Κράτη
Η ελληνιστική μοναρχία
Πόλεμος
Διοίκηση, άτομο και κοινωνία
Οικονομία
Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού
Οργάνωση υπαίθρου
Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου
Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης
Τέχνη : Ριζοσπαστισμός και συντήρηση
Θρησκεία και μεταφυσική
Η Ελληνιστική Οικουμένη - Ένας κόσμος χωρίς σύνορα
Η Ρώμη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Οργάνωση υπαίθρου

Οργάνωση υπαίθρου

Ακόμα και για μια εποχή έντονης αστικοποίησης, όπως ήταν η ελληνιστική, δεν πρέπει να φανταστούμε τα βασίλεια ως τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις με μεμονωμένα σημεία όπου συγκεντρώνεται ο πληθυσμός στις πόλεις [1]. Ανάμεσα σε αυτές σίγουρα υπήρχαν περιοχές όλο ζωτικότητα, με αγροικίες, εξοχικές επαύλεις, φρούρια και χωριά. Όλα αυτά τα στοιχεία συνυπήρχαν σε στενή σχέση στο ίδιο ιεραρχικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα στα ελληνιστικά βασίλεια, και τα τείχη μιας πόλης δεν αποτελούσαν πολιτικά όρια ανάμεσα στο άστυ και τη χώρα του. Δρόμοι χτιστοί [2] ή απλά περάσματα για καραβάνια και στρατεύματα ένωναν μεγαλύτερες πόλεις, φρούρια και μικρότερους οικισμούς.

Έτσι έχουμε την κατασκευή πολυτελών επαύλεων στην ύπαιθρο για τον άμεσο έλεγχο της γεωργίας, αλλά όχι μόνο [3]. Η απόλαυση της φύσης και η απομόνωση ήταν και αυτές κίνητρα για μια φυγή από την πόλη –ώστε να ικανοποιούν οι πλούσιοι επιστημονικές ανησυχίες και τις ανάγκες για διασκέδαση και ανάπαυση. Και μιλάμε για πλούσιους, διότι μόνο άνθρωποι με υψηλό εισόδημα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τέτοια σπίτια που χρειάζονταν συνεχώς εξωραϊσμό και συντήρηση.

Ψηλά πυργόσπιτα χτίζονταν επίσης στην ύπαιθρο, ως και 20 μέτρα ύψος με αρκετούς ορόφους. Αυτά ήταν διαδεδομένα και στην ηπειρώτική αλλά προπάντων στη νησιωτική χώρα και η ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία τους δείχνει πως εξακολουθούσε να υπάρχει η απειλή της πειρατείας. Πρόκειται κυκλικά ή ορθογώνια περίτεχνα κτίσματα που αντικατοπτρίζουν το ανεβασμένο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της υπαίθρου [4]. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα στη νεότερη εποχή αποτελούν οι πύργοι της Μάνης, όπου κατά τον προηγούμενο αιώνα είχαν και χαρακτήρα επίδειξης του πλούτου και του κύρους της ιδιοκτήτριας οικογένειας· μάλιστα εκεί όσο ψηλότερος ήταν ο πύργος, τόσο μεγαλύτερο το όνομα της οικογένειας, και επιπλέον δεν επιτρεπόταν στον καθένα να υψώνει πολλούς ορόφους [5].

Τέτοιοι πύργοι ήταν μάλλον ιδιωτικά κτίσματα, δηλαδή τειχισμένες αγροικίες, μπορούσαν όμως να παρέχουν ασφάλεια σε πολλούς ανθρώπους και ζώα. Σε αραιοκατοικημένες περιοχές, όπως ήταν τα ορεινά της Μικράς Ασίας, θα αρκούσαν αυτά τα κτίσματα, συχνά όμως υπήρχε η ανάγκη για μεγαλύτερες εγκαταστάσεις με τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν περισσότερους κατοίκους της υπαίθρου. Φρούρια και στρατιωτικές αποικίες ορίζονταν γι’ αυτό το σκοπό [6]. Οι ελληνιστικοί βασιλείς δεν έπαυσαν να ιδρύουν και να οργανώνουν τέτοια μικρά κέντρα στην ύπαιθρο, ώστε να εξασφαλίζουν την ειρήνη και το ανεμπόδιστο εμπόριο στα αχανή κράτη τους και σε περιοχές κοντά στα σύνορα. Αξιοσημείωτο είναι πως μέσα από αυτή την ενίσχυση της υπαίθρου ξεπήδησαν τα μεγάλα αστικά κέντρα ως εξέλιξη των στρατιωτικών αποικιών του Μ. Αλεξάνδρου.

Από ένα φρούριο χτισμένο σε περίοπτη θέση [7] μπορούσε ένα σώμα στρατού να ελέγχει σημεία ζωτικής σημασίας για το κράτος: διαβάσεις μεταξύ κρατών και επαρχιών, δρόμους σημαντικούς για το εμπορικό δίκτυο, παράλια και ποτάμια περάσματα, εύφορες πεδιάδες [8].

Για να καταλάβουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχαν τέτοια φρούρια πέρα από την ασφάλεια της υπαίθρου, έχουμε ένα καλά μελετημένο και εντυπωσιακό παράδειγμα. Στη σημερινή Φαϊλάκα του Κουβέιτ, την αρχαία Ίκαρο, ένα νησί στον Περσικό Κόλπο, κοντά σε μια βασική είσοδο προς το πάλαι ποτέ Σελευκιδικό κράτος από τις εκβολές του Ευφράτη, αποκαλύφθηκε ένα καλά διατηρημένο φρούριο-ιερό. Η θέση του δεν επιλέχθηκε τυχαία αλλά ήταν καλά μελετημένη, ώστε να διαλαλεί προς τα έξω τη φύση και το χαρακτήρα του βασιλείου: σε ένα νησί στον Περσικό Κόλπο και με θέα όχι προς την ενδοχώρα αλλά προς τα έξω, στα ανοιχτά της θάλασσας, από όπου θα εισέρχονταν οι ξένοι στο βασίλειο του Σελεύκου.

