Κράτη
Η ελληνιστική μοναρχία
Πόλεμος
Διοίκηση, άτομο και κοινωνία
Οικονομία
Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού
Οργάνωση υπαίθρου
Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου
Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης
Τέχνη : Ριζοσπαστισμός και συντήρηση
Θρησκεία και μεταφυσική
Η Ελληνιστική Οικουμένη - Ένας κόσμος χωρίς σύνορα
Η Ρώμη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου

Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου


Μετά το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος, όχι μόνο για τις πόλεις και τα κράτη, αλλά για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Τα βασίλεια που δημιουργούνται από τους Διαδόχους δεν στηρίζονται στη φυλετική ομοιομορφία και οι πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας, παρόλο που διατηρούν κάποια διοικητική αυτονομία, αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συστήματος. Οι δρόμοι ανοίγουν, τα ταξίδια διευκολύνονται, η γνώση για τον υπόλοιπο κόσμο γίνεται προσβάσιμη: η Οικουμένη είναι πλέον μια πραγματικότητα. Σιγά-σιγά, η σχέση του ανθρώπου με την πόλη του γίνεται ολοένα πιο χαλαρή και αρχίζει να γίνεται μέλος ενός τεράστιου συνόλου.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το άτομο αποκτά ξαφνικά ξεχωριστή υπόσταση, σχεδόν εντελώς αυτόνομη από τον τόπο διαμονής του. Οι ατομικές εμπειρίες γίνονται πιο ελκυστικές και ενδιαφέρουσες από τις περιγραφές των συλλογικών εμπειριών μιας κοινωνίας, που περιγράφουν γεγονότα όπως ο πόλεμος. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί μόνος του να ανοίξει το δρόμο του, να σμιλέψει τη ζωή του, να κυνηγήσει τους στόχους του. Αν τον ευνοήσει λίγο και η θεά Τύχη, θα τα καταφέρει. Μπορεί όμως και να παραδοθεί στα χέρια της, να αφεθεί στα καπρίτσια της, να δεχτεί ότι όλα είναι προκαθορισμένα κι εκείνος είναι απλά το πιόνι ενός παιχνιδιού. Στην ελληνιστική εποχή, μια εποχή αβεβαιότητας και ανασφάλειας, η αλήθεια για τον καθένα βρισκόταν ίσως κάπου ανάμεσα.

Με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάθε τι ελληνικό φτάνει στα πέρατα του κόσμου: η επιστήμη, η διανόηση, η θρησκεία, οι συνήθειες των Ελλήνων θα ταξιδέψουν σε μέρη μακρινά και θα γνωριστούν με λαούς ξένους. Η άσκηση σώματος και πνεύματος ήταν τρόπος ζωής για τους Έλληνες πολύ πριν τον Αλέξανδρο και η επιδίωξη της νίκης σε σπουδαίους αθλητικούς αγώνες με έπαθλο ένα στεφάνι ήταν η μεγαλύτερη τιμή για έναν άνδρα. Πανελλήνιοι αγώνες συγκέντρωναν αθλητές από όλη την Ελλάδα που συναγωνίζονταν για να τιμήσουν τους θεούς.

Στους ελληνιστικούς χρόνους τα συμπόσια διατήρησαν την κλασική παράδοση ως προς το βασικό τελετουργικό της ανάκλισης, της χρήσης δηλ. ανακλίντρων, καθώς και το βασικό διαχωρισμό σε δείπνο και οινοποσία, μόνο που τώρα προσέλαβαν μεγαλύτερες διαστάσεις, δόθηκε έμφαση στην πολυτέλεια και απέκτησαν νέο περιεχόμενο, αποσκοπούσαν δηλ. στην επίδειξη πλούτου και δύναμης, όπως αυτά εκφράζονταν τόσο με την εσωτερική διακόσμηση της αίθουσας όσο και με την ποικιλία των διασκεδάσεων και των θεαμάτων που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες του.

Τελικά, ο άνθρωπος στην ελληνιστική εποχή στέκεται μόνος, στο κέντρο ενός ολοένα μεταβαλλόμενου κόσμου και προσπαθεί να βρει την τύχη του, να καταφέρει να φτάσει το όνειρό του για μια καλύτερη ζωή, με ανέσεις και πολυτέλεια, χωρίς όμως να χάσει τον εαυτό του και τις ρίζες του.

Οι απαρχές του Lifestyle

Τι είναι το lifestyle; Είναι ο τρόπος ζωής, όπως λέει και η ίδια η λέξη, αλλά η χροιά που προσδίδεται σε αυτόν το διεθνή όρο δίνει κάτι παραπάνω: είναι ένα μοντέλο ζωής με κοσμικότητα, πλούτο και ομορφιά, το οποίο τίθεται μπροστά στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου ως παράδειγμα προς μίμηση, ως στόχος-όνειρο. Πότε ξεκινάει, όμως, αυτό το μοντέλο;

Ανέκαθεν ο άνθρωπος επεδίωκε να βελτιώσει τη ζωή του, να ζει πιο άνετα και με όμορφα πράγματα να τον περιτριγυρίζουν. Η πορεία προς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου είναι σταδιακή και ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ, καθώς συνεχώς η ζωή μας γίνεται ευκολότερη από τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Ωστόσο, είναι στην ελληνιστική περίοδο που η καθημερινότητα βελτιώνεται τόσο δραματικά για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Οι νέες πόλεις που δημιουργούνται με το σύστημα των καθέτων και οριζοντίων αξόνων επιτρέπουν τον καλό αερισμό τους και υπάρχει εξαιρετικό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Εντυπωσιακά κτήρια, ναοί, γυμνάσια, βουλευτήρια, θέατρα, αποτελούν βρίσκονται στο κέντρο της καθημερινότητας των ελληνιστικών ανθρώπων, οι οποίοι περιδιαβαίνουν ανάμεσά τους και διαμορφώνουν ένα εξαιρετικό αισθητήριο για την τέχνη και την αρχιτεκτονική.

Οι κατοικίες γίνονται μεγαλύτερες, με περισσότερες ανέσεις και οι άνθρωποι έχουν πλέον πρόσβαση σε πολύτιμα και εξωτικά αγαθά που κάποτε έμοιαζαν ανύπαρκτα, αναλόγως βέβαια με την οικονομική τους επιφάνεια. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα πλούσια σπίτια στις πόλεις, αλλά ισχύει και για τις αγροικίες, όπου πλέον έχουμε τους μεγαλογαιοκτήμονες να κατοικούν. Απλοί αγρότες και αλιείς γίνονται οι ήρωες μυθιστορημάτων και κωμωδιών, όπου περιγράφεται συχνά ωραιοποιημένη μια απλή ζωή μακριά από το άγχος και τη διαφθορά των πόλεων.

Δεν είναι μόνο οι κατοικίες που απηχούν αυτή την οικονομική άνεση του ελληνιστικού ανθρώπου. Η απόλαυση του πλούτου συνεπαγόταν την απόλαυση και της τέχνης. Η αγορά των έργων τέχνης επεκτάθηκε πολύ καθώς σπουδαία παραγωγή γινόταν σε διάφορες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου και το αγοραστικό της κοινό δεν περιοριζόταν πλέον στις πόλεις-κράτη και τους ηγεμόνες, αλλά είχε ανοίξει σε όλους όσοι είχαν πλέον την οικονομική άνεση να αγοράσουν έργα. Έτσι, για πρώτη φορά αυτή την περίοδο έχουμε την εμφάνιση των συλλεκτών έργων τέχνης, μία συνήθεια που θα συνεχιστεί και στην Ρωμαϊκή περίοδο έως σήμερα. Τα σπίτια, βέβαια, εκτός από έργα τέχνης είχαν και την οικοσκευή τους. Σκεύη από ασήμι και άλλα πολύτιμα υλικά χρησιμοποιούνται σε πλούσια συμπόσια που έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν. Οι συνδαιτυμόνες εκεί μπορούν να γευτούν ό,τι πιο εκλεκτό έχει να προσφέρει η κουζίνα της εποχής και να πιουν καλό κρασί που είχε φτάσει από τη Χίο, τη Θάσο ή τη Ρόδο.

Η προσωπική υγιεινή και περιποίηση έγινε σύμφυτη με τον ελληνιστικό άνθρωπο. Η εμφάνιση ανδρών και γυναικών γίνεται πλέον εξαιρετικά επιμελημένη και τα ενδύματά τους, παρόλο που ακολουθούν γενικά την ελληνική μόδα, ράβονται πλέον και από ακριβά υφάσματα. Οι γυναίκες στολίζονται με σκουλαρίκια, βραχιόλια και περιδέραια εξαιρετικής ομορφιάς και τέχνης: ο χρυσός, δεμένος με πολύτιμους λίθους ή σμιλεμένο σε περίτεχνες μορφές ζώων η Ερώτων, γίνεται μέχρι σήμερα αντικείμενο θαυμασμού για καθέναν που τα βλέπει.

Στο σπίτι αλλά και στο σώμα ρόλο παίζουν πια και οι μυρωδιές.

Κλεισμένα καλά σε μικρά αγγεία από πηλό, πέτρα, γυαλί, αλάβαστρο, αλλά και χρυσό και ασήμι για τα πιο πολυτελή, τα αρώματα διατηρούσαν για καιρό τα πολύτιμα συστατικά τους. Κοντά στις αγορές των πόλεων, οι μυροποιοί παρασκεύαζαν και πουλούσαν τα αρωματικά τους προϊόντα. Με πρώτες ύλες από τη φύση, λουλούδια, αρωματικά φυτά, ρητίνες και μπαχαρικά, παρασκεύαζαν εκχυλίσματα, λάδια αρωματικά και αιθέρια έλαια σε υγρή μορφή, αλοιφές σε παχύρευστη και ημιστερεή μορφή, θυμιάματα, αρωματικά νερά και παστίλιες.

Όλα αυτά τα πολύτιμα υλικά που ήταν απαραίτητα στην καθημερινή ζωή, πλέον, των ανθρώπων, έρχονταν από την Ασία και την Αφρική, με εμπόρους που διέσχιζαν εκατοντάδες χιλιομέτρων για να τα φέρουν. Κατέληγαν στις μεγαλουπόλεις, με πρώτη και καλύτερη την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου συγκεντρωνόταν ένα ετερόκλητο πλήθος από ανθρώπους από κάθε μέρος του τότε γνωστού κόσμου, οι οποίοι είτε μετακινούνταν λόγω της εργασίας τους, είτε αναζητούσαν εκεί μια καλύτερη τύχη ή ακόμα βρίσκονταν εκεί θέλοντας να γνωρίσουν νέα μέρη.

Μέσα σ’ εκείνους που ταξίδευαν πολύ για να κερδίσουν χρήματα αλλά και δόξα ήτα οι συντεχνίες των ηθοποιών και οι επαγγελματίες αθλητές που αναζητούσαν την επόμενη γιορτή, σε οποιοδήποτε σημείο του ελληνιστικού κόσμου, που θα τους έδινε μια ακόμα ευκαιρία για να διασκεδάσουν το πλήθος αλλά και για να βιοποριστούν. Οι γιορτές και οι αγώνες, βέβαια, δεν ήταν η μόνη ψυχαγωγία για τους ανθρώπους της εποχής. Πάντα η ερωτική συντροφιά παρέμενε στην πρώτη θέση για να ξεχαστεί λίγο η καθημερινότητα, να ξεφύγει ο άνθρωπος από τα προβλήματά του και να βυθιστεί σε μια γλυκιά ηδονή.

Ζωή στην πόλη

Μια μέρα στην ελληνιστική πόλη για έναν τυπικό πολίτη ξεκινάει φυσικά από το σπίτι. Ένα σπίτι όμοιο με όλα τα υπόλοιπα του τετραγώνου –και ίσως και όλης της πόλης- αλλά με ανέσεις που δεν θα συναντούσε κανείς εύκολα σε προγενέστερες εποχές. Ιδιωτικό λουτρό και αποχέτευση είναι κάποιες από αυτές που σίγουρα δεν υπήρχαν σε αγροικίες. Η φροντίδα για την προσωπική υγιεινή, που τόσο εκτιμούνταν στην ελληνιστική περίοδο, ξεκινούσε από το σπίτι. Ομοίως και η ελληνιστική διάθεση για πολυτέλεια· σε αντίθεση με τη σχεδόν επιβεβλημένη λιτότητα της κλασικής εποχής, τα σπίτια πλέον διακοσμούνταν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες και με πολύτιμα υλικά ή έστω απομιμήσεις τους.

Αλλά η ιδιωτική ζωή είναι ένα πολύ μικρό μέρος της καθημερινότητας στη μεγαλούπολη. Μάλιστα αν δεχτούμε ότι κάθε πόλη είναι μια μικρογραφία της απεραντοσύνης του ελληνιστικού κόσμου, τότε πολύ μεγαλύτερη σημασία έχουν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στο δημόσιο βίο. Οι ελληνιστικές πόλεις, λόγω του τρόπου με τον οποίο δημιουργήθηκαν και επανδρώθηκαν -ύστερα από συνένωση μικρότερων οικισμών και εγκατάσταση Ελλήνων και ντόπιων από γύρω περιοχές- αλλά και επειδή ήταν πάντα σε κομβικά σημεία δρόμων με εμπορική ή στρατιωτική σημασία, ήταν κέντρα συνάντησης και συνύπαρξης διαφόρων λαών, νοοτροπιών και ιδεών.

Έτσι λοιπόν βγαίνοντας κανείς από το σπίτι του και κάνοντας μια βόλτα στους δρόμους και στις αγορές μιας πόλης, έχει να αντιμετωπίσει έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από το δικό του μικρόκοσμο. Κόσμος πολύς από εμφανώς διαφορετικές κουλτούρες συμβάλλει στη σύνθεση μιας πολυχρωμίας πολιτισμών και γλωσσών· άλλοι έρχονται ως έμποροι, άλλοι ως στρατιώτες μισθοφόροι, άλλοι ως ταξιδευτές ή επιστήμονες που θέλουν να γνωρίσουν νέους τόπους. Στην αγορά της πόλης κυρίως θα δει κανείς όλους αυτούς συγκεντρωμένους να κάνουν συναλλαγές, να συζητούν, να τσακώνονται. Η συρροή εμπόρων από διάφορες γειτονικές ή μακρινές χώρες σημαίνει πως μπορεί κανείς να βρει προϊόντα που διαφορετικά δεν θα απολάμβανε: μπαχάρια και μετάξι από τη μακρινή ανατολή, κρασί από όλη τη Μεσόγειο, βαμβάκι και πάπυρο από την Αίγυπτο… Πότε άλλοτε ήταν όλα αυτά προσβάσιμα στον κοινό πολίτη;

Μόλο που ήταν παντού έκδηλη αυτή η συνύπαρξη των πολιτισμών, βασικό στοιχείο μιας ελληνιστικής πόλης ήταν ο ελληνικός της χαρακτήρας. Πέρα από την ίδια τη μορφή διακυβέρνησης, τη δημοκρατία, που σήμαινε και αντίστοιχα κτήρια και θεσμούς, αυτό ήταν φανερό στην ύπαρξη γυμνασίων ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Στα γυμνάσια δεν ασκούνταν μόνο τα σώματα των νέων αλλά και ο νους και το πνεύμα τους, μιας και εκεί γνώριζαν Έλληνες ποιητές και φιλοσόφους και άκουγαν διαλέξεις από διδασκάλους που ταξίδευαν στις πόλεις γι’ αυτό το λόγο.

Στο κέντρο της πόλης θαύμαζε κανείς τα δημόσια κτήρια που στέγαζαν τις βασικές λειτουργίες και τα θεσμικά όργανα μιας πόλης. Τα βουλευτήρια ήταν εντυπωσιακά θεατρόσχημα κτίσματα με λειτουργική και ταυτόχρονα αισθητική σημασία για την πόλη. Ακόμα και σε μια εποχή που οι πόλεις είχαν χάσει την ανεξαρτησία τους και διατηρούσαν δημοκρατικό πολίτευμα σχεδόν κατ’ όνομα, μιας και ήταν μέρη ενός βασιλείου, ήταν σημαντικό να φαίνεται η όποια δύναμη του δήμου μέσα από την προβολή των κτηρίων διοίκησης. Αντίστροφα βέβαια, η εξάρτηση των πόλεων από τον μονάρχη φαίνεται από το ότι συχνά τα κτήρια διοίκησης ή άλλα δημόσια κτήρια χτίζονταν με βασιλικές χορηγίες, σαν υπενθύμιση της εξουσίας του ηγεμόνα και ως προσωπική του προβολή. Η αριστοκρατία στην ελληνιστική περίοδο ήταν ορατή μέσα από ευεργεσίες και υποστήριξη των βασικών υποδομών –όπως το χτίσιμο τειχών.

Αγάλματα και διάφορα αναθήματα διακοσμούσαν επίσης τις αγορές. Εκεί ήταν έκδηλη και η θρησκευτική ζωή της πόλης, στα πάμπολλα ιερά που χτίζονταν σε άμεση επαφή με αυτές. Οι πόλεις διέθεταν περισσότερα από ένα ιερά εντός των τειχών, σε διάφορα σημεία, ενώ μεγάλα ιερά ήταν χτισμένα πάντα κοντά σε μεγάλες πόλεις. Η συμμετοχή στη θρησκευτική ζωή της πόλης ήταν άμεση και συχνή. Αυτό ίσχυε για όλους τους κατοίκους και τους επισκέπτες μιας πόλης, ανεξαρτήτως κουλτούρας και θρησκευτικών πεποιθήσεων· με ιερά αφιερωμένα σε τοπικές ή μακρινές θεότητες ή και με συγχωνεύσεις ελληνικών θεών με ανάλογων ντόπιων, κάθε πιστός μπορούσε να προσευχηθεί στο θεό του.

Βέβαια μετά την φροντίδα του πνεύματος, σειρά είχαν οι διασκεδάσεις. Αυτές μπορεί να ήταν πνευματικές: στα θέατρα παρακολουθούσε το κοινό δράματα και κωμωδίες, καταστάσεις με τις οποίες ταυτιζόταν ή αποστασιοποιούταν ώστε να ξεδώσει· αντίστοιχα σε μουσικές παραστάσεις και διαγωνισμούς, που συχνά στεγάζονταν σε βουλευτήρια, έβρισκαν οι πολίτες μια καλή ευκαιρία για να ξενοιάσουν από τον καθημερινό φόρτο εργασίας. Αλλά μπορεί να ήταν και πιο απλές και σαρκικές: στα συμπόσια που γίνονταν στα σπίτια προσφερόταν φαγητό, συχνά εξωτικά και πολυτελή πιάτα, το ποτό έρεε άφθονο και ποιος ξέρει, ίσως δεν έλειπαν και ευκαιρίες για περισσότερες σαρκικές απολαύσεις· και δεν αποκλείεται να υπήρχαν και καπηλειά, δημόσιοι χώροι στους οποίους γινόταν αυτό, όπως γνωρίζουμε από τη ρωμαϊκή εποχή.

Αυτό που κυρίως έκανε τη διαφορά στην αστική ζωή ήταν ο κοσμοπολιτισμός που ενσωματωνόταν στην ελληνικότητα της πόλης. Λαοί από όλες τις γωνίες του κόσμου συνέρρεαν στις πόλεις για δουλειά, διασκέδαση ή απλά από περιέργεια, βάζοντας μια επιπλέον πινελιά στην πολυχρωμία της ελληνιστικής οικουμένης, με συνδετικό υλικό τον ελληνικό πολιτισμό. Επιπλέον υπήρχαν οι ανέσεις και η πολυτέλεια που μπορούσε να προσφέρει η οργάνωση των ελληνιστικών πόλεων και οι χορηγίες των ηγεμόνων. Διασκέδαση πνευματική και σωματική, ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών, δυνατότητα για μόρφωση, νέοι ορίζοντες· πόσο καινούρια ήταν αυτά για εκείνη την εποχή –και αυτονόητα για τη δική μας;

Ζωή στην ύπαιθρο

Πόλη και ύπαιθρος ήταν στενά συνδεδεμένες στην ελληνιστική εποχή. Αποτελούσαν μια ενιαία πολιτική ενότητα υπό την εξουσία του βασιλιά· και οικονομικά η αλληλεξάρτηση ήταν άρρηκτη, μιας και τα προϊόντα που έθρεφαν τις πόλεις, μόνο μέσα από αυτές μπορούσαν να προωθηθούν στο ευρύτερο εμπόριο και έτσι να ωφεληθεί και η ύπαιθρος. Όμως η ζωή στην ύπαιθρο δεν αξιολογούταν με τον ίδιο τρόπο όπως αυτή στην πόλη. Πότε υποτιμητικά και πότε εξιδανικευτικά συχνά παρουσιάζεται σε σχέση με το τι δεν βρίσκει κανείς στη φύση, που υπάρχει σε μια πόλη: τέχνες, επίδειξη πλούτου σε ευρύ κοινό και άμεση ενασχόληση με την πολιτική.

Τους προηγούμενους αιώνες υπήρχε η τάση να θεωρούν τους ανθρώπους της υπαίθρου απολίτιστους, άξεστους, αγροίκους –από τους αγρούς που δούλευαν. Μάλιστα οι συγγραφείς δεν ασχολούνται καν με αυτήν μιας και η ύπαιθρος ήταν συνώνυμο της πολιτισμικής καθυστέρησης. Η εικόνα αυτή αλλάζει στην ελληνιστική εποχή, όταν μειώνεται ο αριθμός των μικροκαλλιεργητών και η γη συγκεντρώνεται στα χέρια λιγότερων ανθρώπων που γίνονται μεγαλογαιοκτήμονες. Απλοί αγρότες και αλιείς γίνονται οι ήρωες μυθιστορημάτων και κωμωδιών, όπου περιγράφεται συχνά ωραιοποιημένη μια απλή ζωή μακριά από το άγχος και τη διαφθορά των πόλεων. Ίσως είναι υπερβολική αυτή η εικόνα για μια εποχή που τόσο ενθάρρυνε την αστικοποίηση και τη γιγάντωση των πόλεων, είναι όμως ενδεικτική για την εκτίμηση που έχαιρε μια εναλλακτική δυνατότητα και για τη νοσταλγία που ένιωθαν οι αστοί για τη φύση. Δεν είναι όμοια η κατάσταση και σε μια σημερινή μεγαλούπολη άλλωστε;

Για τους εύπορους ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης, που μπορούσαν να διατηρούν πολυτελείς επαύλεις, η θεώρηση αυτή ήταν σίγουρα δικαιολογημένη. Αυτοί μπορούσαν μακριά από την αποπνικτική ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων να ασχοληθούν οι ίδιοι με τις τέχνες, να φιλοσοφήσουν, να απολαύσουν τα συμπόσιά τους σε πιο ιδιωτική ατμόσφαιρα. Οι ευρύχωρες αγροικίες που έχουν ανακαλυφθεί δείχνουν ότι και στους αγρούς εκτιμούνταν οι ανέσεις και η πολυτέλεια, ή η επιθυμία για επίδειξη αυτών.

Όμως οι αγροικίες αυτές υποδεικνύουν και μια άλλη πτυχή της ζωής στην ύπαιθρο. Σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν τον τύπο της ελληνιστικής πολυτελούς οικίας με περίστυλη αυλή και χώρους που άνοιγαν σε αυτή, συχνά σε δύο ορόφους. Μάλιστα εδώ μπορούσαν να οργανωθούν καλύτερα, σύμφωνα με τον συμφέροντα προσανατολισμό: η κύρια κατοικία και ο ανδρώνας στη βόρεια και συνήθως διώροφη πτέρυγα, οι αποθηκευτικοί χώροι στα νότια, σε άλλους χώρους τα εργαστήρια. Η κύρια διαφορά από τις αστικές κατοικίες είναι ο πύργος που έχουν όλες σχεδόν οι αγροικίες. Η λειτουργία του δεν είναι σαφής, μπορεί είτε να χρησιμοποιούταν ως τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της οικογένειας, είτε ως αποθηκευτικός χώρος, είτε για την άμυνα των κατοίκων της περιοχής –δεν λείπουν από τα ευρήματα σε αυτές τις αγροικίες και τα όπλα. Πιθανότατα εξυπηρετούσε όλους αυτούς τους σκοπούς ταυτόχρονα ή κατά περίπτωση. Και η τελευταία πιθανή λειτουργία υπονοεί πως η ζωή στην ύπαιθρο δεν ήταν πάντα ειδυλλιακή.

Δεν είναι άτοπο άλλωστε να φανταστούμε πως υπήρχε η ανάγκη για προστασία στην ελληνιστική εξοχή, στη γραμμή του πυρός ανάμεσα στα διαρκώς αντιμαχόμενα στρατεύματα του ενός βασιλιά εναντίον του άλλου άρχοντα. Επομένως δεν είναι περίεργο που βλέπουμε ενίοτε να συνδυάζονται γεωργικές εργασίες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Σε περιοχές που έπρεπε να εποπτεύονται και να προστατεύονται διαρκώς, δεν έπαυε η ανάγκη να συνεχίζει η γεωργική παραγωγή.

Βέβαια η απειλή εχθρικών στρατευμάτων από μια άλλη πόλη ή άλλο βασίλειο δεν ήταν ο μόνος τρόμος στην ύπαιθρο. Ακόμα και σε περιόδους ειρήνης δεν έλειπαν η πειρατεία και οι ληστρικές επιδρομές. Οι ψηλοί πύργοι που βρίσκονται διάσπαρτοι στα νησιά και σε παραθαλάσσιες περιοχές μάλλον είναι η άμυνα των κατοίκων απέναντι σε αυτό. Πρόκειται για πολυώροφα κτίσματα, κυκλικά ή τετράγωνα, που περιβάλλονται από ορθογώνια τειχισμένη αυλή. Και πάλι ήταν μάλλον ιδιωτικά κτίσματα, οι κατοικίες των γαιοκτημόνων ή των επιστατών τους που έπρεπε να κατοικούν μονίμως κοντά στα χωράφια. Αυτοί έπρεπε να συντονίζουν τους δούλους και να συγκεντρώνουν τη σοδειά. Παράλληλα όμως έπρεπε να παρέχουν και ασφάλεια απέναντι σε κάθε είδους επιδρομές, αν ήθελαν να εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται το εργατικό δυναμικό και τη γη. Στους πύργους γίνονταν δεκτοί φυγάδες ενώ αντιμετωπίζονταν με βέλη οι εισβολείς. Δεν ήταν απλή η ζωή στη νησιωτική ύπαιθρο λοιπόν αλλά δεν έλειπαν οι λύσεις!

Είναι ένα ερώτημα γιατί άρχισαν να διαδίδονται τόσο πολύ αυτοί οι τειχισμένοι πύργοι από την αρχή της ελληνιστικής εποχής. Ίσως είναι σημάδι των αλλαγών στις κοινωνικές δομές, με τη συγκέντρωση της γης σε λίγους και την εκτεταμένη χρήση σκλάβων. Επιπλέον, σε μια εποχή πολεμικών συρράξεων εντάθηκε η ανάγκη να δημιουργηθούν κέντρα από όπου θα εποπτευόταν και θα φυλασσόταν η ύπαιθρος. Ο πόλεμος φέρνει πολλές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων και όπως είναι φυσικό, πρώτοι από όλους επηρεάζονται αυτοί που κατοικούν στις περιοχές που μετατρέπονται συχνότερα σε πεδία μάχης, στην ύπαιθρο.

Όμως η ζωή συνεχίζεται, ειδικά όταν από ανάγκη ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης. Από τα σημαντικότερα στοιχεία για την καλή αγροτική παραγωγή είναι η επιλογή της κατάλληλης εποχής για την κάθε εργασία. Οι συχνότερες καλλιέργειες στην ελληνιστική ύπαιθρο ήταν της ελιάς και της αμπέλου, καλλιέργειες που απαιτούν συνεχή ενασχόληση και διαρκή παραμονή κοντά στα χωράφια. Άλλες μεγάλες σοδειές περιλάμβαναν δημητριακά (κριθάρι και σιτάρι) και όσπρια. Η κτηνοτροφία συμπλήρωνε τις καλλιέργειες. Οι ιδιοκτήτες των αγροικιών φρόντιζαν για την αποθήκευση και την επεξεργασία των προϊόντων τους μέσα στα σπίτια: υπήρχαν πιθεώνες για την αποθήκευση, αργαλειοί για την υφαντουργία, ελαιοτριβεία και πατητήρια σταφυλιών για την παραγωγή λαδιού και κρασιού· επίσης δεν έλειπαν τα μελίσσια και οι στάβλοι, όλα ενταγμένα στην ίδια αγροικία. Πολυάσχολος ένας κάτοικος της υπαίθρου, με τρόπο διαφορετικό από έναν αστό.

Όπως και να έχει, φαίνεται πως και οι κάτοικοι της υπαίθρου πάνω από όλα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανθρώπους της ελληνιστικής οικουμένης. Αγαπούσαν τις ανέσεις και τα συμπόσιά τους –γι’ αυτό διατηρούσαν ανδρώνες στα σπίτια τους και δεν έχαναν ευκαιρία να καλούν κόσμο και να τους γεμίζουν. Δεν αποκόβονταν ποτέ εντελώς από τις πόλεις. Βλέπουμε πως οι αγροικίες συχνά είναι κοντά σε αστικά κέντρα –λογικό αυτό για την εποχή της κυριαρχίας της πόλης. Είναι όμως ταυτόχρονα και έξω από αυτές, επειδή οι ιδιοκτήτες τους ήξεραν να εκτιμούν την απλότητα και την ηρεμία της ζωής στην εξοχή.

Πολυτέλεια - Εξωτισμός

Η πολυτελής ζωή ήταν από την αρχαιότητα συνυφασμένη με τη μαλθακότητα και την απραξία. Στον ελληνιστικό κόσμο, βέβαια, ο πλούτος που υπάρχει δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνον της κλασικής αρχαιότητας. Οι αγορές και οι δρόμοι του εμπορίου έχουν ανοίξει και τα πιο παράξενα και μοναδικά προϊόντα ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, διαμορφώνοντας τάσεις και το ακριβό γούστο των πιο προνομιούχων της κοινωνίας.

Ωστόσο, ήταν ο Αλέξανδρος εκείνος που έδειξε ότι μπορεί κάποιος να χαίρεται τον πλούτο του και τις απολαύσεις που μπορεί να του προσφέρει, χωρίς όμως να αλλάζει το όραμά του, παραμένοντας πάντα μαχητικός, αποφασιστικός, Μέγας. Τα πλούσια δώρα του, τα συμπόσια και οι γιορτές που οργάνωνε με κάθε ευκαιρία συντέλεσαν στη δημιουργία μιας εικόνας για τον βασιλιά που πέρασε και στους διαδόχους του, τους ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων. Έτσι κι εκείνοι με τη σειρά τους προσπαθούσαν να συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά του άξιου ηγέτη με εκείνα του ανθρώπου που ο πλούτος του δεν γνωρίζει όρια.

Για τους ελληνιστικούς ηγεμόνες, όπως για κάθε βασιλιά του κόσμου, η επίδειξη του πλούτου βοηθούσε στη διαμόρφωση της εικόνας του ισχυρού ηγέτη ενός κράτους με αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ακμάζουσα οικονομία. Η προπαγάνδα, λοιπόν, για τη δύναμη του βασιλείου γινόταν μέσα από λαμπρές, έως εκκεντρικές εκδηλώσεις σε γιορτές, με εντυπωσιακές πομπές και προσφορές στους θεούς, παλιούς και νέους. Έτσι, όλοι οι παρευρισκόμενοι, οι υπήκοοι του βασιλείου αλλά και όσοι βρίσκονταν στην πόλη από άλλα κράτη, θα μπορούσαν να γίνουν μάρτυρες της αίγλης του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Μεγάλη Πομπή των Πτολεμαϊων στην Αλεξάνδρεια, της οποίας η περιγραφή γεμίζει το μυαλό με απίστευτες εικόνες.

Δεν ήταν, όμως, μόνο οι βασιλείς που στις δημόσιες εκδηλώσεις του κράτους και στα ανάκτορά τους ζούσαν μέσα σε μια εξαιρετική πολυτέλεια. Όπως είπαμε, σε μια εποχή που με την εύνοια της θεάς Τύχης ο καθένας θα μπορούσε να αποκτήσει πλούτο, βλέπουμε την αλλαγή στην καθημερινότητα πολλών ανθρώπων μέσα από τον ιδιωτικό τους βίο. Πλούσιες κατοικίες συναντάμε συχνά σε ανασκαφές, διώροφες, με την περίστυλη αυλή τους και όλες τις ανέσεις που παρέχει η διαμονή σε μια μεγάλη ελληνιστική πόλη. Οι εύποροι κάτοικοί τους έβαφαν το εσωτερικό τους κατ’ απομίμηση του μαρμάρου και άλλων πολύτιμων υλικών, αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα των βασιλέων, αλλά μπορούσαν να τα διακοσμήσουν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Τα θέματα που συχνά επιλέγουν είναι παρμένα από τη φύση που νοσταλγούν αλλά με το εκλεκτικό γούστο τους επιθυμούν και τις πιο εξωτικές απεικονίσεις τοπίων και ζώων.

Δεν είναι μόνο οι κατοικίες που απηχούν αυτή την οικονομική άνεση του ελληνιστικού ανθρώπου. Η απόλαυση του πλούτου συνεπαγόταν την απόλαυση και της τέχνης. Η αγορά των έργων τέχνης επεκτάθηκε πολύ καθώς σπουδαία παραγωγή γινόταν σε διάφορες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου και το αγοραστικό της κοινό δεν περιοριζόταν πλέον στις πόλεις-κράτη και τους ηγεμόνες, αλλά είχε ανοίξει σε όλους όσοι είχαν πλέον την οικονομική άνεση να αγοράσουν έργα. Έτσι, για πρώτη φορά αυτή την περίοδο έχουμε την εμφάνιση των συλλεκτών έργων τέχνης, μία συνήθεια που θα συνεχιστεί και στην Ρωμαϊκή περίοδο έως σήμερα. Τα σπίτια, βέβαια, εκτός από έργα τέχνης είχαν και την οικοσκευή τους. Σκεύη κατασκευασμένα από ασήμι και άλλα πολύτιμα υλικά χρησιμοποιούνται σε πλούσια συμπόσια που έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν. Οι συνδαιτυμόνες εκεί μπορούν να γευτούν ό,τι πιο εκλεκτό έχει να προσφέρει η κουζίνα της εποχής.

Μπαχαρικά, αρώματα, μαργαριτάρια, πολύτιμοι λίθοι, ελεφαντοστό, κελύφη χελώνας και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους μας κυκλοφορούσαν στους δρόμους της στεριάς και της θάλασσας, τροφοδοτώντας έναν κόσμο με ολοένα αυξανόμενες ανάγκες σε όλα αυτά τα ακριβά και εξωτικά αγαθά. Το λιμάνι της Αλεξάνδρειας ήταν κομβικό σημείο για το εμπόριο αυτό και οι Πτολεμαίοι πλούτιζαν από το μονοπώλιό τους, καθώς πολλά πολύτιμα υλικά έρχονταν από την Αφρική μέσω του Νείλου, και από την Ασία μέσω της Ερυθράς Θάλασσας.

