Τα κράτη των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, που ολοκληρώθηκαν στη μορφή των απέραντων και πολυπολιτισμικών ελληνιστικών βασιλείων, ήταν οι κληρονόμοι του οράματος του μεγάλου στρατηλάτη για έναν ενωμένο κόσμο, μια Οικουμένη όπου οι άνθρωποι θα ξεχώριζαν με βάση το ήθος και όχι την καταγωγή τους. Παρόλη την πολιτισμική ομοιογένεια, τα βασίλεια αυτά ήταν πολιτικά πολύ ασταθή και σύντομα φάνηκαν οι αδυναμίες τους. Η νέα δύναμη από τη Δύση, η Ρώμη, γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο και κατέκτησε τον πολιτισμό που στη συνέχεια θα μεταμόρφωνε και την ίδια: έγινε ο πρώτος κληρονόμος της Ελληνιστικής Οικουμένης, χάνοντας όμως κάτι από το πνεύμα του αρχικού οράματος.
Στην καλλιτεχνική παράδοση -που θα δούμε πολύ σύντομα- είναι πιο εύκολο να εντοπίσουμε τα δάνεια της κληρονομιάς αυτής. Ακόμα και ο Βιργίλιος, που δεν διαπραγματευόταν το μεγαλείο της πατρίδας του Ρώμης, παραδέχεται πως η ελληνική τέχνη είναι η πιο άξια για την καλλιτεχνική παραγωγή –και αυτήν την εποχή, τον 1ο αι. π.Χ., η ελληνική τέχνη ταυτίζεται με την ελληνιστική, όπως διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε στα πέρατα της Οικουμένης. Για την ελληνική επιρροή στη λατινική λογοτεχνία μας δίνει μια πολύ ωραία εικόνα ο Οράτιος, όταν απευθύνεται στον αυτοκράτορα Αύγουστο και του υπενθυμίζει πως, μολονότι η Ελλάδα κατακτήθηκε από τη Ρώμη, ωστόσο υπερίσχυσε χάρη στην τέχνη που μετέδωσε στο ‘άξεστο’ Latium.
Οι πρώτες επαφές των Ρωμαίων με τον ελληνικό πολιτισμό προηγούνταν κατά πολύ την πολιτική κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων και έγιναν μέσω των ελληνικών αποικιών στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Η ίδια η ίδρυση της Ρώμης αποδίδεται στον Ρωμύλο και τον Ρώμο, απογόνους του Αινεία από την Τροία αλλά με καταγωγή ελληνική, από την Αρκαδία. Οι ποιητές της Ρώμης δεν αντέκρουσαν τα στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας που συνέδεαν την ίδρυση της Ρώμης με Έλληνες ήρωες του Τρωικού πολέμου ή απογόνους τους ή του Ηρακλή. Αντίθετα, τα ενίσχυσαν. Ο πρώτος Ρωμαίος ιστορικός, ο Fabius Pictor στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., έγραφε στα ελληνικά και αποδέχτηκε τον Αινεία ως ιδρυτή της Ρώμης καθώς και ακόμα πρωιμότερες –μυθολογικές πάντα- επαφές με αποίκους από την Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως πολλοί μετέπειτα ιστορικοί και λόγιοι που θεωρούμε Ρωμαίους, στην πραγματικότητα ήταν πολίτες της ελληνιστικής οικουμένης, ελληνόφωνοι από τα πέρατα του πάλαι ποτέ βασιλείου του Μ. Αλεξάνδρου· μεταξύ αυτών και ο ιστορικός που κατέγραψε την εκστρατεία εκείνου, ο Αρριανός. Το χωνευτήρι των πολιτισμών ήταν το πρώτο πράγμα που κληρονόμησε και διαιώνισε η Ρώμη από τα ελληνιστικά κράτη.
Μια σύντομη αναφορά στα ιστορικά στοιχεία αν και δύσκολη, αξίζει να γίνει εδώ. Η περίοδος που ο ιστορικός Πολύβιος χαρακτηρίζει ως επέκτασης της Ρώμης σε όλη τη Μεσόγειο ουσιαστικά ήταν η εποχή της έμμεσης κυριαρχίας και όχι άμεσης εδαφικής κατάκτησης. Η αριστοκρατία ακόμη ήλεγχε τη ρωμαϊκή δημοκρατία και καθοδηγούσε μια πολιτική με λίγες εδαφικές κτήσεις αλλά μεγάλη επιρροή μέσω της διπλωματίας, του εκφοβισμού των άλλων κρατών και της υποστήριξης των εχθρών όσων ήθελε να εξουδετερώσει. Αυτό που έκανε δηλαδή η Ρώμη ήταν να ενισχύει σε κάθε περιοχή τις αντίπαλες των κυρίαρχων δυνάμεις, π.χ. στην ανατολική Μεσόγειο ενίσχυε τα μικρότερα κράτη (Αχαϊκή Συμπολιτεία, Πέργαμος, Ρόδος) εις βάρος των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων: πρώτα της Μακεδονίας και έπειτα των Σελευκιδών.
Οι Μακεδονικοί πόλεμοι αποτέλεσαν την πρώτη σύγκρουση των Ρωμαίων με μια υπολογίσιμη ελληνική δύναμη, υπό τον Φίλιππο Ε΄. Η Ρώμη παρουσίαζε το βασιλιά ως κατακτητή των Ελλήνων, γνωρίζοντας πόσο υψηλά τοποθετούσαν αυτοί την αξία της ελευθερίας. Με τη νίκη τους στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. συγκλόνισαν το βασίλειο της Μακεδονίας και ανακήρυξαν τις ελληνικές πόλεις ελεύθερες –στο όνομα μόνο, μιας και τότε αρχίζει η ουσιαστική κατάκτηση της Ρώμης με τη μορφή πολιτικής χειραγώγησης. Η οριστική διάλυση της δυναστείας των Αντιγονιδών και κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου σημειώθηκε στην Πύδνα, το 168 π.Χ. Από τότε η Ελλάδα είναι στο όνομα ελεύθερη, στην ουσία υπόλογος στη Ρώμη.