Η αρχική του, πρώιμη ελληνιστική μορφή αποτελούταν από ένα ορθογώνιο τέμενος με δύο ναούς, ελληνικής και τοπικής λατρείας και αντίστοιχου ρυθμού, περιβαλλόμενο από τείχος με πύργους στις γωνίες και στη μοναδική του νότια είσοδο. Είναι ένας καλά προστατευμένος χώρος και αυτό υπονοεί η ονομασία του, παραφθορά της ελληνικής λέξης φυλακή, δηλαδή φυλάκιο, φρούριο.

Όλο το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από αρμονία και ακρίβεια στο σχεδιασμό και τις μορφές. Οι ναοί είναι τοποθετημένοι στην ευθεία της εισόδου, η οποία όμως προκαλεί με τη φαινομενική έλλειψη συμμετρικότητας: δεν είναι στο κέντρο της πρόσοψης του τείχους αλλά ελαφρώς προς τα ανατολικά. Αυτό δεν είναι ούτε λάθος ούτε τυχαίο αλλά έχει γίνει με βάση τη Χρυσή Τομή, που σύντομα θα δούμε γιατί είναι υψίστης σημασίας. Οι δε ναοί αντικατοπτρίζουν την προέλευση της λατρείας που τελούταν στον καθένα. Οι υποθέσεις μας είναι πως πρόκειται για λατρεία του Απόλλωνα, προπάτορα του Σελεύκου Α΄, και της αδερφής του Αρτέμιδος, που θεωρούταν η παλαιότερη, τοπική λατρεία στην περιοχή.

Άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της θέσης είναι ο υβριδικός χαρακτήρας των ευρημάτων. Κατά βάση οι τεχνικές, οι αναλογίες και τα μέτρα είναι όμοια με αυτά της Μακεδονίας. Χρησιμοποιείται ο δωρικός πους (32,4 εκ.) και τεχνικές χτισίματος τειχών, διαστάσεις και αναλογίες, όλα στα πρότυπα του ανακτόρου των Αιγών και άλλων μακεδονικών θέσεων. Πιθανότατα όμως από το αρχικό σχέδιο να συμπεριλαμβανόταν και ο ναός της τοπικής μορφής και λατρείας, ώστε να γίνει ακόμα πιο έκδηλη η επιθυμία του βασιλιά να συνενώσει τις δύο διαφορετικές παραδόσεις. Σίγουρα αυτό το εκφράζει με τη σύνθεση στην πρόσοψη του ελληνικού ναού, όπου ο ιωνικός κίονας έχει βάση περσική, όχι από λάθος ή ανάγκη αλλά από σκοπιμότητα στη σχεδίαση. Ομοίως και στα κινητά ευρήματα μένουν πιστοί στην πατρική παράδοση, ενσωματώνουν όμως με επιτυχία και ντόπια στοιχεία. Η συνύπαρξη των διαφορετικών παραδόσεων που διαπιστώνεται στις λατρείες που περιλαμβάνει το φρούριο-ιερό αντικατοπτρίζεται και στα πιο καθημερινά στοιχεία.

Ίσως ο γενικότερος χαρακτήρας αυτής της θέσης να μην φανεί τυχαίος αν αναλογιστούμε πως ο Σέλευκος Α΄ ήταν ο πιο πιστός από τους Διαδόχους στο όραμα του Μ. Αλεξάνδρου. Αυτός χρησιμοποιούσε κατά κόρον το μετρικό σύστημα της Μακεδονίας και ίδρυε πόλεις κατά το πρότυπο του κοσμοκράτορα και με Μακεδονικά τοπωνύμια.

Όλο το τέμενος λοιπόν βασίζεται σε δύο αρχές: αυτή της χρήσης μιας σταθερής, θεϊκής αναλογίας, της Χρυσής Τομής, και της συνύπαρξης δυο διαφορετικών παραδόσεων, ελληνικής και τοπικής. Έχουμε δει και αλλού πως η Χρυσή Τομή, έκφραση της αρμονίας στο σύμπαν κατά τον Πλάτωνα, χρησιμοποιείται από το βασιλικό οίκο της Μακεδονίας, στο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ στις Αιγές. Στη μακρινή Ίκαρο, τον τόπο για τον οποίο έδειξε ενδιαφέρον ο Μ. Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του, η υπεροχή της πεφωτισμένης δεσποτείας και η επιθυμία της για ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων λαών της οικουμένης εκφράζεται μέσω της εφαρμογής της Χρυσής Τομής και των υβριδίων της τέχνης σε ένα σχέδιο καθαρό και εξαρχής ορθολογικό.

Δεν αποκλείεται να υπήρχαν κι άλλα τέτοια φρούρια-ιερά διάσπαρτα στη σελευκιδική επικράτεια, πάνω σε κύριες οδούς και σε εισόδους προς το βασίλειο, ωστόσο δεν έχουν ανακαλυφθεί. Και η θέση στην Ίκαρο άλλαξε σιγά-σιγά χαρακτήρα, καθώς άρχισαν να ενισχύονται τα τείχη, να χτίζονται σπίτια στο εξωτερικό, να χάνεται η γεωμετρική καθαρότητα και αρχική μορφή. Έγινε πιο τυπικός τειχισμένος οικισμός της υπαίθρου.

ΑΡΧΗ