για να τιμήσει τη νεκρή σύζυγο και αδερφή του Αρσινόη, εξέδωσε ασημένια και χρυσά νομίσματα με το πορτραίτο της, ενώ μια άλλη σειρά απεικονίζει το ζευγάρι ενωμένο. Ο διάδοχός του, Πτολεμαίος Γ’ Ευεργέτης, συνέχισε αρχικά τις ίδιες κοπές, ενώ αργότερα χρησιμοποίησε και νέες παραστάσεις, όπως το χρυσό δεκάδραχμο με πορτραίτο της Βερενίκης Β’ που χαρακτηρίζεται ως ένα από τα ωραιότερα γυναικεία πορτραίτα της Πτολεμαϊκής δυναστείας. Στα νομίσματά του επικράτησε το πορτραίτο του ή ο Άμμων Δίας και αετός στον οπισθότυπο. Nέους τύπους νομισμάτων εξέδωσε και ο Πτολεμαίος Δ’ Φιλοπάτωρ, όπως τις ασημένιες κοπές με τον Σάραπι και την Ίσιδα, αλλά και πολυάρυθμες χρυσές μεταθανάτιες κοπές για τον Πτολεμαίο Γ’ . Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Ε΄ αυξήθηκαν οι νομισματικές κοπές για να ισοσταθμίσουν προφανώς τις υποχρεώσεις έναντι του Συριακού Πολέμου. Στα χρυσά νομίσματά του απεικόνισε τους γονείς του, αλλά και τον ίδιο, μεταξύ άλλων και σε ένα εξαιρετικό πορτραίτο με ακτινωτό διάδημα. Γενικότερα, τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τη νομισματική πολιτική των Πτολεμαίων από αυτές των υπόλοιπων ελληνιστικών βασιλείων: αρχικά, η σταδιακή νόθευση του υλικού και ελάφρυνση του βάρους των ασημένιων και χρυσών νομισμάτων από τα χρόνια του Πτολεμαίου Γ’ που επί Πτολεμαίου Ε’ είχε ως αποτέλεσμα την παύση της κυκλοφορίας τους· επίσης, παρατηρήθηκε άφθονη παραγωγή εντυπωσιακών στην εμφάνισή τους και υψηλής αξίας χρυσών νομισμάτων. Τέλος, μεγάλη ήταν η σημασία της κυκλοφορίας των χάλκινων νομισμάτων που μαζί με τα χρυσά υπερκέρασαν εκείνη των ασημένιων κοπών. Η κλειστή αυτή οικονομική πολιτική που ανάγκαζε τους εμπόρους να ανταλλάσσουν στα σύνορα του βασιλείου τα νομίσματά τους με αντίστοιχα πτολεμαϊκά, επέφερε στο κράτος τον πλήρη έλεγχο της αγοράς και γενναία έσοδα στο δημόσιο ταμείο.
Αντίθετα, στο βασίλειο των Σελευκιδών, η νομισματική πολιτική που επιλέχθηκε ήταν ανοιχτού τύπου, με ελεύθερη κυκλοφορία όλων των νομισμάτων που ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα, γεγονός που επέφερε την εύκολη διακίνηση χρήματος δια μέσου των σύνορων του βασιλείου. Ο Σέλευκος Α΄ αρχικά εξέδωσε νομίσματα με τους τύπους του Αλεξάνδρου, αλλά με το δικό του όνομα. Το 305 π.Χ. περίπου, ο Σέλευκος ανακηρύχτηκε βασιλιάς και εξέδωσε νέα τετράδραχμα που πιθανόν απεικονίζουν τον Αλέξανδρο, καθώς και άλλες παραστάσεις, όπως μορφή ελέφαντα που αποτελούσε οργανικό στοιχείο του στρατού των Σελευκιδών. Τα χρυσά νομίσματα του διατήρησαν τους τύπους του Αλεξάνδρου, ενώ σπανιότερα έφεραν και άλλες παραστάσεις, όπως κεφαλή Βουκεφάλα [55-56]. Το όνομα του Αλεξάνδρου αντικαθίσταται σταδιακά από το όνομα του Σέλευκου. Κατά τη βασιλεία του Σελεύκου, τα ασιατικά νομισματοκοπεία του Αλεξάνδρου – π.χ. αυτό της Βαβυλώνας - συνέχισαν τη λειτουργία τους, ενώ νέα τέθηκαν επίσης σε λειτουργία στη Σελεύκεια στον Τίγρη, στα Εκβάτανα, τη Νύσα αλλά και το μακρινό Άϊ Χανούμ της Βακτρίας. Ο γιος του Σελεύκου Α΄, Αντίοχος Α’ (280-261 π.Χ), χρησιμοποίησε επίσης τους τύπους του Αλεξάνδρου, αλλά σε άλλες κοπές απεικόνισε τον πατέρα του με θεϊκά χαρακτηριστικά ή επίσης το πορτραίτο του ίδιου, με Απόλλωνα καθήμενο σε ομφαλό ή στηριζόμενο στον τρίποδα στον οπισθότυπο. Οι υπόλοιποι Σελευκίδες υιοθέτησαν επίσης στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων τους πορτραίτα τους με ιδεαλιστικά ή και θεϊκά χαρακτηριστικά, όπως ο Σέλευκος Β’ και Αντίοχος Γ’ αντίστοιχα. Στον οπισθότυπο εικονίζεται συνήθως ο Απόλλωνας, ενώ σε κοπές του Σέλευκου Γ’ και του Αντιόχου Γ’ εικονίζεται ελέφαντας. Στα μέσα περίπου του 3ου π.Χ. αι. η ανεξαρτητοποίηση του Βακτρίας δημιούργησε προβλήματα στο εμπόριο των Σελευκιδών, με αποτέλεσμα να διακοπεί η έκδοση χρυσών νομισμάτων.
Στo βασίλειo της Βακτρίας που αρχικά είχε κληροδοτηθεί στους Σελευκίδες, όταν ο σατράπης της Βακτρίας Διόδοτος Α’ κήρυξε την ανεξαρτησία του, γύρω στο 255 π.Χ., κυκλοφόρησε νέα σειρά νομισμάτων που στην αρχή διατηρούσαν το όνομα του βασιλιά της Συρίας. Αργότερα, ο Ευθύδημος από τη Μαγνησία, που σκότωσε το Διόδοτο Β΄, προχώρησε στην έκδοση νομισμάτων, μεταξύ αυτών και χρυσά. Ένας από τους δύο γιούς του, ο Δημήτριος Α’ που εισχώρησε και στην Ινδία απεικόνισε το πορτραίτο του με χαρακτηριστικά Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα δύο αδέρφια παραμερίστηκαν πολύ γρήγορα από τον Αντίμαχο αυτοαποκαλούμενο και ‘Θεό’. Οι βασιλείς που τον διαδέχτηκαν, προχώρησαν στη χρήση δίγλωσσων επιγραφών (ελληνικά και ινδικά) στα νομίσματα τους, διευκολύνοντας έτσι τις συναλλαγές, ενώ άλλαξε και το σχήμα τους σε ορθογώνια ή ακανόνιστα. Ορισμένοι διάδοχοι δεν ξέχασαν τη μακεδονική καταγωγή τους, όπως μαρτυρούν τα τετράδραχμα του Αγαθοκλή με τους τύπους του Αλεξάνδρου, σε μια κίνηση νομιμοποίησης της εξουσία του. Ο Ευκρατίδης που κατάφερε τελικά να κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του βασιλείου, έκοψε νομίσματα με την επιγραφή ‘Μέγας’ και χάραξε δίγλωσσες επιγραφές σε χρυσά νομίσματα. Από τους τελευταίους σπουδαίους Έλληνες βασιλείς του ελληνο-βακτριανού βασιλείου, ο Μένανδρος, ή Milinda, χάραξε στα δίγλωσσα νομίσματά την επιγραφή “Maharaja Dharmika”, ‘Βασιλεύς Δίκαιος’ δηλαδή, συνδυάζοντας στην εικονογραφία ελληνικά θέματα με μοτίβα της Ανατολής. Τέλος, ο βασιλιάς Αμύντας εξέδωσε τα μεγαλύτερα ίσως αργυρά δεκάδραχμα που εκδόθηκαν ποτέ στην αρχαιότητα.
Γενικά, οι άφθονες και συχνά εντυπωσιακές κοπές των ελληνιστικών ηγεμόνων πρόδιδαν της ευμάρεια και τον πλούτο των βασιλείων τους, εντύπωση στην οποία συνέτειναν και οι διοργανώσεις μεγάλων και εντυπωσιακών εορταστικών πομπών με επίδειξη του πλούτου των βασιλικών θησαυροφυλακείων –όπως αυτές του Πτολεμαίου Β΄ και του Αντίοχου Δ’ - που έμειναν στην ιστορία ως ζηλευτά κατορθώματα από Έλληνες και Ρωμαίους. Ο Πλούταρχος, για παράδειγμα, παρουσιάζει τον Σπαρτιάτη βασιλιά Άγη να ομολογεί ότι οι σκλάβοι του Πτολεμαίου και του Σέλευκου προφανώς είχαν στην κατοχή τους μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από ότι ο ίδιος, ενώ ο Διόδωρος εξιστορεί την επίσκεψη των Ρωμαίων απεσταλμένων στην Πτολεμαϊκή αυλή το 139 π.Χ. και τον εντυπωσιασμό τους από τον αμύθητο πλούτο των Πτολεμαίων.