Για την επέκταση της ρωμαϊκής επιρροής προς την Ανατολή ιδιαίτερα σημαντική στάθηκε η αντίσταση που προέβαλλε ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης. Αυτός στα πενήντα χρόνια της βασιλείας του κατάφερε να ταράξει τις περιοχές όπου ασκούσε επιρροή η Ρώμη στη Μ. Ασία, μέχρι να ηττηθεί τελικά από τον Πομπήιο. Οι τέσσερις Μιθριδατικοί πόλεμοι ήταν η τελευταία πραγματικά σθεναρή αντίσταση στην εξάπλωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο· αλλά και γενικότερα τα μέσα του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα ήταν μια περίοδος πολιτικής αστάθειας για τη Ρώμη, προκαλούμενη από τους εμφυλίους πολέμους. Αυτό ίσχυε ως το 31 π.Χ., όταν στο Άκτιο ο Οκταβιανός νίκησε το στρατό του Μάρκου Αντώνιου, μια νίκη που στη συνέχεια σήμαινε την επισφράγιση της κυριαρχίας της Ρώμης και συγκεκριμένα του Οκταβιανού σε όλη τη Μεσόγειο, το τυπικό τέλος της Ελληνιστικής εποχής και ακολούθως την αρχή της περιόδου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Έτσι η Ρώμη κληρονόμησε την Ελληνιστική Οικουμένη Ίσως το πρώτο στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί και να τονιστεί ιδιαίτερα σε αυτήν την κληρονομιά είναι η πόλη, το αποκορύφωμα και επιστέγασμα του ελληνιστικού πολιτισμού. Δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς η ιδέα της πόλης ως του τόπου όπου δημιουργείται και διαχέεται ο πολιτισμός, όπου κυριαρχεί η κομψότητα και η κουλτούρα, όπου ζουν εκπολιτισμένοι άνθρωποι. Αντίθετα και για τους Ρωμαίους η ζωή στην πόλη είναι ο σωστός τρόπος για να ζει κανείς, στα κέντρα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής δραστηριότητας ενός κράτους. Έτσι υιοθέτησαν τη μορφή της ελληνιστικής πόλης, με το κανονικό σύστημα δρόμων και τους χώρους που εξαρχής ορίζονταν για τα διάφορα κτίσματα ανά λειτουργία (πολιτικά και διοικητικά, θρησκευτικά, ιδιωτικά κτλ), και το μετέφεραν στα άκρα της αυτοκρατορίας τους επόμενους αιώνες. Όπως και στην ελληνιστική εποχή, έτσι και κατά τη ρωμαϊκή οι πολίτες του αχανούς κράτους ταυτίζονταν περισσότερο με την πόλη τους παρά με την αυτοκρατορία συνολικά. Αυτό γινόταν μέσω της συμμετοχής τους στα κοινά πολιτικά ζητήματα, που έστω και σε περιορισμένο βαθμό συνέχισε και μετά το τέλος των ελληνιστικών βασιλείων.
Όμως για τους Ρωμαίους η πόλη ήταν πολύ περισσότερο το διοικητικό κέντρο της δικής τους κυριαρχίας στη Μεσόγειο και τις περιφερειακές αποικίες, παρά οργανικά τμήματα του κράτους τους. Μέσω αυτών επέβαλλαν και επιβεβαίωναν την πολιτική εξάρτηση των επαρχιών τους από τη μητρόπολη Ρώμη και κυρίως ολοκλήρωναν τον πρωταρχικό σκοπό της εξάπλωσής τους: την είσπραξη φόρων. Και ας υποστήριζε ο Κικέρων πως η λειτουργία του ρωμαϊκού κράτους ήταν η προστασία όσων χρειάζονταν βοήθεια –και πως η δημιουργία του ήταν αποτέλεσμα της βοήθειας που παρείχε η Ρώμη σε όσους χρειάζονταν τη δύναμη των στρατευμάτων της κατά των αντιπάλων τους. Η είσπραξη αυτών των φόρων ήταν σημαντικότατη για τα έσοδα του ρωμαϊκού κράτους, καθώς οι Ρωμαίοι πολίτες έχαιραν φοροαπαλλαγής μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας και επομένως δεν συνεισέφεραν στα ταμεία του κράτους. Στις ανατολικές κτήσεις οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την τοπική αριστοκρατία γι’ αυτό, την οποία άφησαν ως είχε στα ελληνιστικά βασίλεια ως ενδιάμεσο μεταξύ του Imperium Romanum και των κατακτημένων λαών. Η τοπική ελίτ έπρεπε να ανέχεται την παρουσία Ρωμαίων κυβερνητών και όποια περιστασιακή επέμβαση εκείνοι έκριναν απαραίτητη, με αντάλλαγμα να απολαμβάνουν αυτοδιοίκηση και τη ρύθμιση των δικών τους εσόδων, να κρατούν τα δικά τους θρησκευτικά και κοινωνικά έθιμα, να διατηρήσουν το υψηλό τους κύρος στα μάτια του λαού.