Μπαχαρικά, καλλυντικά και αρώματα

Στην Ελλάδα οι πιο σημαντικοί εμπορικοί δρόμοι αφορούσαν τη θάλασσα ενώ η ελληνική αγορά δεν είχε περιοδικότητα και κανονικότητα όπως οι υπόλοιπες αγορές του κόσμου. Δεν υπήρχε σταθερός ρυθμός στην εισαγωγή και εξαγωγή των τροφίμων. Ήδη από ευρήματα που υπάρχουν στην 1η και 2η χιλιετία, αποδεικνύεται ότι γινόταν μεταφορά κρασιού και ελαιολάδου και άλλων πολύτιμων προϊόντων όπως ο οψιανός της Μήλου στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου. Αυτό που σημειώνεται, επίσης, στο ελληνικό εμπόριο είναι ότι δεν υπήρχε εξειδικευμένο εμπόριο τροφίμων. Όπως φαίνεται και από τα ομηρικά έπη δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές για συστηματική μεταφορά προϊόντων από αγροτικές περιοχές σε γειτονικές πόλεις. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι μεταφορές τροφίμων στην περιοχή της Τροίας. Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι η αγορά του λιμανιού στην θαλάσσια αγορά του Αιγαίου αποτελεί σημαντικό εμπορικό κανάλι της Ελλάδας ήδη από την 1η χιλιετία. Επίσης, το γεγονός ότι δεν υπήρχε κανονικότητα στις ανταλλαγές οδήγησε στο να χρησιμοποιείται περισσότερο το νόμισμα στις ανταλλαγές. Ειδικά στα νησιά και στις παραλιακές περιοχές το λιμάνι αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο διακίνησης αγαθών. Η εξειδίκευση στην παραγωγή και στην ανταλλαγή αγαθών ήρθε ως συνέπεια της ποικιλίας του εδάφους και των διαφορετικών παραγωγικών δυνατοτήτων στις διάφορες περιοχές της χώρας. Οι κάτοικοι των νησιών εξακολουθούσαν, βέβαια, να κατέχουν την κυριαρχία στη θάλασσα του Αιγαίου μαζί με τους Φοίνικες και τους Ιταλούς. Εν τω μεταξύ, οι εμπορικοί δρόμοι των Βαλκανίων και των δυτικών Βαλκανίων δεν αναφέρονται σε ελληνικές πηγές. Τα λιμάνια αποτελούσαν πεδίο ανταλλαγών, επενδύσεων αλλά και παράνομης δραστηριότητας όπως απαγωγές.

Τον 5ο αιώνα, είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα το εμπόριο τυριού. Υπάρχουν αναφορές για τυρί από την Κύθνο, από τη Σικελία όπως αναφέρει ο Αριστοφάνης, το τυρί της θρακικής χερσονήσου ενώ ο Σιμωνίδης αναφέρεται και στο τυρί της Αχαίης. Άλλες πηγές αναφέρουν το κρητικό τυρί, της Φρυγίας, της Μυσίας και της Βιθυνίας. Υπάρχουν, επίσης, αναφορές για τοπικά μέλια όπως αυτό του Υμηττού, της Κάλυδνας και τη Χίου. Παράλληλα με τη διακίνηση αυτών των τοπικών προϊόντων (κρασί και ελαιόλαδο), άρχισαν να εισάγονται μέσω της θαλάσσιας οδού του Αιγαίου τρόφιμα από απομακρυσμένες περιοχές σε περιορισμένες όμως ποσότητες. Υπάρχουν μαρτυρίες στα προϊστορικά χρόνια για εισαγωγή σουσαμιού, στα αρχαϊκά χρόνια για σίλφιο, σουμάκι, χουρμάδες, σουσάμι, φοινικικό κρασί, τον 5ο αιώνα για μεταφορά τροφίμων όπως το σιτάρι, τα παστά ψάρια και τη σάλτσα ψαριού από τη Ρωσία, σιτάρι και από τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, φουντούκια και καρύδια από την Ανατολία. Εισάγονταν επίσης αρώματα με προέλευση από την Ασία και την Αφρική όπως αναφέρει ο Θεόφραστος στα Περί φυτών και Περί οσμών. Η διακίνηση αρωμάτων ήταν γνωστή και από τους μυκηναϊκούς χρόνους, συνεχίστηκε και στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή και χρησίμευσαν όχι μόνο ως καλλυντικά και στοιχεία θρησκευτικών τελετών αλλά και ως απαραίτητα συστατικά στη μαγειρική.

Παρόλα αυτά, υπήρχαν και περιορισμοί στο ελεύθερο εμπόριο όπως οι κανόνες που είχαν θέσει οι Θασιώτες για αγορά μόνο δικού τους κρασιού σε περιοχές της Θρακικής χερσονήσου που ήταν υπό τον έλεγχο τους. Επίσης, η Κυρήνη είχε επιβάλει το μονοπώλιο στο σίλφιο ενώ η Σάμος διέθετε το κρασί της αφορολόγητα.

Τα Ανατολίτικα μπαχαρικά

Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μπαχαρικά και αρωματικά. Στα βιβλία του Απίκιου γίνεται εκτενή αναφορά για καρυκεύματα που υπήρχαν εκτός και εκτός ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπως ο κορίανδρος, ο παπαρουνόσπορος και το σίλφιο που ήταν πολύ σημαντικά στην Ελλάδα. Οι μαρτυρίες αυτές αποτελούν, όμως, περισσότερο εντυπώσεις παρά επιβεβαιωμένες απόψεις. Αυτό που ισχύει είναι ότι τα διάφορα εισαγόμενα μπαχαρικά χρησίμευαν στην Ελλάδα και στις περιοχές του Αιγαίου κυρίως για αρώματα και αρωματικά έλαια, για την Παρασκευή φαρμάκων αλλά και αρωματικών κρασιών. Αργότερα, χρησιμοποιούνται και στην μαγειρική. Οι παραπάνω απόψεις ενισχύονται από τις μαρτυρίες του Θεόφραστου, τη συνταγή του Επαίνετου και το λατινικό βιβλίο συνταγών του Απίκιου. Ο Θεόφραστος διατυπώνει το ερώτημα πως αυτά τα εξωτικά αρώματα κάνουν πολύ πιο ωραία τη γεύση του κρασιού και δεν επιδρούν τόσο καταλυτικά στα φαγητά. Ο Επαίνετος σε μια συνταγή για μύμα της ύστερης ελληνιστικής εποχής αναφέρεται σε μυρωδικά της Μεσογείου τα οποία απαιτούνται για τα φαγητά. Τέλος, ο Απίκιος, στην ύστερη αυτοκρατορική περίοδο στο βιβλίο συνταγών που έχει γράψει συνδυάζει αρωματικά χόρτα και μπαχαρικά στις συνταγές του.

Το πιπέρι (πέπερι) ήταν το πιο γνωστό μπαχαρικό στην Ελλάδα και το χρησιμοποιούσαν σε θρησκευτικές τελετές αλλά και στην παρασκευή φαρμάκων. Στα Συμποσιακά του Πλουτάρχου γίνεται αναφορά σ’ αυτό το μπαχαρικό τονίζοντας την ασυνήθιστη γεύση του. Το πέπερι ήταν ινδικής προέλευσης, δήλωνε το μακρύ πιπέρι και η νόθευση του αποτελούσε σημαντικό πρόβλημα στις αγορές της Μεσογείου. Μία πρώτη αναφορά του γίνεται στο βιβλίο του Θεόφραστου Περί φυτών ιστορίας ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς του Θεόφραστου το διακρίνουν σε τρία είδη με το άσπρο πιπέρι να είναι το μαύρο πιπέρι χωρίς το φλοιό του. Σε ελληνόγλωσση πηγή γίνεται λόγος πρώτη φορά για την πιπερόριζα (ζιγγίβερις) ως αντίδοτο για τη θεραπεία του Μιθριδάτη τοποθετώντας έτσι χρονικά το μπαχαρικό αυτό στα πρώτα χρόνια του 1ου αιώνα π.Χ. Ο Έλληνας φαρμακοποιός Διοσκουρίδης αναφέρεται, επίσης, στη διάκριση μεταξύ πιπεριού και πιπερόριζας τονίζοντας ότι η [πιπερόριζα είναι ένας μικρός βολβός με έντονη γεύση που καταναλώνεται φρέσκο αλλά γίνεται και τουρσί. Ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης υποστήριζαν ότι φύτρωνε, εκτός από την Ινδία, και σε περιοχές της νότιας Ερυθράς θάλασσας αλλά ο τόπος προέλευσης τους ήταν η περιοχή της Ινδονησίας.

Ο Πλίνιος αναφέρει, επίσης, το καννελογαρύφαλο το οποίο εισαγόταν για το άρωμα του και καταγράφεται από Έλληνες ιατρικούς συγγραφείς ως καρυόφυλλον. Είναι ένα από τα απαραίτητα αρωματικά σύμφωνα με τον Βινιδάριο.

Το βασιλικό κύμινο (άμμι) είναι ένα άλλο βασικό συστατικό της διατροφής σύμφωνα με τον Πλίνιο ενώ ο Γαληνός το αναφέρει και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Πίστευαν ότι είναι το ίδιο με το αιθιοπικό κύμινο το οποίο είναι γνωστό στους Έλληνες από τον 3ο αιώνα π.Χ. ως μπαχαρικό της ανατολικής Μεσογείου. Το μελάνθιον ήταν το υποκατάστατο που χρησίμευε για ιατρικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Και τα δύο χρησιμοποιούνταν στην ινδική κουζίνα.

Ακόμη, η καννέλα και η κασία είναι πολύ γνωστά καρυκεύματα της αρχαιότητας. Αναφέρεται σε ελληνικά γεύματα αλλά δεν υπάρχει στα βιβλία του Απίκιου. Η νάρδος η κέλτικη ( νάρδος η αγρία) και η συριακή νάρδος είναι δύο άλλα κλασικά αρωματικά για σάλτσες και κρασιά.

Τα παραπάνω μπαχαρικά εισάγονταν σταδιακά στη μεσογειακή διατροφή. Το σίλφιο της Κυρηναϊκής, από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους Ρωμαίους αλλά και στους Έλληνες. Η συχνή εκμετάλλευση του, όμως, είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση του. Ο Θεόφραστος αναφέρεται στο συγκεκριμένο αρωματικό ενώ ο Στράβων αναφέρει την έλλειψη ριζών ως καταστροφική συνέπεια για τη διάδοση του. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες του Αλέξανδρου είχαν βρει ένα υποκατάστατο του σίλφιου στο Ιράν. Ο Διοσκουρίδης, μετά από αυτές τις μαρτυρίες, αναφέρει ότι το σίλφιο υπήρχε σε μέρη όπως η Λιβύη, η Συρία, η Αρμενία και η Μηδία. Αυτό που είχαν χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες της μακεδονικής εκστρατείας ήταν η ασαφετίδα που εισαγόταν αργότερα στην Κίνα και στην Ινδία. Ο Απίκιος περιλαμβάνει στο βιβλίο του συνταγές με σίλφιο ενώ ο Γαληνός αναφέρει κάποιες θεραπευτικές ιδιότητες του. Επίσης, στους βυζαντινούς αιώνες το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο οι Έλληνες. Η ασαφετίδα, από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα ακριβή εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης στα σύνορα μεταξύ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και Περσίας. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε και στην αραβική ιατρική.

Ένα άλλο τρόφιμο που εισαγόταν από περιοχές έξω από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν το ρύζι που υπήρχε στη περιοχή της βορειοανατολικής Ινδίας, νοτιοανατολικής Ασίας και νότιας Κίνας. Η όρυζα έγινε γνωστή μετά την εκστρατεία του Μέγα Αλέξανδρου και ήταν ιδιαίτερα ακριβή αφού εισαγόταν από περιοχές πολύ μακριά από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία Γι’ αυτό το λόγο δεν το χρησιμοποιούσαν πολύ ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι. Ο Γαληνός και ο βυζαντινός διαιτολόγος Συμεών Σηθ αναφέρουν το ρύζι ως θεραπεία για αρρώστους.

Οι Έλληνες σταδιακά χρησιμοποιούσαν τα εισαγόμενα μπαχαρικά και ως αρωματικά στη μαγειρική τους ενώ άρχισαν να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται και ντόπια αρωματικά. Η ιταλική κουζίνα επηρέασε, επίσης αρκετά τις διατροφικές προτιμήσεις στο ρωμαϊκό και στον ελληνικό κόσμο.

Κάποιες καινοτομίες στη μαγειρική αποτελεί η χρήση προϊόντων όπως η ζαφορά, ο κέδρος, το λιγυστικό και το κύμινο το αιθιοπικό. Το σαφράνι ή ζαφορά ή κρόκος υπάρχει σε κρητικές νωπογραφίες και αγγειογραφίες και προέρχεται μάλλον από τον άγριο κρόκο (crocus cartwrighttianus). Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι ο αρωματικός κρόκος εισαγόταν από την Κυρήνη ενώ η καλλιέργεια του φυτού υπάρχει και στην Ελλάδα. Οι Ρωμαίοι, σύμφωνα με τον Απίκιο, το χρησιμοποιούσαν ελάχιστα ενώ οι Έλληνες το έβαζαν στην Παρασκευή κεκαρυκευμένου οίνου.

Η αρκευθίς και κέδριον χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα ως φάρμακα. Στην προϊστορική εποχή αποτέλεσαν ίσως και προϊόντα εξαγωγής στην Αίγυπτο για ιατρικούς και μαγειρικούς σκοπούς. Στην ελληνική διατροφή δεν είχαν ιδιαίτερα καλή χρήση αφού χρησιμοποιούνταν μάλλον για τη νόθευση του πιπεριού. Το λιγυστικό αναφέρεται από τον Διοσκουριδή ως φυτό της Λιγουρίας. Ήταν ξυνό και βοηθούσε στη χώνεψη. Το χρησιμοποιούσαν αντί για το πιπέρι και από αυτό παρασκεύαζαν κρασί. Το καρναβάδι (κάρος ο κυμινοειδής) χρησίμευε στο να αναδείξει τη γεύση του κρέατος. Η βασική χρήση του ήταν στη μαγειρική σε σχέση με άλλα καρυκεύματα και βότανα που χρησιμοποιούνταν και για ιατρικούς σκοπούς. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι είναι φυτό της Καρίας, άποψη που αντιμετωπίζεται όμως με επιφυλακτικότητα αφού δεν υπάρχει μαρτυρία από Έλληνες συγγραφείς.

Τα χέλια του Στρυμώνα

Η Ελληνική γαστρονομία στον Ελληνιστικό Κόσμο

Στα πρώτα χρόνια της ελληνικής ιστορίας, οι επιδράσεις της ελληνικής γαστρονομίας προέρχονταν κυρίως από τη Σικελία και τη Λυδία. Μετά την εκστρατεία του Αλέξανδρου και με την ίδρυση των βασιλείων από τους διαδόχους του, ήρθαν πολιτιστικές και κοινωνικές αλλαγές στην περιοχή της Μακεδονίας που μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν ένα βασίλειο που επρόκειτο να εξελληνιστεί. Σταδιακά έγινε χώρος ανάπτυξης νέων ιδεών και που αφορούσαν τον πολιτισμό.

Ο Αρχέστρατος είναι ο μόνος που μας δίνει κάποιες γαστρονομικές πληροφορίες για την Μακεδονία στον 4ο αιώνα. Αναφέρει κάποια τρόφιμα που ήταν γνωστά και παράγονταν στη Μακεδονία. Αυτά είναι τα χέλια του Στρυμόνα, τα καλαμάρια στο Δίον και τα λαβράκια και οι κέφαλοι της Βόλβης. Δημοφιλή είναι, επίσης, και τα κρασιά της Μένδης, της Τορώνης και της Θάσου.

Στην περιοχή της Θεσσαλίας υπάρχουν στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν μια εικόνα κατά την οποία οι Θεσσαλοί αρέσκονται στη διασκέδαση, στα πολυτελή έπιπλα και στις μεγάλες ποσότητες κρέατος. Αποτελούσε έναν περισσότερο κακόφημο τόπο. Όλα αυτά μπορεί να αποτελούσαν και ιστορίες που δεν ήταν αληθινές αλλά υπήρχε η άποψη ότι η εικόνα των Θεσσαλών και των Μακεδόνων φαινόταν κακή στους Έλληνες του νότου. Αρχικά, στους Θεσσαλούς αυτό που θεωρείται σίγουρο είναι η μεγάλη γη που κατείχαν και η αφθονία του κρέατος που τους οδηγούσε συχνά στη λαιμαργία. Οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας θεωρούσαν ότι η συχνή κατανάλωση κρέατος οδηγούσε σε βουλιμία και ζωώδεις ορμές. Αυτό, όμως, που συνέβαινε στις κοινωνίες των περιοχών αυτών ήταν ότι οι βασιλείς διατηρούσαν την εξουσία τους χάρη στη γενναιοδωρία του. Έτσι, συνήθιζαν να δωροδοκούν και να διαφθείρουν τους ανθρώπους που τους υπηρετούσαν. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν από την πλευρά τους να αποβάλουν αυτή τη συμπεριφορά. Στη διασκέδαση τους κυριαρχούσε η αμοιβαιότητα αφού οι υποχρεώσεις τους ήταν αυστηρές στα πλαίσια της καλής συμπεριφοράς τους. Γι’ αυτό και περιφρονούσαν τους παράσιτους αυτούς που δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στις αμοιβαίες ανταλλαγές. Πιθανότατα να αντιμετώπιζαν και τους Μακεδόνες κατ’ αυτό τον τρόπο. Με την κυριαρχία, όμως, της ελληνικής ηγεμονίας, τα πράγματα άλλαξαν στον ελληνικό κόσμο και η κακή άποψη για τους Μακεδόνες άλλαξε σταδιακά. Η σπατάλη, χαρακτηριστικό της μακεδονικής κουλτούρας χαρακτηρίζει πλέον τη διασκέδαση των πλούσιων και ισχυρών. Αυτό το χαρακτηριστικό των Μακεδόνων οφείλεται στα πλούτη που κέρδισαν οι Μακεδόνες στην Ανατολή. Ο Αθήναιος αναφέρει κάποια στοιχεία που σχετίζονται με τη σπατάλη στα περσικά δείπνα. Αν υπήρχαν κάποια στοιχεία, όμως, για να συγκρίνει κανείς τα περσικά με τα μακεδονικά δείπνα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει το στοιχείο της σπατάλης.

Ένας ιδιώτης παρέθεσε πληροφορίες για τη μακεδονική διασκέδαση σε ένα γαμήλιο δείπνο. Στο δείπνο που περιγράφει ο Κάρανος, μοιράζονταν πιάτα με στεφάνια και αρώματα στο πλήθος, ως δώρα έδιναν κοσμήματα και χρυσά κύπελλα. Οι τραγουδιστές χόρευαν γυμνοί και το κρέας υπήρχε σε αφθονία. Τα περισσεύματα από το φαγητό δόθηκαν στους δούλους και κάποια άλλα τα πήραν οι καλεσμένοι για να τα μοιράσουν.

Η Μακεδονική κουζίνα

Η αυξανόμενη ισχύς της Μακεδονίας, την εποχή αυτή φαίνεται και στη μαγειρική και στη μόδα που ακολουθείται στη διατροφή. Οι Μακεδόνες ήταν πιο σπάταλοι στην κατανάλωση κρέατος και πειραματίζονταν περισσότερο με αυτό. Οι Αθηναίοι έμαθαν να περιλαμβάνουν στα πιάτα τους και το κρέας. Επιδόρπιο σε ένα γεύμα που περιελάμβανε κρέας ήταν το πιάτο που ονομαζόταν ματτύη, στοιχεία που αναφέρεται σε έργο του Νικόστρατου. Κάποιοι θεωρούσαν ότι το φαγητό αυτό είχε θεσσαλική προέλευση. Υπήρχε, όμως, η γενική αποδεκτή άποψη κατά την οποία την ματτύη της είχαν εισάγει στην Αθήνα οι Μακεδόνες. Στα τέλη του 4ου αιώνα, είχε ταυτιστεί με διασκεδάσεις όπως μεθύσι, καντάδες σε εταίρες, μεταμεσονύχτια δείπνα όπου κεντρικό πιάτο ήταν καρυκευμένο ψητό κρέας. Το κρασί βοηθούσε στη γρήγορη χώνεψη. Υπάρχει και μία αντίληψη κατά την οποία συνήθιζαν να μαγειρεύονται δείπνα με ολόκληρα ζώα και σε ρωμαϊκά γεύματα. Στοιχεία υπάρχουν, επίσης και για τη χρήση του άζυμου ψωμιού που χρησιμοποιείται ως βάση στο σερβίρισμα του κρέατος.

Οι πλούσιοι Αιγύπτιοι ταρίχευαν τους νεκρούς τους, θυμιάτιζαν τους θεούς τους, αρωμάτιζαν τις ομορφούλες τους και τους καλεσμένους τους και καρύκευαν τα φαγητά τους. Υπήρχαν αρκετοί δρόμοι μπαχαρικών από την Ινδία προς τη Μεσόγειο. Η αίθουσα των λουτρών του Δαρείου εκοσμείτο με φιαλίδια πολύτιμων ελαίων και αρωμάτων και η μαγειρική των υπηκόων του ήταν πολύ πικάντικη.

Αποκαλούσαν ευδαίμονα Αραβία την Αραβία των αρωματικών ουσιών του βαλσάμου, του λιβανιού και της μυρτιάς, των τριών δώρων του Μάγου που προσφέρθηκαν στο Θείο βρέφος. Το Ισλάμ μας έφερε κατά το Μεσαίωνα με τον αποστακτικό λέβητα όλη την αλχημεία της ελληνοποιημένης Αιγύπτου, το αλκοόλ, την άμβρα (ζωικό ήλεκτρο), τη βενζόη (βαλσαμική ρητίνη), το αλκάλι , τα ελιξήρια, επτά ως φαίνεται, αραβικές λέξεις.

Η αρχαιότητα μας κληροδότησε τις στοιχειώδεις γεύσεις και οσμές, το αλμυρό, το πικρό, το γλυκό, το οξύ, το πικάντικο . Στοιχειώδεις γιατί γίνονταν και γίνονται αντιληπτές μέσω των διακριτών υποδοχών που βρίσκονται στη γλώσσα μας. Πόσα λεξιλόγια οσμολογίας έχουν διατυπωθεί για να αποτυπώσουν το συναίσθημα της ωραίας αίσθησης, της δυσοσμίας χωρίς να μπορούν να εκφράσουν πως κάτι βρωμάει καθώς το ρήμα αυτό δεν το είχαν οι αρχαίοι Έλληνες στο λεξιλόγιό τους.

Ο ρωμαίος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος εξυμνεί τις αρετές της νάρδου και του μαλοβάθρου, ινδικών προϊόντων, του λιβανιού της Αραβίας, του λαδάνου της Κύπρου και της αιγυπτιακής χέννας.

Στην Αλεξάνδρεια παρατηρούνταν πλουσιοπάροχη ανταμοιβή των μαγείρων και των τεχνιτών αλοιφών και αρωμάτων.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος εξυμνεί τις αρετές της νάρδου και του μαλοβάθρου, ινδικών προϊόντων, του λιβανιού της Αραβίας, του λαδάνου της Κύπρου και της αιγυπτιακής χέννας.

Οι καλές οσμές, ο καπνός των θυμιαμάτων και των αρωματικών φυτών, η κνίσα των θυσιαζόμενων ζώων φυλάσσονται για τους θεούς που απολαμβάνουν μόνο τις άυλες αναθυμιάσεις, το νέκταρ και την αμβροσία στους αρχαίους Έλληνες, ένα μυστηριώδες και περίπλοκο άρωμα στην Αίγυπτο. Ο θεσμοθέτης της Εξόδου προσδιορίζει: «Όποιος θα φτιάξει το ίδιο άρωμα για να απολαύσει τη μυρωδιά του θα αποκοπεί από το λαό του». Στην αιγυπτιακή γλώσσα, της λέξης που προσδιορίζει το θυμίαμα (sonter) προηγείται το ιδεόγραμμα του θεού ή του θεϊκού χώρου (ntr). Όλα τα θυμιάματα προέρχονται από «τη γη του θεού».

Είναι χαρακτηριστικό επίσης πως τα αρώματα ζωικής προέλευσης τα οποία εμφανίστηκαν στην περίμετρο της Μεσογείου μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η επιδερμίδα του Μ. Αλεξάνδρου όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του, μύριζε θεϊκά ωραία αν και δεν υπάρχουν πηγές οι οποίες να στοιχειοθετούν τα έλαια με τα οποία άλειβε το σώμα του.

Τα αρώματα της Αιγύπτου όμως και τα αρωματισμένα κρασιά είχαν μια μαγεία ώστε εικάζεται πως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Μάρκος Αντώνιος μέθυσαν τόσο πολύ ώστε θεώρησαν τους εαυτούς του Θεούς.

Κάνοντας μια ιστορική και χρονολογική αναδρομή αναφέρεται πως ο έβδομος αιώνας, η εποχή της δημιουργίας της τέχνης της πολυτελούς εμφιαλώσεως και της «ανατολίτικης» τεχνοτροπίας με τα ανθέμια να στολίζουν τα αγγεία των οποίων το περιεχόμενο ανέδυε μυρωδιά ελαίων και αρωματισμένων οίνων ως αποστάλαγμα εξαγώγιμων προϊόντων εξυμνώντας τα αρώματα της Ανατολής.

Τα αρώματα και τα πορφυρά ενδύματα καταλαμβάνουν χώρο στο αισθητικό και ελιτίστικο «χρηματιστήριο» της εποχής δημιουργώντας έτσι έναν δείκτη κοινωνικής διάκρισης σε ένα ευέλικτο πλέγμα το οποίο καθορίζεται πλέον από την κατοχή αυτών των πολύτιμών «όπλων» των αρωμάτων.

Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα ορισμένοι Κολοφώνιοι μεταξύ Σμύρνης και Εφέσου, καμάρωναν στην αγορά, φορώντας ενδύματα βαμμένα με πορφυρό χρώμα, με επιτηδευμένη κόμμωση και με το σώμα αλειμμένο με σπάνια αρώματα.

Από αναλύσεις των υπολειμμάτων σε τάφους μαθαίνουμε ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν για τα μάγουλα και για τα χείλη κερουσσίτη, από βαφή φίκου, βαφόρριζα, κόκκινη ώχρα, ρεαλγάριο, σκόνη χέννας (Κύπρος), χυμούς από μούρο και από άκανθα ορισμένα από αυτά αναμεμειγμένα με έλαια και με κρέμες. Μαύριζαν τον περίγυρο των ματιών τους με σκόνη αντιμονίου ή με κοχλ (μαυράδι για τα φρύδια) και με μαύρη καπνιά.

Με το στυφό έλαιο των μπουμπουκιών της δάφνης και του κέδρου συντηρούσαν την σκούρα απόχρωση των μακριών μαλλιών τους.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Πλούταρχος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Αθήναιος αφιερώνουν δεκάδες σελίδες σχετικά με τη χρησιμοποίηση των άνθινων στεφάνων των αρωμάτων κατά τη διάρκεια των απλών γευμάτων στις μεγάλες ελληνικές πολιτείες από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική περίοδο.

Η χρήση τον 5ο π.Χ. αιώνα έχει γίνει όλο και περισσότερο μη θρησκευτική και τα έλαια και οι αρωματισμένες πούδρες έχουν γίνει αντικείμενο πολυτελείας και υψηλής αισθητικής στην Αθήνα του Περικλή και του Αλκιβιαδη. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη αναφέρει «Την ημέρα του γάμου μου, λέει ο χωρικός Στρεψιάδης, καθισμένος στο τραπέζι με τη γυναίκα μου , μια κάτοικο του άστεως, την ανιψιά του διάσημου Μεγακλή, βρωμούσα γιοματάρι, κόσκινα όπου στεγνώνουν τα φρέσκα τυριά, μαλλί προβάτου, κρασί νερωμένο. Ενώ εκείνη αρώματα, λάγνα φιλιά, σπατάλη».

Σε μια μελέτη του ο Ικέσιος, γιατρός του τέλους του 1ου αι.μ.Χ. αιώνα αναφέρει πως το άρωμα από ρόδο ταιριάζει στο συμπόσιον (στην κρασοκατάνυξη μετά το βραδινό γεύμα). Το κυδώνι είναι καλό για το στομάχι και για όσους παθαίνουν λήθαργο ενώ τα αρώματα της μαντζουράνας ταιριάζουν επίσης στην οινοποσία ενώ το έλαιο από μοσχοκάρφια έχει καλή οσμή και βοηθάει στη χώνεψη» (το κείμενο παρατίθεται από τον Αθήναιο, στο Σοφών συμπόσιον).

Το 330 π.Χ. τη στιγμή που η κατάκτηση της Αιγύπτου και της Ασίας ως την Ινδία άλλαξε όλες τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές του αρχαίου κόσμου. Οι αρωματικές ουσίες και τα μπαχαρικά έχουν πολλαπλούς ρόλους και ταυτότητες. Το θρησκευτικό ρόλο, τον ρόλο του εξαγνισμού καθώς και τελετουργικό σε καταστάσεις εξαγνισμού και ενταφιασμού. Επίσης έχουν ρόλο μαγικό και ιατρικό στις διάφορες μορφές της θεραπευτικής, τροφικό στη μαγειρική και στα συμπόσια, ερωτικό στην αμφίεση και στον στολισμό και καλλωπισμό των γυναικών.

Μυροπώλαι και μυροπώλιδες, αγορά αρωμάτων και αρωματικών φυτών το μυροπωλείο ανατολικά της Αγοράς στον καιρό του Αριστοφάνη.

Από το ολάνθιστο βρένθειο της Σαπφούς και την βάκκαρη με άρωμα άμβρας των βασιλέων της Λυδίας, στη μύρρα, την κανέλα, το κιννάμωμο, τη νάρδο, τον κρόκο βασικά συστατικά των πιο ακριβών αρωμάτων της κλασσικής εποχής πλαισιωμένα από υπερπολυτελείς φίρμες όπως το μεγαλείον του Σικελού Μεγάλλου, το πλαγκώνιον του Πλάγκωνος (το «Ανδρείκελον»), η αρωματοπώλις εξ Ήλιδος, το Ψάγδας ή Σάγδας ή αιγυπτιακή αλοιφή από κιννάβαρι, βρήκαν πρόσφορο έδαφος να εξαπλωθούν και να μην περιοριστούν στα γεωγραφικά όρια της χώρας όταν με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου μπόρεσαν οι αρωματοπαραγωγοί και οι αρωματοπώλες να αγοράσουν τις πρώτες ύλες στην Αφρική, στην Κύπρο και της Ασία και να τις μεταπωλούν επεξεργασμένες σε υψηλότερη τιμή από την αρχική αξία αγοράς.

Ο Θεόφραστος, διάδοχος του Αριστοτέλη και επικεφαλής του Λυκείου το 323 π.Χ. στο έργο του Περί των Οσμών ερμήνευσε πως υπό την επήρεια της θερμότητας και την έντονη απουσία το υγρού στοιχείου παρατηρείται έντονη απορρόφηση και απόδοση των οσμών. Συγκεκριμένα λοιπόν τα αρώματα αλλοιώνονταν ευκολότερα το καλοκαίρι ή αν ήταν εκτεθειμένα στον ήλιο.

Οι έμποροι τα διατηρούσαν σε αγγεία από μόλυβδο και σε φιαλίδια από αλάβαστρο σε δωμάτια σκοτεινά και δροσερά. Ο Θεόφραστος στο έργο του για τα φυτά Περί φυτών ιστορίαι περίπου στις αρχές του 4ου αιώνα αναφέρει για τον κατάλογο των φυτών που χρησιμεύουν στην Παρασκευή αρωμάτων, η σιναμική, το κιννάμωμο, το καρδάμωμο, το «νάιρον», το βαλσαμόδεντρο, η γενίστη, ο στύραξ – βενζόη, η ίρις, η «νάρτη», ο κόστος, ο κρόκος, η μύρα, το αρωματικό βούρλο και η αρωματική καλαμιά, η μαντζουράνα, ο λωτός , το άνηθο. Τα περισσότερα συστατικά προέρχονται από την Ασία .

Επί Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφέρεται πως μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. όταν ο ίδιος ο Μ. Αλέξανδρος ο οποίος αναφέρεται στο έργο του Πλούταρχου, Βίος Αλεξάνδρου, πως το δέρμα του ανέδυε μια θεϊκή μυρωδιά όταν μπήκε στα λουτρά του Δαρείου είδε τις λεκάνες, τα αγγεία, τα λουτρά και τα φιαλίδια των αρωμάτων όλα από χρυσό και θαυμάσια σμιλεμένα και την αίθουσα των λουτρών να ευωδιάζει αρωματικές ουσίες και αρώματα είπε « Αυτό λοιπόν είναι ως φαίνεται να είσαι βασιλιάς»

Ο Αλέξανδρος κρατάει από τη λεία που άρπαξαν στη Δαμασκό, ένα μικρό κιβώτιο για αρώματα στολισμένο με χρυσάφι, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους και αποφασίζει να φυλάξει μέσα σ’ αυτά τα έργα του Ομήρου. Επίσης, κατά την κατάληψη της Γάζας δίνει εντολή να στείλουν στον Λεωνίδα, παιδαγωγό της παιδικής του ηλικίας, 500 τάλαντα θυμιαμάτων και 100 τάλαντα μύρρας συνοδευόμενο από ένα γράμμα «Σου στέλνω θυμίαμα και μύρρα σε αφθονία. Δεν θέλω πια να είσαι φειδωλός απέναντι στους θεούς»

Σε πολλές πόλεις της Ασίας, στη Βαυβυλώνα, την Περσέπολη ή Τάξιλα, στα Σούσα το 331 π.Χ. γινόταν κατ’ εντολή του Μ. Αλεξάνδρου κατάσχεση θυμιαμάτων ενώ στην έρημο της Γεδρωσίας οι υπασπιστές του Αλέξανδρου μάζευαν τις εκκρίσεις που περιείχαν τη σμύρνα .

Με την εκστρατεία του ο Μ. Αλέξανδρος άνοιξε τρεις δρόμους προς τα μπαχαρικά μέσα από τα βάθη κόλπου της Αλεξανδρέττας, ο δεύτερος διοχέτευε το εμπόριο της βόρειας Ινδίας, του Αφγανιστάν και της νότιας Περσίας διασχίζοντας την κοιλάδα του Τίγρη ποταμού και ο τρίτος ο οποίος διοχέτευε όλο το εμπόριο του Σεντ και του νότιου Πακιστάν διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό, τον κόλπο του Ομάν και τον Περσικό κόλπο.

Από την εκστρατεία έφεραν σπόρους διατροφικών και θεραπευτικών φυτών καθώς και διέδωσαν την αλεξανδρινή αρωματοποιία ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς έγραψαν για τους Αχαιμενίδες της Περσίας «Η αρωματοποιία ανήκει δικαιωματικά στην Περσική αυτοκρατορία. Οι βασιλείς της περιχύνονται με αρώματα και καταφεύγουν στο ημίμετρο αυτό για να εξαφανίσουν τη δυσώδη οσμή που οφείλεται στην απλυσιά τους.» όπως αναφέρει ο Πλίνιος.

