Κράτη
Η ελληνιστική μοναρχία
Πόλεμος
Διοίκηση, άτομο και κοινωνία
Οικονομία
Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού
Οργάνωση υπαίθρου
Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου
Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης
Τέχνη : Ριζοσπαστισμός και συντήρηση
Θρησκεία και μεταφυσική
Η Ελληνιστική Οικουμένη - Ένας κόσμος χωρίς σύνορα
Η Ρώμη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού

Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού

Στην συζήτηση για τις ελληνιστικές πόλεις μέχρι πολύ πρόσφατα κυριαρχούσε η ιδεοληψία πως η απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων-κρατών μετά τη μάχη της Χαιρώνειας προκάλεσε την παρακμή και το ουσιαστικό τέλος της ελληνικής πόλεως. Ωστόσο ο πλούτος των δεδομένων και των πληροφοριών σχεδόν αναγκάζει πια τους ερευνητές να δουν πέρα από τις προκαταλήψεις που θέλουν την προηγούμενη εποχή, την κλασική, το μέτρο για κάθε ελληνικό επίτευγμα και που προσδίδουν στους Μακεδόνες χαρακτηριστικά καταπιεστών κατακτητών. Η συζήτηση για τις ελληνιστικές πόλεις φουντώνει πάνω σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Πλέον αναγνωρίζεται πως η ελληνιστική εποχή ήταν μια περίοδος προόδου για τις πόλεις με την αύξηση του αριθμού τους πέρα από κάθε προηγούμενο και την μετεξέλιξή τους σε μια μορφή ανανεωμένη, οδηγώντας στην κορύφωση της ανάπτυξής τους.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο αλληλοσπαραγμός των ελληνικών πόλεων-κρατών συνεχίστηκε αδιάλειπτα για παραπάνω από μισό αιώνα σωρεύοντας δεινά στον πληθυσμό τους. Στο πλαίσιο αυτό οι διανοούμενοι άρχισαν να συζητούν το μοντέλο της ιδανικής πολιτείας και o Αθηναίος Πλάτων επιχείρησε να σκιαγραφήσει τον πεφωτισμένο ηγεμόνα, ενώ ο επίσης Αθηναίος Ισοκράτης αναζήτησε διέξοδο από τα δεινά της Ελλάδας στο πρόσωπο του δυναμικού ηγεμόνα των Μακεδόνων Φιλίππου Β΄.

Περιορισμένο στην αυτάρκειά του το Μακεδονικό βασίλειο, ένα μικρό φυλετικό βασίλειο όπως και άλλα περιφερειακά ελληνικά κράτη (π.χ. το βασίλειο των Μολοσσών στην Ήπειρο) διατηρούσε σχεδόν αναλλοίωτες τις πατροπαράδοτες αρχαϊκές δομές του που ανακαλούσαν τον κόσμο του ομηρικού έπους. Θέλοντας να εκσυγχρονίσει το βασίλειο του και να δημιουργήσει ένα κράτος ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες των νέων καιρών αλλά και στο στόχο της επέκτασης ο Φίλιππος, εξαίρετος στρατηγός και μεγαλοφυής πολιτικός, εισήγαγε στη Μακεδονία θεσμούς, νόμους και δομές που αποτέλεσαν τη βάση για την δημιουργία λειτουργικών πόλεων. Την τεράστια σημασία αυτού του εγχειρήματος συνοψίζει ο Αλέξανδρος στον λόγο του στην Ωπη το 325 π.Χ.: «Ο Φίλιππος σας πήρε νομάδες και φτωχούς… σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες… σας έκανε κατοίκους πόλεων και ομόρφυνε τη ζωή σας με νόμους και χρηστά ήθη…»

Ο ίδιος ο Φίλιππος μετά από 20 χρόνια σκληρών αγώνων κατάφερε το μέχρι τότε αδιανόητο, να συνενώσει δηλαδή κάτω από την εξουσία του όλες τις πόλεις και να εκλεγεί ηγεμόνας των Ελλήνων και αρχιστράτηγος στον αγώνα εναντίον των Περσών. Δικό του επίτευγμα είναι προφανώς η ιδέα της συνύπαρξης πόλεων αυτόνομων και αυτοδιοικούμενων μαζί με την κεντρική εξουσία του ηγεμόνα που αναλαμβάνει την προστασία τους από εξωτερικούς κινδύνους και την διεξαγωγή του πολέμου, μια αντίληψη που θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο του σχεδιασμού των Ελληνιστικών κρατών.

Συμμετέχοντας στη συζήτηση για το ιδανικό μοντέλο διακυβέρνησης που αναπτύσσεται στους κύκλους των διανοούμενων του 4ου αι. ο Ξενοφώντας βάζει τον ποιητή Σιμωνίδη να λέει στον τύραννο Ιέρωνα: «…και πρώτα το παλάτι: φαντάζεσαι ότι ένα κτήριο καταστόλιστο και πανάκριβο θα σου παρείχε μεγαλύτερη δόξα και τιμή από ό,τι μια ολόκληρη πόλη περιτριγυρισμένη από τείχη και επάλξεις, εξοπλισμένη με ναούς, στοές με κιονοστοιχίες, λιμάνια και αγορές;»

Ο πολυμαθής Φίλιππος κινητοποίησε διανοούμενους και καλλιτέχνες για να υποστηρίξει και να πραγματοποιήσει το όραμά του. Ίδρυσε τουλάχιστον δύο νέες πόλεις που έφεραν το όνομά του, τους Φιλίππους και τη Φιλιππούπολη, και πιθανότατα αυτός ήταν που άρχισε το φιλόδοξο έργο του σχεδιασμού μιας μεγαλύτερης Πέλλας ως της νέας πολυτελούς πρωτεύουσας των Μακεδόνων. Περισσότερο όμως φρόντισε για τη γενέτειρα του βασιλείου, τις Αιγές. Η παλαιά πόλη κοσμήθηκε με νέα αμυντικά τείχη, θέατρο και καινούρια κτήρια. Ο ακριβής προσανατολισμός τους σε μια πόλης χωρίς οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο υποδεικνύει πως αποτελούν μέρος του ίδιου ενιαίου προγράμματος που στόχευε στο να καταστήσει το κέντρο της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας κέντρο καλλιτεχνικής παραγωγής και πολιτισμού. Έτσι ο Φίλιππος Β΄ εγκαινίασε στις Αιγές μια παράδοση που αποτέλεσε στοιχείο των βασιλικών κτίσεων στην ελληνιστική Οικουμένη.

Στις Αιγές, πάνω και δίπλα στο θέατρο, τόπο συνάντησης και συλλογικής κάθαρσης για τους πολίτες, υψωνόταν με μεγαλοπρέπεια η αρχιτεκτονική ενσάρκωση της νέας εποχής, το παλάτι του Φιλίππου Β΄. Ένα κτήριο μοναδικό για την εποχή του που επρόκειτο να γίνει το πρότυπο για τα ελληνιστικά περιστύλια. Συνδυάζοντας τέλεια την εργονομία με τη μαθηματική ακρίβεια στο σχεδιασμό του και στη γεωμετρική καθαρότητα της μορφής του, αυτό το ιδιαίτερο κτίσμα δίνει μορφή στη θεϊκή αρμονία των πυθαγόρειων διδαγμάτων. Ο αριθμός φ, η θεϊκή αρμονία, είναι ο κοινός παράγοντας που διατρέχει όλες τις λεπτομέρειές του και συνδέει κάθε τμήμα του με το σύνολο, μια έκφραση της ‘χρυσής τομής’ που σημαίνει την παρουσία του θείου στο πλατωνικό σύμπαν.

Ο Αλέξανδρος ακολουθεί την πολιτική του πατέρα του και αναλαμβάνει την εκστρατεία κατά των Περσών ως εντολοδόχος όλων των Ελλήνων, συνεχίζοντας έτσι την παλαιά σύγκρουση. Όμως τελικά μέσα από τις πράξεις του καταφέρνει να άρει τις αντιθέσεις και να προετοιμάσει το έδαφος για την πιο δημιουργική συνύπαρξη και αλληλεπίδραση πολιτισμών που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.

Κεντρικό εργαλείο της πολιτικής του θα αποτελέσει η σχέση του με τις πόλεις: ήδη από την αρχή της εκστρατείας, μετά την πρώτη νίκη θα αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς των παλαιών ελληνίδων πόλεων της Μ. Ασίας. Οι πόλεις θα τον ανακηρύξουν ελευθερωτή και θα τον τιμήσουν σαν θεό, και ο βασιλιάς θα γίνει Μέγας οικιστής και κτίστης: 49 νέες πόλεις σύμφωνα με τις πηγές, οι περισσότερες με το όνομα Αλεξάνδρεια, διασκορπισμένες σε ολόκληρη την αχανή αυτοκρατορία, κέντρα εμπορικά και σημεία αλληλεπίδρασης πολιτικών και πολιτισμών που εγκαθίδρυσαν ένα νέο δίκτυο αστικού πολιτισμού. Μπορούμε να ταυτίσουμε με αρκετή βεβαιότητα 16 από αυτές, ενώ μερικές, όπως η Αλεξάνδρεια παρά την Ισσό, το γειτονικό Ισκεντερούν, εξακολουθούν να ζουν και να λειτουργούν, δοξάζοντας πάντα το όνομα του ιδρυτή τους σε πολλές γλώσσες.

Την πολιτική αυτή του Αλέξανδρου συνέχισαν οι Διάδοχοι και πρώτος ανάμεσα τους ο Σέλευκος. Λίγο νεώτερος ή σχεδόν συνομήλικος με τον Κοσμοκράτορα στα 43 χρόνια που έζησε παραπάνω από εκείνον κατάφερε να εδραιώσει μια τεράστια αυτοκρατορία που υπολείπονταν μόνον από εκείνη του Μεγαλέξανδρου. Ο Αρριανός θα σημειώσει πως κατά τη γνώμη του «ο Σέλευκος ήταν αναμφισβήτητα ο σπουδαιότερος από τους βασιλείς που διαδέχτηκαν τον Αλέξανδρο, με την πλέον βασιλική παρουσία και κυρίαρχος της μεγαλύτερης επικράτειας, μετά τον ίδιο τον Αλέξανδρο». Ο Αππιανός τον μνημονεύει πάνω από όλα για τα τεράστια έργα ανοικοδόμησης. Στις πόλεις που έχτιζε συγκαταλέγονται δεκαέξι Αντιόχειες -κατά τον πατέρα του· πέντε Λαοδίκειες -κατά τη μητέρα του· εννέα Σελεύκειες· και τρεις Απάμειες και μία Στρατονίκεια -κατά τις συζύγους του. Άλλες πόλεις ονόμασε κατ’ αντιστοιχία με περιοχές της πατρίδας του Μακεδονίας, ή κατά τα δικά του κατορθώματα -Νικόπολις στην Καππαδοκία και Νικηφόριον στη Μεσοποταμία. Ο Λιβάνιος επίσης εξαίρει την τόσο εκτεταμένη ίδρυση νέων πόλεων, σε αντίθεση με άλλους βασιλείς που περηφανεύονταν για τους πολέμους τους. Οι πόλεις του ξεπερνούσαν σε αριθμό τις αποικίες των Αθηναίων και των Μιλησίων, που θεωρούνταν οι πιο δραστήριοι άποικοι στην αρχαιότητα, ενώ ήταν επιπλέον μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες όλων των προηγούμενων. Με λίγα λόγια, κατά τον Λιβάνιο δεν υπήρχε πιθαμή εδάφους που να μην την έχτισε ο Σέλευκος, «φέρνοντας έτσι έναν βαρβαρικό κόσμο στο τέλος του μέσα από το έργο του εξελληνισμού».

O Λιβάνιος εκφράζοντας την αντίληψη των Αντιοχέων, ονομάζει πρωτεύουσα του Σελεύκου την πόλη του, όμως είναι πολύ πιο πιθανό ο Σέλευκος να προόριζε ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του την Σελεύκεια εν Πιερία. Αυτό τουλάχιστον δείχνει το όνομα και κυρίως το γεγονός ότι εκεί βρισκόταν το Σελευκείον, ο τάφος-ναός του οικιστή. Η Σελεύκεια επί Τίγρη λειτούργησε μάλλον συμπληρωματικά ως πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Δεν αποκλείεται η πρωτοκαθεδρία να πέρασε στην Αντιόχεια τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα, μετά το θάνατό του, το σχετικά σύντομο διάστημα που η Σελεύκεια καταλήφθηκε από τους Πτολεμαίους.

Διαδηλώνοντας την ισχύ και την δόξα του ο Φίλιππος έστησε στην Ολυμπία τα χρυσελεφάντινα αγάλματα του εαυτού, των γονέων, της συζύγου και του γιού του. Ο Σέλευκος στην Σελευκίδα του θα στήσει ζωντανά μνημεία αιώνιας δόξας και αρετής την λαμπρή Τετράπολη: Σελεύκια Πιερία, Αντιόχεια επί Δάφνη, Λαοδίκεια η Πάραλος, Απάμεια Ορόντου. Με την οικιστική δραστηριότητά τους οι Μακεδόνες από τον Φίλιππο μέχρι τον Σέλευκο μέσα σε δυο γενιές εκπλήρωσαν την προτροπή του Ξενοφώντα στον Ιέρωνα με τρόπο που εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Σύμφωνα με την μακεδονική παράδοση η δορύκτητη γη ανήκε κατά κύριο λόγο στο βασιλιά που είχε το δικαίωμα και το καθήκον να την μοιράζει σε κληρούχους και να δημιουργεί παραγωγικές αποικίες. Η αντίληψη του ‘μακεδονικού’ αποικισμού είναι προφανής στο κείμενο του Λιβάνιου που πιθανότατα αντλεί και από παλιότερες πηγές.

Προφανώς η ίδρυση πόλεων αποτελεί μια δραστηριότητα με τεράστια οικονομική σημασία [19]. Τα τεράστια κεφάλαια και οι ανθρώπινοι πόροι που απαιτούνται για την κατασκευή, παράγουν έργο σε πολύ μεγάλη κλίμακα, ενώ η σοφή τοποθέτηση σε περιοχές με πλούσιους φυσικούς πόρους, αλλά και κατά μήκος των κύριων οδών επικοινωνίας τις καθιστά μοχλούς ανάπτυξης παραγωγής και εμπορίου που παρά την μεγαλύτερη ή μικρότερη αυτονομία θα διασφαλίζει σταθερά πολύτιμες προσόδους για την αυτοκρατορία.

Ωστόσο πέρα από το οικονομικό υπάρχουν και άλλα πολύ σημαντικά θέματα που σχετίζονται με τη δημιουργία των πόλεων. Ιδιαίτερα στην Συρία παρατηρείται η τάση πόλεις και περιοχές να παίρνουν ονόματα αντίστοιχα με εκείνα της Έλλαδας. Είναι η κυρίαρχη ομάδα των αποίκων, η νοσταλγία ή η ομοιότητα του τοπίου, ή ίσως και όλα μαζί που καθορίζουν την επιλόγή; Στην Έδεσσα-Ούρφα η ομοιότητα του τοπίου είναι εντυπωσιακή, το ανάλογο ισχύει και για την παραθαλάσσια Πιερία με τα δασωμένα βουνά, τους ποταμούς και τα λιβάδια, μόνο που εδώ οι συμβολισμοί πυκνώνουν [20]. Στη μακεδονική Πιερία δεσπόζει ο Όλυμπος με τον θρόνο του Δία και το Δίον, ο Δίας όμως βρίσκεται και εδώ, επιβλέπει τους πιστούς του και σύμφωνα με την παράδοση στέλνει τον αητό του να ορίσει τη θέση της ‘ιεράς’ και ‘αυτονόμου’ και ‘ασύλου’ Σελεύκειας και της αδελφής Αντιόχειας. Η Πιερία είναι το κέντρο της Μακεδονίδος γης του λίκνου των Μακεδόνων, όπως ορίζει η αρχαιότροπη κατάληξη –ις –ιδος. Εδώ θα γίνει η Σελευκίς, η νέα πατρίδα, κυριολεκτικά η φωλιά Του Σέλευκου. Όπως στην Μακεδονίδα, στις Αιγές, οι τάφοι των Τημενιδών ευλογούν τον τόπο, προστατεύοντας τη δυναστεία, το ίδιο και εδώ ο τάφος του Σέλευκου θα γίνει υπόσχεση ασφάλειας και αιώνιας ευημερίας.

Δυο πολυταξιδεμένοι Μικρασιάτες, ο Δίων Χρυσόστομος και ο Παυσανίας ορίζουν, προφανώς μέσα από την πείρα τους, τι χρειάζεται να έχει ένας οικισμός για να θεωρηθεί επάξια πόλις: αμυντικά τείχη, αγορά, πρυτανείο, βουλευτήριο, θέατρο, γυμνάσιο, στοές, κρήνες [21]. Τα κτήρια σημαίνουν λειτουργίες και θεσμούς και στελεχώνονται με αντίστοιχους αξιωματούχους, που αναγράφονται σε επιγραφές που συμπληρώνουν αυτήν την εικόνα: αγορανόμοι, γυμνασίαρχοι, αστυνόμοι, αμφοδάρχαι (για την επιθεώρηση των δρόμων), άρχοντες, επιστάτες, γραμματείς. Και φυσικά υπήρχαν Βουλή και Δήμος.

Οι σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με την πόλη παράγουν πολιτική. Ζώντας, λειτουργώντας και συμμετέχοντας στα πράγματα της πόλης τους οι άνθρωποι συνδέονται με τον τόπο. Για Έλληνες και μη ήταν μάλλον αδύνατο να αποκτήσουν αίσθηση συνάφειας με την αχανή πολυπολιτισμική αυτοκρατορία των Σελευκιδών, αλλά σίγουρα ήταν πολύ πιο εύκολο να αποκτήσουν σχέση με την πόλη τους. Δημιουργώντας πόλεις ο Σέλευκος δημιουργεί πατρίδες για τους πολίτες του νέου κόσμου και δεν είναι τυχαίο που το όνομα των πόλεων θα γίνει συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των κατοίκων τους.

Οι πόλεις επιβάλλονται με τη μορφή τους και αλλάζουν την εικόνα του χώρου. Εκτός από την λαμπρότητα και το πλούτο των κτηρίων οι πηγές μιλούν για την ‘ομορφιά’ των πόλεων. Οι ανασκαφές φωτίζουν την εικόνα. Αυστηρά οργανωμένο και με ακρίβεια σχεδιασμένο πολεοδομικό σύστημα που βασίζεται στην εφαρμογή κανονικού κανάβου με ορθογώνιες νησίδες, σαφής προσανατολισμός, ευρύχωροι δρόμοι, κατανομή λειτουργιών, οργανωμένα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, ευρύχωρες κατοικίες, μεγαλοπρεπείς κιονοστοιχίες ορίζουν το πλαίσιο του ευ ζην και ευ πράττειν. Το μέτρο και ο νόμος, η τάξη και ο ορθός λόγος κυριαρχεί εξοικειώνοντας τον χώρο και βάζοντας τέλος στο χάος. Κάποιοι ίσως θεωρούν την κανονικότητα των ελληνιστικών σχεδιασμών κάπως απλοϊκή, στην πραγματικότητα πίσω από αυτό που φαίνεται ίσως αυτονόητο κρύβονται πολύπλοκες φιλοσοφικές θεωρήσεις, αρχιτεκτονικές μελέτες, υγειονομικές πεποιθήσεις, γεωμετρικά θεωρήματα, αισθητικές επιλογές και τεχνολογικά επιτεύγματα που ξεκινούν από τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Ιπποκράτη και τον Ιππόδαμο για να φτάσουν στον Πύθεο, τον Ευκλείδη, τον Ερμογένη…

Μελετώντας το ιερό φρούριο που κατασκεύασε ο Σέλευκος στην Ίκαρο του Περσικού κόλπου, διαπιστώσαμε όχι μόνον την χρήση των μακεδονικών μέτρων άλλα και την συνεπή εφαρμογή ενός εμβάτη που ξεκινά από την πλίνθο των κιόνων του ναού και φτάνει ως την χάραξη του ίδιου του οχυρού, αλλά και τη χρήση του ιερού αριθμού φ (της θεϊκής αρμονίας και χρυσής τομής) που ουσιαστικά ορίζει τις μορφές και τις έννοιες που υποκρύπτονται κάτω από αυτές. Η πλευρά του τετράγωνου ιερού (58 μ.) είναι ίδια με το πλάτος των οικοδομικών τετραγώνων της Αντιόχειας. Αυτό δεν πρέπει να είναι τυχαίο· θα άξιζε να αρχίσουμε να μελετάμε πολύ προσεκτικά τα μέτρα των ελληνιστικών κτηρίων, η αρχιτεκτονική των οποίων φαίνεται να κρύβει ακόμη πολλά γοητευτικά μυστικά.

Μελετώντας τις επιγραφές αποκτά κανείς τη σαφή εντύπωση πως οι ελληνιστικές πόλεις είχαν φιλικές σχέσεις μέσα στο πλαίσιο της Οικουμένης, όπως χαρακτήριζαν τον πολιτισμένο κόσμο -δηλαδή τον διάσπαρτο με πόλεις που συνυπήρχαν σε αρμονία και αλληλεξάρτηση. Ο Λιβάνιος τονίζει πως μέσα από το εξελληνιστικό έργο του ο Σέλευκος έθεσε τέλος στο βαρβαρισμό. Τι σημαίνει όμως εξελληνισμός σε αυτό το πλαίσιο; Στον ναό της Ικάρου, όπως έδειξε η μελέτη των αναλογιών, η περσική βάση συνδυάζεται σκόπιμα με το ιωνικό κιονόκρανο, όπως και ο ελληνικός ναός με τον επιχώριο που στέκεται δίπλα του. Ιδρυμένο στην είσοδο του σελευκιδικού βασιλείου, το φρούριο-ιερό της Ικάρου εκφράζει ως τοπόσημο την έννοια της αρμονικής συμβίωσης υπό τον θεϊκό νόμο.

Στο σημείο όπου ο δρόμος του μεταξιού περνά τον Ευφράτη για να συνεχίσει προς τη Μεσόγειο ο Σέλευκος έχτισε δύο πόλεις, την Σελεύκεια στη δυτική όχθη και την Απάμεια στην ανατολική. Μια γέφυρα, το Ζεύγμα, ένωνε τις πόλεις, εύγλωττο μνημείο-σύμβολο της γόνιμης ένωσης δυο κόσμων. Ο ίδιος ήταν ο μόνος από τους διαδόχους που έμεινε ως το τέλος πιστός στην Περσίδα σύζυγο του Απάμα. Ο γιος και διάδοχός του Αντίοχος, στο αίμα μιγάς, μισός Πέρσης και μισός Έλληνας ενσάρκωνε το όνειρο ενός νέου κόσμου χωρίς σύνορα που ενέπνευσε στον Αλέξανδρο τους γάμους των Σούσων. Ο ίδιος ο Σέλευκος αποδείχτηκε ο πιστότερος από όλους τους Διαδόχους στο όραμα του Κοσμοκράτορα και ο πιο ανοιχτός στην ιδέα της συνύπαρξης και της ισονομίας για όλους τους κατοίκους του βασιλείου του.

Όταν οι βετεράνοι επέστρεψαν στην Ελλάδα, άφησαν τις οικογένειες που είχαν κάνει με ντόπιες γυναίκες υπό την προστασία του Σέλευκου. Τα παιδιά αυτών των μεικτών γάμων ήταν ανάμεσα στους οικιστές των πόλεων του. Ο Ισοκράτης όμως ανέφερε ως γνωστόν πως η ονομασία ‘έλληνες’ δεν αναφέρεται σε μια φυλή (γένος) αλλά σε μια νοοτροπία (διάνοια) και πως «ο χαρακτηρισμός προσιδιάζει σε αυτούς που μοιράζονται τον πολιτισμό μας (παίδευσις) παρά τη φύση μας». Αυτό υπονοεί πως τα ελληνικά επιτεύγματα ήταν προσιτά και σε μη-Έλληνες, μέσα σε έναν χώρο μάθησης και εκπαίδευσης ιερό και ανοιχτό για όλους, το Γυμνάσιο. Αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ελληνιστικής πόλης, τόπος εκπαίδευσης του σώματος της ψυχής και του πνεύματος, συχνά περισσότερα από ένα σε μια πόλη. Στις ελληνιστικές πόλεις, σε αυτόν τον κόσμο ανεκτικότητας όπου καταργούνταν τα σύνορα, η ελληνική παιδεία έπαιζε σημαντικό ρόλο για τον ορισμό της ελληνικότητας, ακόμα και για πολίτες που δεν είχαν ελληνική καταγωγή.

Εκτός από την ‘πολιτική’ από τη λέξη πόλις παράγεται και η λέξη πολιτισμός. Οι ελληνιστικές πόλεις έγιναν ο τόπος όπου διαφορετικά στοιχεία συναντήθηκαν και συγχωνεύτηκαν και αυτό είχε σαν συνέπεια να αναπτυχθεί μια νοοτροπία που αντιστεκόταν στην απόρριψη του ‘ξένου’, κάνοντας τα όρια ανάμεσα στο ελληνικό και το μη-ελληνικό πιο ασαφή. Διαχρονικά, πολύμορφα, ζωντανά και δραστήρια κύτταρα του σώματος της ανθρώπινης κοινωνίας αρκετές ελληνιστικές πόλεις κατάφεραν αλλάζοντας συνεχώς να επιβιώσουν ανάμεσα από διαφορετικές αυτοκρατορίες, εθνικά κράτη, θρησκείες ακόμη και γλώσσες και συνεχίζουν να δημιουργούν πολιτισμό. Ας μνημονεύσουμε τις βασιλίδες: Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, Αντιόχεια, Πέργαμον, και η Πόλις -όπως διαιωνίζεται στη φράση ‘εις την Πόλιν’-Istanbul…

Βασικές Υποδομές

Σε μια ελληνιστική πόλη, όπου είχε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η άνεση και η πολυτέλεια, οι καλοί δρόμοι και ένα επαρκές δίκτυο υδροδότησης ήταν απολύτως απαραίτητα. Η καθαριότητα είναι βασικό συστατικό της πολυτέλειας και της διάθεσης για επίδειξη που τόσο αγαπούσαν στον ελληνιστικό κόσμο. Αυτή η καθαριότητα περιλαμβάνει τόσο την προμήθεια σε φρέσκο νερό, όσο και την απομάκρυνσή του. Και η καλή οργάνωση των δρόμων δεν είναι παρά η αρχή για την άνετη διακίνηση ανθρώπων, ζώων και αγαθών και για την πρόσβαση σε όλα τα ζωτικά μέρη της πόλης. Στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησής τους οι ελληνιστικές πόλεις φρόντιζαν να παρέχουν στους κατοίκους τους τις βάσεις για μια άνετη ζωή και την ξεγνοιασιά να την απολαμβάνουν.

Η αρχή γινόταν από τη σωστή οργάνωση εντός της πόλης. Οι δρόμοι ακολουθούσαν συνήθως το αγαπητό για την εποχή ιπποδάμειο σύστημα. Βέβαια αυτό το σχέδιο δεν ήταν περιοριστικό και σε αρκετές περιπτώσεις βασικοί δρόμοι μπορούσαν να τέμνουν τα τετράγωνα· συχνά η σύνδεση δύο σημαντικών περιοχών ή η ύπαρξη ιερών χώρων παρέκαμπτε την ορθολογιστική χάραξη των δρόμων, όπως στην Έφεσο που ήταν σημαντικό να ενωθούν οι αγορές της πόλης και στην Μαγνησία επί Μαιάνδρω που το Αρτεμίσιο διατήρησε το λοξό του προσανατολισμό, και μαζί με αυτό και οι γύρω από αυτό δρόμοι.

Από το παραπάνω καταλαβαίνουμε πως, όπως και στις σημερινές πόλεις, έτσι και στις ελληνιστικές ο ρόλος των βασικών αρτηριών ήταν να επιτρέπουν την πρόσβαση στα κυριότερα σημεία της πόλης, συχνά απευθείας από τις εισόδους της. Συνήθως συνέδεαν τις κύριες πύλες των τειχών με σημαντικά σημεία και μνημεία όπως την αγορά, τα ιερά εντός της πόλης, άλλα δημόσια κτήρια όπως το βουλευτήριο, το θέατρο, το γυμνάσιο. Μάλιστα μπορεί να έπαιρναν το όνομά τους από το μνημείο που είχαν ως προορισμό ή που τοις χαρακτήριζε. Το πλάτος αυτών των δρόμων μπορεί να ξεπερνούσε τα πέντε μέτρα, σίγουρα πάντως ήταν αρκετό για να περνούν άμαξες.

Ασφαλώς χαραζόταν ένας βασικός δρόμος για να οδηγεί στην ακρόπολη και σε κάποιο μεγάλο ιερό εκτός του πολεοδομικού ιστού. Αυτοί οι τελευταίοι δρόμοι αποκαλούνταν ιερές οδοί και ήταν διάσπαρτοι με γλυπτά, αναθηματικές στήλες και ό,τι άλλο αφιέρωναν άρχοντες, πόλεις ή επιφανείς πολίτες στο ιερό. Σε τέτοιες περιπτώσεις που συνδεόταν η πόλη με κάποιον τόπο μεγάλης σημασίας έξω από αυτήν οι δρόμοι δεν συνέχιζαν απαραίτητα τον ορθογώνιο σχεδιασμό της πόλης.

Σε πόλεις χωρίς ιπποδάμειο σύστημα οι βασικές αρτηρίες μιας πόλης θα ορίζονταν από τα σημαντικότερα κτήρια και μνημεία της πόλης. Από μια πύλη του τείχους οδηγούσαν πρωτίστως στην αγορά, ενώ κατά μήκος τους ήταν άλλα καταστήματα. Δεν πρέπει να διέφερε πολύ η κατάσταση από τη σημερινή: κάθε μαγαζάτορας θα ήθελε να έχει το κατάστημά του πάνω σε μια κεντρική οδό, από όπου θα περνούσε ο περισσότερος κόσμος. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πιο φροντισμένα σπίτια, που επίσης συγκεντρώνονταν στις βασικές αρτηρίες μιας πόλης.

Κάθετοι σε αυτές τις κύριες οδούς ήταν μικρότεροι δρόμοι που χώριζαν τα οικιστικά τετράγωνα, οι λεγόμενες στενωποί. Αυτές θα είχαν πλάτος ως δύο μέτρα το πολύ, αρκετό για μικρές χειράμαξες και οικόσιτα ζώα, πέρα από τους πεζούς. Πρόκειται για τις ανώνυμες, για εμάς τουλάχιστον, δευτερεύουσες οδούς που εξυπηρετούσαν ιδιωτικές οικίες και μικρά μαγαζιά και εργαστήρια.

Έτσι λοιπόν σε έναν ζωντανό οργανισμό, όπως είναι μια πόλη, είναι βασικό οι αρτηρίες να επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία. Από το Πέργαμον υπάρχουν σωζόμενοι νόμοι που ορίζουν την αστυνόμευση και την καθαριότητα των βασικών δρόμων. Η ασφάλεια και η υγιεινή ήταν λοιπόν βασικά στοιχεία για την καλή ζωή στην πόλη. Η αισθητική επίσης· πάντα έπαιζε και αυτή ρόλο στην ελληνιστική αρχιτεκτονική. Η πλακόστρωση των δρόμων εξυπηρετούσε και αισθητικούς σκοπούς πέρα από πρακτικούς, για να μειώνεται η σκόνη και να καθαρίζουν πιο εύκολα.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί το ζήτημα των δρόμων με κιονοστοιχίες, που τόσο αγαπητές ήταν στη ρωμαϊκή εποχή. Για την ελληνιστική δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι υπήρχαν. Το πιο κοντινό σε αυτούς τους δρόμους, σαν πρόδρομος αυτών, είναι η ύπαρξη στοών στις προσόψεις κτηρίων που έβλεπαν προς κεντρικούς δρόμους. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως πρόκειται για στοιχεία των κτηρίων, όχι του δρόμου. Οι πόλεις χτίζονταν πρωτίστως με στόχο την πρακτικότητα και την ασφάλεια και επομένως δεν υπήρχε χώρος για δρόμους με τόσο μεγάλο πλάτος· αυτό θα απαιτούσε στη συνέχεια πολύ μακριά τείχη για να περιβάλλουν μια μεγάλη και αραιοχτισμένη έκταση, πιο ευάλωτη σε επιθέσεις. Κι αν τολμούσε κάποιος ελληνιστικός βασιλιάς να κάνει κάτι τέτοιο, θα το έκανε ως προσθήκη στον αρχικό, πυκνό πυρήνα της πόλης. Για τον παραπάνω λόγο βρίσκουμε συχνά τις αντίστοιχες ρωμαϊκές λεωφόρους με κιονοστοιχίες έξω από τα αρχικά όρια των ελληνιστικών πόλεων, χωρίς όμως να λείπουν και παραδείγματα μετατροπής ελληνιστικών ήδη δρόμων σε μεγαλόπρεπες ρωμαϊκές λεωφόρους.

Όμως τι είναι μια άνετη και αισθητικά προσεγμένη πόλη, αν δεν είναι και καθαρή; Η ύδρευση της πόλης ήταν πολύ σημαντικό ζήτημα σε μια εποχή που αυξανόταν το ενδιαφέρον για τη σωματική υγιεινή και την εξωτερική εμφάνιση και που ήταν όλο και πιο έντονη η τάση για πολυτέλεια στην καθημερινότητα. Αυτά δημιουργούσαν μεγαλύτερη ανάγκη για καθαρό νερό και για απομάκρυνση λυμάτων και όμβριων. Αναγνωριζόταν πως είναι καλύτερο να καταναλώνεται νερό εξαρχής καθαρό από καλή πηγή, παρά να γίνεται επεξεργασία σε κατώτερης ποιότητας. Αυτό ίσως επηρέασε την τάση των ελληνικών πόλεων να προτιμούν κλειστά συστήματα μεταφοράς νερού, για να αποφεύγεται η φυσική ρύπανση.

Γενικά στην ελληνιστική εποχή ήταν σημαντική η εξέλιξη στους τρόπους παροχής και απομάκρυνσης νερού και διαδόθηκαν υδραγωγεία, δεξαμενές, λουτρά, αποχετεύσεις και αποστραγγίσεις. Οι έρευνες και οι ανακαλύψεις στην υδροδυναμική και στην υδραυλική τεχνολογία έδωσαν τα απαραίτητα εργαλεία για τη μεταφορά και διανομή του νερού στις πόλεις. Προτιμούνταν σωλήνες από μόλυβδο για να αντέχουν τις πιέσεις της μεταφοράς και χρησιμοποιούταν το ανεστραμμένο σιφόνι για τη την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων πάνω από βαθύνσεις του εδάφους, π.χ. από λόφο σε λόφο. Τα υδραγωγεία, όπως και στην κλασική εποχή, παρέμεναν υπόγεια για την καλύτερη προστασίας τόσο από τρίτους, σε περίπτωση πολέμου, όσο και από σεισμούς και τη ρύπανση από το περιβάλλον που ήδη αναφέρθηκε –σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά υδραγωγεία που ήταν υπέργεια και ανοιχτά και πολλά από αυτά στολίζουν και τα σημερινά αστικά τοπία.

Στο Πέργαμον σώζεται το εντυπωσιακό υδραγωγείο Madradağ, χτισμένο από τον Ευμένη Β΄, που είναι από τα αρτιότερα κατασκευασμένα. Είχε μήκος 42 km και έφερνε νερό από το βουνό Madradağ στα ανατολικά της πόλης. Γινόταν χρήση πήλινων και μολύβδινων σωλήνων και του ανεστραμμένου σιφονιού για την μεταφορά στο λόφο της ακρόπολης.

Τα υδραγωγεία κατέληγαν σε δεξαμενές και κρήνες μέσα στην πόλη. Ένα κρηναίο οικοδόμημα αποτελούταν συνήθως από μια δεξαμενή, όπου το νερό έτρεχε από τους κρουνούς, και μια στοά μπροστά από αυτήν που δεν αποκλείεται να διακοσμούταν και με ανάγλυφα και αγάλματα. Οι κρήνες μπορεί να γέμιζαν είτε με το νερό που έφερναν τα υδραγωγεία, είτε από φυσικές πηγές. Άλλη πηγή νερού μέσα σε πόλεις ήταν πηγάδια, συχνά διακοσμημένα με αγάλματα, που αντλούσαν είτε από φυσικές πηγές, είτε από τις δεξαμενές που γέμιζαν χάρη στα υδραγωγεία.

Και βέβαια για την εξυπηρέτηση της προσωπικής υγιεινής και της καθαριότητας δεν έλειπαν από τις πόλεις δημόσια λουτρά και αποχωρητήρια. Η πόλη όφειλε να απομακρύνει τα λύματα από αυτά με ασφάλεια έξω από την πόλη.

Η ζωή στην ελληνιστική πόλη σήμαινε συναναστροφή με πολλούς ανθρώπους σε περιβάλλον γεμάτο στρες, φασαρία, κίνηση… ό,τι περίπου σημαίνει και για σήμερα. Σκεφτείτε λοιπόν και πάλι πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη βασικών υποδομών για την άνεση και την καθαριότητα στις πόλεις και πόσο σημαντικά βήματα είχαν κάνει οι άνθρωποι από την ελληνιστική εποχή για την αντιμετώπιση καθημερινών αναγκών και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε μια μεγαλούπολη.

Άμυνα

Η πολύχρονη εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και οι πόλεμοι που μάστιζαν τα ελληνιστικά βασίλεια αμέσως μετά από αυτήν προκάλεσαν και ταυτόχρονα τράφηκαν από την πρόοδο στην πολεμική τεχνολογία. Η παρουσία εξελιγμένων καταπελτών, πύργων και άλλων πολιορκητικών μηχανών ανάγκασε πόλεις και ηγεμόνες να υψώσουν ισχυρότερα τείχη. Οι Διάδοχοι, στους αναμεταξύ τους πολέμους εκείνες τις πικρές δεκαετίες αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, μερίμνησαν για την άμυνα των πόλεων σε κομβικά σημεία για τις περιοχές επιρροής, πέρα από το να εφευρίσκουν τρόπους να σπάνε αντίστοιχες άμυνες -όπως δείχνει η αγάπη του Δημητρίου Πολιορκητή για τις πολιορκητικές μηχανές. Η πρόοδος αυτή σταμάτησε σταδιακά, πρώτα επειδή η μακρόχρονη εξέλιξη σε επιθετικές και αμυντικές πρακτικές έφτασε σε αδιέξοδο, και μετά με την επιβολή της ρωμαϊκής ειρήνης προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ.· οι κατακτητές θα επέτρεπαν μόνο σε λίγες εκτεθειμένες σε εξωτερικούς κινδύνους περιοχές να ενισχύουν την άμυνά τους.

Ποια ήταν όμως συνολικά η σημασία των τειχών στις ημιαυτόνομες πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων; Η προφανής και πρωταρχική τους σημασία ήταν η προστασία της πόλης. Οι κύριες μάχες γίνονταν βέβαια εκτός των τειχών, πιθανότατα πολύ μακριά από κατοικημένες περιοχές. Αν το στράτευμα βρισκόταν στην ανάγκη να καταφύγει μέσα στην πόλη και να προετοιμαστεί για πολιορκία, αυτό σήμαινε πως η θέση του ήταν αρκετά δυσμενής και μάλλον επρόκειτο να επιδεινωθεί. Γι’ αυτό και δεν έλειπαν οι κατασκευές στην ύπαιθρο, που προστάτευαν τη χώρα μιας πόλης, ως πρώτη γραμμή άμυνας μιας περιοχής. Η αμυντική τεχνολογία δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης των πολιορκητικών μηχανών· συνήθως το πλεονέκτημα το είχαν οι επιτιθέμενοι. Όμως ένα ισχυρό τείχος, σε συνδυασμό με άλλα τεχνάσματα όπως π.χ. η εσκεμμένη πρόκληση πλημμυρών στο έδαφος γύρω από τα τείχη, μπορούσε να πολλαπλασιάσει την αντοχή των στρατευμάτων, έτσι ώστε ακόμα και λίγοι στρατιώτες, καλά εκπαιδευμένοι και προετοιμασμένοι, είχαν ελπίδα να υπερασπιστούν μια καλά τειχισμένη πόλη.

Η διαφορά ύψους είναι ήδη ένα πλεονέκτημα· από τις επάλξεις έπεφταν βροχή βέλη, ακόντια και πέτρες στα εχθρικά στρατεύματα. Στους πύργους τοποθετούνταν βαλλίστρες και αμυντικοί καταπέλτες· αυτοί απαιτούσαν ανάλογους χώρους για να σταθούν μέσα ή πάνω στους πύργους και ανοίγματα για να περνούν τα βλήματα που στόχευαν τον εχθρικό στρατό. Οι στρατιώτες που πολεμούσαν και χειρίζονταν τα μηχανήματα είχαν επαρκή κάλυψη από τις πολεμίστρες ώστε να αποφεύγουν μεγάλο μέρος των εχθρικών βλημάτων.