Αν και μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος τα περισσότερα αστικά νομισματοκοπεία Μ. Ασία, Φοινίκης και Αιγύπτου σταμάτησαν τη λειτουργία τους, ωστόσο διάφορες πόλεις του απέραντου οικουμενικό κόσμου προχώρησαν ήδη από τον 3ο αι. π.χ. – όπως οι πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην Πελοπόννησο, η γνωστή για το εμπόριό της νησιωτική πόλη Άραδος της Φοινίκης, αλλά και η Φάσελις, η Πέργη και η Άσπενδος της Παμφυλίας με κοπές που ακολουθούσαν τους τύπους του Μεγάλου Αλεξάνδρου πριν ανεξαρτητοποιηθούν από την κατοχή των Πτολεμαίων - και κυρίως κατά το 2ο και 1ο αι. π.Χ. σε κοπές δικών τους χάλκινων νομισμάτων, που τέθηκαν σε παράλληλη λειτουργία με τα βασιλικά νομίσματα οικουμενικού τύπου. Ένα σπάνιο ψήφισμα του όψιμου 2ου αι. π.Χ. από τη Θρακική Σηστό παραδίδει την συλλογική απόφαση της πόλης να κόψει δικό της νόμισμα και την τοποθέτηση πολιτών επικεφαλής αυτής της διαδικασίας (IGSK Sestos 1*, 433-49). Οι αστικές αυτές κοπές όμως δεν είχαν κανονική ροή παραγωγής από χρονιά σε χρονιά, ενώ κάποιες περίοδοι φαίνονται ειδικά ευδόκιμες για την έκδοση και τη λειτουργία τους. Συχνά όμως το υλικό κατασκευής των περισσότερων κοπών - ο χαλκός- αποτελούσε ευτελές υλικό σε σχέση με αυτό των βασιλικών ασημένιων και χρυσών νομισμάτων και δικαιολογεί το γεγονός ότι συνήθως δεν έβγαιναν έξω από την επικράτεια μιας πόλης, εκτός από τις κοπές με τους τύπους του Αλεξάνδρου που υποστηρίχθηκε ότι εισέρεαν στα βασιλικά ταμεία με τη μορφή φόρων. Αυτό υποδεικνύει ότι σκοπός τους ήταν η κάλυψη πρακτικών αναγκών της τοπικής οικονομίας όπως η πληρωμή τοπικών οικοδομικών προγραμμάτων, αλλά επίσης –όσον αφορά ειδικότερα στις αστικές κοπές του 3ου αι. π.Χ.- και το βαθμό ανοίγματος/ελαστικότητας της βασιλικής νομισματικής πολιτικής απέναντι σε ειδικές αστικές λειτουργικές ανάγκες, χαρακτηριστικό μιας λειτουργικής και όχι εξειδικευμένα ανταγωνιστικής οικονομικής πολιτικής εκ μέρους των ελληνιστικών ηγεμόνων. Κάποιες φορές μάλιστα οι κοπές τους χρησίμευσαν ως μοντέλο για αυτόνομες κοπές διάφορων πόλεων, όπως μια σειρά νομισμάτων της Αράδου στη Φοινίκη που μιμήθηκε Πτολεμαϊκά τετράδραχμα με Πτολεμαϊκή σταθμητική επιλογή, τα οποία τέθηκαν σε κυκλοφορία το 2ο αι. π.Χ. όταν η Φοινίκη και η Παλεστίνη ανήκαν στην επικράτεια των Σελευκιδών και όχι των Πτολεμαίων. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Ασκάλωνα της Παλαιστίνης συνέχισε, κατά την περίοδο που αυτονομήθηκε από το βασίλειο των Σελευκιδών στο τέλος του 2ου αι. π.Χ., να παράγει κοπές που εικόνιζαν τον Αντίοχο VIII και τα σύμβολά του, αετό με περιστέρι, ενώ αργότερα στον 1ο αι. π.Χ. τα νομίσματα της πόλης εικονίζουν τα πορτραίτα των Πτολεμαίων. Τέλος, η άνθιση των κοπών αυτών κατά το 2ο και 1ο αι. π.Χ. έχει επίσης αποδοθεί στον ανταγωνισμό μεταξύ αστικών κοινοτήτων για αναγνώριση μπροστά στη νέα υπερδύναμη του ορίζοντα, τη Ρώμη. Πολλά από αυτά τα νομίσματα φέρουν επιγραφές που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε πόλη ‘αυτόνομη΄, ενώ κάποιες πόλεις του Πόντου, της Παφλαγονίας και της Θράκης κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη VI (120-63 π.Χ.) έκοψαν χάλκινα νομίσματα με όμοιες παραστάσεις αλλά με το εθνικό της εκάστοτε πόλεις. Αλλά και νωρίτερα, κατά παρόμοιο τρόπο, στα περίφημα χάλκινα νομίσματα του Αντιόχου IV (175-164 π.Χ.) με απεικόνιση του πορτραίτου του με ακτινωτό στέμμα εμφανίζεται το όνομα της εκάστοτε πόλης που εξέδωσε τις κοπές. Τα παραδείγματα αυτά μαρτυρούν ότι στις σχέσεις ελληνιστικών ηγεμόνων και πόλεων ο βαθμός αυτονομίας των τελευταίων και των διάφορων τοπικών θεσμών τους –όπως το νόμισμα- σταθμίζονταν από μια πολιτική πολύ πιο φιλελεύθερη από την σύγχρονη εικόνα που έχουμε στην εποχή μας για τις πολιτικές των μοναρχικών καθεστώτων.
Οι πηγές χρηματοπιστωτικών συναλλαγών του ελληνιστικού κόσμου περιελάμβαναν καταρχήν τους βασιλείς και τα μέλη της βασιλικής αυλής, οι οποίοι με το συσσωρευμένο πλούτο τους χρηματοδοτούσαν μεγάλα οικοδομικά προγράμματα που συνδέονταν με την ίδρυση των νέων οικουμενικών ελληνιστικών πόλεων ή με ανάπλαση του αστικού τοπίου παλαιών κοινοτήτων που είχαν ζημιωθεί από φυσικές καταστροφές ή από τις επάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις· επίσης, περιελάμβαναν τα ιερά που συχνά φιλοξενούσαν μεγάλα αποθέματα πλούτου σε χρήματα, πολύτιμα σκεύη ή έγγεια ιδιοκτησία. Στη συνέχεια, υπήρχαν δημόσιες τράπεζες που διοικούνταν από τις πόλεις, αλλά και ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τέλος, ομάδες ανθρώπων ή και συγκεκριμένα άτομα δάνειζαν χρηματικά πόσα άτοκα ή με προκαθορισμένο τόκο.
Τα έντοκα δάνεια συνήθως διασφαλίζονταν με υποθηκεύσεις ακίνητης περιουσίας των δανειζομένων, που αφορούσε εκτάσεις γης, οικοδομήματα, καράβια ή το εμπόρευμα τους, αλλά και έμψυχο δυναμικό σε σκλάβους. Οι υποθηκεύσεις αυτές διαφέρουν από τις σημερινές υποθήκες στο γεγονός ότι, αν ο δανειζόμενος δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις κατά το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, τα υποθηκευμένα αγαθά μεταφέρονταν στην κατοχή του δανειστή ανεξάρτητα από το αν η αξία τους υπερέβαινε το αρχικό ποσό του δανεισμού μαζί με τους τόκους. Όμως, σύμφωνα με επιγραφικά δεδομένα, πολλές φορές οι δανειστές για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους συνήθιζαν να πραγματοποιούν επάλληλους ή ταυτόχρονους δανεισμούς από περισσότερες πηγές δανεισμού.
Οι επιγραφικές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη δημόσιων τραπεζών οι οποίες διαχειρίζονταν ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρήματος. Για παράδειγμα, οι κατά καιρούς έκτακτες εισφορές ή ‘επιδόσεις’ προς τις πόλεις εκ μέρους εύπορων πολιτών, με στόχο την χρηματοδότηση επειγουσών αναγκών του κοινωνικού συνόλου –π.χ. χρηματοδότηση στόλου, στρατού, κατασκευή ή επιδιόρθωση τειχών εν καιρώ πολέμου, κλπ- ή συγκεκριμένων σκοπών –π.χ. ίδρυση ενός ναού, διοργάνωση εορτών, τέλεση θυσιών, κλπ- διαχειρίζονταν μέσω μιας δημόσιας τράπεζας με στόχο την αύξηση του αρχικού κεφαλαίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πόλη ανέθετε στους εκάστοτε δημόσιους εντεταλμένους άρχοντες επί των οικονομικών θεμάτων ή σε εκλεγμένους για την περίσταση αντιπροσώπους που έφεραν το όνομα ‘επιμελητές’ τη διενέργεια και έλεγχο των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Βασική προϋπόθεση για την αύξηση του αρχικού κεφαλαίου ήταν ο ‘εγδανεισμός’ του αρχικού ποσού, η διαδικασία δηλαδή δανεισμού του κεφαλαίου σε ισόποσα ή ανισομερή μερίδια σε ιδιώτες, για ορισμένο χρονικό διάστημα που προβλέπονταν από τη νομοθεσία της πόλης για την κάθε περίσταση. Τα χρήματα δανείζονταν με τόκο το ποσοστό του οποίου ήταν ποικίλο και ορίζονταν από το κράτος. Επιγραφικές μαρτυρίες μαρτυρούν δημόσια δάνεια με τόκο που άγγιζε και το ¼ του δανειζόμενου ποσού, ενώ σε ένα ‘εγδανεισμό’ που έλαβε χώρα στην Τέο τα χρήματα θα δανείζονταν με πολύ μικρότερο τόκο από την ισχύουσα τιμή. Επίσης, σε δύο περιπτώσεις από την Αλικαρνασσό και την Κολοφώνα, δύο ιδιώτες δάνεισαν στο κράτος τα σημαντικά ποσά των 500 δραχμών και 1000 χρυσών στατήρων αντίστοιχα, χωρίς τόκο. Ταυτόχρονα δραστηριοποιούνταν και η διαδικασία των υποθηκεύσεων που θα εξασφάλιζε το δημόσιο σε περίπτωση αδυναμίας του δανειολήπτη να επιστρέψει το δανειζόμενο ποσό μαζί με εκείνο των τόκων. Με το πέρας της διαδικασίας ‘εγδανεισμού’ του αρχικού κεφαλαίου ή σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκειά του οι εμπλεκόμενοι άρχοντες στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, παρέδιδαν δημόσιο απολογισμό της δράσης τους με σκοπό την εξασφάλιση του αμερόληπτου των συναλλαγών. Ειδικές ρήτρες που αναφέρονταν στα κείμενα που περιέγραφαν με λεπτομέρειες τη διαδικασία του ‘εγδανεισμού’ προέβλεπαν ποινές για τυχόν κακοδιαχείριση των χρημάτων εκ μέρους των εμπλεκομένων στις τραπεζικές αυτές συναλλαγές. Βέβαια, όπως μαρτυρεί και επιγραφική μαρτυρία του 3ου αι. π.Χ. από την Κέρκυρα, τις περισσότερες φορές οι εκλεγμένοι αυτοί άρχοντες προέρχονταν από εύπορες οικογένειες, σε μια προσπάθεια της πόλης να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο υπεξαίρεσης μέρους του κεφαλαίου από ιδιώτες.
Εκτός όμως από τις ‘επιδόσεις’ εύπορων πολιτών, οι δημόσιες τράπεζες διαχειρίζονταν ένα ευρύ φάσμα χρηματικών δωρεών προς το δημόσιο, μέσα από τον επίσημο διπλωματικό θεσμό της ‘ευεργεσίας’ που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά μεταξύ βασιλέων και ελληνιστικών πόλεων. Παράδειγμα αποτελεί η βασιλική δωρεά του Ευμένη ΙΙ προς την πόλη της Μιλήτου, η οποία διαχειρίστηκε από δημόσια τράπεζα που προχώρησε σε συναλλαγματικούς διακανονισμούς με το κεφάλαιο της δωρεάς, με σκοπό τη σύναψη ‘εμπορικών δανείων’. Από τον 2ο αι. π.Χ. και μετά, οι περισσότερες ‘ευεργεσίες’ προς τις πόλεις γίνονταν εκ μέρους πλούσιων ιδιωτών που ανήκαν στην εκάστοτε τοπική ελίτ, με ανταλλάγματα συνήθως πολιτική δύναμη και διάφορα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Έτσι, ανάλογες χρηματοπιστωτικές πράξεις διενεργούνταν στις περισσότερες πόλεις, ενώ πολύ γνωστή για τις συναλλαγές της παραμένει μια δημόσια τράπεζα της Ρόδου.