Από κέντρα παραγωγής του πολιτισμού της οικουμενικότητας στον ελληνιστικό κόσμο, οι πόλεις έγιναν διοικητικά κέντρα για τη συγκέντρωση πλούτου, σε χρήματα και σε είδος, που στη συνέχεια μεταφερόταν στη μητρόπολη. Οι εύποροι Ρωμαίοι από τον 1ο αι. π.Χ. παίρνουν τη θέση των ελληνιστικών πελατών των καλλιτεχνικών σχολών, από τις οποίες πολλές πλέον ‘μετακομίζουν’ στην Ιταλία για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους επί τόπου. Οι Ρωμαίοι γνώρισαν από τις καλλιτεχνικές σχολές του ελληνιστικού κόσμου και από τις συλλογές έργων τέχνης των αριστοκρατών το κλασικότροπο στιλ· επίσης υιοθέτησαν την πρακτική της συλλογής έργων, όπως και τόσα άλλα στοιχεία του ελληνιστικού πολιτισμού. Αποτέλεσμα αυτών των δύο τάσεων ήταν η ζήτηση για τα αντίγραφα έργων προηγούμενων αιώνων να αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργηθούν εξειδικευμένα εργαστήρια παραγωγής αντιγράφων, τόσο στη Ρώμη όσο και στις πατρίδες των έργων. Η πληθώρα αυτών των αντιγράφων προέρχεται από τα παλάτια και τις βίλλες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αριστοκρατών ή των πλούσιων πολιτών νωρίτερα επί δημοκρατίας.
Στη γλυπτική κυριαρχεί η λεγόμενη Νεο-Αττική ή αρχαΐζουσα σχολή, που μιμείται την ελληνιστική και επιβίωσε στην αυτοκρατορική περίοδο. Η ελληνιστική ζωγραφική μας έχει διασωθεί από τα νειλοτικά και ‘βουκολικά’ τοπία στις ρωμαϊκές βίλλες, που αντανακλούν την επιθυμία των Ρωμαίων να φέρουν το τοπίο μέσα στο σπίτι τους αλλά και τη συνειδητή δήλωση πως είναι κληρονόμοι της παλιότερης ελληνιστικής παράδοσης. Το πορτρέτο ήταν σίγουρα από τα σημαντικότερα στοιχεία της τέχνης που η ρωμαϊκή καλλιτεχνική παράδοση υιοθέτησε από την αντίστοιχη ελληνιστική. Ρεαλιστικά σε υπέρτατο βαθμό, τα ρωμαϊκά πορτρέτα προσωποποιούν την εποχή που κληρονόμησε την ελληνιστική παράδοση της πολυτέλειας, την αγάπη για την προβολή του ατόμου, την εκτίμηση της ομορφιάς και της κομψότητας.
Η εικόνα της πόλης επίσης άλλαξε, όχι τόσο ως προς τη δομή ή τις λειτουργίες της αλλά ως προς τη μορφή και την ιδεολογία που αυτή εξέφραζε. Η αρμονία που χαρακτήριζε την ελληνιστική αρχιτεκτονική, που βασιζόταν στο μέτρο και την ομορφιά και δεν στόχευε στο να καθηλώσει τον θεατή, χάθηκε προς όφελος του εντυπωσιασμού. Σε ένα αχανές κράτος που έπρεπε να διαδώσει μια εικόνα ανωτερότητας και να επιβάλλει την ισχύ του, το πιο πρόσφορο μέσο για να φανεί η αναλογία ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος, το Imperium Romanum, ήταν η περά από κάθε μέτρο εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Αυτή θα δημιουργούσε στους κατοίκους του κράτους, ειδικά επί αυτοκρατορικής εποχής, την εντύπωση ότι είναι μικροί, ασήμαντοι, ανίκανοι να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους αλλά αντίθετα υποχρεωμένοι να εμπιστευτούν τις ζωές τους σε μια ανώτερη εξουσία.
Για όλες τις μορφές τέχνης αλλά ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική είναι χαρακτηριστική η ομοιομορφία που συναντάται σε κάθε γωνιά του Ρωμαϊκού κράτους. Η ελληνιστική παράδοση, όπως μορφώθηκε μέσα από τη συγχώνευση ελληνικών και ντόπιων στοιχείων στις κοσμοπολίτικες μητροπόλεις, ενέπνευσε τους Ρωμαίους αρχιτέκτονες και διαδόθηκε σαν κοινή πολιτισμική γλώσσα κάθε υποτελούς περιοχής.
Η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πάνω απ’ όλα συμβολική, στρατευμένη τέχνη για να δοξάσει το μεγαλείο της Ρώμης και να διαδώσει την εικόνα του αυτοκράτορα ως το σύμβολο της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αυτός είναι το κατεξοχήν ρωμαϊκό κράτος και ενσαρκώνει τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τους υπηκόους του που ήδη αναφέρθηκε. Οι ανδριάντες των αυτοκρατόρων αποτελούν πολύ συχνά ευρήματα στο ρωμαϊκό κόσμο, μάλιστα με τέτοια μορφή που να είναι μόνιμος ο κορμός και να αλλάζει μόνο η κεφαλή του αγάλματος όποτε άλλαζε ο αυτοκράτορας. Ο ίδιος δεν μπορούσε να είναι πανταχού παρόν, ήθελε όμως να είναι προσιτός στους υπηκόους του. Ειδικά στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αυτή ήταν η σχέση ανάμεσα στον κυρίαρχο και στους υποτελείς του που προβαλλόταν κατά κόρον, ίσως εμπνευσμένη από τη σχέση του πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, του Φιλίππου Β΄, με τους δικούς του εταίρους και υπηκόους. Ως σύμβολο της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ως έμπνευση για ρωμαϊκά διοικητικά κτήρια και αγορές –με χαρακτηριστική τετράγωνη περίστυλη αυλή, μνημειακές εισόδους, πολιτικές και θρησκευτικές λειτουργίες- χρησιμοποιήθηκε το ανάκτορο των Αιγών και οι επιβιώσεις του σε ελληνιστικά παλάτια.