Τελευταίο καταφύγιο σε περίπτωση πολιορκίας αποτελούσε η ακρόπολη, το υψηλότερο σημείο μιας πόλης. Συνήθως μέρος του μεγάλου περιβόλου μιας πόλης ήταν ταυτόχρονα και ένα τμήμα του τείχους της ακρόπολης. Αυτή όμως ήταν πάντα ξεχωριστά προστατευμένη από το υπόλοιπο κατοικημένο τμήμα της πόλης ώστε να αποτελεί το καλύτερα οχυρωμένο σημείο της. Τα συνήθη κτήρια που μπορούσαν να υπάρχουν σε μια ακρόπολη ήταν ένα ιερό ή ναός, ένας ισχυρότερος πύργος για να στεγάζει τμήμα της φρουράς, το οπλοστάσιο και συχνά η έδρα ενός άρχοντα -ένα παλάτι.

Όμως εκτός από την ασφάλεια που υπόσχονταν τα τείχη σε μια πόλη, εξυπηρετούσαν και έναν ακόμα πολύ σημαντικό σκοπό για τις πολιτικές των ελληνιστικών βασιλέων. Τα μεγαλόπρεπα και επιβλητικά τείχη, όπως συνέβαινε συχνά με την ελληνιστική αρχιτεκτονική, ήταν επιπλέον διαρκής υπενθύμιση της απόλυτης εξουσίας του ηγεμόνα. Όπως η ίδια η πόλη επιβαλλόταν στο φυσικό τοπίο γύρω της και το οργάνωνε με βάση της ανάγκες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, έτσι και τα τείχη περιόριζαν τις ελευθερίες της και αποτελούσαν ένα σημαντικό ίχνος της παρουσίας του βασιλιά. Αυτό βέβαια γινόταν έμμεσα, εμπνέοντας πρώτα απ’ όλα ένα αίσθημα σταθερότητας και ασφάλειας στους πολίτες, που δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν αυτό το εντυπωσιακό έργο που δώρισε ο βασιλιάς στην πόλης τους.

Το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι ενδεικτικό του πόσο σημαντική ήταν η εμφάνιση των κτηρίων την ελληνιστική εποχή. Παντού φαίνεται η αγάπη για την καλαισθησία και την επιβλητικότητα. Ειδικά σε κύριες εισόδους πόλεων βλέπουμε διακοσμητικά στοιχεία που δεν ταιριάζουν σε ένα αμυντικό κτίσμα, τόσο επειδή δεν προσφέρουν κάτι στη λειτουργία, όσο και επειδή κινδυνεύουν να καταστραφούν σε μια ενδεχόμενη επίθεση. Τα τείχη όμως ήταν το πρόσωπο της πόλης προς τους άλλους. Η διαμόρφωσή τους γινόταν με γνώμονα τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και τον εντυπωσιασμό. Ήταν το όριο της πόλης, το στοιχείο που την ξεχώριζε από το περιβάλλον και παράλληλα την ενέτασσε σε αυτό, αφού ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση του τοπίου. Σε αυτό, όπως και σε άλλα στοιχεία της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής, είναι έκδηλη η τάση των αρχιτεκτόνων της εποχής να δημιουργούν ένα τεχνητό τοπίο σε αρμονία με το φυσικό, με έμφαση στη θέα από έξω προς την πόλη.

Βέβαια όπως φαίνεται και σε άλλους τομείς της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής, η κύρια μέριμνα ήταν τα κτίσματα να μπορούν να ανταποκριθούν στη λειτουργία τους με τα διαθέσιμα μέσα και ανάλογα με τη διαμόρφωση και τα υλικά της περιοχής. Οι τοιχοδομία ποίκιλε ανάλογα με τις τοπικές παραδόσεις, συνήθως όμως χρησιμοποιούνταν επιμελώς σκαλισμένοι ορθογώνιοι λίθοι για τα μέτωπα των τειχών. Ανάμεσά τους το κενό γέμιζε με πέτρες, κεραμίδια και λάσπη για να ισχυροποιηθεί το τείχος. Φυσικά όπου δεν ήταν εύκολα διαθέσιμη η πέτρα, αρκούσαν τα ψημένα ή και ωμά πλιθιά. Κατά μήκος των τειχών κτίζονταν πύργοι που διευκόλυναν την πρόσβαση από το εσωτερικό της πόλης στις επάλξεις και στέγαζαν μέλη της φρουράς, εφόδια και οπλισμό. Αυτοί συνήθως ήταν ορθογώνιοι, δεν έλειπαν όμως και οι κυκλικοί ή τριγωνικοί πύργοι, που ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στο να αγνοούν μεγάλο μέρος της σύγκρουσης από βλήματα καταπελτών.

Το χτίσιμο των τειχών ήταν φυσικά μια ιδιαίτερα δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία. Στις δημοκρατικές πόλεις το βάρος έπεφτε στους πολίτες εξ ολοκλήρου, ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που γινόταν με τη χορηγία ενός ηγεμόνα δεν έλειπε η οικονομική επιβάρυνση των κατοίκων της πόλης, πράγμα όχι καλοδεχούμενο. Όμως ήταν μια σημαντική επένδυση για το μέλλον μιας πόλης. Πέρα από την εξασφάλιση της προστασίας, αυτό το μέλλον έχει και τη μορφή των καταλοίπων· συχνά το μόνο που μένει από μια πόλη είναι το τείχος της και ακόμα κι αν δεν σώζεται το ίδιο, φαίνεται το ίχνος του πάνω στο φρύδι ενός λόφου ή σε μια πεδιάδα.

Τα τείχη μιας πόλης είναι μια οικεία αγκαλιά που δίνει στους πολίτες τη σιγουριά του να βρίσκονται σπίτι. Κι αν ακόμα αυτή η σιγουριά απαιτεί θυσίες από τους κατοίκους μιας πόλης, είτε με τη μορφή οικονομικής εισφοράς, είτε με σκληρή και αγχωτική δουλειά σε ώρα ανάγκης, σίγουρα τα πρακτικά και ψυχολογικά οφέλη είναι ανεκτίμητα. Από την άλλη όμως, ένα τόσο δαπανηρό και μεγαλεπήβολο έργο συχνά απαιτούσε την συμβολή του ηγεμόνα και συνεπώς αποτελούσε πρακτική των ελληνιστικών βασιλέων να κρατούν υποτελείς τις αυτόνομες πόλεις παρέχοντάς τους εγγύηση ασφαλείας. Ήταν και αυτό μια από τις θυσίες που έκανε μια ελληνιστική πόλη για να απολαμβάνει ειρήνη και ευημερία.

Τα κτήρια διοίκησης

Σε μια δημοκρατική ελληνική πόλη το κυρίαρχο διοικητικό σώμα είναι η εκκλησία, η συνέλευση των πολιτών, που σκοπό έχει να συζητήσει και να ψηφίσει τις προτάσεις της βουλής, των εκλεγμένων εκπροσώπων της πόλης. Αυτή η δομή της πολιτικής ζωής της πόλης χαράχτηκε τόσο βαθειά στη συνείδηση των πολιτών, που ακόμα και στα ελληνιστικά και αργότερα στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν η δημοκρατία αντικαταστάθηκε από τη μοναρχία και οι παλαιοί θεσμοί έχασαν την αρχική τους σημασία, εξακολουθούσε να υπάρχει βουλευτικό σώμα και να γίνεται η εκκλησία του δήμου στους ίδιους χώρους όπως και παλαιότερα.

Για την πολιτική διοίκηση των βασιλειών της ελληνιστικής εποχής το κατεξοχήν διοικητικό κτήριο ήταν το ανάκτορο, έδρα του βασιλιά, χώρος συναθροίσεων και συμποσίων της αριστοκρατίας και ταυτόχρονα ιερός, αφιερωμένος στους προστάτες της δυναστικής οικογένειας και της πόλης. Αυτός ο πολλαπλός ρόλος του παλατιού είχε ξεκινήσει ήδη από τις Αιγές, όπου το ανάκτορο του Φιλίππου αναδείχτηκε σε πρότυπο των μετέπειτα ανακτόρων των ελληνιστικών βασιλείων. Πέρα όμως από το παλάτι και τη συγκεντρωτική εξουσία του μονάρχη, κάθε ξεχωριστή ελληνική πόλη είχε ακόμα το δικαίωμα να φροντίζει αυτόνομα για τη διοίκηση και τη λειτουργία της σε τοπικό επίπεδο. Και αυτή η μερική αυτονομία των ελληνιστικών πόλεων φαίνεται τόσο από αναφορές στις γραπτές πηγές, όσο και από τα κατάλοιπα των κτηρίων που χρησιμοποιούνταν για τα πολιτικά θέματα.

Η σύναξη του δήμου μιας πόλης, η εκκλησία του δήμου, ήταν το σημαντικότερο πολιτικό της όργανο. Αντίστοιχα κτίσματα θα έπρεπε να είναι χώροι όπου άνετα θα μπορούσε να αγορεύει και να ακούγεται ένας ομιλητής, ενώ οι υπόλοιποι πολίτες θα μπορούσαν να κάθονται γύρω του και να παρακολουθούν. Γενικά πιστεύεται πως η εκκλησία γινόταν στην αγορά, αλλά υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις πως συχνά φιλοξενούταν στο θέατρο μιας πόλης. Ελάχιστα κτήρια έχουν αναγνωριστεί ως αποκλειστικά εκκλησιαστήρια. Στη Δήλο ένα κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης που δεν θυμίζει θέατρο, με μια μικρή αψίδα στον έναν τοίχο, αναγνωρίζεται ως εκκλησιαστήριο αλλά αποτελεί εξαίρεση στον ούτως ή άλλως ασαφή κανόνα. Ως ελληνιστικό εκκλησιαστήριο στην Κασσώπη χαρακτηρίζεται το βουλευτήριο στα ανατολικά της αγοράς, που ίσως χωρούσε πάνω από 2000 άτομα αντί για 500 της αρχικής εκτίμησης. Στην Κρήτη, στη Λατώ Λασιθίου, ως εκκλησιαστήριο αναγνωρίζεται το ‘θέατρο’ στα ΝΑ της αγοράς, που περιλαμβάνει μια εξέδρα των μέσων του 3ου αι. π.Χ.

Πριν όμως φτάσει ένα ψήφισμα στην εκκλησία του δήμου για έγκριση ή απόρριψη, έπρεπε να προταθεί στη βουλή. Οι συνελεύσεις των εκπροσώπων του λαού, των βουλευτών, γίνονταν σε κτήρια αυτά συνήθως χτισμένα δίπλα ή πολύ κοντά στην αγορά της πόλης, τα βουλευτήρια. Χαρακτηρίζονταν από μια μεγάλη στεγασμένη αίθουσα για τις συνεδριάσεις· βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι συμπλήρωναν το κτίσμα. Η αίθουσα συνεδριάσεων ήταν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο, με μορφή που μοιάζει με το ελληνικό θέατρο, αν εξαιρέσει κανείς τη σκηνή. Στο κέντρο της στεκόταν ο εκάστοτε ομιλητής που επιχειρηματολογούσε υπέρ της μίας ή της άλλης υπόθεσης· οι συνάδελφοί του τον παρακολουθούσαν από τα έδρανα που καταλάμβαναν τις τρεις πλευρές της αίθουσας, σε σχήμα Π ή ημικυκλικό –δεδομένου ότι τους διακατείχε και το σχετικό ενδιαφέρον! Ψηλότερα στην αίθουσα οι τοίχοι διακοσμούνταν με περίτεχνη αρχιτεκτονική διάρθρωση και φεγγίτες, καθώς και ένα πιθανό άνοιγμα στην οροφή του κτηρίου, επέτρεπαν το φωτισμό της αίθουσας.

Στην ελληνιστική εποχή, στο πλαίσιο της μνημειοποίησης και διακόσμησης των δημοσίων κτηρίων, διαμορφώνονταν περίτεχνα και οι εξωτερικοί τοίχοι κτηρίων, όπως και στο εσωτερικό. Τα μεγαλύτερα συγκροτήματα βουλευτηρίων περιλάμβαναν και περίστυλη αυλή μπροστά από την είσοδό τους που τόνιζε ακόμα περισσότερο το μνημειακό τους χαρακτήρα, πράγμα λογικό για ένα τόσο σημαντικό κτήριο για την πολιτική ζωή.

Στα κτήρια αυτά φυλάσσονταν ψηφίσματα με τις αποφάσεις της βουλής και γενικά κρατικά αρχεία και αγάλματα ηρώων και σημαντικών προσώπων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ιερή σημασία αυτών των κτηρίων, όπως σχεδόν όλων των δημόσιων κτισμάτων σε μια ελληνική πόλη. Οι συνελεύσεις και οι αποφάσεις της βουλής έπρεπε να εποπτεύονται και να καθαγιάζονται από τους θεούς· έτσι, στον κεντρικό χώρο της αίθουσας συνεδριάσεων υπήρχε συχνά βωμός αφιερωμένος στην Εστία και γενικά δεν έλειπαν βωμοί και ιερά του Δία Βουλαίου και της Αθηνάς Βουλαίας.

Στα πρυτανεία φιλοξενούνταν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις, σημαντικοί προσκεκλημένοι, πρεσβευτές άλλων πόλεων και τιμώμενοι πολίτες. Επίσης φυλασσόταν η ιερή φλόγα αφιερωμένη στην Εστία, που αποτελούσε την καρδιά της πολιτικής ζωής, ήταν στην ουσία το σπίτι της ίδιας της πόλης. Αυτή η εστία, μαζί με αίθουσα για τα συμπόσια που αποτελούσαν την κεντρική δραστηριότητα κάθε δημόσιας εκδήλωσης, αποτελούν τα μόνα υλικά στοιχεία που έχουμε για να αναγνωρίσουμε και να χαρακτηρίσουμε έναν χώρο ως πρυτανείο. Κατά τα άλλα, ελάχιστα μπορούν να πιστοποιηθούν ως τέτοια. Ο λόγος είναι ότι σε γενικές γραμμές δεν διαφοροποιούνται από ιδιωτικές οικίες, δεν έχουν σταθερή αρχιτεκτονική μορφή. Μόνο στην ελληνιστική εποχή γίνονται πιο μνημειακά αλλά και πάλι δεν αναγνωρίζονται πάντα με ασφάλεια.

Ενδείξεις για δικαστήρια έχουμε κυρίως από την Αθήνα, όπου κατά την κλασική εποχή το Ωδείο του Περικλή και η Ποικίλη Στοά πρέπει να χρησιμοποιούνταν ως αίθουσες δικαστηρίων. Εκτός Αθηνών οι ενδείξεις είναι ελάχιστες και πολύ ασαφείς· μια κλεψύδρα στο θέατρο της Πριήνης υπονοεί πως ίσως χρησιμοποιούταν και για δίκες. Στη Λατώ που αναφέρθηκε και παραπάνω τα σκαλοπάτια στα βόρεια της αγοράς, προς την είσοδο του πρυτανείου, είχαν χαρακτηριστεί εκκλησιαστήριο. Όμως το πολύ μικρό μέγεθος του χώρου, χωρητικότητας 180 ατόμων, το αποκλείει. Ίσως να χρησιμοποιούταν για την εκδίκαση υποθέσεων.

Σε σχέση με το χώρο της αγοράς έχουν βρεθεί και κτίσματα που χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικοί χώροι για τα αρχεία μιας πόλης, χωρίς να συνδέονται σαφώς με κάποιο βουλευτήριο ή πρυτανείο. Στην Σελεύκεια στον Τίγρη και στη Σελεύκεια του Ζεύγματος σε απλά κτίσματα με τη μορφή στοάς ή διαδοχικών δωματίων έχουν έρθει στο φως πλήθος πήλινων σφραγισμάτων με εικονιζόμενες μορφές ηρώων, θεών και αρχόντων. Αυτά συνήθως αναγνωρίζονται ως σφραγίσματα σε παπύρους που περιείχαν τις αποφάσεις των πολιτικών σωμάτων, συμφωνίες και άλλα επίσημα έγγραφα και επομένως τα κτίσματα αυτά χαρακτηρίζονται γενικά ως αρχείο της πόλης. Τι ακριβώς μνημόνευαν αυτά τα κείμενα, δεν θα μάθουμε δυστυχώς ποτέ· από αυτά που η πόλη ήθελε να διασώσει για μελλοντικές αναφορές, έχουν απομείνει μόνο οι βούλες που κρατούσαν τα βιβλία της πόλης.

Συχνά τα κτήρια δημόσιας διοίκησης είναι δύσκολο να αναγνωριστούν και να διαχωριστούν με βεβαιότητα, επειδή δεν έχουν πάντα σταθερό τύπο. Τα πρυτανεία συνήθως μοιάζουν με τις ιδιωτικές οικίες, μόνα στοιχεία για τη λειτουργία τους αποτελούν η παρουσία εστίας και αίθουσας συμποσίων σε ένα κτήριο σε μια περιοχή με άλλα δημόσια κτήρια. Τα εκκλησιαστήρια και τα βουλευτήρια συνήθως συγχέονται μεταξύ τους, όπως και τα εκκλησιαστήρια με τα θέατρα. Συνήθως η τάξη μεγέθους μας δίνει ένα διαχωριστικό στοιχείο για τη χρήση τους: όταν είναι μεγάλης χωρητικότητας, αρκετών χιλιάδων, είναι μάλλον θέατρα· όταν είναι πολύ μικρής, μερικών εκατοντάδων θεατών, είναι μάλλον βουλευτήρια ή δικαστήρια. Σίγουρα αναγνωρισμένα εκκλησιαστήρια έχουν βρεθεί πολύ λιγότερα σε σχέση με βουλευτήρια. Όπως και να έχει πάντως, αυτά τα δημόσια κτίσματα συχνά χρησιμοποιούνταν για πολλούς και διάφορους λόγους, επομένως η σύγχυση δεν είναι πάντα παραπλανητική.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για τα κτήρια διοίκησης είναι η διαφορά στη μνημειακότητά τους ανά εποχή, η οποία δεν λείπει ούτε από την αρχιτεκτονική των ιδιωτικών οικιών. Στην κλασική εποχή δεν προσδίδεται υψηλότερο κύρος σε έναν πολίτη, αν αυτός έχει πολυτελή οικία. Μόνο κατά την ύστερη κλασική και κυρίως στην ελληνιστική εποχή η πολυτέλεια θεωρήθηκε ένδειξη ισχύος για τον ιδιοκτήτη ενός σπιτιού. Ομοίως και για τους πολιτικούς, που ως εκπρόσωποι των πολιτών δεν διαμένουν και δεν ασκούν τα καθήκοντά τους σε μεγαλόπρεπα και ξεχωριστής αρχιτεκτονικής κτήρια. Ενώ στην κλασική και αρχαϊκή εποχή η μνημειακή δημόσια αρχιτεκτονική ανήκει στους θεούς, από τον 4ο αι. κ.εξ. αρχίζουν και τα κτήρια πολιτικής σημασίας να παίρνουν μνημειακή μορφή και αντίστοιχες διαστάσεις. Αυτό είναι ακόμα πιο έντονο στις περιπτώσεις που τα κτήρια δημόσιας διοίκησης αποτελούν δωρεά του βασιλιά προς την πόλη. Εκτός από επίδειξη της απόλυτης ισχύος του μονάρχη στο βασίλειό του, αυτές οι δωρεές αποτελούν και ενδείξεις για τις περιοχές επιρροής κάθε ηγεμόνα. Όπως και να έχει, τα δημόσια κτίσματα της ελληνιστικής εποχής δεν φτάνουν σε μεγαλοπρέπεια και διακοσμητική διάθεση τα μεταγενέστερα ρωμαϊκά, όταν είχαν βέβαια χάσει πλέον την αρχική τους σημασία. Η ελληνιστική αρχιτεκτονική χρησιμοποιούσε πάντα ως γνώμονα πρώτα την πρακτικότητα και το ανθρώπινο μέτρο και έπειτα την αισθητική.

Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία τα πράγματα αλλάζουν ακόμα δραστικότερα απότι με την αλλαγή από τη δημοκρατία της κλασικής εποχής στη μοναρχία της ελληνιστικής. Πλέον οι πόλεις χάνουν επίσημα την αυτονομία τους και τα παλαιότερα κτήρια διοίκησης, παρόλο που δεν καταστρέφονται και δεν παύουν να χτίζονται, αλλάζουν εντελώς το χαρακτήρα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μετατροπή βουλευτηρίων σε ωδεία, όπως στη Μίλητο και την Έφεσο. Ένα κτήριο κεντρικής σημασίας στην αυτοδιοίκηση της πόλης πλέον χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία του ως χώρος ψυχαγωγίας.

Αγορές

Ο σύγχρονος ρόλος του κέντρου της πόλης δεν είναι παρά η εξέλιξη ή μια άλλη εκδοχή της αγοράς όπως είχε αναπτυχθεί στις πόλεις της ελληνιστικής εποχής. Η συγκέντρωση των ζωτικών λειτουργιών μιας ελληνιστικής πόλης ήταν πολύ σαφέστερα ορισμένη σε έναν υπαίθριο χώρο στο κέντρο του πολεοδομικού ιστού από ό,τι σήμερα. Μιας και συχνά οι νέες ή ανανεωμένες πόλεις του ελληνιστικού κόσμου υιοθετούσαν το ορθογώνιο σύστημα δρόμων, ήταν πολύ εύκολο να προβλεφθεί ένας τέτοιος χώρος με εμβαδόν μερικών οικοδομικών τετραγώνων σε μια κεντρική περιοχή, τουλάχιστον για μία από τις αγορές στις περιπτώσεις μεγαλουπόλεων, ενώ γύρω από αυτόν οργανώνονταν δημόσια και ιερά κτήρια και στη συνέχεια απλώνονταν οι κατοικημένες περιοχές. Αλλά και στις περιπτώσεις πόλεων χωρίς κάθετους δρόμους η αγορά κατείχε κεντρική θέση μιας και βρισκόταν στη συνάντηση των κύριων οδικών αρτηριών.

Φυσικά αυτή η οργάνωση της πολιτικής ζωής γύρω από ένα κεντρικό σημείο δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια· ήδη στα ομηρικά έπη γινόταν λόγος για μια αγορά ως τόπο συνάθροισης των κατοίκων μιας περιοχής για να συμμετέχουν στα κοινά ή να παρακολουθήσουν κάτι που τους ενδιαφέρει. Στην κλασική περίοδο, στην κυρίως Ελλάδα, η αγορά ήταν το κέντρο της αυτόνομης πόλης-κράτους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχε και σχεδόν ιερό χαρακτήρα. Ωστόσο κατά την ελληνιστική εποχή η αγορά μιας πόλης απέκτησε σαφέστερη δομή και οργάνωση χάρη στον καθαρότερο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, τον οποίο παρακολουθούμε με μεγαλύτερη ευκολία μέσα από τα υπολείμματα των κτηρίων και των περιεχομένων τους. Δεν θα απέχει πολύ από την πραγματικότητα αν πούμε πως μορφολογικά η αγορά κατέληξε να θυμίζει ένα διακριτό αρχιτεκτόνημα λειτουργικά και μορφολογικά ενταγμένο στην πόλη που εξυπηρετούσε. Ειδικά στις μεγάλες πόλεις της Ιωνίας (σημερινή δυτική Τουρκία) οι αγορές απέκτησαν πιο συγκεκριμένη μορφή χάρη στις κιονοστοιχίες που τις περιέβαλλαν συμμετρικά και κατά μία έννοια τις απομόνωναν από τον υπόλοιπο ιστό της πόλης. Αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια πιο αναλυτικά.

Στην αρχιτεκτονική έκφραση της αγοράς συνέβαλε κατά κύριο λόγο η εκτεταμένη χρήση των στοών. Σε μια αγορά οι στοές αποτελούσαν τα όρια αλλά και το μέσο για την αρμονική της ένταξη στον πολεοδομικό ιστό, ώστε να γίνει οργανικό κομμάτι του αστικού τοπίου. Αυτό μπορεί να σκιαγραφηθεί καλύτερα αν ακολουθήσουμε νοερά τους δρόμους που οδηγούσαν στην αγορά μιας τυπικής ελληνιστικής πόλης. Από αυτήν την εποχή δεν έχουμε εντυπωσιακά παραδείγματα εισόδων των αγορών, όπως έχουμε από τη ρωμαϊκή περίοδο. Σε κάποιες σημαντικές πόλεις, όπως ήταν η Πριήνη, έχουν σωθεί απλές αψίδες πάνω από δρόμους που οδηγούσαν στην αγορά, ειδικά όταν επρόκειτο για βασικές διαδρομές που θα ακολουθούσε ένας επισκέπτης ή έμπορος. Κύρια μέριμνα σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η πρακτικότητα και η απλότητα· εύκολη πρόσβαση όχι μόνο για πεζούς αλλά και για άμαξες, σαφής ένταξη στο οδικό δίκτυο της πόλης και οικονομία στην κατασκευή αλλά και στη μετέπειτα συντήρησή της. Αλλού μπορεί να μην υπήρχε τέτοια κατασκευή αλλά η κύρια είσοδος στην αγορά να ήταν μια άνετη και μεγαλόπρεπη σκάλα ή απλά ένα άνοιγμα μεταξύ των στοών και άλλων κτηρίων. Τέτοια παραδείγματα βλέπουμε στην Άσσο της Τρωάδος και στις Αιγές της Αιολίας [6], όπου η πρόσβαση στην αγορά είναι πρακτική και ταυτόχρονα εντυπωσιακή μες στην απλότητάς της.

Ωστόσο, κι αν ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί η ανάγκη για επίδειξη σε έναν τέτοιο χώρο με τη βοήθεια των περίτεχνων εισόδων, διακρίνεται η τάση των ελληνιστικών αρχιτεκτόνων για την άρθρωση του αστικού τοπίου κατά τέτοιον τρόπο που να προκαλεί θαυμασμό σε όποιον έμπαινε στο χώρο της αγοράς. Αυτός ο θαυμασμός προκαλούταν ήδη με την περίοπτη θέση που κατείχε η αγορά μιας πόλης αλλά και από τη διάταξη των στοών γύρω από τον υπαίθριο χώρο ή ενίοτε τα διάσπαρτα αγάλματα μέσα στις αγορές. Έτσι η αγορά αποτελούσε στολίδι για όποιον την πλησίαζε και για όσους βρίσκονταν μέσα σε αυτήν και απολάμβαναν τη θέα της μαζί με τα αγαθά της. Και αυτό το κατάφερνε ως το αρμονικά δεμένο σύνολο κτηρίων και όχι μέσα από μεμονωμένα στοιχεία που την αποτελούσαν.

Σε πρακτικό επίπεδο, οι στοές προσέφεραν χώρο στέγασης για τα εμπορικά καταστήματα ή είσοδο σε διοικητικά κτήρια ή ιερά εντός της πόλης, άλλα στοιχεία της αρχιτεκτονικής μιας αγοράς. Όπως έφτασε να σημαίνει στις μέρες μας η λέξη, η αγορά ήταν ο τόπος διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών σε μια πόλη. Αυτές οι συναλλαγές γίνονταν είτε στα γύρω οικοδομήματα, είτε μέσα στον ανοιχτό χώρο, σε πρόχειρα παραπήγματα ή κάτω από τέντες. Το τελευταίο πιθανότατα αποτελεί επίδραση από τα παζάρια της ανατολής, όπως διακρίνεται από την αγορά της Δούρας-Ευρωπού στη σημερινή Συρία. Αυτή η περίπτωση είναι ένα παράδειγμα συνδυασμού ανατολικών και ελληνικών στοιχείων σε μια ελληνική πόλη της Ανατολής. Η αγορά δεν περιβαλλόταν από τις συνήθεις σειρές κιόνων αλλά χαρακτηριζόταν από δυο μεγάλα κτήρια στα βόρεια που λειτουργούσαν ως σκεπαστές αγορές. Παράλληλα και στον υπαίθριο χώρο θα στήνονταν πάγκοι για εμπορικές συναλλαγές.

Βέβαια κατά την αρχαιότητα ο χώρος της αγοράς προοριζόταν, ιδεατά τουλάχιστον, για τις πολιτικές αγορεύσεις, ήταν ο κατεξοχήν τόπος συζητήσεων και πολιτικής έκφρασης. Αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο σε μια δημοκρατική πόλη, όπως ήταν η Αθήνα της κλασικής περιόδου. Αλλά σε μια ελληνιστική πόλη που εξαρτιόταν από έναν μονάρχη, θα περίμενε κανείς να λείπουν τα αντίστοιχα στοιχεία που συνδέονται με την πολιτική αυτονομία. Και όμως, κατά την ελληνιστική εποχή τα διοικητικά και πολιτειακά κτήρια (πρυτανεία και βουλευτήρια) έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής της αγοράς. Ίσως αυτή η τάση να έχει να κάνει περισσότερο με το φαίνεσθαι παρά με το είναι της πολιτικής αυτονομίας, ωστόσο δεν παύει να είναι η υλική έκφραση αυτής της αυτονομίας και της διατήρησης μιας πολιτικής παράδοσης που δύσκολα θα εγκατέλειπαν οι Έλληνες πολίτες των αυτοκρατοριών.

Ο ιερός χαρακτήρας της αγοράς δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς ποτέ, αλλά και πάλι άλλαξε ελαφρώς η σημασία του και η έκφρασή του ανά τους αιώνες. Αρχικά η ίδια η αγορά ως τόπος συνάθροισης των πολιτών αποτελούσε το ιδεολογικό στήριγμα της ανεξάρτητης πόλης, και γι’ αυτό είχε ιερό χαρακτήρα. Σε αυτήν χτίζονταν και ιερά ή μικροί ναοί, όπως βλέπουμε κυρίως στις ελληνιστικές πόλεις της ανατολής, μια πρακτική που υιοθετήθηκε και εξαπλώθηκε από τους συνεχιστές του ελληνιστικού κόσμου κατά τη ρωμαϊκή εποχή.

Η αγορά εξυπηρετεί πολλές λειτουργίες· καθημερινές, επίσημες, ιερές, προσωπικές, δημόσιες. Αν η πόλη είναι η ίδια ένας ζωντανός οργανισμός, τότε η καρδιά της χτυπάει στην αγορά. Αυτή είναι ο χώρος που συναντιούνται, συζητούν και συναλλάσσονται οι πολίτες μεταξύ τους και που έρχονται σε επαφή με εκπροσώπους των πολιτειακών θεσμών για να ασκήσουν τα δικαιώματα και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι τη ζωή στην ελληνιστική πόλη ορίζει ένας χώρος ελεύθερος από οικοδομήματα. Ζωτική δύναμη της πόλης δεν είναι τα κτήρια αλλά οι πολίτες, ακόμα και σε περιοχές ή εποχές που η δημοκρατία έχει μικρή ισχύ στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου βασιλείου. Όπως δεν είναι τυχαίο και το γενικότερο σχήμα που προκύπτει από αυτήν την πολεοδομική οργάνωση. Μια ‘αυλή’ που προορίζεται για συναθροίσεις και περιβάλλεται από αρμονικά οργανωμένες κιονοστοιχίες, ενώ πίσω από αυτές αρθρώνονται οι χώροι που στεγάζουν κάθε πτυχή της δημόσια ζωής –και των ιδιωτικών ζωών των πολιτών σε ευρύτερο πεδίο. Είναι ένα παιχνίδι κλίμακας ανάμεσα στο σύμβολο της δημοκρατίας και της πολιτικής αυτονομίας, της πόλης, και αυτό της βασιλικής εξουσίας, του ανακτόρου, στο οποίο τονίζεται η σχέση αλληλεξάρτησης των δύο διαφορετικών μορφών εξουσίας που τόσο παράδοξα και αρμονικά συνυπήρχαν στις ελληνιστικές αυτοκρατορίες.

Στοές

Οι ελληνιστικοί αρχιτέκτονες υπέκυπταν συχνά στον πειρασμό να δώσουν θεατρικότητα στο αστικό τοπίο αρθρώνοντας τα κτήρια και τα τμήματα της πόλης έτσι, ώστε να μπορεί κανείς να απολαύσει απρόσκοπτα τη θέα προς και από τα εντυπωσιακότερα κτίσματα και περιοχές της πόλης.

Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να οργανώνουν τα τμήματα της πόλης τόσο ως ξεχωριστές μονάδες, όσο και ως αναπόσπαστα τμήματα του πολεοδομικού ιστού.

Το βασικότερο στοιχείο της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας που ταυτόχρονα διαχώριζε και ενοποιούσε κτηριακές μονάδες ήταν η στοά, ένα επίμηκες κτίσμα κλειστό συνήθως στη μία μακριά πλευρά, ενώ την άλλη διέτρεχε κομψή κιονοστοιχία για να παρέχεται ανεμπόδιστα η θέα προς τον υπαίθριο χώρο μπροστά από αυτήν. Και παρόλο που δεν ήταν ελληνιστική εφεύρεση, σε καμία προηγούμενη εποχή δεν έγινε τόσο εκτεταμένη χρήση της στοάς.

Χάρη στο εύρος των δυνατοτήτων που παρείχε, τόσο σε σχέση με τη μορφή της όσο και με τις λειτουργίες που μπορούσε να εξυπηρετεί, αναδείχτηκε σε κύρια δομική μονάδα για τους αρχιτέκτονες της ελληνιστικής εποχής.

Ανάλογα με το μέρος όπου χτίζονταν, οι στοές εξυπηρετούσαν και διαφορετικούς λειτουργικούς σκοπούς. Στα ιερά συχνά κτίζονταν ως αφιερώματα στη θεότητα του ιερού και παρείχαν χώρο προφύλαξης και έκθεσης άλλων αναθημάτων προς το ιερό.

Σε πόλεις και αγορές περιλάμβαναν χώρους για τη συνάθροιση πολιτών και τη διεκπεραίωση δημόσιων υπηρεσιών, χώρους εμπορικών καταστημάτων ή αποτελούσαν την προστατευμένη είσοδο σε κάποιο μεγαλύτερο πολιτειακό ή ιερό κτίσμα.

Αυτές οι πρακτικές λειτουργίες των στοών παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες ανά τους αιώνες. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται κυρίως στη μορφή τους και στη γενικότερη αισθητική αντίληψη κάθε εποχής.

Κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο οι στοές είχαν το χαρακτήρα αυτόνομων κτισμάτων, ανεξάρτητων στο χώρο.

Χρησιμοποιούνταν κυρίως σε ιερά ή σε δημόσιους χώρους μέσα στις πόλεις με στόχο να εξυπηρετήσουν κάποιον άλλο ιερό ή παρόμοιο επίσημο σκοπό.

Η Βασίλειος Στοά στα βορειοδυτικά της αγοράς των Αθηνών, από τα παλαιότερα κτίσματα της αθηναϊκής αγοράς, κτισμένη στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., ήταν η έδρα του υπεύθυνου άρχοντα για τα θρησκευτικά ζητήματα και τους νόμους της πολιτείας.

Αντίθετα οι ελληνιστικές στοές δεν αντιμετωπίζονταν ακριβώς ως ανεξάρτητα στοιχεία αλλά πάντα αποτελούσαν μέρος ενός κτηριακού συγκροτήματος.

Του έδιναν ορισμένη μορφή ενταγμένη μέσα στο αστικό τοπίο. Αυτό φαίνεται κυρίως στην εξέλιξη της αγοράς, ειδικά όπως παρατηρείται στις ιωνικές πόλεις, όπου οι αγορές σταδιακά έκλεισαν από όλες τις πλευρές με μακριές στοές, φτάνοντας να έχουν την εικόνα μιας περίστυλης αυλής.

Με τη σειρά τους οι περιοχές που οριοθετούνταν από στοές ήταν εύκολο να αποτελέσουν οργανικό τμήμα του ευρύτερου τοπίου καθώς εντάσσονταν στην ορθογώνια χάραξη της πόλης. Ακόμα και αν δεν υπήρχε τέτοιο σύστημα, οι στοές ένωναν τα τμήματα της πόλης μεταξύ τους με ομαλές μεταβάσεις.

Ειδικά στην περίπτωση του Περγάμου, οι διαδοχικές στοές δίνουν την εντύπωση ότι η ίδια η πόλη σκαρφαλώνει στις βουνοπλαγιές.

Από πρακτικής άποψης αυτό αληθεύει, μιας και συχνά τέτοιες στοές παρείχαν πρόσβαση στους πεζούς από ένα χαμηλότερο επίπεδο της πόλης σε ένα υψηλότερο.

Κάποιες διαφορές εντοπίζονται και στο αρχιτεκτονικό ύφος, όπως καθόριζε η χρήση του ρυθμού στους κίονες που λίγο-πολύ προσιδιάζει σε κάθε εποχή.

Ο παλαιότερος αυστηρός και μάλλον βαρύς δωρικός ρυθμός χαρακτηριζόταν από λιτές γραμμές και απλότητα στην όψη.

Ήταν ο κύριος ρυθμός για εξωτερικές ή τις χαμηλές κιονοστοιχίες γενικά στην κλασική αρχιτεκτονική, μια παράδοση που συνεχίστηκε και στην ελληνιστική.

Προς το τέλος των ελληνιστικών χρόνων χρησιμοποιούταν συχνότερα ο ιωνικός ρυθμός, πιο εύπλαστος και διακοσμητικός, είτε στο εξωτερικό των κτηρίων είτε στον πάνω όροφο διώροφων στοών.

Η παράδοση για διακοσμητική διάθεση συνεχίστηκε από τους Ρωμαίους με εκτεταμένη χρήση του κορινθιακού ρυθμού, του πιο πλουμιστού από τους τρεις.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρωταρχική σημασία της στοάς ήταν η οργάνωση του χώρου, που κατά την ελληνιστική εποχή προσανατολιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο να δημιουργείται η εντύπωση της θεατρικότητας στο αστικό τοπίο.

Ειδικά στα μεγάλα ιερά εκτός πόλεω οι απανωτές κιονοστοιχίες των στοών πότε διευκολύνουν και πότε εμποδίζουν τη θέα προς τα ανώτερα και ιερότερα επίπεδα του τεμένους, προκαλώντας τον επισκέπτη να ανακαλύψει σταδιακά το χώρο απολαμβάνοντας κάθε βήμα.

Οι δυνατότητες αυτές που προσέφεραν οι στοές εκτιμούνταν ιδιαίτερα από τους ελληνιστικούς αρχιτέκτονες που νοιάζονταν για το αισθητικό αποτέλεσμα των δημιουργημάτων τους.

Η συμβολή τους στην καλαισθησία των πόλεων ήταν σημαντική, μιας και σε ένα κτηριακό συγκρότημα ενδιέφερε σε μεγάλο βαθμό πώς θα είναι η θέα από και προς δημόσια κτήρια ή χώρους ή εκδηλώσεις.

Οι στοές ήταν οι ίδιες στολίδι για τις προσόψεις κτηρίων ή για τις πλευρές ενός τεμένους ή μιας αγοράς· παράλληλα λειτουργούσαν και σαν βεράντες με θέα υπαίθριους χώρους για την τέλεση εκδηλώσεων ή την υπόλοιπη πόλη που απλωνόταν στο οπτικό πεδίο του θεατή.

Ο επίσημος χαρακτήρας των στοών είχε πάντοτε μεγάλη βαρύτητα και οι ελληνιστικοί ηγεμόνες δεν θα άφηναν ένα τέτοιο στοιχείο ανεκμετάλλευτο.

Συχνά οι στοές χτίζονταν ως δωρεές βασιλέων σε πόλεις και ιερά, όπως έγινε με τη στοά που χορήγησε ο Άτταλος Β΄ της Περγάμου στην αθηναϊκή αγορά ή ο Αντίγονος και ο Φίλιππος Ε΄ στη Δήλο.

Σε αυτές τις περιπτώσεις τα εντυπωσιακά κτίσματα λειτουργούσαν ως πολιτική προπαγάνδα της ισχύος του άρχοντα.

Φαίνεται πως ειδικά οι ηγεμόνες τις Περγάμου είχαν μια τάση να χορηγούν μνημειακές διώροφες στοές, μάλιστα με δύο σειρές κιονοστοιχιών η μία πάνω στην άλλη στην πρόσοψη, πέρα από τους δύο ορόφους στο εσωτερικό της στοάς.

Ωστόσο οι ελληνιστικές στοές ήταν πρωτίστως κτήρια που εξυπηρετούσαν πρακτικούς σκοπούς και ως τέτοια δεν χαρακτηρίζονταν από υπερβολές ούτε στη μορφή ούτε στη διακόσμηση.

Τα κατά κανόνα ελεύθερα κτίσματα της κλασικής εποχής ενώθηκαν στην ελληνιστική σε μεγαλύτερα συγκροτήματα σχήματος Γ ή Π, ορίζοντας σαφέστερα τα τμήματα της πόλης που περιέκλειαν.

Μάλιστα οι πτέρυγες στις στοές ίσως είναι μακεδονικής έμπνευσης, όπως φαίνεται από δωρεές μακεδόνων βασιλέων –ή στοές που χτίστηκαν προς τιμήν τους- σε πόλεις και ιερά.

Και από μονώροφες που ήταν αρχικά, εξελίχθηκαν σε εντυπωσιακά κτίσματα δύο ορόφων, ή προσαρμόστηκαν στην κλίση του εδάφους και απέκτησαν ‘υπόγεια’ δωμάτια, δηλαδή κάτω από το επίπεδο της αγοράς στην οποία έβλεπε η στοά αλλά με πρόσοψη σε δρόμο χαμηλότερα.

Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που προσθέτονταν όροφοι για τη δημιουργία περισσότερου ωφέλιμου χώρου, δεν έπαιρναν ποτέ τερατώδεις διαστάσεις που θα έπνιγαν το αστικό τοπίο.

Στις στοές μεγάλου μήκους τονιζόταν λίγο περισσότερο το ύψος χάριν της αρμονίας στις διαστάσεις, πάντα όμως παρέμεναν σχετικά χαμηλά και επιμήκη πρακτικά κτίσματα που προσέθεταν στο αστικό τοπίο χωρίς κυριαρχούν σε αυτό.

Οι στοές εξυπηρετούσαν πολλούς πρακτικούς, λειτουργικούς και ιδεολογικούς σκοπούς ανάλογα με την περιοχή που ήταν κτισμένες ή τα άτομα και τους θεσμούς που εμπλέκονταν είτε στην κατασκευή είτε στη χρήση τους.

Σε κάθε περίπτωση όμως στόχος τους ήταν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων που ζούσαν στην πόλη ή που επισκέπτονταν το ιερό και χρησιμοποιούσαν τις στοές.

Αυτός ο προσανατολισμός προς τον άνθρωπο είναι γενικότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αρχιτεκτονικής και καθορίζει τη μορφή των κτηρίων: μέτρο, αρμονικές αναλογίες και καλαισθησία, ώστε να τα απολαμβάνουν οι πολίτες ως αγαθά χωρίς την αίσθηση απειλής από την όψη τους.

Ως κύριο στοιχείο της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής, οι στοές χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε ευκαιρία για να αναδείξουν την ομορφιά μιας πόλης, να την οργανώσουν με τρόπο λογικό και πρακτικό και να την κάνουν προσιτή στους ανθρώπους που τη ζωντάνευαν.

Γυμνάσια

Από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. είχε αναπτυχθεί το εκπαιδευτικό σύστημα της γυμναστικής στις αυτόνομες πόλεις της Ελλάδας. Τα γυμνάσια ήταν ο χώρος που γινόταν αυτή η εκπαίδευση· εδώ οι άντρες αθλούνταν και μορφώνονταν από μικρή ηλικία ώστε να γίνουν άξιοι πολίτες και οπλίτες ικανοί να υπερασπιστούν την πόλη τους. Γι’ αυτό τα γυμνάσια ήταν από τους πλέον σημαντικούς θεσμούς για την εξασφάλιση της υγιούς λειτουργίας μιας πόλης. Ο Παυσανίας απαριθμώντας τα δημόσια κτήρια που θεωρεί απαραίτητα για τον χαρακτηρισμό μιας κατοικημένης περιοχής ως πόλης, και επομένως τους θεσμούς που στέγαζαν, περιλαμβάνει και το γυμνάσιο δίπλα στο βουλευτήριο, την έδρα του εκτελεστικού σώματος εξουσίας σε μια δημοκρατία, και την ακρόπολη, χώρο ιερό και καταφύγιο για τους πολίτες σε ώρα ανάγκης.

Οι χώροι και τα κτήρια που απαρτίζουν ένα συγκρότημα γυμνασίου σε μια πόλη έχουν συνήθως εύκολα αναγνωρίσιμη μορφή και λειτουργία. Σε παλαιότερα γυμνασιακά συγκροτήματα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής αρκούσε μια αυλή για αθλήματα όπως η πάλη και ένας μακρόστενος ελεύθερος χώρος για αγώνες δρόμου. Κατά την ελληνιστική περίοδο όμως είχε αποκτήσει σταθερή μορφή με συγκεκριμένους τύπους κτηρίων -που ήταν κατά προτίμηση λίθινα, εκτός αν ήταν αδύνατον να βρεθούν οι πρώτες ύλες. Φαίνεται μάλιστα πως ο αρχιτεκτονικός τύπος της παλαίστρας ήταν ελληνιστική εφεύρεση. Ο Βιτρούβιος (Περί Αρχιτεκτονικής) μας παρέχει πολλές λεπτομέρειες στην περιγραφή του για την τυπική ελληνική παλαίστρα. Παρόλο που γράφει σε μια εποχή που είχαν επέλθει αρκετές αλλαγές, είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών, ειδικά αν συνδυαστεί με τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ελληνιστικές πόλεις.

Το χαρακτηριστικότερο ήταν η παλαίστρα. Μάλιστα θεωρούταν σε τέτοιο βαθμό αναπόσπαστη τμήμα του γυμνασίου, που μπορούσε να υπάρχει παλαίστρα χωρίς γυμνάσιο, όχι όμως το αντίστροφο. Το σημαντικότερο στοιχείο της ήταν η αυλή στο κέντρο του κτηρίου που αναπαρήγαγε τον αγαπητό για την εποχή τύπο του περιστυλίου, όπως διαμορφώθηκε και καθιερώθηκε στις Αιγές και από εκεί εξαπλώθηκε στον ελληνιστικό κόσμο. Σειρές δωματίων την περιέβαλλαν συνήθως σε από τις πλευρές.

Στην αυλή ασκούνταν οι νέοι κυρίως στην πάλη και την πυγμαχία υπό το βλέμμα των γυμναστών, αφού προετοιμάζονταν στους γύρω χώρους. Καθώς αθλούνταν γυμνοί -εξ ου και η ονομασία γυμναστική και γυμνάσιον στα ελληνικά- έπρεπε να μεριμνήσουν για την προστασία τους από τον ήλιο. Έτσι αλείφονταν πρώτα με λάδι, το οποίο αποθηκευόταν σε ειδικό δωμάτιο που ονομαζόταν ελαιοθεσίον, και στη συνέχεια καλύπτονταν με λεπτή σκόνη στο κονιστήριον, άλλο ένα από τα συνήθη δωμάτια που περιέβαλλαν την περίστυλη αυλή. Σε αυτή τη δουλειά βοηθούσαν οι αλειπταί. Υπήρχαν φυσικά και λουτρά, συχνά και πισίνες, για τον απαραίτητο καθαρισμό του σώματος μετά την άσκηση, και αποδυτήρια, αν και αυτά δεν ήταν αποκλειστικοί χώροι ένδυσης αλλά μπορεί να χρησιμοποιούνταν και για άλλες δραστηριότητες και ασκήσεις των νέων.

Στα δωμάτια που περιέβαλλαν την παλαίστρα γίνονταν και τα μαθήματα των νέων, στο εφηβείο. Σε αυτά συμπεριλαμβανόταν η ρητορική και η λογοτεχνία, ειδικά η μελέτη των Ομηρικών επών. Γνωρίζουμε π.χ. πως στο γυμνάσιο της Ερέτριας υπήρχαν διδάσκαλοι γι’ αυτά τα μαθήματα. Συχνά αυτός χώρος διδασκαλίας περιβαλλόταν από έναν πάγκο που ακουμπούσε στους τοίχους του, όχι πάντα χτιστό όπως αποδεικνύεται από το γυμνάσιο της Αμφίπολης, όπου σώζονται οι βάσεις για ξύλινο πάγκο στον αντίστοιχο χώρο.

Πέρα όμως από εκπαιδευτικά κέντρα, ήταν και χώροι που γίνονταν διαλέξεις και αναπτυσσόταν η φιλοσοφική σκέψη. Δεν ήταν τυχαία η σύνδεση γυμνασίων στην Αθήνα με φιλοσοφικές σχολές: στο Λύκειο βρισκόταν η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, οι Κυνικοί δίδασκαν στο Κυνόσαργες και στην Ακαδημία ίδρυσε ο Πλάτων τη δική του σχολή. Η άσκηση του νου πάντα συνδυαζόταν στην ελληνική σκέψη με την άσκηση του σώματος και οδηγούσε στο πλάσιμο σφαιρικά εκπαιδευμένων πολιτών, δεμένων στενά με την πόλη που τους παρείχε αυτή την εκπαίδευση. Γι’ αυτό το σκοπό τα γυμνάσια είχαν και συλλογές βιβλίων, στις οποίες έκαναν δωρεές πλούσιοι πολίτες, κυρίως για να κάνουν επίδειξη της φιλομάθειάς τους και να προσθέσουν κύρος στο όνομά τους.

Στην παλαίστρα υπήρχε και ένα μικρό ιερό ή βωμός αφιερωμένο στον Ηρακλή ή τον Ερμή, θεοί που σχετίζονταν με τη σωματική ρώμη και την παιδεία αντίστοιχα, για τις θυσίες πριν από τους αγώνες. Κάθε δημόσιος χώρος σε μια ελληνική πόλη ήταν ταυτόχρονα και ιερός, βρισκόταν δηλαδή στη δικαιοδοσία ή κάτω από την φροντίδα κάποιου θεού, και τα γυμνάσια δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Πέρα από την ύπαρξη αυτών των βωμών, η ίδια η σύνδεση γυμνασίων με ιερά, τα σημαντικότερα στην Ολυμπία και στους Δελφούς, ενδεχομένως και στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, αποδεικνύει τον ιερό χαρακτήρα που είχε η γυμναστική ως σύστημα εκπαίδευσης στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων.

Οι αγώνες ταχύτητας και προφανώς οι ρίψεις (π.χ. ακοντίου) γίνονταν στο δρόμο, έναν μακρόστενο ελεύθερο χώρο συνήθως δίπλα στην παλαίστρα. Στην ολοκληρωμένη του αρχιτεκτονική μορφή αυτό περιλάμβανε ένα στέγαστρο κατά μήκος της μίας του μακριάς πλευράς, ώστε να μπορούν να τρέχουν οι αθλητές ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, ενώ ο υπαίθριος δρόμος ήταν διαμορφωμένος κατάλληλα για να είναι ευθύς και οριζόντιος.

Συχνά τα γυμνάσια κατασκευάζονταν εντός της πόλης, ειδικά σε ελληνιστικές πόλεις που σχεδιάζονταν με ανάλογη πρόβλεψη χώρου. Πολύ μεγάλης έκτασης και φήμης ήταν της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, γνωστό μόνο από περιγραφές σε γραπτές πηγές. Σώζεται αντίστοιχο σε μέγεθος και χτισμένο σε τρία επίπεδα (λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους) το μεγάλο γυμνάσιο του Περγάμου. Η αυλή της παλαίστρας ήταν τέτοιων διαστάσεων, που εκεί θα γίνονταν όλα τα αθλήματα, ενώ είχε χώρους που εξυπηρετούσαν τους αθλητές ανά ηλικιακή ομάδα: στο κατώτερο τμήμα τα πολύ νέα αγόρια, στο μεσαίο οι έφηβοι και στο ψηλότερο οι μεγαλύτεροι άνδρες. Ο ηλικιακός διαχωρισμός των ανδρών σε αυτές τις τρεις ομάδες ήταν γενικός για την ξεχωριστή τους άσκηση. Αυτό ήταν πλήρως εξοπλισμένο με όλους τους απαραίτητους χώρους ενός χώρου άθλησης, όπως έχουν ήδη αναφερθεί. Το μέγεθος και η πολυτέλεια του γυμνασίου της Περγάμου πιθανότατα προέκυψε από το ότι αυτή η πόλη ήταν ο μεγάλος ανταγωνιστής της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου στους τομείς της καλλιτεχνικής παραγωγής, της τάσης για εντυπωσιασμό και της συλλογής της γνώσης και διάδοσης της παιδείας.

Άλλα κτηριακά συγκροτήματα εντός πόλεων αρκετά μικρότερα, όπως αυτό της Πριήνης που από ανάγκη ήταν περιορισμένο στο νοτιότερο τμήμα της πόλης, δίπλα ακριβώς στο τείχος, αλλά ωστόσο περιλάμβανε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ενός γυμνασίου με παλαίστρα και στάδιο. Όμοιας διάταξης με αυτό ήταν και το γυμνάσιο της Μιλήτου. Ιδιαίτερο παράδειγμα είναι το γυμνάσιο του Ai Khanoum του Αφγανιστάν, όπου το κτηριακό συγκρότημα του γυμνασίου παρουσιάζει αρκετά έντονα στοιχεία τοπικής παράδοσης· η αυλή της παλαίστρας δεν περιβαλλόταν από κιονοστοιχίες, και το γενικότερο σχέδιο δεν έχει καθαρά ελληνική μορφή, ωστόσο εξακολουθεί να είναι ένα δείγμα ελληνικής κουλτούρας στη μακρινή Βακτριανή.

Αρκετά μεγάλο στον ελλαδικό χώρο ήταν το γυμνάσιο της Ολυμπίας, όπως συμπεραίνουμε από την περιγραφή του Παυσανία, αν και κατά μεγάλο μέρος έχει πλέον καταστραφεί από τον ποταμό Κλάδεο. Αυτό δεν είχε τον περιορισμό του χώρου ενός γυμνασίου που βρισκόταν εντός των τειχών μιας πόλης. Ωστόσο δεν έφταναν τα μεταγενέστερα ρωμαϊκά συγκροτήματα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και μεγάλο συγκρότημα θερμών.

Ανεξαρτήτου εποχής και περιοχής, ο βασικός ρόλος του γυμνασίου ήταν η εκπαίδευση και η μόρφωση των νέων για να αναπτύξουν σωματική ρώμη και για να καλλιεργήσουν πνεύμα και νου. Εκεί ασκούνταν, μορφώνονταν και εμποτίζονταν με τις ηθικές αξίες που έπρεπε να τους καθοδηγούν στη ζωή τους ως πολίτες, που τους έφερναν πιο κοντά στο ιδανικό του καλός καγαθός, που συνεπώς συνέβαλαν στην ομαλή λειτουργία και την ασφάλεια μιας αυτόνομης δημοκρατικής πόλης. Στα ελληνιστικά βασίλεια, όπου οι πόλεις είχαν χάσει ουσιαστικά την ανεξαρτησία τους, δεν μειώθηκε αυτός ο ρόλος· αντίθετα σε αυτόν προστέθηκε το ότι ήταν το βασικό στοιχείο για την εκδήλωση της ελληνικότητας μιας πόλης, για την δημιουργία μιας ξεχωριστής ταυτότητας σε αυτό το χωνευτήρι πολιτισμών. Στο παράδειγμα του Ai Khanoum είναι ιδιαίτερα έκδηλος αυτός ο ρόλος. Ακόμα περισσότερο σε ένα περιστατικό στην Ιερουσαλήμ, όπου η ίδρυση γυμνασίου από τους ελληνιστές, τους ελληνομαθείς Ιουδαίους, θεωρήθηκε πρόκληση προς τους ορθόδοξους Εβραίους. Όπου συναντούμε ενδείξεις για το θεσμό της γυμναστικής, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι στην περιοχή αυτή ανθούσε ο ελληνικός πολιτισμός.

Θέατρα

Τα πρώτα εντυπωσιακά και με αντοχή στο χρόνο κτήρια δημιουργήθηκαν την ελληνιστική εποχή, όταν το θέατρο είχε αλλάξει αρκετά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και δημιούργησε νέες απαιτήσεις. Η αρχή του δράματος, της θεατρικής τέχνης δηλαδή, τοποθετείται στην αρχαϊκή εποχή με τη μορφή θρησκευτικών και μυστηριακών δρώμενων. Αυτά ήταν αφιερωμένα στο θεό Διόνυσο, μια σύνδεση που δεν έσβησε ποτέ στο αρχαίο θέατρο· δεν είναι λίγα τα θέατρα που συνδέονται με ιερό του Διονύσου. Οι αρχικές μυστηριακές καταβολές έδωσαν τη σκυτάλη σε προσεγγίσεις πολιτικού και ηθικοπλαστικού ή δραματικού ενδιαφέροντος στην κλασική εποχή. Και στην ελληνιστική επικράτησε ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας των έργων, που άγγιζε πιο εύκολα όλα τα κοινωνικά στρώματα· αυτός μπορούσε να διασκεδάσει τις έγνοιες ενός ανθρώπου σε διαρκή αγωνία για τη σωτηρία του και για να βρει τη θέση του σε έναν απέραντο, πολυποίκιλο κόσμο. Η παρακμή της κλασικής δραματικής ποίησης κατά την ελληνιστική εποχή οφείλεται στην αλλαγή του χαρακτήρα και των στόχων της· ειδικά η κωμωδία με την εύστοχη πολιτική σάτιρα δεν είχε χώρο στις ελληνιστικές μοναρχίες.

Έτσι από την ελληνιστική εποχή και εξής αποδεκτά θεατρικά είδη ήταν η Νέα Κωμωδία, με κύριο εκπρόσωπο τον Μένανδρο και αργότερα τον Πλαύτο και τον Τερέντιο, που περιέγραφε τις περιπέτειες καθημερινών χαρακτήρων, και οι παντομίμες. Στην τραγωδία υπήρχαν μόνο αναβιώσεις των κλασικών. Το θέατρο μετεξελίχθηκε από θρησκευτικό δρώμενο, που ήταν κατά την κλασική εποχή, σε μια μορφή δημόσιας ψυχαγωγίας. Πέρα από το αν αυτή η αλλαγή στο χαρακτήρα του θεάτρου θεωρηθεί παρακμή ή όχι, αξίζει να δούμε την εξέλιξη του αρχιτεκτονήματος που φιλοξενούσε τις παραστάσεις μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια, όταν αυτό απέκτησε πιο σταθερό σχήμα και μνημειακό χαρακτήρα.

Για την παρουσίαση ενός δράματος χρειάζονται τρία στοιχεία στο χώρο: το πεδίο δράσης των ηθοποιών και του χορού –η ορχήστρα· δίπλα σε αυτήν ένας κλειστός χώρος για να προετοιμάζονται και να αλλάζουν οι συντελεστές κατά τη διάρκεια του έγου –η σκηνή· και τέλος ένας χώρος προορισμένος για τους θεατές –το καθεαυτό θέατρον ή κοίλον. Μόνιμα κτίσματα δεν ήταν απαραίτητα, ακόμα και η σκηνή ήταν ένα πρόχειρο παράπηγμα που λυνόταν και μεταφερόταν εύκολα, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν καθισμένοι σε φορητούς ξύλινους πάγκους, αν δεν στέκονταν όρθιοι. Για τα βασικά αυτά στοιχεία δεν υπήρχε καν συγκεκριμένο σχήμα αρχικά. Για τη σκηνή δεν γνωρίζουμε πολλά, μάλλον ήταν ξύλινη, όποτε υπήρχε κτήριο, και προτιμούνταν προσωρινός διάκοσμος για να αλλάζει εύκολα από παράσταση σε παράσταση. Αυτά τα τμήματα έχουν παραμείνει τα μόνα απαραίτητα στοιχεία ενός θεάτρου ως τις μέρες μας, πράγμα ενδεικτικό για τη σπουδαιότητα των αρχαίων οικοδομημάτων στην εξέλιξη του θεάτρου. Συγκεκριμένες αρχές σχεδιασμού των θεατρικών κτισμάτων τέθηκαν το νωρίτερο από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.

Η ανάπτυξή τους συνέπεσε με τη στροφή της θεατρικής ποίησης προς την ψυχαγωγία και το πιο ανθρώπινο και καθημερινό, όταν η Νέα Κωμωδία έθετε επιπλέον ανάγκες για το στήσιμο του έργου. Οι βασικές αρχές για την κατασκευή του θεατρικού οικοδομήματος ήταν ο ρεαλισμός στα σκηνικά για να γίνουν πιο πειστικές οι παραγωγές, ένας σαφέστερος διαχωρισμός των ηθοποιών από τους θεατές, και ιδιαίτερη μέριμνα για την άνεση των θεατών και κυρίως για την ακουστική του χώρου. Το τελευταίο ήταν το σημαντικότερο τεχνικό χαρακτηριστικό των αρχαίων θεάτρων, για το οποίο οι ελληνιστικοί αρχιτέκτονες μπορούσαν να είναι υπερήφανοι. Η πλαγιά ενός λόφου ή τα ριζά της ακρόπολης ήταν υπεραρκετά για να παρέχουν χώρο για τους θεατές, όταν δεν ήταν ακόμα μόνιμα τα καθίσματα. Τα πρώτα κοίλα με κερκίδες εξ’ ολοκλήρου λίθινες μάλλον χτίστηκαν στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Αυτό απαιτούσε πολλή σκληρή δουλειά ώστε να διαμορφωθεί αυτή η πλαγιά. Τμήμα του φυσικού εδάφους σκαβόταν ή γέμιζε με χώμα για να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα του κοίλου, μια πρακτική ιδιαίτερα δαπανηρή και χρονοβόρα. Μια λύση στο να μετριαστούν αυτά τα μειονεκτήματα, ήταν η χρήση θολωτών διαδρόμων κάτω από τις κερκίδες, ώστε να περιοριστεί η ανάγκη για χωματουργικά έργα [5]. Η τεχνική αυτή διαδόθηκε ιδιαίτερα από τους ρωμαίους αρχιτέκτονες, οι οποίοι τόλμησαν ακόμα και να δημιουργήσουν θέατρα εξολοκλήρου ελεύθερα, σε επίπεδο έδαφος.

Σίγουρα όμως η αρχή τέθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, όχι τυχαία αφού από την εποχή του Φιλίππου Β΄ και ιδιαίτερα του Μ. Αλεξάνδρου η χρήση της καμάρας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο χώρος ανάμεσα στους θεατές και τους ηθοποιούς προοριζόταν για το χορό, την ομάδα που παρουσίαζε το πλαίσιο του έργου, εξέφραζε τις σκέψεις και τους κρυφούς φόβους των πρωταγωνιστών και γενικά εκπροσωπούσε την κοινή γνώμη. Με τη διαμόρφωση του κοίλου ως μόνιμου στοιχείου, η ορχήστρα απέκτησε σχήμα κυκλικό. Όμως αργότερα επεκτάθηκε η σκηνή εις βάρος της, για να έχουν μεγαλύτερο πεδίο δράσης και να απομονωθούν οι ηθοποιοί. Η σκηνή εξακολουθούσε και την ελληνιστική εποχή σε μεγάλο βαθμό να είναι ξύλινη. Ο χώρος μπροστά της ανήκε στους ηθοποιούς· ελαφρώς ψηλότερα από την ορχήστρα και πλαισιωμένος από ξύλινες ή και λίθινες πτέρυγες που προεξείχαν από την πρόσοψη της σκηνής, τα παρασκήνια, ξεχώριζε από οτιδήποτε άλλο στο οπτικό πεδίο των θεατών. Δεν θυμίζει αυτό κάπως τη διαμόρφωση των νεότερων θεάτρων ή και την οθόνη ενός κινηματογράφου; Ειδικά για τα ελληνιστικά θεατρικά έργα συχνά προβλεπόταν οι ηθοποιοί να εμφανίζονταν ακόμα ψηλότερα, οπότε και χτίζονταν διώροφα σκηνικά οικοδομήματα [10]. Η διαμόρφωση της σκηνής με αυτόν τον τρόπο προσέθετε και στην ακουστική όλου του κτίσματος, πέρα από τον αγαπητό στην εποχή εντυπωσιασμό.

Οι επιβλητικές προσόψεις διέπονταν πάντα από κομψότητα και καλαισθησία. Εύκολα η υπερβολή αυτού μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό και να προκαλέσει σύγχυση του λαμπερού θεάματος με την εμπνευσμένη σύνθεση. Χρήση μηχανημάτων γινόταν για περισσότερη γλαφυρότητα και για τη δημιουργία ατμόσφαιρας στην παράσταση. Θεοί κατέβαιναν από τα ουράνια, με τη βοήθεια ενός γερανού, την κατεξοχήν μηχανή· εξ ου και η έκφραση από μηχανής θεός, που χρησιμοποιείται και σήμερα. Περιστατικά που συνέβαιναν εκτός σκηνής, όπως φόνοι, παρουσιάζονταν πάνω σε κινούμενες πλατφόρμες, τα εκκυκλήματα. Πίνακες που στηρίζονταν σε πασσάλους ή σε λίθινα πλαίσια υπήρχαν από παλαιότερα και εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται για να δίνουν χρώμα και ζωντάνια στο έργο. Ή μπορεί στα ανοίγματα ή θυρώματα της σκηνής να τοποθετούνταν αναπαραστάσεις του εσωτερικού δωματίων, αν αυτό απαιτούσε κάποια σκηνή του έργου. Δεν έλειπαν τα διακοσμητικά στοιχεία, όπως όριζαν οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί της αρχαιότητας. Μεγαλύτερη αρχιτεκτονική επιμέλεια δέχονταν οι είσοδοι στην ορχήστρα, οι πάροδοι, συχνά λίθινες πύλες με αψίδες, και τα παρασκήνια που είχαν περισσότερη λεπτομέρεια στις προσόψεις τους. Και η κυρίως σκηνή μπορούσε να έχει μια αντίστοιχη διαμόρφωση στην πρόσοψη. Συνήθως αυτή δεν ήταν τόσο περίτεχνη όσο αργότερα στα ρωμαϊκά θέατρα· χάριν ευκολίας στην αλλαγή των σκηνικών, αποτελούταν απλά από τρία ανοίγματα και τα ενδιάμεσα τμήματα του τοίχου. Το θεατρικό οικοδόμημα είχε την ίδια ή όμοια χαρακτηριστική μορφή σε όλη τη Μεσόγειο.

Η δημοτικότητα των τραγωδιών και των κωμωδιών και οι ελληνιστικές συντεχνίες ηθοποιών οδήγησαν στη διάδοσή της παραδοσιακής μορφής του και στη Δυτική Ελλάδα. Από εκεί oi ελληνιστικές μορφές συνεχίστηκαν από τους ρωμαίους αρχιτέκτονες και εμπλουτίστηκαν με διακοσμητικά και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως η εφαρμογή γενικών αρχών στο σχεδιασμό και η ομοιότητα που προέκυπτε από αυτήν δεν σήμαινε αντιγραφή. Πάλι ήταν μάλλον ρωμαϊκή τακτική η χρήση του ίδιου σχεδίου ακόμα και σε θέατρα μικρών πόλεων, ώστε να προκύπτει ένα σταθερό αναγνωρίσιμο μοτίβο στο σχέδιο του οικοδομήματος. Το θέατρο πάντα ήταν βασικό αρχιτεκτονικό στοιχείο μιας ελληνικής πόλης. Αποτελούσε τόπο συνάθροισης και πολιτικών συνελεύσεων, ψυχαγωγίας, μόρφωσης και κάθαρσης σε όλες τις εποχές. Αξιοσημείωτη για την εξέλιξή του στην ελληνιστική εποχή είναι η ίδια η μνημειοποίησή του· μόνιμη μορφή από λίθο που αντέχει στο χρόνο και επιβάλλεται στο χώρο, όπως ορίζει η γενικότερη τάση της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Αυτή έχει πάντα επιβλητικό χαρακτήρα αλλά ποτέ στην υπερβολή του. Το ενδιαφέρον των ελληνιστικών αρχιτεκτόνων ήταν πρωτίστως η κομψότητα, η πρακτικότητα και η οικονομία στις κατασκευές· αυτά έθεταν τα κριτήρια και τους περιορισμούς για την καλλιτεχνική έκφραση. Αλλά δεν χρειάζονται υπερβολές για να θαυμάσει κανείς τα θέατρα που ακόμα και σήμερα μένουν γαντζωμένα σε πλαγιές και ακροπόλεις, μαρτυρίες του καλλιτεχνικού πλούτου περασμένων αιώνων.

Στάδια

Κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο κάθε αγώνας δρόμου γίνεται δρόμος της φωτιάς. Γοργά πόδια φέρνουν τους αθλητές πιο κοντά στο τέρμα, στη νίκη, στο έπαθλο: ένα στεφάνι ελιάς ή δάφνης, τιμή για την πατρίδα τους και φήμη για τους ίδιους. Οι θεατές -μόνο άντρες- στέκονται στις πλαγιές δίπλα στο στάδιο και ενθαρρύνουν ή αποδοκιμάζουν την προσπάθεια των αθλητών. Και οι κριτές ανακοινώνουν σε ποιον ανήκει η δόξα και ποιος θα φύγει απογοητευμένος. Το στάδιο, όπως τα περισσότερα δημόσια κτίσματα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, είχε θρησκευτικές καταβολές. Γι’ αυτό συχνά συνδεόταν με μεγάλα ιερά. Στις πόλεις θα σχετιζόταν με γυμνασιακά συγκροτήματα. Εκεί γίνονταν οι αγώνες δρόμου ταχύτητας ή αντοχής, συχνά όμοιοι με τους σημερινούς: ταχύτητας από 200 μέτρα και αντοχής μέχρι 5 χιλιόμετρα.

Η αρχιτεκτονική ενός σταδίου ήταν σε άρρηκτη σχέση με το άμεσο περιβάλλον. Απαραίτητα στοιχεία ήταν η τοποθεσία να είναι λίγο-πολύ οριζόντια και χωρίς εμπόδια, ενώ οι θεατές στέκονταν σε μια ή δύο φυσικές πλαγιές. Στα ελληνιστικά χρόνια η πλαγιά επενδυόταν με πέτρινες κερκίδες και η είσοδος του σταδίου θα τονιζόταν και αυτή αρχιτεκτονικά με μια καμάρα ή με ελεύθερους κίονες. Το σχήμα του από την αρχή ήταν ένα απλό παραλληλόγραμμο. Αργότερα σε πολλά από αυτά η μία άκρη ήταν αποστρογγυλεμένη και χρησιμοποιούταν και αυτή για κερκίδες. Οι ιππόδρομοι, όπου γίνονταν οι αρματοδρομίες, ήταν συχνά απλά μια μεγεθυμένη έκδοση ενός πεταλόσχημου τέτοιου σταδίου. Πολλές φορές το μόνο που μένει πλέον είναι το ένα χαρακτηριστικό κοίλωμα-αποτύπωμα του σταδίου και μερικές χορταριασμένες κερκίδες αλλά αρκούν για να προκαλέσουν το θαυμασμό μας για τα επιτεύγματα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής.

Οι δρόμοι ταχύτητας και αντοχής, ως μέρος των αγωνισμάτων προς τιμήν κάποιου θεού, πραγματοποιούνταν στα στάδια. Συχνά ήταν μέρος ενός γυμνασιακού συγκροτήματος σε βαθμό που να μην είμαστε σίγουροι ότι ξεχώριζαν απόλυτα. Το όνομά του ταυτιζόταν με τη μονάδα μέτρησης μήκους για μεγάλες αποστάσεις, ίση με 600 πόδες. Από περιοχή σε περιοχή μπορεί να άλλαζε το μήκος ενός πόδα, έτσι και τα στάδια είχαν μήκος από 178 μέτρα μέχρι 192. Ο ίδιος όρος έφτασε να χρησιμοποιείται και για το χώρο στο σύνολό του, που περιλάμβανε δηλαδή το δρόμο, τις κερκίδες για τους θεατές και ενδεχομένως μια μνημειακή είσοδο που οδηγούσε στο εσωτερικό του. Όπως στα περισσότερα δημόσια κτίσματα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, οι καταβολές του ήταν θρησκευτικές και γι’ αυτό τα παλαιότερα συναντώνται σε μεγάλα ιερά. Στην ελληνιστική εποχή προβλεπόταν χώρος εντός των τειχών, όπως γινόταν και με άλλα σημαντικά για το χαρακτήρα της πόλης οικοδομήματα.

Το παλαιότερο αγώνισμα -και για πολλά χρόνια το μόνο στους Ολυμπιακούς αγώνες- ήταν ο δρόμος ενός σταδίου, όπου οι αθλητές έκαναν μια διαδρομή από την αφετηρία στο τέρμα του δρόμου. Αργότερα προστέθηκαν και άλλοι αγώνες ταχύτητας και αντοχής· ο δίαυλος ήταν δυο φορές το μήκος του σταδίου, ενώ ο ίππιος τέσσερις· ο δόλιχος ήταν δρόμος αντοχής, με μήκος από 7 έως 24 στάδια (1.400-4.800 μέτρα)· και ο οπλίτης δρόμος απαιτούσε οι αθλητές να φορούν περικνημίδες και κράνος και να τρέχουν κρατώντας ασπίδες, ενώ σε όλα τα άλλα αγωνίσματα αθλούνταν εντελώς γυμνοί.

Όπως σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, από το χτίσιμο ενός θεάτρου σε μια πλαγιά μέχρι την ίδια τη μορφή μιας πόλης, η αρχιτεκτονική ενός σταδίου ήταν σε άρρηκτη σχέση με το άμεσο περιβάλλον. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η τοποθεσία να είναι λίγο-πολύ οριζόντια και χωρίς ανωμαλίες στο έδαφος για το δρόμο, ενώ μια φυσική πλαγιά στη μία ή και στις δύο πλευρές προοριζόταν για τους θεατές.

Η αγάπη της ελληνιστικής εποχής για τη μνημειακότητα και τη διάρκεια των κτηρίων στο χρόνο φαίνεται και στην περίπτωση των σταδίων· η πλαγιά διαμορφωνόταν πιο εντατικά και επενδυόταν με πέτρινες κερκίδες για να μπορούν να κάθονται οι θεατές. Ακόμα και στα πολύ λιτά παραδείγματα συχνά υπήρχε στα μισά του σταδίου εξέδρα για τους κριτές και ενίοτε θέσεις για άρχοντες, ηγεμόνες και άλλα σημαντικά πρόσωπα.

Οι είσοδοι είναι ένα άλλο στοιχείο που από την ελληνιστική εποχή έγινε πιο μνημειακό. Δρόμοι σκεπασμένοι με καμάρες ή μια σειρά ελεύθερων κιόνων οριοθετούσαν τον αγωνιστικό χώρο σε σχέση με το ιερό ή την πόλη και υπέβαλλαν στους επισκέπτες τη σοβαρότητα του θεάματος που επρόκειτο να παρακολουθήσουν. Ακόμα πιο εντυπωσιακές και επιβλητικές είσοδοι χτίζονταν βέβαια κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Πάλι φαίνεται πως η ελληνιστική αρχιτεκτονική αποτελούσε το κομψό βήμα της εξέλιξης από την αυστηρότητα και τη λιτότητα της προηγούμενης εποχής στην πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα υπερβολή των Ρωμαίων -όπως και με τη ναοδομία, την αρχιτεκτονική των θεάτρων κ.ά. Θολωτοί διάδρομοι χρησιμοποιούνταν και κάτω από κερκίδες, όπου πάλι λειτουργούσαν ως είσοδοι. Αυτό το χαρακτηριστικό συνήθως θεωρείται ρωμαϊκή καινοτομία και συνδέεται με ανακαινίσεις της ρωμαϊκής εποχής. Είναι όμως σίγουρο πως η καμάρα χρησιμοποιούταν ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια και σε μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής, όπως στα θέατρα. Και σε κάποια στάδια οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι οι ρωμαϊκές ανακαινίσεις βασίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους στο προϋπάρχον ελληνιστικό σχέδιο. Το σχήμα του από την αρχή ήταν ένα απλό παραλληλόγραμμο, ο χώρος ακριβώς που χρειαζόταν για τη διεξαγωγή των αγωνισμάτων.Αργότερα σε πολλά από αυτά η μία άκρη, το τέρμα του σταδίου, ήταν αποστρογγυλεμένη και χρησιμοποιούταν και αυτή για κερκίδες.

Οι ιππόδρομοι, όπου γίνονταν οι αρματοδρομίες, ήταν συχνά απλά μια μεγεθυμένη έκδοση ενός πεταλόσχημου τέτοιου σταδίου. Τα ρωμαϊκά στάδια και οι ιππόδρομοι διατήρησαν αυτό το σχήμα και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είχαν και στις δύο άκρες καμπύλο σχήμα στις κερκίδες. Πολλές φορές το μόνο που μένει πλέον είναι το κοίλωμα-αποτύπωμα του σταδίου και μερικές χορταριασμένες κερκίδες.

Είναι πραγματικά όμως θαυμαστό πώς οι ελληνιστικοί αρχιτέκτονες κατάφερναν να περατώνουν τόσο σπουδαία και μεγάλα έργα χωρίς τη σημερινή εξελιγμένη τεχνολογία, χωρίς καν πολλές από τις καινοτομίες των ρωμαϊκών χρόνων στη μηχανική. Λαμπρό παράδειγμα αυτής της αρχιτεκτονικής και της αντοχής της στο χρόνο είναι το άριστα σωζόμενο στάδιο στην πόλη Κίβυρα της Μ. Ασίας.

Λουτρά

Η καθαριότητα και η σωματική υγιεινή κατείχε ιδιαίτερη θέση στην ελληνική κοινωνία από την ομηρική εποχή και ακόμα περισσότερο στην κλασική, με την άνοδο των ανεξάρτητων πόλεων. Οι ολοκληρωμένοι πολίτες όφειλαν να πετύχουν έναν αρμονικό συνδυασμό ομορφιάς και αρετής, το αποτέλεσμα σωματικής άσκησης, μόρφωσης και φροντίδας για την ομορφιά.

Η ιατρική επίσης βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην καθαριότητα και τα διάφορα είδη λουτρών που απάλυναν πόνους ή επέσπευδαν την ανάρρωση. Κυρίως όμως στην ελληνιστική εποχή, όταν κορυφωνόταν το ενδιαφέρον για τον καλλωπισμό και την πολυτέλεια, έγινε πιο εκτεταμένη η ανάπτυξη των μέσων για τη φροντίδα και την καθαριότητα του σώματος. Η μέριμνα για την καθαριότητα ξεκινούσε φυσικά από το άτομο και την οικογένεια. Συχνά στα σπίτια υπήρχε χώρος για το λουτρό, όπου το πλύσιμο γινόταν συνήθως με λεκάνες και αγγεία ή μερικές φορές σε πήλινη ή χτιστή μπανιέρα. Καθώς δεν υπήρχε δίκτυο που να εξυπηρετούσε τις ιδιωτικές οικίες, οι οικογένειες προμηθεύονταν νερό από τις δημόσιες κρήνες και το μετέφεραν σε μεγάλα αγγεία προορισμένα γι’ αυτό, τις υδρίες. Όμως και μια πόλη παρείχε στους κατοίκους της τη δυνατότητα να απολαμβάνουν ένα ευεργετικό μπάνιο σε δημόσια λουτρά, τα βαλανεία. Στη Δήλο σώζεται ένα μικρό λουτρό στην αγορά των Ιταλών.

Δεν ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα η θέση και η χρησιμότητα φυσικών θερμών πηγών και από πολύ νωρίς τις εκμεταλλεύονταν για ιαματικές ιδιότητες, πραγματικές ή φανταστικές. Ο γεωγράφος της ρωμαϊκής εποχής Παυσανίας αναφέρει αρκετές από αυτές: στη Μικρά Ασία διάφορες, όπως στην Τέω, στην Λέβεδο, στον Αταρνέα και αλλού, στις Θερμοπύλες στην Ελλάδα και άλλες.

Οι ιαματικές ιδιότητες των λουτρών, εκτιμούνταν και σε ιερά, ιδιαίτερα Ασκληπιεία, όπου σειρά κρύων ή ζεστών, με αλμυρό ή γλυκό νερό εφαρμόζονταν για να βοηθήσουν τους επισκέπτες του ιερού στην ίαση ασθενειών. Ωστόσο από την αρχή τα δημόσια λουτρά σχετίζονταν πρωτίστως με τα γυμνάσια. Στο ίδρυμα όπου οι άνδρες ασκούσαν το σώμα τους και λάμβαναν την απαραίτητη μόρφωση και τα ηθικά διδάγματα για τη ζωή τους ως πολίτες, τα γυμνάσια, εκεί είχαν και τη δυνατότητα να φροντίσουν την εξωτερική τους εμφάνιση.

Οι χώροι των λουτρών ήταν συχνά διακριτοί λόγω του κυκλικού τους σχήματος (θόλος)· έτσι αποφεύγονταν οι κρύες γωνίες που θα υπήρχαν σε ένα ορθογώνιας κάτοψης δωμάτιο. Το δάπεδο ήταν στρωμένο συχνά με βότσαλα ενώ ο ίδιος ο χώρος ήταν εξοπλισμένος με ατομικές μπανιέρες (πύελοι) τοποθετημένες κυκλικά κοντά στους τοίχους του λουτρού. Πάνω από τις μπανιέρες μπορεί να υπήρχε ράφι για να τοποθετούν οι λουόμενοι τα προσωπικά τους αντικείμενα: ρούχα, έλαια, στλεγγίδες και άλλα καλλυντικά και απαραίτητα αντικείμενα για το μπάνιο. Ή μπορεί να υπήρχαν λουτήρες από όπου έτρεχε το νερό. Η παροχή νερού γινόταν με μολύβδινους ή πήλινους αγωγούς, από υδραγωγεία ή δεξαμενές, και η αποχέτευση πάλι μέσα από μικρότερους αγωγούς που κατέληγαν σε μεγαλύτερο αποχετευτικό δίκτυο.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο των λουτρών ήταν η δυνατότητα να θερμαίνουν το νερό και βέβαια τον χώρο που λούζονταν οι επισκέπτες. Σε δημόσια λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό πριν από τον 5ο αι. π.Χ. και στην αρχή η θέρμανση του χώρου θα γινόταν με εστίες, σταθερές ή κινητές, ενώ το νερό θα θερμαινόταν κι αυτό σε λεκάνες πάνω από αυτές τις εστίες. Στην ελληνιστική εποχή ακόμα χρησιμοποιούνταν αυτές οι μέθοδοι, όπως αποδεικνύει το λουτρό στο πάνω γυμνάσιο της Ερέτριας που ζεσταινόταν από μια τέτοια εστία. Τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα στην τεχνολογία θέρμανσης ήταν σίγουρα ρωμαϊκά. Όμως είναι σίγουρο πως ήδη από την ελληνιστική εποχή, τον 2ο αι. π.Χ., είχε αναπτυχθεί ένα είδος κεντρικής θέρμανσης για τα λουτρά και το νερό που χρησιμοποιούταν.