Αντίστοιχες πηγές από το Διοσκορίδη, τον Πλίνιο και τον Αρριανό παρέχουν πληροφορίες προερχόμενες από τους Έλληνες ιστοριογράφους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την παρουσία του κρόκου, για τις αρωματικές ιδιότητες της κανέλας της Κεϋλάνης, για την κανέλα, την κιτρονέλλη ή λουΐζα των Ινδιών, την βενζόη με την αρωματική της ρητίνη ως θυμίαμα των Ινδών σε πολλές θρησκευτικές τους τελετουργίες.

Οι στρατιώτες της αλεξανδρινής εποχής έφεραν πλέον στους δρόμους της Ελλάδας μια νέα αισθητική της όσφρησης και των αρωμάτων.

Κατά την ελληνιστική περίοδο η κακοσμία του καστόρειου (ενός εκκρίματος των γεννητικών αδένων του κάστορα) θεωρείται αφροδισιακό και η φήμη του είναι διαδεδομένη μέχρι τα ινδοβακτριανά βασίλεια.

Το άρωμα της φαιάς άμβρας, ένα ζωικό άρωμα, το συνέλεξαν οι ναυτικοί του ναυάρχου του Αλέξανδρου, Νεάρχου, κατά μήκος των ακτών του Ινδικού Ωκεανού το 325 π.Χ.

Οι ηγεμόνες του Μ. Αλεξάνδρου και οι διάδοχοι της ηγεμονίας και δυναστείας του στην αλεξανδρινή εποχή θεώρησαν σημαντικό μιμούμενοι τον Αλέξανδρο να γεμίσουν τους ναούς με πολύτιμα δώρα και με αρώματα από την Ανατολή.

Το 288/287 π.Χ. ο βασιλιάς Σέλευκος έστειλε στο ιερό Διδύμειου Απόλλωνα κοντά στη Μίλητο μια μεγάλη ποσότητα χρυσαφικών, 300 κιλά θυμιαμάτων, 36 κιλά μύρρας, 1200 κιλά κανέλας, την ίδια ποσότητα κινναμώμου και «κόστου» ή ινδικού θυμιάματος.

Αθλητές αλείφανε το σώμα τους με έλαια πολυτελή, αρωματισμένα με κρόκο, ρόδο ή με εξαιρετική μαντζουράνα.

Στην πραγματεία περί οσμών όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο συγγραφέας του έργου Απολλώνιος Μύς ταύτισε χρονολογικά την μακραίωνη παρουσία της άνθισης του «εμπορίου καις της διαφήμισης» των οσμών από το 300 π.Χ. στην ίριδα της Κυζίκου, στο ρόδο της Φασήλιδος, στον κρόκο των Σόλων της Κύπρου, στον κρόκο της Κιλικίας, στον κρόκο της Ρόδου, στη νάρδο της Τάρσου, στο άρωμα από το άνθος των σταφυλιών της Κύπρου, στη ματζουράνα της Κω, στη χέννα της Κύπρου και της ΣΙδώνας, στο άρωμα από τα άνθη των κλημάτων του Εντρεμίτ (σημερινή ΒΔ Τουρκία).

Στους δρόμους της Αλεξάνδρειας τα στέρεα και ρευστά αρώματα, τα φαρμακευτικά προϊόντα, η συσκευασία των αλοιφών, των ελαίων και των αρωματικών παρασκευασμάτων και η κατασκευή πολύτιμων αγγείων λάμβαναν χώρα.

Ένας βασιλικός δασμός αξίας 25 % επί της αξίας επιβάρυνε τα προς εξαγωγήν αρώματα.

Η πολυτέλεια των αρωμάτων και της όσφρησης ήταν τόσο υψηλή που άγγιζε το θεϊκό και απρόσιτο κόσμο των Θεών. Όμως άρχισε να είναι μια επίγεια ανάγκη για τα μέλη των υψηλών κοινωνικών τάξεων να αποκτούν μερίδιο στο «χρηματιστήριο» του εμπορίου των αρωμάτων.

Η «καλοσμία» ήταν για τους Έλληνες της ελληνιστικής εποχής ένα στοιχείου κοινωνικού γοήτρου και ανώτερης κοινωνικής τάξης. Τα αρώματα είναι σωτήρια σύμφωνα με τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο.

Ο ερωτισμός απενοχοποιείτο από την παρουσία των ακριβών αρωμάτων σε μια πανδαισία πολυτέλειας στην ελληνιστική εποχή πλαισιωμένη από πανάκριβα μπαχαρικά, αρώματα και ενδυμασίες βαμμένες με κρόκο.

Η Αλεξάνδρεια είναι η πρωτεύουσα της αρωματοποιίας με θεϊκές απολαύσεις

Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στις πλαστικές τέχνες, στην αγαλματοποιία, στη λογοτεχνία, στη λυρική ποίηση.

Μετά το θάνατο του Δαρείου, ο Μέγας Αλέξανδρος πίνει τα δυνατά κρασιά της περσικής αυτοκρατορίας, λούζεται μέσα σε αρωματικές ουσίες, φοράει την ευωδιαστή τιάρα των Μεγάλων Βασιλέων.

Ανεπτυγμένη βιοτεχνία αρωμάτων εντοπίζεται στα ανασκαφικά σπαράγματα της ελληνιστικής πόλης της Δήλου όπου τα αρωματοποιεία των συνοικιών της Δήλου και συγκεκριμένα της συνοικίας του Σταδίου αποτυπώνουν την έντονη παραγωγή αρωμάτων στην περιοχης .

Επίσης αξίζει να σημειωθεί πως βάσει ανασκαφικών δεδομένων στο νησί της Δήλου βρέθηκαν αρκετά οψοποιικά σκεύη από τον καθαρισμό ενός κτηρίου που βρίσκεται ΒΑ του ιερού .

Έχουν βρεθεί μαγειρικά σκεύη, μυροδοχεία. Τα ηδύσματα τα οποία είναι απαραίτητα στο αρχαίο μαγειρείο είναι και σε μορφή σπόρων, όπως κόκκοι πιπεριού, σινάπεως, κυμίνου, σελήνου, ανήθου, μάραθου. Οι σπόροι αυτοί αποθηκεύονταν και πωλούνταν σε μικρά αγγεία και για λόγους προστασίας από την υγρασία αλλά και για να ελέγχεται η ποσότητα του περιεχομένου.

Τέτοια αγγεία είναι τα μυροδοχεία. Τα μπαχαρικά τρίβονταν σε μια λίθινη Θυεία με τη δοίδυκα ενώ σε όμοια σκεύη έτριβαν τα χρώματα για τη Ζωγραφική αλλά και τα χρώματα για τα ψιμύθια. Στη Δήλο έχουν βρεθεί πολλά αγγεία τέτοιας χρήσης από μάρμαρο, λάβα ή γρανίτη. Τα υγρά αρτύματα, τα ξηρά ή φρέσκα αρωματικά φυτά, τους καρπούς και τα άλλα συστατικά τα πολτοποιούσαν, τα έβραζαν, τα έδεναν με άμυλο και φτιάχνανε παχύρευστες σάλτσες σε μια εύρωστη οικονομική κοινωνία όπως αυτή της Δήλου.

Στους τάφους της ελληνιστικής εποχής έχουν βρεθεί χρυσά κοσμήματα και δείγματα χειροτεχνίας από χρυσό, αρώματα και αλοιφές, μικρές φιάλες με αρώματα και φύλλα χρυσού. Ακόμη, εισάγονταν υλικά όπως τριαντάφυλλα με τα οποία έφτιαχναν ροδέλαιο, λιβάνι και μύρο από την Αραβία και την ανατολικά Αφρική για φτιάχνουν θεραπευτικές αλοιφές.

Κοσμήματα

Η αγάπη των ανθρώπων για την ομορφιά και την πολυτέλεια μπορεί να βρει έκφραση σε κάθε τι μικρό και καθημερινό. Και η προσωπική εμφάνιση είναι το πιο έκδηλο στοιχείο στην καθημερινότητά μας. Στην ένδυση τα απαραίτητα λειτουργικά εξαρτήματα από πολύ νωρίτερα εξελίχτηκαν σε πραγματικά κοσμήματα. Παραδείγματα είναι οι μεγάλες πόρπες με αχραγμένα διάφορα σχέδια, μοτίβα ή ακόμη και μυθολογικές σκηνές. Οι τελευταίες είναι γνωστές ήδη από τη γεωμετρική εποχή και τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου. Υπήρχαν, επίσης, μακριές περόνες με πλούσια διακόσμηση.

Τα κοσμήματα που δεν είχαν κάποια άλλη λειτουργία ήταν και αυτά πολλά και ποικίλα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν δαχτυλίδια, ψέλλια, ενώτια, περιδέραια, ταινίες για το λαιμό και σταυρωτοί ιμάντες για το πάνω μέρος του σώματος. Στην κλασική περίοδο υπήρχε περιορισμός στη χρήση των κοσμημάτων ενώ για την αρχαϊκή περίοδο παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στα κοσμήματα. Στον μακεδονικό χώρο έχουν βρεθεί κοσμήματα που ξεχωρίζουν για την καλλιτεχνικής τους ποιότητα και την πολύ καλή κατασκευή. Αυτά χρονολογούνται από την αρχαϊκή εποχή μέχρι την ύστερη κλασική και την ελληνιστική εποχή. Οι ασθενέστεροι οικονομικά χρησιμοποιούν κοσμήματα από φτηνά υλικά ενώ κάποιοι χρησιμοποιούσαν το κόσμημα ως φυλαχτό.

Για να επικεντρωθούμε στην περιοχή της Μακεδονίας, στα χρόνια της ακμής του βασιλείου (από τον 6ο-2ο αι. π.Χ.) η χρήση του χρυσού ήταν ευρέως διαδεδομένη και στενά συνδεδεμένη με εργαστήρια της Νότιας Ιταλίας, Σικελίας και Βόρειας Αφρικής καθώς και των μετέπειτα ελληνιστικών βασιλείων. Αυτό το πολύτιμο υλικό χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στην κατασκευή κοσμημάτων, στην παραγωγή εξαρτημάτων για ενδύματα και έπιπλα αλλά και στην κοπή νομισμάτων. Διαδήματα, περιδέραια, σκουλαρίκια, βραχιόλια και δαχτυλίδια αποτέλεσαν βασικά σύμβολα επίδειξης πλούτου και κατάδειξης υψηλής κοινωνικής τάξης, πέρα από τη χρήση τους σε θρησκευτικό ή τελετουργικό πλαίσιο, όπως θα δούμε και παρακάτω με τους μαγικούς λίθους και τους σφραγιδόλιθους.

Αρχαία νεκροταφεία στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Αίνειας, της Πύδνας, της Κασσάνδρας και της Λητής μαρτυρούν την αυξημένη παραγωγή κοσμημάτων στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο στην περιοχή της Μακεδονίας. Περίτεχνα αντικείμενα όπως διαδήματα με διάτρητη δαντελωτή ή με έκτυπη διακόσμηση, στεφάνια, περιδέραια, βραχιόλια με φιδόσχημες απολήξεις και σκουλαρίκια με ποικιλόμορφα διακοσμητικά θέματα όπως Έρωτες, Νίκες, κεφάλια ζώων και πτηνά (καθώς και θέματα έντονης ανατολίτικής τεχνοτροπίας το α’ μισό του 3ου αι. π.Χ.) εκπροσωπούν την έντονα διακοσμητική θεματική των κοσμημάτων της εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Επίχρυσα κοσμήματα όπως διαδήματα, στεφάνια και δαχτυλίδια παρασκευάζονται την εποχή αυτή στη Μακεδονία, η μελέτη τους όμως είναι αρκετά δύσκολη λόγω του φθαρτού τους υλικού.

Η μετέπειτα εξέλελιξη της χρυσοχοΐας θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις βασικές περιόδους ανάλογα με την ανάπτυξη της, την παραγωγή κοσμημάτων και την ανάπτυξη του εμπορίου. Είναι η πρώιμη ελληνιστική περίοδος, η οποία συμπίπτει με την περίοδο βασιλείας του Αλέξανδρου και των Διαδόχων (330-270 π.Χ.), η μέση ελληνιστική περίοδος που συμπίπτει με την ακμή των ελληνιστικών βασιλείων (270-150 π.Χ.) και η ύστερη, όταν έχουν ήδη εμφανιστεί οι Ρωμαίοι στον ελληνικό κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου μεγάλη ήταν η έκπληξη των Μακεδόνων της στρατιάς όταν αντίκρισαν τα χρυσοποίκιλτα αντικείμενα που κοσμούσαν τη σκηνή του Δαρείου. Από τότε παρατηρείται και αυξημένη εισροή του χρυσού και των τεχνικών επεξεργασίας του από τα βάθη της Ανατολής στον ελλαδικό χώρο. Εμπορικές δραστηριότητες, που μεταξύ άλλων ευνόησαν και την έντονη ανάπτυξη της χρυσοχοΐας, αυξήθηκαν κατακόρυφα, και έτσι πολλά ελληνικά κέντρα παραγωγής κοσμημάτων άρχισαν να εδραιώνουν την παρουσία τους σχεδόν σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Σημαντικά κέντρα χρυσοχοΐας κατά της διάρκεια της ελληνιστικής εποχής εντοπίζονται στη Νότια Ιταλία (Απουλία), στην Κριμαία (Παντικάπαιο και Βασίλειο του Βοσπόρου) και στα ελληνιστικά κέντρα της Ανατολής με ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικά κέντρα την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια. Στον ελλαδικό χώρο σημαντικά κέντρα παραγωγής κοσμημάτων και ανάπτυξης της χρυσοχοΐας εντοπίζονται στη Μακεδονία, την Πάτρα, τη Ρόδο, τη Θεσσαλία και πιθανόν την περιοχή της Εύβοιας.

Στις αρχές της ελληνιστικής εποχής συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό οι παραδόσεις της προηγούμενης περιόδου. Αποτυπώνονται διακοσμητικά θέματα παρμένα από τη φύση, φύλλα άκανθας, ανθέμια και άλλα φυτικά κοσμήματα, μαζί με έντονα ανάγλυφα στοιχεία όπως μορφές Έρωτα και Νίκης, ή με το «ηράκλειον άμμα», δηλαδή τον περίτεχνο διακοσμητικό κόμπο, επιχειρώντας ίσως με αυτόν τον τρόπο μια σύνδεση με τον Ηρακλή, μυθικό γενάρχη των Μακεδόνων.

Στα ιδιαίτερα δαντελωτά διαδήματα και στεφάνια της εποχής φαίνεται η περίτεχνη σχεδίαση των μορφών όπως εντοπίστηκαν και σε διαδήματα από το νεκροταφείο του Σέδες κοντά στη Θεσσαλονίκη και τη Δημητριάδα του Βόλου (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.). Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας ευρήματα από τους τάφους (Δ και Ζ) στην περιοχή του Δερβενίου, επίσης από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το στεφάνι της μυρτιάς με τον εντυπωσιακό ρόδακα και τα σκουλαρίκια από τον τάφο Ζ με έντονη την τάση προς την πολυτέλεια –βασικό ιδίωμα της ελληνιστικής εποχής, ιδίως έτσι όπως εξελίσσεται και αναπτύσσεται στις επόμενες περιόδους.

Κυριαρχούν θέματα όπως κεφάλια ζώων, το λιοντάρι, η αντιλόπη, η αίγα, ο λύκος, το ελάφι κτλ. Τα αιλουροειδή αναγνωρίζονται ως έμπνευση από την ανατολική παράδοση και τεχνοτροπία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιδέραιο το οποίο ανακαλύφθηκε στο Αιγίνιο της Πιερίας το οποίο αποτελείται από πηνιόσχημες χάντρες από χρυσό και ημιπολύτιμη πέτρα και έχει απολήξεις σε σχήμα κεφαλιού αιλουροειδούς. Η απεικόνιση της αντιλόπης παραπέμπει σε ανατολίτικα περσικά πρότυπα.

Στη μέση ελληνιστική περίοδο όμως αρχίζει να αυξάνεται ραγδαία η παραγωγή κοσμημάτων με βασική τάση προς την πολυτέλεια: ξεχωρίζουν οι πολλές ημιπολύτιμες πέτρες που έχουν ταξιδέψει από τα βάθη της Ανατολής, τα έντονα πλουμιστά διακοσμητικά μοτίβα, η μεγάλη ποικιλία σκουλαρικιών και δαχτυλιδιών. Παράλληλα σπανίζουν τα στεφάνια, σε αντίθεση με την πρώιμη ελληνιστική περίοδο, ένα στοιχείο που υποδηλώνει και τη σταδιακή αλλαγή στην ιδεολογία και πιθανόν και σε θρησκευτικό επίπεδο, καθώς τα διαδήματα αποτελούν σύμβολα θρησκείας και εξουσίας. Τα διαδήματα αντικαθίσταται από τα ταινιόσχημα διαδήματα με το «ηράκλειον άμμα» ή με αετωματική επίστεψη στο κέντρο.

Κατά τους τελευταίους χρόνους του 3ου αιώνα και στο α’ μισό του 2ουαι. π.Χ. τα κοσμήματα σπανίζουν υποδηλώνοντας τις οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες λόγω των συνεχών πολέμων με τους Ρωμαίους και τη μετέπειτα κατάκτηση της Ελλάδας από αυτούς. Αυτή η πολιτική εξέλιξη σηματοδοτεί την έναρξη της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, όταν η καλλιτεχνική παραγωγή σημείωσε σταδιακή παρακμή τόσο στη θεματολογία των κοσμημάτων όσο και στην παραγωγή τους αλλά και στην ποιότητα του χρυσού. Τα περιδέραια είναι πια σπάνια ενώ εμφανίζεται το διάδημα-στεφάνι το οποίο αποτελείται από ταινιόσχημο έλασμα που στερεώνονται ανά δύο ή τρία απλά σχηματοποιημένα φύλλα χωρίς μίσχο. Απλότητα παρατηρείται και στον τύπο των σκουλαρικιών ενώ ημιπολύτιμες πέτρες εντοπίζονται στο σημείο που κοσμούν τη σφενδόνη.

Σταδιακά η ρωμαϊκή καλλιτεχνία και τεχνική αντικαθιστά την απλότητα της ύστερης ελληνιστικής εποχής ενώ εισάγονται νέα στοιχεία και τεχνοτροπίες όπως με την εισαγωγή της διάτρητης χρυσής επιφάνειας, ένας νεωτερισμός που απαιτεί αναπτυγμένη τεχνολογία και δεξιοτεχνία. Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η εισαγωγή ενός νέου στοιχείου, της εισαγωγής των μεταλλίων, ίδιον της ιδεολογία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα χρυσά μετάλλια από το Αμπουκίρ [παραδείγματα].

Και στα κοσμήματα που φορούσαν οι Ρωμαίοι γίνεται διαχωρισμός σε αυτά που είχαν κάποιο λειτουργικό ρόλο και σε αυτά που διακοσμούσαν απλά τους πολίτες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πόρπες των οποίων τα σχήματα διαφοροποιούνται ανάλογα με την μόδα. Υπάρχουν οι πόρπες σε σχήμα τόξου, αυτές με μεγάλους στρογγυλούς δίσκους, οι πόρπες με ένα χαρακτηριστικό τελείωμα σε σχήμα σταυρού. Την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας οι πόρπες με κρομμυόσχημο κομβίο αποτελούσαν ένδειξη υψηλής κοινωνικής θέσης. Επίσης, οι πόρπες ζωνών με διάφορα σχήματα είχαν λειτουργικό ρόλο.

Υπάρχουν διάφορα ρωμαϊκά κοσμήματα με καθαρά διακοσμητικό ρόλο που προέρχονται από όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτά που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της Πομπηίας θεωρούνται από τα πιο σημαντικά. Αν και υπήρχαν διάφορες γραπτές πηγές σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες μπορούσαν να φοράνε ορισμένη ποσότητα χρυσού, οι πληροφορίες φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που πραγματικά συνέβαινε. Ευρήματα σε ετρουσκικούς τάφους και διάφορα αγαλματίδια μας πληροφορούν για την εικόνα γυναικών που φορούσαν χρυσά κοσμήματα, ιδιαίτερα αυτών που ανήκαν σε εύπορες οικογένειες.

Κάποια από τα ρωμαϊκά κοσμήματα ήταν τα περιλαίμια, τα ενώτια, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Υπήρχαν δαχτυλίδια αρραβώνα που είχαν στο σχήμα τους δύο μπλεγμένα χέρια καθώς και τα σφαιρικά χρυσά φυλαχτά που τα φορούσαν τα παιδιά των ελεύθερων Ρωμαίων στο λαιμό τους. Τα πρώτα δαχτυλίδια έχουν λείες καμπύλες επιφάνειες ενώ αργότερα προστίθενται πολύχρωμες πέτρες και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να φορούν χρυσά νομίσματα ως μενταγιόν. Λειτουργούσαν επίσης κέντρα κατασκευής κοσμημάτων μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μέσα στην πόλη της Ρώμης. Οι πιο φτωχοί χρησιμοποιούσαν υλικά όπως χαλκό, σίδερο, γυαλί ή οστά.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί μια μεταβολή στη σφραγιδογλυφία όπως αναπτύχθηκε στην αρχαιότητα, που πλέον νοείται ως η τεχνική χάραξης συμβόλων, γραμμάτων και εικόνων πάνω σε μαγικούς σφραγιδόλιθους,. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες γι’ αυτούς, γενικά όμως φαίνεται πως η θεματολογία και το περιεχόμενό τους ποικίλλουν. Άρχισαν να φτιάχνονται την περίοδο τη ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συνέχισαν τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., ενώ η παραγωγή τους σταμάτησε την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας με την κρατική καταδίκη των μαγικών λίθων. Ο αριθμός τους υπολογίζεται γύρω στους 5000 και κατασκευάζονταν με συγκεκριμένες οδηγίες. Η διαδικασία και το υλικό κατασκευής παρέμειναν ίδια με τους απλούς σφραγιδόλιθους, που δεν είχαν δηλαδή μαγικές ιδιότητες, με τον καρνεόλιο, τον αιματίτη, το χαλκηδόνιο και τον ίασπη να χρησιμοποιούνται ως το τέλος, όπως και η υαλόμαζα και ο χαλκός. Υπάρχουν οι μαγικοί σφραγιδόλιθοι και οι λίθοι που χρησίμευαν ως φυλαχτά. Οι πρώτοι είναι λιγότεροι από τους θεραπευτικούς λίθους που σχετίζονται με το θρησκευτικό πεδίο.

Τα θέματα έχουν πέντε χαρακτηριστικά. Το πρώτο ξεχωρίζει ως προς το ότι οι παραστάσεις που χαράσσονται αφορούν θεότητες που είτε δεν ανήκουν στο ελληνορωμαϊκό και αιγυπτιακό πάνθεον, είτε είναι άγνωστες θεότητες ή δαίμονες. Υπάρχει ένα νέο στοιχείο, δηλαδή, στο περιεχόμενο. Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά το γραπτό κείμενο πάνω στην πέτρα. Παλιότερα αναφερόταν συνήθως το όνομα του τεχνίτη ή του κατόχου. Τώρα οι επιγραφές έχουν ελληνικά γράμματα χωρίς όμως να σημαίνουν τίποτα. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι χρησιμοποιούνταν πλέον ως φυλαχτά και όχι ως σφραγίδες. Αυτό αποδεικνύεται από το διαφορετικό τρόπο χάραξης των γραμμάτων. Το τέταρτο είναι οι χαρακτήρες, τα κρυπτογραφικά σύμβολα που γράφονται δίπλα στα κείμενα και τις παραστάσεις και θεωρούνταν μυστική σφραγίδα κάποιου θεού. Το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο μαγικό και τον μη μαγικό πολύτιμο λίθο. Αυτή εντοπίζεται στην τελετή με την οποία φτιαχνόταν το πετράδι. Στους μαγικούς λίθους ο μάγος φόρτιζε το πετράδι πάνω στο οποίο είχε χαράξει σύμβολά ή γράμματα ο χαράκτης με μαγική δύναμη μέσα από προσευχές και τελετουργίες, μέσα από ξόρκια ακατανόητα σε τρίτους.

Μια από τις νέες απεικονίσεις που χαράσσονταν ήταν ένα ον με άγνωστο όνομα που περιγράφεται να έχει φίδια αντί για πόδια και ανθρώπινο κορμό κλεισμένο σε θώρακα. Η εικόνα παρουσιάζει μια πτυχή του θεού Ήλιου που είχε σημαντικό ρόλο στις παγανιστικές θεωρίες της ρωμαϊκής εποχής. Οι θεότητες που εκπροσωπούν τον Ήλιο είναι αυτές που παρουσιάζονται πιο συχνά στους μαγικούς λίθους. Γενικά, οι παραστάσεις πάνω στις πέτρες μπορούν να ερμηνευθούν με διάφορους τρόπους.

Υπάρχουν, επίσης, οι μαγικοί λίθοι που βοηθούσαν στη θεραπεία και στην προφύλαξη από ασθένειες. Πρόκειται για πέτρες με πράσινο χρώμα που είχαν ένα φίδι με κεφάλι λιονταριού και στέμμα με γραμμένους τρεις χαρακτήρες με λοξές γραμμές. Οι επιστήμονες το ονόμασαν σύμβολο του Χνούβι, το όνομα του δαίμονα της αιγυπτιακής θρησκείας που συνοδεύει τα γράμματα. Το φυλαχτό που είχε τέτοια παράσταση βοηθούσε αυτόν που το φορούσε να αντιμετωπίσει προβλήματα δυσπεψίας αφού ο Χνούβις κυριαρχεί στο στομάχι. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές επιγραφές με τον τύπο πέπτε που σημαίνει χώνευε.

Ένα άλλο θέμα είναι η αναδυόμενη Αφροδίτη, μια εικόνα που προέρχεται από ένα έργο του αγαπημένου ζωγράφου του Αλέξανδρου, του Απελλή. Η παράσταση αυτή είναι ιδιαίτερα αγαπητή στο ρωμαϊκό κόσμο και σε όλη την περίοδο της αρχαιότητας. Οι λίθοι που ήταν διακοσμημένοι με αυτό το θέμα και έγραφαν τη λέξη Αρωρίφρασις, μυστική επωνυμία της Αθηνάς, θεωρούνταν φυλαχτά στην αρχαιότητα. Η ερμηνεία του περιγράφεται στις Κυρανίδες, ένα μαγικό εγχειρίδιο που περιέχει μαγικές συνταγές με συστατικά. Το φυλαχτό με τη μορφή της Αφροδίτης είχε θετική επίδραση σε όποιον το φορούσε, τον έκανε πιο αγαπητό και διάσημο ενώ χάριζε και δεινή ρητορική ικανότητα.

Οι δύο τύποι φυλαχτών με μαγικούς λίθους που αναφέρθηκαν δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η έννοια της συμπάθειας λειτουργούσε στη μαγεία. Υπήρχε η αντίληψη ότι το σύμπαν και κυρίως ο ήλιος και τα αστέρια έχουν θεϊκές ικανότητες που επηρεάζουν τα έμψυχα και άψυχα πράγματα και καθορίζουν τη ζωή και το θάνατο. Αυτό φανερώνεται με διάφορους τρόπους. Όταν ο μάγος γνωρίζει τους τρόπους αυτούς και μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τις συνθηματικές λέξεις-κλειδιά που είναι χαραγμένες πάνω στις πέτρες και συνοδεύουν τις θεότητες, τότε μπορεί να αντιληφθεί την αξία του φυλαχτού.

Μία καλή βοήθεια για τη σωστή ερμηνεία των λίθων δίνουν και οι πάπυροι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, πρέπει να χαράσσεται πάνω στην πέτρα η απεικόνιση του όντος προς το οποίο ο μάγος θα κατευθύνει τις προσευχές του, δηλαδή τις περισσότερες φορές ο θεός Ήλιος. Διαφορετικά, η χρήση του φυλαχτού δεν είναι ξεκάθαρη και μπορεί α προσδιοριστεί με δυσκολία.

Είναι αξιοσημείωτο πως οι αρχαίοι χρυσοχόοι θεωρούνταν τεχνίτες και όχι καλλιτέχνες και γι’ αυτό το λόγο δεν υπέγραφαν τα έργα τους. Εργαστήρια-καταστήματα στα κυριότερα αστικά κέντρα της Ελλάδας φιλοξενούσαν τις πιο αξιοζήλευτες δημιουργίες χρυσοχόων σε ένα οργανωμένο πλαίσιο συντεχνιών. Το εργαστήριο ήταν εξοπλισμένο με καμίνι, αμόνι, σφυριά, καλέμια, κοπίδια, μήτρες, σφραγίδες εργαλεία ικανά να επεξεργαστούν από τις πιο μικρές λεπτομέρειες διακοσμητικών στοιχείων με την τεχνική της χύτευσης μέχρι και την κατασκευή χρυσών αντικειμένων από σφυρήλατα ελάσματα. Αξιοσημείωτη είναι και η διακόσμηση χρυσών αντικειμένων με μεθόδους όπως η εγχάραξη, η πίεση με εργαλείο ή σφραγίδα, η κοκκίδωση, η συρματερή (η χρυσή επιφάνεια διακοσμείται με σύρμα), καθώς και η χρήση ημιπολύτιμων λίθων και γυαλιού.

Μόδα

Ενδυμασία-Υλικά

Η ελληνική ενδυματολογία παρέμεινε σταθερή στη πορεία των χρόνων και αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες της ελληνιστικής εποχής φορούσαν τον ίδιο τύπο ρούχων που φορούσαν και οι Έλληνες της κλασικής περιόδου πριν το 323 .

Βασικό κομμάτι της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο αμάνικος χιτώνας χιτών. Η προσθήκη μανικιών αποτελούσε σημάδι ανατολίτικης πολυτέλειας, κάτι που ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις των Ελλήνων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι χιτώνες με μανίκια φοριούνταν όταν έπεφτε η θερμοκρασία. Η χλαίνα ή ιμάτιον ήταν ένας μάλλινος μανδύας, ένα εξωτερικό ένδυμα-ρούχο που φορούσαν άντρες και γυναίκες γύρω από τους ώμους τους αφήνοντας το να πέσει δημιουργώντας πτυχές γύρω από το σώμα τους. Η γυναίκα μπορούσε να το βάλει και σαν κουκούλα για το κεφάλι. Το ιμάτιο δεν ήταν πολύ πρακτικό ρούχο για τον άντρα που εργαζόταν γιατί περιόριζε τις κινήσεις των χεριών του άντρα. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα σημάδι που έδειχνε ότι ο άντρας που το φοράει δεν έκανε κάποια σωματική εργασία για δουλειά.

Η χλαμύδα ήταν ένα ορθογώνιο ύφασμα με τρεις ίσιες πλευρές και μία τέταρτη με βαθούλωμα, που ήταν τυλιγμένο γύρω από τους ώμους σε επίπεδη επιφάνεια, στερεωμένο στην αρχή του λαιμού με τρόπο που οι πτυχώσεις να πέφτουν κάτω μέχρι τα γόνατα. Ήταν το αγαπημένο ρούχο για όλους τους ιππείς. Στη Σπάρτη, οι στρατιώτες φορούσαν την χλαμύδα ως καθημερινό ρούχο. Η χλαμύδα ήταν από κόκκινο ύφασμα για να μπορούν να μη διακρίνονται κηλίδες αίματος. Ήταν το αγαπημένο ρούχο των ιππέων και έγινε στην ουσία και το εθνικό κοστούμι-ενδυμασία των Μακεδόνων, μαζί με ένα καπέλο με ένα άκρο που λεγόταν πέτασος ή κάφσια. Οι Μακεδόνες ευγενείς φορούσαν μωβ χλαμύδα. Ήταν το αγαπημένο ρούχο του Αλέξανδρου.

Στην ενδυμασία των γυναικών το κλασικό ρούχο ήταν το πέπλο. Ήταν στην ουσία ένα ένδυμα σαν σεντόνι από μάλλινο ύφασμα σε στενόμακρο σχήμα που ήταν αρχικά διπλωμένο οριζόντια έτσι ώστε το πάνω τέταρτο του υφάσματος να είναι γυρισμένο πίσω, και μετά διπλωμένο από την κορυφή μέχρι κάτω έτσι ώστε να γίνεται διπλό ύφασμα έτσι ώστε να καλύπτει το κεφάλι. Το ύφασμα αυτό τυλιγόταν στο σώμα και στερεωνόταν στους ώμους με καρφίτσες ή με πόρπη. Η δεξιά πλευρά ήταν κλεισμένη με καρφίτσες, διαφορετικά θα μπορούσε κάποιος να δει με μια γρήγορη ματιά το σώμα της γυναίκας που το φορούσε. Βέβαια, οι γυναίκες στη Σπάρτη βέβαια γυμνάζονταν γυμνές με τους άντρες τους και φορούσαν συνήθως ανοιχτό πέπλο. Αντίθετα, για τις περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα, το ανοιχτό πέπλο δεν ήταν σεμνό γιατί μπορούσε να πέσει πάνω στο στήθος ή να μαζευτεί στη μέση. Στην αρχαιότητα, το ντυμένο σώμα είναι στην ουσία το πολιτισμένο σώμα και αποτελεί το μέτρο σύγκρισης της κοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι παράξενο το γεγονός ότι έχουν γίνει πολλές μελέτες για το αρχαίο σώμα που έχουν αγνοήσει την πολιτισμική σημαντικότητα των φορεμάτων, των κοσμημάτων που καλύπτουν, κρύβουν, αναδεικνύουν, αυξάνουν ή αλλάζουν το σώμα. Σύμφωνα με ιστορικούς του 20ου αιώνα, τα ρούχα είναι αναπόφευκτα, δεν είναι τίποτα λιγότερο από τα έπιπλα του μυαλού που γίνονται ορατά.

Η Mirielle Lee θεωρεί το πέπλο του 5ου αιώνα στην ενδυμασία των γυναικών στην Αθήνα ως κλασικό κομμάτι. Θεωρεί ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ιστορική κατασκευή του χρόνου. Διάφοροι ιστορικοί έχουν κάνει μελέτες για ρούχα σε διάφορες ιστορικές περιόδους και έχουν εντοπιστεί ερωτήσεις σε ελληνικές, ελληνιστικές και ρωμαικές περιγραφές και απεικονίσεις. Το περσικό φόρεμα έχει μια αδιαμφισβήτητη σημαντικότητα για τη μελέτη του ντυσίματος της κλασικής Ελλάδας. Επίσης, τα φορέματα της ελληνιστικής εποχής δίνουν στοιχεία που αφορούν τις συνήθειες ντυσίματος στην Ελλάδα και στη Ρώμη.