Επίσης, δημόσιες τράπεζες διαχειρίζονταν συνήθως και μια ειδική κατηγορία ιδιωτικών δωρεών προς το δημόσιο, τα ονομαζόμενα ‘ιδρύματα’ και τις ‘διαθήκες’. Σε αυτά περιγράφονταν ένας συγκεκριμένος σκοπός ο οποίος θα έπρεπε να εκπληρωθεί με το υπό ανάθεση κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της ζωής ή και μετά το θάνατο του αναθέτη αντίστοιχα, όπως για παράδειγμα η ίδρυση μιας λατρείας για μέλος της οικογένειας του ή ακόμη και η εκπλήρωση μιας υπόθεσης δημοσίου συμφέροντος –π.χ. η κατασκευή ενός οικοδομήματος, οι δαπάνες για μια δημόσια θρησκευτική τελετουργία, κλπ-. Γνωστή είναι, για παράδειγμα, η διαθήκη του Αλκέσιππου από τους Δελφούς που στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. κληροδοτεί στη πόλη ένα μεγάλο ποσό, προφανώς για λόγους υστεροφημίας, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ο τόκος του για την τέλεση ετήσιας θυσίας προς τιμήν του δωρητή. Επίσης, στην Καλαύρεια, τον 3ο αι. π.Χ., ιδιώτης δώρισε ένα σημαντικό ποσό στην πόλη με σκοπό την τέλεση των δημόσιων θυσιών προς τιμήν του Ποσειδώνα και του Δία. Και εδώ βασική προϋπόθεση ήταν τις περισσότερες φορές ο δανεισμός του αρχικού κεφαλαίου με τις διαδικασίες που αναφέραμε ή με ανάλογες διαδικασίες που περιγράφονταν αναλυτικά στην ίδια τη γραπτή πράξη κάθε ‘ιδρύματος’ και ‘διαθήκης’ που αναγράφονταν σε λίθινες στήλες και αναρτώνταν σε δημόσια θέα.
Εν κατακλείδι, η ολοκλήρωση των τραπεζικών συναλλαγών που αφορούσαν κάθε ‘εγδανεισμό’ έβρισκαν τα δημόσια ταμεία πλουσιότερα από πριν αφού μερικές φορές και μόνοι οι τόκοι που εισπράττονταν από το αρχικό κεφάλαιο ήταν ικανοί να χρηματοδοτήσουν επαρκώς το σκοπό της δωρεάς (π.χ. την οργάνωση αγώνων στα πλαίσια μιας δημόσιας εορτής).
Στη συνέχεια δανεισμοί σε ιδιώτες πραγματοποιούνταν απευθείας από τα χρηματικά αποθέματα που φυλάσσονταν στα ταμία των ελληνιστικών πόλεων, με στόχο την αύξηση των δημόσιων εσόδων και επενδύσεων. Η κατασκευή της στοάς της πόλης της Μιλήτου από τον Αντίοχο, αλλά και η αφιέρωση αγγείων στο ναό του Απόλλωνα στη Δήλο προήλθαν από ανάλογες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Τα διάφορα κυρίως μεγάλα ιερά, τα οποία συχνά συγκέντρωναν στους θησαυρούς τους μεγάλο πλούτο σε ρευστό, καθώς επίσης και μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, προχωρούσαν και αυτά σε δανεισμό κεφαλαίων προς ιδιώτες ή και σε ενοικίαση αγροτικών εκτάσεων.
Τραπεζικές συναλλαγές πραγματοποιούνταν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου. Οι περίφημες ιδιωτικές τράπεζες της Δήλου που είχαν αναλάβει το θησαυροφυλάκιο του ναού του Απόλλωνα, κατά το 2ο αι. π.Χ., και στις οποίες εναποθέτονταν ιδιωτικά κεφάλαια, αποτελούν τεκμήριο για αυτού του είδους τις διαδικασίες. Επίσης, επιγραφικές μαρτυρίες πιστοποιούν ένα δάνειο που πραγματοποιήθηκε από ιδιωτική τράπεζα στη Λήμνο με σκοπό την κατασκευή ενός ταφικού μνημείου από ιδιώτη· συγκεκριμένα, ‘ο όρος έγγειας ιδιοκτησίας, ενός σπιτιού και των κινητών περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονταν με αυτά υποθηκεύτηκαν στον τραπεζίτη Αγαθοκλή, το γιο του Φιλίππου και τον Πολύφιλο, γιο του Αρχίδημου, του αττικού δήμου των Αλών Αραφαινίδων, προς 200 ασημένιες δραχμές, για την κατασκευή του ταφικού μνημείου της Ηδαίας, με σκοπό την κτήση και κατοχή τους σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπήρχε στην κατοχή του Δρακοντίδη, του γιου του Αρχάγαθου, από το δήμο των Φρεαρρίων’.
Επίσης, δανεισμοί πραγματοποιούνταν και από συγκεκριμένα άτομα και σωματεία ιδιωτικού ενδιαφέροντος, όπως μαρτυρεί πληθώρα αττικών ασφαλιστικών ‘όρων’, σύντομων δηλαδή επιγραφικών κειμένων με τις ρήτρες της υπό υποθήκευση έγγειας ιδιοκτησίας που στήνονταν στο εκάστοτε τεμάχιο γης. Μερικές φορές ιδιώτες προχωρούσαν και σε άτοκους δανεισμούς. Πολύ γνωστοί είναι οι ‘έρανοι’, ιδιωτικά σωματεία που προχωρούσαν σε δανεισμό μελών τους με σκοπό την ικανοποίηση ειδικών προσωπικών αναγκών, όπως για παράδειγμα η απελευθέρωση σκλάβων από τους ιδιοκτήτες τους κατόπιν καταβολής αντιτίμου στα δημόσια ταμεία.
Μια ειδική κατηγορία τραπεζικών συναλλαγών ήταν τα λεγόμενα ‘ναυτικά δάνεια’. Σύμφωνα με ένα λόγο του Δημοσθένη στην Αθήνα, κατά τον 4ο αι. π.Χ., δύο πολίτες από την Αθήνα και την Κάρυστο της Εύβοιας δάνεισαν 3000 δραχμές σε δύο πολίτες από τη Φασέλιδα της Μικράς Ασίας για ένα ναυτικό ταξίδι με επιστροφή από την Αθήνα στη Μαύρη Θάλασσα. Το δάνειο αυτό, το οποίο κατοχυρώθηκε με ενέχυρο το φορτίο του πλοίου –κρασί αγορασμένο στη Μένδη- και τόκο 25% ή 30% εάν ο απόπλους ξεπερνούσε χρονικά την ανατολή του Αρκτούρου στα μέσα Σεπτέμβρη, επρόκειτο να αποπληρωθεί μέσα σε 20 μέρες από την επιστροφή στην Αθήνα. Παράγοντες που θα καθυστερούσαν την αποπληρωμή ορίστηκαν η απαλλαγή από το φορτίο κατόπιν κοινής απόφασης ή η στέρησή του από εχθρούς. Στους δανειστές ορίστηκε πλήρης ελευθερία να επωφεληθούν από τα περιουσιακά στοιχεία των δανειζομένων για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου. Παρόμοιο δάνειο, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, επισυνάφθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά το 2ο αι. π.Χ. Η διαφορά των ναυτικών δανείων με τα συνηθισμένα δάνεια ήταν ότι τα πρώτα αποτελούσαν δάνεια υψηλού ρίσκου, αφού οι δανειστές δεν μπορούσαν να ελέγξουν τα ασφαλιζόμενα φορτία και δεν θα αποπληρώνονταν παρά μόνο εάν το ναυτικό ταξίδι στεφόταν με απόλυτη επιτυχία.
Αν και μερικά από τα αρχαία δάνεια εξυπηρετούσαν καταναλωτικούς σκοπούς, πολλά από αυτά είχαν παραγωγικό σκοπό, όπως για παράδειγμα τα προαναφερόμενα ‘εμπορικά δάνεια’ που χορηγούσε η δημόσια τράπεζα της Μιλήτου.
Γενικότερα οι τραπεζικές συναλλαγές εκτελούνταν τις περισσότερες φορές σε ρευστό, σε νομίσματα δηλαδή που κόβονταν από την κάθε πόλη για την ανάγκες της. Μερικές φορές όμως η αποπληρωμή των δανείων γινόταν σε ξένα νομίσματα, όπως σε περίπτωση ιδιωτών δανειστών που δάνεισαν ποσά στις πόλεις του νησιού της Αμοργού και οι οποίοι ζήτησαν αποπληρωμή σε νομισματικές κοπές της Αττικής ή της αιγυπτιακής Αλεξάνδρειας. Τα χάλκινα νομίσματα των πόλεων, οι πρώτες κοπές των οποίων πραγματοποιήθηκαν στα κλασικά χρόνια, αποτελούσαν μέσο συναλλαγής μικρών ποσών, ενώ αντίστοιχα πολλές φορές η αποπληρωμή δανείων γινόταν σε ασήμι ή και σε πολύτιμα σκεύη (π.χ. μεταλλικές φυάλες) ή ακόμη με άλλους τρόπους παραδοσιακής ανταλλακτικής πολιτικής.