Ένα καλό παράδειγμα για την πρόοδο της ελληνιστικής τεχνολογίας στη θέρμανση αποτελεί το θερμό λουτρό στο Ασκληπιείο της Γόρτυνας στην Αρκαδία, έναν τυπικό κυκλικό χώρο με μπανιέρες τοποθετημένες περιμετρικά. Εκεί υπήρχε ένα υπόκαυστο σύστημα, δηλαδή το δάπεδο στους χώρους των λουτρών ήταν υπερυψωμένο και κάτω από αυτό περνούσε ελεύθερα ο θερμός αέρας που παραγόταν από έναν ξεχωριστό καυστήρα.

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το λουτρό δείχνουν την εξέλιξη στην τεχνολογία: ο αρχικός πωρόλιθος σταδιακά αντικαταστάθηκε από ψημένα τούβλα, προφανώς επειδή διαπίστωσαν ότι ήταν ανθεκτικότερα σε υψηλές θερμοκρασίες και καταλληλότερα για θέρμανση. Τα λουτρά στην Ολυμπία επίσης απέκτησαν υπόκαυστο σύστημα θέρμανσης τον 2ο αι. π.Χ. Αυτά σχετίζονταν με το γυμνάσιο και ήταν από τα πιο ολοκληρωμένα ελληνικά λουτρά, και με μεγάλη διάρκεια χρήσης. Είχαν τη μεγαλύτερη ανοιχτή πισίνα σε προ-ρωμαϊκό λουτρό, χώρους για θερμά και κρύα λουτρά και για ατμόλουτρα. Η χρήση των συστημάτων θέρμανσης εξαπλώθηκε σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο, όπως διαπιστώνει κανείς από τα σωζόμενα θερμαινόμενα λουτρά από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Στη Μικρά Ασία συνδυάστηκαν τα εντυπωσιακά συγκροτήματα ρωμαϊκών θερμών με τα ελληνικά γυμνάσια. Συχνά παρατηρείται σύγχυση ανάμεσα σε όρους γυμνάσιον και βαλανείον σε λατινικές επιγραφές· είχαν φτάσει να σημαίνουν ουσιαστικά το ίδιο πράγμα.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή τα συγκροτήματα των λουτρών απέκτησαν πιο πολύπλοκη δομή και οργάνωση. Οι χώροι για τα ζεστά και τα κρύα λουτρά και οι ανοιχτές πισίνες ήταν παραταγμένοι σε συγκεκριμένη σειρά, ώστε οι λουόμενοι να περνούν σταδιακά από τα θερμότερα στα ψυχρότερα δωμάτια.

Οι Ρωμαίοι επίσης εξέλιξαν περισσότερο τα υπόκαυστα. Οι ρωμαϊκές θέρμες, όπως ονομάζονταν αυτά τα κτηριακά συγκροτήματα, ήταν σίγουρα πολύ μεγαλύτερες από τα παλαιότερα λουτρά, δεν θα μπορούσαν όμως να υπάρχουν χωρίς την προηγούμενη ανάπτυξή τους. Μόνο και μόνο η ίδια η χρήση ελληνικών λέξεων για το χαρακτηρισμό των συγκροτημάτων και των στοιχείων τους (thermae, hypokausis) δείχνει πως η αρχή είχε γίνει στον ελληνιστικό κόσμο.

Ιερά εντός πόλεων

Η αναζήτηση της ιερής τοπογραφίας, των μνημείων και της συναφούς ιδεολογίας του νέου οικουμενικού κόσμου ξεκινά από τις Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων. Εκεί, σε οργανική ενότητα με το μνημειακό σύνολο του ανακτόρου του Φιλίππου Β΄, το πολιτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης, και με το θέατρο, το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο, βρίσκεται ο ναός της Εύκλειας -της ‘καλής φήμης’ (ευ + κλέος)-, του 4ου αι. π.Χ., με τα βασιλικά αναθήματα. Αρωγός των κοινών αποφάσεων και πράξεων αυτών που ταξίδεψαν στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου εντάσσοντάς στον στην έννομη τάξη και τον ορθό λόγο, ο ναός κυρώνει με την παρουσία του τη μακεδονική ‘υστεροφημία’, ως οικουμενική κληρονομιά στην ανθρωπότητα. Στο κέντρο της πόλης, η ένθρονη Μητέρα των Θεών-Κυβέλη που, σε ανάστροφη πορεία, έφτασε στις Αιγές από την ανατολή κρατώντας τύμπανο και συνοδευόμενη από λιοντάρια λατρεύτηκε σε ένα μεγάλο οικοδόμημα στον τύπο της οικίας.

Στη γειτονική Πέλλα που επανασχεδιάστηκε -πιθανότατα από το Φίλιππο Β΄- τον 4ο αι. π.Χ., με σκοπό να γίνει η νέα πρωτεύουσα των Μακεδόνων, η λατρεία της Μητέρας των Θεών στεγάζεται σε μικρό δίχωρο ναό μέρος ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος με βοηθητικούς χώρους και στοές για τη σύναξη των πιστών, το οποίο καταλάμβανε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνo. Μαζί της λατρεύεται και η Αφροδίτη, σε μια απόπειρα συγκριτικής εκλογικευμένης θεολογίας, συνύπαρξης δηλαδή και συγχώνευσης της υπόστασης περισσότερων θεοτήτων, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά λατρειών που φιλοξενούνται στα ελληνιστικά ιερά με οικουμενικό πλέον χαρακτήρα. Η εγγύτητα του ιερού με τη διοικητική πτέρυγα της παρακείμενης αγοράς προσδίδει στη φρυγική θεότητα το ρόλο προστάτιδας της πόλης και του δημόσιου βίου, θέση που παλιότερα κατείχε η Αθηνά και άλλες παραδοσιακά ελληνικές θεότητες-. Στο ΒΑ τμήμα της πόλης φιλοξενείται το ιερό της Δήμητρας, στον παραδοσιακό τύπο του Θεσμοφορίου, με κυκλικό περίβολο, απλό βωμό και υπόγεια μέγαρα για την εναπόθεση προσφορών. Εκεί, σε συμβολική αντιστοιχία της θέσης του αστικού αυτού ιερού μέσα στην πόλη αλλά κοντά στην ύπαιθρο, γιορτάζονταν τα Θεσμοφόρια πριν τη σπορά του φθινοπώρου, αφ’ενός για την ευόδωση της γεωργικής σοδειάς και του αγροτικού μόχθου αλλά και για την υπενθύμιση ‘των θεσμών’, των δώρων δηλαδή του πολιτισμού της θεάς στους πολίτες. Ένα τρίτο ιερό, αυτό του Δάρωνα –τοπικής θεότητας με θεραπευτική υπόσταση-, βρισκόταν στο ΝΔ τμήμα της πόλης, μέσα σε ευρύχωρο συγκρότημα με κυκλική θόλο και περιστύλιο, βοηθητικούς χώρους και έντονη παρουσία του νερού, παραπέμποντας στα αντίστοιχα ιερά του θεραπευτή Ασκληπιού. Η κομβική θέση του, στο δρόμο από το λιμάνι στην αγορά, ανταποκρίνεται στο χαρακτήρα της λατρείας, αφού συνήθως πλήθος πιστών του ευρέως στρώματος του ντόπιου πληθυσμού αλλά και ξένων συνέρεε στα ιερά των ‘ιητήρων’ θεοτήτων. Το αντάμωμα ελληνικών και ξένων θεοτήτων και κατ’αναλογία ντόπιων και ξένων λατρευτών στα ελληνιστικά ιερά αντανακλά τη νεωτεριστική δυναμική ανάπτυξη του λατρευτικού αστικού τοπίου, και γενικότερα το άνοιγμα της ελληνιστικής πόλης σε νέους γεωγραφικούς ορίζοντες και πρακτικές, ενώ παράλληλα διαφυλάσσονται παραδοσιακές δομές που προσδίδουν σε κάθε ιερό χώρο την ιστορική του διάσταση. Στην Πέλλα, στη βόρεια πλευρά του ιερού της Μητέρας των Θεών-Κυβέλης και της Αφροδίτης, φιλοξενείται λατρευτικός χώρος με βωμό από παλιότερη οικοδομική φάση. Πράγματι, η ιδέα της σύνδεσης με το τοπικό δίκτυο ιστορικής μνήμης ή η επανασύνδεση με το απώτερο παρελθόν των ελληνιστικών πόλεων αποτελεί βασική αξία που εγγράφεται στη θρησκευτική τοπογραφία και κατασκευή των ιερών τους.

Στην εντυπωσιακή σε αριθμό σωζόμενων μνημείων ελληνιστική πόλη της Μεσσήνης, με το τέλος της σπαρτιατικής κυριαρχίας και την ίδρυση της πόλης, τον 4ο αι. π.Χ., από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, τα παλιά ιερά ενσωματώθηκαν στο νέο εκλογικευμένο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό της πόλης και μερικά συγχωνεύθηκαν με τα νέα μνημεία της αστικής ιερής τοπογραφίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι Μεσσήνιοι κατά τον οικοδομικό σχεδιασμό της πόλης, το 369 π.Χ., θυσίασαν καλώντας όλους τους ήρωες και ηρωίδες της χώρας να κατοικήσουν μαζί τους · μεταξύ τους και η Μεσσήνη, η αφηρωϊσμένη μυθική πρώτη βασίλισσα της Μεσσηνίας και επώνυμη πλέον ηρωίδα της νεόδμητης πόλης. Ο δωρικός περίπτερος ναός της με το χρυσόλιθο λατρευτικό άγαλμα, φιλοξενούσε στον οπισθόδομο τις ζωγραφικές απεικονίσεις των 13 προδωρικών βασιλέων και βασιλισσών της Μεσσηνίας που έδρασαν στο απώτερο παρελθόν της τοπικής ιστορίας. Το φορτισμένο με συλλογική μνήμη κτίριο αποτέλεσε τμήμα του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου, του τέλους του 3ου αι. π.Χ., σε οργανική ενότητα με την παρακείμενη αγορά. Εκεί, όπου χτυπούσε η καρδιά του διοικητικού κέντρου της ελληνιστικής πόλης, η Μεσσήνη συνυπήρχε με τον Ασκληπιό, μέλος επίσης του γενεαλογικού δέντρου των μυθικών βασιλέων της Μεσσηνίας. Το μεγαλύτερο μέρος του υπαίθριου χώρου του Ασκληπιείου καταλαμβάνεται από τον επιβλητικό δωρικό περίπτερο ναό που εδράζεται σε τρίβαθμη κρηπίδα και το μεγάλο βωμό του. Ο εντυπωσιακός τετράγωνος υπαίθριος χώρος γύρω από το ναό πλαισιώνεται εσωτερικά από στοές με κορινθιακούς κίονες που στήριζαν θριγκό από ιωνικό επιστύλιο και ζωφόρο με ανάγλυφα βουκράνια στολισμένα εναλλάξ με ανθοπλοκάμους και ρόδακες. Στη δυτική πλευρά σώζονταν οίκοι με αγάλματα θεών και ηρώων, Απόλλωνος και Μουσών, Ηρακλή-Θήβας-Επαμεινώνδα, Τύχης και Αρτέμιδος Φωσφόρου. Τέλος, την ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής καταλαμβάνει σειρά κτιρίων πολιτικού και διοικητικού χαρακτήρα: το θεατροειδές Εκκλησιαστήριο, το Συνέδριον ή Βουλευτήριο και το Αρχείο. Η παρουσία τους, σε συνδυασμό και με την έλλειψη από το ιερό αντικειμένων που να παραπέμπουν στη θεραπευτική ιδιότητα του Ασκληπιού, επιβεβαιώνει την πολιτική διάσταση της λατρείας του θεού και το χαρακτηρισμό του από τον Παυσανία ως ‘Μεσσήνιο πολίτη’. Η ανέγερση του μνημειακού συγκροτήματος τον 3ο αι. π.Χ. αποδόθηκε σε ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα, με στόχο την προβολή των Μεσσηνίων ως ιδιαίτερου έθνους στην Πελοπόννησο με βαθιές ρίζες στις ιστορικές απαρχές της χώρας. Η παρακείμενη αγορά της Μεσσήνης φιλοξενεί ναούς του Δία Σωτήρος, Ποσειδώνος, Δήμητρας και Διοσκούρων, ναό Αφροδίτης και Μητέρας των Θεών –ένα όπως είδαμε ελληνιστικό συγκριτιστικό νεωτερισμό με πολιτική διάσταση-, καθώς και το Ιεροθύσιο με τα αγάλματα των 12 θεών αλλά και του Επαμεινώνδα, στον οποίο απονέμονταν τιμές ισόθεου ήρωα-οικιστή της πόλης. Μυθικοί πρόγονοι και οικιστές της πόλης λατρεύονταν σε μια σειρά από ηρώα –π.χ. ηρώο Αριστομένη-, ενώ υπήρχαν εντός του αστικού χώρου και άφθονα ταφικά μνημεία νεκρών που αφηρωίστηκαν για τις εξέχουσες υπηρεσίες τους. Η ηρωϊκή θρησκευτική τοπογραφία, ένα ζωντανό δίκτυο χώρων μνήμης του αστικού τοπίου, εξασφάλιζε τη δυναμική ανάπτυξη της πόλης, εκφράζοντας τα ιστορικά όρια και τη χωροταξική διάσταση μιας κοινής συλλογικής μνήμης και ταυτότητας.

Σε αντίθεση με την πολιτική υπόσταση του ιερού του Ασκληπιού στη Μεσσήνη, το ιερό του θεού στην Επίδαυρο υπήρξε σημαντικότατο θεραπευτικό κέντρο. Κοντά στο παλαιό ιερό του θεραπευτή Απόλλωνος Μαλεάτα, ο Ασκληπιός, ως αυτόχθων γιος του Απόλλωνα και της εγγονής του βασιλιά της Επιδαύρου Μάλου, ασκούσε την ιατρική με την ‘επιφάνειά’ του και την ‘εγκοίμηση’ των πιστών. Η φήμη των ιάσεων προσέδωσε στο ιερό πανελλήνια εμβέλεια και έτσι, κατά τον 4ο και 3ο αι. π.Χ., πραγματοποιήθηκε ανοικοδόμησή του (χτίσιμο αβάτου, θόλου, θεάτρου, εστιατορίου, ξενοδοχείου, σταδίου), με πρωτοποριακή για την εποχή τους αρχιτεκτονική, με σκοπό την εξασφάλιση των απαραίτητων δομών για τις λειτουργικές ανάγκες του ιερού. Εκατοντάδες ιδρύματά του στην ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσαν χώρους αναζήτησης σωτηρίας, αναψυχής και ίασης ψυχής τε και σώματος.

Ανάστροφα, ανατολικές λατρείες με ιαματικό ή σωτηριολογικό χαρακτήρα απέκτησαν την έδρα τους στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Το φημισμένο Σαραπείο της Αλέξανδρειας, κράμα ελληνικής και αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής με ιωνικά και αιγυπτιακά λωτόσχημα κιονίκρανα, χτίστηκε από τον Πτολεμαίο ΙΙΙ, μεταξύ 246-221 π.Χ., στο λόφο της Ρακώτιδας στη δυτική πλευρά της Αλεξάνδρειας· το κτίριο εδραιώθηκε πάνω σε λατρευτικά κατάλοιπα της εποχής του Πτολεμαίου Ι και ΙΙ, που σχετίζονται με ίχνη λατρείας του Σάραπι και της Ίσιδας και την τοπική βασιλική λατρεία αντίστοιχα. Το ιερό φιλοξένησε το Σάραπι, τον εξελληνισμένο αιγυπτιακό συγκριτιστικό θεό Οσέραπι (Όσιρις-Άπις) που ταυτίστηκε με τον ελληνικό Πλούτωνα και τον Ασκληπιό, αλλά και την Ίσιδα και αργότερα τον Αρποκράτη. Ο υπερμεγέθης και πολυτελέστατος ναός, εκτός από λατρευτικό οικοδόμημα, υπήρξε μεγάλο αστικό πολιτιστικό κέντρο όπου έδραζε και η δεύτερη βιβλιοθήκη της πόλης. Ιδρύματά του αρχικά δημιουργήθηκαν στα λιμάνια της κυρίως Ελλάδας (Δήλο, Αθήνα, Ερέτρια, θεσσαλική Δημητριάδα, Θεσσαλονίκη) και μετά στην ενδοχώρα. Τα ελληνικά Σαραπεία συγκέντρωναν πιστούς (έμποροι, στρατιώτες, ναυτικοί) από όλη την Μεσόγειο, αλλά και ντόπιους Έλληνες, λειτουργώντας ως πολυπολιτιστικά κέντρα οικουμενικής θρησκείας, πολιτισμού, αλλά και οικονομίας· τα οργανωμένα σωματεία των πιστών δέχονταν πλούσιες δωρεές και κληροδοτήματα που στη συνέχεια διοχετεύονταν στην αγορά μέσω δανεισμού ή εγγυήσεων και αυξάνονταν, θέτοντας τις βάσεις της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων στις κοσμοπολίτικες ελληνιστικές πόλεις.

Μια τέτοια πόλη-λιμάνι που φιλοξένησε τη λατρεία των αιγυπτιακών θεών υπήρξε και η θεσσαλική Δημητριάδα που ιδρύθηκε με συνοικισμό τοπικών θεσσαλικών και μαγνητικών κοινοτήτων από το Δημήτριο Πολιορκητή, το 297 π.Χ., και αποτέλεσε βασιλική πρωτεύουσα των Αντιγονιδών. Η ιερή τοπογραφία της πόλης, αμάλγαμα παλαιών θεσσαλικών, νεόφερτων μακεδονικών και ανατολικών στοιχείων, εκφράζει την ελληνιστική κοινή θρησκευτική έκφραση που προήγαγε η μακεδονική αυλή στα χρόνια των διαδόχων στον οικουμενικό πλέον κόσμο. Το ιερό της Αρτέμιδας Ιωλκίας, παλιάς πολιαδικής θεότητας της θρυλικής Ιωλκού, πατρίδας του Ιάσονα και αφετηρίας της θρυλικής αργοναυτικής εκστρατείας, μεταφέρθηκε στην καρδιά της νέας πόλης, στο κέντρο της ‘ιερής αγοράς’, σε οργανική ενότητα με το ανάκτορο, το μακεδονικό βασίλειον· η θεά εικονίζεται στα νομίσματα του Δημητρίου και μετουσιώνεται πλέον σε εκφραστή της ναυτικής πολιτικής των Αντιγονιδών. Κοντά στο γειτονικό θέατρο, όπου προϋπήρχε ιερό του Ηρακλή, λατρεύτηκε ο μακεδονικός Ηρακλής Κυναγίδας, ενώ το τοπικό αργηγέτειον αποτέλεσε έδρα κοινής βασιλικής λατρείας των Δημητρίου και Αντιγόνου με τους ήρωες των παλαιών τοπικών κοινοτήτων. Την εκλογίκευση της ιερής αστικής τοπογραφίας ακολούθησε και αντίστοιχη του ετήσιου χρόνου, με την υιοθέτηση ημερολογίου με μήνες που είχαν τα ονόματα των 12 θεών κατά τα πλατωνικά πρότυπα, μια μακεδονική σύλληψη και εφαρμογή σε κτίσεις του ελληνικού χώρου.

Παρόμοιο αμάλγαμα παλαιών και νέων δομών και σεβασμός των τοπικών λατρευτικών παραδόσεων αναπαράγεται από τους μακεδόνες βασιλείς σε δεκάδες οικουμενικές κτίσεις της ανατολής, με πάντρεμα αυτή τη φορά ελληνικών και ανατολικών στοιχείων. Στη Γέρασα της Δεκάπολης της Κοίλης Συρίας, όπου ο υποδειγματικός ιπποδάμειος ιστός της πόλης με το ελληνικό θέατρο φιλοξενεί το μεικτό πληθυσμό Ελλήνων και ξένων πολιτών που μετέχουν στην ελληνική παιδεία, τα ερείπια δύο σημαντικών ναών εγγράφονται απόλυτα στην εκλογίκευση του αστικού τοπίου. Ο ελληνικός ναός της πολιαδικής Αρτέμιδος, βρίσκεται πάνω σε λόφο, σε άξονα 90° από τον κεντρικό δρόμο και κοντά στο διοικητικό και πολιτικό κέντρο της πόλης. Σήμερα, το υψηλό περιστύλιο με κορινθιακά κιονόκρανα και το ευρύτερο ορατό κτιριακό συγκρότημα του τεμένους, του 2ου αι. μ.Χ., υπέρκειται ελληνιστικού λατρευτικού κτιρίου. Σπαράγματα ελληνιστικού γλυπτού διακόσμου μαρτυρούν τοπικά συριακά εργαστήρια έργων ελληνικής τεχνοτροπίας. Στον απέναντι λόφο, στο δυτικό τμήμα της πόλης, βρίσκεται ο ναός του Διός Ολυμπίου, του 2ου αι. μ.Χ., σε τρία επίπεδα που σχηματίζουν σύνθετο συγκρότημα, στο οποίο σώζονται τα ερείπια πρωϊμότερου ελληνιστικού ιερού κορινθιακού ρυθμού. Επίσης, στην πόλη λατρεύονταν αιγυπτιακές και σημιτικές θεότητες, ενώ επιγραφή του 2ου αι. π.Χ. ταυτίζει τον ελληνικό Δία Ολύμπιο με τον σημιτικό Βάαλ-Άμμωνα.

Ο θρησκευτικός συγκριτισμός, κυρίαρχη πρακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έλαμψε επί των διαδόχων του στα ιερά της οικουμενικής ανατολής· η σύζευξη προσωπικότητων ελληνικών και ιρανικών θεοτήτων (Δίας Ωρομάσδης, Απόλλων Μίθρας Ήλιος Ερμής, Αρτάγνης Ηρακλής Άρης) στα ιερά της Αρτέμιδος Δίκτυννας και του Απόλλωνα Υπήκοου στο Ζεύγμα, αλλά και στο γειτονικό ιερό στο όρος Nemrud της Κομμαγηνής του Αντίοχου Ι, συμβολίζουν τη συνάντηση δύο κόσμων.

Ένα απάνθισμα αρχιτεκτονικών τεχνοτροπιών, εικονογραφικών παραδόσεων και λατρευτικών πρακτικών οικουμενικού επιπέδου εκφράζεται στα αστικά ιερά της ελληνιστικής Βακτρίας. Στο ‘ναό των Διοσκούρων’ του 2ου αι. π.χ. στη θέση Dilberdzhin, η ιρανική αρχιτεκτονική αγκαλιάζει δύο ελληνικής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες των Διόσκουρων, ενώ η μεταγενέστερη παράσταση της Αθηνάς αποτελεί πλέον αμάλγαμα και μετουσίωση διαφορετικών παραδόσεων. Επίσης, ο πολύ γνωστός ‘ναός με κόγχες’ του Αι-Χανούμ εναρμονίζεται απόλυτα με το υβριδικό σε πολεοδομικά, αρχιτεκτονικά και εικονιστικά στοιχεία οικιστικό πλέγμα. Ο ναός χρονολογείται επί Αντιόχου Ι Σωτήρος (281-261 π.Χ.), με ανακατασκευή πιθανά επί του ελληνο-βακτριανού βασιλιά Διοδότου ΙΙ (252-223 π.Χ.). Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τα ιρανικά πρότυπα (ογκώδες τέμενος, παράλληλες πτέρυγες) με μεσοποταμιακές επιδράσεις (έδραση ναού σε βαθμιδωτή εξέδρα, εξωτερική τοιχοποιία με αλλεπάλληλες βαθμιδωτές κόγχες). Το κυρίως ιερό έχει τετράγωνη κάτοψη και τριμερή σηκό με παράλληλα στην Παρθική Δούρα-Ευρωπό. Με βάση τα ευρήματα (θραύσματα ακρόλιθου λατρευτικού αγάλματος στον τύπο του Διός της Ολυμπίας, μικρότερα αγάλματα ελληνικής τεχνοτροπίας από πηλό και μαρμαροκονία με ιρανικά και κυρίως βουδιστικά κατασκευαστικά πρότυπα [38], χάλκινο αγαλμάτιο Ηρακλή, βωμοί για ελληνικές έμπυρες θυσίες, βάσεις θυμιατηρίων για τέλεση ανατολικής λατρείας, ασημένιος δίσκος με παράσταση Κυβέλης, βωμό ιρανικού τύπου, ιερείς με συριακή ενδυμασία και αστρικά σύμβολα ελληνικής τεχνοτροπίας, 32 ιρανικά αγγεία θαμμένα στο πόδιον του ναού για χοές τύπου κεντρικής Ασίας) έχει υποστηριχθεί η τέλεση συγκριτικής λατρείας μεταξύ του ελληνικού Δία και του ιρανικού Μίθρα ή του Ahura Māzdā ή ακόμη του μεσοποταμιακού Βάαλ που απαντάται στη Βακτρία ήδη επί Αχαιμενιδών, ή και του ποτάμιου θεού Ώξου, αλλά και πιθανή συλλατρεία γυναικείας θεότητας. Η ανακατασκευή του ναού του Διός, κυρίαρχης θεότητα επί Διοδότου Ι και ΙΙ, στον 3ο αι. π.Χ., εγγράφεται στην θρησκευτικο-πολιτική ιδεολογία της νεοσύστατης ελληνο-βακτριανής δυναστείας. Ο ναός βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σε οργανική ενότητα με τα μεγάλα δημόσια οικοδομήματα, όπως το μνημειώδες ελληνικό θέατρο –το μοναδικό γνωστό ανατολικά της Βαβυλώνας- το οποίο φιλοξενούσε τους μετέχοντες στην ελληνική παιδεία και από την υπόλοιπη ενδοχώρα. Τα υβριδικά στοιχεία του ναού σχετίζονται με την πολυπολιτιστικότητα της πόλης, όπως μαρτυρείται και από το αρχείο της. Έτσι, τα στοιχεία μεσοποταμιακής τεχνοτροπίας του αποδόθηκαν στην παρουσία ομάδας πληθυσμού με μεσοποταμιακή προέλευση, ήδη από την εποχή των Αχαιμενιδών. Επίσης, η ύπαρξη ιρανικού πληθυσμού μαρτυρείται και από μια μνημειακό βαθμιδωτό βωμό στον τύπο του ανοιχτού ιερού όπου λατρεύονταν οι δυνάμεις της φύσης. Ταυτόχρονα, στο ταφικό μνημείο-ηρώο του Έλληνα οικιστή Κινέα βρέθηκε ελληνική επιγραφή με Δελφικά παραγγέλματα που υπενθύμιζαν την ελληνική πολιτιστική ταυτότητα στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων της οικουμενικής στην έκφρασή της πόλης. Ταυτόχρονα, στην πόλη βρέθηκε και οστρέινος δίσκος με το μύθο της Κουντάλα και νομίσματα του ελληνο-βακτριανού ηγεμόνα Αγαθοκλή με παραστάσεις ινδικών θεοτήτων (Vishnu, Balarama-Sankarshana kai Vasudeva-Krisna) και βουδιστικών συμβόλων . Τέλος, η ελληνιστική οικουμενικότητα εκφράζεται στα μνημειακά βουδιστικά αρχιτεκτονήματα (στούπες) και τα μοναστήρια της Γκαντάρα, όπου το αμάλγαμα ελληνικών, βουδιστικών και ινδικών στοιχείων περιγράφει η ονομαστή εικονιστική ελληνοβουδιστική τέχνη της περιοχής, ως αποτέλεσμα της μακραίωνης συμβίωσης των Ελλήνων – Yonas κατά τα κείμενα σε τοπική διάλεκτο kharosthi ή brahmi- με τους αυτόχθονες πληθυσμούς.

Γενικότερα, τα ελληνιστικά ιερά από τις Αιγές μέχρι τη Γκαντάρα αποτελούν πορεία μετουσίωσης της ‘υστεροφημίας’ (Εύκλειας) των Αιγών, αφού μας μεταφέρουν σήμερα την εκλογικευμένη και φιλελεύθερη οπτική των ελληνιστικών ηγεμόνων σε θέματα ιερής τοπογραφίας, αρχιτεκτονικής και λατρευτικών πρακτικών και την πολιτική πολυεθνικής συνύπαρξης στους ιερούς χώρους· Στη σημερινή εποχή παγκοσμιοποίησης, με τις έντονες εθνοτικές και φυλετικές αντιπαραθέσεις, αλλά και τις συχνές εξάρσεις θρησκευτικού φανατισμού, η οικουμενική αυτή παρακαταθήκη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πηγή γόνιμου προβληματισμού.

Κατοικίες

Η τυπική διαδικασία κατανομής οικοπέδων για μια από τις πολλές νεοσύστατες ελληνιστικές πόλεις ήταν η εξής: από το σχεδιασμό η έκταση της πόλης χωριζόταν σε οικοδομικές νησίδες και στη συνέχεια κάθε νησίδα σε οχτώ οικόπεδα, δύο στο πλάτος και τέσσερα στο μήκος της. Η συνήθης αναλογία στο εμβαδόν ήταν 1:2, όπως φαίνεται από το σχέδιο των σημαντικότερων ελληνιστικών πόλεων, με διαστάσεις 52 επί 104 μέτρα. Ο ακριβής διαχωρισμός των οικοπέδων και η ένταξή τους στον κάνναβο της πόλης δεν ήταν κάτι άγνωστο· όμως πρώτη φορά στην ελληνιστική εποχή γίνεται βάση συγκεκριμένου και συχνά κοινού σχεδίου μεταξύ των πόλεων. Αυτά τα οικόπεδα περιλάμβαναν το καθένα από ένα σπίτι του αγαπητού για την εποχή τύπου της οικίας με περιστύλιο.

Ήδη από την ύστερη κλασική εποχή είχε διαδοθεί ο τύπος σπιτιού με εσωτερική περίστυλη αυλή, που ακολουθούσε στη μορφή την έδρα του Μακεδόνα βασιλιά. Πώς αλλιώς θα φαινόταν περισσότερο η επιθυμητή εξίσωση των αστών με τους άρχοντες, αν όχι μέσα από την ομοιότητα στην κατοικία; Παρόλο που τα περισσότερα σπίτια δεν έφταναν στην έκταση των παλατιών, αφού περιορίζονταν από τους κλήρους όπου ανήκαν, πλησίαζαν τουλάχιστον στη μορφή και περιστασιακά στη μεγαλοπρέπεια.

Αυτός ο εξαρχής σχεδιασμός μιας πόλης που να περιλαμβάνει τέτοια σπίτια με εσωτερική περίστυλη πρέπει να εφαρμόστηκε και στο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής, της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς μας είναι γνωστά μόνο από τις απομιμήσεις τους στα ταφικά μνημεία που ακολουθούσαν αυτόν τον τύπο, ίσως για να είναι πιο ομαλή η μετάβαση στην τελευταία, αιώνια κατοικία. Η Αλεξάνδρεια δεν είναι η μόνη περιοχή που χτίζονταν τάφοι που θύμιζαν οικίες, γι’ αυτό μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε με σχετική ασφάλεια ως αναλογία. Ίσως σε αυτό το τόσο σημαντικό πολιτισμικό κέντρο να δημιουργήθηκε πρώτη φορά μια άλλη τάση της εποχής, που αποτυπώνεται στη μορφή και τη χρήση των δωματίων και αντικατοπτρίζει την αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων.

Σε μια εποχή που αλλάζουν οι ενδοοικογενειακές σχέσεις αλλά και αυτές του ατόμου με την κοινωνία, δεν μπορεί να μην υπάρχει αντίκτυπο στη μορφή του σπιτιού. Έτσι λοιπόν ο οίκος, το κατεξοχήν ιδιωτικό τμήμα του σπιτιού που προοριζόταν για τις καθημερινές δουλειές και όπου περνούσε η οικογένεια τον περισσότερο χρόνο, μετατρέπεται σε ανοιχτό προς τους επισκέπτες τμήμα του σπιτιού και περιλαμβάνουν και ανάκλιντρα –τρικλίνια. Σταδιακά παύει δηλαδή ο διαχωρισμός ανάμεσα στο αυστηρά οικογενειακό και στο δημόσιο, που είναι ο ανδρών, η αίθουσα συμποσίων. Η επιδεικτική διάθεση εκ μέρους του ιδιοκτήτη παίζει το ρόλο της σε αυτό, δεν αποκλείεται όμως και μια άλλη αιτία, η πιθανή συμμετοχή και των γυναικών στα συμπόσια και ο ρόλο τους ως οικοδέσποινες που δεν μένουν κρυμμένες στον οίκο αλλά τις βλέπουν οι καλεσμένοι, ή που έχουν οι ίδιες καλεσμένους· κατά τα πρότυπα των βασιλισσών που οργανώνουν τα δικά τους συμπόσια.

Η εσωτερική αυλή με τους περίτεχνους κίονες, που χάριζε φως και θέα στους κατοίκους του σπιτιού, κυριαρχεί την ελληνιστική εποχή. Μεγάλη σημασία είχε η θέα από το εσωτερικό των κτισμάτων προς τους υπαίθριους χώρους. Οι κύριες είσοδοι πλαταίνουν και ανοίγονται παράθυρα στους τοίχους, όχι τόσο για πρακτικούς όσο για αισθητικούς λόγους, ώστε να μπορεί κανείς να απολαμβάνει την εικόνα της πόλης από το σαλόνι του. Επίσης δεν λείπουν τα δωμάτια που ήταν απευθείας ανοιχτά προς την εσωτερική αυλή με το περιστύλιο, οι λεγόμενες εξέδρες.

Γύρω από την αυλή οργανώνονταν οι υπόλοιποι χώροι του σπιτιού: ανδρών, οίκος, εξέδρα, λουτρό, αποθηκευτικοί χώροι· και άλλα δωμάτια θα πρέπει να υπήρχαν στον όροφο, επίσης με θέα προς το εσωτερικό. Στις ανατολικές περιοχές της ελληνιστικής οικουμένης ο ανήλεος ήλιος επέβαλε οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι χώροι, ειδικά ο ανδρών ως το κυριότερο δωμάτιο του σπιτιού, βρίσκονταν στη σκιερή νότια πλευρά της αυλής. Στα βόρεια ήταν συνήθως το κλιμακοστάσιο. Η είσοδος άνοιγε από την αυλή προς το δρόμο μέσα από έναν προθάλαμο. Τα δωμάτια με πρόσοψη μόνο προς το δρόμο συχνά χρησιμοποιούνταν ως εμπορικά καταστήματα· αυτά μπορεί να ανήκαν στον ιδιοκτήτη του σπιτιού, που θα αποθήκευε την πραμάτεια του στο χώρο όπου διέμενε, ή μπορεί να ενοικιάζονταν σε άλλους εμπόρους.

Η ελληνιστική εποχή είναι προπάντων η εποχή του ατομικισμού, της εξύψωσης του ατόμου και της προσωπικής του αξίας πάνω από το κοινωνικό καλό. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι και στα ιδιωτικά σπίτια παρατηρείται η τάση για πολυτέλεια και επίδειξη: ψηφιδωτά, κονιάματα χρωματιστά και ανάγλυφα που μιμούνται αρχιτεκτονικά μέλη, ακόμα και αγάλματα των ίδιων σε περίοπτη θέση – ακόμα και όταν δεν υπήρχαν διαθέσιμα τα πολύτιμα υλικά, έπρεπε να υπάρχει έστω η απομίμησή τους. Οι ιδιοκτήτες ξόδευαν πολλά χρήματα στη μετασκευή και τη διακόσμηση του σπιτιού τους.

Αυτό το φαινόμενο συνοδευόταν και από αντίστοιχη πτώχευση της μεσαίας τάξης, που πάλι φαίνεται στα σπίτια. Τα απλά σπίτια γίνονται απλούστερα και μικρότερα, επειδή συνήθως τα σπίτια της ανερχόμενης ‘αστικής’ τάξης μεγαλώνουν εις βάρος αυτών.

Κατά την ελληνιστική εποχή τα κτήρια ψηλώνουν ακόμα περισσότερο από την κλασική, που επίσης διέθεταν όροφο με τα υπνοδωμάτια. Πλέον οι αρχιτέκτονες εκμεταλλεύονται όλες τις δυνατότητες των εξελίξεων στη μηχανική και καθ’ ύψος. Ακόμα και στις πόλεις έχτιζαν πυργόσπιτα όμοια με αυτά της υπαίθρου, πολυώροφα σπίτια σε περιορισμένα οικόπεδα. Είναι λογικό άλλωστε, σε μια πόλη αρκετών δεκάδων ή και μερικών εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, όπως πρέπει να ήταν η Αλεξάνδρεια, ήταν πολύτιμο κάθε τετραγωνικό μέτρο γης –και πολύ μεγάλου κόστους για το επωμιστεί μια μικρή οικογένεια.

Πέρα όμως από το οικονομικό ζήτημα που προκαλούσε το κόστος των οικοπέδων, για την ανέγερση τέτοιων κτηρίων στις πόλεις σημαντικότατο ρόλο έπαιζε η θέα προς το αστικό τοπίο και ίσως πέρα από αυτό· οι συχνοί εξώστες υποδεικνύουν μια τέτοια τάση. Τέτοια πολυώροφα σπίτια πάντως ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπου η πυκνότητα της κατοίκησης ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου. Οι γνώσεις μας γι’ αυτά οφείλονται στους παπύρους που έχουν βρεθεί στην Οξύρυγχο, που ναι μεν είναι αρκετά μεταγενέστεροι, δίνουν όμως πολύτιμες πληροφορίες για σπίτια με πύργους με εσωτερική σκάλα και υπαίθριους χώρους.

Στην περιφέρεια των πόλεων, στα προάστια, χτίζονταν μεγαλύτερες πολυτελείς επαύλεις που εκμεταλλεύονταν τη γειτνίαση με τη φύση και τη θέα προς αυτήν. Αυτές ήταν πολυδάπανα κτίσματα που οι ιδιοκτήτες τους εξωράιζαν και εμπλούτιζαν συνεχώς με χρωματιστά κονιάματα, πολύτιμα ψηφιδωτά και αγάλματα όλο ζωντάνια.

Όλα τα σπίτια εξοπλίζονταν με τα απαραίτητα έπιπλα και κουφώματα, τα οποία δυστυχώς σπάνια σώζονται ως εμάς. Μια εικόνα δίνουν λίθινα αντίστοιχα που χρησιμοποιούνταν σε μεγαλόπρεπους τάφους και ηρώα ή απεικονίσεις στην αγγειογραφία. Αλλού αυτά θα ήταν πιο περίτεχνα και από ακριβά υλικά ή στολισμένα με πολύτιμα μέταλλα, αλλού απλές απομιμήσεις.

Έτσι τα σπίτια λοιπόν, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο επιτυχημένα στόχευαν στο να μοιάσουν στα μεγαλόπρεπα ελληνιστικά παλάτια, ώστε να πάρουν οι ιδιοκτήτες τους κάτι από τη δόξα των αρχόντων. Δεν ήταν παράξενο αυτό σε μια εποχή που τα υλικά αγαθά αποτελούσαν πειστήριο για την αξία του ατόμου –απόδειξη του κύρους και της κοινωνικής του θέσης. Η επίδειξη δεν θεωρούταν πια ντροπή και άρχιζε από τα απλά και καθημερινά –την οικογενειακή εστία. Και είναι ίσως η ίδια τάση εξωστρέφειας που παρατηρείται και στα δημόσια κτήρια της εποχής, από τα βουλευτήρια μέχρι τις στοές και τα εμπορικά κτήρια, που πλέον είναι πιο μνημειακά και καλαίσθητα.

Πέλλα

Στα βόρεια του Θερμαϊκού στα αρχαϊκά χρόνια δέσποζε η μητρόπολη των Βοττιαίων, χτισμένη σε περίαπτο σημείο στην τράπεζα του σημερινού Αρχοντικού. Στο τέλος του 6ου προχριστιανικού αιώνα οι Μακεδόνες επεκτείνονται στην περιοχή και εκδιώκουν τους επιφανείς Βοττιαίους που βρίσκουν καταφύγιο στην Χαλκιδική.