Στην ελληνορωμαϊκή περίοδο, τα ενδύματα προέρχονταν από υφάσματα φυτικής προέλευσης όπως λινάρι και βαμβάκι και ζωικής όπως μαλλί και μετάξι. Τα υφάσματα αυτά μπορούσαν να διατηρηθούν μόνο σε καλές συνθήκες. Κάποια αυθεντικά ενδύματα που έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση τοποθετούνται χρονικά στην ύστερη Αρχαιότητα και προέρχονται από την Αίγυπτο. Σημαντική πηγή για θέματα ένδυσης αποτελούν περισσότερο άλλες αρχαιολογικές μαρτυρίες όπως ολόγλυφα ενδεδυμένα αγάλματα και παραστάσεις σε ανάγλυφα, ζωγραφικά έργα και ψηφιδωτά. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από αυτές τις πηγές διαμορφώνονται από διάφορους παράγοντες όπως αν είναι απεικονίσεις που δείχνουν την πραγματική καθημερινή ζωή ή είναι παραστάσεις από τον κόσμο των θεών και των ηρώων με τάση εξιδανίκευσης. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη τους το γεγονός ότι τα ρούχα για τα οποία παίρνουμε πληροφορίες αφορούσαν είτε επίσημες είτε ανεπίσημες εμφανίσεις. Ακόμη, είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα αγαλματίδια παρουσιάζουν τους άντρες με τήβεννο αν και είχε σταματήσει να είναι ένδυμα καθημερινής ζωής. Αποτελούσε, όμως, χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη. Σχετικά με τις γυναίκες, τα αγάλματα που παρουσίαζαν γυναίκες της Ρώμης είναι αντίγραφα αγαλμάτων ελληνικής τέχνης και δε δίνουν καμία πραγματική πληροφορία για το ντύσιμο τους. Αντλούμε, όμως, αξιόπιστες πληροφορίες από τις σαρκοφάγους και τις τοιχογραφίες. Βασική πηγή πληροφοριών αποτελούν τα ομηρικά γραπτά, το έργο του Ηρόδοτου, των κωμικών ποιητών και τα έργα των λεξικογράφων. Τα ενδύματα και τα κοσμήματα φυλάσσονταν, επίσης, συχνά σε ναούς ως αναθύματα προς τις θεότητες. Ιδιαίτερα οι πληροφορίες από καταλόγους αθηναϊκών, ελευσινιακών και δηλιακών ναών αποτελούν ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών. Τέλος, τα αρχαία κοσμήματα και τα εξαρτήματα ένδυσης όπως πόρπες, ζώνες και περόνες που διατηρούνται από τη γεωμετρική εποχή μας δίνουν πληροφορίες για το ντύσιμο και την καθημερινότητα στην Ρώμη.

Αρχαία Ελλάδα

Ένδυση

Στην αρχαία Ελλάδα την αρχαϊκή εποχή, τα ρούχα είχαν ως βάση ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα. Για το πέπλο το ύφασμα δεν χρειαζόταν να ραφτεί γιατί διπλωνόταν και σχηματιζόταν ένας όγκος στην πλάτη. Ακόμη, πάνω στο πέπλο καρφίτσωναν πόρπες και περόνες. Ο δεύτερος βασικός τύπος ενδύματος είναι ο χιτών που τον φορούσαν τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες. Υπάρχουν διαφορετικά είδη χιτώνα όπως ο φαρδύς και ο στενός χιτώνας. Το πέπλο και τον χιτώνα το φορούσαν συνήθως με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν τον χιτώνα προς τα πίσω δημιουργώντας τον κόλπο ενώ υπάρχουν παραστάσεις αντρών με κοντό χιτώνα που μοιάζει με σορτς. Αυτοί που ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες και ήθελαν να κινούνται ελεύθερα φορούσαν κοντούς χιτώνες αφήνοντας ακάλυπτους τους ώμους (χιτών ετερομάσχαλος)

Το λοξό ιμάτιο αποτελεί χαρακτηριστικό εξωτερικό γυναικείο ένδυμα που χρονολογείται το 700 π.Χ. Ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, τυλιγόταν στο στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από το δεξί χέρι. Υπήρχε, επίσης, το πανωφόρι, ένα ακόμη ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο έχει δύο τύπους: το ιμάτιο και τη χλαμύς. Το ιμάτιο διπλωνόταν ανάλογα με την περίπτωση στην οποία φοριόταν και φοριόταν τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες. Μπορούσε για παράδειγμα να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη ή να αποτελεί ένα είδος πέπλου. Από την άλλη, η χλαμύδα αφορούσε μόνο τους άντρες. Ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μια φορά και στερεωνόταν στον δεξί ώμο με μία πόρπη ή περόνη αφήνοντας τον ακάλυπτο. Η ξείρα ήταν η χλαμύδα-πανωφόρι από βαρύ ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι ιππείς και άφηνε ακάλυπτα και τα δύο χέρια. Γενικά, η χλαμύδα είναι χαρακτηριστικό ενδυμασίας των νέων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών. Αυτοί οι τύποι ενδυμάτων παρέμειναν οι ίδιοι για πολλούς αιώνες. Διαφοροποιούνταν ως προς τον τρόπο με τον οποίο διπλώνονταν ή ήταν διακοσμημένα.

Οι παραστάσεις σε διάφορα αγγεία και οι γραπτές μαρτυρίες μας δίνουν πληροφορίες για τις αλλαγές στην ελληνική μόδα. Το πέπλο είναι το πιο συνηθισμένο γυναικείο ένδυμα μέχρι το 540 -530 π.Χ. ενώ στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου οι γυναίκες συνήθιζαν να φοράνε ραμμένους χιτώνες. Επίσης, μέσα από τις παραστάσεις φαίνεται η προτίμηση των γυναικών της αρχαϊκής εποχής σε πλούσια υφάσματα και πολυποίκιλα υφάσματα. Αυτό αλλάζει και οι γυναίκες αρχίζουν να προτιμάνε μονόχρωμα και πιο διακριτικά χρώματα και υφάσματα. Στα τέλη του 5ου αιώνα, η κατάσταση αλλάζει αφού επανέρχονται πολύχρωμα σχέδια με στοιχεία από την Ανατολή που παραμένουν και την ελληνιστική εποχή. Στα μέσα του 4ου αιώνα οι γυναίκες φοράνε ενδύματα που σφίγγουν ψηλά κάτω από το στήθος. Στην αρχή της κλασικής περιόδου, αφήνονται τα υφάσματα με πλούσια διακόσμηση και επανέρχεται το στερεωμένο πέπλο. Την ίδια εποχή παρατηρείται αλλαγή στην αντρική ενδυμασία αφού στη θέση του μακριού χιτώνα φορούν ένα κοντό χιτώνα ως εσώρουχο. Σχετικά με τους γυναικείους χιτώνες, είναι πολύ γνωστοί οι αμοργινοί χιτώνες που ήταν πολύ λεπτοί και μάλλον μεταξωτοί. Άλλωστε, το γνήσιο μετάξι από την Κίνα ήταν γνωστό στην Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα. Οι χιτώνες αυτοί εξέφραζαν τη γυναικεία φιλαρέσκεια.

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο κάλυπταν το κεφάλι τους και προστατεύονταν από τον ήλιο, συνήθιζαν να τραβάνε απλά το ιμάτιο πάνω από το κεφάλι. Όταν ταξίδευαν φορούσαν απλά ένα τσόχινο πλατύ καπέλο, τον πέτασο. Στη δουλειά οι τεχνίτες, οι ναυτικοί, οι ψαράδες και οι απλοί πολίτες φορούσαν ένα καπέλο με τη μορφή κώνου χωρίς γείσο, τον πίλο. Στην περιοχή της Μακεδονίας, είναι γνωστή η καυσία που αποτελούσε τμήμα της εθνικής ενδυμασίας. Τα φορούσαν ο βασιλιάς και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί. Η καυσία στη υπόλοιπη Ελλάδα φοριόταν από τους στρατιώτες και γενικά από τα αγόρια. Οι γυναίκες στην αρχαϊκή εποχή φορούσαν ένα ψηλό σε σχήμα κυλίνδρου με πλεκτό σχέδιο από ψάθα, την στεφάνη υψηλή. Την ελληνιστική περίοδο είναι γνωστό το στρογγυλό καπέλο με ένα μικρό κώνο στο κέντρο. Το καπέλο ονομαζόταν θολία. Ένα άλλο γυναικείο κάλυμμα ήταν ο υφασμάτινος σκούφος που είτε αφήνει ελεύθερο ένα μέρος του κεφαλιού είτε καλύπτει όλο το κεφάλι. Υπάρχουν, επίσης, μνημεία που δείχνουν κεφαλόδεσμους να διακοσμούν το κεφάλι τους, όμοια με τα στεφάνια που τοποθετούνταν στους νικητές στις εκδηλώσεις.

Σχετικά με τα υποδήματα υπάρχουν διάφορα σχήματα και ποιότητες. Υπάρχουν τρεις τύποι: τα σανδάλια, τα καθαυτό υποδήματα και οι μπότες. Τα σανδάλια αποτελούνταν από σόλα με ιμάντες στο πόδι, τα καθαυτό υποδήματα που καλύπτουν το πόδι μέχρι τον αστράγαλο και οι μπότες που καλύπτουν τη κνήμη. Πιο συνηθισμένα ήταν τα σανδάλια που τα φορούσαν οι γυναίκες κυρίως μέσα στο σπίτι. Υπήρχε, επίσης και ο κοθόρνος, ένα κλειστό παπούτσι χωρίς σόλα που περνάει πάνω από τον αστράγαλο και ταιριάζει και στα δύο πόδια. Ένας άλλος τύπος παπουτσιού ήταν η κρήπις που μοιάζει στο σανδάλι. Δεν καλύπτει τελείως το πόδι, αποτελείται από τη σόλα και ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά στην κνήμη και το φορούσαν κυρίως κυνηγοί και στρατιώτες. Υπάρχει, ακόμη, ένα κλειστό παπούτσι που δένει με λωρίδες πάνω από τον αστράγαλο. Αργότερα, εμφανίζεται και η μπότα που είναι ανοιχτή στα πλάγια και έχει ιμάντες για να κλείνει. Ταυτίστηκε με την ενδρομίδα. Οι ιππείς φορούσαν συχνά την μπότα που ονομαζόταν εμβάς. Από τον 5ο αιώνα, τα υποδήματα αποκτούν περίτεχνα σχέδια και γίνονται πιο κομψά. Στην ελληνιστική περίοδο έχουμε και τον μιμίαμβο.

Επίσης, είναι αξιοσημείωτη και η χρήση της ενδυμασίας ενός ιδιαίτερου είδους κάπας φτιαγμένης από δύο τμήματα μάλλινου ενδύματος Συνήθως ονομάζεται χιτράλις, ένα είδος τηγανόσχημου καπέλου το οποίο αποτελείται από δύο τμήματα χειροποίητου μαλλιού, πλεγμένου στο χέρι, όπου κάτω από τη στεφάνη υπάρχει μια προέκταση η οποία τυλίγεται σε μια ζώνη η οποία περιβάλλει την κεφαλή.

Μέσα από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ινδία έγινε γνωστή η καυσία η οποία κληροδοτήθηκε στους μετέπειτα απογόνους της δυναστείας των Μακεδόνων ενώ επηρέασε σε επίπεδο αμφίεσης, στυλιστικής επιλογής αλλά και πολιτικής προπαγάνδας με ένα αίσθημα συμβολικής ισχυροποίησης του αξιώματος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Η χρήσης της καυσίας επηρέασε και την ενδυματολογική προσέγγιση των κατοίκων της Ασίας ενώ χαρακτηριστικά σημειώνεται πως στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο. Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο αναφέρει η Dorothy Thompson, πως η κάπα και οι μπότες είναι ευρέως διαδεδομένα στο χώρο της μόδας και της ένδυσης για τα μικρά αγόρια ως μίμηση των προκάτοχών τους Μακεδόνων στρατιωτικών.

Υλικά και κοσμήματα

Τα πιο κοινά υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν το μαλλί και το λινό. Γυναίκες που ύφαιναν και έραβαν χρησιμοποιούσαν ένα πολύ λεπτό και ελαφρύ ύφασμα. Το μαλλί ήταν ευκολότερο στο βάψιμο από το λινό. Γι’αυτό και τα περισσότερα ελληνικά ρούχα ήταν φτιαγμένα από μαλλί. Στην περιοχή της Μεσογείου, την περίοδο του χαλκού είχε βρεθεί λινό που ήταν φτιαγμένο από ίνες από λινάρι και από λινέλαιο. Το πιο καλό λινό ήταν από την Αίγυπτο. Στη Θράκη χρησιμοποιούσαν κάναβη ως υλικό για υφάσματα ενώ το βαμβάκι, που είχε εισαχθεί από την Ινδία, ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στην ελληνιστική περίοδο. Το μετάξι, ένα άλλο εισαγόμενο προϊόν ήταν η επιτομή της πολυτέλειας. Φτιαχνόταν στην Κω, από νήμα που έπαιρναν από το κουκούλι ενός σκόρου που υπήρχε στο νησί. Ήταν πολύ ακριβό. Το καλύτερο μετάξι, βέβαια , ερχόταν από την Κίνα. Άρχισε να εισάγεται με μεγάλες ποσότητες στην Ελλάδα την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αποτελούσε σημάδι κοινωνικής θέσης και ευημερίας για αυτούς που μπορούσαν να το προμηθευτούν. Στους τάφους της ελληνιστικής εποχής έχουν βρεθεί χρυσά κοσμήματα και δείγματα χειροτεχνίας από χρυσό, αρώματα και αλοιφές, μικρές φιάλες με αρώματα και φύλλα χρυσού. Ακόμη, εισάγονταν υλικά όπως τριαντάφυλλα με τα οποία έφτιαχναν ροδέλαιο, λιβάνι και μύρο από την Αραβία και την ανατολικά Αφρική για φτιάχνουν θεραπευτικές αλοιφές.

Τα ελληνικά φορέματα ήταν συχνά φτιαγμένα από βαμμένες κλωστές σε περίπλοκα πατρόν/σχέδια. Το πιο ακριβό χρώμα-βαφή ήταν το μωβ με πολύ λίγο βυσσινί που ήταν φτιαγμένο από οστρακοειδή που είχαν βρεθεί στη μεσόγειο. Τα μωβ ρούχα υποδείκνυαν ανώτερα αξιώματα και τα φορούσαν βασιλείς, πρίγκιπες και σημαντικά δικαστικά πρόσωπα. Το πιο φτηνό χρώμα-βαφή ήταν ένα είδος κόκκινου που το έπαιρναν από τις ρίζες ενός δέντρου και ένα είδος μωβ που ήταν ένας συνδυασμός κόκκινου και ίντιγκο. Ένα άλλο χρώμα ήταν το πορφυρό κόκκινο που είχε βρεθεί στην Ινδία.

Στυλ ντυσίματος

Το ντύσιμο ήταν ένα σημάδι που προσδιόριζε την εθνικότητα και στην ελληνιστική περίοδο υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες που φορούσαν διαφορετικά ρούχα τα οποία προσδιόριζαν την προέλευση τους. Ένα χαρακτηριστικό που φοράνε οι Έλληνες και οι Μακεδόνες κυρίως ήταν ένα είδος καπέλου, το καπέλο, γίσο (πέτασσος) που φορούσε ο Ερμής. Αυτός ο τύπος καπέλου αποτελούσε σύμβολο του ελληνικού τρόπου ζώης. Το καπέλο αυτό αποτελούσε το πρώτο βήμα για τον εξελληνισμό των Ιουδαίων, πράξη που ενθάρρυναν οι βασιλείς των Σελευκιδών. Υιοθετώντας τον ελληνικό τρόπο ντυσίματος, οι ξένοι πολίτες έδειχναν ότι ασπάζονταν την ελληνική κουλτούρα και όχι πιθανότατα την ελληνική καταγωγή. Ο ελληνικός τρόπος ντυσίματος και τα ελληνικά ρούχα φαίνονται και στην επιρροή τους στους άλλους λαούς την ελληνιστική περίοδο. Για παράδειγμα οι Βαβυλώνιοι φορούσαν έναν λινό χιτώνα που έμοιαζε στον ελληνικό και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Πάνω από αυτό φορούσαν έναν μάλλινο χιτώνα πιο κοντό ενώ στους ώμους είχαν ένα μικρό άσπρο σάλι. Στη Φρυγία φορούσαν το χαρακτηριστικό καπέλο της περιοχής που ήταν ένα μαλακό κόκκινο καπέλο σε σχήμα κώνου. Το καπέλο αυτό στην ελληνική τέχνη το φορούσαν άτομα που δεν ήταν Έλληνες. Αποτελούσε δείγμα ότι αυτός που το φοράει ήταν ένας ξένος στην ελληνική καταγωγή και στην ελληνιστική κουλτούρα. Υποδήλωνε με αυτόν τον τρόπο την ξένη παρουσία στην ελληνιστική κυρίως περίοδο. Αργότερα έγινε σύμβολο ελευθερίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τους δούλους.

Μέχρι τώρα ο στηθόδεσμος χρησιμοποιείται από αθλητές και χορευτές και κυρίως από συνηθισμένες γυναίκες. Είναι ένα κλασικό κομμάτι του γυναικείου φορέματος όπως αναφέρεται και στον Αριστοφάνη και σε έργα της ελληνιστικής εποχής. Οι πηγές του 5ου αιώνα αναφέρουν ότι οι βασικοί στηθόδεσμοι ήταν έτοιμοι και διαθέσιμοι. Τους αναγνωρίζαμε στα έργα του Αριστοφάνη. Μέχρι τον 1ο αιώνα μΧ., τα σουτιέν ήταν κάτι κοινό στην ερωτική φαντασία. Αρχικά η ερωτική προοπτική του φαίνεται από τη σχέση του με το γυναικείο στήθος. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι βρίσκουν και αντιμετωπίζουν το στήθος δίνοντας ερωτική διάσταση. Παρόλα αυτά, θεωρείται ότι περιορίζει και κάνει επίπεδα τα στήθη παρά να τα ανυψώνει, κάτι που αποτυπώνεται στα αγγεία και στα γλυπτά. Ο Gerber καταλήγει λέγοντας ότι το ιδανικό στήθος είναι μικρό και σφριγηλό. Το ερώτημα του μεγέθους είναι δύσκολο να απαντηθεί αλλά η σταθερότητα είναι σίγουρα κάτι θετικό. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για ένα ρούχο που φορούσαν εξωτερικά οι γυναίκες για να ενισχύσει την καμπύλη του στήθους, τη διαγώνια ζώνη –cross band. Το φορούσε η Άρτεμις, η Αθηνά πάνω από τον χιτώνα ή το πέπλο, περνώντας το πάνω από κάθε ώμο και διαγώνια στο στήθος, δημιουργώντας το σχήμα ενός χ στην πλάτη. Υπήρχαν και κάποιες θνητές γυναίκες που φορούσαν αυτό το είδος στηθόδεσμου (cross-band) οι οποίες, αν και δεν είχαν αρκετό στήθος για να τονίσουν, το χρησιμοποιούσαν για να προσελκύσουν ερωτικά κάποιον.

Υπάρχει επίσης, το στρόφιο (strophium) που είναι ένα είδος στηθόδεσμου, η mitra που είναι ένας δεσμός για το κεφάλι και το levis amictus που είναι κάτι που φοριέται κάτω από τον χιτώνα. Η πιο σημαντική απόδειξη για τον ερωτισμό που εκπέμπει ο στηθόδεσμος είναι η εμφάνιση του και ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται στη τέχνη της ρωμαϊκής περιόδου. Υπάρχουν διάφορα χρώματα για τον στηθόδεσμο. Σε τοιχογραφίες στην Πομπηία αποτυπώνονται γυναίκες με στηθόδεσμους. Υπάρχουν, επίσης, διάφορες εικόνες από σπίτια ιδιωτών όπου η γυναίκα φοράει μόνο τον στηθόδεσμο. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών. Μπορεί να είναι πλάσματα της μυθολογίας, απλές γυναίκες καθημερινής ζωής ή και γυναίκες που ήταν σε πορνεία.

Υπάρχουν, επίσης, αγάλματα στα οποία η γυναίκα βγάζει τον χιτώνα της και μένει μόνο με τον στηθόδεσμο και τα παπούτσια της. Ο στηθόδεσμος δεν δένει στους ώμους και δεν έχει κάποια διακόσμηση. Σε αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου παρουσιάζεται η Αφροδίτη να ξελύνει το στρόφιο (stromphium). Εδώ ο στηθόδεσμος παίζει το ρόλο ενός μοντέρνου εσώρουχου, προσθέτοντας μία επιπλέον αίσθηση ερωτισμού στο γυμνό σώμα. Γενικά, η απουσία οποιουδήποτε είδους σουτιέν από την αρχαία τέχνη είναι πιθανότατα μια σύμβαση της ιστορικής πραγματικότητας και όχι αυτό που πραγματικά συνέβαινε.

Το γεγονός ότι τα σουτιέν μπορούσαμε να τα δούμε οφείλεται σε δύο αιτίες : Πρώτον, οι στηθόδεσμοι ίσως είχαν φορεθεί πιο πολύ στην ελληνιστική περίοδο γιατί οι γυναίκες είχαν διευρυμένες δραστηριότητες έξω από το σπίτι. Επίσης, οι άντρες καλλιτέχνες είχαν ενδιαφερθεί πιο πολύ για τις απεικονίσεις των γυναικείων εσωρούχων ως αποτέλεσμα της αύξησης του γυναικείου γυμνού. Ένα βασικό, όμως, ερώτημα που γεννάται είναι σε ποιο βαθμό ήταν οικείοι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι με τα πιο κρυφά μέρη των γυναικών και τον τρόπο ντυσίματος τους.

Ελέγχοντας το γυναικείο ντύσιμο- Ο ρόλος των γυναικονόμων

Κατά την αρχαϊκή περίοδο και στα ρωμαϊκά χρόνια, υπήρχε ένας θεσμός που ονομάζονταν γυναικονόμοι και ουσιαστικά έλεγχαν τις γυναίκες. Τα καθήκοντά τους ήταν διαφορετικά σε πολλές περιοχές αλλά επικεντρώνονταν στη σωστή παρουσία και εμφάνιση των γυναικών. Στην ουσία επέλεγαν γυναίκες και έλεγχαν τη συμπεριφορά τους. Έλεγχαν για παράδειγμα τον τρόπο που ντύνονταν. Υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το τους κανόνες πάνω στους οποίους ελεγχόταν το ντύσιμο των γυναικών και τι κυρώσεις υπήρχαν όταν παραβιάζονταν.

Η δουλειά των γυναικονόμων ήταν δύσκολη αφού είναι δύσκολη και η αποκωδικοποίηση του τρόπου ντυσίματος. Το φόρεμα των γυναικών και τα ρούχα γενικά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Η πρώτη ήταν οι ελεύθερες ενήλικες γυναίκες, η δεύτερη ήταν τα ελεύθερα κορίτσια και η τρίτη οι δούλες. Υπήρχε επίσης και άλλη κατηγοριοποίηση που βασιζόταν στη λατρεία. Η πρώτη κατηγορία ήταν οι ιέρειες (ιέρειες), η δεύτερη οι μυημένες (τελούμενοι-initiated) και η τρίτη οι πρόσφατα μυημένες στη λατρεία γυναίκες-newly initiated (πρωτομύσται). Στην τελευταία κατηγορία, τα άτομα που ανήκαν είχαν ένα κάλυμμα στο κεφάλι που έμοιαζε με τιάρα. Οι ήδη μυημένες στη λατρεία γυναίκες διακρίνονταν στις ελεύθερες –ανεξάρτητες και σε αυτές που δεν ήταν ελεύθερες. Είναι ελεύθερες γιατί δεν είναι παντρεμένες ή απολαμβάνουν κάποιο είδος ελευθερίας μέσω της θρησκείας. Στην περίπτωση των ιερών-ιεροφάντων γυναικών και κοριτσιών, η διάκριση γίνεται ανάμεσα στο τι μπορεί να φοράνε κατά τη διάρκεια της γιορτής των μυστηρίων και τι φοράνε στη διαδικασία της πομπής. Στην περίπτωση των γυναικών υπάρχει ένα όριο στην αξία των ρούχων αντίθετα με τους άντρες. Το όριο αυτό προκύπτει από την κοινωνική θέση. Για παράδειγμα για τις ιεροφάντες γυναίκες το όριο ήταν 200 δραχμές. Για τα κορίτσια 100 δραχμές και για τις δούλες που είχαν μόλις μυηθεί στη λατρεία 50 δραχμές. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι προφανώς μπαίνει ένας γενικός περιορισμός στο πόσο περίτεχνα και επεξεργασμένα είναι τα ρούχα των γυναικών. Γενικότερα επιτρεπόταν μόνο δύο ρούχα, ένα εξωτερικό το ιμάτιο και ένα άλλο ένδυμα ή υπόδημα. Υπήρχε, επίσης, η άποψη ότι το θεϊκό λατρευόταν καλύτερα και αποτυπωνόταν μέσα από την απλότητα στο ρούχο. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ιέρειες –ιεροφάντες γυναίκες επιτρέπονταν να αναδείξουν τι φορούσαν στη διάρκεια της διαδικασίας και όχι στη διάρκεια της κανονικής τελετής των γιορτών. Οι ζώνες bands αναφέρονται μόνο στην κατηγορία των γυναικών. Οι μη ανεξάρτητες γυναίκες που ήταν μυημένες μπορούσαν να έχουν ζώνες στο ιμάτιο τους, κάτι που μάλλον ίσχυε και για τις ανεξάρτητες. Οι ιέρειες είχαν, επίσης, ζώνες στο ιμάτιο τους στη διάρκεια της διαδικασίας.

Τα διάφανα φορέματα απαγορεύονταν σε μη ελεύθερες γυναίκες. Επιτρέπονταν, ίσως, σιωπηρά σε κάποιες περιπτώσεις ελεύθερων γυναικών και ελεύθερων κοριτσιών, δούλων και στις ιέρειες. Αφού είχαν οριστεί αυτοί οι κανόνες οι γυναίκες διόρθωναν μόνες τους τα φορέματα σύμφωνα με τις αλλαγές που είχαν ξεκινήσει οι άντρες. Αυτοί οι κώδικες επιβλέπονταν από τους γυναικονόμους. Ο γυναικονόμος έχει επίσης τη δύναμη να σκίσει τα ρούχα που παραβαίνουν τους κανόνες και να τα αφιερώσει στους θεούς. Μπορούσε να εμπλέκεται στις διαταγές προς τις γυναίκες και στη τοποθέτηση τους και να επισημαίνει σε αυτές ότι δεν θα έπρεπε να ξεφεύγουν.

Μία επιγραφή του 3ου αιώνα αναφέρει ότι υπήρχαν περιορισμοί στην έκθεση-παρουσίαση των γυναικών που θρηνούσαν. Οι γυναίκες που θρηνούσαν έπρεπε να φορούν γκριζα ρούχα και όχι λερωμένα. Η περίοδος θρήνου κρατούσε τουλάχιστον 4 μήνες. Ο γυναικονόμος έπρεπε να προσεύχεται – εύχεται για καλά πράγματα και για την ευχαρίστηση τους όταν οι γυναίκες τηρούν τους νόμους ενώ κάνει το αντίθετο όταν οι γυναίκες δεν τηρούν τους νόμους. Η αντίληψη ότι οι γυναίκες φορούν γκριζα ρούχα- σκουρόχρωμα παρά λερωμένα–θαμπά προσδιορίζει περισσότερο την επιθυμία να διατηρήσουν τις τυπικές και θρησκευτικές πλευρές εώς και να τις χαλαρώσουν. Τα γκρίζα ρούχα είναι μάλλον συμβολικά λερωμένα λευκά ρούχα για θρήνο.

Αυτοί οι περίπλοκοι περιορισμοί σχετικά με την ενδυμασία του θρήνου υπάρχουν και στην Αθήνα και στη Χαιρώνεια. Με τις απόψεις αυτές συνήθως θέλουν να «ελέγχουν» την αριστοκρατία. Αυτή η σειρά των περιορισμών σχετίζεται περισσότερο με τους νεκρούς παρά με τους ζωντανούς. Υπήρχε ο υποσυνείδητος φόβος ότι αν θρηνούσαν σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να φέρει πίσω τον νεκρό. Έτσι, θεωρούσαν ότι με το να ντύνονται οι γυναίκες με γκρίζα ρούχα στις κηδείες κρατούσε τους νεκρούς στους τάφους.

Ο Πλούταρχος στο κείμενο του Σόλων( Solon) περιγράφει μια σειρά από περιορισμούς που μάλλον έθεσε ο Σόλωνας στην αρχαϊκή Αθήνα. Αυτές οι οδηγίες ρύθμιζαν την εμφάνιση των γυναικών σε δημόσιο χώρο, τον τρόπο με τον οποίο θρηνούσαν, τις γιορτές τους και λανθασμένη άγρια και άτακτη) συμπεριφορά τους. Οι γυναίκες οι οποίες ελέγχονταν δεν μπορούσαν να φορούν παραπάνω από τρία εξωτερικά φορέματα-ενδύματα (ιμάτια), όταν έφευγαν από το σπίτι. Επίσης, αν ταξίδευαν νύχτα πρέπει να το έκαναν σε κάρο με μία λάμπα μπροστά. Οι νεκροί, γυναίκες και άντρες, θάβονταν με δύο το πολύ τρία ρούχα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οποιαδήποτε υπερβολή στον τρόπο που θρηνούσαν κάποιος άντρας ή κάποια γυναίκα θα μπορούσε να τιμωρηθεί από τον γυναικονόμο. Αυτοί οι περιορισμοί και οι οδηγίες όπως κι αν ερμηνευτούν φαίνεται ότι γίνονταν για να αποτρέψουν τη σπατάλη του νοικοκυριού και του σπιτιού. Το να μεταφέρονται βράδυ μόνο σε κάρο με ένα φως έχει ως στόχο να προστατέψει την αγνότητα και να διαφυλάξει από τυχόν κρυφές επισκέψεις σε μοιχούς.

Μία διαπίστωση πολύ σημαντική είναι ότι οι γυναικονόμοι δεν νοιάζονται απλά για την επίβλεψη της συμπεριφοράς των γυναικών αλλά και γι αυτό που σήμερα αποκαλούμε ρόλο των δύο φύλων. Αυτό αφορά και την περίπτωση των αντρών που εμφανίζονται σε κηδείες με έναν περισσότερο γυναικείο τρόπο ντυσίματος. Σύμφωνα με λεξικογραφικές καταχωρήσεις-εγγραφές στην ελληνιστική Αθήνα οι γυναίκες που δεν ακολουθούσαν κάποια σειρά στο δρόμο πλήρωναν πρόστιμο 100 δραχμών -κάτι που μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να πληρώσουν. Και πάλι δεν είναι ξεκάθαρο αν όλοι οι κανονισμοί καθορίζονταν από τους γυναικονόμους. Σύμφωνα με κείμενο του Πλούταρχου (γυναικονόμοι στις Συρακούσσες) οι γυναίκες δεν επιτρέπονταν να φοράνε χρυσά κοσμήματα ούτε κοσμήματα με λουλούδια ούτε φορέματα με πορφυρά χρώματα εκτός αν ήταν πόρνες σε δημόσιο χώρο. Ο άντρας δεν πρέπει να φοράει κάτι -να στολίζει κάπως τον εαυτό του ή να φοράει εντυπωσιακά ρούχα-φορέματα εκτός κ αν θέλει να δηλώσει ότι ήταν μοιχός. Επίσης, μία ελεύθερη γυναίκα δεν μπορούσε να περπατήσει μπροστά όταν ο ήλιος είχε δύσει εκτός κ αν πήγαινε να πράξει μοιχεία. Ακόμη και τη μέρα όμως δεν μπορούσαν να βγουν έξω αν δεν είχαν την άδεια του γυναικονόμου και χωρίς να έχουν μία τουλάχιστον υπηρέτρια να τις ακολουθούν. Αυτό που μάλλον υπάρχει πίσω από τις οδηγίες και το ρόλο των γυναικονόμων και στην Αθήνα και στη Χαιρώνεια είναι ότι ήθελαν να αποτρέψουν την προβολή της μοιχείας. Παράλληλα, θέλουν να τονίσουν τη διάκριση μεταξύ των ευσεβών γυναικών και των μοιχών με τις πόρνες. Σχετικά με τα γυναικεία φορέματα δεν επιτρέπονταν να φοράνε φορέματα με λουλούδια εκτός αν ασκούσαν το επάγγελμα της πόρνης. Οι γυναίκες που παραβίαζαν αυτούς τους κανονισμούς και τις επισημάνσεις των γυναικονόμων αποκλείονταν από τη συμμετοχή στις γιορτές και σε θυσίες. Επίσης, μειώνονταν οι πιθανότητες να ξαναπαντρευτούν. Ο ρόλος των γυναικονόμων αναφέρεται αποσπασματικά σε κάποιους νόμους στην περιοχή της Θάσου τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Αριστοτέλης συσχετίζει τους γυναικόνομους με την έννοια της ευκοσμίας. Γενικά καθήκον τους ήταν η διατήρηση της τάξης , με έμφαση στην ηθική έννοια. Σ’αυτό προσθέτει ο Πλούταρχος ότι οι γυναικονόμοι καταστέλλουν άγριες και χωρίς λόγο συμπεριφορές (άτακτον και ακόλαστον).

Οι πιθανές λογικές ερμηνείες στις οποίες βασίζονται οι οδηγίες που ορίζουν τη γυναικεία συμπεριφορά και τον τρόπο ντυσίματος οφείλονται:

• Σε μια γενική τάση ελέγχου

• Στην επιθυμία να περιορίσουν την τάση των γυναικών να ξοδεύουν πολλά για τον εαυτό τους

• Στη επιθυμία να περιορίσουν την ανταγωνιστική έκθεση του πλούτου και της ευμάρειας σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας

• Στην προβολή της γυναικείας μοιχείας για χατίρι των γυναικών των αντρών (for the sake of the women’s men)

• Στην προβολή της μοιχείας για χάρη του θεϊκού στοιχείου

• Στην τυποποίηση των φορεμάτων για να ενισχύσουν την οπτική επίδραση των γυναικών

• Στην έκφραση της διαφορετικής κοινωνικής θέσης (ελεύθερες –σκλάβες, γυναίκες-κορίτσια, πόρνες-μοιχές)

• Στη διατήρηση των εθίμων, συνηθειών

• Στην προστασία των ζωντανών από την επιστροφή των φαντασμάτων

• Στην επίβλεψη του ρόλου των δύο φύλων (οι άντρες δεν πρέπει να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως γυναίκες είτε με τον τρόπο που θρηνούν είτε με μία γυναικοπρεπή αφιέρωση στο σεξ)

Οι κυρώσεις που μπορούσαν να επιβάλλουν οι γυναικονόμοι είναι :

• Το σκίσιμο των φορεμάτων

• Δήμευση των φορεμάτων

• Επιβολή ποινών

• Δημόσια εφαρμογή των ποινών

• Η επιβολή ποινών που σχετίζονται με τη συμμετοχή σε γιορτές και σε θυσίες

• Επιβολή κατάρας

• Η μεταφορά των γυναικών από λίστες καλές σε αυτές που είναι λιγότερο καλές με θρησκευτικές ποινές.

Γενικεύσεις στο τέλος της κλασικής περιόδου

Αριστοτέλης Πολιτικά

Υπάρχουν κάποιες υποχρεώσεις που αφορούν το κράτος και κάποιες που αφορούν τους πολίτες. Ο παιδονόμος και ο γυναικονόμος είναι ένας θεσμός πιο πολύ αριστοκρατικός παρά δημοκρατικός. Υπάρχει πάντα η απορία πως μπορείς να εμποδίσεις τις γυναίκες των φτωχών να βγαίνουν έξω. Κάποιες οδηγίες δεν είναι εντελώς δημοκρατικές αφού για παράδειγμα οι φτωχοί που δεν μπορούν να έχουν σκλάβους είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τις γυναίκες και τα παιδιά σαν υπηρέτες.