Σίγουρα όμως η μορφή που επηρέασε περισσότερο από όλες τους κυρίαρχους της Ρώμης ήταν ο Μ. Αλέξανδρος, αν και μέσα από μάλλον διαστρεβλωμένο εικόνα. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες μπορεί να εμπνεύστηκαν από αυτόν, απομακρύνθηκαν όμως από το πνεύμα της δράσης του και την πηγή της δύναμής του. Ο Μ. Αλέξανδρος, παρόλη τη θεϊκή του καταγωγή, ήταν πάντα κοντά στους υπηκόους του, όπως και στους στρατιώτες του. Αντίθετα οι Ρωμαίοι προπαγάνδιζαν τη δύναμή τους και ενθάρρυναν την αποθέωσή τους ακριβώς για να επιτείνουν τη δυσανάλογη σχέση με τους υποτακτικούς τους.
Από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες μπορεί να ξεχωρίσει ο Αδριανός, που στο α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ. συνέβαλε δραστικά στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε σήμερα για τον ρωμαϊκό πολιτισμό, μιας και πρωτοστάτησε ενός προγράμματος ανοικοδόμησης σε όλη την αυτοκρατορία πρωτοφανούς για το Ρωμαϊκό κράτος. Ο ίδιος ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού -τον ονόμαζαν μάλιστα ‘μικρό Έλληνα’ και διατηρούσε πυκνά γένια κατά τα κλασικά ελληνικά πρότυπα- που θα γνώριζε έμμεσα από την κλασική γραμματεία αλλά και άμεσα από τα ελληνιστικά κατάλοιπα που ήταν ορατά και σε χρήση στις περισσότερες περιοχές του κράτους του. Ταξίδεψε σε όλο το μήκος και το πλάτος της αυτοκρατορίας του και χρησιμοποίησε την ελληνιστική πόλη ως πρότυπο για να διαμορφώσει την εικόνα της αυτοκρατορίας. Παντού οργάνωνε εκτεταμένα προγράμματα ανοικοδόμησης: Στο τέλος συνέλεξε πολλά έργα τέχνης του ελληνιστικού κόσμου και αντίγραφα στη βίλλα του στο Τίβολι. Αυτός σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί συνειδητός κληρονόμος της ελληνιστικής κοσμοπολίτικης αντίληψης και της πολιτισμικής συνέχειας.
Στη θρησκεία παρατηρείται συνέχεια της λατρείας των Ολυμπίων, από τα ελληνιστικά στα ρωμαϊκά χρόνια, με ταύτιση με το ρωμαϊκό πάνθεον, και συγκρητισμός λατρειών. Άλλωστε ο συγκρητισμός ήταν κατεξοχήν πρακτική της ελληνιστικής θρησκείας. Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η λατρεία του Μίθρα στην ανατολική Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όπως τόσα άλλα σύμβολα κατά τη ρωμαϊκή εποχή, έτσι και οι θρησκευτικές πρακτικές αποτελούν ένα μέσο για την έκφραση και διάδοση της ιδεολογίας του Imperium Romanum. Στην Αφροδισιάδα της Καρίας έχουμε ένα γλαφυρό παράδειγμα, όπου η οικογένεια των Ιουλίων-Κλαυδίων ταύτισε την τοπική θεά με την Αφροδίτη (Venus Primigenia) που θεωρούταν η προμήτωρ της δυναστείας.
Η επίδραση του ελληνιστικού πολιτισμού στη ρωμαϊκή λογοτεχνία και γραμματεία ήταν καθοριστική. Η αρχή της ρωμαϊκής λογοτεχνίας θεωρείται πως ήταν το 240 π.Χ., όταν ένας Έλληνας σκλάβος από τη Ν. Ιταλία, ο Λίβιος Ανδρόνικος, μετέφρασε στα λατινικά ένα ελληνικό θεατρικό έργο με ευκαιρία τον εορτασμό της νίκης των Ρωμαίων επί των Καρχηδόνιων στον Πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο. Πολλά ελληνικά έργα μεταφράστηκαν και διαδόθηκαν τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Για έναν μορφωμένο Ρωμαίο ήταν αυτονόητο ότι θα μιλάει ελληνικά και ότι θα γνωρίζει εδάφια του Ομήρου ήδη από την εποχή της Δημοκρατίας και τις πρώτες επαφές με τον πολιτισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα ελληνικά ήταν ακόμη η κυρίαρχη γλώσσα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, στη λογοτεχνία, στην καθημερινότητα και στην πολιτική, ενώ τα λατινικά χρησιμοποιούνταν για τα στρατιωτικά διατάγματα, για το δίκαιο και για περιπτώσεις που απευθύνονταν μόνο σε Ρωμαίους αποίκους στις ανατολικές κτήσεις. Η Νεότερη Ρωμαϊκή Ποίηση των πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας επηρεάστηκε από πολλούς ελληνιστικούς λογοτέχνες και κυρίως από τον Καλλίμαχο, τον Αλεξανδρινό ποιητή που ενέπνευσε τους Ρωμαίους ποιητές να απαγκιστρωθούν από το δικό τους λογοτεχνικό παρελθόν και την επικράτηση των μακροσκελών επών.