Στην θέση ενός μικρού οικισμού που βρισκόταν στην παραλία και ήταν πιθανότατα η Βούνομος, το επίνειο της πόλης των Βοττιαίων, ο Αλέξανδρος Α΄, τον 5ο αιώνα π.Χ., φρόντισε να δημιουργηθεί μια νέα πόλη, η Πέλλα, το όνομα της οποίας προέρχεται είτε από το επίθετο πελλός, δηλαδή σκουρόχρωμος, είτε από την λέξη πέλλας που στην μακεδονική διάλεκτο σημαίνει πέτρες. Χτισμένη επάνω στην οδό που οδηγεί από την ανατολή στη δύση, ασφαλές λιμάνι, θαλάσσια πύλη στην καρδιά του μακεδονικού βασιλείου, αλλά και στη βαλκανική ενδοχώρα, η νέα πόλη αναπτύσσεται γρήγορα και πριν περάσει ένας αιώνας, όπως λεει ο Ξενοφώντας, είναι ήδη η «μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας».

Πριν το 370 π.Χ. ο Αμύντας Γ΄, για να ελέγξει καλύτερα tα βορειοανατολικά σύνορα του βασιλείου και την κατάσταση που ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη εξ αιτίας των συνεχών εισβολών, διέμενε και στην Πέλλα, όπου έχτισε ανάκτορο, η ανάμνηση του οποίου σωζόταν ως την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.). Κτισμένη δίπλα στην παραλία Πέλλα του 5ου και 4ου αιώνα ήταν πολύ μικρότερη από την Ελληνιστική. Το βόρειο τείχος της που αποκαλύφθηκε σε μήκος 600 μέτρων κάτω από τα ελληνιστικά οικοδομήματα ήταν αρκετά πιο νότια από τις ελληνιστικές επαύλεις με τα διάσημα ψηφιδωτά ενώ στην περιοχή της ελληνιστικής αγοράς εκτεινόταν ακόμη και στην εποχή του Μεγαλέξανδρου το βόρειο νεκροταφείο της κλασικής πόλης. Σημείο αναφορά ήταν ο Φάκος ένα μικρό οχυρωμένο νησάκι δίπλα στο λιμάνι που με τις προσχώσεις κατέληξε να ενωθεί με την ακτή. Ο Φάκος που ως ακρόπολη δέσποζε στο υδάτινο τοπίο της Λουδίας Λίμνης ήταν η πρώτη εικόνατ που έβλεπαν οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι της πόλης. Εδώ βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο, πιθανότατα και το παλάτι του Αμύντα.

Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των μακεδονικών πόλεων, ο Φίλιππος Β΄ φρόντισε ιδιαίτερα την Πέλλα, όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Στα χρόνια αυτά η Πέλλα είναι τειχισμένη με ισχυρά τείχη, ανάλογα με το Φιλίππειο τείχος των Αιγών και έχει ήδη πλήρως οργανωμένο πολεοδομικό κάναβο, προσανατολισμένο ακριβώς κατά τα σημεία του ορίζοντα, με κανονικές ορθογώνιες οικιστικές νησίδες και φαρδιούς δρόμους. Δεν αποκλείεται ο ίδιος ο Φίλιππος να σχεδίασε την επέκταση της, αφού οι άξονες του κανάβου της κλασικής πόλης, αλλά, όπως φαίνεται, και το μέγεθος των οικοδομικών τετραγώνων της ταυτίζονται με τα ελληνιστικά. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το βόρειο τείχος δεν είχε καθαιρεθεί και η επέκταση δεν είχε ξεκινήσει μέχρι που ανέλαβε την εξουσία ο Κάσσανδρος.

Τα χρήματα που εισέρευσαν στην Μακεδονία μετά το τέλος της εκστρατείας και την επιστροφή των βετεράνων έδωσαν αποφασιστική ώθηση στους σχεδιασμούς του Κασσάνδρου, αλλά σίγουρα η λαμπρή ελληνιστική Πέλλα που αποκαλύπτουν οι ανασκαφές είναι κυρίως έργο των Αντιγονιδών. Πρωτεύουσα του ελληνιστικού βασιλείου της Μακεδονίας, η Πέλλα είναι όχι μόνον μια από τις πιο πρώιμες, αλλά, χάρη στις εκτεταμένες ανασκαφές, και μια από τις καλύτερα γνωστές μητροπόλεις της ελληνιστικής Οικουμένης. Περιβαλλόμενη από ισχυρό τείχος, η πόλη ξεκινούσε από την παραλία στα νότια και έφτανε μέχρι τους λόφους στα βόρεια καταλαμβάνοντας μια έκταση περ. 4.000.000τμ.

Ο ορθοκανονικός κάναβος εφαρμόζεται με συνέπεια. Οι Ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες έχουν σταθερό πλάτος περ. 46 μέτρων και μήκος που κυμαίνεται από 110 ως 152 μέτρα. Δυο παράλληλες λεωφόροι πλάτους 9μ.με κατεύθυνση από το νότο προς τον βορά είναι οι άξονες που ορίζουν την κεντρική ζώνη της πόλης όπου συγκεντρώνονται οι βασικές λειτουργίες: το Ανάκτορο, η Αγορά, τα κεντρικά ιερά και οι μεγάλες επαύλεις, πιθανότατα και το λιμάνι με τον ναύσταθμο.

Οι υπόλοιποι δρόμοι με άξονα βορά-νότο που ορίζουν τα οικοδομικά τετράγωνα είναι στενότεροι, ενώ οι δρόμοι που ακολουθούν τον άξονα ανατολής–δύσης έχουν πλάτος 9μ. Ο κύριος οδικός άξονας της Μακεδονίας που συνδέει την ανατολή με τη δύση -η κατοπινή Εγνατία- η πορεία του οποίου σημαδεύεται από τύμβους και ταφικά μνημεία, διασχίζει την πόλη με τη μορφή μιας εξαιρετικά μνημειακής λεωφόρου πλάτους 15 μέτρων που διχοτομεί την αγορά. Οι βασικές οδοί είναι πλακοστρωμένες έχουν υπερυψωμένα πεζοδρόμια και σε μερικές υπήρχαν στενές πλευρικές στοές με δωρικές κιονοστοιχίες. Κάτω από τους δρόμους αναπτυσσόταν ένα αψεγάδιαστο σύστημα υδροδότησης και αποστράγγισης που θα το ζήλευαν πολλές μοντέρνες το οποίο μαζί με τις δημόσιες κρήνες που υπήρχαν στην πόλη εξασφάλιζε την παροχή των απαραίτητων ανέσεων στους κατοίκους.

Χτισμένο στους λόφους στο βόρειο άκρο της πόλης, το τεράστιο (περ. 60.000τμ) ανακτορικό συγκρότημα με τις αλλεπάλληλες προσθήκες και επεκτάσεις που χρονολογούνται από την εποχή του Κάσσανδρου μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. δέσποζε στο τοπίο, αγναντεύοντας ολόκληρη την μακεδονική λεκάνη. Με μνημειακά περιστύλια, βασιλικούς ανδρώνες, βιβλιοθήκες, στοές, παλαίστρα, λουτρά, νομισμαοκοπείο βοηθητικούς χώρους κλπ., κέντρο της πολιτικής, δικαστικής, στρατιωτικής, αλλά και πνευματικής εξουσίας αποτελούσε τον ένα από τους δυο πόλους γύρω από τους οποίους αναπτυσσόταν η ζωή της πόλης. Ο άλλος ήταν η τεράστια Αγορά, μια από τις μεγαλύτερες της αρχαιότητας, η οποία κάλυπτε έκταση περίπου 72 στρεμμάτων, αντιστοιχώντας σε 15 οικοδομικές νησίδες. Χτισμένη στην καρδιά της Πελλας, με δεκάδες μαγαζιά και εργαστήρια, κάθε λογής προϊόντα και εμπορεύματα, αλλά και έδρα των αρχόντων της πόλης, ζωντανή και πολύβουη ηαν ο τόπος συγκέντρωσης των πολιτών, το επίκεντρο των οικονομικών και πολιτικών δραστηριοτήτων τους.

Η αγορά που ξεκίνησε να χτίζεσαι στο τέλος του 4ου αιώνα και ολοκληρώθηκε μετά από σχεδόν έναν αιώνα από τον Φίλιππο Ε΄ είναι ένα τεράσιο περιστύλιο με δωρικές κιονοστοιχίες πίσω από τις οποίες υπάρχουν καταστήματα, εργαστήρια, αλλά και οι χώροι των δημόσιων λειτουργιών. Τα αρχεία, η έδρα των αρχόντων της πόλης και άλλες δημόσιες υπηρεσίες συγκεντρώνονται στην προνομιακή βόρεια πλευρά του περιστυλίου. Στην αγορά της Πέλλας μπορούσε κανείς να βρει ό,τι ήθελε από τις περισσότερες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Στα στρώματα καταστροφής του μεγάλου σεισμού που κατέστρεψε την πόλη στην αρχή του 1ου προχριστιανικού αιώνα βρίσκονται τα αντικείμενα που βοηθούν να αναγνωρίσουμε την λειτουργία των χώρων. Στην ανατολική στοά βρίσκονταν οι κεραμείς και οι κοροπλάστες, στην δυτική οι χαλκωματάδες, οι χρυσοχόοι, οι κοσμηματοποιοί και οι αρωματοπώλες, αυτοί που πουλούσαν τα πολύτιμα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και οι έμποροι σιτηρών και αλεύρων. Στην νότια στοά στεγάζονταν τα οινοπωλεία, τα ελαιοπωλεία, μαζί με τα κρεοπωλεία και τα ιχθυοπωλεία. Προς την πλευρά των δημόσιων λειτουργιών μέσα στην αγορά βρέθηκε ένας μικρός δωρικός ναός πολύ κατεστραμμένος. Στα βόρεια έξω από αυτήν, υπερυψωμένα στον άξονά της δέσποζαν το ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης που λατρεύονταν ως προστάτιδες.

Σε ένα άλλο σημείο της πόλης υπήρχε το ιερό ενός τοπικού θεού-θεραπευτή, του Δάρρωνα, ένα συγκρότημα με άφθονες εγκαταστάσεις παροχής νερού που συσχείζονται με τον ιαματικό χαρακτήρα ης θεοτητας. Ένα αγροτικό ιερό αφιερωμένο στις τελετές της Δήμητρας, το Θεσμοφόριο, βρέθηκε κοντά στα τείχη. Την εικόνα συμπληρώνουν δημόσια λουτρά που προορίζονται για την απόλαυση και την ευεξία των πολιτών, κρήνες, μνημεία και αγάλματα που εξωράιζαν την εικόνα του δημόσιου χώρου και βέβαια άνετα ευρύχωρα σπίτια με εσωτερικές αυλές. Κάποια από αυτά, που συγκεντρώνονται στα νότια της αγοράς είναι εντυπωσιακές επαύλεις, αληθινά παλάτια, διώροφα, με μνημειώδη περιστύλια, πολύχρωμα κονιάματα στους τοίχους που διαμορφώνουν αρχιτεκτονικές ψευδαισθήσεις και εκπληκτικά ψηφιδωτά στα δάπεδα που χαρακτηρίζουν με το εξαιρετικά υψηλό τεχνικό και καλλιτεχνικό τους επίπεδο την καλλιτεχνική παραγωγή της Μακεδονίας στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια.

Ακολουθώντας το αρχαίο τυπικό τα σπίτια, οι σημαντικοί χώροι των οποίων ‘βλέπουν’ προς τον νοτο, είναι εσωστρεφή και φωτίζονται από την εσωτερική αυλή που περιβάλλεται με στοές. Εδώ βρίσκεται πηγάδι η βρύση και βωμός. Στο ισόγειο βρίσκονται οι εξωστρεφείς χώροι των συμποσίων, οι ανδρώνες, ενώ στο ανώγειο, όπου υπάρχει. είναι τα ιδιωτικά διαμερίσματα της οικογένειας, ο οίκος. Αναγνωρίζονται μικρά οικιακά ιερά, αποθήκες, μαγειρεία και χώροι υγιεινής. Τα ευρήματα από τα στρώματα καταστροφής ων σπιτιών δίνουν μια πολύ ζωντανή εικόνα της καθημερινής ζωής στην ελληνιστική Πέλλα. Μολονότι οι προσχώσεις των ποταμών έκλεισαν σιγά-σιγά το στόμιο του Θερμαϊκού κόλπου και η θάλασσα έγινε λίμνη και έλος η Πέλλα εξακολουθούσε χάρη στον πλωτό Λουδία ποταμό να είναι ένα ασφαλές λιμάνι, που δεχόταν ασταμάτητα ανθρώπους και εμπορεύματα από όλο τον κόσμο. Έτσι η Μακεδονική πρωτεύουσα έγινε μια κοσμοπολίτικη Μητρόπολη με πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τις βασιλεύουσες πόλεις της Ελληνιστικής Οικουμένης, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, το Πέργαμον, τη Σελεύκεια... Με πολίτες Μακεδόνες, αλλά και ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Βόρειας Αφρικής, της Ιταλικής Χερσονήσου κ.λ.π., η Πέλλα ήταν η μοναδική πραγματικά οικουμενικών διαστάσεων πόλη της μητροπολιτικής Ελλάδας. Μετά την κατάλυση του βασιλείου της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., η Πέλλα υφίσταται μια τρομακτική λεηλασία. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Τίτου Λίβιου που αναφέρει ότι η πομπή των λαφύρων της Πέλλας στη Ρώμη διήρκεσε 90 μέρες. Έτσι με την λιμνοθάλασσα σταδιακά να καταχώνεται και τη γειτονική Θεσσαλονίκη να αναλαμβάνει το ρόλο του λιμανιού, η Πέλλα αρχίζει να φθίνει.

Η κατασκευή της Εγνατίας το 130 π.Χ. θα της δώσει μια ανάσα ζωής, όμως ο καταστροφικός σεισμός των αρχών του 1ου αι. π.Χ. θα είναι ένα πλήγμα από το οποίο δεν θα μπορέσει ποτέ να συνέλθει. Μερικά τμήματα της πόλης εξακολουθούν να κατοικούνται ως το τέλος της αρχαιότητας, όμως οι περισσότεροι κάτοικοι μετακινούνται δυτικότερα, όπου το 30 π.Χ. ιδρύεται η ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας, που θα είναι ένα σημαντικός σταθμός της Εγνατίας οδού ως τα Βυζαντινά χρόνια.

Δήλος

Η Δήλος, το νησί όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Λητώ, κατατρεγμένη, φέρνει στον κόσμο τα δίδυμα παιδιά του Δία, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια.

Αρχαιολογικά ευρήματα έχουμε από το 3000 π.Χ., τα οποία πληθαίνουν στην Μυκηναϊκή περίοδο (περ. 1400-1200 π.Χ.), όπου φαίνεται πως υπήρχε σημαντική κοινότητα. Αργότερα, βλέπουμε το χαρακτήρα της λατρείας στο νησί να διαμορφώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια (πριν δεν υπάρχει αναφορά σε λατρεία): ο Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, ο οποίος χρονολογείται γύρω στον 7ο-6ο αι. π.Χ. μας δείχνει ξεκάθαρα ότι οι Ίωνες λατρεύουν εκεί τον Απόλλωνα. Η κυριαρχία των κοντινών νησιών των Κυκλάδων, όπως της Νάξου και της Πάρου, γίνεται εντονότερη αλλά και η Αθήνα εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο με τον τύραννο Πεισίστρατο να εξαγνίζει για πρώτη φορά μέρος του ιερού νησιού, δηλαδή να απομακρύνει τους τάφους.

Όπως κάθε μεγάλο ιερό αποτελεί πεδίο για την προβολή της πολιτικής δύναμης και τους κύρους των ισχυρών της εποχής, έτσι ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, αφού επεξέτεινε την κυριαρχία του στις Κυκλάδες, αφιέρωσε στο Απόλλωνα το νησάκι της Ρήνειας, συνδέοντάς το με μια αλυσίδα με τη Δήλο! Έκτοτε η Δήλος διατηρεί στην κατοχή της αυτό το νησί από την εκμετάλλευση του οποίου προερχόταν ο κύριος όγκος των εσόδων του Ιερού.

Κατά τους Περσικούς Πολέμους, ο Πέρσης ναύαρχος Δάτις περνάει από το νησί και αποδίδει τιμές στο ιερό και μετά τη νίκη των Ελλήνων, η Αθήνα ιδρύει τη συμμαχία της επιλέγοντας τη Δήλο ως έδρα και το ναό του Απόλλωνα ως χώρο φύλαξης του ταμείου της. Η αθηναϊκή κυριαρχία είναι αδιαμφισβήτητη τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Το 426, μάλιστα, γίνεται πλήρης κάθαρση του νησιού και απαγορεύονται οι γεννήσεις και οι θάνατοι στο έδαφός του.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακολούθησαν οι διαμάχες των διαδόχων για την εξουσία στο αχανές βασίλειο που είχε ιδρύσει ο μεγάλος στρατηλάτης.

Το 314 π.Χ., λοιπόν, οι Αθηναίοι απομακρύνονται από τη διοικητική εξουσία του νησιού, καθώς επικρατεί στην περιοχή ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος. Έτσι η Δήλος αποκτά την «ανεξαρτησία» της, την οποία θα διατηρήσει έως το 167 π.Χ., καθώς η κυριαρχία της πόλης απλώνεται στο σύνολο των εδαφών του νησιού. Μια προσπάθεια ομοσπονδιακής οργάνωσης των νησιών, το Κοινό των Νησιωτών, θα έχει ως κέντρο το ιερό του Απόλλωνα. Παράλληλα, οι ηγεμόνες των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων, οι Αντιγονίδες και οι Πτολεμαίοι θα αφιερώσουν κτήρια και αναθήματα στο θεό και θα καθιερωθούν γιορτές προς τιμήν των ηγεμόνων αυτών.

Η εισβολή της Ρώμης στην Ελλάδα το 2ο αι. π.Χ. οδήγησε τους Δήλιους να ζητήσουν πάλι την αναγνώριση της ουδετερότητας της πόλης και του ιερού. Μετά την αναγνώριση της ασυλίας, το λιμάνι της Δήλου γίνεται στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο του Αιγαίου. Το 167 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος παραχωρεί τη Δήλο στους Αθηναίους και τότε ανακηρύσσεται η ατέλεια του νησιού, γεγονός που αποτελεί σημείο-κλειδί στην ιστορία του.

Η πόλη αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο και γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του τότε γνωστού κόσμου. Πολυτελή προϊόντα, έργα τέχνης αλλά και άνθρωποι, δούλοι δηλαδή (κακή έκφραση), γίνονταν αντικείμενο καθημερινών συναλλαγών. Τράπεζες, βιοτεχνίες, καταστήματα και εργαστήρια συνθέτουν την εικόνα του ιερού νησιού.

Ο πληθυσμός αυξάνεται καθώς Έλληνες από όλες της πόλεις, Ιταλοί, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Φοίνικες, Παλαιστίνιοι, Εβραίοι και Σαμαρείτες εγκαθίστανται στο νησί επεκτείνοντας τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Οι νέοι κάτοικοι του νησιού φέρνουν την άνθηση των ανατολικών θρησκειών και διατηρούν τους «εθνικούς» δεσμούς τους, καθώς αποκτούν χώρους συναθροίσεων.

Το 88 π.Χ., όταν η Ρώμη βρισκόταν σε πόλεμο με τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Ευπάτορα, ο στρατός του βασιλιά κατέλαβε το νησί και προξένησε μεγάλες καταστροφές. Και ενώ το νησί ανέκαμψε και πάλι, το 69 π.Χ. οι πειρατές του Αθηνόδωρου, σύμμαχοι του Μιθριδάτη, αποβιβάστηκαν στη Δήλο και τη λεηλάτησαν.

Εκείνη την περίοδο χρονολογείται και το μοναδικό τείχος που χτίστηκε σε ένα νησί που δεν είχε κανένα λόγο να φοβηθεί επιδρομές και καταστροφές. Τελικά, η πόλη αδειάζει σταδιακά εξαιτίας του ανταγωνισμού με τα ιταλικά λιμάνια και της σύναψης απευθείας εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ανατολής και Ιταλίας.

Η ζωή στο νησί συνεχίζεται αδιάκοπα έως την Βυζαντινή περίοδο, αν και βρίσκεται σε παρακμή. Λεηλατείται διαδοχικά από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ (769), από τους Σλάβους (821), τους Σαρακηνούς της Κρήτης και τέλος καταλαμβάνεται από τους Λατίνους μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ένα τμήμα του τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών εγκαθίσταται μάλλον στη Ρήνεια για να καταπολεμήσει την πειρατεία το 1326. Τέλος, το 1566 η Δήλος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους έως την ελληνική επανάσταση (1821).

Το νησί, βέβαια, προκάλεσε από νωρίς το ενδιαφέρον των περιηγητών. Από τον 15ο αιώνα έχουμε περιγραφές επίσκεψης στο νησί, ενώ ο Κυριακός ο Αγωνίτης επισκέπτεται και περιγράφει τα ερείπια και τις επιγραφές που βλέπει στη Δήλο (1445). Οι περιηγητές συνεχίζουν τις επισκέψεις τους μέχρι και τον 19ο αιώνα, οπότε αρχίζουν και οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (1846), οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα και μας έχουν δώσει εξαιρετικά ευρήματα και σπουδαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις.

Η Δήλος, ως ιερό νησί του Απόλλωνα, δεν μπορεί παρά να μας τραβά την προσοχή ως θρησκευτικό κέντρο και χώρος λατρευτικής όσμωσης μεταξύ των θρησκευτικών δοξασιών όλων εκείνων των εθνοτήτων που την κατοίκησαν, κυρίως από την ελληνιστική εποχή και μετά.

Την ιερή, ψυχή μου, σε ποιόν χρόνο και πότε θα ψάλεις

Δήλο, του Απόλλωνα την τροφό; Βέβαια όλες

οι Κυκλάδες, οι ιερότατες απ᾽ τα νησιά που βρίσκονται στη θάλασσα,

είναι καλοΰμνητες. Όμως η Δήλος θέλει τα πρωτεία να ᾽χει

από τα δώρα των Μουσών ,γιατί τον Φοίβο, το δάσκαλο των τραγουδιών

έλουσε και σπαργάνωσε κι ωσάν θεό πρώτη τον ύμνησε.

Όπως οι Μούσες, τον αοιδό, την Πίμπλεια που δεν θα τραγουδήσει,

εχθρεύονται, όμοια κι ο Φοίβος όποιονα τη Δήλο λησμονήσει.

(Καλλίμαχος, Ύμνος εις Δήλον, μτφ. Θ. Παπαθανασόπουλος)

Μπορεί ο Απόλλωνας να είναι ο κορυφαίος θεός του νησιού, ωστόσο λατρεύεται μαζί με τη μητέρα του, τη Λητώ, και την αδερφή του, Άρτεμη. Ωστόσο, στη Δήλο δεν υπάρχει μαντείο, όπως υπάρχει στους Δελφούς. Το ιερό του θεού γνώρισε σταδιακή εξέλιξη μέσα στους αιώνες καθώς αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο για όλους τους Έλληνες και αργότερα και για τους Ρωμαίους.

Για τη λατρευτική ζωή στη Δήλο γνωρίζουμε περισσότερα από την ελληνιστική εποχή, κυρίως γιατί οι επιγραφές που έχουν σωθεί μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες. Οι απογραφές των αντικειμένων και οι απολογισμοί για τη διαχείριση του ιερού ταμείου, οι επιγραφές που αναφέρουν τα αφιερώματα των πιστών από κάθε γωνιά του κόσμου στους θεούς της Δήλου αλλά και το μοναδικό «χρονικό του Σαραπείου», το οποίο περιγράφει λεπτομερώς την ίδρυση του πρώτου ιερού του Σάραπη στο νησί μας δημιουργούν μια εικόνα για τη θρησκευτική δραστηριότητα στο νησί.

Στη Δήλο είχαν τόπο λατρείας οι περισσότερες ελληνικές θεότητες. Κοντά στους τοπικούς θεούς, βρίσκονταν ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, η Ήρα, η Αθηνά, η Δήμητρα και η Κόρη κ.ά. Τα ιερά τους ποίκιλλαν σε μέγεθος και αίγλη, καθώς μπορεί να αποτελούνταν από έναν απλό ναό ή ένα σύμπλεγμα κτηρίων (π.χ. Ασκληπιείο).

Η εγκαθίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων, οι εντονότερες πλέον επαφές με την Ανατολή και την Αίγυπτο και η αδυναμία των ελληνικών θεοτήτων να καλύψουν πλήρως τις ολοένα αυξανόμενες λατρευτικές ανάγκες του ελληνιστικού ανθρώπου, ο οποίος ζούσε μέσα σε έναν αχανή κόσμο γεμάτο εύθραυστες ισορροπίες, οδήγησαν στη σταδιακή υιοθέτηση ανατολικών λατρειών ή και στην ενσωμάτωση στοιχείων των ξένων θεοτήτων στις ελληνικές.

Στη Δήλο, δε, έχουμε το φαινόμενο της μαζικής μετεγκατάστασης ξένων εμπόρων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους και τις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Έτσι έχουμε την Ίσιδα και τον Σάραπι από την Αίγυπτο, το συριακό ζευγάρι του Χαντάντ (Αδάδ) και της Αταργάτιδος, τον Ύψιστο Θεό των Εβραίων, τον παλαιστινιακό Βάαλ, τους Λάρητες των Ρωμαίων. Όλοι αυτοί οι θεοί συνυπήρχαν αρμονικά στη σκέψη και στη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων του ελληνιστικού κόσμου και αργότερα του ρωμαϊκού, έως την πτώση της ειδωλολατρίας.

Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε για την αρχιτεκτονική της Δήλου. Σε ένα νησί όπου δεσπόζει το ιερό του Απόλλωνα, συναντάμε ένα εξαιρετικό θέατρο καθώς και ένα στάδιο όπου πραγματοποιούνταν οι αγώνες που συνόδευαν τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν των θεών και των ηγεμόνων.

Στο νησί έχει διασωθεί πληθώρα κτηρίων, απ’ όπου αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για το χαρακτήρα της πόλης, τη δραστηριότητα των κατοίκων και την οικονομική τους επιφάνεια. Έτσι συναντάμε εργαστήρια, καταστήματα, σπίτια φτωχά και πλούσια. Όλα τα σπίτια είναι συγκεντρωμένα σε συνοικίες, εκ των οποίων έχουν ανασκαφεί μόνο η συνοικία του Σκαρδανά και της Λίμνης, η συνοικία του Σταδίου και η συνοικία του Θεάτρου. Το γεγονός ότι όλα τα σπίτια ανήκουν στον ίδιο τύπο και ότι οι ιδιοκτήτες διαφορετικής εθνικότητας δεν έχουν ξεχωριστές συνοικίες, είναι χαρακτηριστικά της οικουμενικότητας που επικρατεί εκείνη την εποχή. Τα σπίτια της Δήλου ακολουθούν το πρότυπο όλης της Ελλάδας, όπου τα δωμάτια οργανώνονται γύρω από μια εσωτερική αυλή, ενώ τα πλουσιότερα διαθέτουν περιστύλιο και ήταν διακοσμημένα με περίτεχνα ψηφιδωτά.

Η Δήλος σήμερα αποτελεί μεγάλο τουριστικό πόλο έλξης. Δεκάδες τουρίστες αποβιβάζονται στις ακτές της με την επιθυμία να εξερευνήσουν αυτό το εγκαταλελειμμένο πλέον νησί, να μάθουν τα μυστικά του, να γοητευθούν από την ηρεμία του. Ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να φανταστεί το μεγαλείο που είχε κάποτε; Μόνο οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν ακούραστα να ψάχνουν απαντήσεις στα ερείπια και οι ονειροπόλοι να στοχάζονται για μια εποχή συνύπαρξης που χάθηκε πια.

Ρόδος

Ένα μεγάλο, καταπράσινο νησί που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Μεσογείου από το Αιγαίο προς την Μέση Ανατολή, δεν μπορούσε παρά να γίνει ένα πολύ σημαντικό κέντρο.

Με πέντε εξαιρετικά λιμάνια, η Ρόδος, μια πόλη ναυτικών και εμπόρων, έγινε το μεγαλύτερο αστικό κέντρο, η πόλη που έδωσε στο νησί το όνομά του.

Το εμπόριο έκανε την Ρόδο μια πολύ σημαντική οικονομική δύναμη και η ισχυρή της οικονομία της εξασφάλισε μεγάλη ακμή και ανεξαρτησία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ηγεμονίες της Ελληνιστικής Οικουμένης.

Αντικείμενο θαυμασμού ανάμεσα στους αιώνες ήταν η ομορφιά της, με τα άλση, τους κομψούς ναούς, τα μνημεία, τα έργα τέχνης και τον διάσημο Κολοσσό [Στράβων 14, 2, 5] της.

Η πόλη της Ρόδου χτίστηκε το 408 π.Χ. ως ίδρυση συνοικισμού της Κάμιρου, της Λίνδου και της Ιαλυσσού. Από την αρχή σχεδιάστηκε να γίνει μεγάλη πόλη, με πρόβλεψη μάλιστα να επεκταθεί στο μέλλον. Γι’ αυτόν τον σκοπό, φαίνεται ότι αφέθηκαν μεγάλοι κενοί χώροι ανάμεσα στα όρια της κατοικημένης περιοχής και τα τείχη, πράγμα που δημιούργησε την ανάγκη κατά την πολιορκία της από τον Δημήτριο Πολιορκητή να χτιστεί και συμπληρωματικό τείχος με μικρότερη περίμετρο από το αρχικό.

Σχεδιαστής της ήταν μάλλον ο Δωριεύς, γιος του Διαγόρα από την Ιαλυσό. Αυτός έχτισε την πόλη με ορθοκανονικό σύστημα, το λεγόμενο Ιπποδάμειο, κατά το πρότυπο των Θουρίων της Κάτω Ιταλίας, όπου είχε ζήσει ως φυγάς του Πελοποννησιακού πολέμου .

Η ανεξαρτησία του νησιού ήταν ένα αγκάθι για τους ηγεμόνες και ιδίως για τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και τον γιο του τον Δημήτριο. Το 305/4 π.Χ. ο Δημήτριος Πολιορκητής θέλησε να δοκιμάσει τα τείχη και την άμυνα της πόλης με την ελέπολιν, την πολιορκητική μηχανή που ήταν το καμάρι του στρατού του, και απέτυχε. Όσο προηγμένη τεχνολογία και αν χρησιμοποίησε, όσο καλά προετοιμασμένος και αν πίστευε πως ήταν με τις 40.000 στρατού και ιππικού, αλλά και τους πειρατές και μισθοφόρους που είχε πάρει με το μέρος του γι’ αυτήν την μάχη, ο ζήλος των Ροδίων για την προστασία της πατρίδας τους και η δική τους μαχητικότητα και ευρηματικότητα υπερίσχυσαν.

Για να ευχαριστήσουν τον Ήλιο, τον πολιούχο θεό που τους έσωσε, οι Ρόδιοι ανήγειραν προς τιμήν του τον περίφημο Κολοσσό, ένα χάλκινο άγαλμα με ύψος 100 πόδια (περίπου 33 μέτρα) που συμπεριλήφθηκε στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Μολονότι είχαν φροντίσει να το ενισχύσουν με λίθινα αντίβαρα στο εσωτερικό του, το άγαλμα δεν άντεξε τον μεγάλο σεισμό του 225 π.Χ. που κατέστρεψε την πόλη και έπεσε. Οι ηγεμόνες σε μια πράξη αλληλεγγύης έσπευσαν να βοηθήσουν του Ρόδιους να ξαναχτίσουν την πόλη τους όμως ο κολοσσός έμεινε να κείτεται στο έδαφος, ακόμη κι έτσι εντυπωσιακός και ορατός από τη θάλασσα, μέχρι που ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε να τον ξαναϋψώσουν. Όμως και πάλι το 155 μ.Χ. ένας σεισμός τον έριξε κάτω, για πάντα αυτήν την φορά.

Τα τείχη που ενισχύθηκαν στα ελληνιστικά χρόνια προστάτευσαν την πόλη από τον Δημήτριο Πολιορκητή. Οι κύριες πύλες ήταν στα νότια, προς την ενδοχώρα, όπου και οι περισσότεροι τετράγωνοι πύργοι και ένα προτείχισμα. Η δυτική πλευρά ήταν οχυρή από την φύση της λόγω του απόκρημνου εδάφους. Τα τείχη προστάτευαν και τα τρία βορειότερα λιμάνια της πόλης. Στα νοτιοδυτικά της πόλης, εκτός των τειχών, το άλσος Ροδίνι σηματοδοτεί ως σήμερα την περιοχή της νεκρόπολης. Ορθογώνιες, με διαστάσεις 47 Χ 26,50 μ., οι οικοδομικές νησίδες είναι από τις μικρότερες που συναντώνται σε πόλη με ορθοκανονικό κάναβο και δεν θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν περισσότερα από τρία σπίτια. Οι μικρές οικοδομικές νησίδες έχουν ως αποτέλεσμα ένα πυκνό οδικό δίκτυο, ιδανικό για μια εμπορική πόλη που είχε ανάγκη από χώρο για εμπορικές άμαξες και έντονη κυκλοφορία. Στο νοτιότερο τμήμα της πόλης ήταν χτισμένος ο μεγάλος υστεροκλασικός ναός του Πυθίου Απόλλωνα, που υψωνόταν επάνω από το στάδιο και το συγκρότημα του γυμνασίου με τα λουτρά. Βορειότερα υπάρχει ένας μικρός ναός του Δία, ενώ η ακρόπολη και τα ιερά της βρισκόταν στο ύψωμα στα δυτικά της πόλης. Εδώ βρέθηκε το κολοσσιαίο κεφάλι του θεού Ήλιου, πράγμα που έκανε πολλούς να πιστεύουν πως εδώ ήταν ο ναός του. Όμως το ιερό του Ήλιου ήταν μάλλον ένα μικρό υπαίθριο τέμενος στο κέντρο της πόλης, στα ανατολικά της ακρόπολης, όπου ο θεός λατρευόταν σε ανοιχτό χώρο, κάτω από τον ουρανό που είναι το βασίλειο του. Στην καρδιά της πόλης βρισκόταν η αγορά, γεμάτη από τιμητικούς αδριάντες και μνημεία αφιερωμένα σε σπουδαίες μορφές και στιγμές της ιστορίας και των παραδόσεων της Ρόδου. Από τα παλαιότερα στοιχεία που βρέθηκαν εδώ είναι ο δωρικός ναός στα δυτικά της αγοράς και η υπόγεια σήραγγα υδροδότησης της περιοχής, ενώ από τα νεότερα ένα νυμφαίο και θέρμες αυτοκρατορικών χρόνων. Σίγουρα από μια τόσο σημαντική και μεγάλη πόλη δεν έλειπε το θέατρο, χώρος αναψυχής και πνευματικής κάθαρσης αλλά και πολιτικών συναθροίσεων. Το ελληνικό θέατρο δεν έχει βρεθεί ακόμη, αν και αναφέρεται από τον Διόδωρο στην περιγραφή της πολιορκίας, [XXXI 36] σώζεται όμως ένα μικρό ωδείο αυτοκρατορικών χρόνων στην περιοχή του τεμένους του Απόλλωνα. Τα σπίτια οργανώνονταν γύρω από το περιστύλιο που συνήθως η μία πλευρά του ήταν ψηλότερη από τις υπόλοιπες, ένας τύπος περιστυλίου που χαρακτηρίζεται όχι τυχαία ‘ροδιακό’. Στην βόρεια πλευρά που έβλεπε προς τον νότο και ήταν η ψηλότερη βρισκόταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της οικογένειας, ενώ στα νότια ήταν ο ανδρώνας, βοηθητικοί χώροι και το κατάστημα που σπάνια έλειπε από τις οικίες της εμπορικής πόλης. Τα σπίτια ήταν άνετα και ιδιαίτερα φροντισμένα με ψηφιδωτά στα πατώματα και πολύχρωμα κονιάματα στους τοίχους.

Χάρη στη θέση και την ναυτική της δύναμη η Ρόδος , εξακολούθησε να είναι ένα σημαντικό εμπορικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο και στα αυτοκρατορικά χρόνια, ενώ την εποχή του Βυζαντίου ήταν επισκοπική έδρα και σημαντική στρατιωτική βάση. Στις σταυροφορίες έγινε έδρα του τάγματος των Ιπποτών του Αγ. Ιωάννη. Από αυτούς την κατέλαβε τον 16ο αιώνα ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πέρασε στους Ιταλούς και τέλος μετά τον β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος.

Η Ρόδος εξακολουθεί να είναι μια πολύβουη και πλούσια πόλη και διατηρεί κομμάτια από κάθε περίοδο της ιστορίας της ως ζωντανή μνήμη που αποτυπώνεται στα κτήρια, στο τοπίο, στους ανθρώπους.

Κασσώπη

Η ιστορία της Κασσώπης χρωματίζει αυτήν της αρχαίας Ηπείρου. Η πόλη χτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αι., το 360-355 π.Χ. με βάση μια επιγραφή από την Επίδαυρο.

Πριν από αυτήν την περίοδο η περιοχή κατοικούταν κατά κώμας, δηλαδή υπήρχαν μόνο μικροί διάσπαρτοι οικισμοί και όχι συγκεντρωτικές θέσεις. Η Κασσώπη δημιουργήθηκε λοιπόν από το συνοικισμό διαφόρων τέτοιων μικρών θέσεων. Ίσως και στην ίδια τη θέση της να υπήρχε πρωιμότερη εγκατάσταση. Ο λόγος του συνοικισμού ήταν η προστασία της κοιλάδας στα νότια από τους Ηλείους αποίκους, που ήλεγχαν μαζί με τους Κορίνθιους το θαλάσσιο εμπόριο. Την ίδια εποχή η ευρύτερη περιοχή ήταν υπό τον έλεγχο του Φιλίππου Β΄, μέχρι το 342 π.Χ. όταν έγινε βασιλιάς της Ηπείρου ο Αλέξανδρος Α΄. Τότε ο Φίλιππος κατέστρεψε τις αποικίες των Ηλείων και παραχώρησε την περιοχή στον Αλέξανδρο.

Η πόλη ήταν αυτόνομη μέχρι τη δημιουργία του Κοινού των Ηπειρωτών (330/25 π.Χ.) και ξανά προς τα τέλη του 3ου αι., όταν ανέπτυξε καλές σχέσεις με τη Δύση –τα νέα νομίσματα της πόλης κόπηκαν σύμφωνα με τα μέτρα της ιταλικής χερσονήσου.

Η οικονομική ακμή από αυτές τις εμπορικές σχέσεις φαίνεται με την αντίστοιχη κτηριακή ανάπτυξη και μια μικρή επέκταση της πόλης προς τα νότια: η αγορά και η βόρεια στοά της, το πρυτανείο, το λεγόμενο καταγώγιο, κτήρια λατρείας, όλα αυτά αποδεικνύουν τον πλούτο της πόλης κατά τον 3ο αι. π.Χ.

Σύντομα η πόλη ξαναβρέθηκε στο επίκεντρο των διαμαχών μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων και αναγκάστηκε να ζητήσει πάλι βοήθεια από τους υπόλοιπους Ηπειρώτες, χωρίς ποτέ όμως να απαλλαγεί από αυτές τις αψιμαχίες. Η οριστική νίκη των Ρωμαίων επί των Μακεδόνων, το 167 π.Χ., σήμαινε την καταστροφή πολλών πόλεων και την αιχμαλωσία πολλών πολιτών στην Ήπειρο. Για την Κασσώπη δεν είναι σίγουρο ότι είχε αυτήν την τύχη· στοιχεία δείχνουν πως κατοικήθηκε και μετά από αυτό το γεγονός, ενώ οι απόψεις διίστανται για το αν υπέστη καταστροφές από τους Ρωμαίους. Μόνο με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό Αύγουστο, μετά τη νίκη του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας το 31 π.Χ., εγκαταλείφθηκε η πόλη. Οι κάτοικοί της, όπως και άλλων γειτονικών οικισμών, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στη νέα πόλη· για να αποκοπούν οι ρίζες τους με την πρώτη τους πατρίδα, μεταφέρθηκε το σημαντικότερο ιερό, αυτό της Αφροδίτης, και μαζί με αυτό και έτοιμο οικοδομικό υλικό για να χρησιμοποιηθεί στη νέα πόλη.

Πρώτες αρχαιολογικές έρευνες έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος “Ancient Greek Cities” του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη. Ο Σωτήρης Δάκαρης ανέσκαψε 2 κτήρια της αγοράς κατά τις χρονιές 1952-1955. Το 1976 άρχισαν εκ νέου συστηματικές έρευνες από το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μαζί με το τμήμα Αρχιτεκτονικής του D.A.I. στο πλαίσιο του προγράμματος “Wohnen in der klassischen Polis”. Αντικείμενο της έρευνας, που κράτησε εφτά χρόνια, ήταν κυρίως τα καλά διατηρημένα σπίτια και οι πληροφορίες τους για την κατοίκηση. Δεκάδες επιστήμονες συνεργάστηκαν για να ανασυνθέσουν το γοητευτικό πάζλ μιας πόλης, να την ξαναζωντανεύσουν με τα κτήριά της, τους κατοίκους της, τις μνήμες της.