Στη ρωμαική εποχή

Είναι καλό να μην υπάρχει κάποιος επιμελητής για την παρουσίαση των γυναικών αλλά να μάθει ο άντρας καλύτερα να ελέγχει τη συμπεριφορά και τον τρόπο ντυσίματος της γυναίκας του.

Στην πόλη υπάρχουν δικαστές, δήμαρχοι και άλλες αρχές που είναι σωστά εκλεγμένοι και καθορισμένοι από τους θεσμούς. Υπάρχει δηλαδή αγορανομία, παιδονομία, αστυνομία, γυναικονομία

Αθήνα αρχές 5ου αιώνα, Χαιρώνεια 1-2ος αιώνας

Σόλωνας –Πλούταρχος

Ο Σόλωνας απαγόρευσε στις γυναίκες να φοράνε πάνω από τρία ενδύματα, να κουβαλάνε φαγητό ή κάτι για να πιουν και να ταξιδεύουν το βράδυ. Απαγόρευσε τα δάκρυα στα μάγουλα στις κηδείες, τα μοιρολόγια, τις θυσίες στους τάφους των νεκρών και τις επισκέψεις άλλων ανθρώπων στον νεκρό εκτός από την οικογένεια του. Όσοι παραβίαζαν αυτές τις παραινέσεις τιμωρούνταν από τους γυναικονόμους. Οι άντρες τιμωρούνταν για γυναικοπρεπή συμπεριφορά και αισθήματα στη διάρκεια του θρήνου.

Μια γενίκευση –Ένας υπαινιγμός της κλασικής εποχής Πλάτωνας –Νόμοι

Σχετικά με τη ζωή του ζευγαριού, ο γαμπρός πρέπει να φροντίζει τη νύφη και η ίδια από την πλευρά της να κάνει το ίδιο. Υπήρχαν γυναίκες που είχαν τον ρόλο του τοποτηρητή και την ευθύνη της επίβλεψης. Συγκεντρώνονταν κι ενημέρωναν αν είχαν προσέξει κάποιον άντρα ή γυναίκα που βρισκόταν σε ηλικία αναπαραγωγής να μη δείχνει σωστή συμπεριφορά στη διάρκεια του γάμου. Η περίοδος κατά την οποία ένα παντρεμένο ζευγάρι πρέπει να κάνει παιδί είναι 10 χρόνια. Αν το ζευγάρι δεν κάνει παιδί αυτά τα χρόνια, τότε μπορούν να συζητήσουν μαζί με τους συγγενείς τους και τις γυναίκες που ήταν υπεύθυνες για τον γάμο ώστε να χωρίσουν για το κοινό καλό και των δύο. Αν υπάρχει διαμάχη, τότε απευθύνονται στους νομοφύλακες στις αποφάσεις των οποίων πρέπει να υπακούσουν. Οι γυναίκες που ήταν υπεύθυνες για την επίβλεψη μπορούσαν να παρεμβαίνουν στη ζωή ενός νέου ζευγαριού και να τερματίσουν μια λανθασμένη συμπεριφορά μέσα από συμβουλές και παραινέσεις και απειλές. Αν δεν διορθώνεται η κατάσταση, το ζευγάρι μπορεί να απευθυνθεί στους νομοφύλακες. Αν η γυναίκα ή ο άντρας του ζευγαριού τιμωρούνταν αφού δεν είχε διορθώσει τη συμπεριφορά του, του απαγόρευαν να παραστεί στο γάμο των παιδιών του ή στην τελετή για τη γέννηση των παιδιών τους.

Αρχές ελληνιστικής εποχής –Αθήνα Λυκούργος

Ο πολιτικός Λυκούργος πρότεινε ένα διάταγμα κατά το οποίο απαγορευόταν στη γυναίκα να έρχεται με άμαξα κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων. Η πρώτη που τιμωρήθηκε ήταν η γυναίκα του.

Ένας άλλος ρόλος των γυναικονόμων είναι να επιβλέπουν τους καλεσμένους στις γαμήλιες τελετές και να φροντίζουν να μην ξεπερνούν τον αριθμό που είχαν ορίσει, τους 30 δηλαδή. Οι γυναικονόμοι μαζί με τους Αρεοπαγίτες μπορούσαν, ακόμη, να ελέγξουν τις συγκεντρώσεις στα σπίτια σε γάμους και θυσίες.

Στην περιοχή της Ανδανίας –Μεσσηνία

Στη διάρκεια των Μυστηρίων οι άντρες εμφανίζονταν με λευκά ρούχα και χωρίς παπούτσια ενώ οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να φοράνε διάφανα ρούχα και οι άκρες στα φορέματα τους να μην είναι πάνω από ένα μέτρο φάρδος. Οι ελεύθερες-ανεξάρτητες γυναίκες πρέπει να έχουν ένα λινό χιτώνα από πάνω τους και τα κορίτσια ένα ρούχο με κρόσια ή ένα λινό ύφασμα που δεν θα κάνει πάνω από 100 δραχμές. Οι δούλες θα είχαν απλά ένα ιμάτιο, ή ένα χιτώνα που δεν θα έκανε πάνω από 50 δραχμές. Υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες για τις ιέρειες γυναίκες και τα κορίτσια. Επίσης, απαγορευόταν να φοράνε κοσμήματα ή να βάφονται, να έχουν τα μαλλιά τους πλεγμένα ή να φοράνε παπούτσια. Οι ιέρειες έπρεπε να έχουν καρέκλες φτιαγμένες από καλάθια που θα κάθονταν επάνω με άσπρα μαξιλάρια. Αν κάποια γυναίκα παρενέβαινε τις οδηγίες , ο γυναικονόμος μπορούσε όχι απλά να την τιμωρήσει αλλά και να σκίσει τα ρούχα της και να τα προσφέρει στους θεούς.

Γαμβρείο 3ος αιώνας

Υπάρχουν πληροφορίες που αφορούν την περίοδο του θρήνου. Οι γυναίκες που θρηνούν μπορούσαν να φορούν μόνο γκρίζα ρούχα. Οι τελετές για τους νεκρούς θα γίνονταν μέχρι και τρεις μήνες μετά το θάνατο του προσώπου. Οι άντρες μπορούσαν να σταματήσουν το πένθος στους 4 μήνες ενώ οι γυναίκες στους 5 μήνες. Η συμπεριφορά των γυναικών θα πρέπει να είναι πιο προσεχτική όταν βγαίνουν από περίοδο θρήνου γιατί υπήρχε πάντα επίβλεψη από τον γυναικονόμο.

Κάποιοι γυναικονόμοι: Την εποχή του Νικοκράτη, ο Soander ο γιος του Τρύφωνα, ο Ισόχρυσος την εποχή του Κλέωνα, ο Γάιος Ιούλιος Βοιώτιος την εποχή του Γάιου Ιούλιου Λυσικράτη, ο Βάριος Φώσφορος (Barius), ο Υγείνος την εποχή του Κλεώνυμου,

Γάμος- Προίκα για κορίτσια

Ένας λόγος που δίσταζαν οι οικογένειες στην ελληνική αρχαιότητα να μεγαλώσουν κορίτσια ήταν ο γάμος τους και η προίκα που έπρεπε να προσφέρουν στο μέλλον για να τις παντρέψουν. Μόλις 12 χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου έχουμε το πρώτο γραπτό κείμενο που αναφέρεται στο γάμο δύο Ελλήνων και το συμβόλαιο που υπέγραφαν. Πρόκειται για το συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο πολίτες διαφορετικών πόλεων, η νύφη από την Κω και ο άντρας από την Τέμνο. Μετά όμως από την εποχή του Αλέξανδρου οι περιορισμοί που έθεταν τα σύνορα των πόλεων είχαν καταρριφθεί. Με αυτό το συμβόλαιο, ο πατέρας προστάτευε την κόρη του και η προίκα που θα έπαιρνε ο γαμπρός θα επιστρεφόταν αν έκανε κάτι κακό στη νύφη. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου υπήρχε η τελετή του γάμου.

Ο τύπος των γυναικείων σωμάτων και τι αντικατοπτρίζουν

Ο πιο διάσημος και γνωστός τύπος σώματος για τα πορτρέτα των αγαλμάτων των γυναικών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν οι γνωστές γυναίκες μικρόσωμες και μεγαλόσωμες της περιοχής κοντά στην Πομπηία Herculaneum. Δίνουν μια εικόνα που θεωρείται ότι ταιριάζει αρκετά για τις περιπτώσεις τιμής αλλά και θρήνου και αντιπροσωπεύει τις αυτοκράτειρες και της γυναίκας των ανώτερων στρωμάτων κυρίως στο 2ο αιώνα ad.

Τα αγάλματα που μας δίνουν τους δύο τύπους των γυναικών βρέθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στο θέατρο του Ερκιουλάνιου και μεταφέρθηκαν στη Δρέσδη. Αυτά τα αγάλματα χρησιμοποιούνταν μάλλον για να διακοσμήσουν το μπροστινό μέρος της σκηνής και δεν εμφανίζονται σε πορτρέτα. Έχουν τα ιδανικά πρόσωπα και το κατάλληλο στυλ μαλλιών. Χρονολογούνται την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο αλλά θεωρούνται αντίγραφα ρων αγαλμάτων που έγιναν την ελληνιστική περίοδο, τέλη 4ου αιώνα π.Χ. Τα αρχικά αγάλματα μπορεί να έχουν δημιουργηθεί από δύο διαφορετικούς γλύπτες και δεν είναι απαραίτητο ότι ήταν τοποθετημένα μαζί.

Η μεγάλη (σε ύψος) γυναίκα είχε 1,98 ύψος ενώ η μικρή 1,81. Η μεγαλόσωμη έχει πέπλο και παρουσιάζεται ως μία ώριμη γυναίκα ενώ η μικρότερη αντιπροσωπεύει μια νεότερη μάλλον σε ηλικία γυναίκα εξαιτίας του μεγέθους της και του γεγονότος ότι δεν φοράει πέπλο. Και οι δύο φοράνε την ίδια ενδυμασία, ένα μακρύ φόρεμα, μάλλον χιτώνας, που αφήνει ακάλυπτο μόνο λίγο τον λαιμό και το κεφάλι και πέφτει κάτω καλύπτοντας και τα πόδια πέφτοντας ουσιαστικά και στο έδαφος. Είναι φτιαγμένο από μεγάλη ποσότητα καλού υλικού που έχει πολλές διπλώσεις. Στην κορυφή, πάνω από αυτό και οι δύο γυναίκες φοράνε έναν ογκώδη μανδύα που τυλίγεται γύρω από το σώμα έτσι ώστε να καλύπτει τους ώμους μέχρι τα γόνατα. Είναι η κίνηση του σώματος και το αναμενόμενο ρίξιμο του υφάσματος με τις πτυχές που δίνει στις δύο φιγούρες τα χαρακτηριστικά τους και τις κάνει αναγνωρίσιμες.

Η μεγάλη γυναίκα έχει το δεξί της χέρι σηκωμένο μέχρι το στήθος της έτσι ώστε το χέρι που είναι σηκωμένο να κρύβει το στήθος της. Κρατάει ένα κομμάτι από το ύφασμα με έναν τρόπο που η μία πτύχωση πέφτει διαγωνίως και περνάει το δεξί χέρι μέχρι τον καρπό της. Άρα το ύφασμα καλύπτει το δεξί χέρι μέχρι τον καρπό. Κανένα χέρι δεν καλύπτεται ολόκληρο από το ύφασμα. Στέκεται σε μία χαλαρή πόζα ρίχνοντας το βάρος της περισσότερο προς το δεξί πόδι και αριστερά λυγίζει το πόδι της. Το κεφάλι της έχει μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά και κάτω αλλά αυτό είναι κάτι που αλλάζει συχνά στα αγάλματα. Με τον μανδύα καλύπτει μόνο το πίσω μέρος του κεφαλιού ενώ τα μαλλιά της φαίνονται.

Η μικρόσωμη γυναίκα στέκεται με το βάρος της στο ένα πόδι και το άλλο πιο χαλαρό αλλά σε αυτή τη περίπτωση το βάρος έχει πέσει στα αριστερά. Υπάρχει πάλι μια μικρή κλίση. Κρατάει το δεξί της χέρι δείχνοντας με δύναμη τον αγκώνα της καλύπτοντας την άλλη πλευρά, σαν να της πέφτει το ύφασμα και πάει να το πιάσει. Το αριστερό της χέρι δεν είναι χαλαρό όπως στην μεγαλόσωμη γυναίκα αλλά λυγίζει στο ύψος της λεκάνης σαν να κρατάει το ύφασμα. Το μόνο που φαίνεται από το σώμα της είναι τα δάχτυλα του ποδιού. Και πάλι είναι η χειρονομία του χεριού και το μοτίβο που σχηματίζεται από τις πτυχώσεις του φορέματος που χαρακτηρίζει τον τύπο της γυναίκας.

Σε διάφορα αντίγραφα η μορφή των γυναικών μπορεί να διαφέρει, μπορεί να φοράει η μικρότερη πέπλο και όχι η μεγαλύτερη. Αυτό που έχει σημασία είναι η κλίση του κεφαλιού. Η Bieber υποστηρίζει ότι αυτά τα αγάλματα αποτελούν ιδανικά μοντέλα και απεικονίζουν την Δήμητρα και την Περσεφόνη. Είναι δείγμα της γυναικείας παρουσίας σε περιπτώσεις θρήνου με την μεγάλη γυναίκα να είναι παντρεμένη και τη μικρή να είναι η νεότερη και ανύπαντρη. Από την άλλη ο Kruse υποστηρίζει ότι η μεγάλη γυναίκα μπορεί να είναι μια ιέρεια ενώ και ο Wrede θεωρεί ότι είναι απίθανο η μικρή γυναίκα να απεικονίζει την Περσεφόνη. Υποστηρίζει ότι κανένα από τα δύο δείγματα αγαλμάτων δεν απεικονίζει κάποια θεά. Ο Trimble θεωρεί ότι τα αγάλματα αυτά απεικονίζουν γυναίκες του 2ου αιώνα ad που μάλλον εκπροσωπούν γυναίκες εύπορων οικογενειών σε πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δίνει μία απάντηση στο γιατί έχουν τόσο μεγάλη αναγνωρισιμότητα και γιατί τα χρησιμοποιούσαν σαν δείγματα τόσο συχνά. Αντιπροσώπευαν μία κοινή αυτοκρατορική κουλτούρα με ελληνιστικές ρίζες η οποία ένωσε την τοπική ελιτ γύρω από την αυτοκρατορία ενώ επίσης τους συνέδεε με την αυτοκρατορική οικογένεια. Ήταν όμως μάλλον ο τρόπος που τα αγάλματα στέκονταν, τα ρούχα που φορούσαν και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο φορούσαν το ύφασμα με τις πτυχώσεις που τις έκανε τόσο (έκανε τα αγάλματα που έδειχναν τις γυναίκες) να δείχνουν κατεξοχήν κατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν ως πορτρέτα γυναικών είτε για τιμητικές είτε για ταφικές περιπτώσεις.

Ένα μνημείο πολύ σημαντικό προκειμένου να καταλάβουμε τη σημαντικότητα της χρήσης των αγαλμάτων είναι το άγαλμα της Νύφης του Ηρώδου του Αττικού στην Ολυμπία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι η μητέρα του Ηρώδου του Αττικού, άλλοι (Bol) ότι είναι η Σαμπίνα η γυναίκα του Χανδρία. Δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι οι αυτοκράτειρες και η γυναίκα του Ηρώδου ανήκουν στον ίδιο κοινωνικό κύκλο παρά τον διαχωρισμό των αγαλμάτων στο μνημείο σε δύο ξεχωριστές οικογενειακές ομάδες, αυτή της αυτοκρατορικής οικογένειας και αυτή της ιδιωτικής.

Το ένα παράδειγμα της νεότερης γυναίκας είναι σύμφωνα με τον Bieber η Φαουστίνα ενώ ο Bol υποστηρίζει ότι είναι η Αθηναίς η δεύτερη κόρη του Ηρώδη και της Ρεγκίλιας. Έχουν βρεθεί και άλλα ακέφαλα αγάλματα στα οποία η γυναίκα έχει την ίδια στάση με αυτή των προηγούμενων αγαλμάτων. Όλες οι γυναίκες φορούν τα ίδια ρούχα. Ένα μακρύ φόρεμα με μανίκι σαν φάκελο που πέφτει με διαφορετικούς τρόπους. Μόνο το άγαλμα που απεικονίζει την Ελπινίκη ξεφεύγει λίγο από τις κλασικές νόρμες αφού ο τρόπος με τον οποίο έχει τα χέρια της αφήνει ακάλυπτο και τα δύο χέρια της και κρύβει τον ώμο. Είναι μια πολύ πιο χαλαρή και ελεύθερη στάση. Οι αυτοκράτορες και τα αρσενικά μέλη αυτών των οικογενειών φορούν οπλισμό και πανοπλία ενώ τα αρσενικά μέλη της οικογένειας του Ηρώδη και της Ρεγκίλιας φορούν είτε μανδύα, τήβεννο ή τον ελληνικό συνδυασμό της τηβέννου με το ιμάτιο. Οι γυναίκες αντίθετα εμφανίζονται να έχουν υιοθετήσει μία συλλογική ταυτότητα. Οι ενδυμασίες τους φαίνεται να είναι ίδιες είτε ανήκουν σε μια αυτοκρατορική οικογένεια είτε σε μία ρωμαϊκή, ελληνική οικογένεια.

Οι περισσότερες από τις φιγούρες φορούν αυτό που ο Smith αποκαλεί τεχνητό κοστούμι, παραδοσιακό ελληνιστικό φόρεμα, έναν μανδύα-πανωφόρι-πέπλο που είναι τυλιγμένο γύρω από το σώμα στην κορυφή ενός μακριού φορέματος με πιέτες. Οι γυναίκες όπως φαίνεται από τα αγάλματα στο μνημείο του Ηρώδου του Αττικού τοποθετούνται σε ίση βάση με τους άντρες μόνο που σε σύγκριση με τους άντρες είναι λιγότερο διαφοροποιημένες σε σχέση με τους κοινωνικούς ρόλους και τις δημόσιες ταυτότητες. Οι γυναίκες αποτελούν μια κατηγορία από μόνες τους ενώ οι άντρες μπορούν να εξεταστούν διαφορετικά αφού ανήκουν σε διαφορετικές θέσεις.

Η Ελπινίκη αντιπροσωπεύει μία ενδιαφέρουσα αντίθεση σε σχέση με τις άλλες θηλυκές παρουσίες. Η ενδυμασία της είναι ξεκάθαρα ελληνική αφού ο χιτώνας έχει τα χαρακτηριστικά δεσίματα στο δεξί ώμο και λίγο πάνω στο χέρι, ενώ ο τρόπος με τον οποίο πέφτει αφήνει ελεύθερα τα χέρια δηλώνει μεγαλύτερη χαλαρότητα. Εμφανίζεται ως η μοναδική γυναίκα που φαίνεται ότι κρατά κάτι στα χέρια της και πολλοί υποστηρίοζυν ότι μάλλον είναι ιέρεια. Παρουσιάζονται, επίσης, κάποιες πλευρές της μεγάλης και της μικρής γυναίκας που δίνουν διαφορετικό περιεχόμενο. Μία από αυτές είναι η χρήση αυτού που μπορούμε να περιγράψουμε ως ουδέτερο κοστούμι (όρος που χρησιμοποιείται στην ελληνιστική περίοδο). Αυτοί οι τύποι σώματος δεν αντιπροσώπευαν προσωρινά στυλ ντυσίματος αλλά παρουσίαζαν ένα κλασικό και αναλλοίωτο τύπο φορέματος που δεν ήταν ούτε εντελώς ελληνικό ούτε ρωμαϊκό και γι αυτό ήταν κατάλληλο για αυτούς που επιθυμούσαν να προσδιορίζονται με βάση μια αυτοκρατορική κουλτούρα.

Η Bartman κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη ρωμαική ενδυμασία με τον χιτώνα και την πάλλα (tunica and palla) και το ελληνικό φόρεμα με τον χιτώνα ή πέπλο μαζί με το ιμάτιο. Υποστηρίζει ότι η ελληνική ενδυμασία χρησιμοποιούνταν περισσότερο για να τονίσει το θεικό ή ημιθεικό στοιχείο και το βλέπουμε κυρίως σε αγάλματα αυτοκρατόρων που φτιάχνονταν μετά το θάνατο τους. Από τα μέσα του 2ου αιώνα οι αυτοκράτειρες και οι απλές γυναίκες έχουν την τάση να εμφανίζονται με μια πιο ουδέτερη ενδυμασία, αν και ένας τύπος πιο καθαρού ελληνικού τύπου φορέματος παραμένει ως εναλλακτική πρόταση. Η ενδυμασία που είχαν τα δύο αγάλματα ήταν πλέον ευρέως αποδεκτή και αποτελούσε μία παγκόσμια αυτοκρατορική ενδυμασία.

Ο συνδυασμός του μακριού φορέματος μέχρι τα πόδια με έναν μεγάλο μανδύα που κάλυπτε το σώμα συχνά περιγράφεται ως σεμνός γιατί καλύπτει τόσο πολλά από το σώμα. Ο Smith υποστηρίζει ότι η ελληνιστική ενδυμασία δίνει αντικρουόμενα μηνύματα σεμνότητας και ερωτικής προοπτικής και ότι οι πτυχώσεις αποτελούν τόσο σημάδι ευμάρειας και πλούτου όσο και σεμνότητας. Άλλοι τονίζουν το πόσο ακριβό μπορεί να είναι ένα τέτοιο ρούχο κάτι που φαίνεται από τις πολλές πτυχώσεις και από την λεπτότητα του διάφανου ιματίου που φορούσαν στην κορυφή. Αυτό που πετυχαίνουν όμως είναι να μην είναι επιδεικτικά αλλά να αναδεικνύουν την όμορφη, επιθυμητή και γόνιμη γυναίκα που είναι σεμνή και αυτό αποτελεί τιμή για την πλούσια και σημαντική οικογένεια της.

Κάτι επίσης σημαντικό στα δύο αυτά αγάλματα είναι η στάση του σώματος που είναι κλειστή με τα χέρια να είναι κοντά στον κορμό είτε κλεισμένα είτε διαγωνίως με μια διακριτική χειρονομία. Στην περίπτωση της μικρής γυναίκας τα χέρια της λειτουργούν ως φραγμός-εμπόδιο στο ρούχο με τις πτυχώσεις που πέφτει σιγά. Το εμπόδιο αυτό είναι λιγότερο ορατό στην περίπτωση της μεγάλης γυναίκας γιατί αντί να γίνεται με τα χέρια επιτυγχάνεται με το διαγώνιο δέσιμο. Λειτουργεί έτσι σαν εμπόδιο ανάμεσα στη φιγούρα και στον έξω κόσμο. Αυτό επιτυγχάνεται ιδιαίτερα από το κεφάλι που γέρνει και το χαμηλωμένο βλέμμα. Το άγαλμα με τη μεγάλη γυναίκα και τον πιο επιτακτικό τρόπο ελέγχου του υφάσματος είναι πιο συχνά χρησιμοποιημένο από ότι το άγαλμα με τη μικρή γυναίκα.

Οι δύο τύποι γυναικών συνδυάζουν μία ποικιλία από έξυπνα μηνύματα –κάποιος θα μπορούσε να πει και υποσυνείδητα- με σκοπό τη δημιουργία μιας εικόνας αρμονικής πετυχημένης. Μπορεί με μία πρώτη ματιά να υπάρχουν κάποια λάθη: είναι σκεπασμένα με ελαφριά υφάσματα, δεν φαίνεται πολύ το σώμα, υπάρχουν επιθετικές χειρονομίες, η σεμνότητα δείχνει να επιβάλλεται από ένα χαμηλωμένο βλέμμα και από ένα πέπλο. Παρόλ’αυτά ένα μέρος του σώματος είναι ορατό ώστε να δείχνουν ότι είναι τόσο όμορφες όσο και σεμνές. Ο κομψός τρόπος με τον οποίο πέφτει το ρούχο δείχνει ότι είναι πλούσιες αλλά δεν το επιδεικνύουν. Οι καλυμμένες από κάποια εμπόδια χειρονομίες δείχνουν ότι είναι κοινωνικά επαρκείς και ικανές χωρίς να γίνονται προκλητικές ή να προβάλλονται πολύ. Η στάση του σώματος τους δείχνει ότι ήταν γυναίκες που συμμορφώνονταν με τις προσδοκίες της κοινωνίας για αυτές.

Στην αρχή του 2ου αιώνα οι δύο τύποι ήταν πλέον αναγνωρίσιμες ως κλασικές εικόνες γυναικών. Αυτός ο ουδέτερος (ελληνιστικός) τρόπος ντυσίματος ήταν κατάλληλος για μορφωμένες γυναίκες όπου κι αν ζούσαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ατομικότητα και η μόδα περιορίστηκαν στην εικόνα του κεφαλιού και στο τρόπο χτενίσματος. Το σώμα εξέφραζε μία ιδανική εικόνα του γυναικείου κόσμου την περίοδο του Αντώνιου, μία περίοδο κατά την οποία οι γυναίκες από καλές οικογένειες επιτρέπονταν και ακόμα ήταν επιθυμητό να είναι ορατές και να κυκλοφορούν αλλά ακόμη είχαν πολύ μικρό και περιορισμένο δημόσιο χώρο και κοινωνικούς ρόλους σε σύγκριση με τους άντρες. Ο μεγάλος και ο μικρός τύπος γυναίκας των αγαλμάτων παρείχε ένα μοντέλο που εξέφραζε

Κομμώσεις

Σχετικά με τις κομμώσεις, τόσο στην ομηρική εποχή όσο και στην αρχαϊκή εποχή, υπάρχει η τάση οι γυναίκες και οι άντρες να έχουν μακριά μαλλιά. Ο ένας τύπος είναι τα μαλλιά να στέκονται πεσμένα πίσω από τα αυτιά μέχρι την πλάτη και ο άλλος τύπος είναι ένα μέρος των μαλλιών να πέφτει μπροστά, πάνω στο στήθος. Συνήθως τα μαλλιά παρουσιάζονται ως ενιαίος όγκος ή χωρισμένα σε βοστρύχους δηλαδή πλεξούδες. Επίσης, συχνά είναι δεμένα σφιχτά με μία στρογγυλή ταινία, άλλοτε αφήνονται ελεύθερα ενώ κάποιες φορές εμφανίζονται και δεμένα στην άκρη ώστε να μπορούν να μαζευτούν πιο εύκολα πίσω.

Από τα μέσα του 7ου αιώνα παρατηρείται η τάση να κόβονται τα μακριά μαλλιά μέχρι τον αυχένα ή λίγο πιο κάτω. Ο οριζόντιος όγκος των μαλλιών δημιούργησε τον όρο «οροφωτή φενάκη» και ως εικόνα μοιάζει στην περούκα. Στα μέσα του 6ου αιώνα, παρατηρείται η τάση να προτιμούνται τα μακριά μαλλιά που πέφτουν στην πλάτη και δένουν με μια ταινία από την οποία κρέμεται η άκρη τους. Στον Θουκυδίδη αναφέρεται ως «κρώβυλος» και έμοιαζε σαν σάκος.

Στους άντρες ήταν πολύ συνηθισμένες οι κοντές κομμώσεις. Τα αγγεία της περιόδου, βέβαια, δεν επιβεβαιώνουν τη σκέψη ότι αυτό το κούρεμα αφορά τους αθλητές, αφού δεν αποτυπώνονται πάνω στα αγγεία αντρικές μορφές αθλητών με τέτοιο κούρεμα. Μια άλλη πληροφορία που παίρνουμε από τα ομηρικά έπη σχετικά με τα κοντά μαλλιά είναι ότι συμβόλιζαν το πένθος. Επίσης, γνωστή ήταν και η κόμμωση στους άντρες που είχαν μακριά μαλλιά με δύο πλεκτές κοτσίδες στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

Στην κλασική περίοδο, οι γυναίκες συνέχισαν να έχουν μακριά μαλλιά και να τους δίνουν διαφορετικά σχέδια. Επίσης, την κλασική και την αρχαϊκή εποχή ήταν πολύ διαδεδομένη και η γενειάδα στην οποία πολλοί έδιναν το σχήμα της σφήνας (σφηνοπώγων). Σε αντίθεση με τους μεγάλους άντρες και τα γένια που είχαν, οι νεότεροι άντρες και ειδικά οι έφηβοι ήταν ξυρισμένοι. Στην αρχαϊκή περίοδο ξύριζαν και το μουστάκι. Στη Σπάρτη μάλιστα επιβάλλεται το ξύρισμα.

Όπως διαδίδονταν οι καινούριες τάσεις και οι καινοτομίες στο ντύσιμο και στην ένδυση, με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε και η κομμωτική. Αρκούσε κάποιος μεγάλος ηγέτης να κουρευτεί κάπως διαφορετικά ή να ντυθεί με κάτι καινούριο και να γίνει κατευθείαν πρότυπο. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε και η εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εντυπωσίαζε με το αξύριστο και χωρίς καθόλου γένια πρόσωπο του. Η ταχύτητα διάδοσης βέβαια διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Ενώ, λοιπόν, ο Μέγας Αλέξανδρος απεικονίζεται σε αγγείο της Κάτω Ιταλίας με γένια, στην Ελλάδα γνώριζαν ήδη ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ήδη ξυριστεί. Η καινούρια μόδα διαδόθηκε στην Κάτω Ιταλία το 300 π.Χ. Επίσης, είναι γνωστό ότι στην ελληνιστική εποχή ήταν απαγορευμένο το ξυρισμένο αντρικό πρόσωπο. Η εικόνα του άντρα με γένια επανέρχεται την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού.

Ρώμη

Ένδυση

Το ντύσιμο στη Ρώμη ήταν μια κατάσταση που οριζόταν από συμβάσεις και θεσπισμένους κανονισμούς. Αντίθετα, στον ελλαδικό χώρο, το ντύσιμο ήταν έκφραση προσωπικών προτιμήσεων που καθορίζονταν από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Στη Ρώμη, τήβεννο επιτρεπόταν να φορέσει μόνο ο Ρωμαίος πολίτης. Το χρώμα και το φάρδος της φανέρωναν αν αυτός που τη φοράει είναι πατρίκιος, ιππέας ή απλός πολίτης. Κάθε ρούχο είχε και τα δικά του παπούτσια. Επίσης, στους Ρωμαίους πολίτες δεν θεωρούνταν σωστό να φοράνε κάποια άλλα ενδύματα πάνω από τη τήβεννο. Η Ρωμαία σύζυγος φορούσε τη stola. Γενικά, το κλίμα στις δημόσιες εμφανίσεις ήταν πολύ αυστηρό σχετικά με το τι έπρεπε να φοράνε σε αντίθεση με τις μη δημόσιες εμφανίσεις. Επίσης, υπήρχε περιορισμός στην αυστηρότητα των νόμων σε κάποιες μικρότερες πόλεις. Τέλος, είχε οριστεί ένας καθημερινός τρόπος ντυσίματος και ένας επίσημος.

Οι περισσότερες πληροφορίες για το ρωμαϊκό τρόπο ντυσίματος αντλούνται από ετρουσκικά έργα της πρώιμης εποχής αφού ο αριθμός των αρχαιολογικών ευρημάτων της αρχαϊκής εποχής είναι μικρός. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες, οι αντρικές μορφές του 6ου και 7ου αιώνα, οι άντρες είχαν ως μοναδικό ένδυμα ένα είδος περιζώματος που τραβιέται μέχρι τον καβάλο. Και για τα δύο φύλα η γενική εικόνα που υπάρχει είναι ότι είναι ντυμένα με έναν ολόσωμο χιτώνα πάνω από τον οποίο μπορούσαν να βάλουν κάποιο άλλο ιμάτιο. Στην αρχαϊκή εποχή, το ύφασμα είναι μάλλινο, αργότερα όμως γίνεται λινό. Οι γυναίκες φορούσαν τους χιτώνες μέχρι τα πόδια ή και λίγο πιο κοντά, ενώ οι άντρες μέχρι την κνήμη ή κοντύτερα.

Η τήβεννος υπήρξε το ρούχο που ξεχώριζε τον Ρωμαίο πολίτη από τον απελεύθερο μη Ρωμαίο και κυρίως τον Έλληνα. Η προέλευση του είναι περισσότερο κεντροϊταλική και ετρουσκική. Η ρωμαϊκή τήβεννος είχε στρογγυλό σχήμα και αρχικά ήταν μάλλινη και χωρίς πολύ ύφασμα. Αργότερα, αυξήθηκε σε ύφασμα ώστε να πρέπει να διπλώνεται. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Το τελευταίο διπλωνόταν με αποτέλεσμα η τήβεννος να φαίνεται ότι είναι δύο στρώσεις υφάσματος. Αυτό οδήγησε στην κλασική μορφή τηβέννου που ονομάστηκε με τις δέσμες υφάσματος: το sinus, που κρεμόταν πάνω από τον δεξί ώμο μέχρι το δεξί γόνατο και από εκεί πάλι προς τα πάνω, τον balteus, που ξεκινούσε από τη δεξιά μασχάλη και πήγαινε προς τον αριστερό ώμο, σαν να υπάρχει για να στερεώνεται το σπαθί και τον umbo, που ήταν δέσμη πτυχώσεων που κρεμόταν από τον balteus. Αυτή η εικόνα της τηβέννου υπάρχει στα περισσότερα αγάλματα. Στη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου έγιναν αλλαγές αφού καταργήθηκε ο umbo και μπήκε μία λωρίδα, contabulatio που δενόταν λοξά και σφιχτά πάνω από το στήθος. Όμως, η τήβεννος απαιτούσε πολλή ώρα προετοιμασία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η χρήση της στην καθημερινή ζωή και να φοριέται πλέον μόνο σε επίσημες εμφανίσεις.

Το επίσημο γυναικείο ένδυμα ήταν η stola. Ήταν ένα μακρύ ένδυμα που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο και στο στρίφωμα είχε ραμμένη μια λωρίδα ξεχωριστά. Όπως και η τήβεννος, σταμάτησε να χρησιμοποιείται ως καθημερινό ένδυμα, μάλιστα νωρίτερα από την τήβεννο. Το καθημερινό ντύσιμο της Ρωμαίας γυναίκας περιελάμβανε την tunica που ήταν σαν πουκάμισο ραμμένο από δύο διαφορετικά κομμάτια υφάσματος για την μπροστινή και την πίσω πλευρά και έμοιαζε αρκετά με τον ελληνικό χιτώνα. Η tunica φοριόταν από τους άντρες μέχρι τα γόνατα και από τις γυναίκες πιο κάτω από τα γόνατα. Οι γυναίκες τη φορούσαν φαρδιά με μια ζώνη στη μέση που δημιουργούσε δύο πτυχώσεις θυμίζοντας έντονα το ελληνικό ρούχο. Φορούσαν συνήθως δύο tunicae, η μία πάνω στην άλλη, με την εξωτερική να έχει κόκκινες ταινίες clavi. Τον 3ο αιώνα, δημιουργήθηκε μία παραλλαγή της tunica, η dalmatica που είχε φαρδιά μανίκια και τη φορούσαν και οι άντρες και οι γυναίκες. Χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως ένδυμα της καθολικής λειτουργίας.