Η Ρώμη ήταν ο πρώτος κληρονόμος της Ελληνιστικής Κοινής, της ενωμένης Οικουμένης που οραματίστηκε ο Μεγαλέξανδρος και πραγματοποίησαν οι Διάδοχοί του. Αλλά αν και συνέχισε αυτό που εκείνοι άρχισαν, και αν στην ουσία διατήρησε στους αιώνες την εικόνα της ελληνιστικής εποχής διαιωνίζοντας τα δικά της σύμβολα και τις μορφές, έχασε το πνεύμα, την ουσία του ελληνιστικού κόσμου. Ο κυρίαρχος ρόλος της Ρώμης στις κατακτήσεις της και γενικά στις περιοχές επιρροής της ήταν αντίστοιχος με την ιμπεριαλιστική εξάπλωση των ευρωπαϊκών κρατών τον 18ο και 19ο αι. Αυτή η σύγκριση λανθασμένα έχει αποδοθεί στον Μ. Αλέξανδρο και τους ελληνιστικούς βασιλείς, ακριβώς επειδή την εικόνα γι’ αυτούς την έχουμε μέσα από τα ρωμαϊκά κατάλοιπα που αφθονούν στη Μεσόγειο. Μόνο μέσα από προσεκτική ανάλυση της κληρονομιάς που οι Ρωμαίοι άφησαν για τους αρχαιολόγους μπορεί να αποκατασταθεί η ελληνιστική Οικουμένη στο πραγματικό της πρόσωπο –και βέβαια γι’ αυτό το εγχείρημα η ρωμαϊκή κληρονομιά είναι από μόνη της πολύτιμη.
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, στα κατακτημένα εδάφη διαμορφώθηκαν τα ελληνιστικά κράτη των Διαδόχων, εκ των οποίων ο Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ, είχε υπό τον έλεγχό του εδάφη του πρώην αχαιμενιδικού κράτους, καθώς και περιοχές της νότιας και κεντρικής Ασίας.
Στο δρόμο προς την Ινδία, σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δυναστεία των Μαουρύα, που αναδύθηκε από την κοιλάδα του Γάγγη και κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. και απέσπασε από τους Σελευκίδες τις περιοχές του νοτίως του Ινδικού Καυκάσου, όπως η Αραχωσία-Δραγγιανή και Γανδαρίδα, στο σημερινό Αφγανιστάν και βορειοδυτικό Πακιστάν αντίστοιχα. Οι ελληνόφωνες πόλεις των περιοχών αυτών υπό τους Μαουρύα διατήρησαν την πολιτιστική τους κληρονομιά, καθώς ο βασιλιάς Ασόκα επέλεξε να εκδόσει τα διατάγματά του κάνοντας χρήση της ελληνικής και αραμαϊκής γλώσσας, στο βορειοδυτικό σύνορο της αυτοκρατορίας του. Ακολούθησε η ίδρυση του Ελληνο-βακτριανού βασιλείου, βορείως του Ινδικού Καυκάσου, ωστόσο, η ελληνιστική παράδοση διήρκεσε πολύ μετά την πτώση του, περίπου έως το 145 π.Χ. Καταστράφηκε από νομαδικές φυλές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και οι λεγόμενοι Yueh-Chi. Τους επόμενους αιώνες, ακολούθησαν μεγάλες και συχνές μετακινήσεις νομαδικών φύλων από την ευρασιατική στέπα προς την περιοχή της Υπερωξιανής και της Βακτριανής. Ωστόσο, καθώς πολλές από τις φυλές αυτές δεν είχαν αναπτύξει ένα σύστημα γραφής πριν εγκατασταθούν στην περιοχή, όπου ήδη κατοικούσαν εδραίες αγροτικές κοινωνίες, η ελληνική γλώσσα αποτελούσε την πιο ζωντανή γλώσσα και το πιο διαδεδομένο σύστημα γραφής. Οι Σάκες/Ινδοσκύθες, που μετακινήθηκαν από την κεντρική Ασία στο Αφγανιστάν κι έπειτα στην Ινδία στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ., υπό την πίεση των Κουσάν, υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα και γραφή για καθαρά διοικητικούς λόγους. Οι βασιλείς των Σακών έκοψαν νομίσματα με ελληνικές επιγραφές και ελληνικές θεότητες. Λ.χ. ο Σάκας ηγεμόνας Μάυης υιοθέτησε τον ελληνικό τίτλο ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΥΟΥ. Μολονότι η γλώσσα και η γραφή είναι ελληνικά, το στυλ είναι κεντροασιατικό. Στον οπισθότυπο, ο ίδιος τίτλος αναγράφεται σε γραφή χαρόστι, αλλά απεικονίζεται η ελληνική θεά Νίκη.
Κουσάν
Το ελληνικό στοιχείο εξακολούθησε να διαποτίζει τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην κεντρική Ασία την περίοδο της κουσανικής ηγεμονίας (1ος-3ος αι.μ.Χ.). Η αυτοκρατορία αυτή διοικούνταν από μια δυναστεία νομαδικής καταγωγής, που ανήκε στη φυλή των Yueh-Chi.