Ας αρχίσουμε από τη γενική τοποθεσία και την εικόνα της πόλης. Το μεγάλο υψόμετρο και η τοπογραφία της περιοχής καθιστούν τη θέση φυσικά οχυρή. Το πλάτωμα στο οποίο χτίστηκε η Κασσώπη, ανάμεσα σε δύο λόφους στα ΒΑ και ΒΔ που χρησιμοποιήθηκαν ως ακροπόλεις, έχει ελαφριά κλίση προς τα νότια. Αυτό επέτρεπε τον ιδανικό προσανατολισμό ώστε η πόλη να έχει περισσότερο φως το χειμώνα και να ωφελείται από τη θαλασσινή αύρα το καλοκαίρι. Το σύστημά της είναι ένα απλό ιπποδάμειο σύστημα, με 19 κάθετους στενότερους δρόμους (4,5 μ.) με προσανατολισμό Β-Ν και 2 πλατύτερους (6 μ.) με προσανατολισμό Α-Δ, που οδηγούσαν από και προς τις κύριες πύλες, στα ανατολικά και στα δυτικά. Προστατευτικό τείχος περιέβαλλε την πόλη και τις ακροπόλεις σχεδόν εξ’ ολοκλήρου, εκτός από την απόκρημνη βορειοδυτική πλευρά.

Παρόλη τη φυσική οχυρή θέση της, υπάρχουν σημεία που το πλάτος του φτάνει τα 3,5 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του φτάνει τα 6 μ. Είναι χτισμένο όπως τα περισσότερα ελληνιστικά τείχη: με δύο καλά επεξεργασμένες παρειές με πολύγωνους λίθους και ανάμεσά τους στεγανό γέμισμα από χώμα, ακανόνιστες πέτρες και ό,τι άλλο εξυπηρετούσε να ρίξουν μέσα. Ήταν πριονωτό και δεν περιλάμβανε πύργους, εκτός από το τμήμα στα νοτιοδυτικά, στην επέκταση της πόλης του 3ου αι. π.Χ. Οι κύριες είσοδοι ήταν δύο τοξωτές, απλές πύλες στα ανατολικά και στα δυτικά, ενώ υπήρχαν και άλλες μικρότερες βοηθητικές. Δεν έχουν βρεθεί αρκετά στοιχεία για την ύδρευση της πόλης. Ένα πηγάδι υπήρχε σίγουρα στην αγορά, ενώ στο νότιο τμήμα του τείχους μια πύλη οδηγούσε σε μια άλλη πηγή νερού, ίχνη της οποίας φαίνονται και σήμερα. Οι ακροπόλεις ήταν εφοδιασμένες με μικρές δεξαμενές, πιθανότατα για να εξυπηρετεί τον πληθυσμό που θα κατέφευγε εκεί σε περίπτωση ανάγκης. Ακόμα περισσότερο αναγκαία θα ήταν η αποστράγγιση των υδάτων σε μια περιοχή με τόσο συχνές βροχοπτώσεις όσο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Η αποχέτευση των όμβριων και των λυμάτων της πόλης γινόταν μέσα από ένα αξιοθαύμαστα καλά οργανωμένο σύστημα αγωγών και καναλιών χτισμένων στους δρόμους. Τα νερά οδηγούνταν προς τα τείχη, από όπου αποστραγγίζονταν μέσα από ανοίγματα.

Η αγορά της πόλης καταλάμβανε δύο οικοδομικά τετράγωνα και βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της, παρόλο που υπήρχε χώρος και δυνατότητα για να χτιστεί στο κέντρο. Προτιμήθηκε μάλλον αυτή η τοποθεσία λόγω της θέας που παρείχε προς και από την εύφορη περιοχή στα νότια της πόλης. Σε αυτήν συναθροίζονταν οι πολίτες της Κασσώπης και επισκέπτες από τη χώρα ή άλλες πόλεις για θέματα πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά. Οι βωμοί και τα αναθήματα επιφανών πολιτών πιστοποιούν τον πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα μιας αγοράς ελληνικής πόλης.

Στα δυτικά της αγοράς ο χώρος προοριζόταν για δημόσια κτήρια εξαρχής. Δύο πρυτανεία ήταν χτισμένα εδώ, σε διαφορετικές χρονικές φάσεις. Το παλαιότερο ήταν ένα απλό μονόχωρο κτήριο που αρκούσε ως πρυτανείο μέχρι τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., όταν η πόλη ήταν πια σε θέση να χτίσει ένα πιο εντυπωσιακό κτίσμα.Το νεότερο είχε κάτοψη τυπική για τα κτήρια του είδους του: με περίστυλη αυλή και γύρω από αυτήν, στις τρεις πλευρές, αίθουσες για συμπόσια, για την ιερή φωτιά που δεν έπρεπε να σβήσει ποτέ, χρηστικοί χώροι κτλ. Προς τα τέλη της ελληνιστικής εποχής ο δρόμος μπροστά στο πρυτανείο μετατράπηκε σε στοά. Έτσι η αγορά της Κασσώπης απέκτησε την τυπική ελληνιστική μορφή της περίστυλης αυλής.

Ανατολικά της αγοράς ήταν το Βουλευτήριο της πόλης, χτισμένο διαγώνια σε σχέση με τα άλλα κτήρια, μάλλον και αυτό στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Η μορφή του μοιάζει πολύ με αυτή ενός ελληνιστικού θεάτρου, με σκηνή, ορχήστρα και κοίλον, χωρίς στέγη. Εκεί συνεδρίαζε η βουλή της πόλης και αποφάσιζε για τα του δήμου. Η μεγάλη του χωρητικότητα, σχεδόν 2000 ατόμων, υποδεικνύει πως ο χώρος χρησιμοποιούταν και για τις συνελεύσεις του Κοινού των Ηπειρωτών, πέρα από της βουλής της πόλης.

Πίσω από τη βόρεια στοά της αγοράς δεσπόζουν ακόμη τα λείψανα ενός εντυπωσιακού δημόσιου οικοδομήματος. Σώζεται πολύ καλά το σχήμα του ισογείου: σχεδόν τετράγωνης κάτοψης, με κεντρική περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω από αυτήν. Ο πάνω όροφος ήταν κατασκευασμένος από ξύλο και είναι αρκετά εύκολο να γίνει η αποκατάστασή του. Το περιστύλιο όριζαν οχτάεδροι πεσσοί με δωρικά κιονόκρανα. Ασυνήθιστος είναι ο διαγώνιος διαχωρισμός των γωνιακών χώρων. Σε κάθε δωμάτιο υπήρχε πηγή θέρμανσης· ίσως αυτό το χαρακτηριστικό του έδωσε το όνομα ‘καταγώγιον’, που σημαίνει τον ξενώνα σε διάφορα ιερά της Ελλάδας. Άλλη πιθανή ερμηνεία είναι πως εκεί στεγαζόταν η καθαρά εμπορική αγορά της πόλης. Όπως και να έχει, κατασκευάστηκε στην εποχή άνθησης της πόλης, το τελευταίο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ., στη θέση προϋπάρχοντος κτηρίου από την αρχή της ίδρυσης της πόλης. Αυτό είχε κάτοψη σε σχήμα Π και ήταν επίσης δημόσιο κτίσμα, ίσως με την ίδια λειτουργία όπως και το νεότερο.

Με την ονομασία ‘Βασιλόσπιτο’ είναι γνωστός σήμερα ένας θαλαμωτός τάφος στα νοτιοδυτικά της πόλης, σε περίοπτη θέση και σαφώς έξω από την κατοικημένη περιοχή. Σηματοδοτείται με τύμβο και περιλάμβανε δρόμο και σκαλιά που οδηγούσαν χαμηλά, προς την είσοδο του καμαρωτού θαλάμου. Η θέση του εντός των τειχών σημαίνει πως στην ουσία είναι ένα Ηρώον, τόπος λατρείας των προγόνων· σε αυτήν την περίπτωση ίσως του ιδρυτή της πόλης, μιας και κατά τα φαινόμενα ο τάφος χρονολογείται στην αρχή της ίδρυσης της πόλης. Η σημερινή του ονομασία είναι ενδεικτική για τη σημασία τέτοιων μνημείων· δεν μπορεί να ανήκε σε κάποιον τυχαίο άνθρωπο. Από τα νομίσματα φαίνεται πως προστάτιδα της πόλης ήταν η Αφροδίτη.

Ναός εντός της πόλης δεν υπήρχε, ένα ιερό όμως στα ΒΑ της ανατολικής πύλης, εκτός των τειχών, μάλλον ήταν αφιερωμένο σε αυτή. Ένας μικρός περίπτερος ναός από τοπικό ασβεστόλιθο σώζεται πλέον μόνο στα θεμέλιά του. Μάλλον όμως δέσποζε ήδη από την αρχή της ίδρυσης της πόλης σε αυτό το ψηλό σημείο, η πιθανή κατάληξη λαμπρών πομπών που θα ξεκινούσαν από την πόλη προς τιμήν της θεάς της ομορφιάς προς στο ιερό της. Ίσως υπήρχαν και άλλα ιερά μέσα στην πόλη, αφιερωμένα στον έναν ή τον άλλο θεό. Τίποτα δεν σώζεται από αυτά· με την αναγκαστική μετακίνηση των κατοίκων στη νέα αυτοκρατορική κτίση της Νικόπολης ξεριζώθηκαν πιθανά σημεία αναφοράς της θρησκευτικής ταυτότητας των Κασσωπαίων από την περιοχή. Τα σπίτια της πόλης ήταν ορθογώνια, με νότιο προσανατολισμό που επέβαλλε η οργάνωση των δρόμων και των οικοδομικών τετραγώνων. Ήταν διώροφα και καλά οργανωμένα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε χάρη στην καλή τους διατήρηση. Η είσοδος έβγαζε κατευθείαν στην αυλή, γύρω από την οποία ήταν παραταγμένοι οι διάφοροι χρηστικοί χώροι. Τυπικός για τις αρχαίες ελληνικές κατοικίες ήταν ο ανδρώνας, το δωμάτιο των συμποσίων με το χαρακτηριστικό υπερυψωμένο πλαίσιο για την τοποθέτηση των κλινών. Ωστόσο συνήθως το κέντρο του σπιτιού ήταν ο οίκος, ο χώρος με την εστία και βοηθητικά δωμάτια όπου περνούσε μια οικογένεια τον περισσότερο χρόνο της. Το θέατρο της πόλης βρίσκεται στις ρίζες της ΒΔ ακρόπολης. Οι 5-6 χιλιάδες θεατές από αυτό θα απολάμβαναν και την εντυπωσιακή θέα προς τη χερσόνησο της Πρέβεζας και το Ιόνιο, εκτός από τα έργα των ποιητών της εποχής. Κατασκευασμένο τον 3ο αι. π.Χ., είναι ένα τυπικό λίθινο ελληνιστικό θέατρο τις θέσεις των θεατών χτισμένες στο φυσικά κοίλο έδαφος και χτιστή σκηνή και προσκήνιο. Φαίνονται ακόμα οι τοίχοι με το πολυγωνικό σύστημα που στήριζαν τις άκρες του κοίλου και αυτού που συγκρατούσε την πλαγιά του λόφου πάνω από τις ανώτερες θέσεις. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του είναι καλυμμένο από σύγχρονες επιχώσεις και άγρια βλάστηση· μένει να γίνουν συστηματικές έρευνες για να αναδειχτεί ένα από τα πιο πολυσύχναστα και ζωντανά μέρη μιας ελληνιστικής πόλης σε όλο του το μεγαλείο.

Έτσι ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας μια καθαρά ελληνιστική πόλη με κεντρικό ρόλο στην αρχαία αλλά και νεότερη ιστορία της Ηπείρου. Οι τόποι με σημασία και μνήμες πάντα προκαλούν θαυμασμό και νοσταλγία μέσα από αιώνες κατοίκησης και συνεχούς συναισθηματικής φόρτισης από τους ανθρώπους που τους ζουν.

Συρακούσες

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη της Σικελίας, η οποία ιδρύθηκε το 734/3 π.Χ. από Κορινθίους αποίκους και συνεχίζει να πορεύεται στο χρόνο μέχρι σήμερα. «Τετράπολη» την αποκαλεί ο Ρωμαίος ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης (26.19.1) αλλά και ο Κικέρων, καθώς ο αστικός της ιστός απλώνεται σε 4 περιοχές. Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό και έκταση πόλης της Σικελίας αποτελείται από την Ορτυγία, ένα μικρό νησί που στην ελληνιστική εποχή ενωνόταν με γέφυρα με τη στεριά, την Ακραντίνα, την Τύχη και τη Νεάπολη.

Το νησάκι της Ορτυγίας ήταν ο χώρος όπου πρωτο-εγκαταστάθηκαν οι Κορίνθιοι άποικοι με αρχηγό τον Αρχία. Το νησί αυτό ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη και πάνω του βρισκόταν η πηγή Αρέθουσα, που συνδεόταν με τους μύθους για τη θεά και την κυριαρχία της στον τόπο. Στο χώρο αυτό λατρεύονταν, όμως, κι άλλοι θεοί καθώς έχουμε ναούς του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Στην αρχή της ζωής της αποικίας το νησί αυτό ήταν εξαιρετικά πυκνοκατοικημένο, ωστόσο αργότερα, λόγω της προνομιακής του θέσης, εγκαταστάθηκε εκεί το παλάτι του ηγεμόνα καθώς και στρατόπεδα όπου κατοικούσαν 10.000 στρατιώτες. Τελικά, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Ρωμαίους, στην Ορτυγία παρέμεινε μόνο το θρησκευτικό κέντρο της πόλης.

Ας δούμε, όμως, τώρα την ιδιαιτερότητα που παρουσίαζε το λιμάνι των Συρακουσών ή μάλλον τα λιμάνια. Εξαιτίας αυτής της νησίδας, της Ορτυγίας, η πόλη είχε δύο λιμάνια, τα οποία της επέτρεπαν να διατηρεί τεράστια ναυτική δύναμη και να διατηρεί τον ανεφοδιασμό της σε δύσκολες περιόδους. Συγκεκριμένα, το Μεγάλο λιμάνι της πόλης βρισκόταν στη δυτική πλευρά και μπορούσε να δεχτεί 320 τριήρεις, οι οποίες το χειμώνα φυλάσσονταν σε 160 νεωσήκους. Σε περίπτωση που το μεγάλο λιμάνι καταλαμβανόταν, υπήρχε το Μικρό λιμάνι, το οποίο πρόσφερε ικανό ορμητήριο για περίπου 60 τριήρεις, οι οποίες μπορούσαν να ανεφοδιάζουν τις Συρακούσες αλλά και να αντεπιτίθενται στον εχθρό, καθώς τα λιμάνια επικοινωνούσαν.

Στην περιοχή της Αρκαδίνας έγινε η πρώτη προέκταση του οικισμού μετά τον πυρήνα της Ορτυγίας. Σε αυτήν την περιοχή βρισκόταν η Αγορά, την οποία πρέπει να φανταστούμε ως αντίστοιχη της Αγοράς των Αθηνών ή της Δήλου σε δραστηριότητα, καθώς οι Συρακούσες αποτελούσαν κι αυτές με τη σειρά τους σημαντικό εμπορικό σταθμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, μέχρι την κατάκτηση από τους Άραβες (878 π.Χ.). Επίσης, εκεί βρισκόταν το Πρυτανείο της πόλης και ένας ναός του Δία. Ο τύραννος της πόλης Αγαθοκλής, για τον οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια, έχτισε εκεί μία εξαιρετικά μεγαλόπρεπη αίθουσα συμποσίων, την περίφημη «Αίθουσα με τα Εξήντα ανάκλιντρα».

Η Τύχη ήταν η περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στην Αρκαδίνα και τη Νεάπολη. Πήρε το όνομά της από το ναό της Τύχης που υπήρχε εκεί, της θεάς που η λατρείας της γνώρισε μεγάλη διάδοση στην ελληνιστική εποχή, εξαιτίας των εύθραυστων ισορροπιών στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Κι άλλοι ναοί βρίσκονταν στην περιοχή, καθώς και το Γυμνάσιο της πόλης. Επιπλέον, τα τείχη της πόλης την περιελάμβαναν αυτήν την πυκνοκατοικημένη συνοικία στην προστασία τους.

Η τελευταία «πόλη» των Συρακουσών ήταν η Νεάπολη. Η συνοικία αυτή βρισκόταν στα βόρεια της Αγοράς και στο ψηλότερο σημείο της δέσποζε το εξαιρετικό θέατρο της πόλης. Φυσικά, και σε αυτή την περιοχή εμφανίζονται χώροι λατρείας, όπως το ιερό του Απόλλωνα, οι ναοί του Ηρακλή και της Δήμητρας και της Κόρης, μιας λατρείας εξαιρετικά αγαπητής στους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας.

Παρά την ύπαρξη του λιμανιού, στο οποίο τελικά οφείλει τη μεγάλη της δύναμη η πόλη των Συρακουσών, οι κάτοικοί της δεν ασχολούνταν με τη ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Αντιθέτως, προτιμούσαν να εκμεταλλεύονται τα εξαιρετικά εύφορα –λόγω της ηφαιστειακής σύστασής τους- εδάφη της «χώρας», δηλαδή της περιοχής που βρισκόταν γύρω από την πόλη όπου καλλιεργούσαν τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγαν. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι οι Συρακούσες ήταν μια πολύ πλούσια πόλη, όπως σημειώνει και ο Ρωμαίος ιστορικός Στράβων (6.2.4).

Οι Συρακούσες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας και της Μεσογείου γενικότερα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου απέκρουσαν την επίθεση των Αθηναίων, γεγονός που σήμανε την αρχή του τέλους για την κυριαρχία της πόλης των Αθηνών. Η στρατηγική της θέση οδήγησε στον τειχισμό της πόλης από νωρίς και τελικά τα τείχη της έφτασαν να είναι μεγαλύτερα σε μήκος από εκείνα της Ρώμης (33,2 χλμ.).

Ας ασχοληθούμε, όμως, με την πολιτική κατάσταση στις Συρακούσες κατά την Ελληνιστική περίοδο. Κατ’ αρχήν, οι Συρακούσιοι απέκρουσαν δύο σφοδρές επιθέσεις των Καρχηδονίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να συνάψουν ειρήνη με τον ηγέτη της πόλης Τιμολέοντα, ο οποίος πεθαίνοντας το 337 π.Χ. είχε καταφέρει πλέον να ισχυροποιήσει τις Συρακούσες. Το 316 π.Χ. ανέλαβε την εξουσία ο Αγαθοκλής με βίαιο τρόπο και μετέτρεψε το πολίτευμα σε τυραννία. Ο Αγαθοκλής απέβλεπε στην δημιουργία ενός ισχυρού κράτους με κέντρο τις Συρακούσες και σύντομα στράφηκε κατά των Καρχηδονίων που ήταν το ισχυρότερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες του. Αφού απέτυχε να τους νικήσει στην Σικελία αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Αφρική. Συμμάχησε με τον τύραννο της Κυρήνης Οφέλλα και εξεστράτευσε στα εδάφη της Καρχηδόνας. Αφού κατέλαβε κάποιες πόλεις διέκοψε την εκστρατεία και επέστρεψε στην Σικελία γιατί ο Οφέλλας σταμάτησε να τον στηρίζει και επιπλέον είχε επαναστατήσει η πόλη του Ακράγαντα στην Σικελία. Με την επιστροφή του συνέχισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Σικελία καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού. Στην συνέχεια στράφηκε κατά των Βρεττίων της Νότιας Ιταλίας προσαρτώντας έναν τμήμα στο κράτος του. Ο Αγαθοκλής πέθανε το 289 π.Χ. έχοντας δημιουργήσει ένα μεγάλο κράτος. Μετά τον θάνατό του το κράτος των Συρακουσών εξασθένησε και αντιμετώπισε νέες εισβολές των Καρχηδονίων. Μπροστά στον νέο κίνδυνο οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας κάλεσαν για βοήθεια τον Πύρρο που εκείνη την περίοδο πραγματοποιούσε εκστρατεία στην Μεγάλη Ελλάδα. Ο Πύρρος νίκησε τους Καρχηδόνιους οι οποίοι είχαν φτάσει πάλι να απειλούν τις Συρακούσες, κατέλαβε την πόλη τους Έρυκα και τους περιόρισε στην πόλη Λιλύβαιο στα δυτικά του νησιού. Στην συνέχεια όμως εκδήλωσε ηγεμονικές διαθέσεις με αποτέλεσμα να στραφούν πολλές σικελικές πόλεις εναντίον του. Μετά τη δημιουργία εχθρικού κλίματος στην Σικελία εναντίον του, ο Πύρρος αποχώρησε και συνέχισε τις επιχειρήσεις του στην Ιταλία.

Μετά την πολιτική αστάθεια που ακολούθησε για κάποια περίοδο, το 275 π.Χ. αναλαμβάνει την εξουσία ο Ιέρων Β΄, στρατηγός του Πύρρου. Ο Ιέρων αρχικά αντιμετώπισε τους Μαμερτίνους, ομάδα μισθοφόρων από την Καμπανία, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Μεσσήνη και πραγματοποιούσαν επιδρομές στις γύρω περιοχές. Για να τους αντιμετωπίσει έκλεισε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους και μετά από σειρά επιχειρήσεων κατάφερε να τους περιορίσει. Τότε αυτοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρώμης. Η εμπλοκή της Ρώμης στη Σικελία οδήγησε στον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Ιέρων στο διάστημα αυτό έκλεισε ειρήνη με τη Ρώμη και κατάφερε να διατηρήσει τις κτήσεις του. Στην συνέχεια συμμάχησε με την Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διατηρούσε έναν πολύ δυνατό στόλο και είχε στο πλευρό του τον μεγάλο μαθηματικό και μηχανικό της αρχαιότητας, τον Αρχιμήδη, ο οποίος με τις εφευρέσεις του προσπαθούσε να βοηθήσει όχι μόνο την καθημερινότητα των πολιτών αλλά και να ενισχύσει την άμυνα των Συρακουσών.

Ο Ιέρων πέθανε το 215 π.Χ. και αφού ο γιος του και διάδοχός του, ο Γέλων Β΄, είχε πρόωρα πεθάνει, τον διαδέχτηκε ο νεαρός εγγονός του, ο Ιερώνυμος ο οποίος δολοφονήθηκε ένα χρόνο μετά από φιλορωμαϊκή συνωμοσία. Μετά τον θάνατο και του διαδόχου του Ιέρωνα, η στάση της πόλης έγινε εχθρική προς τη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι τότε πολιόρκησαν τις Συρακούσες με τις λεγεώνες τους, υπό την αρχηγία του υπάτου Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου, και τις κατέλαβαν το 212 π.Χ. μετά από πολιορκία ενός έτους, χάρη στην προδοσία ενός Ίβηρα μισθοφόρου. Η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία αυτής της κατάληψης είναι ο θάνατος του μεγάλου Αρχιμήδη.

Η ιστορία της πόλης δεν τελείωσε, φυσικά, με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Μέχρι σήμερα οι Συρακούσες συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο, μια πόλη που πέρασε από πολλές περιπέτειες αλλά ποτέ δεν έχασε την αίγλη της. Οι κάτοικοί της ακόμα αισθάνονται την ελληνική τους καταγωγή και ζουν στη σκιά των αρχαίων ναών.

Πέργαμον

Η πόλη δεσπόζει σαν φρούριο στην πλαγιά όπου είναι χτισμένη και κυριαρχεί στο τοπίο γύρω της. Για μια τόσο σημαντική μητρόπολη της αρχαιότητας, ιδιαίτερα ευνοημένη από ελληνιστικούς βασιλείς αλλά και ρωμαίους κατακτητές αργότερα, ήταν άξια θέση. Κάτω από αυτήν κυλάει ο ποταμός Bakırçay, στην αρχαιότητα Κάικος, για να καταλήξει μερικά χιλιόμετρα δυτικότερα στο Αιγαίο. Μέσω αυτού έφταναν οι εμπορικοί δρόμοι από το Αιγαίο ως τα βάθη της Μ. Ασίας. Η θέση της πόλης ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή τόσο για τον έλεγχο αυτού του περάσματος, όσο και επειδή απέφευγε τις επιδρομές των πειρατών. Λιμάνι υπό τον έλεγχο της μεγαλύτερης πόλης ήταν η Ελαία, μια κωμόπολη στις εκβολές του ποταμού. Αλλά στη μεγάλη περίοδο της ακμής της ήλεγχε πολύ μεγαλύτερη έκταση, ως πρωτεύουσα του βασιλείου της Περγάμου.

Το Πέργαμον σαν μεγαλόπρεπη κλίμακα απλωνόταν σε τρία επίπεδα στην πλαγιά, χτισμένη ως επί το πλείστον χωρίς ορθολογικό σύστημα αλλά με βάση το ίδιο το απότομο ανάγλυφο [4]. Ψηλά η ακρόπολη με τα παλάτια, το οπλοστάσιο, βασικά ιερά και βέβαια το μεγάλο κέντρο της γνώσης, τη Βιβλιοθήκη, ένα ηρώο για τους νεκρούς βασιλείς, η Άνω Αγορά με το ναό του Ερμή, το ιερό Δήμητρας.

Στο μεσαίο τμήμα δέσποζε το μεγάλο Γυμνάσιο, χώρος άσκησης σώματος και πνεύματος για τους νέους της πόλης. Εκεί ήταν το πολιτικό κέντρο με το Βουλευτήριο, η καρδιά της οικονομίας της πόλης με διάφορα εργαστήρια, ενώ δεν έλειπαν και οι πολυτελείς οικίες. Το χαμηλότερο κομμάτι ήταν το μόνο τμήμα χτισμένο κατά το ιπποδάμειο σύστημα, αφού μόνο εκεί ήταν αυτό δυνατόν. Εκεί συναντά κανείς κυρίως τα σημαντικά ρωμαϊκά κτήρια: γυμνάσιο και στάδιο, θέατρο, η λεγόμενη Κόκκινη Βασιλική, η Κάτω Αγορά.

Στα αρχαία κατάλοιπα της πόλης, τα κινητά που βρίσκονται σε μουσεία και αυτά που ακόμα δεσπόζουν στο λόφο, είναι γραμμένη η ιστορία της, μια ιστορία που ακολουθεί τα βήματα σημαντικών προσωπικοτήτων στους αιώνες, αρχίζοντας από τον κοσμοκράτορα Μ. Αλέξανδρο. Άλλωστε μια μυθική συγγένεια συνέδεε τον Τημενίδη βασιλιά με τον Τήλεφο, γιο του Ηρακλή και της Αυγής από την Τεγέα και μυθικό βασιλιά της Μυσίας. Μετά το πέρασμά του λοιπόν η πόλη άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία· ο μεγάλος στρατηλάτης την οχύρωσε και σε αυτήν έμεινε για ένα διάστημα η σύζυγός του Βαρσίνη με το γιο τους Ηρακλή. Πριν από αυτά η πόλη ήταν η μάλλον ασήμαντη έδρα της οικογένειας των Γογγυλιδών, εξόριστων από την Ερέτρια που έγιναν σύμμαχοι των Περσών.

Η πόλη έγινε το 281 π.Χ. πρωτεύουσα του αυτόνομου κράτους που ιδρύθηκε από το Φιλέταιρο, πρώην διοικητή της περιοχής υπό τον Λυσίμαχο, που είχε αναδειχτεί κυρίαρχος της Θράκης και της Μ. Ασίας μετά τη μάχη της Ιψού. Ο θάνατος των δύο διεκδικητών της περιοχής, του Σελεύκου Α΄ και του Λυσιμάχου, προκάλεσε ένα κενό εξουσίας που έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Φιλέταιρος δημιουργώντας το αυτοδιοίκητο κράτος του.

Ο Φιλέταιρος φρόντισε για την επέκταση της πόλης και του τείχους. Επίσης έχτισε το ναό της Αθηνάς Νικηφόρου, το ιερό της Δήμητρας, το βορειότερο παλάτι της ακρόπολης που αργότερα στέγαζε τη φρουρά της πόλης. Ακόμα δεν είχε τον τίτλο του βασιλιά, ούτε ο διάδοχός του Ευμένης Α΄ που κυβέρνησε ως το 241 π.Χ.

Η επακόλουθη περίοδος είναι αυτή της μακράς βασιλείας του Αττάλου Α΄ (241-197 π.Χ.) που εγκαινιάζει τη βασιλική δυναστεία. Χάρη στις νίκες του κατά των Γαλατών και ονομάζεται ‘σωτήρ’. Το Πέργαμον αποδείχτηκε πολλές φορές αποτελεσματικό προπύργιο κατά των Γαλατών. Για τη νομιμοποίηση της εξουσίας και της δυναστείας του, πλάστηκε ο μύθος με τον Τήλεφο ως προπάτορα των Ατταλιδών, ώστε να κατοχυρώσουν θεϊκή καταγωγή και συγγένεια με τη Μακεδονική δυναστεία μέσω του Ηρακλή. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. χτίζεται το εντυπωσιακό θέατρο στην ακρόπολη, μπροστά από αυτό μια μακρόστενη πλατεία που στο άκρο της είχε ναό του Διονύσου. Αυτό είναι σίγουρα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα για την εικόνα της πόλης.

Η ναυτική δύναμη του βασιλείου ενισχύθηκε όταν το 210 π.Χ. το Αιτωλικό Κοινό πούλησε την Αίγινα στο Πέργαμο κάνοντάς τη ναυτική βάση των Ατταλιδών. Λίγα χρόνια μετά σημειώθηκε η επίθεση του Φιλίππου Ε΄ κατά του Περγάμου, μια αντιπαράθεση που έφερε τους Ρωμαίους σε ευμενή θέση απέναντι στο Πέργαμον, εγκαινιάζοντας μια σειρά διπλωματικών επαφών με τη νέα δυτική δύναμη.

Η επόμενη περίοδος ήταν αυτή της μεγάλης πολιτιστικής ακμής και πολιτικής δύναμης του βασιλείου, όταν έγινε Ευμένης Β΄ βασιλιάς του Περγάμου. Με απόφασή του μέρος των κατοίκων μικρών πόλεων στη ‘χώρα’ της Περγάμου (όπως η Τευθρανία, τα Αλίσαρνα, το Γάμβριο, το Παλαιογάμβριο και το Παρθένιο) μετοίκησαν στην πρωτεύουσα ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε περίπου 150.000. Ωστόσο το βασίλειο εξαρτάται πολιτικά όλο και περισσότερο από τη Ρώμη, η οποία απέβλεπε σε εδαφικές προσαρτήσεις και στα κυρίως οικονομικά οφέλη από τις επεμβάσεις της στη Μ. Ασία. Η φιλορωμαϊκή στάση του Περγάμου προφανώς ενόχλησε αρκετούς Έλληνες.

Μία επίθεση που δέχτηκε ο βασιλιάς στάθηκε η αφορμή για τον Γ΄ Μακεδονικό Πόλεμο, που έληξε με την οριστική προσάρτηση της Μακεδονίας στο Ρωμαϊκό κράτος.

Επί Ευμένη Β΄ έγινε η διαμόρφωση του ιερού της Αθηνάς στην ακρόπολη με τη μεγάλη πλατεία και το μνημειακό πρόπυλο, ενώ αναπτύχθηκε το ιερό του Ασκληπιού. Σημαντικότερα ακόμη είναι ο βωμός του Δία στην ακρόπολη, από τα σπουδαιότερα και διασημότερα έργα της ελληνιστικής πλαστικής που σηματοδοτεί μια ολόκληρη σχολή γλυπτών, καθώς και η Βιβλιοθήκη και το Γυμνάσιο της μέσης πόλης. Ειδικά για τη Βιβλιοθήκη, χτισμένη στη βόρεια στοά του ιερού της Αθηνάς, οι πηγές αναφέρουν πολύ μεγάλο πλούτο σε χειρόγραφα (περίπου 20.000). Αργότερα θα λεχθεί πως ο Μάρκος Αντώνιος χάρισε όλους τους τόμους της Βιβλιοθήκης του Περγάμου στην Κλεοπάτρα, για να αντικαταστήσει το υλικό που είχε καταστραφεί κατά την πυρκαγιά της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας το 47 π.Χ.

Ξεχωριστή θέση αξίζει και στο μεγάλο γυμνάσιο της πόλης, χτισμένο στο μεσαίο τμήμα της, στα νοτιοδυτικά του ιερού της Δήμητρας. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό τριμερές κτήριο, χωρισμένο σε Άνω, Μεσαίο και Κάτω Γυμνάσιο ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες των ασκούμενων: παίδες, έφηβοι και νέοι γύμναζαν νου και σώμα στα τρία επίπεδα του Γυμνασίου αντίστοιχα. Το συγκρότημα με τη μεγάλη παλαίστρα, τον ξυστό και τις αίθουσες για προετοιμασίες και για διδασκαλία, συμπλήρωναν μια σειρά μικρών ιερών, ένα ωδείο και λουτρά.

Τα επόμενα είκοσι χρόνια βασίλεψε ο Άτταλος Β΄ (158-138 π.Χ.), που ήταν και σύμβουλος του Ευμένη Β΄ όσο εκείνος βασίλευε, συνεχίζοντας τη φιλορωμαϊκή πολιτική. Στα έργα του συγκαταλέγονται η ίδρυση της Αττάλειας στα νότια της σημερινής Τουρκίας και η διάσημη εμπορικού χαρακτήρα διώροφη στοά που έχτισε στην αγορά της Αθήνας.

Βέβαια τη φιλορωμαϊκή πολιτική θα ξεπεράσει ο διάδοχός του και τελευταίος βασιλιάς του Περγάμου, Άτταλος Γ΄, ο οποίος με μια ιδιότυπη διαθήκη κληροδοτεί το βασίλειο του Περγάμου στη Ρώμη. Αυτή η κίνηση εξασφάλισε ευνοϊκή μεταχείριση από τους Ρωμαίους ρυθμιστές της Μεσογείου, με αποτέλεσμα να γίνει η έδρα διοίκησης της επαρχίας της Ασίας το 129 π.Χ.

Παραδόξως τον επόμενο αιώνα, κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους, η πόλη συντάσσεται με τον Πόντιο βασιλιά και βέβαια πληρώνει το τίμημα μετά την ήττα του, όπως δείχνουν εκτεταμένες καταστροφές στην πόλη στο πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. Η ανάκαμψη της πόλης δεν άργησε όμως, όπως φαίνεται από ένα ηρώο χτισμένο τον ίδιο αιώνα που ανήκε σε έναν επιφανή πολίτη, τον Διόδωρο Πάσπαρο.

Η ξεχωριστή θέση της πόλης στη ρωμαϊκή επικράτεια φαίνεται από τις φορολογικές απαλλαγές που απολάμβανε, και από το ότι το 29 π.Χ. γίνεται έδρα του Κοινού της Ασίας. Κηρύσσεται ελεύθερη πόλη, μόνο ως προς τη ρύθμιση των εσωτερικών της υποθέσεων βέβαια. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει αφενός μια εποχή ευεργεσιών από επιφανείς Ρωμαίους, αφετέρου η περίοδος των αντιπαραθέσεων με την Έφεσο και τη Σμύρνη, τις άλλες μεγάλες μικρασιατικές πόλεις, για την τιμή της νεωκορίας. Έτσι είχε δυο φορές την τιμή να αποκτήσει ναούς αυτοκρατορικής λατρείας, του Αυγούστου και του Τραϊανού.

Ο Αδριανός ειδικά άλλαξε την εικόνα της πόλης: ολοκλήρωσε το Τραϊανείο, ξανάχτισε το ιερό του Ασκληπιού κάνοντας μια επέκταση με βεσπασιανές, θέατρο και βιβλιοθήκη, ενώ έχτισε το τεράστιο τέμενος των Αιγυπτίων θεών –το οποίο αργότερα επί Δομιτιανού μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, τη λεγόμενη Κόκκινη Βασιλική. Την εποχή του ανήκουν ακόμη το ρωμαϊκό θέατρο της Κάτω Πόλης, το Αμφιθέατρο, το στάδιο και πολλές πολυτελείς επαύλεις στη Μέση Πόλη.

Το Πέργαμον έχασε την υψηλή προνομιακή της θέση -και μαζί με αυτήν μέρος της έκτασης και της πολιτικής της επιρροής- όταν μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Καρακάλλα (περίοδος) καταργήθηκαν πολλά από τα προνόμια που εκείνος της είχε παραχωρήσει, με αποτέλεσμα η πόλη να εξεγερθεί. Παρέμεινε ασφαλώς μια μητρόπολη της Ασίας μαζί με την Έφεσο, τη Σμύρνη και τις Τράλλεις. Η κατοίκηση της πόλης συνέχισε όλους τους επόμενους αιώνες, μέχρι και σήμερα· το σύγχρονο Bergama απλώνεται στην κοιλάδα του Bakırçay κάτω από τα εντυπωσιακά μνημεία της ακρόπολης.

Σημαντικό πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο, το Πέργαμον άφησε ανεξίτηλα σημάδια της ιστορίας του στο τοπίο και στους χιλιάδες μικρούς θησαυρούς που θάφτηκαν στη γη. Ως πνευματικό κέντρο ήταν η έδρα μιας υψηλής αισθητικής σχολής γλυπτικής που αποτέλεσε την κορύφωση του λεγόμενου ‘ελληνιστικού μπαρόκ’. Επίσης, με τη διάσημη Βιβλιοθήκη που ανταγωνιζόταν αυτή της Αλεξάνδρειας, ήταν πόλος έλξης για φιλοσόφους όπως τον Αίλειο Αριστείδη.

Την οικονομική δύναμη του βασιλείου και της πόλης αποδεικνύουν τα δύο νομισματοκοπεία, αυτό της πόλης και το βασιλικό. Το νομισματοκοπείο το Περγάμου έκοβε κυρίως χάλκινα νομίσματα, με εικονογραφία σχετική με τη λατρεία της Αθηνάς, του Ασκληπιού και του Δία. Αργυρές κοπές πραγματοποιούνταν μόνο στο νομισματοκοπείο των Ατταλιδών.

Πριήνη

Ακόμα και μια μικρή πόλη των παραλίων της Μ. Ασίας, με μόλις 6000 κατοίκους στην περίοδο ακμής της, έχει να υπερηφανευτεί για τη σχέση της με σημαντικές προσωπικότητες της ιστορίας. Η Πριήνη ήταν η πατρίδα ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, τον Βία, δεινό ρήτορα και διάσημο για το ότι ήταν δίκαιος, και βέβαια τον Μ. Αλέξανδρο, στον οποίο χρωστούσε την απελευθέρωσή της από το Περσικό κράτος και την ανοικοδόμηση ενός από τους πιο ιδιαίτερους ναούς της περιοχής, αυτόν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης.Δεν πιστεύει κανείς εύκολα σήμερα πως η πόλη κατά την αρχαιότητα ήταν παραθαλάσσια, απέναντι από τη Μίλητο. Ο ποταμός Μαίανδρος έχει γεμίσει απέραντες εκτάσεις του κόλπου με τις επιχώσεις του και τις έχει μετατρέψει σε στεριά, μεταφέροντας την ακτογραμμή πολλά χιλιόμετρα δυτικότερα.

Η προηγούμενη πόλη εικάζεται πως βρισκόταν κοντά στο τότε δέλτα του ποταμού και πολύ κοντά στη νέα, ως και σήμερα ορατή πόλη. Ίσως από αυτή τη γειτνίαση προκύπτει η υπερηφάνεια των κατοίκων της πως δεν είχαν μετοικήσει ποτέ αλλά ήταν γηγενείς. Βέβαια και αυτή η πόλη ίσως να μην ήταν στην ίδια θέση όπου ιδρύθηκε κατά την αποίκηση της περιοχής τον 10ο αι. π.Χ. –από Θηβαίους αποίκους. Ωστόσο για την παλαιότερη ή τις παλαιότερες θέσεις, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ως το 330 π.Χ. οι γραπτές πηγές και οι επιγραφές δεν αποκαλύπτουν πολλά για την ιστορία της πόλης.

Είναι θαυμαστό πώς παρόλες τις επιδρομές διαφόρων λαών και την τελική υποταγή από τον Κύρο στο Περσικό κράτος, το 545 π.Χ., κατάφερε να συμμετέχει στην Ιωνική Επανάσταση με 12 πλοία· με όλες τις καταστροφές και πιθανές ερημώσεις της πόλης, κατείχε μια σχετική ναυτική δύναμη.

Νέα καταστροφή επήλθε με την ατυχή για τις ελληνικές πόλεις έκβαση της επανάστασης, απελευθερώθηκε όμως με τη νίκη των Ελλήνων στους Περσικούς Πολέμους. Ενίοτε εμφανιζόταν στους καταλόγους της Αθηναϊκής Συμμαχίας, κατά τον 5ο αι. π.Χ., ενώ το 387 π.Χ. επανήλθε στο Περσικό κράτος.

Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. αποφασίστηκε να γίνει η μεταφορά της πόλης, ίσως λόγω των πλημμυρών και των επιχώσεων του Μαιάνδρου, στις πλαγιές του όρους Μυκάλη. Αυτή είναι η πόλη που έχει τόσο επιμελώς ερευνηθεί από τον 18ο αι. ήδη: πρώτα από την Dilettante Society και αργότερα από Γερμανούς αρχαιολόγους. Αν και το έδαφος έχει έντονη κλίση, διαμορφώθηκε έτσι ώστε να φιλοξενήσει το καλά μελετημένο ιπποδάμειο σύστημα δρόμων, το οποίο δεν βασίζεται απλώς σε κάθετα τεμνόμενους δρόμους αλλά στη χρήση συγκεκριμένων ‘ιερών’ αναλογιών. Τι σημαίνει αυτό; Ως πρότυπο χρησιμοποιήθηκε η τετρακτύς, το ιερό σύμβολο των Πυθαγορείων για την αρμονία στις αναλογίες του κόσμου. Πρώτη αναλογία είναι η 1:2, που συναντάται στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος και συμβολίζει την υπεροχή του θείου πάνω από όλα τα εγκόσμια. Μετά είναι η αναλογία 2:3 που εφαρμόστηκε στην αγορά της Πριήνης, σύμβολο της κοινωνίας, της πολιτείας. Και τελευταία είναι η θέση για το άτομο, η αναλογία των οικοδομικών νησίδων με τα ιδιωτικά σπίτια, 3:4. Ένα τόσο καλά μελετημένο και με ιδιαίτερο συμβολισμό σύστημα δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ήδη δομημένη περιοχή· η μεταφορά της πόλης ήταν αφορμή για την εκτέλεση αυτού του σχεδίου.

Το πέρασμα του Μ. Αλεξάνδρου από την περιοχή σηματοδότησε την αρχή της ακμής της πόλης. Δεν είναι τυχαίο το ότι βρέθηκε ιερό αφιερωμένο σε αυτόν, ο λεγόμενος ‘ιερός οίκος’ με άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου, στα δυτικά της πόλης. Αυτός την απελευθέρωσε από την Περσική Αυτοκρατορία, όπως έκανε και με άλλες ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας. Εντυπωσιασμένος από το σχέδιο του ναού της Αθηνάς, έργο του διάσημου αρχιτέκτονα Πύθεου, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή του, γεγονός που σώζεται σε επιγραφή –μάλιστα την πρώτη στην οποία αναφέρεται ως βασιλιάς! Έτσι έχουμε την ακμαιότερη φάση της πόλης, την ελληνιστική. Η ως επί τον πλείστον καλή διατήρηση των μνημείων της και οι εδώ και δεκαετίες διενεργούμενες ανασκαφές επιτρέπουν μια αρκετά ικανοποιητική ανασύνθεση της πόλης γι’ αυτήν την περίοδο .Το τείχος περιέβαλλε ολόκληρη την πόλη, καθώς και ένα μεγάλο άκτιστο τμήμα στα βόρεια και την ακρόπολη στα βορειοδυτικά. Από τις τρεις πύλες η δυτική οδηγούσε κατευθείαν στην κεντρική οδό που διέτρεχε το βόρειο τμήμα της αγοράς, η ανατολική βρισκόταν βορειότερα, στο ύψος του θεάτρου, ενώ υπήρχε και μια μικρότερη στα νοτιοανατολικά. Η ακρόπολη ήταν και ξεχωριστά τειχισμένη. Η μεγάλη άκτιστη έκταση αποτελούσε τόπο διαφυγής για τους κατοίκους της υπαίθρου σε περίπτωση κινδύνου.

Το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της πόλης ήταν όπως σε κάθε ελληνιστική πόλη η αγορά της, που περιβαλλόταν από στοές και ιερά, εμπορικά και διοικητικά κτήρια. Στα νοτιοανατολικά της αγοράς ένα μικρό τέμενος παλαιότερα συνδεόταν λόγω της μορφής και των λεπτομερειών του ναού και αυτό με τον αρχιτέκτονα Πύθεο και ταυτιζόταν με ιερό του Δία, πλέον της αναγνωρίζεται πως ήταν αφιερωμένο στον Ασκληπιό. Χτισμένο στα μέσα ή στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. μπορεί πλέον να γίνει πιστή αναπαράσταση της αρχικής του μορφής. Στα βορειοανατολικά της αγοράς χτυπούσε η καρδιά της πολιτικής ζωής της δημοκρατικής Πριήνης: βουλευτήριο και πρυτανείο πιστοποιούν το πολίτευμα της πόλης. Στο βόρειο άκρο της πόλης συναντάμε το θέατρο της πόλης, χτισμένο από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., με ρωμαϊκές μετασκευές και πλέον αναστηλωμένο. Ανάμεσα σε αυτό και στο βουλευτήριο βρισκόταν το παλαιότερο άνω γυμνάσιο της πόλης, όπου αθλούνταν και εκπαιδεύονταν οι νέοι της πόλης από την εποχή της ίδρυσής της. Αργότερα, στην περίοδο ακμής του 2ου αι. π.Χ., ένα μεγαλύτερο και πληρέστερο γυμνασιακό συγκρότημα χτίστηκε στο νότιο άκρο της πόλης: εκεί σώζονται ακόμα η παλαίστρα, το στάδιο και οι λουτρικές εγκαταστάσεις του.

Από όλα τα ιερά της πόλης το σημαντικότερο είναι αυτό της Αθηνάς Πολιάδος, στο δυτικό τμήμα της Πριήνης. Ο ναός ήταν έργο σε σχέδιο του Πύθεου που ακόμα και 3 αιώνες μετά χαρακτηριζόταν εφάμιλλο του Παρθενώνα, πράγμα όχι περίεργο για πόνημα του αρχιτέκτονα που συνδέεται με το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και ίσως και με το ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ της Αιγές. Ο ναός εντυπωσίασε τον Μ. Αλέξανδρο τόσο ώστε να παρακινηθεί να τον χρηματοδοτήσει. Για το χτίσιμό του, το οποίο διήρκεσε δύο αιώνες από τα μέσα του 4ου ως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., δημιουργήθηκε ένα άνδηρο με έναν ισχυρό αναλημματικό τοίχο στο κέντρο περίπου της πόλης. Ήδη αναφέρθηκε το οικιακό ιερό αφιερωμένο στον Μ. Αλέξανδρο. Πέρα από αυτό, χώρος ήταν αφιερωμένος σε θεότητα στα βόρεια της πόλης, ακριβώς έξω από την κατοικημένη περιοχή. Η Δήμητρα και η Κόρη λατρεύονταν εκεί. Οι αιγύπτιοι θεοί είχαν κι αυτοί μια τιμητική θέση στην πόλη, ανατολικότερα του άνω γυμνασίου.

Η Πριήνη είναι βέβαια σημαντικότατη θέση για τις πληροφορίες που της παρέχει σχετικά με την καθημερινή ζωή των πολιτών. Τα σπίτια της είναι άριστα οργανωμένα στο πολεοδομικό σύστημα και πλήρως εξοπλισμένα, αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλα. Φαίνεται πως προτιμούσαν να είναι πλήρης ως της τα πρακτικά ζητήματα αλλά όχι απαραίτητα και ως της την πολυτέλεια, αν και μετασκευές της ελληνιστικής εποχής δείχνουν τη διάθεση της εποχής για επίδειξη πλούτου. Αν και λιτό στο σχέδιο και στον εξοπλισμό, κάθε σπίτι είχε της απαραίτητες ανέσεις της εσωτερική αυλή, αποθηκευτικούς χώρους, ανδρώνα, ακόμα και λουτρό· η πόλη διέθετε πολύ καλά μελετημένο και εκτελεσμένο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης.

Η πόλη ήταν μια αυτάρκης και ακμάζουσα πόλη κατά την ελληνιστική εποχή. H φυσική ροή των πραγμάτων δεν συγκινείται από αυτό. Από τον 1ο αι. π.Χ. ήδη ο ποταμός Μαίναδρος είχε καταστήσει την Πριήνη πόλη της ενδοχώρας, από λιμάνι που ήταν. Η απώλεια της της προνομιακής θέσης πρέπει να προκάλεσε μετανάστευση του πληθυσμού της την κοντινή Μίλητο. Βέβαια και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κατοικούταν η πόλη, της φαίνεται από της μετασκευές στο θέατρο και από ένα άγαλμα του Ιουλίου Καίσαρα που βρέθηκε στα αφιερώματα του ναού της Αθηνάς. Και αργότερα υπήρχε κατοίκηση· ο ναός είχε μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική, ενώ έχει ανασκαφεί και μια συναγωγή. Δεν έφτασε ποτέ ξανά εκείνο το επίπεδο και η περιοχή εγκαταλείφθηκε εντελώς μετά τον 13ο αι., αφού είχε περιέλθει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων.

Μίλητος

Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, η ίδρυση της ιωνικής πόλης της Μιλήτου τοποθετείται τον 11ο αι. π.Χ., ωστόσο αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διαθέτουμε από πολύ μεταγενέστερη εποχή. Διάφορες μαρτυρίες υπάρχουν για τον αποικισμό της, συνήθως γίνεται λόγος για Ίωνες αποίκους που ξεκίνησαν από την Αθήνα με επικεφαλής και οικιστή το Νηλέα –μνημείο του οποίου χτίστηκε έξω από την Ιερά Πύλη στα νότια.

Η αρχαϊκή εποχή φαίνεται πως ήταν μια εποχή συνεχών μεταβολών στο πολιτικό γίγνεσθαι της περιοχής και της πόλης. Από το πολίτευμα της βασιλείας η πόλη πέρασε στην ολιγαρχία, μετά στην τυραννία και ξανά στην ολιγαρχία. Όσο μπορούσαν οι Μιλήσιοι διατηρούσαν την ειρήνη με το Λυδικό κράτος και μετά με το Περσικό, σε βαθμό που το 546 π.Χ., μετά από σύναψη ειρήνης με τον Κύρο, να παραμείνουν ουδέτεροι στην κατάληψη της Μ. Ασίας από τους Πέρσες. Αργότερα βέβαια ένας Μιλήσιος, ο Αρισταγόρας, ώθησε τους Ίωνες της περιοχής στο να επαναστατήσουν κατά των Περσών, ξεκινώντας την Ιωνική Επανάσταση.

Αυτή η πράξη δεν έμεινε ατιμώρητη από τους νικητές Πέρσες: το 494 π.Χ. κατέστρεψαν την πόλη και άρπαξαν το άγαλμα του Απόλλωνα Διδυμαίου. Εκείνη την περίοδο η Μίλητος καταλάμβανε μια αρκετά μεγάλη έκταση από το λόφο Kalabaktepe, την ακρόπολη του οικισμού, ως το Λιμάνι των Λεόντων. Δεν είναι γνωστό πόσο πυκνοκατοικημένη ήταν αυτή η περιοχή, μάλλον όμως δεν καταλάμβαναν οικοδομήματα όλη αυτήν την έκταση. Έχει σωθεί οχυρωματικό τείχος με πύργους από το β’ μισό του 7ου αι. π.Χ. που πιθανώς εκτεινόταν ως τα νότια της χερσονήσου και περιλάμβανε διπλή οχύρωση της ακρόπολης Kalabaktepe.

Τα σημαντικότερα κτήρια της εποχής ήταν αφιερωμένα στους θεούς. Ο ναός του Απόλλωνα Δελφινίου στην περιοχή του λιμανιού των Λεόντων διατηρήθηκε και μετά την καταστροφή από τους Πέρσες το 494 π.Χ. αλλά ελάχιστα κατάλοιπα από το υπαίθριο τέμενος και το βωμό αποδίδονται σε αυτήν την εποχή.

Γενικά οι αρχαιολογικές έρευνες δεν απέδωσαν πολλά ευρήματα από τα κτίσματα της εποχής, που μάλλον ήταν ιωνικοί μαρμάρινοι ναοί: ο ναός της Αθηνάς στο κέντρο της χερσονήσου, ο ναός του Διονύσου και ο ναός –της Αρτέμιδος;- στο Kalabaktepe. Φυσικά δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο περίφημος ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, έξω από την πόλη της Μιλήτου, που έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος ιωνικός περίπτερος ναός της Μ. Ασίας.

Η πόλη στους επόμενους αιώνες δεν ήταν ποτέ πραγματικά ελεύθερη. Αμέσως μετά τους Περσικούς Πολέμους έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να συμμετέχει σε επιχειρήσεις στο πλευρό των Αθηναίων – όπως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και η Σικελική εκστρατεία- και πως οι Αθηναίοι μπορούσαν να επεμβαίνουν στις εξωτερικές και τις εσωτερικές υποθέσεις της πόλης. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τελικά η Μίλητος συντάχθηκε με τη Σπάρτη και αργότερα πέρασε σε περσική κατοχή. Την περίοδο ακριβώς πριν την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου βρισκόταν υπό την επιρροή των Εκατομνιδών, των σατραπών της Καρίας στα νότια.

Η δύναμη που πρέπει να είχε κατά την αρχαϊκή εποχή χάθηκε ανεπιστρεπτί, πράγμα που φαίνεται και από την καθυστέρηση στην ανοικοδόμησή της μετά την περσική καταστροφή του 494 π.Χ.: έφτασε ως το 479 π.Χ. για να γίνει με βάση το σχέδιο του ντόπιου Ιπποδάμου, του αρχιτέκτονα που θεωρείται ο θεμελιωτής του σχεδίου της τυπικής κλασικής ελληνικής πόλης –αν και το απλό σύστημα με ορθογώνια τεμνόμενους δρόμους δεν ήταν πρωτόγνωρο για την εποχή. Αυτό το σχέδιο περιλάμβανε ίσα οικοδομικά τετράγωνα χωρισμένα σε ίσα οικόπεδα –με διαφορά ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα της πόλης. Ακόμα και τα πολύ μεγαλύτερης έκτασης δημόσια κτήρια εντάσσονταν στο ίδιο σύστημα με τις οικιστικές νησίδες. Το δε τείχος της πόλης θα ξαναχτιζόταν πολύ αργότερα.

Από την κλασική εποχή σώζεται η Ιερή Πύλη στα νότια, από όπου ξεκινούσε η Ιερά Οδός προς το ναό του Απόλλωνα Διδυμαίου.Αυτήν την περίοδο ξαναχτίστηκε ο ναός της Αθηνάς. Το κέντρο της πόλης ήταν στα βόρεια, όπου βρίσκονταν το Δελφίνιο και η Βόρεια αγορά. Αυτή η αγορά ήταν το παλαιότερο πολιτικό κέντρο της πόλης και στα νοτιοδυτικά βρισκόταν το πρυτανείο της πόλης. Μια περίστυλη αυλή στα δυτικά ήταν η εμπορική αγορά. Σίγουρα η πόλη είχε διατηρήσει κάποια αίγλη και τους επόμενους αιώνες, όπως φαίνεται τουλάχιστον από το γεγονός ότι τα περισσότερα ορατά μνημεία της είναι της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως μετά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, στην οποία η πόλη είχε δεχθεί πολιορκία από τον μεγάλο στρατηλάτη και εν τέλει και τη μεγαλοψυχία του, στο να μην την καταστρέψει ολοσχερώς, η πόλη προσπάθησε να διατηρεί καλές σχέσεις με όλους τους Διαδόχους –όχι πάντα με επιτυχία. Αυτό σήμαινε πως άλλαζε συνεχώς σφαίρα επιρροής, ανάμεσα στους Σελευκίδες, τους Πτολεμαίους και τελικά τους Ρωμαίους, και πως δεν απέκτησε ποτέ ανεξαρτησία και ελευθερία ως πόλη. Ωστόσο φαίνεται πως είχε την άνεση να φροντίσει για τη μορφή της και τα ωραία δημόσια κτήρια και με τα τρία λιμάνια της, των Λεόντων, του Θεάτρου και της Αθηνάς, ήταν ένα σημαντικότατο λιμάνι της Ιωνίας. Και επιπλέον είχε τη δύναμη να ακολουθήσει πολιτική στρατιωτικού αποικισμού της περιοχής και σύσφιξης σχέσεων με τις άλλες ελληνικές πόλεις –εξαίρεση μεταξύ άλλων αποτελεί η Πριήνη, οι συγκρούσεις και αντιδικίες με την οποία κάλυψαν όλη την ελληνιστική εποχή.

Στο τοπογραφικό σχέδιο της πόλης πρώτα τραβούν το μάτι οι αγορές της. Είναι λογικό σε μια εμπορική πόλη να δεσπόζουν τα συγκροτήματα κτηρίων που στεγάζουν σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές συναλλαγές της. Έτσι έχουμε τη Βόρεια αγορά που γνώρισε αρκετές αλλαγές στην ελληνιστική εποχή και που από τον 2ο αι. π.Χ. περιλάμβανε το Βουλευτήριο της πόλης, το χτίσιμο του οποίου συνδέεται με το βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Δ΄ Επιφανή. Με χωρητικότητα 800-1200 θεατών πιθανότατα χρησίμευε και για μουσικές παραστάσεις.

Στη ρωμαϊκή εποχή ένας βωμός στο κέντρο της αυλής ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του αυτοκράτορα Αδριανού. Νοτιότερα από αυτό δεσπόζει η ελληνιστική Νότια Αγορά, πολύ μεγαλύτερη από την πρώτη, μάλιστα από τις μεγαλύτερες ελληνικές αγορές. Η μνημειακή διώροφη βόρεια πύλη της, χτισμένη στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, έχει ανασυσταθεί στο μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Την αγορά περιέβαλλαν καταστήματα, ενώ μια μεγάλη αποθήκη ήταν χτισμένη στα δυτικά της. Ένα Σεραπείον χτίστηκε ανάμεσα στην αγορά και την αποθήκη τον 2ο με 3ο αι. μ.Χ.

Στη νοτιοδυτική πλευρά του λιμανιού του Θεάτρου ήταν η Δυτική αγορά, η οποία συνδεόταν με το γυμνάσιο του Ευμένη. Σε επαφή με αυτήν ήταν το ιερό της Αθηνάς που ξαναχτίστηκε κατά την κλασική περίοδο. Γενικά οι αγορές της Μιλήτου στα ελληνιστικά χρόνια περιβλήθηκαν με στοές και μετατράπηκαν σε κλειστούς χώρους με σαφή οριοθέτηση και ένταξη στο σχεδιασμό της πόλης. Αποτελούν τα κύρια παραδείγματα των λεγόμενων στοών ιωνικού τύπου, που δηλαδή θυμίζουν κλειστά κτήρια ταυτόχρονα ενταγμένα και ξέχωρα από τον πολεοδομικό ιστό. Άλλο σημαντικό στοιχείο της πόλης είναι βέβαια τα λιμάνια. Στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης βρίσκεται το βαθύ και καλά προστατευμένο λιμάνι των Λεόντων. Τα λιοντάρια δεν θα απέτρεπαν τους εχθρούς μόνο με την όψη τους αλλά και με πιο πρακτικά μέσα: μια αλυσίδα τεντωμένη ανάμεσά τους έκλεινε την είσοδο του λιμανιού. Στο βορειότερο άκρο της χερσονήσου βλέπουμε τις καλά οργανωμένες οικοδομικές νησίδες που ακολουθούν το ιπποδάμειο σύστημα. Στην κορυφή του λιμανιού, σίγουρα ορατό από τη θάλασσα, βρίσκεται το ιερό του Απόλλωνα Δελφινίου και αρχείο της πόλης, που στην ελληνιστική εποχή επεκτάθηκε καθώς ο βωμός και οι εξέδρες με τα αφιερώματα του υπαίθριου ιερού περιβλήθηκαν από δωρικές στοές.

Η ρωμαϊκή του φάση περιλάμβανε έναν κυκλικό μονόπτερο ναό και μνημειακό πρόπυλο. Η σημασία του ιερού, πέρα από το ότι ήταν η αφετηρία της πομπής προς το ιερό του Απόλλωνα στα Δίδυμα, είναι τεράστια και για τον πλούτο των επιγραφών που διασώθηκε μέσα σε αυτό. Νοτιότερα του Δελφινίου ήταν το κεντρικό γυμνάσιο της πόλης, χτισμένο από έναν επιφανή πολίτη, τον Εύδημο, στο α’ μισό του 2ου αι. π.Χ. Ένα μνημειακό πρόπυλο στα νότια οδηγούσε στην ορθογώνια παλαίστρα. Οι κύριοι χώροι του βρίσκονταν στα βόρεια του συγκροτήματος. Φυσικά αυτό δεν ήταν το μόνο γυμνάσιο της πόλης, ούτε καν για την ελληνιστική εποχή. Αρχαιότερο ήταν αυτό που χτίστηκε αρκετά νοτιότερα και δυτικά, στα δυτικά του σταδίου με χορηγία του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄. Όμως η μορφή του από την ελληνιστική εποχή αλλοιώθηκε από τις ρωμαϊκές μετασκευές. Ρωμαϊκό είναι και το στάδιο, μια από τις χορηγίες της Φαυστίνας στην πόλη. Υπήρχαν και άλλα ρωμαϊκά γυμνάσια, συνήθως σε συγκρότημα μαζί με θέρμες, όπως οι θέρμες της Φαυστίνας κοντά στο λιμάνι του Θεάτρου, που αποκλίνουν από το σχέδιο της πόλης, τα συγκροτήματα θερμών-παλαίστρας του Humei Tepe στα βόρεια του Δελφινίου (επί εποχής Τραϊανού) και του Capito στα νότια του Δελφινίου. Το θέατρο δέσποζε πάνω από το λιμάνι που έχει πάρει την ονομασία του από αυτό το κτήριο. Ορατή είναι πλέον και μάλιστα σε πολύ καλή κατάσταση διατηρημένη η ρωμαϊκή του μορφή, αρκετά εντυπωσιακή με την πολυτελή πρόσοψη της σκηνής. Μόνο ένα μέρος του ακουμπά στο φυσικό έδαφος, το υπόλοιπο υποστηρίζεται από ψηλούς αναλημματικούς τείχους που δείχνουν την ικανότητα των ελληνιστικών και ρωμαίων αρχιτεκτόνων στον τομέα της μηχανικής.

Το θέατρο ήταν ένα πραγματικό κόσμημα για την πόλη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως και άλλα μικρότερα μνημεία που τη διακοσμούσαν διάσπαρτα στους δρόμους της: νυμφαία όπως αυτό στα νότια του γυμνασίου του Εύδημου, το μικρό και το μεγάλο μνημείο στην κορυφή του λιμανιού των Λεόντων, διάφορες στοές και ηρώα. Η πόλη εξακολούθησε να κατοικείται και κατά της επόμενες εποχές. Μάλιστα στα βυζαντινά χρόνια η ονομασία της είχε αλλάξει σε Παλάτι, ίσως για να χαρακτηρίσει τα εντυπωσιακά αρχαιότερα μνημεία που ήταν ακόμα ορατά στην περιοχή. Από αυτήν την ονομασία το μεταγενέστερο τουρκικό χωριό μετατράπηκε σε Balat. Αυτό το χωριό δεν υπάρχει πια.

Ύστερα από μια ιστορία πλούσια σε πολιτικές μεταβολές, πότε στη θύελλα αντιδικιών και πότε έχοντας την εύνοια των αρχόντων, η πόλη υπέκυψε στις δυνάμεις της φύσης για τελευταία φορά το 1955, όταν καταστράφηκε οριστικά από σεισμό.

Αφροδισιάς

Η πόλη βρίσκεται σε αρμονία με το εντυπωσιακό τοπίο που την περιβάλλει και δηλώνει τρανταχτά την ιστορία της με τα μνημεία που ακόμα και σήμερα σώζονται τόσο καλά. Η Αφροδισιάδα χτίστηκε στους πρόποδες όρους Baba Dağ (Σάλβακος), στην περιοχή της αρχαίας Καρίας στη σημερινή Τουρκία. Το σύγχρονο χωριό Geyre βρισκόταν πάνω στα κατάλοιπα της πόλης μέχρι τη δεκαετία του ’60, όταν μεταφέρθηκε περίπου 1,5 χλμ. στα δυτικά. Αυτή η συνύπαρξη δείχνει και εδώ, όπως σε τόσες άλλες περιοχές της Αν. Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, τη συνέχεια της ιστορίας και της μνήμης των ελληνιστικών πόλεων.

Ανασκαφές στην πόλη έγιναν αρχικά από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης (από τον διευθυντή Osman Hamdi Bey, το 1892), μετά από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών (υπό τον Andre Boulanger, το 1913) και αργότερα από ομάδα Ιταλών (με τους C. Jiacopi και Maria F. Squarchiapino, πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Μετά τη μεταφορά του σύγχρονου χωριού και ως σήμερα τις ανασκαφές διεξάγει το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι έρευνες συνολικά έφεραν στο φως ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική περίοδο και υπολείμματα της Εποχής Χαλκού· τα ρωμαϊκά κατάλοιπα ήταν ήδη ορατά και συχνά σε πολύ καλή κατάσταση. Κατά τις πηγές η πόλη δεν ονομαζόταν πάντα Αφροδισιάδα αλλά είχε και άλλες, παλαιότερες ονομασίες: Λελέγων πόλις και Μεγάλη πόλις αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, κατά τον οποίο κατοικήθηκε πρώτα από Πελασγούς Λέλεγες· Νινόη ονομαζόταν μέχρι την ελληνιστική εποχή, από μυθικό ιδρυτή της, τον Ασσύριο βασιλιά Νίνο, ή σε σχέση με τη θεά Ιστάρ-Νιν, που έχει μια συνάφεια με την Αφροδίτη. Ως Αφροδισιάς αναφέρεται πρώτη φορά σε ελληνιστικά νομίσματα του ύστερου 2ου αι. π.Χ., όταν απέκτησε και μεγαλύτερη σημασία στην περιοχή. Την ίδια περίοδο μάλλον έγινε με την ενθάρρυνση των Ρωμαίων ο συνοικισμός με τα γειτονικά Πλάρασα· τότε απελευθερώθηκε η Καρία από την επιρροή της Ρόδου. Στον Α΄ Μιθριδατικό Πόλεμο τάχθηκε με το μέρος του Ιούλιου Καίσαρα στέλνοντας ένοπλες δυνάμεις· από τότε κέρδισε την εύνοιά του και όσων ήθελαν να συνδεθούν με αυτόν.Σε αυτό βοήθησε και η ταύτιση της Αφροδίτης με την Venus Genetrix, μητέρα του Αινεία και συνεπώς του ρωμαϊκού λαού. Ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας, που θεωρούσε τη θεά πρόγονό του, της αφιέρωσε χρυσό Έρωτα.

Κατά τη διάρκεια των πολέμων μεταξύ των ρωμαϊκών πολιτικών παρατάξεων, το 44-40 π.Χ., εισέβαλαν στην πόλη τα εναπομείναντα τμήματα του στρατού των αντιπάλων του Ιουλίου Καίσαρα για να την τιμωρήσουν για την πίστη της στην παράταξή του. Η πόλη πάλι βρέθηκε στο μέσο των πολιτικών παιχνιδιών της Ρώμης ελάχιστα χρόνια μετά, για καλό αυτή τη φορά, όταν ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος την αντάμειψαν με ανακήρυξη της ελευθερίας της, φοροαπαλλαγή, εκτεταμένη ασυλία του ιερού της Αφροδίτης και σύνδεση με τη Ρώμη. Ο δε Οκταβιανός Αύγουστος έγινε πάτρωνάς της.

Την εποχή του αναδιοργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό η πόλη, ήταν η πρώτη φάση μεγάλης ανοικοδόμησης και η αρχή μιας περιόδου ευημερίας και ανάπτυξης της πόλης.

Οι επιστολές των ρωμαίων αυτοκρατόρων που επιβεβαιώνουν το πλήθος των προνομίων αναγράφτηκαν στην αριστερή πάροδο του θεάτρου, στο λεγόμενο ‘τοίχο των αρχείων’. Σε αυτή τη φάση οικιστικής ανάπτυξης προσέφερε ως το 20 π.Χ. ο Κ. Ιούλιος Ζωίλος, ντόπιος σκλάβος που απελευθερώθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο. Μετά το θάνατό του χτίστηκε προς τιμήν του εντυπωσιακό μαυσωλείο. Η δεύτερη φάση ανάπτυξης σημειώθηκε στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Ο γενικός κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ενισχύεται και από την ύπαρξη εβραϊκής κοινότητας. Το 284-305 μ.Χ. η Αφροδισιάδα έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας της Καρίας, γεγονός που σηματοδότησε την αρχή της παρακμής της πόλης. Με την ένταξη στο αυτοκρατορικό σύστημα αυξήθηκε η φορολόγηση των πλούσιων πολιτών. Αποτέλεσμα ήταν να μειωθούν οι ευεργεσίες που συνέβαλαν στην οικιστική ανάπτυξή της και στη δημιουργία των εντυπωσιακών κτηρίων. Την πόλη προστάτευε τείχος με διάσπαρτους τετράγωνους πύργους. Στη σωζόμενη μορφή του την περιβάλλει ολόκληρη, και στο στάδιο στα βόρεια μαζί, από τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ.

Η πόλη απέκτησε κατά την ελληνιστική εποχή ιπποδάμειο σύστημα δρόμων με αρχικό πυρήνα το ιερό της Αφροδίτης και τη βόρεια αγορά. Η ακρόπολη βρισκόταν προς τα νότια της πόλης. Στα ριζά της ακουμπούσε το θέατρο, εντυπωσιακό δείγμα της θεατρικής αρχιτεκτονικής που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Το κοίλο κατασκευάστηκε στην ύστερη ελληνιστική εποχή και επεκτάθηκε με μαρμάρινα καθίσματα τον 1ο αι. μ.Χ. Η κατάκοσμη με ανάγλυφα και αγάλματα σκηνή χτίστηκε στα χρόνια του Αυγούστου από τον Ζωίλο. Η πόλη είχε δύο αγορές, τη μία δίπλα στην άλλη. Η βόρεια αγορά ήταν μια μακρόστενη πλατεία (202x72 μ.) κλεισμένη από στοές, στη θέση της ύστερης ελληνιστικής αγοράς. Η αναθηματική επιγραφή από τον Ζωίλο δείχνει πως η αγορά κτίστηκε σε αυτό το πρώτο πρόγραμμα ανοικοδόμησης.

Πίσω από τη βόρεια στοά αυτής της αγοράς δέσποζε το βουλευτήριο, χτισμένο τον 2ο η στις αρχές του 3ου μ.Χ. αι. στον τύπο του ρωμαϊκού ωδείου, στη θέση παλαιότερου ελληνιστικού ηρώου. Η θέση αυτή προφανώς ήταν προορισμένη εξαρχής για δημόσια χρήση. Ψηφιδωτά και γλυπτά το στόλιζαν: ένα μωσαϊκό με γεωμετρικά σχέδια βρισκόταν στο δάπεδο της ορχήστρας, ενώ αγάλματα ευεργετών, της προσωποποίησης του Δήμου της Αφροδισιάδας και φιλοσόφων βρίσκονταν σε κόγχες μέσα στο ωδείο και στη στοά που το συνέδεε με τη βόρεια πλευρά της αγοράς. Ανάμεσα σε αυτά και το άγαλμα της Κλαυδίας Αντωνίας Τατιάνας, ευεργέτιδας της πόλης με στενές σχέσεις με την Έφεσο που ίσως εξηγούν την ομοιότητα με το αντίστοιχο κτήριο της Εφέσου .Τον 5ο αι., χωρίς στέγη πια, ο χώρος χρησιμοποιούταν για διδασκαλίες, μουσικούς αγώνες και καλλιτεχνικές παραστάσεις.

Μια πολυτελής έπαυλη στα δυτικά του βουλευτηρίου δείχνει την πολυτέλεια των ρωμαϊκών σπιτιών του 2ου ή 3ου αι. μ.Χ. Το λεγόμενο ‘επισκοπικό ανάκτορο’ είχε περιστύλιο από γαλάζιο μάρμαρο και μάλλον χτίστηκε στη θέση κάποιου πρυτανείου που θα περίμενε κανείς να υπάρχει κοντά σε μια αγορά.

Η θεά της ομορφιάς και του έρωτα είχε πάντα κεντρική θέση στην πόλη. Το ιερό της Αφροδίτης βρισκόταν στην περιοχή βόρεια του βουλευτηρίου ήδη από την αρχαϊκή εποχή, όταν η λατρεία ανήκε σε τοπική Καρική θεότητα. Την ελληνιστική εποχή αυτή ταυτίστηκε με την ελληνική θεά Αφροδίτη. Το λατρευτικό της άγαλμα, ένας τύπος γνωστός και από άλλες θέσεις της Μεσογείου αλλά και για τη σχέση του με άλλες ανατολικές θεές, μαρτυρεί την προηγούμενη καταγωγή της που εμπλουτίστηκε με ελληνιστικά εικονογραφικά στοιχεία για να είναι αναγνωρίσιμη στην τότε γνωστή οικουμένη.

Μόνο ένα ψηφιδωτό μαρτυρεί ότι υπήρχε και τότε ναός, μάλλον το πρώτο ναϊκό οικοδόμημα που χτίστηκε, όταν τον 2ο αι. π.Χ. έπρεπε να ενταχθεί με δυσκολία στο νέο για την πόλη ιπποδάμειο σύστημα. Ο Αύγουστος φαίνεται πως μερίμνησε να γίνει ο ναός πιο εντυπωσιακός· τότε αυτός απέκτησε μορφή ψευδοδίπτερου ναού με κίονες ύψους σχεδόν 10 μέτρων. Αυτό που έχει μείνει πλέον είναι μια βασιλική αφιερωμένη στους αρχάγγελους Μιχαήλ και Γαβριήλ, αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του ρωμαϊκού ναού σε τόπο χριστιανικής λατρείας. Στη δεύτερη οικιστική ανάπτυξη της πόλης το τέμενος περιβλήθηκε από στοές και σηματοδοτήθηκε με διώροφη εντυπωσιακή είσοδο στα ανατολικά· επίσης τειχίστηκε η αυλή στα ανατολικά του ναού και διακοσμήθηκε με τετράπυλο με τέσσερις περίτεχνους κορινθιακούς κίονες, πλέον αναστηλωμένο.

Η νότια αγορά, μεταξύ της βόρειας αγοράς και της ακρόπολης, είχε παρόμοιες διαστάσεις και μορφή με τη βόρεια (215x70 μ.). Η εντυπωσιακή της είσοδος στα ανατολικά, διώροφη με σειρά από κόγχες και κίονες, προκαλούσε το θαυμασμό πολιτών και επισκεπτών. Οι πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν μια ασυνήθιστα μεγάλη δεξαμενή νερού στο κέντρο της (175x25 μ.) που συνδεόταν μέσω πολύπλοκου συστήματος αγωγός με τα λουτρά του Αδριανού στα δυτικά της αγοράς. Αυτή η δεξαμενή θα χρησίμευε ταυτόχρονα για την αποθήκευση νερού και ως στολίδι της πόλης.

Η νότια στοά της αγοράς παρείχε άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό του θεάτρου, στα ΝΑ της ακρόπολης.Μια επιβλητική περίστυλη αυλή στο δυτικό άκρο της νότιας αγοράς είναι η είσοδος για τα λουτρά του Αδριανού. Στα θολωτά δωμάτια οι κάτοικοι της Αφροδισιάδας απολάμβαναν το λουτρό τους μαζί με την πολυτέλεια που τους παρείχε ο αυτοκράτορας: όλο το συγκρότημα, όπως και τόσα άλλα κτήρια της πόλης, ήταν διακοσμημένο με αγάλματα μυθικών ηρώων, ευεργετών και άλλων σημαντικών προσώπων.

Η νοτιοδυτική γωνία της αγοράς οδηγούσε σε ένα μακρόστενο κτήριο ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας, μήκους 95 μ. και πλάτους 25. Αυτή η Βασιλική χτίστηκε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. ή στον 2ο, πιθανότατα ως έδρα του κυβερνήτη της επαρχίας της Καρίας. Το εσωτερικό της χωριζόταν σε τρία κλίτη με κιονοστοιχίες που στήριζαν ανάγλυφες ζωφόρους, ενώ κατέληγε στα νότια σε μια μεγάλη αίθουσα. Ο διάκοσμος των ζωφόρων διηγούνταν τη μυθική ιστορία της πόλης, π.χ. την ίδρυσή της από το μυθικό βασιλιά Νίνο. Αδέσμευτο από το σύστημα δρόμων της πόλης και στα ανατολικά του κέντρου της πόλης σώζεται ως σήμερα ένα μεγαλόπρεπο συγκρότημα λατρευτικών κτηρίων. Η κατασκευή του Σεβαστείου άρχισε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.), που το αφιέρωσε στη λατρεία της Αφροδίτης, της οικογένειας των Ιουλίων-Κλαυδίων, που θεωρούνταν απόγονοι της θεάς, και του Αύγουστου. Δύο τριώροφες στοές οδηγούσαν από το πρόπυλο στα δυτικά στον υπερυψωμένο κορινθιακό ναό στο βάθος της μακρόστενης αυλής, στα ανατολικά. Το μνημειακό πρόπυλο περιείχε κόγχες με τα αγάλματα των λατρευομένων προσώπων και της θεάς Αφροδίτης, ‘Προμήτορος των Θεών Σεβαστών’. Και οι μακριές στοές στη βόρεια και τη νότια πλευρά του τεμένους έφεραν πολλά ανάγλυφα και αγάλματα.

Μυθολογικά περιστατικά, αλληγορικές συνθέσεις, πορτρέτα αυτοκρατόρων και της οικογένειάς τους, θεοί· ο πλούσιος διάκοσμος του Σεβαστείου μας μεταφέρει ως σήμερα τη σπουδαιότητα και τη συμβολική αξία του συγκροτήματος. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η μορφή του θυμίζει αυτήν του forum του Καίσαρα στη Ρώμη. Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν ανοιχτό στις στενές του πλευρές, μιας και το πρόπυλο δεν έκλεινε με πύλες, του έδινε και έναν αέρα πλατειάς λεωφόρου, ανοιχτής στους πολίτες, με χαρακτήρα πολιτικό και θρησκευτικό ταυτόχρονα.

Από τα πιο εντυπωσιακά κτήρια της πόλης, χτισμένο μάλλον και αυτό στο πλαίσιο οικιστικής ανάπτυξης υπό την αιγίδα του Οκταβιανού, το αμφιθεατρικό στάδιο δέσποζε στα βόρεια, σε επαφή με το τείχος. Οι 30.000 θεατές του, άντρες και γυναίκες όπως φαίνεται από τις επιγραφές στα καθίσματα, θα παρακολουθούσαν όλο αγωνία τις αρματοδρομίες και άλλους αθλητικούς αγώνες σε αυτό το κτήριο που είναι από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα του είδους. Η ύπαρξη γυναικών στο κοινό υποδηλώνει διαφοροποίηση από την τυπική ελληνική πρακτική, όπου απαγορεύονταν οι γυναίκες θεατές.

Η πόλη μετά τον 4ο αι. παρήκμασε και τον 6ο αι. συρρικνώθηκε στο μέγεθος χωριού. Τον 14ο εγκαταλείφθηκε μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Σελεύκεια - Ζεύγμα

Μία πόλη ευημερούσε εκεί που ο Ευφράτης είναι πιο κοντά στη Μεσόγειο, πάνω σε σταυροδρόμι ανάμεσα στη Μ. Ασία και τη Συρία, ανάμεσα στην ορεινή περιοχή της σημερινής Ν. Τουρκίας και τις πεδιάδες ακόμα πιο νότια, όπου ο ποταμός περιβάλλεται από έλη και μικρά κομμάτια γης. Εκεί βρισκόταν το χωριό Belkıs μέχρι να το καταπιεί η τεχνητή λίμνη του φράγματος του Ευφράτη, μαζί με μια αρχαία θέση: το Ζεύγμα, τις αδερφές πόλεις Σελεύκεια και Απάμεια.

Η πόλη ήταν κομβικό σημείο σε ένα τοπικό δίκτυο που ξεκινούσε από την Έδεσσα στα ανατολικά, κοντά στην οποία είναι οι πιο εύφορες πεδιάδες της περιοχής, προς την αρχαιότατη Αντιόχεια του Ταύρου στα δυτικά. Και σε ευρύτερο επίπεδο, ήταν πάνω στο δρόμο του μεταξιού που συνέδεε την Αντιόχεια με την Κίνα κατά την αρχαιότητα. Τα οφέλη της τοποθεσίας ήταν πολλά. Δυτικά του ποταμού, ο σημερινός λόφος Belkıs Tepe όπου ήταν χτισμένη η Σελεύκεια, το πλεονέκτημα παρείχε το ψηλότερο έδαφος των απαλών λόφων. Αυτή η πλευρά προφυλασσόταν καλύτερα από τις πλημμύρες και τις επιχώσεις του ποταμού και γι’ αυτό σώθηκε σε μεγάλο μέρος από τη σύγχρονη τεχνητή λίμνη· όμως δεν προσέφερε κατάλληλη επιφάνεια για καθαρή πολεοδομική ανάπτυξη. Το έδαφος είναι αρκετά στεγνό και παρόλη τη συχνή βροχόπτωση δεν είναι σε θέση να κρατήσει υγρασία. Ωστόσο οι λόφοι αποτελούσαν καλούς βοσκότοπους, όπως και σε άλλα σημεία της κοιλάδας του Ευφράτη. Στα ανατολικά, οι κάτοικοι της Απάμειας μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την εύφορη πεδιάδα Hobab. Αυτή η πλευρά του Ζεύγματος θα ήταν πιο επιρρεπής σε καταστροφές από τους όχι σπάνιους σεισμούς της περιοχής –μάλιστα φαίνεται πως η μήνις του Ποσειδώνα προκάλεσε την καθίζηση της πόλης κατά 1 μέτρο στο πέρασμα των αιώνων. Άλλα πλεονεκτήματα της περιοχής θα ήταν η πρόσβαση σε νερό από τα πολλά ρέματα της δυτικής όχθης και οι πηγές ασβεστόλιθου και μαύρου βασάλτη.