Στα ελληνιστικά χρόνια, η γεωργία παρέμεινε η κύρια οικονομική δραστηριότητα των περισσότερων ανθρώπων. Έτσι, εξειδίκευση εργασίας παρατηρήθηκε στον τομέα της γεωργικής παραγωγής, ο σχεδιασμός και εφαρμογή της οποίας γινόταν στη χώρα των μεγάλων ελληνιστικών πόλεων. Τα γεωργικά προϊόντα, πρωτογενής παραγωγή και στη συνέχεια διαδικασία εκμετάλλευσης απαραίτητη για την εξασφάλιση τροφής στους μεγάλους πληθυσμούς των οικουμενικών πόλεων, εξαρτιόνταν από το γεωγραφικό ανάγλυφο και τις κλιματικές συνθήκες που χαρακτήριζαν κάθε τόπο· αυτοί οι παράγοντες δημιούργησαν τις πρώτες προϋποθέσεις εξειδικευμένης παραγωγής και κατ’επέκταση εξειδικευμένων παραγωγών και προσωπικού σε συγκεκριμένες καλλιέργειες. Αυτό μαρτυρείται και από επιγραφικά κείμενα που περιγράφουν πράξεις εκμίσθωσης γεωργικών εκτάσεων. Οι πράξεις αυτές συχνά συνοδεύονται από συγκεκριμένες οδηγίες από την πλευρά των ιδιοκτητών προς τους ενοικιαστές, σε σχέση με το είδος (π.χ. αμπελοκαλλιέργεια), τον τρόπο και τις ακριβείς πρακτικές (π.χ. όργωμα, ξελάκκωμα και φύτεμα ριζών, κορφολόγημα, κλπ), αλλά και τη χρονική διάρκεια συγκεκριμένων καλλιεργειών που έπρεπε να εφαρμοστούν σε συγκεκριμένα εδάφη. Πολλές φορές η αποτυχία να ακολουθηθούν πιστά οι οδηγίες επέφερε πρόστιμα στους ενοικιαστές, αφού η εξειδικευμένες καλλιέργειες προστατεύονταν από ειδικές νομικές ρήτρες. Έτσι, πράξη εκμίσθωσης γης από τον αττικό Ραμνούντα παραδίδει την προτεινόμενη συχνότητα της εναλλάξ αρόσεως, ενώ ειδικά διατάγματα προστάτευαν τη φροντίδα των ελαιόδεντρων, των συκιών, αλλά και τη λίπανση και άρδευση των κήπων. Στόχος των ιδιοκτητών γης ήταν η καλύτερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων κάθε αγροτεμαχίου με την εφαρμογή εξειδικευμένων καλλιεργειών που ταίριαζαν στην ποιότητα του εδάφους και το κλίμα της περιοχής, έτσι ώστε η γη να καταστεί γόνιμη και κατά τις επόμενες εκμισθώσεις. Επίσης, μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών, όπως για παράδειγμα αυτή που εγκατέστησε μεγάλο αριθμό Ελλήνων στο απέραντο και πλούσιο σε εδάφη και οικονομική ευμάρεια βασίλειο των Σελευκιδών, έφεραν ανθρώπους κοντά σε νέες γεωργικές εκτάσεις ωθώντας τους να υλοποιήσουν στα νέα εδάφη τις γεωργικές γνώσεις που ήδη κατείχαν από τον τόπο προέλευσής τους ή αναγκάζοντάς τους να ειδικευτούν σε νέες για αυτούς καλλιέργειες και γεωργικές τεχνικές, όπως παραδίδει και ο Θεόφραστος στις πραγματείες τους ‘Περί φυτών’. Συχνά, ο φόρτος εργασίας από την κατοχή μεγάλων γεωργικών εκτάσεων ανάγκαζε τους ιδιοκτήτες να μισθώσουν κατά την εποχή της συγκομιδής της σοδειάς εξειδικευμένο εποχιακό προσωπικό ή να αγοράσουν σκλάβους που αποτελούσαν σταθερή αξία στο αγροτικό τοπίο.
Επίσης, νέα τεχνολογικά επιτεύγματα ήλθαν να αναπτύξουν την εξειδικευμένη εργασία στην παραγωγή προϊόντων της τροφικής αλυσίδας, όπως η χρήση μύλων στην Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο αι. π.Χ. για την άρδευση εκτάσεων και το άλεσμα των σιτηρών, η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις αιγυπτιακές αγροτικές εκτάσεις, αλλά και ο σύγχρονος οριζόντιος νερόμυλος που εφευρέθηκε στο Βυζάντιο. Την εποχή εκείνη εφευρέθηκε και το πατητήρι με χρήση σφηνών που χρησιμοποιήθηκε για μικρή παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας ελαίου, η οποία προορίζονταν για χρήση στην κοσμητική και την αρωματοποιία.
Μεγάλος βαθμός εξειδικευμένης εργασίας αναπτύχθηκε και στον τομέα μεταφοράς προϊόντων, με ναυτικούς πράκτορες υπεύθυνους για την οργάνωση και στελέχωση με κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό ναυτικών δρομολογίων για τη μεταφορά τροφίμων –σιτηρών, κρασιού και λαδιού-, αλλά και μετάλλων και πετρωμάτων –χαλκού, σιδήρου, μαρμάρου, κλπ- και πολύτιμων ειδών –υφάσματα, κοσμήματα, αγάλματα και λοιπά τέχνεργα μεγάλου και μικρότερου μεγέθους-. Επίσης, η εμπορία μπαχαρικών και αρωματικών υλών από την Ινδία ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την ανακάλυψη και αξιοποίηση των Ινδικών μουσώνων στα ναυτικά ταξίδια προς και από την ινδική χερσόνησο. Η διεκπεραίωση εμπορικών μεταφορών μέσω θαλάσσης διευκολύνθηκε και από τη συγγραφή διάφορων ‘περίπλων’, εξειδικευμένων δηλαδή χαρτογραφημένων οδηγιών για το γεωγραφικό ανάγλυφο των ακτών, που περιείχαν όλα τα νέα δεδομένα που ακολούθησαν την ίδρυση των νέων μεγάλων παράκτιων ελληνιστικών κοινοτήτων.
Η μεγάλη ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά και η γενικότερη στροφή των ελληνιστικών βασιλείων προς την προώθηση οικονομικών πράξεων και συναλλαγών διεθνούς επιπέδου επέβαλε με τον καιρό τη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού εξειδικευμένου προσωπικού, σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές, που ήταν υπεύθυνο για την εμπορία, έλεγχο, φορολόγηση και διάθεση των ειδών διατροφής μέσα στις πόλεις, όπως επίσης και εξειδικευμένες γνώσεις στο χώρο της λογιστικής και των πολυπολιτιστικών οικονομικών πράξεων μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική γλώσσα, συνήθειες και εμπορικά συμφέροντα.
Επίσης, οι χερσαίες και ειδικότερα οι θαλάσσιες μεταφορές απαιτούσαν κατάλληλα σκεύη για την ασφαλή μεταφορά των προϊόντων και έτσι ευνοήθηκε η δημιουργία και ανάπτυξη κεραμικών εργαστηρίων εξειδικευμένων στην παραγωγή μεταφορικών αμφορέων που γεμίζονταν με ντόπια προϊόντα, στερεώνονταν κατάλληλα στα αμπάρια των εμπορικών πλοίων και ταξίδευαν σε μακρινούς προορισμούς. Περίφημοι υπήρξαν λοιπόν οι ροδιακοί και θασιακοί αμφορείς μεταφοράς κρασιού, που βρέθηκαν σε όλες τις γωνιές του μεσογειακού ελληνιστικού κόσμου.
Γενικότερα, τα κεραμικά εργαστήρια των ελληνιστικών χρόνων αποτελούσαν μικρές, μεσαίες ή και μεγάλες μονάδες παραγωγής που συγκέντρωναν υψηλό ποσοστό εργασιακής εξειδίκευσης. Κεραμείς, βαφείς και γραφείς δούλευαν συλλογικά, με στόχο να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των τοπικών κοινωνιών, αλλά πλέον κάποιοι από αυτούς να μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά και στις διεθνείς αγορές. Έτσι, οι εξειδικευμένες γνώσεις τους εμπλουτίζονταν συνεχώς με νέες τεχνικές και ανανεωμένο εικονιστικό περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα συνέβη με τα ονομαστά κεραμικά εργαστήρια της Απουλίας. Πολλά εργαστήρια αποτελούσαν διευρυμένες οικογενειακές επιχειρήσεις, όπου οι ειδικές γνώσεις πέρναγαν από γενιά σε γενιά, ενώ συχνά στα εργαστήρια εργάζονταν και σκλάβοι, όπως στην Αίγυπτο, οι οποίοι εξειδικεύονταν στο συγκεκριμένο εργασιακό πεδίο.
Η επιτυχής ανάπτυξη της ελληνιστικής οικονομίας οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στις νέες εξελιγμένες πολεμικές τεχνικές. Εξειδίκευση δημιούργησαν και οι μακροχρόνιες και ευρύτατα εξαπλωμένες στο γεωγραφικό χώρο απαιτήσεις της πολεμικής μηχανής όπου, εκτός από τους Μακεδόνες και λοιπούς Έλληνες στρατιώτες (π.χ. Κρήτες τοξότες) χρησιμοποίησε και σώματα μισθοφόρων από την ανατολή εξειδικευμένων σε διάφορες πολεμικές τέχνες και όπλα (ιππικό, πεζικό, τοξότες, χρήστες πολιορκητικών μηχανών, κλπ), όπως οι Πέρσες τοξότες και δορυφόροι πεζικάριοι και οι ασιάτες και αφρικανοί πολεμιστές επικεφαλής ινδικών και κατόπιν αφρικανικών ελεφάντων. Η ελληνιστική εποχή προσέφερε επίσης ανάπτυξη της εξειδικευμένης στρατιωτικής τεχνολογίας, με εξέλιξη της πολιορκητικής τέχνης, χρήση πολεμικών ελεφάντων και δρεπανηφόρων αρμάτων, κατασκευή μεγαλύτερων σε μήκος και όγκο πολεμικών πλοίων, κλπ.
Η εκτεταμένη εφαρμογή του μηχανισμού ίδρυσης των νέων μεγάλων ελληνιστικών πόλεων σε πολλαπλά σημεία του οικουμενικού κόσμου προσέλκυσε εξειδικευμένους τεχνίτες από όλες τις γωνιές της Μεσογείου, οι οποίοι μισθώνονταν και συμμετείχαν στα φιλόδοξα και εντυπωσιακά προγράμματα οικοδόμησης. Εντυπωσιακές χαράξεις οικιστικών συνόλων με γνώμονα και κανόνα την δημιουργία νέων εκλογικευμένων αστικών τοπίων, νέα μεγάλα δημόσια οικοδομήματα και ναοί με πρωτοποριακή αρχιτεκτονική συχνά βασισμένη σε συνδυασμούς παλαιότερων αρχιτεκτονικών ρυθμών, φιλοξενία των φυσικών στοιχείων –δέντρα, λουλούδια, νερό- στην αστική αρχιτεκτονική με κατασκευή νυμφαίων και κρηνών αλλά και εσωτερικών κήπων, αλλά και μεγάλα εντυπωσιακά θέατρα που θα φιλοξενούσαν τα πολυπληθή και πολυπολιτισμικά σύνολα των νέων οικουμενικών πολιτών καθώς και εξειδικευμένες λιμενικές εγκαταστάσεις έτοιμε σαν φιλοξενήσουν και να διακινήσουν προϊόντα από όλες τις γωνιές του νέου κόσμου –όπως για παράδειγμα η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η Ρόδος- ήταν μόνο μερικά από τα φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας και ανάπλασης οικιστικών αστικών τοπίων, τα οποία υλοποιήθηκαν με την εκμίσθωση εξειδικευμένου προσωπικού. Πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, λιθοξόοι, μεταλλευτές, βαφείς, κηπουροί, αλλά και φιλόσοφοι και εντεταλμένοι των θρησκευτικών υποθέσεων συνεισέφεραν με τις γνώσεις και την εξειδικευμένη εμπειρία τους στις νέες εκτεταμένες κατασκευαστικές δημιουργίες του ελληνιστικού κόσμου.