Ιδρυτής τους υπήρξε ο Kujula Kadphises. Οι Κουσάν δεν αποποιήθηκαν την ελληνο-βακτριανή κληρονομιά. Αυτό καταδεικνύεται στην εμφάνιση των πρώτων νομισμάτων τους και τη χρήση της ελληνικής γραφής για την απόδοση της λεγόμενης Βακτριανής γλώσσας, που μιλούνταν στο ιρανικό τμήμα της αυτοκρατορίας τους. Ωστόσο, από τον Kanishka A΄, οι Κουσάν χρησιμοποίησαν μόνο την ελληνική γραφή για να αποδώσουν την τοπική γλώσσα Prakrit. Στα νομίσματά τους ο τίτλος του ΒΑΣΙΛΕΩΣ αντικαταστάθηκε σε PAO. Αρκετές επιγραφές των Κουσάν ηγεμόνων χρησιμοποιούν τα ελληνικά για να αποδώσουν την την τοπική γλώσσα Prakrit. Έξι από τις επτά επιγραφές που έχουν βρεθεί στον κουσανικό ναό στο Surkh Kotal, στο Αφγανιστάν, έχουν γραφτεί με το ελληνικό αλφάβητο για να αποδώσουν τη δική τους γλώσσα. Η επιγραφή του Kanishka που βρέθηκε στο Rabatak , κοντά στο Surkh Kotal, είναι ένα μακροσκελές κείμενο 22 στίχων, όλων με ελληνικό αλφάβητο για την απόδοση της Βακτριανής Prakrit γλώσσας. Φαίνεται πως η ελληνιστική παράδοση στην περιοχή συνεχίστηκε ακόμα και όταν ο έγχεος των ελληνο-βακτριανών πόλεων είχε χαθεί από τους Έλληνες στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Οι Κουσάν, μολονότι εγκατέλειψαν την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους τους, ωστόσο δεν εγκατέλειψαν την ελληνική γραφή. Στο τέλος της βασιλείας τους, το ελληνικό αλφάβητο εξακολουθούσε να υπάρχει στα νομίσματά τους, τουλάχιστον στη μια πλευρά. Ένας από τους λόγους που εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν την ελληνική γραφή ήταν ότι οι Κουσάν εμπορεύονταν με τους Ρωμαίους και είχαν μεγάλα οφέλη από το εμπόριο στο δρόμο του Μεταξιού. Οι Ρωμαίοι έμποροι, κυρίως Ελληνόφωνοι Αιγύπτιοι, έφθαναν στα λιμάνια του Ινδού και στον κόλπο της Cambay, μέσω της Ερυθράς θάλασσας, τον 1ο αι. μ.Χ.
Ήταν εκπληκτικό να βλέπουν στα εμπορικά αυτά λιμάνια νομίσματα με ελληνική γραφή. Σύμφωνα με τον «Περίπλου της Ερυθράς θάλασσας», ένα εγχειρίδιο για τους ναυτικούς που ταξίδευαν από την Ερυθρά θάλασσα στην Ινδική ακτή, «στην αγορά της Βαρύγαζας μπορούσε να βρει κανείς ακόμα και τότε (1ος αι. μ.Χ.) παλιές δραχμές με ελληνικές επιγραφές του Απολλόδωτου και του Μενάνδρου, διαδόχων του Αλεξάνδρου». Ο «Περίπλους» γράφτηκε γύρω στο 70 μ.Χ., όταν η εξουσία των Κουσάν, δεν είχε επεκταθεί έως τον κόλπο της Cambay, όπου βρισκόταν το λιμάνι της Βαρύγαζας. Ωστόσο, αυτό συνέβη περίπου 200 χρόνια μετά την πτώση του Ελληνο-Βακτριανού και Ινδο-ελληνικού βασιλείου. Aν η αναφορά του «Περίπλου» ευσταθεί, τότε τα ελληνικά νομίσματα με τα ονόματα των ελληνιστικών ηγεμόνων της Βακτριανής και της Ινδίας φαίνεται πως κυκλοφορούσαν για εκατοντάδες χρόνια σε περιοχές ευρύτερες από τη επικράτεια των πρώην ελληνιστικών κρατών. Ωστόσο, δεν μας εκπλήσσει που οι Κουσάν διατήρησαν την ελληνική γλώσσα στα νομίσματά τους με σκοπό την εξυπηρέτηση του εμπορίου με ελληνόφωνους Ρωμαίους εμπόρους. Οι ελληνικές παραδόσεις εξακολούθησαν να επηρεάζουν την καλλιτεχνική παραγωγή, τόσο τη «δυναστική», δηλ. την τέχνη που τους εξυμνούσε, όσο και τη Βουδιστική τέχνη που αναπτύχθηκε παράλληλα με τον Βουδισμό, στις περιοχές που ήλεγχαν οι Κουσάν. Η βουδιστική αυτή τέχνη, γνωστή και ως τέχνη της Γανδάρας επηρεάστηκε από σύγχρονα ρωμαϊκά έργα τέχνης, που εισήχθησαν στην Κεντρική Ασία, όπως αυτές στο Begram, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν το ελληνο-βακτριανό υπόβαθρο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας τέτοιας τέχνης.
Πάρθοι
Ενώ στη Βακτριανή οι Σελευκίδες αντικαταστάθηκαν από τους Ελληνο-Βάκτριους ηγεμόνες, οι Πάρθοι εγκαταστάθηκαν στην σατραπεία της Παρθυηνής, γύρω στα μέσα του 3ου αι.π.Χ. Αρχική πρωτεύουσά τους υπήρξε το Mithridatkert ή Αρχαία Νίσα (Old Nisa), που βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά του όρους Kopet Dagh, στο σημερινό Τουρκμενιστάν. Οι Πάρθοι ηγεμόνες κατάφεραν να δημιουργήσουν μια εκτεταμένη αυτοκρατορία, που επέζησε ως το 224 μ.Χ. Δεν αποκήρυξαν την ελληνιστική τους κληρονομιά και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το ελληνικό στοιχείο αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του πολιτισμού τους. Από τον 1ο αι. μ.Χ., οι ελληνικές επιρροές σταδιακά περιορίστηκαν.