Υπήρχαν, επίσης, πολλά πανωφόρια όπως η paenula. Ήταν χειμερινό ρούχο, μάλλινο σε τριγωνική μορφή που έμπαινε από το κεφάλι και ήταν ραμμένο μπροστά κατά το ήμισυ. Την εποχή του Τραϊανού φοριέται και ως επίσημο ένδυμα, συχνότερα από την τήβεννο. Στις γυναίκες ήταν πιο μακριά και κλειστή όλη μέχρι κάτω. Ένα άλλο είδος πανωφοριού, πιο ελαφρύ, είναι η lacerna, που έχει έντονα χρώματα. Είχε ημικυκλικό σχήμα, στερεωνόταν στο στήθος ή στο δεξί ώμο και είχε μάλλον περσική προέλευση. Συνήθιζαν να φορούν την lacerna πάνω από την τήβεννο σε θεατρικές παραστάσεις. Όταν όμως υπήρχαν επίσημα πρόσωπα, την έβγαζαν. Ένα άλλο γνωστό πανωφόρι για τους άντρες είναι το pallium και για τις γυναίκες η palla που έμοιαζε με το ελληνικό ιμάτιο.

Ο τρόπος ένδυσης στις βόρειες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν διαφορετικός λόγω κλιματικών συνθηκών. Κάποια από αυτά ήταν ξένα και φορέθηκαν από τους Ρωμαίους όπως ο birrus και ο cucullus που είχαν πάρει από τη Γαλατία. Τα φορούσαν κυρίως ντόπιοι κάτοικοι. Επίσης, ήταν διαδεδομένα και τα παντελόνια bracae που έφταναν μέχρι τα γόνατα και αργότερα μέχρι τον αστράγαλο. Ήταν στοιχείο της ενδυμασίας των Γαλατών και των Γερμανών.

Οι πληροφορίες που αντλούμε για τα υφάσματα προέρχονται από αυθεντικά ευρήματα όπως το Διάταγμα περί τιμών του Διοκλητιανού που μας ενημερώνει για τα λινά ρούχα χωρίς κοσμήματα, τα μεταξωτά με κόκκινες ταινίες και τα διαφορετικά είδη birrus και dalmatica. Πληροφορίες αντλούμε, επίσης, από τους αιγυπτιακούς τάφους στους οποίους οι νεκροί ήταν θαμμένοι με πλούσια ρούχα και καλυμμένοι με ένα μεγάλο ύφασμα. Τα περισσότερα ρούχα που προέρχονται από την Αίγυπτο είναι tunicae με μεγάλο μήκος και φάρδος για να φοριούνται με ζώνη. Κλασικό στοιχείο τους είναι οι ταινίες clavi που ξεκινούν από το άνοιγμα στο λαιμό και φτάνου μέχρι το στήθος και στην πλάτη. Υπάρχουν, επίσης, διακοσμητικά στοιχεία στους ώμους και στα χέρια. Μέσα από τα αιγυπτιακά ευρήματα γίνεται αντιληπτό ότι οι tunicae φοριούνται πιο συχνά, είναι λινές και μεταξωτές μόνο στην Αίγυπτο.

Σχετικά με το τι φορούσαν στο κεφάλι, ο Ρωμαίος δεν είχε κάτι ούτε σε δημόσιες εμφανίσεις ούτε στο σπίτι του. Συνήθιζε να καλύπτει το κεφάλι του μόνο σε κάποιες θρησκευτικές τελετές. Ο απλός Ρωμαίος πολίτης κάλυπτε χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του με την τήβεννο. Χρησιμοποιούσαν επίσης την cucullus που έμοιαζε με κάπα. Διέθεταν, ακόμη, προστασία από τον ήλιο με τον πέτασο ενώ οι εργάτες είχαν την καυσία ή τον pilleus που έμοιαζε με τον ελληνικό πίλο. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει είναι ότι αποτελούσε σύμβολο ελευθερίας. Αργότερα, γίνεται ένα στρογγυλό κασκέτο χωρίς γείσο.

Τα υποδήματα των Ρωμαίων περιλαμβάνουν τα σανδάλια, τα κλειστά υποδήματα και τις μπότες. Τα πρώτα φοριούνταν μέσα στο σπίτι για οικιακή χρήση. Για την έξοδο τους χρησιμοποιούσαν το calceus που αποτελούσε μαζί με την τήβεννο χαρακτηριστικό στοιχείο της ένδυσης και υπόδησης του Ρωμαίου πολίτη. Ήταν ένα κλειστό παπούτσι από μαλακό δέρμα που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Υπήρχε αντίστοιχο και για τις γυναίκες που ήταν πιο κομψό. Οι συγκλητικοί και οι πατρίκιοι φορούσαν calceus senatorius patricius προκειμένου να διακρίνεται η κοινωνική τους τάξη. Οι στρατιώτες, οι εργάτες και οι αγρότες φορούσαν την caliga με γερή σόλα και δέρμα κομμένο σε λωρίδες. Υπήρχε επίσης και η carbatina με τη σόλα και το επάνω μέρος του παπουτσιού να αποτελούνται από ένα ενιαίο κομμάτι δέρματος. Τέλος, το campagus που ήταν αρχικά στρατιωτικό παπούτσι, έγινε αργότερα στοιχείο της υπόδησης των ευγενών. Κάλυπτε τα δάχτυλα και τη φτέρνα και άφηνε ακάλυπτο το μετατάρσιο. Στην ύστερη αρχαιότητα, οι απλοί εργάτες φορούσαν, επίσης και ένα γερό σανδάλι που το έδεναν μέχρι ψηλά στη γάμπα και έμοιαζε αρκετά με την ελληνική κρηπίδα.

Κομμώσεις Ρώμη

Τα πορτρέτα αποτελούν μια αξιόπιστη πηγή για τις κομμώσεις στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το νομισματικό πορτρέτο του Ρωμαίου Τίτου Κοϊντιου Φλαμίνου αποτελεί σημαντική μαρτυρία. Το πρόσωπο που απεικονίζεται έχει χαλαρές ημίμακρες μπούκλες που ξεκινάνε από το κέντρο και φτάνουν στον αυχένα και το μέτωπο. Έχει, επίσης, κοντό αλλά πλούσιο γένι. Παρόμοια κόμμωση και γενειάδα υπήρχε και σε βασιλείς της ελληνιστκής εποχής. Γενικότερα, υπήρχε συσχετισμός και σύγκριση ανάμεσα στα ρωμαϊκά και στα ελληνικά χτενίσματα. Ξεκινώντας τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι το μέσο του 1ου αιώνα μ.Χ. οι άντρες έχουν συνήθως κοντά μαλλιά χωρίς χωρίστρα. Για τις γυναίκες χαρακτηριστική είναι η μορφή της Ιουλίας Δόμνας με τα μαλλιά να είναι μακριά κατσαρά, να πέφτουν πάνω από τα αυτιά και τον αυχένα και να πλαισιώνονται από κοτσίδες. Μετά από κάποιο διάστημα αρχίζουν να κονταίνουν, να είναι ίσια ή με μπούκλες που έχουν γίνει κατσαρές με καυτό σίδερο. Συνήθως, υπάρχει κάποιο δίχτυ που στολίζει το πίσω μέρος του κεφαλιού. Στα τέλη του 3ου αιώνα η κεντρική κοτσίδα σχηματίζει θηλειά πάνω από το μέτωπο ενώ τον 4ο αιώνα το μαλλί εμφανίζεται με περισσότερο όγκο. Η φροντίδα των μαλλιών ήταν σημαντική για κάποια άτομα και έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην κόμμωση τους. Γι’αυτό και είχαν δικό τους δούλο για κουρέα, πήγαιναν συχνά σε κουρεία τα οποία συγκέντρωναν πρόσωπα φιλάρεσκα. Οι γυναίκες έβαφαν συχνά τα μαλλιά τους με το ξανθό να είναι κυρίαρχο χρώμα. Τέλος, χρησιμοποιούσαν διάφορα εξαρτήματα για τα μαλλιά όπως χτένες και φουρκέτες που ήταν φτιαγμένα από ελεφαντόδοτο ή άλλα ευγενή μέταλλα.

Βασιλική πορφύρα

H βασιλη πορφύρα γνωστή στην αρχαιότητα σαν βασιλική βαφή ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Η πορφύρα, η βαφή προερχόμενη από τα κοχύλια, μια βαφή χρώματος κόκκινου εώς ιώδους τη χρησιμοποιούσαν για τη βαφή ενδυμάτων. Ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής πορφυροβαφής είναι η Ερμιόνη. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος αναφέρει πως όταν ο Μ. Αλέξανδρος κατέλαβε τα Σούσα εντυπωσιάστηκε από την πορφυρική βαφή που βρήκε. (Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος 36). Οι αποχρώσεις της πορφύρας που είχαν μεγάλη ουσία ήταν η σκούρα κόκκινη, γνωστή ως πορφύρα της Τύρου και εκείνη με χρώμα αμέθυστου που έβαφαν τα βαφικά εργαστήρια της Ερμιόνης. Τα κοχύλια τύπου brandaris και purpura haemastoma έδιναν κόκκινη χροιά και το κοχύλι τύπου trunculus έδινε ιώδη προς μπλε χροιά. Τα εργαστήρια της Ερμιόνης τροφοδοτούσαν με πορφυροβαφή τους Πέρσες για τουλάχιστον δύο αιώνες και λόγω τη χρωματικής της ιδιόμορφης χροιάς αποτέλεσε βασικό στοιχείο επιλογής στη βασιλική αυλή του Δαρείου και του Κύρους.

Γαστρονομία

Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή (Επίκουρος).

Το φαγητό και το ποτό δεν είναι απλώς τα μέσα για τη διατήρηση της ζωής και της σωματικής ισορροπίας, είναι επίσης πηγή χαράς και απόλαυσης, ο ακρογωνιαίος λίθος της ζωής μέσα σ’ένα κοινωνικό πλαίσιο. Ο τρόπος που μαζεύουμε, επεξεργαζόμαστε, πουλάμε, αγοράζουμε και μαγειρεύουμε την τροφή μας είναι μια απαραίτητη δραστηριότητα, είναι όμως και καθημερινή τέχνη, που εκφράζει το νόημα και τη χαρά της ζωής. Στα φαγοπότια της ελληνιστικής εποχής κυριαρχεί η αφθονία των υλικών και μαγειρικών μεθόδων. Ψάρια, πουλερικά, μπαχαρικά, σάλτσες, πίτες με μέλι είναι από τα πιο συνηθισμένα εδέσματα.

Οι κατακτήσεις του Αλεξανδρου είχαν ένα πρωτοφανή αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή και τις έξεις της εποχής. Ο ελληνικός τρόπος ζωής και ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων εποίκων εγκαταστάθηκαν στην Ανατολή δημιουργώντας μια νέα τάξη πραγμάτων και νέες ανάγκες στις περιοχές αυτές. Παράλληλα, τα θαυμαστά πλούτη της Ανατολής μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Η πολυτέλεια και ο εξωτισμός ήταν βασική επιδίωξη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε μια προσπάθεια επίδειξης πλούτου και δύναμης, μέσα από πλουσιοπάροχες γιορτές, όπως στο γάμο του Κάρανου. Νέα προϊόντα εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Ανατολή, όπως εσπεριδοειδή, ροδάκινα, φυστίκια, ακόμα και παγώνια.

Στην ελληνική γραμματεία μνημονεύονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ονόματα μαγείρων. Από τον Χειρομένη και τον Κάδμο ως το Δείπνο του Φιλόξενου, που παραθέτει αποσπασματικά ο Αθήναιος, αλλά και ως την Ηδυπάθεια του Αρχέστρατου, όλα μαρτυρούν ότι η μαγειρική και όσοι τη διακονούσαν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των Ελλήνων.

Τα όσπρια, τα δημητριακά και τα χορταρικά αποτελούσαν τα βασικά είδη διατροφής των αρχαίων Ελλήνων και δεν έλειπαν από την καθημερινή διατροφή τους. Ωστόσο, στα πολυτελή συμπόσια των ελληνιστικών χρόνων τη θέση τους πήραν εκλεκτά εδέσματα από νωπό και παστωμένο κρέας αιγοπροβάτου, χοίρου, οικόσιτων και άγριων πουλερικών, βοοειδών, θηραμάτων, όπως ο αγριόχοιρος, το ελάφι, ο λαγός κ.ά., αλλά και ψαριών. Παράλληλα, υπήρχε μεγάλη ποικιλία ξηρών καρπών, φρούτων και λαχανικών, αλλά και γλυκών με βάση το μέλι.

Ιδιαίτερα μετά τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και την διεύρυνση των εμπορικών δρόμων, εισήχθησαν νέα υλικά και γεύσεις από τις κατακτηθείσες περιοχές και μεταφυτεύτηκαν λαχανικά και καρποφόρα δέντρα από την Ασία, γεγονός που σήμανε μια επανάσταση και μια διεύρυνση των γευστικών οριζόντων των Ελλήνων. Τα ελληνιστικά βασίλεια διαθέτοντας τεράστιο πλούτο είχαν τη δυνατότητα να εισάγουν και να καταναλώνουν τα εκλεκτότερα και σπανιότερα υλικά, η κατανάλωση των οποίων επέφερε κύρος και θαυμασμό. Ειδικά η Μακεδονία, με την ηγεμονία της επί των ελληνικών πόλεων στα χρόνια των Διαδόχων φθάνει πια η ίδια να δημιουργεί μόδες και να επηρεάζει συνήθειες αιώνων σε όλη την Ελλάδα, με την τρυφή που επικρατούσε στις διασκεδάσεις της, όντας και η ίδια ανοιχτή σε κάθε είδους επιρροή.

Στο ποίημα του Αρχέστρατου με τίτλο «Ηδυπάθεια», όπως παρατίθεται από τον Αθήναιο, υπάρχουν κάποιες αναφορές σε ορισμένα εκλεκτά προϊόντα, όπως τα χέλια του Στρυμόνα, οι κέφαλοι της Βόλβης, τα καλαμάρια του Δίου, οι γλαύκοι της Ολύνθου, το μιλιοκόπι της Πέλλας, ενώ δεν παραλείπονται τα κρασιά της Μένδης, της Τορώνης και της Σκιώνη, αλλά και της Θάσου. Η τελευταία μάλιστα ήταν γνωστή και για τα μπαρμπούνια, τις σκορπίνες, τα χταπόδια της, για το κριθάρι, τους ξηρούς καρπούς και μια ποικιλία ραδικιών.

Μετά το δείπνο, στα συμπόσια, ακολουθούσε ο πότος, κατά τη διάρκεια του οποίου προσφέρονταν για επιδόρπια (τραγήματα) ξηροί καρποί, όπως στραγάλια, φρούτα φρούτα φρέσκα ή αποξηραμένα, γλυκά με μέλι και οτιδήποτε μπορούσε ν διατηρήσει ή επιτείνει τη διάθεση για κρασί. Κατά τα ελληνιστικά χρόνια προσφέρονταν ενίοτε και εδέσματα από κρέας, μαγειρεμένα με καρυκεύματα που προσέδιδαν έντονη γεύση και προκαλούσαμν επιθυμία για κρασί. Ένα τέτοιο έδεσμα από ποικιλία κρεάτων, κυρίως θηραμάτων, ήταν η ματτύη, θεσσαλικής επινόησης, που καθιερώθηκε στη Μακεδονία και μέσω αυτής μεταφέρθηκε στην Αθήνα , όταν τελούσε υπό μακεδονική κυριαρχία. Στα φτωχότερα συμπόσια τα τραγήματα μπορούσαν να είναι αλατισμένοι βλαστοί κρεμμυδιών ή άλλων λαχανικών, αλμυρά παρασκευάσματα ψωμιού ή απλώς αλάτι (άλας λείχειν). Ο πυραμούς, ήταν ένα γλύκισμα-έπαθλο σε σχήμα πυραμίδας από μέλι και βρασμένο σιτάρι για εκείνον που θα κατάφερνε να μείνει άγρυπνος ως το τέλος του συμποσίου.

Τα οστρακόδερμα και τα μαλάκια, όπως τα καλαμάρια, ήταν ιδιαιτέρως αγαπητά, αλλά και τα χέλια της Βοιωτίας. Για τα τελευταία, σώζεται περιγραφή του τρόπου μαγειρέματός τους στον Αντιφάνη (Μ.ΙΙΙ, 125 & Κ.ΙΙ, 105), αλλά και στον ΄Αλεξι (Μ.ΙΙΙ,466 και Κ.ΙΙ,363).

Οι μάγειροι ήταν τεχνίτες που μισθώνονταν από ιδιώτες σε περίπτωση εορτασμού (για παντός τύπου κοινωνική εκδήλωση που περιλάμβανε εστίαση, όπως θα μπορούσε να είναι ένα επίσημο δείπνο, γεύμα θυσιών, εορταστικό γεύμα κλπ.) και αναλάμβαναν προσωρινά τη διαχείριση της κουζίνας και του προσωπικού.

Οι μάγειροι είναι επίσης οι βασικοί πρωταγωνιστές της Νέας Κωμωδίας, που κομπάζουν για τη μαγειρική τους τέχνη και καυχιούνται για τις γνώσεις τους για τα πιο εκλεκτά εδέσματα. Ταυτόχρονα, ο καθένας φημιζόταν για το δικό του «πιάτο». Σ’ ένα απόσπασμα του Σωτάδη (Μ. ΙΙΙ, 585 & Κ. ΙΙ, 447) ξετυλίγεται όλη η τέχνη της μαγειρικής και η δεξιοτεχνία του μαγείρου στη διαδικασία παρασκευής εδεσμάτων με ψάρι. Η επιλογή του κατάλληλου ψαριού γίνεται πολύ προσεκτικά, όπως ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον καθαρισμό του και στη σωστή θερμοκρασία ψησίματος των διαφόρων μελών του και στα καρυκεύματα και τις σάλτσες με τις οποίες θα τα συνοδεύσει.

Ο Αθήναιος αναφέρεται σε μαγείρους που υπηρετούσαν στην αυλή Μακεδόνων βασιλέων, όπως ο Πέλιγνας (xiv, 659 f.), δεξιοτέχνης μάγειρος του Μ. Αλεξάνδρου ή ο Ευτροπίων, αρχιμάγειρος του Αντίγονου (Πλουτ., Ηθικά, 11Β,C) ή ο Σωτηρίδης, μάγειρος που κάταφερε να ξεγελάσει τον βασιλιά Νικομήδη της Βιθυνίας (Εύφρων [Αθήν. i, 7d]).

Οι πιο διάσημοι μάγειροι προέρχονταν από την Σικελία, η οποία φημιζόταν για την τρυφηλή και πολυτελή ζωή της (Αθήναιος, xii, 518c). Ο ίδιος ο Πλάτωνας (Γοργίας, 518Β) κάνει λόγο για τον διάσημο Σικελό μάγειρο Μίθαικο, ο οποίος έγραψε έναν οδηγό μαγειρικής που βασίζεται στα ψάρια (ο την οψοποιίαν συγγεγραφώς την Σικελικήν). Ιδιαίτερη φήμη στην οψαρτυτική είχαν και οι Χιώτες (Αθήναιος, i, 25 e, f).Γενικότερα, οι τεχνικές μαγειρέματος της Σικελίας είχαν ιδιαίτερη απήχηση στους μαγείρους της εποχής, και όσοι είχαν μαθητεύσει εκεί κόμπαζαν με υπερηφάνεια. Έντονες επιρροές δέχτηκε η ελληνική κουζίνα και από τη Λυδία, όπου ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν ο κάνδαυλος, πιάτο που εισήχθη στην Αττική.

Η ανάπτυξη του εμπορίου κρασιού από τη μια άκρη της Μεσογείου ως την άλλη, τα δεύτερα πιάτα, οι εκλεπτυσμένες σάλτσες, η προσεκτική προετοιμασία διαλεκτών κομματιών κρέατος ή ψαριού ήταν το βασικό τμήμα της τέχνης του μαγείρου, που τελικά κατέληξε να ονομάζεται πλέον όχι μαγειρική αλλά οψαρτυτική. Παράλληλα, η αρτοποιία και η ζαχαροπλαστική αναπτύχθηκαν ταχύτατα, η μεν ως βιομηχανία προϊόντων για μαζική κατανάλωση, η δε ως τέχνη παράλληλη με την οψαρτυτική.

Η γαστρονομική ελληνική παράδοση διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες μέσα από πειραματισμούς με τις γεύσεις των τροφών και την προσθήκη υλικών, οι ουσίες των οποίων προσέδιδαν ένα απολαυστικό μαγειρικό αποτέλεσμα, τόσο σε επίπεδο γεύσης όσο και χρώματος, το οποίο απογειώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Στον ελληνιστικό και στον ρωμαϊκό κόσμο και αργότερα στον βυζαντινό παρατηρείται μια σημαντική στροφή προς τον εκλεκτικισμό, χάρη στην οποία μας επιτρέπεται να μιλήσουμε για γαστρονομία. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται απλώς για την τροφή τους αλλά και για την ποιότητά της, που συχνά συναρτάται με την προέλευση των υλικών και τον παρασκευαστή του φαγητού, τον μάγειρο.

Μετά την επικράτηση των Οθωμανών οι μάγειροι και οι συντεχνίες φεύγουν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Δύση. Στα παλάτια της δυτικής αριστοκρατίας αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο η έννοια του οργανωμένου ιεραρχικά μαγειρείου από όπου θα ξεπηδήσει και ο αρχιμάγειρος (chefdecuisine).

Τα γραπτά του Αρχέστρατου και του Απίκιου θα εξακουθούνν’αποτελούν πηγές έμπνευσης για τους μαγείρους της Δύσης για πολλούς αιώνες μετά.

Τα κρασιά που ταξιδεύουν

Η βαθιά παράδοση των Ελλήνων στην καλλιέργεια αμπελιού και στην παραγωγή κρασιού ακολουθεί μιαν ιστορική διαδρομή που χάνεται σε χιλιάδες χρόνια παρελθόντος. Ήταν αυτοί που ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο κρασιού κι εμπορεύονταν τα γνωστά ελληνικά κρασιά σε διάφορες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Οι Έλληνες ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη σχέση με το κρασί, το οποίο και συνόδευε όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θεώρησαν, μάλιστα, το κρασί δώρο θεόσταλτο και δημιούργησαν και θεό του κρασιού, το Διόνυσο, εκτιμώντας το γεγονός ότι τους βοηθούσε ανάλογα με την περίσταση να τιμούν τους θεούς και τους νεκρούς τους, αλλά και να ξεχνούν τα βάσανα της ζωής, να έρχονται σε έκσταση, να δημιουργούν ευχάριστη ατμόσφαιρα, να φιλοσοφούν.

Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στα πιο γνωστά κρασιά και σχολιάζουν εκτεταμένα μόνο τα ποιοτικά, δηλαδή αυτά της Μαρώνειας, της Ισμάρου, της Θάσου, της Ακάνθου και της Μένδης. Φημισμένοι οίνοι της αρχαιότητας ήταν αυτός της Θάσου, Χίου, Αριούσιου, Μενδαίο, Μενδήσιο, Ισμαρικό, Λέσβιο, Πεπαρήθιο, Χαλυβώνιο, Πράμνειο και Μαρωνίτη (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, ΣΤ’, σ. 15-16).

Το βόρειο Αιγαίο φημιζότανγια την υψηλή ποιότητα των κρασιών του. Οι αμφορείς που μετέφεραν τον Χίον τον ‘άριστον των άλλων οίνων’, τον Θάσιον τον ‘ευώδη’, τον Λέσβιον τον ‘εύπνουν’, τον Μενδήσιον τον ‘λευκόν και αυστηρόν’ και άλλα κρασιά βρέθηκαν σε πολλές αρχαίες πόλεις στον ελλαδικό χώρο, γύρω από το Δούναβη και γύρω από τα παράλια του Πόντου. Το ότι υπήρχε εμπορική δραστηριότητα στις περιοχές αυτές επιβεβαιώνεται και από το Δημοσθένη, όπου σε ένα χωρίο του έργου του ‘Προς την Λακρίτου Παραγραφήν’ αναφέρεται η εξαγωγή των κρασιών στον Πόντο. Επίσης ναυάγια που ανακαλύφθηκαν στη Μεσόγειο είτε στη θάλασσα των Βαλεαρίδων νήσων με αμφορείς από τη Χίο, τη Θάσο, τη Σάμο μαρτυρούν άμεσα την εξαγωγή αυτών των κρασιών προς τη Δύση.

Οι διάφορες ποικιλίες αμπελιών μεταφυτεύονται από τις ανατολικές περιοχές σε δυτικές και το αντίθετο. Για παράδειγμα οι χιώτικες μεταφυτεύτηκαν στην Ιταλία, έτσι που το χιώτικο κρασί να είναι πλέον maris expers, ‘άπειρον θαλάσσης’ (Οράτιος, Saturae, II, 8, 15).

Σε απόσπασμα της κωμωδίας του Έρμιππου, ενός κωμωδιογράφου σύγχρονου του Αριστοφάνη αναφέρεται:

Με το μενδαίο το κρασί και οι θεοί ακόμα στο στρώμαΤο μαλακό τους

κατουρούνε. Μα το γλυκόπιοτο το Μάγνηττα

και το Θασιώτικο, που έχει μήλου μοσκοβολιά,

εγώ τους έχω για καλύτερους από όλα τα κρασιά,

μαζί τον χιώτικο, τον αψεγάδιαστο που παύει τις λύπες

κι είναι κάποιος, σαπρία τον καλούνε,

που όταν ανοίγουν τα σταμνιά,

άρωμα ευωδιάζει μενεξέ και ρόδου και γυακίνθου.

οσμή θεσπέσια γεμίζει όλο το σπίτι,

νέκταρ μαζί και αμβροσία. Αυτό είναι το νέκταρ,

αυτό πρέπει κανείς να πίνει στο χαρούμενο τραπέζι

με φίλους μαζί, και στους εχθρούς να δίνει το κρασί της Πεπαρήθου.

Έρμιππος, απ. 77 [Επιτομή, 29e]

Ο ιστορικός Θεόπομπος (115F276 [Επιτομή, 26b]) υπαινίσσεται ότι ήδη από τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ., το χιώτικο κρασί είχε ήδη πίσω του μια μακρά ιστορία:

‘ο Θεόπομπος λέει ότι το μαύρο κρασί παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τους Χιώτες, τους πρώτους που έμαθαν να καλλιεργούν και να φροντίζουν το αμπέλι από τον Οινοπίωνα, το γιο του Διονύσου, που στην Χίο είχε μαζί τους συνοικίσει’.

Πράγματι ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., το χιώτικο κρασί εξάγονταν στη Σμύρνη και παρέμεινε σε μεγάλη εκτίμηση και στους ρωμαϊκούς χρόνους.

Ο Πλίνιος αναφέρεται στη φήμη των κρασιών της Θάσου, της Χίου και της Λέσβου (XIV, 73-76). Μεταξύ των κρασιών της Χίου, το αριούσιο ήταν το πιο φημισμένο. Το κρασί της Λέσβου είχε μια φυσική γεύση θάλασσας. Ο ίδιος ο Πλίνιος προτιμούσε το λέσβιο, το μυκονιάτικο και το σικυώνιο.

Το χιώτικο κρασί είχε κερδίσει μια σημαντική θέση στη ρωμαϊκή αγορά. Το ακολούθησε το κρασί της Κω. Ήταν μια εποχή που σημαντικό έδαφος φαίνεται να έχουν κερδίσει τα κρασιά της Ιταλίας. Το κρασί της Κω που ήταν ένα από τα κρασία στο οποίο προστίθενταν άλμη στον μούστο, έτυχε ευρύτατης μίμησης: το 2ο αιώνα μ.Χ. ο Κάτων (De agri cultura, 112-113) δίνει μια σχετική συνταγή. Διαδεδομένη ήταν στο Αιγαίο η παραγωγή «τεθαλαττωμένων οίνων». Σύμφωνα με τον Πλίνιο αυτή επινοήθηκε στην Κω.

Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, το ροδίτικο κρασί έγινε ευρύτατα γνωστό. Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο θρύλο, το ροδίτικο ήταν ένα από τα δυο γνωστά κρασιά στα οποία αναφέρθηκε ο Αριστοτέλης την ώρα του θανάτου του.

Οι Έλληνες είχαν την επίγνωση της βελτίωσης που επιφέρει ο χρόνος στο καλό κρασί. Το κρασί μπορεί να αποθηκευτεί με ευκολία και να μεταφερθεί εξίσου εύκολα, μέσα σε μεγάλους αμφορείς που χρησιμοποιούσαν για να το εμφυαλώσουν.Ο γαστρονόμος Αρχέστρατος (59 [-Επιτομή, 29b]) έκρινε πώς το κρασί της Θάσου φτάνει στην καλύτερή του φάση μετά από ‘πολλών χρόνων παλαίωση’.

Για τη μεταφορά, αλλά ορισμένες φορές και για την αποθήκευση του κρασιού χρησιμοποιούνταν οι αμφορείς. Οι λαβές τους εξυπηρετούσαν αυτούς που τους μετέφεραν. Τις περισσότερες φορές ήταν οξυπύθμενοι για να διευκολύνεται η μεταφορά τους από τα πλοία. Η πρώτη σειρά αμφορέων βυθίζονταν σε άμμο στα αμπάρια του πλοίου. Ο οξυπύθμενος αμφορέας έμπαινε στον κενό χώρο που άφηναν οι τέσσερεις αμφορείς που βρίσκονταν στην κάτω σειρά, έτσι ώστε σε περίπτωση θαλασσοταραχής να αποφεύγονται πιθανές μετατοπίσεις του φορτίου.

Ο ρόλος των σφραγισμάτων στις λαβές των αμφορέων δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για εγγύηση χωρητικότητας, ενώ τελευταία υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελούν ένα είδος φορολογικού ελέγχου στην παραγωγή των αμφορέων. Διάφορα κέντρα παραγωγής κρασιού στην αρχαιότητα χρησιμοποιούν το σύστημα της σφράγισης (Ρόδος, Κνίδος, Σινώπη, Ηράκλεια Ποντική, Σαμοθράκη, Αίνος).

Γιορτές και διασκεδάσεις

Οι γιορτές ανέκαθεν ήταν συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην αρχαιότητα. Με κάποια αφορμή θρησκευτική, δηλαδή προς τιμήν κάποιου θεού, αλλά και για κάποια πολεμική επιτυχία διοργανώνονταν εκδηλώσεις που ποίκιλλαν στο μέγεθος και τη συχνότητά τους ανάλογα με το γεγονός που συνδέονταν. Τις περισσότερες φορές οι εορτασμοί δεν περιελάμβαναν μόνο πομπές και προσφορές θυσίας στις τιμώμενες θεότητες, αλλά και αγώνες, αθλητικούς και μουσικούς, ακόμα και αγώνες θεατρικούς, που γίνονταν για παράδειγμα προς τιμήν του Διονύσου.

Ως Έλληνας Μακεδόνας, ο Αλέξανδρος ακολουθεί την παράδοση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Πέρα από τους εορτασμούς στο Δίον πριν την έναρξη της εκστρατείας του, οι πηγές αναφέρουν ένα σημαντικό αριθμό διοργάνωσης εορτών κατ’ εντολή του οι οποίες περιελάμβαναν και αγώνες, έπειτα από σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες. Είναι σίγουρο ότι ο Αλέξανδρος αγαπούσε μια καλή διασκέδαση και αντιλαμβανόταν ότι αυτό συνεργούσε και στη διατήρηση του ηθικού του στρατεύματός του.

Μετά το θάνατό του, οι ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων βάλθηκαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε λαμπρότητα εορτών. Όπως σε κάθε μεγάλη κρατική εκδήλωση, δινόταν η ευκαιρία για προβολή της αίγλης, της δύναμης και του πλούτου μέσα από την οργάνωση μεγαλοπρεπών εορτών, τις οποίες φυσικά παρακολουθούσαν όχι μόνο οι υπήκοοι του βασιλείου, αλλά και όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί από άλλες περιοχές και επιστρέφοντας στη βάση τους θα έπαιρναν μαζί τους τις εντυπώσεις τους από ό,τι είχαν δει στο ταξίδι τους.

Οι μεγάλες κρατικές εορτές εξυπηρετούσαν και τη συνοχή του πληθυσμού του βασιλείου: όλοι οι πολίτες ενωμένοι είχαν δικαίωμα να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν – ο καθένας με τον τρόπο του – σε μια κοινή εκδήλωση, ασχέτως από την αρχική χώρα καταγωγής τους. Σε αυτή τη σφυρηλάτηση των δεσμών ανάμεσα στους πολίτες συνέβαλε και κάτι ακόμα: η αφορμή της γιορτής. Στους ελληνιστικούς χρόνους έχουμε την εισαγωγή της λατρείας των ηγεμόνων των βασιλείων. Μετά την εγκαθίδρυση της λατρείας του Αλεξάνδρου, μάλλον μετά το θάνατό του, έχουμε την απόδοση θρησκευτικών πλέον τιμών στην αρχή στους πρώτους των δυναστειών που είχαν πεθάνει κι έπειτα το φαινόμενο επεκτείνεται και σε ηγεμόνες που βρίσκονταν εν ζωή. Το παράδειγμα της Μεγάλης Πομπής που διοργάνωσε ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος το 270/1 π.Χ. για τη θεοποίηση του πατέρα του και ιδρυτή της δυναστείας, Πτολεμαίο Α’, όπως το περιγράφει ο Καλλίξενος και μας το μεταφέρει ο Αθήναιος (βλ. αρχή), αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ηγεμονικής λατρείας σε συνδυασμό με τη διοργάνωση μιας εντυπωσιακής γιορτής προς τέρψιν του λαού και θαυμασμό των επισκεπτών. Τα Πτολεμάεια εορτάζονταν από το 279 π.Χ. κάθε 4 χρόνια και η περιγραφή που μας έχει σωθεί πραγματικά μας δίνει μια αίσθηση για το μέγεθος της εορτής αυτής.

Γιορτές προς τιμήν των θεοποιημένων ηγεμόνων γίνονταν κι άλλες. Στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο έχουμε τα Βασίλεια, τα Αρσινόεια, προς τιμήν της Αρσινόης Β’, από όπου μάλλον ξεκίνησε και η λατρεία των βασιλισσών με την παράλληλη παραγωγή των χαρακτηριστικών αγγείων. Αλλά και στη Συρία παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο εορτασμών της δυναστικής λατρείας και βέβαια οι ονομασίες των γιορτών είναι χαρακτηριστικές (Αττάλεια, Ευμένεια, Αλεξάδνρεια, Πτολεμάεια κ.ά.).

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η λατρεία του ηγεμόνα η αφορμή για γιορτές στην ελληνιστική περίοδο. Μεγάλα γεγονότα έδιναν ευκαιρία για νέες διασκεδάσεις. Τα Σωτήρεια ξεκίνησαν στους Δελφούς μετά την επιτυχημένη απόκρουση της εισβολής των Γαλατών το 278 π.Χ., με τη θεϊκή – όπως λέγεται – παρέμβαση του θεού Απόλλωνα.