Επίσης, εργασιακή εξειδίκευση παρατηρείται και σε κατεργασία λίθου και μετάλλων για την κατασκευή πολύτιμων τέχνεργων, όπως αυτή που απαιτούνταν από τους αργυροχρυσοχόους για την κατασκευή και διακόσμηση πολύτιμων ασημένιων και χρυσών σκευών που χρησιμοποιούνταν από τους ηγεμόνες και την ανώτερη κοινωνική ελίτ των ελληνιστικών πόλεων. Επίσης, η ύπαρξη ιδιωτικών σωματείων που απαρτίζονταν από βαφείς πορφύρας μαρτυρεί ανάλογη εργασιακή εξειδίκευση και στον τομέα επεξεργασίας πρώτων υλών με σκοπό την κατασκευή πολύτιμων υφασμάτων και ειδών ένδυσης. Τέλος, στον τομέα της εξειδικευμένης παραγωγής πολύτιμων αντικειμένων, η ελληνιστική εποχή έχει να επιδείξει και την κατασκευή γυάλινων σκευών με μήτρα η οποία γεννήθηκε στην ανατολική Μεσόγειο. Η τεχνική αυτή απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και υψηλή εξειδίκευση εκ μέρους των κατασκευαστών και η οποία καθόριζε και την υψηλή τιμή αυτών των αντικειμένων.
Στα πλαίσια της εργασιακής εξειδίκευσης πρέπει επίσης να αναφερθούν οι ποικίλες αγορές σκλάβων που πραγματεύονταν εμπορεία ανθρώπινων σωμάτων και ψυχών. Χάνοντας την ελευθερία τους σε πολέμους ή θύματα των πειρατών οι σκλάβοι είχαν την τύχη των εμπορευμάτων και πωλούνταν σε οργανωμένα παζάρια σε πολλές παράκτιες κυρίως πόλεις της Μεσογείου, όπως η Σίδη, η Φάσελις, η Αλεξάνδρεια, η Ρόδος, η Δήλος και διάφορες άλλες παράκτιες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων και της Μαύρης Θάλασσας. Στη συνέχεια ακολουθούσαν τους νέους ιδιοκτήτες τους και αποκτούσαν εξειδικευμένη εργασιακή εμπειρία σε διάφορους παραγωγικούς τομείς.
Επίσης, εξειδικευμένη εργασία παρατηρήθηκε και στο χώρο των επιστημών, όπως η ιατρική. Η ανάληψη εξειδικευμένων χειρουργικών επεμβάσεων αποτέλεσε ένα υπό ανάπτυξη τομέα της ιατρικής επιστήμης, μετά την πρόοδο στις τεχνικές ανθρώπινης ανατομίας και ζωοτομίας αλλά και των γενικότερων θεραπευτικών πρακτικών που σημειώθηκε από τον Ηρόφιλο και τον Ερασίστρατο στην Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια στον απόηχο των ιπποκρατικών κειμένων και της αριστοτελικής ανατομίας. Στη συνέχεια πολλοί ήταν αυτοί που προσέφεραν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στη φαρμακολογία στην υπηρεσία του οικουμενικού κόσμου, όπως ο Ηρακλείδης από τον Τάραντα, ο Ιόλας από τη Βιθυνία και ο Κρατεύας ο Ριζοτόμος. Στο ίδιο πνεύμα γράφτηκαν πραγματείες για τα δηλητήρια και τα αντίδοτά τους, όπως τα ‘Θηριακά’ και τα ‘Αλεξιφάρμακα’ του Νίκανδρου από την Κολοφώνα.
Γενικά, η ελληνιστική εποχή προσέφερε για πρώτη φορά παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών σε τόσο μεγάλη γεωγραφική κλίμακα. Στρατιώτες, ναυτικοί, έμποροι, τεχνίτες, επιστήμονες, και λοιποί κάτοχοι ειδικών τεχνικών εργασιακών γνώσεων μετακινούνταν σε όλες τις γωνιές του οικουμενικού κόσμου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στις ξένες αγορές που διψούσαν για νέα προϊόντα, τεχνικές και ιδέες. Έτσι, γνωστοί είναι οι Σύριοι που μετακινήθηκαν αυτόβουλα στη Δήλο, τη θεσσαλική Δημητριάδα και την Κόρινθο, οι Ιουδαίοι που μετανάστευσαν στην Μικρά Ασία, την Ελλάδα και την Κυρήνη, αλλά και οι Αιγύπτιοι που κατέπλευσαν στα μεγάλα λιμάνια του αιγιακού κόσμου. Μαζί τους μετανάστευσαν και ρίζωσαν στους νέους προορισμούς και οι εξειδικευμένες γνώσεις του συμβάλλοντας στο ευρύ πεδίο των πολυπολιτιστικών ανταλλαγών που χαρακτήρισε για πρώτη φορά τον οικουμενικό κόσμο.
Το μεγάλο άνοιγμα του γεωγραφικού ορίζοντα και η δημιουργία της πολυπολιτισμικής οικουμένης με την πορεία και τα έργα του Αλεξάνδρου κληροδότησε στις επόμενες γενιές ένα τεράστιο πεδίο νέων εφαρμογών σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων, πολιτιστικών και εμπορικών διαδρομών, κοινωνικών δομών, καθώς και ελεύθερων οικονομικών επιλογών. Η δημιουργία των μεγάλων ελληνιστικών πόλεων με μεικτούς πληθυσμούς από όλες τις γωνιές του κόσμου, η διευκόλυνση και ασφάλεια στις μεγάλων αποστάσεων μετακινήσεις ομάδων, ιδιωτών και εμπορικών προϊόντων, με την εκμετάλλευση παλαιών, διάνοιξη νέων χερσαίων διαδρομών και οργάνωση μακρινών ναυτικών δρομολογίων, καθώς και η αναμενόμενη απελευθέρωση της οικονομίας και των συναλλαγών μεταξύ ατόμων και ομάδων από διαφορετικούς τόπους, με διαφορετική καταγωγή, εθνική και πολιτιστική ταυτότητα, γλώσσα, ήθη και έθιμα δημιούργησε εκείνες τις ιστορικές προϋποθέσεις που ευνόησαν την ανάπτυξη νέων δομών μέσα στον κοινωνικό ιστό των ελληνιστικών πόλεων και κοινοτήτων.
Κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι βασικές κοινωνικές υποδιαιρέσεις γύρω από τις οποίες οργανώνονταν οι πολίτες γινόταν με βάση την κοινή γενεαλογική καταγωγή τους (φυλές, γένη, φρατρίες). Η δομή αυτή, στην οποία εισέρχονταν κανείς από τη στιγμή της γέννησης ή της ενηλικίωσής του, συνέδεε κατευθείαν τον αστικό πληθυσμό με τις ιστορικές ρίζες της κοινότητας μέσα στην οποία γεννιόταν, ζούσε και πέθαινε και νομιμοποιούσε την παρουσία του μέσα στην εκ πεποιθήσεως ‘αυτόχθονη’ κλασική πόλη.
Όμως, μέσα στο μεικτής σύνθεσης και πολυπολιτιστικό περιβάλλον των ελληνιστικών πόλεων, οι παραδοσιακές αυτές κοινωνικές ομάδες δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις νέες ανάγκες. Έτσι, κάθε λογής συσσωματώσεις ανθρώπων με άλλα κριτήρια εκτός από την κοινή καταγωγή εμφάνισαν μια εντυπωσιακή διάδοση στα Ελληνιστικά χρόνια. Οι νέοι οικουμενικοί πολίτες που επισκέπτονται για κάποιο διάστημα ή ζουν μόνιμα στα ελληνιστικά αστικά περιβάλλοντα οργανώνονται πλέον σε σωματεία.
Οι συσσωματώσεις αυτές ανθρώπων, που είναι σήμερα γνωστές με τους ευρύτερους όρους ‘σωματεία’ ή ‘σύλλογοι’ ή ‘ιδιωτικοί σύλλογοι΄ χαρακτηρίζονται από κοινά γνωρίσματα. Καταρχήν, κάθε σωματείο για να περιγράψει τον εαυτό του στα πλαίσια της καταστατικής του λειτουργίας και στον κοινωνικό του περίγυρο χρησιμοποιούσε ένα συγκεκριμένο όνομα που χρησίμευε ως δηλωτικό της ομαδικής του ταυτότητας. Αυτό περιελάμβανε συνήθως ένα γενικό κοινό περιγραφικό όρο που σημαίνει σε γενικές γραμμές ‘σωματείο’· ο πιο συνηθισμένος τέτοιος όρος στα υστεροκλασικά και ελληνιστικά χρόνια ήταν το κοινόν, αλλά υπήρχαν και άλλοι, όπως θίασος και οι συμμετέχοντες ονομάζονταν θιασίται, έρανος και αντίστοιχα ερανισταί, οργεώνας, σύνοδος, κλπ. Επίσης, κάθε ομάδα ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και ένα κύριο όνομα, που μπορούσε να προέρχεται από το όνομα μιας συγκεκριμένης θεότητας, ενός ήρωα, μιας λατρείας, μιας επαγγελματικής ή άλλης δραστηριότητας, ενός ανθρώπου, μιας λειτουργίας, ενός τόπου ή περιοχής, μιας εθνικής ταυτότητας κλπ. Έτσι, το Κοινόν των Ποσειδωνιαστών ή απλά Ποσειδωνιασταί πήραν το όνομά τους από τον Ποσειδώνα, οι Διοσκουρίται από τους Διοσκούρους, οι θεραπευταί, οι υπόστολοι και οι μελανηφόροι ήταν ομάδες ανθρώπων που σύχναζαν στα ιερά των αιγυπτιακών θεοτήτων Σαράπι, Ίσιδα, κλπ, οι συγγενείς της Επικτήτας δηλώνει ομάδα ανθρώπων με αληθινούς συγγενικούς δεσμούς ή και όχι με μια γυναίκα, την Επικτήτα· ακόμη, τα ονόματα σύνοδος γεωργών, αργεντάριοι, βουκόλοι, τεχνίται, κλπ. αναφέρονται σε σωματεία ανθρώπων που ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, την κατεργασία του αργύρου, τη βοσκή κοπαδιών ή με κατασκευαστικά έργα αντίστοιχα ή επίσης οι εκ γυμνασίου θιασώται ήταν ομάδα ανθρώπων που σύχναζε στο γυμνάσιο μιας πόλης, η γειτνίασις σωματείο ανθρώπων της ίδιας γειτονιάς ή τέλος το κοινόν των Σιδωνίων, το κοινόν Βηρυτίων, οι Σαρδιανοί, αποτελούν δηλωτικά συσσωματώσεων ανθρώπων με κοινή καταγωγή από τη Σιδώνα της Συρίας, τη Βηρυτό του Λιβάνου και τις Σάρδεις της Μικράς Ασίας που πλέον ζούσαν σε άλλες πόλεις του οικουμενικού κόσμου.
Τα σωματεία ή σύλλογοι καταρχήν ιδρύονταν από ένα ή δύο άτομα που με ελεύθερη βούληση προχωρούσαν σε αυτό το σκοπό, ενώ επίσης και η διάρκεια ζωής τους καθορίζονταν από τα ίδια τα μέλη, χωρίς εξωτερικές επεμβατικές πράξεις.