Η δυναμική ποιότητα του ελληνικού στοιχείου κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της παρθικής ιστορίας σημαδεύτηκε από την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας. Οι Πάρθοι βασιλείς την χρησιμοποίησαν στις επαφές τους με τις ελληνικές κοινότητες της αυτοκρατορίας τους, οι οποίες είχαν διατηρήσει τους διοικητικούς θεσμούς και εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης. Αυτό μαρτυρά μια επιγραφή από τα Σούσα, που αναφέρεται σε μια επιστολή του Πάρθου ηγεμόνα Αρτάβανου Β΄. Ένα ψήφισμα προς τιμήν του Πάρθου σατράπη των Σούσων επιβεβαιώνει τις καλές σχέσεις ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την ελληνική κοινότητα. Ωστόσο, τα Σούσα για λίγο μετονομάστηκαν σε Φράατα από το όνομα του Πάρθου ηγεμόνα Φραάτη Δ΄, αλλά οι Πάρθοι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι επιγραφές στα νομίσματά τους ήταν στα ελληνικά, σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Άλλα δάνεια είναι η υιοθέτηση στη Μέση Περσική όρων ελληνικής προέλευσης για μέτρα και σταθμά. Από την περίοδο βασιλείας του Μιθριδάτη Α΄, οι Πάρθοι ηγεμόνες υιοθετούσαν τον τίτλο του “Φιλέλληνα” στα νομίσματά τους, συνδέοντας έτσι το παρελθόν τους με τους Σελευκίδες προκατόχους τους. Αυτή η διακήρυξη περί Φιλελληνισμού δεν αποτελούσε απλά μέρος της πολιτικής προπαγάνδας των Πάρθων προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια του ελληνικού στοιχείου της αυτοκρατορίας τους. Ήταν πραγματικότητα, αν εμπιστευτούμε τη μαρτυρία του Πλούταρχου (Κράσσος 33) : όταν το κεφάλι του Κράσσου παραδόθηκε στον Ορόδη, εκείνος γιόρταζε τους γάμους του γιου του με την κόρη του βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη και παρακολουθούσε τις Βάκχες του Ευριπίδη.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Ορόδης γνώριζε ελληνικά και την ελληνική λογοτεχνία και ότι ο Αρμένιος Αρταβάσδης έγραψε έργα στα ελληνικά, κάποια από τα οποία σώθηκαν. Επίσης, είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι Πάρθοι έκτισαν την κύρια πρωτεύουσά τους, την Κτησιφώντα, δίπλα στη Σελεύκεια στον Τίγρη, η οποία ήταν η μεγαλύτερη και πιο σημαντική της Ανατολής και άκμασε ιδιαίτερα κατά την Παρθική περίοδο. Η αυτοκρατορία είχε μια πνευματική ζωή ευρέως κυριαρχούμενη από τους Έλληνες, εκ των οποίων ορισμένα ονόματα είναι ακόμα γνωστά: οι ιστορικοί Απολλόδωρος Αρτεμητινός, συγγραφέας της Παρθικής ιστορίας και ο Αγαθοκλής ο Βαβυλώνιος, οι γεωγράφοι Ισίδωρος ο Χαρακηνός, ο οποίος περιγράφει τους σταθμούς στο δρόμο που οδηγούσε από το Ζεύγμα έως την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κandahar), καθώς και ο συμπατριώτης του Διονύσιος ο Χαρακηνός, ο στωικός φιλόσοφος Αρχίδημος, που ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στη Βαβυλώνα. Οι ελληνικές κοινότητες της παρθικής αυτοκρατορίας εξακολούθησαν να ζουν σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο ζωής των προγόνων τους. Τα Σούσα παρέχουν και πάλι τις καλύτερες μαρτυρίες.
Η παρουσία ελληνικών θεοτήτων στην παρθική τέχνη είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Πίσω όμως από αυτές τις θεότητες κρύβονται τοπικές θεότητες. Στην ιρανική παράδοση οι θεότητες είναι ανεικονικές, έτσι, συχνά δανείζονται την εικόνα ξένων θεοτήτων. Σ’ ένα νόμισμα από τα Σούσα ο Πάρθος ηγεμόνας Αρτάβανος απεικονίζεται να προσκυνά το θεό Απόλλωνα, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Μίθρα. Στη δυναστική εικονογραφία, οι Πάρθοι υιοθετούν το ελληνιστικό διάδημα και απεικονίζονται κατά τα ελληνικά πρότυπα στα νομίσματα. Το νομισματοκοπείο της Σελεύκειας στον Τίγρη χρησιμοποιήθηκε από τους Πάρθους για την κοπή των δικών τους νομισμάτων, ακολουθώντας την ελληνιστική παράδοση, αλλά και για λόγους πολιτικούς, καθώς είχε τη στρατηγική θέση πάνω στο νότιο τμήμα του λεγόμενου Δρόμου του Μεταξιού. Ακόμα και τότε η Σελεύκεια διατήρησε το καθεστώς ελληνικής πόλης, με καθαρά ελληνικούς θεσμούς.
Σασσανίδες
Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, η οποία διαδέχθηκε την Παρθική Αυτοκρατορία το 224 μ.Χ., υπήρξε από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στη Δυτική και Κεντρική Ασία, μαζί με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετέπειτα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για μια περίοδο μεγαλύτερη των 400 ετών (έως το 651 μ.Χ.). Ιδρύθηκε από τον Αρδασίρ Α', μετά την ανατροπή του τελευταίου Πάρθου βασιλιά Αρτάβανου E'. Υπήρξε η τελευταία μεγάλη αυτοκρατορία των Ιρανών πριν την εισβολή του Ισλάμ και την υιοθέτηση της νεόφερτης θρησκείας. Μετά την πτώση της Παρθικής αυτοκρατορίας η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού σημείωσε αισθητή πτώση στον ιρανικό κόσμο. Οι Σασσανίδες βασιλείς δεν ήταν αρχικά εχθρικοί απέναντι στο ελληνικό στοιχείο, αλλά απλά επέλεξαν να δώσουν έμφαση και προτεραιότητα στις ιρανικές παραδόσεις. Με στόχο την ενότητα της αυτοκρατορίας επέκτειναν την ανάπτυξη μιας καθαρά ιρανικής κουλτούρας και προέβαλαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους και συνεχιστές των μυθικών ιρανών ηγεμόνων και των Αχαιμενιδών.