Η λατρεία του θεού σε ένα μεγάλο ιερό δεν έπαψε να αποτελεί έναυσμα για εορτασμούς. Μεγάλη πανελλήνια γιορτή ιδρύθηκε και στη Μαγνησία, με επίκεντρο το μεγάλο ιερό της Άρτεμης Λευκοφρυήνης, το 221/20 π.Χ. αλλά και ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ έδωσε πανελλήνια διάσταση στα Νικηφόρεια, τη γιορτή για την Αθηνά Νικηφόρο, το 181 π.Χ.

Όπως ήδη αναφέραμε, όλες αυτές οι εορταστικές περιστάσεις προσέφεραν πλούσιο θέαμα στον κόσμο, καθώς συνοδεύονταν από αθλητικούς, μουσικούς και θεατρικούς αγώνες. Έφερναν έσοδα στους εμπόρους και στους ξενοδόχους των πόλεων, αλλά και στους επαγγελματίες πλέον αθλητές και ηθοποιούς που ταξίδευαν όπου το απαιτούσε η περίσταση, προκειμένου να κερδίσουν δόξα και χρήμα. Το αρχαιότερο ελληνικό πρότυπο της ευγενούς άμιλλας με τα υλικά ανταλλάγματα είχε πλέον χαθεί, αλλά η αγάπη των ανθρώπων για οτιδήποτε τους κάνει να βγαίνουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να ξεχνούν για λίγο τις έννοιες τους, κρατάει μέχρι σήμερα.

Έρωτας

Είτε ως θεός που ξεπήδησε μέσα από το Χάος της Κοσμογονίας, είτε ως γιος της Αφροδίτης ή κάποιου άλλου συνδυασμού απ’ αυτούς που οι αρχαίοι συγγραφείς και ποιητές θέλουν να παρουσιάσουν, ο Έρωτας αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πανθέου. Παρότι δεν ανήκει στο Δωδεκάθεο, η λατρεία του απαντάται συχνά και ο ρόλος του στη μυθολογία είναι κομβικός, καθώς με τη δύναμη που έχει κάνει ακόμα και τον παντοδύναμο Δία έρμαιο των παθών του. Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει απ’ αυτόν. Θύμα του έπεσε και ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν ερωτεύτηκε την όμορφη Ρωξάνη με την πρώτη ματιά και θέλησε να την κάνει γυναίκα του το 327 π.Χ., κάνοντας παράλληλα και μια σοφή πολιτική κίνηση. Ο ζωγράφος Αετίων, σύγχρονος του Αλεξάνδρου, θα επιλέξει να ζωγραφίσει το γάμο του νεαρού βασιλιά με τη Ρωξάνη και στη σύνθεσή του θα περιλάβει Ερωτιδείς που μπλέκονται χαριτωμένα στη σκηνή, προσπαθώντας να φέρουν το ζευγάρι πιο κοντά.

Στην εποχή των Διαδόχων, μια εποχή γεμάτη μοναδικά επιτεύγματα αλλά και πολεμικές συγκρούσεις για το μοίρασμα των εδαφών της τεράστιας αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, ο άνθρωπος στρέφεται περισσότερο προς τον εαυτό του. Παρότι η ελληνιστική Οικουμένη τον κάνει να αισθάνεται μέρος ενός ευρύτερου συνόλου από το μικρόκοσμο της πόλης του, νιώθει ότι πρέπει πλέον να φροντίσει ο ίδιος για την τύχη του και τη ζωή του. Στα πλαίσια αυτής της εσωστρέφειας παρατηρεί τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του και βρίσκει ενδιαφέρον σε κάθε τι ξεχωριστό, διαφορετικό, ατομικό. Η τέχνη δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει αυτή την τάση: το ελληνιστικό μπαρόκ, για παράδειγμα, θα γίνει ένα όχημα για την αποτύπωση στην αιωνιότητα ενός προσωπικού συναισθήματος πάθους. Πράγματι, το ατομικό συναίσθημα κεντρίζει τον ενδιαφέρον και των λογοτεχνών, οι οποίοι θα αρχίσουν να γράφουν γι’ αυτό. Ο Ασκληπιάδης (3ος αι. π.Χ.) θα είναι ο πρώτος που θα γράψει ερωτικά επιγράμματα, αλλά θα τον ακολουθήσουν κι άλλοι, όπως ο Καλλιμαχος και ο Ήδυλος.

Το κρασί και οι πονηρές προπόσεις κοίμισαν

την Αγλαονίκη, κι ο έρωτας του Νικάνορα ο γλυκός.

Στην Αφροδίτη, τώρα, κείτονται αφιερωμένα τα υγρά λάφυρα

των παρθενικών της πόθων, φορτωμένα μυρωδιές ακόμα,

τα σανδάλια και ο λεπτός στηθόδεσμός της και τα στέφανα,

μάρτυρες του ύπνου και της κλοπής που έγινε.

(Ήδυλος, Παλ. Ανθ. 5.199, μτφ. από Shipley 2011)

Μια πιο ρομαντική πλευρά του έρωτα θα παρουσιάσει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (3ος αι. π.Χ.) στα «Αργοναυτικά» του, όπου θα καταπιαστεί με τη γνωστή ιστορία της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ωστόσο, η περιγραφή των ερωτικών συναισθημάτων της Μήδειας για τον Ιάσονα είναι τόσο γλαφυρή φέρνει τον αναγνώστη κοντά στην ηρωίδα, συμπάσχει και προσπαθεί να την κατανοήσει. Ως προάγγελοι του ερωτικού μυθιστορήματος του Μεσαίωνα θα γραφτούν και ερωτικές ιστορίες θεών και μυθικών προσώπων: η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής που μοιάζει με λαϊκό παραμύθι, η αγάπη της Ηρούς και του Λέανδρου που λαβώθηκαν από τα βέλη του φτερωτού θεού, όπως τις περιγράφουν οι Λατίνοι συγγραφείς, καθώς και τα ειδύλλια του ποιητή Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.) με τους πρωταγωνιστές τους να ερωτεύονται μέσα σε υπέροχα φυσικά τοπία.

Εκτός από το ρομαντικό έρωτα, μέσα από την ελληνιστική τέχνη εκφράζεται και ο σαρκικός ερωτισμός. Η γλυπτική θα μας δώσει τρανταχτά παραδείγματα για την αλλαγή που συντελείται στη θεώρηση του γυναικείου σώματος: τώρα όχι μόνο ανδρικά αλλά και γυναικεία αγάλματα θα εμφανιστούν γυμνά. Η εταίρα Φρύνη θα γίνει το μοντέλο για τη γυμνή Αφροδίτης της Κνίδου, απ’ όπου θα ξεκινήσει μια σειρά τέτοιων δημιουργιών. Το γυναικείο σώμα θα παρουσιαστεί σε αυτή τη μορφή τέχνης σε πιο προκλητικές στάσεις απ’ ό,τι το αντρικό, χωρίς όμως να χάνει τη θρησκευτική του διάσταση, εφόσον απεικονίζει μια σεβαστή θεότητα. Ο Ερμαφρόδιτος είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή που εμφανίζεται στην ελληνιστική τέχνη. Γιος του Ερμή και της Αφροδίτης, φέρει ανδρικά και γυναικεία σεξουαλικά χαρακτηριστικά και στα πλαίσια της παιχνιδιάρικης-ερωτικής διάθεσης του ροκοκό, θα γίνει ένα από τα αγαπημένα θέματα για τους γλύπτες της εποχής. Φυσικά, ερωτικές σκηνές εικονίζονται και σε αγγεία, ωστόσο οι παραστάσεις ομοφυλοφιλικών σκηνών είναι αισθητά λιγότερες και παρατηρείται μια αύξηση στις σκηνές τρυφερότητας μεταξύ του ζεύγους.

Γενικά, στην ελληνιστική εποχή το ενδιαφέρον στρέφεται στο γυναικείο ερωτισμό. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του Απολλόδωρου για τον Τειρεσία, τον περίφημο μάντη, ο οποίος λέγεται ότι ενώ ήταν άνδρας, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα όταν πήγε να χωρίσει με το ραβδί του δύο φίδια σε ερωτική περίπτυξη, σκοτώνοντας το θηλυκό. Με αυτή τη μορφή έζησε επτά χρόνια κι έπειτα, όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα όμοιο θέαμα, σκότωσε το αρσενικό φίδι και επανήλθε στην αρχική του φύση. Κάποτε που ο Δίας και η Ήρα διαφωνούσαν σχετικά με το ποιο φύλο απολαμβάνει περισσότερο την ερωτική συνεύρεση, κατέφυγαν στον Τειρεσία ως το μόνο κατάλληλο για να τους δώσει την απάντηση. Τότε ο Τειρεσίας είπε πως η γυναίκα απολαμβάνει 9 φορές περισσότερο από τον άνδρα την ερωτική πράξη και η Ήρα θυμωμένη τον τύφλωσε, ενώ ο Δίας του έδωσε το χάρισμα της προφητείας και της μακροβιότητας.

Φτάνουμε, έτσι, στο ζήτημα του σαρκικού έρωτα. Και στα ελληνιστικά χρόνια, πέρα από τον έρωτα με τη νόμιμη σύζυγό τους, οι άνδρες μπορούσαν να απολαύσουν τις υπηρεσίες εταίρων, πορνών ή να έχουν παλλακίδες. Το θέμα των παλλακίδων είναι σημαντικό, καθώς η πρακτική της απόκτησης παλλακίδων ήταν διαδεδομένη στους ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων, οι οποίοι πέρα από τις περισσότερες από μία γυναίκες που μπορούσαν να παντρευτούν, επιθυμούσαν και τη συντροφιά άλλων γυναικών. Πολλές παλλακίδες διατηρούσε ο Πτολεμαίος Β΄, εκ των οποίων η Βελιστίχη ήταν η αγαπημένη του που κέρδισε και στους Ολυμπιακούς αγώνες με τα άλογά της. Αυτήν, όπως και την οινοχόο του, τις θεοποίησε. Ναοί και βωμοί ανεγέρθηκαν για την Αφροδίτη-Βελιστίχη, όπως είχε κάνει και ο Άρπαλος, σύντροφος του Αλεξάνδρους, για τη δική του ερωμένη, μια τακτική που θα την ακολουθήσουν κι άλλοι ηγεμόνες. Οι βασιλικές παλλακίδες ενώ ήταν από καλές οικογένειες δεν δίσταζαν να παίζουν μουσική και να χορεύουν όπως οι εταίρες και συχνά γίνονταν διάσημες για τις ερωτικές στάσεις που προτιμούσαν. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι αυτές οι γυναίκες βρίσκονταν πολύ κοντά σε βασιλείς με μεγάλη εξουσία, τους οποίους «σκλάβωναν» με τα θέλγητρά τους, πράγμα που επέσειε τη χλεύη αλλά και την ανησυχία των υπηκόων, καθώς μόνο τρυφηλότητα μπορούσε να σημαίνει η συντήρηση απαιτητικών ερωμένων.

Οι εταίρες, οι καλλιεργημένες κοπέλες δηλαδή που προσέφεραν τη συντροφιά τους, σεξουαλική και πνευματική, στους άνδρες εξακολουθούσαν να υπάρχουν από την κλασική αρχαιότητα. Η Θαϊς, πασίγνωστη εταίρα, παραδίδεται από κάποιους συγγραφείς ότι επηρέασε τον Αλέξανδρο για να κάψει την Περσέπολη, ενώ αργότερα χάρισε 3 παιδιά στον Πτολεμαίο Α’. Και βέβαια υπήρχαν και όσοι εκπορνεύονταν για τα χρήματα, άνδρες και γυναίκες, καθώς και χώροι κατάλληλα διαμορφωμένοι για αυτή τη δραστηριότητα. Πορνεία έχουν σωθεί στην Πομπηία, αλλά και στη Δήλο γνωρίζουμε την ύπαρξή τους στην περιοχή της Ιερής Λίμνης.. Στο θέατρο τα ερωτικά θέματα επανέρχονται συνεχώς στα πλαίσια της Νέας Κωμωδίας. Το μοτίβο του έρωτα ενός νέου για μια νεαρή δούλη που εκπορνευόταν και η προσπάθειά του να την αποκτήσει, είναι εξαιρετικά συνηθισμένο. Συνοδεύεται από μια ιστορία αναγνώρισης της κοπέλας από τον πραγματικό της πατέρα, ο οποίος την αποκαθιστά κοινωνικά και τη δίνει σε γάμο στον ερωτευμένο νέο. Ωστόσο, η πορνεία ήταν προσοδοφόρο επάγγελμα. Από το αρχείο του Ζήνωνα μαθαίνουμε ότι η εκπορνευόμενες δούλες είχαν την υψηλότερη τιμή και μια επιγραφή από την πόλη του Κόπτου στην Αίγυπτο ορίζει διόδια 108 δρχ. για τη διέλευση των πόρνων ενώ 20 δρχ. για τις ελεύθερες. Δυστυχώς, έχουμε και περιγραφές για την τύχη των εκπορνευόμενων γυναικών όταν μεγάλωναν και μαραινόταν η ομορφιά τους: συχνά έβρισκαν παρηγοριά στο κρασί, ενώ τις κατηγορούσαν ότι ασχολούνταν και με τη μαγεία.

Η ερωτική μαγεία, βέβαια, δεν θα μπορούσε να λείπει από το σκηνικό. Κατάρες, κατάδεσμοι αλλά και ένα ολόκληρο ειδύλλιο του Θεόκριτου ασχολείται με τις μαγικές πρακτικές που ακολουθούσαν οι γυναίκες προκειμένου να «δέσουν» ή να καταστρέψουν όποιον αρνήθηκε τον έρωτά τους. Ο πόνος για την άρνηση του ποθητού προσώπου εκφραζόταν και μέσα από επιγράμματα και μάλιστα υπήρχαν τα λεγόμενα «παρακλαυσίθυρα», που ουσιαστικά ήταν λυπητερά ποιήματα που απήγγειλαν οι ερωτευμένοι στην πόρτα εκείνου που τους ενδιέφερε.

I am about to go mad. Passion grips me.

And I burn, being abandoned…

Sir, do not leave me locked out.

Receive me. I am happy and anxious to be your slave

(Παρακλαυσίθυρον από Pomeroy 1984, σελ. 107-8)

Η συνήθεια των ομοφυλοφιλικών ερωτικών σχέσεων συνεχίστηκε και στην ελληνιστική περίοδο. Συγγραφείς και επιγραμματοποιοί γράφουν για τις σχέσεις μεταξύ ανδρών, οι οποίες ήταν αναμενόμενες μέσα σε ορισμένα πλαίσια, αλλά και για τις σχέσεις μεταξύ των γυναικών. Ωστόσο, οι λεσβιακές σχέσεις εξακολουθούν να μην είναι αποδεκτές, όπως φαίνεται από ένα χαρακτηριστικό επίγραμμα του Ασκληπιάδη. Πάντως είναι γνωστή και η συνέχιση της χρήσης ερωτικών βοηθημάτων από τις γυναίκες της ελληνιστικής εποχής: σε έναν από τους μίμους του Ηρώδα δύο γυναίκες, η Μετρώ και η Κοριττώ, συζητούν για ένα βαυβώνα, δηλαδή ένα ομοίωμα πέους, την εξαιρετική κατασκευή του οποίου θαυμάζει η Μετρώ και επιθυμεί να μάθει από ποιον τον αγόρασε η φίλη της, προφανώς ενδιαφερόμενη και για να αποκτήσει κι η ίδια κάτι τέτοιο.

Άλλα ερωτικά βοηθήματα που έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνιστική εποχή ήταν τα ερωτικά εγχειρίδια. Πρόκειται για διδακτικά βιβλία με εικονογράφηση τα οποία έδιναν συμβουλές για τις ερωτικές συνευρέσεις. Δυστυχώς, κανένα ελληνιστικό έργο δεν μας έχει σωθεί, αλλά γνωρίζουμε την ύπαρξή τους από άλλες αναφορές. Δύο εγχειρίδια, μάλιστα, αναφέρεται ότι γράφτηκαν από γυναίκες, αν και πιθανότατα πρόκειται για άνδρες συγγραφείς με γυναικείο ψευδώνυμο. Το πιο γνωστό ερωτικό βιβλίο που έχει φτάσει ως τις μέρες μας είναι το έργο του Οβιδίου“ArsAmatoria”, δηλαδή «Ερωτική Τέχνη» (1 π.Χ.-4 μ.Χ.), το οποίο αποτελείται από τρία βιβλία όπου ο ποιητής δίνει συμβουλές σε άνδρες και γυναίκες για να προσεγγίσουν και να κρατήσουν τους συντρόφους τους. Αργότερα έγραψε το “RemediaAmoris”, ένα «γιατρικό» για να καταπραΰνει τον πόνο της εγκατάλειψης από ανάξιους εραστές.

Κοσμοπολιτισμός

«Είμαι κοσμοπολίτης» ήταν η απάντηση του περίφημου κυνικού φιλόσοφου Διογένη όταν τον ρώτησαν από πού είναι (Διογένης Λάερτιος 6.62). Είναι η πρώτη και η μόνη αναφορά στην αρχαία γραμματεία της λέξης «κοσμοπολίτης». Και φυσικά, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η λέξη και κατ’ επέκταση η έννοια εμφανίζεται στην Ελληνιστική εποχή, την εποχή των διευρυμένων συνόρων, των ταξιδιών και της ανάμειξης των πολιτισμών.

Κοσμοπολίτη χαρακτηρίζουμε συνήθως τον άνθρωπο που έχει ταξιδέψει πολύ, που έχει γνωρίσει και αφομοιώσει διαφορετικές κουλτούρες, τον άνθρωπο που μπορεί να προσαρμοστεί, τελικά, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν βρίσκεται. Κατά την κλασική εποχή, μια τέτοια ζωή δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Οι έμποροι ήταν εκείνοι που ταξίδευαν περισσότερο, όπως ήταν φυσικό, αλλά οι πολίτες των πόλεων-κρατών δεν αρέσκονταν σε τέτοιες μετακινήσεις. Η μοίρα τους ήταν δεμένη με εκείνη της πόλης τους. Εκεί έμεναν όλη τους τη ζωή και πάσχιζαν για την ευημερία της, που σήμαινε και την προσωπική τους ευημερία.

Ωστόσο, στην ελληνιστική εποχή οι συνθήκες άλλαξαν. Τα τεράστια βασίλεια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εκ των οποίων μόνο ένα βρισκόταν σε επικράτεια που κατοικούνταν αμιγώς από Έλληνες, ήταν πολυσυλλεκτικά κατασκευάσματα, αποτελέσματα μαχών και διεκδικήσεων μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Ένας άνθρωπος της ελληνιστικής περιόδου θα μπορούσαμε να πούμε χαριτολογώντας ότι ήταν δυνατόν «να κοιμηθεί υπήκοος των Πτολεμαίων και να ξυπνήσει υπήκοος των Σελευκιδών»! Συνεπώς, στην πραγματικότητα η τύχη του πια δεν εξαρτιόταν από την πόλη στην οποία διέμενε, ούτε από την περιοχή, ούτε καν από το βασίλειο!

Η αλήθεια είναι ότι οι επιστήμονες ερίζουν σχετικά με το κατά πόσον ο ίδιος ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοπολίτης με τον τρόπο που το εννοούμε εμείς σήμερα. Ωστόσο, ο Πλούταρχος στο «Περί της Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής» μας λέει:

«Ο Αλέξανδρος πίστευε ότι είχε σταλεί από το θεό κοινός ρυθμιστής και διαιτητής όλων των εθνών και γι’ αυτό, όσους δεν έπειθε με τα λόγια, τους ανάγκαζε με τα όπλα να προσέλθουν στην ένωση. Όλα από παντού τα έθνη τα συνένωσε σ’ ένα σώμα, αφού ανάμιξε, ωσάν σε κρατήρα φιλίας, τα ήθη και τα έθιμά τους, τους γάμους και τον τρόπο της δίαιτάς τους, και πρόσταξε όλους να θεωρούν την οικουμένη πατρίδα, κι’ ακρόπολη και φρούριο και στρατόπεδο, και πρόσταξε συγγενείς να θεωρούν τους καλούς και εχθρούς τους πονηρούς» (329C, μτφ. Π. Στάθη).

Μία τέτοια περιγραφή, όσο ωραιοποιημένη και να τη θεωρήσουμε, σίγουρα μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για να κατανοήσουμε ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος έδωσε το στίγμα της συνένωσης και της κατάργησης των συνόρων και των διαχωριστικών γραμμών. Άλλωστε οι μικτοί γάμοι που γίνονται στα Σούσα είναι το επιστέγασμα της πολιτικής του αντίληψης γι’ αυτό το ζήτημα.

Ας έρθουμε, όμως, τώρα στην Ελληνιστική εποχή. Οι Στωικοί φιλόσοφοι, το κίνημα των οποίων άκμασε αυτή την εποχή και αποτέλεσε μια από τις αντίρροπες φιλοσοφικές τάσεις που επηρέασαν την ελληνιστική οικουμένη, είναι εκείνοι που φαίνεται να θεμελιώνουν θεωρητικά και να βιώνουν στην πράξη το ιδεώδες του κοσμοπολιτισμού. Από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, ο οποίος αρνήθηκε την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη σε μια τιμητική πλάκα για την επισκευή ενός λουτρού, ενώ απεμπόλησε και την προσθήκη του χαρακτηριστικού επιθέτου για την καταγωγή του από το Κίτιο, το «Κιτιεύς» δηλαδή», έως τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, οι φιλοσοφούντες στωικά δεν έπαψαν να κηρύττουν τον πραγματικό κοσμοπολιτισμό.

Πλήθος ευρημάτων, επιγραφών και λογοτεχνικών αναφορών συνηγορούν στη δημιουργία μιας εικόνας για τις ελληνιστικές πόλεις με σύνθεση πληθυσμού από όλα τα έως τότε γνωστά μέρη του αρχαίου κόσμου. Οι μητροπόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για παράδειγμα, προσέλκυαν κάθε είδους ανθρώπους: εμπόρους, τεχνίτες, τραπεζίτες, μισθοφόρους που πάντα ήταν απαραίτητη καθώς οι εποχές ήταν εξαιρετικά ταραγμένες. Γενικά, κάθε άνθρωπος μπορούσε να αφήσει την πόλη που γεννήθηκε και να αναζητήσει την προσωπική του τύχη σε έναν άλλο τόπο, ο οποίος θα ήταν φιλόξενος και ίσως θα του προσέφερε τις ευκαιρίες που αναζητούσε. Το επιτάφιο επίγραμμα του ποιητή και φιλοσόφου Μελέαγρου από τα Γάδαρα είναι χαρακτηριστικό: «Είμαι Σύριος. Γιατί εκπλήσσεσαι; Ξένε, ζούμε στην ίδια πατρίδα, τον κόσμο και το ίδιο Χάος κατέχει όλους τους θνητούς».

Ο ελληνιστικός άνθρωπος είναι πλέον «απελευθερωμένος» από τα δεσμά μιας περιορισμένης κοινωνίας, είναι μέρος ενός συνόλου με μεγάλες διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή του και σίγουρα αισθάνεται μόνος. Η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί, φυσικά και στα ρωμαϊκά χρόνια, με τελική κατάληξη την ένταξη όλων των πολιτών στη μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

«Η πατρίδα μου δεν έχει ούτε έναν πύργο, ούτε σκεπή καμιά. Η γη ολόκληρη είναι η πόλη και το σπίτι μας, έτοιμη να την κατοικήσουμε» (Διογένης Λαέρτ. 6.98)

Ταξίδια, περιπέτεια και τουρισμός

Η αγάπη των αρχαίων Ελλήνων για τα ταξίδια είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς πλήθος από υλικές και φιλολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την κινητικότητά τους στο χώρο της λεκάνης της Μεσογείου και όχι μόνο. Πέραν των εμπορικών ταξιδιών και του οργανωμένου αποικισμού στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία αλλά και στη Γαλλία (Μασσαλία) και την Ισπανία (Εμπόριον), το ενδιαφέρον για τη γνωριμία με άλλους λαούς και τόπους οδήγησε ανθρώπους του πνεύματος να επισκεφθούν μακρινές περιοχές με τα περιορισμένα μέσα της εποχής και να γράψουν για όλα όσα είδαν και άκουσαν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ηροδότου, ο οποίος γράφει την ιστορία των περσικών πολέμων αλλά περιλαμβάνει και εκτενείς γεωγραφικές και εθνολογικές περιγραφές από μακρινά ταξίδια που έκανε ο ίδιος ή από πληροφορίες άλλων ταξιδιωτών.

Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για να γνωρίσουν οι Έλληνες όχι μόνο τους επί χρόνια αντιπάλους τους, Πέρσες, αλλά ακόμα πιο μακρινούς τόπους, όπου κατοικούσαν πολύ διαφορετικοί λαοί. Ακολουθώντας τις διδαχές του Αριστοτέλη, ο Αλέξανδρος θα συμπεριλάβει στην ακολουθία του επιστήμονες και γεωγράφους, οι οποίοι θα κατέγραφαν οτιδήποτε νέο συναντούσαν στο δρόμο τους. Η γνώση, άλλωστε, αποτελούσε στόχο για τους αρχαίους Έλληνες και με την εκστρατεία αυτή η δυνατότητα για τη διεύρυνσή της ήταν μοναδική. Έτσι θα συγκεντρωθεί ένα πλήθος γεωγραφικών, εθνολογικών, ανθρωπολογικών και πάσης φύσεων πληροφοριών για περιοχές που παλιότερα οι άνθρωποι έφταναν μόνο με τη φαντασία τους. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα κάνει μια επιλογή χαρακτηριστική για το περιπετειώδες πνεύμα του: κατά την επιστροφή του στην Περσία, το 325 π.Χ., θα χωρίσει το στράτευμά του και ενώ εκείνος θα διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας, ο στόλος του με τον Νέαρχο θα αναλάβει μια εξερευνητική αποστολή στις ακτές του Ινδού και του Περσικού κόλπου, κατά τη διάρκεια της οποίας θα κατέγραφε και όλα τα χρήσιμα στοιχεία σε σχέση με τη δυνατότητα δημιουργίας λιμανιών αλλά και για όσα αξιομνημόνευτα θα συναντούσε. Το εγχείρημα στέφθηκε από επιτυχία και παρά το γεγονός ότι δεν σώθηκε ολόκληρο το έργο του Νεάρχου, ο «Παράπλους», οι αναφορές που γίνονται από μεταγενέστερους συγγραφείς σε αυτό δείχνουν την επιμέλεια και το πνεύμα που διακατείχε το συγγραφέα

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η ελληνιστική Οικουμένη γίνεται πραγματικότητα. Παρά τις συγκρούσεις για το μοίρασμα των εδαφών της αυτοκρατορίας του ανάμεσα στους Διαδόχους, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών αποκτούν μια πρωτόγνωρη ελευθερία κινήσεων, γίνονται πολίτες του κόσμου. Τα απομνημονεύματα όσων ακολούθησαν τον Αλέξανδρο θα εξάψουν το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την επιστήμη της γεωγραφίας και για τις περιοχές που δεν έφτασε ποτέ ο νεαρός βασιλιάς. Παράλληλα, τους δρόμους της στεριάς οργώνουν καραβάνια που διασχίζουν την Ασία, την Αίγυπτο, την Αραβία, ενώ στη θάλασσα τα πλοία βρίσκουν ολοένα πιο εξοπλισμένα και ασφαλή λιμάνια για να δέσουν. Έμποροι, καλλιτέχνες, μισθοφόροι, γιατροί, δικαστές, απεσταλμένοι πόλεων και φιλόσοφοι ταξιδεύουν συνεχώς. Θεωροί, αθλητές και «τεχνίτες του Διονύσου», καλλιτέχνες του θεάτρου και της μουσικής δηλαδή, επισκέπτονται τις πόλεις όπου διοργανώνονται μεγάλες γιορτές για να προσφέρουν απλόχερα θέαμα στα πλήθη προς τιμήν κάποιου θεού και του βασιλιά. Βέβαια, κάθε ταξίδι ήταν ένα πραγματικό ρίσκο, καθώς οι κίνδυνοι που παραμόνευαν ήταν πολλοί: οι δρόμοι έκρυβαν ενέδρες ληστών και τα πλοία κινδύνευαν από τους πειρατές αλλά και τις κακοκαιρίες. Η ατυχία μπορούσε να χτυπήσει τον καθένα, να χάσει το εμπόρευμά του, την ελευθερία του ή και την ίδια του τη ζωή.

Ωστόσο, στην ελληνιστική εποχή υπήρξαν τολμηροί εξερευνητές που αποφάσισαν να παραβλέψουν τους κινδύνους και να ριχτούν σε περιπέτειες για να γνωρίσουν τον κόσμο. Ο Πυθέας από τη Μασσαλία (περ. 350-285 π.Χ.) είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού πραγματοποίησε ένα μοναδικό ταξίδι στη Βορειοανατολική Ευρώπη. Αφού πέρασε τα στενά του Γιβραλτάρ, πήγε στη Μεγάλη Βρετανία κι έφτασε ως τον αρκτικό κύκλο. Η περιγραφή του φαινομένου του ηλίου του μεσονυχτίου θα είναι η πρώτη στον κόσμο και η επίσκεψή του στη χώρα Θούλη θα τροφοδοτήσει τη φαντασία πολλών κατοπινών συγγραφέων, καθώς θεώρησαν την ιστορία αυτή μια φανταστική διήγηση του θαλασσοπόρου.

Το ενδιαφέρον για τους διαφορετικούς πολιτισμούς και για την ανακάλυψη σοφών παραδόσεων που ίσως να κρύβονταν σε αυτούς ώθησε και άλλους ανθρώπους στη συγγραφή περιγραφικών έργων. Για παράδειγμα, ο ιστορικός και φιλόσοφος Εκαταίος από τα Άβδηρα (ή την Τέω), που έζησε επί Πτολεμαίου Α΄, έγραψε για την ιστορία της Αιγύπτου όταν την επισκέφθηκε αλλά και τους Υπερβορείους, που δεν φαίνεται να επισκέφθηκε ποτέ˙ στα έργα του, μάλιστα, βασίστηκαν και μετέπειτα ιστορικοί και γεωγράφοι όπως ο Στράβων και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Αλλά και μία διπλωματική θέση έδινε τη δυνατότητα σε κάποιον να ταξιδέψει και να ζήσει κοντά σε άλλους λαούς, μια ευκαιρία την οποία εκμεταλλεύτηκε εξαίσια ο Μεγασθένης (περ. 350-290 π.Χ.). Η θέση του ως προξένου εκ μέρους του Σελεύκου Α΄ στην Ινδία, στα ανάκτορα του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (Σαρδοκόπτου) στα Παλίμβαθρα (σημ. Πάτνα) αποτέλεσε την αφορμή για να συγγράψει τα περίφημα «Ινδικά». Πρόκειται, ουσιαστικά, για την πρώτη ιστορική πηγή που έχουμε για την Ινδία, ένα έργο όπου πέρα από τα γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία καταγράφονται μύθοι και θρησκευτικές δοξασίες των Ινδών, αποτελώντας τη βάση ακόμα και για τους σύγχρονους ερευνητές της ιστορίας της χώρας!

Όλες αυτές οι περιγραφές και οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο ήταν φυσικό να αυξήσουν το ενδιαφέρον των λογίων και όχι μόνο για να δουν από κοντά τα όσα διάβαζαν στα βιβλία. Έτσι, αρχίζουν να ταξιδεύουν και να επισκέπτονται σπουδαίες πόλεις και μνημεία, όπως οι τουρίστες σήμερα. Για αυτά τους τα ταξίδια χρησιμοποιούσαν ταξιδιωτικούς οδηγούς, αλλά έγραφαν κι εκείνοι με τη σειρά τους τις εντυπώσεις τους και οδηγίες για τους μελλοντικούς τουρίστες. Η περιηγητική-«τουριστική» συγγραφική παραγωγή ανθεί τον 3ο και το 2ο αι. π.Χ. Παρά το γεγονός ότι το μόνο ολόκληρο έργο που έχει σωθεί είναι η «Ελλάδος Περιήγησις» του Παυσανία (110-180 μ.Χ.), γνωρίζουμε για την ύπαρξη μεγάλου αριθμού βιβλίων από άλλους περιηγητές που γράφουν για τις πόλεις της Ελλάδας (Ηρακλείδης), για την Αθήνα και τα μνημεία της (Διόδωρος ο περιηγητής, Ηλιόδωρος ο περιηγητής, Πολέμων) αλλά και για περιοχές εκτός του ελλαδικού χώρου (Αγαθαρχίδης Κνίδιος, Αρτεμίδωρος Εφέσιος). Η δε πληθώρα έργων που αφορούσε την πόλη των Αθηνών αποδεικνύει το ενδιαφέρον προσκυνητών και επισκεπτών που συνέρρεαν για να γνωρίσουν μια πόλη που μπορεί να μην είχε τις ανέσεις και την πολυτέλεια των σύγχρονων ελληνιστικών μεγαλουπόλεων, αλλά εξακολουθούσε να έχει πρωτεύουσα σημασία για τον ελληνικό πολιτισμό. Βέβαια και άλλες πόλεις με σημαντική ιστορία και κορυφαία ιερά, μαντεία και άλλα αξιοθέατα αποτελούσαν πόλο έλξης για τους τουρίστες της εποχής όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η Δωδώνη, η Κλάρος, η Ολυμπία κ.ά.

Ως πού έφτανε η αγάπη του ελληνιστικού ανθρώπου για την περιπέτεια; Ως πού θα έφτανε για να δει τα θαυμαστά επιτεύγματα της τέχνης; Μεγάλα ταξίδια κι επικίνδυνα έπρεπε να κάνει όποιος ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Κι έπειτα, θα έγραφε για όσα είδε κι άκουσε στ’ αλήθεια ή στα ψέματα, για να μάθουν όλοι, για να εξάψει τη φαντασία τους, για να τους παρακινήσει να ακολουθήσουν το δρόμο του.

«καὶ κραναᾶς Βαβυλῶνος ἐπίδρομον ἅρμασι τεῖχος
καὶ τὸν ἐπ᾽ Ἀλφειῷ Ζᾶνα κατηυγασάμην,
κάπων τ᾽ αἰώρημα, καὶ Ἠελίοιο κολοσσόν,
καὶ μέγαν αἰπεινᾶν πυραμίδων κάματον,
μνᾶμά τε Μαυσώλοιο πελώριον ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἐσεῖδον
Ἀρτέμιδος νεφέων ἄχρι θέοντα δόμον,
κεῖνα μὲν ἠμαύρωτοδεκηνιδε νόσφιν Ὀλύμπου
ἅλιος οὐδέν πω τοῖον ἐπηυγάσατο.»

(Ελλ. Ανθολ. 9.58, Αντίπατρος Σιδώνιος, 2ος αι. π.Χ.)

Αθλητισμός - Η αποθέωση του σώματος

Με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κάθε τι ελληνικό φτάνει στα πέρατα του κόσμου: η επιστήμη, η διανόηση, η θρησκεία, οι συνήθειες των Ελλήνων θα ταξιδέψουν σε μέρη μακρινά και θα γνωριστούν με λαούς ξένους. Η άσκηση σώματος και πνεύματος ήταν τρόπος ζωής για τους Έλληνες πολύ πριν τον Αλέξανδρο και η επιδίωξη της νίκης σε σπουδαίους αθλητικούς αγώνες με έπαθλο ένα στεφάνι ήταν η μεγαλύτερη τιμή για έναν άνδρα. Πανελλήνιοι αγώνες συγκέντρωναν αθλητές από όλη την Ελλάδα που συναγωνίζονταν για να τιμήσουν τους θεούς.