Κάθε σωματείο είχε κανόνες αποδοχής μελών που συνήθως σχετίζονταν με ένα κοινό σκοπό διαρκούς ή συγκεκριμένης διάρκειας, όπως η συμμετοχή σε μια λατρεία ή η ίδρυση ενός λατρευτικού χώρου, η διεκδίκηση και διαμόρφωση χώρου για τις ταφές των μελών του σωματείου μέσα στα μεγάλα νεκροταφεία των ελληνιστικών πόλεων, η διαχείριση ενός κληροδοτήματος, η προώθηση εμπορικών ή γενικότερα οικονομικών συμφερόντων, η χρηματοδότηση και οργάνωση κοινών δράσεων –π.χ. κοινά γεύματα των μελών-, ψήφιση και διεκπεραίωση τιμών –π.χ. τιμητικά ψηφίσματα, στεφάνια, ανέγερση ανδριάντων- για τους ευεργέτες του σωματείου [1]. Οι κανόνες αποδοχής ή εξόδου των μελών ορίζονταν από κάθε σωματείο ξεχωριστά και συνήθως μπορούσε κανείς να γίνει μέλος με ελεύθερη βούληση και όχι με βάση κανόνες που όριζε ο κοινωνικοπολιτικός του περίγυρος, όπως για παράδειγμα ο διοικητικός μηχανισμός της πόλης. Συχνά οι κανόνες συμμετοχής περιελάμβαναν ρήτρες για την ιδιότητα και την κοινωνική κατάσταση των μελών που συνήθως δεν τις συναντούμε για τα μέλη των βασικών κοινωνικών υποδιαιρέσεων του πολιτογραφημένου πληθυσμού των πόλεων. Έτσι, είναι πολύ συχνό φαινόμενο σε ένα ελληνιστικό σωματείο να εμπεριέχονται ελεύθεροι πολίτες μαζί με δούλους, γυναίκες, άτομα με διαφορετική εθνική καταγωγή, κλπ.
Κάθε σωματείο ή σύλλογος χαρακτηρίζεται από μια μορφή εσωτερικής οργάνωσης και διοικητικό μηχανισμό, η οποία καθορίζει και τα καθήκοντα των μελών με στόχο την επίτευξη του κοινού σκοπού και δραστηριοτήτων· η οργάνωση και οι δράσεις αυτές μπορούσαν να είναι εντατικής ή και πιο χαλαρής φύσεως. Έτσι, υπήρχαν μέλη με ηγετικό ρόλο, όπως ο αρχιερανιστής ή η αρχιερανίστρια που δηλώνει τον ή την επικεφαλής στην οργάνωση ενός κοινού δείπνου με διεξαγωγή εράνου, ο μυστάρχης ή και αρχιμύστης που έπαιζε ηγετικό ή πρωτεύοντα λειτουργικό ρόλο στη διεξαγωγή μια μυστηριακής τελετής, ο αρχέσκοπος ή αρχηγός μιας ομάδας φρουρών ή στρατιωτών, κλπ, άτομα δηλαδή που εκπλήρωναν συγκεκριμένα διοικητικά ή λειτουργικά καθήκοντα· ακόμη ένα σωματείο μπορούσε να έχει το δικό του ιερέα ή ιέρεια για τη φροντίδα του κοινού ιερού και τη διεξαγωγή των λατρευτικών πράξεων. Τα μέλη πραγματοποιούσαν επίσης κοινές συναντήσεις, συνόδους, με ορισμένη περιοδικότητα στις οποίες ιδιαίτερο ρόλο έπαιζε η οργάνωση κοινών συνεστιάσεων· έτσι, οι συνκλίται και οι σίσσιτοι ήταν τα μέλη σωματείου που συμμετείχαν σε ένα κοινό συμπόσιο ή γεύμα. Επίσης, πολλά σωματεία είχαν συνάψει δικούς τους εσωτερικούς θεσμικούς και νομοθετικούς κώδικες που καθόριζαν μεταξύ άλλων τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών· οι πράξεις αυτές μπορεί να διαφοροποιούνταν ή όχι από τους θεσμούς και την επίσημη νομοθεσία της εκάστοτε πόλης. Συμπερασματικά, κάθε σωματείο αποτελούσε μια μικρογραφία κοινωνικής ομάδας τοπικής εμβέλειας, ενώ επίσης στα ελληνιστικά χρόνια άνθισαν και σύλλογοι με δράσεις οικουμενικού χαρακτήρα, όπως οι διονυσιακοί τεχνίται, μετακινούμενοι μουσικοί και ηθοποιοί που λάτρευαν το θεό Διόνυσο.
Στα ελληνιστικά χρόνια, γινόταν για πρώτη φορά συνειδητή επιλογή –και δεν επιβάλλονταν από τους επίσημους θεσμούς της εκάστοτε πόλης- των θεών που επρόκειτο να λατρέψει κανείς στα πλαίσια ενός σωματείου. Εκεί οφείλεται λοιπόν και η αυξημένη δημοτικότητα θεών όπως ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, αλλά και ανατολικών θεοτήτων –όπως η Ίσιδα, ο Σέραπις, η Μητέρα των θεών-Κυβέλη και στα υστεροελληνιστικά χρόνια η Αταργάτις Παρθένος, γυναικεία συριακή θεότητα με τον αρσενικό πάρεδρό της Αδάδ-, οι οποίες μπορούσαν να εξασφαλίσουν στα μέλη των σωματείων και στις οικογένειές τους υγεία, ασφάλεια και άνεση στην καθημερινή ζωή, αλλά και μετά θάνατον ευεξία, μέσω της μύησης σε μυστηριακού τύπου λατρείες.
Στα πρώϊμα ελληνιστικά χρόνια, πριν ιδρυθούν επίσημα ιερά για τις ανάγκες των ιδιωτικών συλλόγων, οι ξένοι επισκέπτες και κάτοικοι των νέων ελληνιστικών πόλεων, πολλές φορές μαζί με τις οικογένειές τους, συναθροίζονταν γύρω από το βωμό ή αυτοσχέδιο ιερό της οικίας τους θεότητας, που προφανώς αρχικά στεγάζονταν σε ιδιωτικούς χώρους. Η λατρεία της Αιγυπτιακής Ίσιδος, προστάτιδας των ναυτικών και των εμπόρων, αρχικά εισήχθη στον ελληνικό χώρο στα υστεροκλασικά και πρώιμα ελληνιστικά χρόνια από μικρές κοινότητες Αιγύπτιων ναυτικών, εμπόρων ή και στρατιωτών -από τα πολυπληθή στρατεύματα των ελληνιστικών ηγεμόνων-, που συναθροίζονταν περιστασιακά στις μεγάλες πόλεις λιμάνια της Μεσογείου. Στην Αθήνα, τη Δήλο, την Ερέτρια, τη θεσσαλική Δημητριάδα, τη Θεσσαλονίκη, κλπ, οι Αιγύπτιοι αρχικά λάτρευαν την Ίσιδα σε προσωπικούς χώρους. Αυτό επισημαίνει και η παρουσία ιερέων αιγυπτιακής καταγωγής που τελούσαν το λατρευτικό τελετουργικό με βάση τα πρότυπα και την εμπειρία από τους τόπους καταγωγής τους. Ο Αιγύπτιος Ουάφρης, ο γιος του Ώρου, από την μακρινή αιγυπτιακή Βούσιρι, που ήλθε τον 3ο αι. π.Χ, έζησε, λειτούργησε ως ιερέας της Ίσιδας –προφανώς αρχικά για τη μικρή αιγυπτιακή κοινότητα της θεσσαλικής Δημητριάδας- και πέθανε στη βασιλική αυτή πόλη των Αντιγονιδών ήταν ένας από αυτούς· αυτό μαρτυρεί η επιγραφή και η εικονογραφία της επιτύμβιας στήλης πάνω στον τάφο του που βρέθηκε σε νεκροταφείο της πόλης [2].
Μερικά χρόνια αργότερα οι λατρείες αυτές αναπτύχθηκαν από οργανωμένα ιδιωτικά σωματεία ανθρώπων που επέλεξαν τη μόνιμη κατοίκηση σε ξένες πόλεις. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησαν δικά τους ιερά, με δημόσια απόφαση απόκτησης/παραχώρησης γης για την κατασκευή ναού από τις αρχές της εκάστοτε πόλης [3]. Στη Δήλο, ο Αιγύπτιος ιερέας του Σαράπιδος Απολλώνιος, στα χνάρια του επίσης Αιγύπτιου ιερέα παππού του, εισηγήθηκε την ίδρυση ιερού –Σαραπείου- για τη λατρεία του θεού, μετά από τις οδηγίες που δέχθηκε από αυτόν στον ύπνο του· εκεί, στη συνέχεια, συναθροίζονταν πλήθος ιδιωτικών συλλόγων και άλλες συσσωματώσεις, όπως οι υπόστολοι, οι μελανηφόροι και οι θεραπευτές των αιγυπτιακών αυτών. Επίσης, το 262/1 π.Χ., ιδρύθηκε το ιερό του Άμμωνα στην Αθήνα.
Με τη σταδιακή διάδοση και μεγάλη απήχηση της λατρείας των ανατολικών θεοτήτων σε όλο το μεσογειακό κόσμο και την ανατολή, τα σωματεία δέχονταν κρατικές επιχορηγήσεις ή και προσωπικές δωρεές από πλούσια μέλη τους ή και από μέλη της πλούσιας ελληνικής τοπικής ελίτ κάθε πόλης. Είναι φανερό πλέον ότι τα σωματεία αλληλοεπιδρούν, μέσω των λατρειών τους, με το σύνολο της τοπικής κοινωνίας. Για παράδειγμα, περίπου το 220 π.Χ., στο Ραμνούντα της Αττικής, οι Σαραπιασταί τιμούν ένα Αθηναίο στρατηγό, επειδή δώρισε στο σωματείο γη για την ίδρυση ιερού της Ίσιδας και του Σάραπι. Στη Δημητριάδα, το 2ο αι. π.Χ., το Σαραπείο αποτέλεσε ένα από τους σημαντικότερους τόπους λατρείας στην πόλη, ενώ ο Έλληνας πλέον ιερέας του θεού και μέλος της τοπικής κοινωνικοπολιτικής ελίτ τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του και τη χρηματοδότηση της λατρείας από το σωματείο των υποστόλων. Εκτός από τα σωματεία που συσπειρώνονταν γύρω από τις αιγυπτιακές λατρείες, αντίστοιχη δυναμική ανάπτυξη παρατηρείται και στα υπόλοιπα· έμποροι που φτάνουν στην Αθήνα από το Κίτιο της Κύπρου, ήδη τον 4ο αι. π.Χ., χτίζουν ιερό στη θεά Αφροδίτη, σε γη που τους παραχωρήθηκε από την πόλη.