Επίσης, προώθησαν το Ζωροαστρισμό ως την εθνική θρησκεία του κράτους τους προσδίδοντας στην εξουσία τους ένα ιδεολογικό, ακόμα και θεολογικό υπόβαθρο. Παρά τον ανανεωτικό χαρακτήρα αυτών των επιλογών, δεν κατάφεραν ένα οριστικό ρήγμα με το Παρθικό τους παρελθόν. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού είχε σημειώσει αξιοσημείωτη πτώση και σε μια πόλη, όπως τα Σούσα, οι ελληνικές πολιτιστικές επιδράσεις είχαν χάσει το σθένος και τελικά εξαφανίστηκαν στα τέλη του 5ου αι.μ.Χ. Ωστόσο, η σασσανιδική αυτοκρατορία δεν υπήρξε απολύτως αποξενωμένη από την ελληνική επίδραση. Στο κράτος τους εξακολουθούσαν να υπάρχουν ελληνικοί πληθυσμοί ή μετέχοντες της ελληνικής παιδείας και κουλτούρας. Αυτό μαρτυρά η επιγραφή του Sapur Α΄ στη θέση Naqsh-E Rustam, που έχει μεταγραφεί και στην ελληνική γλώσσα, πέρα από την παρθική και Μέση Περσική.
Ένας μεγάλος αριθμός εικονογραφικών μοτίβων δανεισμένων από την ελληνική τέχνη παρατηρείται και στη σασσανιδική τέχνη, στην οποία εισήχθησαν μέσω του ρωμαϊκού κόσμου και αντανακλούν μια παράλληλη καλλιτεχνική εξέλιξη στις ρωμαϊκές πλέον επαρχίες της Ανατολής, όπου κυριαρχούσε η ελληνική παράδοση. Π.χ., τα περίφημα μωσαϊκά της Bisapur περιλαμβάνουν διονυσιακά μοτίβα που σχετίζονται με την αποθέωση του. Τα μωσαϊκά κατασκευάστηκαν από καλλιτέχνες της Αντιόχειας, οι οποίοι ήταν ανάμεσα στους αναρίθμητους καλλιτέχνες που ο σασσανίδης ηγεμόνας Sapur A΄ εξόρισε από την Αντιόχεια και τους εγκατέστησε σε μια νέα πόλη, την Gondesapur, 30 χλμ. ανατολικά των Σούσων. Οι διώξεις κατά του παγανισμού και των αιρέσεων από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες οδήγησαν στην εξορία πολλών σημαντικών προσώπων και φιλοσόφων, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στη Σασσανιδική αυτοκρατορία.
Ανάμεσά τους ήταν οι χριστιανοί Νεστοριανοί, οι οποίοι ίδρυσαν μοναστήρια σ’ όλη την αυτοκρατορία και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάδοση της ελληνικής ιατρικής στην Περσία. Αποτέλεσαν ένα σώμα λογίων που γνώριζαν την ελληνική, την συριακή και τη Μέση Περσική γλώσσα. Αυτοί μετάφρασαν ένα μεγάλο αριθμό πραγματειών, κυρίως κάποια από τα έργα του Αριστοτέλη. Οι σχέσεις τους με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έπαψαν και στη σασσανιδική Περσία του 6ου αι. μ.Χ. οι λόγιοι αυτοί διέδιδαν τα έργα των σχολών της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, απολάμβαναν την εύνοια των Σασσανιδών ηγεμόνων. Σύμφωνα με τον Denkard, o Shapur Α΄ είχε ξεκινήσει τη συγκέντρωση όλης της ελληνικής γνώσης, που είχε εξαπλωθεί πέρα από την Ινδία και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιθυμούσε, επίσης, να ανασυστήσει το σύνολο των επιστημονικών κειμένων που περιελάμβανε η Αvesta, τα οποία θεωρείται ότι ο Μ. Αλέξανδρος είχε αποκτήσει και είχε δώσει εντολή να μεταφραστούν στα ελληνικά πριν καταστρέψει τα πρωτότυπα. Τα έργα αυτά συλλέχθηκαν και διατηρήθηκαν στις αυτοκρατορικές βιβλιοθήκες και στη συνέχεια μεταφράστηκαν. Αυτό εξηγεί την επίδραση της ελληνικής σκέψης στη θρησκευτική λογοτεχνία που γράφτηκε στη Μέση Περσική. Επίσης, ο βασιλιάς Χοσρόης A΄ υποστήριξε αυτές τις επιστημονικές δραστηριότητες και δέχθηκε στην αυλή του τους φιλοσόφους που είχαν εξοριστεί από τον Ιουστινιανό, ιδίως εκείνους της Σχολής των Αθηνών, η οποία έκλεισε το 529 μ.Χ. Συνεπώς, η περίοδος των Σασσανιδών αποτέλεσε σημαντικό σταθμό για τη διατήρηση της ελληνικής γνώσης και τη μετάδοσή της στους Άραβες. Το έργο των μεταφράσεων συνεχίστηκε από τους Άραβες, ιδιαίτερα την περίοδο των Αββασιδών, οι οποίοι συνέχισαν την πολιτική των Σασσανιδών ηγεμόνων στη συλλογή αρχαίων κειμένων.