Οι αγώνες ήταν δύο ειδών: οι «στεφανίται», δηλαδή εκείνοι που το έπαθλο ήταν ένα στεφάνι, και οι «χρηματίται», όπου δίνονταν χρηματικά βραβεία στους νικητές. Τα Ολύμπια, οι σπουδαίοι αγώνες που γίνονταν στην αρχαία Ολυμπία προς τιμήν του Δία, τα Πύθια, προς τιμήν του Απόλλωνα στους Δελφούς, τα Ίσθμια για τον Ποσειδώνα και τα Νέμεα για τον Δία ήταν οι τέσσερεις μεγάλες πανελλήνιες αθλητικές εκδηλώσεις με ένα στεφάνι αγριελιάς, ένα στεφάνι δάφνης, ένα στεφάνι σέλινου κι ένα κυπαρισσιού αντίστοιχα ως έπαθλο. Διεξάγονταν κάθε 4 (Ολύμπια, Πύθια) ή 2 χρόνια (Ίσθμια, Νέμεα) και κατά την περίοδο της διεξαγωγής τους γινόταν εκεχειρία. Στους αγώνες αυτούς είχαν δικαίωμα συμμετοχής μόνο Έλληνες άνδρες, ελεύθεροι πολίτες. Οι γυναίκες αποκλείονταν ακόμα και από την παρακολούθησή τους, ωστόσο οι ίδιες αθλούνταν αν αυτό ήταν σύμφωνο με τα ήθη και τους νόμους της πόλης τους (π.χ. Σπάρτη) και συμμετείχαν στα Ηραία, αγώνες προς τιμήν της Ήρας στο Άργος. Όμως το 396 π.Χ. έχουμε την πρώτη γυναίκα Ολυμπιονίκη, την Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά Αρχίδαμου και αδελφή του βασιλιά Αγησιλάου της Σπάρτης, η οποία εξέθρεψε τα άλογα του τέθριππου που κέρδισε στην αρματοδρομία και το 392 π.Χ. Άλλωστε, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να συμμετάσχει μια γυναίκα σε αυτούς τους αγώνες, αφού ήταν ένα άθλημα που το έπαθλο δεν πήγαινε στον αναβάτη, αλλά στον εύπορο ιδιοκτήτη των αλόγων. Η βάση του αναθηματικού αγάλματος που σώθηκε ως τις μέρες μας περήφανα διαλαλεί το γεγονός. Αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια θα κερδίσουν αυτή την τιμή και άλλες γυναίκες, όπως η Μακεδόνισσα Βελιστίχη, η αγαπημένη του Πτολεμαίου Β΄.

Το πρόγραμμα των αγώνων διαμορφώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, καθώς προστίθεντο αθλήματα και δραστηριότητες. Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχή περιελάμβαναν μόνο τον αγώνα δρόμου, το «στάδιον» (192 μ.) και σταδιακά προστέθηκαν ο δίαυλος, ο δόλιχος, η πάλη, το πένταθλο, η πυγμαχία, η αρματοδρομία με τέθριππο, το παγκράτιο, ο κέλης, η οπλιτοδρομία και η συνωρίς. Αργότερα προστέθηκαν αρματοδρομίες και ιπποδρομίες με πώλους. Πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι δεν περιλαμβάνονταν τα ίδια αθλήματα σε όλους τους πανελλήνιους αγώνες. Από το πρόγραμμα των αγώνων προς τιμήν του Απόλλωνα δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική και η ποίηση. Μουσικοί και ποιητικοί αγώνες, λοιπόν, γίνονταν στα Πύθια, στα Ίσθμια και αργότερα οι μουσικοί προστέθηκαν στα Νέμεα. Επίσης, στους Δελφούς διεξάγονταν και αγώνες τραγικής ποίησης. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός των αγώνων ζωγραφικής που γίνονταν στα Πύθια και στα Ίσθμια. Ζωγραφικά έργα εκτίθεντο και στην Ολυμπία, όπου ο ζωγράφος Αετίων εντυπωσίασε το κοινό με το έργο του που εικονίζονταν οι γάμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης.

Οι αγώνες δεν είχαν μόνο θρησκευτική σημασία˙ είχαν και μια έντονα πολιτική διάσταση. Καθώς μόνο Έλληνες έπαιρναν μέρος σε αυτούς, η συμμετοχή ήταν μια επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας, όπως απέδειξε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄. Αργότερα, ο βασιλιάς Αρχέλαος Α΄ κέρδισε με τα τέθριππά του τις αρματοδρομίες στα Πύθια και στην Ολυμπία και θέσπισε Ολύμπια προς τιμής του Δία, στο ιερό στους πρόποδες του Ολύμπου, το Δίον. Ο Φίλιππος Β΄ έλαβε κι αυτός με τη σειρά του μέρος και νίκησε σε αρματοδρομίες των πανελληνίων αγώνων στην Ολυμπία και στους Δελφούς και μάλιστα έκοψε νομίσματα εις ανάμνηση των επιτυχιών αυτών. Η πολιτική εκμετάλλευση των αγώνων είναι μια από τις μεγαλοφυείς κινήσεις του Φιλίππου για την εδραίωση της εξουσίας του στην Ελλάδα, καθώς του προσέφεραν μια εξαιρετική αφορμή για την ανάμειξή του στη διαμάχη μεταξύ των πόλεων και την ανάδειξή του σε προστάτη και ηγέτη όλων των Ελλήνων.

Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, ο Αλέξανδρος έλαβε σοβαρά υπ’ όψη του τον πολιτικό συμβολισμό των ιερών αγώνων. Κατά τη διάρκεια των Ισθμίων ανακηρύχθηκε αρχηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία κατά της Περσίας και τίμησε το Δία με Ολύμπια στο Δίον πριν ξεκινήσει για την Ανατολή. Τους Ολυμπιακούς αγώνες του 324 π.Χ. επέλεξε για να κάνει μια πολύ σημαντική πολιτική κίνηση: έστειλε τον Νικάνωρα να γνωστοποιήσει στο κοινό που παρακολουθούσε τους αγώνες την επιθυμία του να επιστρέψουν στις πόλεις τους οι εξόριστοι που είχαν φύγει λόγω των πολιτικών αντιπαλοτήτων. Ενώ ο ίδιος ήταν γυμνασμένος και καλός δρομέας, δεν θέλησε να λάβει μέρος στην Ολυμπιάδα αφού δεν θα συναγωνιζόταν βασιλείς, αλλά θέσπισε μια σειρά από αγώνες, τραγικούς και μουσικούς, αλλά και κυνηγετικούς. Παρότι ο Πλούταρχος παρουσιάζει μια κάπως αρνητική στάση του Αλεξάνδρου προς το συναγωνισμό στα στάδια, οι ενέργειές του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας δείχνουν ότι έτρεφε βαθειά εκτίμηση για τους νικητές των πανελληνίων αγώνων και θεωρούσε τη διεξαγωγή τους ως έκφραση του ελληνικού πνεύματος και αγωγή της ψυχής. Έτσι, μας παραδίδεται μια σειρά από αγώνες, γυμνικούς, ιππικούς, μουσικούς και λαμπαδηδρομίες, που έγιναν κατ’ εντολή του Αλεξάνδρου σε πόλεις τις Αιγύπτου και της Ασίας με αφορμή χαρμόσυνα γεγονότα αλλά και θλιβερά. Ακόμα, γνωρίζουμε ότι στο στράτευμά του υπήρχαν αθλητές και μάλιστα ο Κρατερός και ο Περδίκκας είχαν μαζί τους ένα σκίαστρο από δέρματα αιγών μήκους ενός σταδίου, για να εξασκούνται στο τρέξιμο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.

Η άσκηση των αθλητών γινόταν στα Γυμνάσια. Τα Γυμνάσια ήταν λειτουργικά στοιχεία για την κοινωνική ζωή της πόλης και κατά την ελληνιστική περίοδο εξελίχθηκαν σε πνευματικά κέντρα, σύμβολα ελληνικότητας πολιτισμού σε όποιον τόπο βρίσκονταν. Στους χρόνους των ελληνιστικών βασιλείων παρατηρείται ραγδαία αύξηση στον αριθμό των Γυμνασίων σε όλη την επικράτειά τους, τα οποία ιδρύονταν και χρηματοδοτούνταν από βασιλείς ή ιδιώτες, τα επέβλεπαν οι γυμνασίαρχοι και συνδέονταν με τη ζωή της πόλης με τη συμμετοχή των μελών τους σε γιορτές.

Ποια ήταν, όμως, η καθημερινότητα των αθλητών στην ελληνιστική εποχή; Ήταν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες;

Η άθληση ανέκαθεν αποτελούσε μέρος της ζωής των Ελλήνων. Στους χρόνους που ακολούθησαν το θάνατο του Αλεξάνδρου παρατηρείται μια ολοένα αυξανόμενη εντατικοποίηση στην προετοιμασία των αθλητών, οι οποίοι έπρεπε να είναι σε θέση να παραστούν με αξιώσεις νίκης σε μια σειρά αγώνων. Όπως είδαμε, υπήρχαν διοργανώσεις με χρηματικά βραβεία, αλλά ακόμα και για τους νικητές των αγώνων με έπαθλο ένα στεφάνι προβλέπονταν σημαντικά προνόμια στην πόλη τους. Στην ελληνιστική περίοδο τα προνόμια και τα έπαθλα έγιναν πιο πλούσια κι ελκυστικά, γεγονός που αύξανε τον ανταγωνισμό μεταξύ των αθλητών αλλά και των πόλεών τους. Έτσι, έπρεπε να εντείνουν τις προσπάθειές τους, να ωθήσουν τον εαυτό τους στα άκρα για να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα. Η ισορροπημένη άσκηση για την υγεία και την αθλητική αρτιότητα έδωσε τη θέση της σε νέες μεθόδους προπόνησης, στις οποίες θα χρησιμοποιηθούν οι παρατηρήσεις των γιατρών της εποχής. Μάλιστα, ο γιατρός Ερασίστρατος τον 3ο αι. π.Χ. θα χρησιμοποιήσει τον όρο «γυμναστική» για τον τομέα της αποκλειστικά ιατρικής αρμοδιότητας της σωματικής άσκησης. Για την αύξηση του βάρους και της μυϊκής μάζας οι αθλητές ακολουθούσαν ειδική διατροφή («σικελική δίαιτα» και «αναγκοφαγία) που βασιζόταν κυρίως στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων κόκκινου κρέατος, κυρίως χοιρινού. Η τακτική αυτή, αντικείμενο κριτικής από τον Ιπποκράτη, θα πάρει μεγάλη έκταση στα ελληνιστικά χρόνια. Ακόμα και οι ώρες της ανάπαυσης και του ύπνου καθορίζονταν πλέον με ακρίβεια. Και βέβαια, μεγάλο ρόλο έπαιζε ο χρόνος και η διάρκεια των ασκήσεων της προπόνηση. Μεγαλύτερη απήχηση είχε η μέθοδος του «τετραδικού κύκλου» ή αλλιώς του «συστήματος». Λέγεται ότι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά κατά το α’ μισό του 2ου αι. π.Χ. και ουσιαστικά ήταν ένα πρόγραμμα προπόνησης διάρκειας τεσσάρων ημερών, το οποίο επαναλαμβανόταν διαρκώς. Την πρώτη μέρα προβλεπόταν προετοιμασία με γρήγορες και ζωηρές κινήσεις («παρασκευή» ή «παρασκευάζον γυμνάσιο»), τη δεύτερη οι δυνάμεις του αθλητή εντείνονταν ως το υψηλότερο σημείο, σαν σε αγώνα («επιτείνον ή τέλειον γυμνάσιον» ή «κατασκευή»), την τρίτη ακολουθούσε η χαλάρωση και άσκηση χωρίς ένταση («άνεσις» ή «αποθερμία») και ο κύκλος έκλεινε με τη μέτρια απόδοση στην εξάσκηση καθώς ο αθλητής βαθμιαία ανακτούσε τις δυνάμεις του («μεσεύουσα» ή «μερισμός»). Και αυτή η μέθοδος επικρίθηκε, καθώς απέβλεπε στη νίκη και όχι στην αρμονική άσκηση και στην πειθαρχία της ψυχής του. Όλη αυτή η φροντίδα για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και της απόδοσης των αθλητών είναι ξεκάθαρο δείγμα της επαγγελματικής, πλέον, ενασχόλησης με το αντικείμενο. Υποψίες για τον επαγγελματικό χαρακτήρα και τον ουσιαστικό κλονισμό του αρχαίου αθλητικού ιδεώδους είχαν δημιουργηθεί ήδη από τα τέλη του 5ου- αρχές 4ου αι. π.Χ., όταν οι μεγάλες πνευματικές μορφές, όπως ο Ευριπίδης, ο Ιπποκράτης, ο Σωκράτης και ο Πλάτων εξέφραζαν την ανησυχία τους σχετικά με την τροπή που έπαιρνε η δραστηριότητα αυτή. Αργότερα θα ενώσουν τις φωνές τους και άλλοι (Αριστοτέλης, Κυνικοί και Στωικοί φιλόσοφοι), που για διαφορετικούς λόγους θα αποστασιοποιηθούν από τον αθλητισμό. Με τη βελτίωση των μεθόδων άθλησης, των αγωνιστικών χώρων και με τον επαγγελματισμό, παρατηρείται μια εκπληκτική αύξηση των επιδόσεων των αθλητών.

Οι πόλεις, με τη σειρά τους, θέλοντας να αυξήσουν το κύρος τους βοηθούσαν οικονομικά τους επαγγελματίες αθλητές στην προσπάθειά τους να κερδίσουν τους αγώνες, αλλά και ιδιώτες χρηματοδοτούσαν τους αθλητές που υπόσχονταν επιτυχίες. Πολλές πόλεις, μάλιστα, θέλοντας να προσελκύσουν στις αποστολές τους επιτυχημένους αθλητές, τους εξαγόραζαν ή τους έδιναν τιμητικά το δικαίωμα του πολίτη. Εφόσον διακυβεύονταν πλέον τόσα πολλά στους αγώνες, άρχισαν να εντοπίζονται πολλά κρούσματα αθέμιτου συναγωνισμού και δωροδοκίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αθηναίου Κάλλιπου, ο οποίος δωροδόκησε τους αντιπάλους του στην Ολυμπιάδα του 332 π.Χ. για να του παραχωρήσουν τη νίκη στο πένταθλο. Αφού τιμωρήθηκαν όλοι με βαρύτατο πρόστιμο από τους Ελλανοδίκες, οι Αθηναίοι απέστειλαν το ρήτορα Υπερείδη για να γλυτώσουν αυτή την ποινή. Ωστόσο, οι Αθηναίοι αποκλείστηκαν από τους αγώνες και το μαντείο των Δελφών διέκοψε τη χρησμοδότηση, οπότε αναγκάστηκαν να καταβάλουν το πρόστιμο.

Η εμφάνιση των αθλητικών ενώσεων με καθαρά επαγγελματικό χαρακτήρα είναι ένα ακόμα απότοκο της αλλαγής στα ελληνιστικά χρόνια. Αυτές οι ενώσεις δημιουργήθηκαν κυρίως στις ανατολικές περιοχές των και λειτουργούσαν στα πλαίσια των Γυμνασίων, όπως είδαμε παραπάνω. Τα μέλη των ενώσεων, λοιπόν, προέρχονταν από ένα Γυμνάσιο ή αποτελούνταν από ομάδες περισσότερων Γυμνασίων και ονομάζονταν «συμβιώται». Οι ενώσεις («σύνοδοι ξυστικαί») λειτουργούσαν με μια διοίκηση που εκλεγόταν από τα παλαιά μέλη του συλλόγου και φρόντιζαν για τα συμφέροντά τους. Μετά το θάνατό τους τιμώνταν με ανδριάντα ή προτομή στο χώρο του Γυμνασίου.

Σε ποιους αγώνες έπαιρναν μέρος όλοι αυτοί οι επαγγελματίες υπερ-αθλητές; Προφανώς, οι αγώνες που διεξάγονταν στον ελλαδικό χώρο, τοπικοί ή μη, δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες σε θέαμα του κοινού ολόκληρου του ελληνιστικού κόσμου. Κάθε μεγάλη πόλη που επιθυμούσε να αποκτήσει κύρος και να γίνει πόλος έλξης για ταξιδιώτες και εμπόρους από τις γύρω περιοχές, διοργάνωνε αγώνες με πλούσια έπαθλα, αλλά και οι ηγεμόνες επιθυμούσαν τη διεξαγωγή τέτοιων εκδηλώσεων για την προβολή της δύναμης και του πλούτου τους. Έτσι, στην ελληνιστική εποχή παρατηρείται μια εκπληκτική αύξηση του αριθμού των αγώνων, οι οποίοι γίνονταν πάλι προς τιμήν της προστάτιδας θεότητας της πόλης και υπήρχαν σημαντικές περιπτώσεις που θεσπίζονταν για τον εορτασμό κάποιου σημαντικού γεγονότος. Για παράδειγμα, οι Αιτωλοί ξεκίνησαν το 276 π.Χ. τα Σωτήρια στους Δελφούς, προς τιμήν του Διός Σωτήρος και του Απόλλωνα, σε ανάμνηση της νίκης τους εναντίον των Γαλατών (279 π.Χ.). Για τη νίκη κατά των Γαλατών θεσπίστηκαν και τα Νικηφόρια στην Πέργαμο. Οι ελληνιστικοί ηγεμόνες προσπάθησαν να υπογραμμίζουν την ελληνικότητά τους ακόμα και οργανώνοντας εκδηλώσεις κατά μίμηση εκείνων στον ελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αντιόχου Δ΄, ο οποίος οργάνωσε αγώνες που αναπαρήγαγαν τους Ολυμπιακούς ως προς το πρόγραμμα αλλά και τις λειτουργικές τους λεπτομέρειες στη Δάφνη, κοντά στην Αντιόχεια. Ωστόσο, η πολιτική σημασία που αποδιδόταν στη θέσπιση νέων αγώνων γίνεται φανερή από το ότι οι διοργανώτρια αρχή επιζητούσε την αναγνώρισή τους ως ισάξιων με τους τέσσερις πανελλήνιους στεφανίτες αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια), κάτι που εκτός από κύρος θα προσέλκυε περισσότερους διαγωνιζόμενους, εμπόρους και επισκέπτες για την τόνωση της οικονομικής κίνησης των πόλεων. Για να πετύχουν αυτό το στόχο, ειδικοί απεσταλμένοι, οι θεωροί, ταξίδευαν στις πρωτεύουσες των βασιλείων, σε σημαντικές πόλεις και ιερά για να προσκαλέσουν αθλητές απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο και να ζητήσουν την αναγνώριση των νέων αγώνων ως ίσων με τους αρχαίους αγώνες. Έτσι, ο Πτολεμαίος Β΄ θέσπισε την εορτή των Πτολεμαΐων στην Αλεξάνδρεια προς τιμήν του θεοποιημένου πατέρα του, Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος, έστειλε θεωρούς σε πόλεις και ιερά που απέσπασαν συμφωνίες αναγνώρισης των αγώνων που από το 279 π.Χ. ονομάστηκαν «ισ-Ολύμπιοι», διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια και προσέλκυαν αθλητές από παντού. Σπουδαίοι «ισο-Πύθιοι» αγώνες έγιναν κι εκείνοι που θεσπίστηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας Λευκοφρυήνης στη Μαγνησία του ποταμού Μαιάνδρου, για τους οποίους σώζονται 70 ψηφίσματα πόλεων και οι απαντήσεις των ηγεμόνων της Αιγύπτου, της Περγάμου αλλά και της Ασίας για την αναγνώρισή τους.

Όλοι αυτοί οι αγώνες, πέρα από την πολιτική και οικονομική σημασία που είχαν, ουσιαστικά υπογράμμιζαν και ενίσχυαν τους δεσμούς μεταξύ των πόλεων και των ελληνιστικών βασιλείων που τόσο συχνά βρίσκονταν σε πόλεμο. Μπορεί να τους χώριζαν οι διαμάχες για την επέκταση της εξουσίας και των εδαφών, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν Έλληνες, μετείχαν της ελληνικής παιδείας, τιμούσαν τους ίδιους θεούς και αυτόν τον πολιτισμό μεταλαμπάδευαν στα πέρατα της γης όπου είχε φτάσει ο Αλέξανδρος.

Γενικά, το ζήτημα των αθλητών της ελληνιστικής εποχής έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Η σταδιακή απομάκρυνση που διαφαίνεται από τα ιδεώδη της κλασικής αρχαιότητας, η χαλάρωση των προσωπικών δεσμών με την πόλη και τη θρησκεία, η πλήρης αποσύνδεση της άθλησης από τη στρατιωτική εκπαίδευση οδήγησαν στη δημιουργία των επαγγελματιών αθλητών, οι οποίοι έφταναν συχνά σε ακρότητες για να πετύχουν καλύτερες επιδόσεις, να προσφέρουν εντυπωσιακό θέαμα στο κοινό τους και να κερδίσουν μια νίκη που δεν θα ήταν πια δώρο ενός θεού αλλά ένα προσωπικό επίτευγμα. Όλη αυτή η κατάσταση επικρίθηκε έντονα από τους διανοούμενους της εποχής, οι οποίοι στα ρωμαϊκά κυρίως χρόνια μας δίνουν αποκαρδιωτικές περιγραφές για την κατάσταση των αθλητών.

Usain Bolt, Michael Phelps, Roger Federer. Οι σημερινοί υπεραθλητές βρίσκονται στα εξώφυλλα των περιοδικών και σε λίστες με ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες. Οι αθλητές της αρχαιότητας μπορεί να μην αγωνίζονταν για ένα ρεκόρ αλλά μόνο για τη νίκη που θα τους εξασφάλιζε χρήματα και φήμη, αλλά κι αυτοί έκαναν τις προσωπικές τους θυσίες με εξαντλητικές προπονήσεις χωρίς τη σημερινοί τεχνογνωσία και ταξιδεύοντας για μέρες από τόπο σε τόπο, αντιμέτωποι με ένα σωρό κινδύνους. Όσο για την υγεία τους; Οι μαρτυρίες μιλούν εύγλωττα για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, δέχονταν το ρίσκο και πολλοί έμειναν στην ιστορία για τις μεγάλες τους νίκες. Άραγε πόσοι θα θυμούνται τους σημερινούς αθλητές ύστερα από 23 αιώνες;

Το ελληνιστικό συμπόσιο

Στους ελληνιστικούς χρόνους τα συμπόσια διατήρησαν την κλασική παράδοση ως προς το βασικό τελετουργικό της ανάκλισης, της χρήσης δηλ. ανακλίντρων, καθώς και το βασικό διαχωρισμό σε δείπνο και οινοποσία, μόνο που τώρα προσέλαβαν μεγαλύτερες διαστάσεις, δόθηκε έμφαση στην πολυτέλεια και απέκτησαν νέο περιεχόμενο, αποσκοπούσαν δηλ. στην επίδειξη πλούτου και δύναμης, όπως αυτά εκφράζονταν τόσο με την εσωτερική διακόσμηση της αίθουσας όσο και με την ποικιλία των διασκεδάσεων και των θεαμάτων που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες του.

Τα βασιλικά συμπόσια οργανώνονταν σε μία αίθουσα του ανακτόρου, ειδική για τέτοιες εκδηλώσεις, που ονομαζόταν συμπόσιο ή ανδρώνας. Καθώς όμως ο αριθμός όσων συμμετείχαν δεν ήταν σταθερός θα πρέπει να υπήρχαν στα ανάκτορα πολλές αίθουσες διαφορετικού μεγέθους για αυτό το σκοπό. Ήταν διακοσμημένες με πολύχρωμα μωσαϊκά δάπεδα, μαρμαροθετήσεις στους τοίχους, χρυσοποίκιλτες οροφές και βαρύτιμα καλύμματα για τις κλίνες, που έφεραν πολύτιμους λίθους, χρυσό και ασήμι. Ο μεγάλος αριθμός των αιθουσών συμποσίου που βρίσκουμε στα μακεδονικά ανάκτορα -όπως για παράδειγμα στης Πέλλας- δείχνει τη μεγάλη σημασία που είχε το συμπόσιο για τη μακεδονική αυλή.

Επίσης, ένα νέο χαρακτηριστικό των συμποσίων κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν ο στρατιωτικός τους χαρακτήρας και ο σημαντικός ρόλος που έπαιζαν στη σχέση αξιωματούχων και απλών στρατιωτών. Ο Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του στην Ανατολή ή μετά από μεγάλες νίκες οργάνωνε συμπόσια σε φορητές σκηνές.

Ατομικισμός - Η θεοποίηση της Τύχης

Μετά το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος, όχι μόνο για τις πόλεις και τα κράτη, αλλά για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Τα βασίλεια που δημιουργούνται από τους Διαδόχους δεν στηρίζονται στη φυλετική ομοιομορφία και οι πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας, παρόλο που διατηρούν κάποια διοικητική αυτονομία, αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συστήματος. Οι δρόμοι ανοίγουν, τα ταξίδια διευκολύνονται, η γνώση για τον υπόλοιπο κόσμο γίνεται προσβάσιμη: η Οικουμένη είναι πλέον μια πραγματικότητα. Σιγά-σιγά, η σχέση του ανθρώπου με την πόλη του γίνεται ολοένα πιο χαλαρή και αρχίζει να γίνεται μέλος ενός τεράστιου συνόλου. Πόσο αγχωτικό μπορεί να είναι ένα τέτοιο συναίσθημα για κάποιον που ως τότε αισθανόταν ότι ο κόσμος όλος περιστρεφόταν γύρω από την πόλη που κατοικούσε και οι συμπολίτες τους ήταν η οικογένειά του; Κανείς δεν θέλει να χάσει τον εαυτό του και να χαθεί μέσα σ’ ένα ετερόκλητο πλήθος. Μια εσωστρέφεια αρχίζει να καλλιεργείται μέσα στον άνθρωπο του ελληνιστικού κόσμου, γεννημένη απ’ την ανάγκη να φροντίσει ο ίδιος προσωπικά για τον εαυτό του και την ευτυχία του.

Αυτή η τάση αποτυπώθηκε σε πολλές εκφάνσεις της ελληνιστικής σκέψης και δημιουργίας. Οι ατομικές εμπειρίες γίνονται πιο ελκυστικές και ενδιαφέρουσες από τις περιγραφές των συλλογικών εμπειριών μιας κοινωνίας, που περιγράφουν γεγονότα όπως ο πόλεμος. Οι αναγνώστες πλέον ενδιαφέρονται και για την προσωπική οπτική όσων βιώνουν τα γεγονότα και νέα λογοτεχνικά είδη θα ξεπηδήσουν από την τάση αυτής της περιόδου: η βιογραφία, η αυτοβιογραφία και τα απομνημονεύματα. Αλλά και οι εικαστικοί καλλιτέχνες ενδιαφέρονται πλέον για το συγκεκριμένο άνθρωπο καθώς απαθανατίζουν τα πραγματικά, προσωπικά χαρακτηριστικά επιφανών πολιτών και ηγεμόνων, προσπαθώντας να αποδώσουν παράλληλα το ήθος και τον ψυχισμό του καθενός, στο δρόμο που χάραξε ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Και δεν τους ενδιαφέρουν μόνο τα σπουδαία πρόσωπα της ιστορίας, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μοχθούν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής.

Η διανόηση της ελληνιστικής εποχής, σε αντίθεση με τα περισσότερα φιλοσοφικά ρεύματα των περασμένων χρόνων, θα ασχοληθεί κι αυτή με τη σειρά της με την καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι διδαχές των διαφόρων σχολών θα αντικατοπτρίσουν αυτή τη στροφή του ενδιαφέροντος προς το άτομο και την προσωπική του ευτυχία. Σε έναν κόσμο ταραγμένο, θα του υποδείξει κανόνες συμπεριφοράς ως αντίδοτο στα προβλήματα και τις ανησυχίες του. Η ζωή σύμφωνα με μια ηθική συμπεριφορά, το «κατ’ αρετήν ζην», επιφέρει το ύψιστο αγαθό της ευδαιμονίας για τους Στωικούς φιλοσόφους και η «απάθεια», δηλαδή η απελευθέρωση από τα πάθη και η αδιαφορία απέναντι στα πάντα, είναι η μεγαλύτερη αρετή για όσους ακολουθούν αυτόν τον τρόπο ζωής. Τη γαλήνη της ψυχής που επιτυγχάνεται με την αταραξία και την αποχή από την πολιτική κηρύσσουν ως το υψηλότερο ιδανικό και οι Επικούρειοι και σκοπός τους γίνεται η επιδίωξη της ηδονής, όχι η ασωτεία, αλλά η αποφυγή του πόνου ως μη φυσικού για τον άνθρωπο. Οι Κυνικοί φιλόσοφοι κήρυτταν την αυτάρκεια του ανθρώπου, περιφέρονταν από τόπο σε τόπο επιδεικνύοντας έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής, περιφρονώντας τον πλούτο, το κύρος, την επιφανή καταγωγή. Ουσιαστικά, έθεταν τον εαυτό τους εκτός της κοινωνίας και της πολιτικής, προσπαθώντας να ορίσουν τη θέση τους στον κόσμο.

Και ποιος ορίζει τι θα συμβεί στη ζωή του καθενός; Ποιος είναι υπεύθυνος για ό,τι γίνεται; Ποιος είναι τελικά ο ρόλος της τύχης; Όταν κράτη ευημερούν και λίγο αργότερα βυθίζονται, βασιλείς κατατροπώνονται και περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες αποκτούν ξαφνικά μεγάλη δύναμη, όλα είναι ρευστά και πρόσκαιρα. Ο άνθρωπος βιώνει την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, οι συγκυρίες αρχίζουν να αποκτούν μεγάλη σημασία και η τύχη εξελίσσεται σε ρυθμιστικό παράγοντα. Η προσωποποίηση αυτής της απρόβλεπτης δύναμης που κυβερνάει τη ζωή με σκληρότητα λατρευόταν από την αρχαϊκή περίοδο στον ελλαδικό χώρο, αλλά στην ελληνιστική εποχή η λατρεία της εξαπλώνεται και παίρνει μια νέα διάσταση, καθώς συνδέεται άμεσα με το μέλλον της πόλης αλλά και του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.

Είτε ως μια σειρά συγκυριών κι απρόβλεπτων γεγονότων, είτε ως δύναμη που κινεί τα νήματα της ζωής βάσει κάποιου σχεδίου, η Τύχη βρίσκει τη θέση της μέσα στην καθημερινότητα και τη φιλοσοφία. Παρά την πλήρη παράδοση στη μοίρα και την προκαθορισμένη πορεία της ζωής, την οποία κήρυτταν οι Στωικοί, η φιλοσοφική σκέψη προσπάθησε είτε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την απρόβλεπτη ζωή, είτε να δώσει τα όπλα της λογικής για τον ανυψώσει πάνω από την παγκόσμια εξουσία της Τύχης.

«Η Τύχη δεν τηρεί κανόνες, όταν αποφασίζει για τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ούτε είναι δυνατόν, ενόσω είναι κανείς ζωντανός, να πει “δεν θα υποφέρω αυτή τη μοίρα”». Κάθε άνθρωπος όμως είχε τη δική του τύχη, καλή ή κακή, με τα σκαμπανεβάσματα και τα γυρίσματά της. Κάποιοι άνθρωποι στάθηκαν πολύ τυχεροί στη ζωή τους: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένας απ’ αυτούς. «Αυτός είναι ο λόγος της Τύχης, που δηλώνει ότι ο Αλέξανδρος είναι αποκλειστικό δημιούργημά της. Πρέπει όμως να προβάλω τις αντιρρήσεις μου για λογαριασμό της φιλοσοφίας ή καλύτερα για λογαριασμό του Αλεξάνδρου, ο οποίος θα δυσφορούσε και θα αγανακτούσε αν θεωρηθεί ότι πήρε την ηγεμονία δωρεάν και από την Τύχη […]». Ο Πλούταρχος, σ’ αυτό το έργο που αντικατοπτρίζει το πνεύμα της εποχής όσο τίποτε άλλο, προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν αρκεί μια καλή τύχη για να πετύχει κάποιος τους στόχους του. Η αρετή και ο προσωπικός κόπος του καθενός είναι εξ ίσου ή περισσότερο σημαντικά. Ωστόσο, ο απλός κόσμος που πίστευε ακράδαντα στην τύχη που συνόδευε τον Αλέξανδρο, χρησιμοποιούσε την εικόνα του για φυλαχτό και γούρι μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Αλλά και η εικόνα της ίδιας της Τύχης είχε θετική επίδραση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, οπότε φρόντιζαν να την φέρνουν μαζί τους φορώντας δαχτυλίδια ή περίαπτα.

Αυτή η αγωνία για την προσωπική τύχη και το αβέβαιο μέλλον που περίμενε τον καθένα ώθησε τους ανθρώπους σε μία αναζήτηση ατομικής σωτηρίας από τους θεούς. Η σχέση με τους θεούς φεύγει από το παραδοσιακό πλαίσιο της προστασίας της πόλης ολόκληρης και κατ’ επέκταση των πολιτών της που φθίνει, όπως είδαμε παραπάνω, και αποκτά μια πιο προσωπική διάσταση. Θεοί-σωτήρες με απεριόριστη εξουσία στον κόσμο αλλά και προσωπικό ενδιαφέρον για τους πιστούς ήταν οι θεοί στους οποίους προσέβλεπε ο άνθρωπος την ελληνιστική εποχή για να βρει την προστασία από τους κινδύνους που τον περιέβαλαν. Η ραγδαία εξάπλωση της λατρείας της Ίσιδας είναι ενδεικτική αυτής της τάσης. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η σωτηρία από τα προβλήματα της ζωής την οποία αναζητούσαν. Η σωτηρία από το θάνατο και η εξασφάλιση μιας καλής ζωής μετά απ’ αυτόν ήταν μια ακόμα ανησυχία γι’ αυτούς. Έτσι, οι μυστηριακές λατρείες αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους πιστούς ολόκληρης της ελληνιστικής οικουμένης. Τα Ελευσίνια, τα Καβείρια, τα μυστήρια της Ίσιδας έδιναν την υπόσχεση της σωτηρίας και μιας καλής μεταθανάτιας ζωής για όσους είχαν μυηθεί στις τελετές τους.

Ο κάθε άνθρωπος μπορεί μόνος του να ανοίξει το δρόμο του, να σμιλέψει τη ζωή του, να κυνηγήσει τους στόχους του. Αν τον ευνοήσει λίγο και η θεά Τύχη, θα τα καταφέρει. Μπορεί όμως και να παραδοθεί στα χέρια της, να αφεθεί στα καπρίτσια της, να δεχτεί ότι όλα είναι προκαθορισμένα κι εκείνος είναι απλά το πιόνι ενός παιχνιδιού. Στην ελληνιστική εποχή, μια εποχή αβεβαιότητας και ανασφάλειας, η αλήθεια για τον καθένα βρισκόταν ίσως κάπου ανάμεσα.

ΑΡΧΗ