Πλέον, στα πολυπολιτισμικά λιμάνια της Μεσογείου οι αλληλοεπιδράσεις των σωματείων με τις τοπικές κοινωνίες και τις υπόλοιπες ξένες κοινότητες ευνόησαν την ανάπτυξη ευέλικτων και επιλεκτικών ταυτοτήτων των μελών τους που εκφράζονταν πλέον σε δύο ή περισσότερες γλώσσες [4]. Από το 2ο αι. π.Χ., το κοινό των υποστόλων της Δήλου αποτελείται -εκτός από Αιγύπτιους- και από Φοίνικες αλλά και Έλληνες, μέλη όλοι της πολυπληθυσμιακής κοινότητας του νησιού, γεγονός που φανερώνει και τη δυνατότητα μεικτής εθνικής σύστασης των ελληνιστικών σωματείων. Περαιτέρω, το 128/127 π.Χ., ένας Ιεροπολίτης με ελληνικό όνομα έχτισε ένα ναό στη Δήλο και έγινε ιερέας της συριακής θεάς Αταργάτιδος Παρθένου, η οποία μαζί με τον πάρεδρό της Άδαδο/Hadad λατρεύτηκαν με τα συριακά τους ονόματα. Το σωματείο που συσπειρώθηκε γύρω από τη λατρεία αυτή αποτελούνταν προφανώς από Σύριους, οι οποίοι όμως μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και κρατούσαν τα αρχεία τους σε αυτή, και άρα η λατρεία τους ήταν κατανοητή και στους Έλληνες. Αργότερα, το 112/111 π.Χ., ένας Αθηναίος ανέλαβε ιερέας της λατρείας και –σύμφωνα με τις επιγραφές- οι Σύριοι θεοί απέκτησαν τα ελληνικά ονόματα Αφροδίτη Αγνή και Δίας Άδαδος αντίστοιχα. Οι Αθηναίοι που συμμετείχαν στη λατρεία, ως ιερείς ή πιστοί, ήταν μέλη της πλούσιας ελίτ που αφιέρωσαν ναούς, βωμούς, στοές, θέατρο και αγάλματα σε αυτή. Η συριακή λατρεία έγινε πλέον πολυπολιτισμική και απέκτησε οικουμενική ταυτότητα αφού συγκέντρωνε πιστούς από την Αντιόχεια, τη Λαοδίκαια, την Αλεξάνδρεια, τα Ασκάλωνα, τη Σελεύκεια, την Έφεσο, τη Δαμασκό και ακόμη και τη Ρώμη. Η Αταργάτιδα, παρά το νέο ελληνικό της όνομα και τον ελληνικής καταγωγής ιερέα παρέμεινε βασικά μια θεότητα συριακής προέλευσης, γνωστή και ως ‘Συρία θεά’, και λατρεύτηκε με αυτή της την ιδιότητα από τα μέλη των σωματείων της εποχής.
Αντίστοιχα, με το άνοιγμα της γεωγραφίας του οικουμενικού κόσμου, οι Έλληνες για πρώτη φορά συμμετέχουν σε ιδιωτικούς συλλόγους εκτός της κυρίως Ελλάδας, αφού μέχρι τώρα οι μόνες παραστάσεις που είχαν από τη λειτουργία τέτοιων συλλόγων ήταν αυτοί που είχαν ιδρυθεί στα κλασσικά χρόνια στη Ελλάδα από ξένους της ανατολής. Έτσι, Έλληνες που πήγαν στις νέες πόλεις των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία, εκτός από τη συμμετοχή τους σε ελληνικές λατρείες σε μεγάλα αστικά ιερά, συνήθιζαν να προσφεύγουν και σε ιδιωτικού τύπου ελληνικές ή ανατολικές λατρείες που οργανώνονταν από τοπικούς ιδιωτικούς συλλόγους. Επίσης, οι Έλληνες διονυσιακοί τεχνίται, οργανωμένοι επαγγελματικοί σύλλογοι ηθοποιών και μουσικών, ταξίδευαν σε όλο το γνωστό κόσμο για να στελεχώσουν τους μεγάλους αγώνες στα πλαίσια των θρησκευτικών εορτών. Συχνά με πρόσκληση και υπό την προστασία των ελληνιστικών ηγεμόνων, οι άνθρωπο αυτοί συμμετείχαν και οργανώνονταν σε σωματεία εμπορικού κυρίως χαρακτήρα, τα οποία αφιέρωναν στον προστάτη θεό τους Διόνυσο, το θεό της δημιουργικής έκστασης που απαιτούσε η καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση στα θέατρα και αργότερα τις ρωμαϊκές αρένες. Οι συσσωματώσεις αυτές προσέφεραν στους εκπατρισμένους Έλληνες οικονομική υποστήριξη, ηθική στήριξη, καθώς και επιμελημένες ταφές και φροντίδα των ταφικών μνημείων τους μετά θάνατον.
Το ίδιο συνέβη και με ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που έζησαν ως ξένοι μακριά από τις πατρίδες τους, όπως οι Ιουδαίοι [5]. Επιγραφικά δεδομένα, αναφέρουν, για παράδειγμα, την ύπαρξη σωματείου Ιουδαίων τουλάχιστον από το 210 π.Χ. στην πόλη των Σάρδεων στη Μικρά Ασία· το σωματείο είχε το δικό του χώρο συγκέντρωσης, τους δικούς του παραδοσιακούς νόμους και δυνατότητα λήψης αποφάσεων για ζητήματα που αφορούσαν τα μέλη του, σχηματίζοντας έτσι ένα ανεξάρτητο πολίτευμα μέσα στην ελληνική αυτή πόλη. Αργότερα, το 2ο αι. μ.Χ., οι Ιουδαίοι της Σμύρνης χρηματοδοτούν κρατικά έργα στην πόλη [6].
Και μόνο του το γεγονός της συσπείρωσης των σωματείων γύρω από ιερούς χώρους λατρείας δείχνει την οικονομική δύναμη που σταδιακά συγκέντρωσαν στα χέρια τους μέσα στις ελληνιστικές κοινότητες. Τα ιερά αποτελούσαν από πάντα θεσμό με σαφή οικονομικό ρόλο, αφού ήλεγχαν πλούτο σε μορφή αναθημάτων, οικοδομημάτων και έγγειας ιδιοκτησίας. Στα ελληνιστικά χρόνια, πολλά ιερά νοίκιαζαν κομμάτι από την έγγεια ή άλλου είδους ιδιοκτησία τους ή ακόμη, μέσω της πρακτικής του εγδανεισμού, λειτουργούσαν ως τράπεζες, αφού δάνειζαν χρηματικά κεφάλαια σε ιδιώτες με πολλές φορές υψηλό επιτόκιο, αυξάνοντας έτσι το αρχικό κεφάλαιο που είχε κατατεθεί στο ιερό με τη μορφή δωρεάς ή κληροδοτήματος από εύπορους πολίτες/πιστούς της συγκεκριμένης λατρείας.
Μια ειδική κατηγορία ιδιωτικών συλλόγων με σαφή ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνιστικής οικονομίας, γνωστοί και ως συντεχνίες, είναι αυτοί που ιδρύθηκαν σε σχέση με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των μελών τους. Έμποροι και βιοτέχνες οργανωμένοι σε εμπορικές συντεχνίες –γνωστές στην αρχαιότητα ως κοινά ή σύνοδοι και αργότερα ως collegια- είχαν δικούς τους σωματειακούς κανόνες, ετήσιες συνδρομές και εκλεγμένους αντιπροσώπους. Οι κυριότερες δραστηριότητές τους ήταν θρησκευτικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όπως οργάνωση κοινών γευμάτων, συμμετοχή στην οργάνωση του ενταφιασμού των μελών, κλπ. Σημαντική ομάδα σωματείων εμπόρων δραστηριοποιούνταν στη Δήλο κατά ο 2ο αι. αι. π.Χ. Το 153/152 π.Χ., το κοινόν των εμπόρων και ναυκλήρων από την Τύρο, το οποίο λάτρευε τον Ηρακλή, τιμά ένα μέλος του το οποίο έλαβε το ρόλο πρεσβευτή ενώπιον της πόλης των Αθηνών, με σκοπό να ζητήσει ένα οικόπεδο στο νησί για να χτίσει ιερό αφιερωμένο στη θεότητα. Αντίστοιχο κοινόν εμπόρων και ναυκλήρων και ενδοχέων –δηλαδή αποθηκαρίων- της Βηρυτού, που λάτρευαν τον Ποσειδώνα τίμησαν τον Ρωμαίο τραπεζίτη Μάρκο Μιάτιο. Ταυτόχρονα, οι συντεχνίες πολλές φορές προχωρούσαν στη διευθέτηση των τιμών και το κλείσιμο συμφωνιών για το διαχωρισμό του χώρου στις αγορές των πόλεων, και συχνά συνδιαλέγονταν με τους άρχοντες της εκάστοτε πόλης αντιπροσωπεύοντας τα μέλη τους. Από τη Δήλο προέρχεται και ένα από τα πρώτα γνωστά εντευκτήρια επαγγελματικών σωματείων, που χτίστηκε στο νησί περίπου στο 110 π.Χ., για να στεγάσει τους Ποσειδωνιαστές της Βηρυτού, συντεχνία εμπόρων, ναυτικών και πρακτόρων διαμετακομιστικού εμπορίου από τη Βηρυτό του Λιβάνου [7]. Πρόκειται για εντυπωσιακό διώροφο κτίριο 1100τ.μ., με χαρακτηριστικά πολυτελούς οικίας και σύνθετη λειτουργικότητα, αφού χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα ως αποθηκευτικός χώρος, ναυτικό πρακτορείο, τόπος συγκεντρώσεων και συναλλαγών, χώρος φιλοξενίας και ιερό. Ο ιδιωτικός του χαρακτήρας και ταυτόχρονα η δημόσια λειτουργία του αντανακλά στην οργάνωση του χώρου, με μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους στην πρόσοψη του κτιρίου με πρόσβαση στο δημόσιο δρόμο και διάδρομο που οδηγούσε στους ιδιωτικούς χώρους διαταγμένους γύρω από μικρή αυλή στο πίσω μέρος. Στους ιδιωτικούς χώρους συμπεριλαμβάνονταν και μικρά ιερά στον Ποσειδώνα –το θεό προστάτη του ομώνυμου σωματείου που είχε ταυτιστεεί με τον πατρώο σημιτικό θεό τους Βάαλ-, τους ελληνο-σημιτικού Αφροδίτη Αστάρτη και Ασκληπιό Εχμούν, και της προσωποποιημένης Ρώμης. Η διακόσμησή του συμπεριλάμβανε μωσαϊκά, ζωγραφισμένα κονιάματα και πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, με μαρμάρινα αγάλματα των πολιαδικών θεών του σωματείου, χάλκινα αγάλματα θνητών ευεργετών του συλλόγου, μαρμάρινους βωμούς, ερμαϊκές στήλες και διάφορα πήλινα αφιερώματα [8]. Μια ομάδα πήλινων ειδωλίων Αφροδίτης, Πανός και Έρωτα, που αφιερώθηκε από ‘το Διονύσιο από το Βηρυτό’ -ένα πολίτη δηλαδή της Βηρυτού με ελληνικό όνομα- στους ‘πάτριους θεούς’ του, εκφράζει τις πολύπλοκες διαστάσεις της κοινωνικής, θρησκευτικής και οικονομικής πραγματικότητας της ελληνιστικής Δήλου, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ευέλικτες και επιλεκτικές ταυτότητες των ανθρώπων που εντάσσονταν στα ιδιωτικά σωματεία, κυκλοφορούσαν και συναλλάσσονταν στα εντευκτήριά τους στο κοσμοπολίτικο αυτό νησί.
Είναι φανερό ότι οι συντεχνίες αποτελούσαν σημαντικό πυλώνα των οικονομικών δραστηριοτήτων στις ελληνιστικές πόλεις. Αυτό φανερώνει και η έλευση ιδιωτικών σωματείων στο νησί της Ρόδου, από το 121 π.Χ. και εξής, με σκοπό να αναπτύξουν οικονομικές δραστηριότητες. Το σωματείο ‘αυτών που κατοικούν στην πόλη της Λίνδου και καλλιεργούν στη Λινδία’, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε ‘αυτούς που κατοικούν στην πόλη της Λίνδου και καλλιεργούν και πλέουν στη Λινδία’, αποτελούνταν από πολίτες και μη. Οι πολίτες της Λίνδου που ήταν μέλη του σωματείου μπορούσαν να χρησιμοποιούν την πρόσβασή τους στη Ροδιακή πολιτεία, με σκοπό να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα των μελών του σωματείου. Επίσης, στην Πτολεμαϊκή και αργότερα ρωμαϊκή Αίγυπτο, γνωστά ήταν τα σωματεία κεραμέων με εργαστήρια, πολλά από αυτά είχαν και υποκαταστήματα σε άλλες περιοχές. Στην Αλεξάνδρεια, οι υφαντοτεχνίτες και συναφείς ειδικότητες -όπως νεροτριβείς και βαφείς υφασμάτων- ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες –σύνοδοι και collegia- που εξυπηρετούσαν μεν κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά έπαιξαν και ρόλο στη ρύθμιση του εμπορίου και τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων ύφανσης.
Τα ελληνιστικά οργανωμένα σωματεία και συντεχνίες αποτέλεσαν πρόδρομο αυτών που αναπτύχθηκαν στα ρωμαϊκά και αργότερα στα βυζαντινά χρόνια/Μεσαίωνα [9-10]· είναι σαφές ότι αποτελούν τους ιστορικούς πρωτεργάτες που έθεσαν τους βασικούς κανόνες των καταστατικών δομών και λειτουργίας των σημερινών ιδιωτικών συλλόγων, οργανώσεων και επαγγελματικών συνδικάτων.
Η δημιουργία του οικουμενικού κόσμου μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποδέσμευσε μια τεράστια πλουτοπαραγωγική πηγή: τις τεράστιες εκτάσεις γης που στη συνέχεια εκχωρήθηκαν στην κρατική οντότητα των ελληνιστικών βασιλείων. Η γη και το πλουτοπαραγωγικό της προϊόν και απόθεμα ανήκαν αποκλειστικά στη κυριότητα και διαχείριση της κεντρικής κρατικής εξουσίας, του βασιλέα δηλαδή, και μπορούσε να εκχωρηθεί προς εκμετάλλευση σε ιδιώτες και μονάδες ιδιωτικού συμφέροντος μόνο μετά από σχετική βασιλική επιθυμία και γνωμοδότηση, όπως συνέβαινε για παράδειγμα με τη γη που δίνοντας προς εκμετάλλευση τους κληρούχους –μέλη κυρίως της στρατιωτικής αμυντικής μηχανής του κράτους.
Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ασία επέφερε επίσης στο βασιλικό ταμείο και την κυριότητα των θησαυρών που ανήκαν πριν στους Αχαιμενίδες, η ρευστοποίηση των οποίων από τον κρατικό μηχανισμό επέτρεψε την εκμίσθωση στρατιωτών, τεχνιτών και λοιπού εξειδικευμένου προσωπικού που απασχολήθηκε στην πολεμική μηχανή και την κατασκευή και οργάνωση των μεγάλων ελληνιστικών πόλεων βοηθώντας στη ρευστοποίηση της οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων.
Στην περίπτωση μεγάλων πόλεων, όπως για παράδειγμα η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η Αντιόχεια και η Σελεύκεια, όπου παρουσιάστηκε αυξημένη ανάγκη για οργανωμένη εμπορική διακίνηση των αγροτικών προϊόντων και επίσης εκμετάλλευση του παραγόμενου πλεονάσματος, δημιουργήθηκε -επίσης υπό τον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού- άρτια λογιστική οργάνωση των εμπορικών συναλλαγών και θεσμοθέτηση ειδικών νομικών κανόνων που εξασφάλιζαν την ομαλότητα λειτουργίας των εμπορευματοοικονομικών πράξεων που υπόκεινταν έτσι σε αυστηρό κρατικό έλεγχο, φορολογία και διαχείριση. Η καταπάτηση των νόμων που όριζαν τους κανόνες για το εύρος, το είδος και την ποιότητα των εμπορικών συναλλαγών επέφερε βαριά χρηματικά πρόστιμα και άλλες ποινές στους παραβάτες. Συγκεκριμένα, οι εξειδικευμένες καλλιέργειες για παράδειγμα ήταν υπό κρατικό έλεγχο και προστατεύονταν από ειδικές νομικές ρήτρες. Επίσης, τα εμπορικά προϊόντα δηλώνονταν με την είσοδό τους από χερσαία οδό στη χώρα της κάθε πόλης ή φτάνοντας μέσω της θαλάσσιας οδού στο λιμάνι της και έτσι η φορολογία των ξένων προϊόντων αποτέλεσε ένα από τα κύρια εισοδήματα των πόλεων, αλλά και κατ’επέκταση των βασιλικών ταμείων. Η διεξαγωγή των εξαγωγών και εισαγωγών έπρεπε πρωτογενώς να έχει εξασφαλίσει τη βασιλική άδεια, ενώ επίσης επιπλέον φορολογία επιβάλλονταν και από τους βασιλείς σε προϊόντα διευρυμένης και αυξημένης ζήτησης, όπως τα σιτηρά. Επίσης, το ύψος των τελωνειακών δασμών υπήρξε αντικείμενο ρύθμισης από το βασιλικό διοικητικό μηχανισμό. Η γενικότερη στροφή των ελληνιστικών βασιλείων προς την προώθηση οικονομικών πράξεων και συναλλαγών διεθνούς επιπέδου και η προώθηση της ανάπτυξης του διαμετακομιστικού εμπορίου επέβαλε τη δημιουργία ενός πολυάριθμου εξειδικευμένου προσωπικού που απασχολούνταν στον κρατικό τομέα με την εμπορία, έλεγχο, φορολόγηση και διάθεση των ειδών διατροφής μέσα στις πόλεις, ενώ κατείχε επίσης και εξειδικευμένες γνώσεις στο χώρο της λογιστικής και των πολυπολιτιστικών οικονομικών πράξεων μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική γλώσσα, συνήθειες και εμπορικά συμφέροντα.
Οι κύριες πηγές χρηματοπιστωτικών συναλλαγών του ελληνιστικού κόσμου περιελάμβαναν καταρχήν τους βασιλείς και τα μέλη της βασιλικής αυλής, οι οποίοι με το συσσωρευμένο πλούτο τους χρηματοδοτούσαν μεγάλα οικοδομικά προγράμματα που συνδέονταν με την ίδρυση των νέων οικουμενικών ελληνιστικών πόλεων ή με ανάπλαση του αστικού τοπίου παλαιών κοινοτήτων που είχαν ζημιωθεί από φυσικές καταστροφές ή από τις επάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις· επίσης, περιελάμβαναν τα ιερά που συχνά φιλοξενούσαν μεγάλα αποθέματα πλούτου σε χρήματα, πολύτιμα σκεύη ή έγγεια ιδιοκτησία. Οι κρατικές τράπεζες διαχειρίζονταν μεγάλο μέρος των ρευστοποιημένων συναλλαγών, προβαίνοντας σε χρηματοδοτήσεις δημόσιων έργων και σκοπών ή επί το πλείστον δανεισμούς κεφαλαίων σε ιδιώτες. Τα χρήματα δανείζονταν με τόκο το ποσοστό του οποίου ήταν ποικίλο και ορίζονταν από το κράτος. Ειδικές κρατικές ρήτρες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τη διαδικασία του ‘εγδανεισμού’ και προέβλεπαν ποινές για τυχόν κακοδιαχείριση των χρημάτων εκ μέρους των εμπλεκομένων στις τραπεζικές αυτές συναλλαγές.
Όμως, η κρατική διαχείριση του πλούτου στα ελληνιστικά χρόνια δεν ήταν απαγορευτική στην άσκηση ελεύθερης οικονομίας με εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Οι κληρούχοι για παράδειγμα μπορούσαν να εμπορεύονται ελεύθερα το απόθεμά τους στην αγορά των πόλεων κερδίζοντας χρήματα, ενώ έμποροι από όλες τις γωνιές του οικουμενικού κόσμου ταξίδευαν και συναλλάσσονταν με τους πολυπληθυσμιακές κοινότητες όλων των μεγάλων λιμανιών της Μεσογείου. Στην απελευθέρωση του εμπορίου βοήθησε και η δημιουργία συλλόγων και συντεχνιών ιδιωτικού δικαίου, γύρω από τις οποίες συσπειρώνονταν εξειδικευμένοι επαγγελματίες ξένης καταγωγής ή και ντόπιοι πολίτες, που έβρισκαν ένα οργανωμένο τρόπο να αναπτύξουν διαλογική ομαδική σχέση με την κρατική μηχανή αλλά και να προασπίσουν τα οικονομικά συμφέροντα των μελών τους. Σε μεγάλα λιμάνια, όπως η Δήλος και η Ρόδος, αλλά και σε μικρότερες πόλεις, λειτούργησαν και τράπεζες ιδιωτικών συμφερόντων που διακινούσαν δημόσια και ιδιωτικά κεφάλια, ενώ και μεμονωμένοι εύποροι πολίτες συνήθιζαν να προβαίνουν σε δανεισμό κεφαλαίων, έντοκων ή μη.
Γενικότερα, η χρηματοπιστωτική οικονομία των ελληνιστικών χρόνων άνθισε χάρη στο προοδευτικό φιλελεύθερο πλαίσιο και ανάλογη θεσμική οργάνωση που σχεδίασε και συνέστησε ο κρατικός μηχανισμός και την αμοιβαία ανάπτυξη οικονομικών πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα. Ο συνδυασμός κρατικής διαχείρισης του πλούτου, με κρατικό έλεγχο των συναλλαγών, μονοπωλίων και κατά τόπους εξειδικευμένης παραγωγής και την επιβολή φορολογίας επί προϊόντων και κερδών, και της ελεύθερης οικονομίας παραγωγής αγαθών από ιδιώτες με σκοπό την πώληση και το κέρδος αποτέλεσε το μεικτό εκείνο σύστημα που συνέστησε ουσιαστικά τις απαρχές του καπιταλισμού.