Η θέση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στη Ν. Τουρκία και χαίρει της προσοχής των μελετητών εδώ και αρκετά χρόνια. Παλαιότερες ανασκαφές έγιναν από το μουσείο του Gaziantep και το πανεπιστήμιο της Αυστραλίας (University of Western Australia), τις δεκαετίες του ’80 και ’90, και το πανεπιστήμιο της Nantes της Γαλλίας (1995 κ.εξ.). Το 2000 οι σωστικές ανασκαφές του Packard Humanities Institute ήταν σωτήριες για μεγάλο μέρος των αρχαιοτήτων πριν την κατασκευή και τη λειτουργία του φράγματος του Ευφράτη. Τα μωσαϊκά που ανακτήθηκαν από αυτές τις ανασκαφές μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Gaziantep. Από το 2005 οι ανασκαφές που διεξάγει το πανεπιστήμιο της Άγκυρας υπό τον δρ. Kutalmiş Görkay περιορίζονται στο μέρος της Σελεύκειας με την ακρόπολή της που δεν πλημμύρισαν από τα νερά του φράγματος.

Η ιστορία της πόλης είναι πλούσια, μιας και από την ελληνιστική εποχή θεωρούταν ιδιαίτερα σημαντική για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Το 300 π.Χ. ιδρύθηκαν οι δίδυμες πόλεις (δηλαδή;) από το Σέλευκο Α΄ Νικάτορα. Από τη θέση αυτή μπορούσαν τα στρατεύματα του βασιλιά να ελέγχουν το πέρασμα μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Συρίας. Με τη διάλυση του Σελευκιδικού κράτους ο έλεγχος της πόλης πέρασε στο βασίλειο της Αρμενίας (83-69 π.Χ.) και μετά στη Ρώμη, όταν πήρε επίσημα την ονομασία Ζεύγμα, κυρίως για το δυτικό τμήμα της Σελεύκειας, και δωρίστηκε στον Αντίοχο Α΄ Κομμαγηνής. Τότε έγινε μια από τις τέσσερις σημαντικότερες πόλεις του βασιλείου αυτού.Με την οριστική κυριαρχία των Ρωμαίων στην περιοχή, η Κομμαγηνή πέρασε μαζί με το Ζεύγμα ξανά στα χέρια τους.

Γύρω στο 70 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην πόλη η Τέταρτη Σκυθική Λεγεώνα. Για τους επόμενους δύο αιώνες η πόλη ευημερούσε ως σημαντική έδρα υψηλόβαθμων του ρωμαϊκού στρατού και της κυβέρνησης. Το βιοτικό και πολιτισμικό επίπεδο φαίνεται στις πολυτελείς ρωμαϊκές βίλες και στα ψηφιδωτά που τις διακοσμούσαν: άφθονες είναι οι σκηνές από την ελληνική μυθολογία, από θεατρικά έργα και παντομίμες. Ομοίως και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με πολύχρωμες τοιχογραφίες που εικόνιζαν σκηνές συμποσίων και μυθολογίας. Η ακμή αυτού του σημαντικού σταθμού της αυτοκρατορίας στα στρατιωτικά, στα οικονομικά και στα πολιτικά θέματα κράτησε μέχρι τη μετατόπιση του ρωμαϊκού συνόρου ανατολικότερα, κατά το 2ο αι. μ.Χ.

Οι επακόλουθες ατυχίες ήταν ολέθριες: η πόλη καταλήφθηκε και κάηκε από τους Σασσανίδες το 256, ενώ αμέσως μετά ένας μεγάλος σεισμός συμπλήρωσε την καταστροφή. Η πόλη δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναφτάσει την παλαιότερη αίγλη της. Τους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν έλειψαν οι επιδρομές από τους Άραβες. Το σύγχρονο χωριό Belkıs ιδρύθηκε τον 17ο αι. και τις τελευταίες δεκαετίες ζούσε από την παραγωγή φιστικιών και από την ιστορία που έμενε θαμμένη κάτω από τα χωράφια. Η έκταση των δύο πόλεων, πέρα από τους περιορισμούς του φυσικού εδάφους, υπολογίζεται κυρίως με βάση τα νεκροταφεία, τα οποία βρίσκονταν στην περιφέρειά τους. Η Σελεύκεια καταλάμβανε την περιοχή από την κοίτη του ποταμού ως το λόφο Belkıs Tepe.

Οι ταφικές πρακτικές που συναντώνται ξεκινούν από απλούς τάφους λαξευμένους στο έδαφος, της πρώιμης εποχής της πόλης, μέχρι τύμβους και υπόγεια σύνολα με πολλές κόγχες και διάκοσμο με αγάλματα και ανάγλυφα.

Οι πλαγιές του λόφου δεν έχουν υπολείμματα κτηρίων, είτε επειδή δύσκολο να χτιστούν, είτε επειδή διαβρώθηκαν. Ίχνη κατοίκησης φτάνουν από τον παραπόταμο Bahçe Dere ως το σημερινό χωριό Belkıs. Στην Απάμεια είναι πολύ πιο δύσκολο να υπολογιστεί η έκταση λόγω βαθιών επιχώσεων. Δυστυχώς παραμένει άγνωστη η τοποθεσία της περίφημης γέφυρας, η οποία σίγουρα υπέστη πολλαπλές επεμβάσεις, διορθώσεις, ίσως και μετακινήσεις. Υποστηρίζεται πως στην ελληνιστική εποχή οι δύο πόλεις ανήκαν σε μια γενική κατηγορία αμέσως μετά τις μεγάλες πόλεις της Συριακής Τετράπολης· κάλυπταν μια έκταση 65-80 εκτάρια και είχαν περίπου 25000 κατοίκους. Για τη ρωμαϊκή εποχή αυτά τα νούμερα έφταναν τα 190 εκτάρια και τους 50000-75000 κατοίκους.

Η ακρόπολη της Σελεύκειας είχε τα δικά της τείχη με ακανόνιστη πορεία, χτισμένα από ακατέργαστες πέτρες και γέμισμα με χώμα και μπάζα. Η πόλη ήταν επίσης προστατευμένη με καλύτερα σχηματισμένα τείχη, όπως φαίνεται από κάποια σημεία στην πλευρά του ποταμού. Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να υποθέσουμε τη συνολική πορεία του τείχους. Στην Απάμεια τα λιγοστά στοιχεία και οι αεροφωτογραφίες υποδεικνύουν πως τα τείχη, μαζί με την απότομη στροφή του ποταμού, δημιουργούσαν έναν ρόμβο έκτασης περ. 50 εκταρίων που περιέκλειε την πόλη. Στη Σελεύκεια το ανώμαλο έδαφος θα δημιουργούσε προβλήματα και αποκλίσεις από ένα ορθογώνιο σύστημα δρόμων, υπάρχουν όμως γενικές ενδείξεις πως αυτό προσπαθούσαν να κάνουν οι κάτοικοι της πόλης. Πιθανή είναι η συνύπαρξη κανονικών και ακανόνιστων οικοδομικών νησίδων. Δρόμοι δεν έχουν βρεθεί άλλοι εκτός από αυτούς που ανεβαίνουν στο λόφο και μάλλον θα είχαν σκαλοπάτια. Στην Απάμεια επίσης δεν έχουν βρεθεί στοιχεία, σίγουρα όμως ήταν πιο πρόσφορη η επιφάνεια για κανονικό, πιο ορθολογικό σχεδιασμό της πόλης.Από εκεί και πέρα τα περισσότερα αρχαιολογικά δεδομένα σώζονται από τη Σελεύκεια. Η επίπεδη περιοχή κοντά στην κοίτη του ποταμού ταυτίζεται με την ελληνιστική αγορά της πόλης. Ίσως ήταν το εμπορικό και πολιτικό κέντρο της πόλης ήδη από την εποχή του Σέλευκου Α΄.

Έχει βρεθεί ένα διώροφο κτήριο με στοά που ήταν πιθανότατα το χρηματιστήριον, όπου έκλειναν συμφωνίες, ή αρχείο εγγράφων· σε ένα από τα δωμάτια του κτηρίου βρέθηκε τεράστιος αριθμός από πήλινες βούλες που σφράγιζαν παπύρους και εικόνιζαν ελληνιστικούς και ρωμαίους μονάρχες και άλλες σημαντικές μορφές, όπως φιλοσόφους ή μυθολογικούς ήρωες.

Στο βόρειο άκρο της αγοράς τα κατάλοιπα ενός κυκλικού ναού έκρυβαν δύο στήλες που εικόνιζαν τον Αντίοχο Α΄ Κομμαγηνής σε δεξίωση με τον Απόλλωνα και με τον Ηρακλή αντίστοιχα. Και οι δύο φέρουν επιγραφές. Η μία αφορά τον καθαγιασμό του ιερού από το βασιλιά και την αφιέρωσή του στους συγκρητικούς θεούς που εγκαινίασε η θρησκευτική του μεταρρύθμιση. Η άλλη αποτελεί αντίγραφο του θρησκευτικού νόμου του Αντιόχου Α΄. Το κυκλικό σχήμα του ναού ήταν συχνό σε κτήρια ηγεμονικής λατρείας και ίσως αποτελεί δήλωση σύνδεσης με προγόνους, εμπνευσμένη από το Φιλιππείο στην Ολυμπία.

Στα ΒΔ του λόφου της ακρόπολης υπάρχουν πιθανά κατάλοιπα μιας αψίδας και του θεάτρου. Η αψίδα ήταν ίσως ένα ρωμαϊκό τετράπυλο, ωστόσο από τα λίγα κατάλοιπα που επέζησαν από τις καταστροφές και τη λιθολόγηση δεν είναι σίγουρη η αρχική μορφή του κτίσματος. Η περιοχή αυτή ήταν η δεύτερη, η ρωμαϊκή αγορά της πόλης.Άλλα κτήρια για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις είναι δύο ρωμαϊκά λουτρά κοντά στη δεύτερη αγορά. Άλλα τυπικά κτήρια ελληνικής πόλης, πχ. γυμνάσιο και στάδιο, δεν έχουν εντοπιστεί αλλά συμπεραίνεται πως υπήρχαν από τις επιγραφές που δείχνουν πως το Ζεύγμα ήταν σημαντικό κέντρο για αθλητικούς αγώνες.

Τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά προέρχονται από ρωμαϊκές βίλλες του 1ου-3ου αι. μ.Χ. Από τα σπίτια φαίνεται πως οι πληθυσμός της πόλης είχε ενστερνιστεί την ελληνική παράδοση για τις κατοικίες, όπως διαμορφώθηκε στην ελληνιστική ανατολή τη ρωμαϊκή εποχή: είχαν triclinium, περίστυλη αυλή, μωσαϊκά, πήλινους αγωγούς νερού, δεξαμενές. Το θέμα του κάθε ψηφιδωτού συνήθως σχετιζόταν με τη λειτουργία του δωματίου στο οποίο βρισκόταν. Έτσι έχουμε στα triclinia θέματα συμποσιακά ή από παντομίμες και άλλα θεατρικά δρώμενα, μιας και τέτοιες διασκεδάσεις αποτελούσαν μέρος των συμποσίων. Το ψηφιδωτό που εικονίζει το γάμο του Διονύσου και της Αριάδνης βρέθηκε σε έναν ανδρώνα, που όμως μάλλον αρχικά είχε χτιστεί ως νυφικό δωμάτιο.

Παρόλο που η πόλη ήταν δίπλα στον πάντα γεμάτο νερό Ευφράτη, απαιτούσε ένα ανεπτυγμένο σύστημα διανομής του νερού. Η πόλη είχε δεξαμενές και χτιστά κανάλια με θολωτές οροφές μάλλον για αποστράγγιση και φύλαξη των νερών και για την αποχέτευσή τους. Όμως αντίστοιχη μέριμνα υπήρχε και σε κάθε σπίτι. Τα πολυτελή ψηφιδωτά που διακοσμούσαν τα αίθρια των κτηρίων εμπόδιζαν την αποστράγγιση του πολύτιμου βρόχινου νερού στο ξηρό έδαφος και γι’ αυτό συχνά εικόνιζαν θέματα σχετικά με το νερό. Συνήθως κρατούσαν εκεί τα νερά της βροχής, σαν ρηχές λίμνες, ή βοηθούσαν στο να τα διοχετεύονται στις ιδιωτικές δεξαμενές.

Πλέον, μετά την κατασκευή του φράγματος και τη δημιουργία της λίμνης που κατάπιε το μεγαλύτερο μέρος του Ζεύγματος, μπορούν οι ανασκαφές να επικεντρωθούν στα ψηλότερα σημεία της Σελεύκειας και στην ακρόπολη. Από τον Στράβωνα τοποθετείται εκεί ένα ελληνιστικό φρούριο.

Παράλληλα για μια τειχισμένη ακρόπολη υπάρχουν και σε άλλες πόλεις της ευρύτερης περιοχής, όπως την Αντιόχεια του Ορόντη, την Απάμεια, τη Δούρα-Ευρωπό, το σημερινό Jebel Khalid κ.ά. Όμως μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα από ένα ιερό στην κορυφή της ακρόπολης. Από εκεί προέρχονται διάφορα αγάλματα, κάποια από αυτά κολοσσιαίων διαστάσεων. Ως κύριες λατρευτικές θεότητες αναγνωρίζονται δύο καθήμενες μορφές, μια ανδρική και μια γυναικεία, που έχουν ταυτιστεί με τα αδέρφια Απόλλωνα και Άρτεμη ή με το ζεύγος Δίας και Ήρα. Μπορεί επιπλέον αυτό το ζευγάρι θεών να αντιστοιχεί και στο βασιλικό ζεύγος Σέλευκο Α΄ και Απάμα, ιδίως μιας και η πόλη χτίστηκε προς τιμήν του γάμου τους: ήταν ο συμβολισμός της σύζευξης δύο χωρών κατ’ αντιστοιχία με την ένωση δύο ανθρώπων και δύο πολιτισμών. Ήταν μια γέφυρα ανάμεσα σε δύο γεωγραφικές ενότητες και σε δύο πολιτισμούς, και ταυτόχρονα ο παραλληλισμός των ζευγών Δία-Ήρας και Σέλευκου-Απάμας. Μια πόλη χτισμένη για να ενώνει, σύμβολο αρμονίας και συνύπαρξης.

Λαοδίκεια Φρυγίας

Για την πόλη της συζύγου του Λαοδίκειας ο Αντίοχος Β΄ επέλεξε κάπου μεταξύ του 263 και του 251 π.Χ. ένα πλάτωμα πάνω σε λόφο στην πλούσια κοιλάδα του ποταμού Λύκου, σήμερα Çürük Su, που έδωσε και την επωνυμία της πόλης «Λαοδίκεια επί τω Λύκω». Κατέλαβε τη θέση ενός παλαιότερου πολίσματος με το όνομα Διόσπολις –μια ονομασία που διατηρήθηκε έμμεσα στη λατρεία του πολιούχου Διός Λαοδικηνού, από μόνος του μια ενδιαφέρουσα περίπτωση εξελληνισμού της προϋπάρχουσας τοπικής θεότητας. Η λατρεία αυτή δείχνει πόσο έντονο ήταν το συριακό στοιχείο στην πόλη. Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και η λατρεία του Ασκληπιού ως εξελληνισμένος τοπικός θεός Μην.

Η θέση ήταν οχυρή και επιπλέον ενισχυμένη με τείχη και πάνω σε σταυροδρόμι στο δίκτυο των ελληνιστικών πόλεων, όπως υποδεικνύουν τα ονόματα των πυλών της: Εφεσία, Αφροδισιάδος και Συριακή. Άλλες πόλεις που ανήκουν στο ίδιο δίκτυο ήταν η Ιεράπολις και ιδιαίτερα το Πέργαμον –στο βασίλειο της Περγάμου εντάχθηκε η πόλη το 188 π.Χ., μετά τη συνθήκη της Απάμειας. Οι καλές σχέσεις με διάφορες κοντινές και πιο απομακρυσμένες πόλεις βοήθησαν στην οικονομική ανάπτυξη της Λαοδίκειας. Η βάση γι’ αυτήν την ανάπτυξη ήταν βέβαια η πλούσια αγροτική παραγωγή της περιοχής και τα φημισμένα υφάσματα της πόλης.

Η ιστορία της πόλης, όπως και τόσων άλλων στη Μ. Ασία, συνδέεται με αυτήν του Ρωμαϊκού κράτους –και της αυτοκρατορίας αργότερα. Μαζί με την Περγάμο η Λαοδίκεια προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, αφού ο Άτταλος Γ΄ κληροδότησε το βασιλείο στο Ρωμαϊκό λαό (133 π.Χ.), και εξελίχθηκε σε σημαντικό δικαστικό κέντρο της επαρχίας. Και κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους δέχτηκε πολιορκία από τα στρατεύματα του βασιλιά του Πόντου, μέχρι που παραδόθηκε. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή της πόλης προκλήθηκε όμως από σεισμό, το 60 μ.Χ. Η περίοδος της μεγάλης ακμής της πόλης ήταν ο 2ος αι., όταν έγινε μητρόπολη της Ασίας και απέκτησε τίτλο νεωκόρου από τον αυτοκράτορα Κόμμοδο πρώτα και τον Καρακάλλα αργότερα. Εκείνο τον αιώνα χτίστηκαν λαμπρά δημόσια οικοδομήματα που μπορεί κανείς να θαυμάσει ως και σήμερα. Η Λαοδίκεια αναφέρεται και ως μία από τις Επτά Εκκλησίες της Αποκάλυψης.

Το στάδιο της πόλης στα νότια του λόφου ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (79 μ.Χ.). Κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, ήταν αμφιθεατρικό και εκτός από τα τυπικά αγωνίσματα φιλοξενούσε επιπλέον μονομαχίες και θηριομαχίες –όπως συμπεραίνουμε από τις γραπτές πηγές και από επιτύμβια μνημεία των ίδιων των μονομάχων. Σε άμεση συνάρτηση με αυτό και στη θέση του ελληνιστικού γυμνασίου είναι, όπως αναμένουμε, ένα συγκρότημα γυμνασίου-θερμών. Αφιερώθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό και τη σύζυγό του Σαβίνα. Το συγκρότημα των λουτρών συνδέεται με το γειτονικό στάδιο μέσω μιας αψιδωτής σήραγγας.

Για την ύδρευσή του, όπως και για την παροχή νερού στο νυμφαίο της πόλης, είχε κατασκευαστεί ένα σύστημα υδροδότησης με πήλινους αγωγούς. Το υδραγωγείο της πόλης είχε και λίθινους σωλήνες, καθώς και πολλά φρεάτια για τον καθαρισμό των αγωγών, καθώς το νερό της περιοχής είναι πλούσιο σε άλατα.

Βόρεια του σταδίου βρίσκεται το βουλευτήριο σε σχήμα μικρού θεάτρου, σημάδι της διατήρησης των παραδοσιακών θεσμών μιας ελληνικής πόλης. Στον πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο ανήκουν κορινθιακά κιονόκρανα με ανάγλυφες παραστάσεις θηριομαχιών.

Από τα δύο θέατρα της πόλης στα βορειοανατολικά σώζονται τμήματα των εδωλίων και της σκηνής. Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται ρωμαϊκό Νυμφαίο (3ου αι. μ.Χ.). Αποτελείται από μία τετράγωνη δεξαμενή με ιωνικό περιστύλιο και από δύο ημικυκλικές κρήνες με δύο υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης νερού. Το διακοσμούσαν ανάγλυφα θωράκια και αγάλματα, όπως της θεάς Ίσιδας. Το Νυμφαίο τροφοδοτούνταν από μία δεξαμενή νερού και ένα αψιδωτό υδραγωγείο που ξεκινούσε από το σημερινό χωριό Denizli. Από την Εφεσία πύλη και πάνω από μια ρωμαϊκή γέφυρα του ποταμού Ασωπού οδηγείται κανείς στην νεκρόπολη με τις μαρμάρινες σαρκοφάγους.

Οι δυνάμεις της φύσης, πολύ ανώτερες από αυτές του ανθρώπου, έθεσαν το οριστικό τέλος στην ευημερία της πόλης με έναν καταστροφικό σεισμό το 494 μ.Χ. Η Λαοδίκεια, που αναφέρεται ως μία από τις επτά εκκλησίες της Αποκάλυψης του Ιωάννη, πέρασε τη δική της Αποκάλυψη μέσα από αυτήν την καταστροφή. Σήμερα το Eski Hissar αποτελεί μάρτυρα του πλούτου και του πολιτισμού μιας ακόμα πόλης του δικτύου των ελληνιστικών πόλεων στην Ανατολή.

Αντιόχεια επί Ορόντου και Σελεύκεια Πιερία

Πόλη κοσμοπολίτισσα, μητροπολιτικό κέντρο και πρωτεύουσα του βασιλείου των Σελευκιδών, μια από τις πιο πλούσιες και ζωντανές πόλεις της ελληνιστικής Ανατολής, η Αντιόχεια ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Α’ γύρω στο 300 π.Χ. προς τιμήν του πατέρα του. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Ορόντη, 22 χλμ. από τις εκβολές του, σε μια εύφορη κοιλάδα, προστατευμένης από ορεινούς όγκους, όπως τα όρη του Αμανού προς τα δυτικά, το όρος Σίλπιο και η οροσειρά Τζεμπέλ αλ Άκρα προς το νότο και τη χαμηλή οροσειρά του Κουρτ Νταγ προς τα βορειοανατολικά. Σε μικρή απόσταση από την πόλη βρισκόταν η λίμνη της Αντιόχειας, γνωστή με το όνομα Amuq Gölü, έως τη δεκαετία του 1960, οπότε και αποξηράνθηκε προκειμένου να επεκταθεί η αρόσιμη γη. Ο πλωτός ποταμός και ο χερσαίος δρόμος που τον ακολουθούσε παράλληλα, εξασφαλίζαν στην πόλη την επικοινωνία, σε μια θέση στρατηγικής σημασίας, καθώς συνέδεε τη Μεσόγειο με το εσωτερικό της Ασίας.

Οι πληροφορίες μας για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης προέρχονται κυρίως από φιλολογικές μαρτυρίες. Ανασκαφικά δεδομένα υπάρχουν βέβαια, ωστόσο αφορούν κυρίως το προάστιο της Δάφνης, όπου βρισκόταν και το ιερό του Απόλλωνα, και την ευρύτερη πεδιάδα της Αντιόχειας και λιγότερο την ίδια την πόλη, η οποία, έπειτα από μια φάση εγκατάλειψης κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, ξαναχτίστηκε και κατοικήθηκε χωρίς διακοπή. Από τις φιλολογικές πηγές το σημαντικότερο έργο που μας δίνει την εικόνα της πόλης τον 4ο αιώνα, απηχώντας όμως και προγενέστερες φάσεις, είναι ο «Αντιοχικός» λόγος του ρήτορα Λιβανίου, καθώς και η αυτοβιογραφία του. Σημαντική πηγή αποτελεί επίσης η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, ενώ για την Υστερορωμαϊκή περίοδο πληροφορίες δίνουν και η Νέα Ιστορία του Ζωσίμου, η Χρονογραφία του Ζωναρά και αρκετές εκκλησιαστικές πηγές, όπως οι ομιλίες του Ιωάννου Χρυσοστόμου και ιδιαίτερα η «Ομιλία προς Βαβύλαν».

Σε σύντομο διάστημα μετά τη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) ο Σέλευκος Νικάτωρ ξεκίνησε μια διαδικασία ίδρυσης πόλεων, στις νέες εδαφικές κτήσεις του στη Συρία. Το κυριότερο οικοδομικό του πρόγραμμα αφορούσε τη δημιουργία μιας τετράπολης, ενός συνόλου δηλαδή τεσσάρων πόλεων που θα διασφάλιζαν τον έλεγχο του εμπορίου, αλλά και των στρατιωτικών οδών. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δύο από τις πόλεις, η Αντιόχεια και η Απάμεια, χτίστηκαν στις όχθες του ποταμού Ορόντη, ενώ οι δύο άλλες, η Σελεύκεια και η Λαοδίκεια αντίστοιχα, λειτούργησαν ως επίνεια των πρώτων και σχεδιάστηκαν εξαρχής ως πόλεις-λιμάνια. Το σχέδιο της Αντιόχειας δεν αποτελούσε μάλλον έμπνευση του ίδιου του Σελεύκου, αλλά συνέχιση του σχεδίου του μεγάλου αντιπάλου του, και ηττημένου της Ιψού, του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου. Ο Αντίγονος ωστόσο είχε προλάβει μόνο να δημιουργήσει μικρούς οικισμούς όπου είχε εγκαταστήσει κυρίως βετεράνους του στρατού. Το μικρό οικισμό της Αντιγόνειας τον μετέφερε ο Σέλευκος πλησιέστερα στο σημείο όπου ο Ορόντης σχημάτιζε ένα μικρό νησί και μετακίνησε εκεί τους κατοίκους, ιδρύοντας την Αντιόχεια, την οποία ονόμασε προς τιμήν του πατέρα του. Η πόλη αυτή έμελλε να γίνει η κορωνίδα των σελευκιδικών πόλεων, πρωτεύουσα του σελευκιδικού βασιλείου και μεταγενέστερη διοικητική έδρα της επαρχίας Συρίας Πρώτης. Πάνω από όλα όμως αποτέλεσε κοιτίδα πολιτισμού, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο που επηρέασε ακόμα και τους κατακτητές της, τους Άραβες Ομμεϊάδες της Δαμασκού.

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο της πόλης, οι πρώτοι οικιστές της Αντιόχειας ήταν οι κάτοικοι της Αντιγόνειας, βετεράνοι Αθηναίοι και λιγότεροι Μακεδόνες, καθώς και Κρήτες, που ο Κάσος, γιος του Ινάχου, είχε εγκαταστήσει στο παρακείμενο φρούριο μαζί με μερικούς Κύπριους. Στην πόλη επίσης μετοίκησαν με προτροπή του Σελεύκου και οι Αργείοι κάτοικοι της Ιόπολης, προγενέστερου οικισμού του Σιλπίου, που χρονολογούνταν από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου. Οι Αργείοι κατείχαν τιμητική θέση στην τοπική κοινωνία, λόγω της αρχαιότητάς τους. Γρήγορα στην πόλη συνέρευσαν και αυτόχθονες κάτοικοι συριακής καταγωγής.

Η ακρόπολη της πόλης βρισκόταν ψηλά στο όρος Σίλπιο. Είχε ονομαστεί Ημαθία, κατά τα λεγόμενα, από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που ήθελε έτσι να τιμήσει την περιοχή της καταγωγής του. Η ελληνιστική πόλη, χτισμένη κατά το ιπποδάμειο σύστημα, απλωνόταν κυρίως στην ανατολική όχθη του Ορόντη. Ο σχεδιασμός ήταν ιδιαίτερα μελετημένος, καθώς φαίνεται να είχαν ληφθεί υπόψη τα καιρικά φαινόμενα και η πορεία του ήλιου: έτσι ο προσανατολισμός διευκόλυνε τις οικίες να είναι πιο δροσερές το καλοκαίρι και πιο ζεστές και φωτεινές το χειμώνα.

Δύο μεγάλες και κάθετες μεταξύ τους κιονοστοιχίες όριζαν τις τέσσερις μεγάλες συνοικίες της πόλης. Στον αρχικό πυρήνα προστέθηκε επί Αντιόχου Α΄ μια δεύτερη συνοικία, όπου εγκαταστάθηκαν οι Σύροι κάτοικοι της πόλης. Στο νησί, βόρεια της πόλης, ο Σέλευκος Καλλίνικος έχτισε άλλη μία συνοικία προστατευμένη με δικό της τείχος, όπου και βρίσκονταν έκτοτε τα βασιλικά ανάκτορα. Τέλος, ο Αντίοχος Δ’ Επιφανής πρόσθεσε ακόμη μία νέα οικιστική περιοχή, την Επιφάνεια.

Το προάστιο της Δάφνης, όπου αργότερα ζούσε κατά τους θερινούς κυρίως μήνες η αριστοκρατική τάξη της Αντιόχειας, φαίνεται ότι είχε πολύ νωρίς επιλεγεί ως τόπος αναψυχής. Εκεί, στα άφθονα νερά των πηγών, είχε ιδρυθεί μαντείο του Απόλλωνα, ενώ ήδη από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. υπήρχε ένα στάδιο για τη διοργάνωση αγώνων. Από τη Δάφνη ένα υδραγωγείο έφερνε πόσιμο νερό στην πόλη της Αντιόχειας. Εκεί το 167 π.Χ. ο Αντίοχος Δ΄, προκειμένου να επισκιάσει το θρίαμβο των Ρωμαίων, που είχαν μόλις νικήσει τους Μακεδόνες στη μάχη της Πύδνας, διοργάνωσε μια λαμπρή πομπή που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί ο ελληνικός κόσμος. Για τα λοιπά δημόσια κτήρια της Ελληνιστικής περιόδου γνωρίζουμε λίγα πράγματα.

Η Αντιόχεια πρέπει να άρχισε να αποκτά το ρόλο της πρωτεύουσας του σελευκιδικού κράτους μάλλον επί Αντιόχου Σωτήρος. Η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια της αριστοκρατικής τάξης της πόλης, ελληνικής καταγωγής. Η ανώτατη εξουσία ασκούνταν φυσικά από το βασιλιά. Ο ιδρυτής, ο Σέλευκος Νικάτωρ, κατείχε εξέχουσα θέση τόσο στη νομισματοκοπία της πόλης όσο και στη φυσιογνωμία της, αφού ένα λαμπρό του άγαλμα προϋπαντούσε τους ξένους λίγο έξω από την πόλη, στο σημείο που ονομαζόταν Ιπποκέφαλος.

Αν και δε σώζονται ίχνη βουλευτηρίου, γνωρίζουμε από φιλολογικές μαρτυρίες ότι η βουλή της Αντιόχειας ήταν μεγάλη και δραστήρια. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, όταν οι ενδο-δυναστικές διαμάχες βρίσκονταν σε όξυνση, η βουλή και οι πολίτες δε δίσταζαν να εναντιωθούν ή ακόμα και να εξεγερθούν εναντίον του βασιλιά. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, το 147 π.Χ. εναντίον του σφετεριστή Αλεξάνδρου Βάλα ή το 129 π.Χ. εναντίον του Δημητρίου Β’. Στο τέλος ήταν οι ίδιοι ο πολίτες που προσκάλεσαν τον Αρμένιο βασιλιά Τιγράνη να καταλάβει την πόλη για να τη βγάλει από την παρακμή και την πολιτική αστάθεια και τέλος συνθηκολόγησαν με τη Ρώμη το 64 π.Χ., διατηρώντας ωστόσο για την πόλη τους το καθεστώς ελευθερίας και αυτονομίας.

Μια τόσο σημαντική πόλη δε θα μπορούσε βέβαια να μη διαθέτει ένα ανάλογο θέατρο. Τα ίχνη του θεάτρου έχουν εντοπιστεί σε μικρή απόσταση έξω από την πόλη, στις υπώρειες του Σιλπίου, δεν έχουν γίνει ωστόσο εκτεταμένες ανασκαφές.

Σήμα κατατεθέν της πόλης ήταν το άγαλμα της Τύχης, έργο του Ευτυχίδη της Σικυώνας, μαθητή του Λυσίππου. Η Τύχη γρήγορα πήρε τη θέση της προστάτιδας της πόλης. Ωστόσο στην Αντιόχεια λατρεύονταν αρκετοί εκπρόσωποι του Δωδεκάθεου, οι οποίοι είχαν συνδεθεί με την τοποθεσία ή με τη σελευκιδική δυναστεία. Έτσι με μέριμνα του Σελεύκου είχε οικοδομηθεί ιερό προς τιμήν του Διός Βοτιαίου, ενώ λατρευόταν και η Αθηνά, προς τιμήν των Αθηναίων εποίκων της πόλης, αλλά και ο Μίνωας, προς τιμήν των Κρητών εποίκων. Ο Απόλλωνας, προστάτης των Σελευκιδών, είχε βρει, όπως προαναφέρθηκε, τον τόπο λατρείας του στην πανέμορφη Δάφνη. Σύμφωνα με τη μια μυθολογική εκδοχή, στο σημείο αυτό η Δάφνη, διωκόμενη από τον Απόλλωνα, μεταμορφώθηκε σε δέντρο. Ο Σέλευκος, κατά τη διάρκεια κάποιου περιπάτου του, αντιλήφθηκε την ιερότητα του χώρου και ίδρυσε ιερό του Απόλλωνα, όπου οι επισκέπτες αισθάνονταν τέτοια αγαλλίαση που ξεχνούσαν τις λύπες και γιατρεύονταν από τις αρρώστιες τους. Το λατρευτικό άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από το Βρύαξη. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο πρώτος οικιστής της περιοχής ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος έζησε εκεί κατά τη διάρκεια της εξορίας του από τους γιους του Ευρυσθέα. Εκεί τελούνταν τετραετηρικοί αγώνες, οι οποίοι ονομάζονταν προς τιμήν του ήρωα Ηράκλειοι.

Η ιερατική τάξη της Δάφνης είχε πλήρη αυτονομία. Ο ανώτατος αρχιερέας ωστόσο διοριζόταν απευθείας από το βασιλιά και συνήθως προερχόταν από τις τάξεις των έμπιστων βετεράνων του στρατού του. Καθώς μεγάλο μέρος των κατοίκων ήταν και παρέμειναν Σύροι, διατηρήθηκαν τόσο η αραμαϊκή γλώσσα όσο και οι συριακές λατρείες: έτσι γνωρίζουμε ότι τιμώνταν ιδιαίτερα η Άρτεμις της Μερόης και η Ατάργατις.

Η Αντιόχεια διατήρησε το καθεστώς της civitas libera, της ελεύθερης δηλαδή πόλης, σε όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου. Οι Ρωμαίοι διείδαν τη στρατηγική και εμπορική σημασία της πόλης και την ανέδειξαν συχνά σε μητρόπολη αντίστοιχη της Ρώμης για την Ανατολή, υποσκελίζοντας την Αλεξάνδρεια.

Η βασική μορφή της πόλης δεν αλλοιώθηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Η πόλη όμως επεκτάθηκε, ενώ συγκεκριμένες αυτοκρατορικές παρεμβάσεις τη στόλισαν με αξιόλογα δημόσια κτήρια. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ανήγειρε ένα λαμπρό ναό προς τιμήν του Διός του Καπιτωλίου (Jupiter Capitolinus), επάνω στην πλαγιά του Σιλπίου. Ο Τιβέριος φρόντισε να οικοδομήσει δύο ακόμη στοές με νότια κατεύθυνση, προφανώς για να εξυπηρετήσει τους νέους εποίκους της πόλης, οι οποίοι συνέρρεαν από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, κυρίως από τη συριακή ενδοχώρα, προκειμένου να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες για μια καλύτερη διαβίωση που πρόσφερε η μεγαλόπολη. Στο πλαίσιο του ευεργετισμού των Ρωμαίων ο βασιλιάς Ηρώδης οικοδόμησε στοά στα ανατολικά της πόλης. Το θέατρο της πόλης ανακαινίστηκε και διευρύνθηκε από τους πρώτους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν όμως και οι νέες ρωμαϊκές συνήθειες που αφορούσαν την αναψυχή οικοδομήθηκε και αμφιθέατρο για αναπαραστάσεις κυνηγιού και μονομαχίες. Καθώς οι πάγιες ανάγκες της πόλης σε πόσιμο νερό αυξάνονταν μαζί με τον πληθυσμό, χτίστηκαν νέα υδραγωγεία, ενώ γίνονταν διαρκείς συντηρήσεις και προσθήκες στα ήδη υπάρχοντα. Γνωρίζουμε ότι το ωραιότερο όλων κατασκευάστηκε επί Αδριανού. Η πολυτελής ζωή των κατοίκων, τέλος, εξυπηρετούνταν μεταξύ άλλων και από την πληθώρα των λουτρών που οικοδομήθηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν αυτοκρατορικές χορηγίες. Ο Κόμμοδος (161-192) καθιέρωσε την τέλεση Ολυμπιακών Αγώνων στην Αντιόχεια, σε ένδειξη προφανώς της μεγάλης σημασίας που είχε πλέον αποκτήσει η πόλη για την ανατολική αυτοκρατορία.

Τον ταραγμένο 3ο αιώνα όμως η πόλη βρέθηκε στη δίνη πολέμων και απειλήθηκε αρκετές φορές, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις κατακτήθηκε από επιδρομείς. Η πρώτη κατάκτηση πραγματοποιήθηκε το 256 (ή κατ’ άλλους το 253), όταν περσικά στρατεύματα του σασσανίδη μονάρχη Σαπώρ την κατέλαβαν. Στόχος όμως του Πέρση βασιλιά ήταν μάλλον η επίδειξη δύναμης παρά η μόνιμη κατάκτηση. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 260, η αποτυχημένη εκστρατεία του Βαλεριανού εναντίον των Περσών κατέληξε σε μία ακόμη κατάκτηση της Αντιόχειας από τους Σασσανίδες και στην ατιμωτική σύλληψη του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα των πολέμων αυτών ήταν να μεταφερθεί μέρος του πληθυσμού εντός της περσικής επικράτειας.

Αν για την Ελληνιστική και την Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο διαθέτουμε λίγες σχετικά πληροφορίες, η υστερορωμαϊκή Αντιόχεια σκιαγραφείται εξαιρετικά, τόσο μέσα από τα έργα του Λιβανίου όσο και μέσα από τα εξαιρετικά ψηφιδωτά που στόλιζαν τα δημόσια κτήρια και τις ιδιωτικές βίλες στα περίχωρά της. Το σημαντικότερο ίσως από αυτά είναι το ψηφιδωτό της Μεγαλοψυχίας, γνωστό και ως Yakto mosaic. Βρέθηκε σε μια βίλα στη Δάφνη και αποτελείται από την κεντρική παράσταση της προσωποποιημένης Μεγαλοψυχίας, η οποία περιβάλλεται από σκηνές κυνηγιου και μια τετραγωνική ζωφόρο συνολικού μήκους 28 μ., όπου απεικονίζεται ο δρόμος από τη Δάφνη προς την Αντιόχεια, όπως ήταν το 459 με τα δημόσια κτήριά της και τις επαγγελματικές της τάξεις εν ώρα εργασίας. Είναι το μοναδικό έργο στο οποίο απεικονίζεται η περίφημη οκταγωνική εκκλησία ή Domus Aurea της πόλης, χτισμένη με αυτοκρατορική χορηγία επί Κωνσταντίου Α’.

Με έναν πληθυσμό που υπερέβαινε τις 100.000, η υστερορωμαϊκή Αντιόχεια ήταν ονομαστή για την πολυτέλεια του βίου των κατοίκων της. Σημαντικές σχολές φιλοσοφίας και ρητορικής, όπως αυτή του Λιβανίου, ανθούσαν στην πόλη, ενώ τα καλλιτεχνικά εργαστήριά της (μεταλλοτεχνίας, ψηφοθέτησης, ζωγραφικής, γλυπτικής) εφοδίαζαν με έργα τέχνης όχι μόνο την ίδια την πόλη και την περιφέρειά της, αλλά και όλη την αυτοκρατορία.

Η Αντιόχεια συνδέθηκε σε πολύ πρώιμο στάδιο με την εξάπλωση του χριστιανισμού. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας θεωρεί ιδρυτή του τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος φαίνεται ότι πρώτος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην πόλη. Σύντομα όμως η Αντιόχεια έγινε το προπύργιο του άλλου μεγάλου Αποστόλου, του Παύλου. Ο Βαρνάβας έφερε στην πόλη τον Παύλο μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό και από εδώ ξεκίνησαν το κοινό ιεραποστολικό τους έργο. Το 50 ο Πέτρος και ο Παύλος συναντήθηκαν στην Αντιόχεια και, μέσα σε εκρηκτικό κλίμα, λήφθηκε η απόφαση να περιλαμβάνονται στο εξής στο σώμα του Χριστού και όσοι δεν τηρούσαν το μωσαϊκό νόμο. Σύντομα προσχώρησαν στη νέα θρησκεία αρκετοί Αντιοχείς, και μάλιστα μέλη και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο όρος χριστιανός πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Αντιόχεια.

Αν και υιοθετήθηκε γρήγορα από τους Αντιοχείς, ο χριστιανισμός δεν επιβλήθηκε και αναίμακτα. Σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών, με αμοιβαίες καταστροφές μνημείων και βεβηλώσεις ιερών χώρων. Έτσι αναστάτωση προκάλεσε η ταφή των λειψάνων του αγίου Βαβύλα πολύ κοντά στο ιερό του Απόλλωνα. Η διοίκηση της πόλης υποχρέωσε τους χριστιανούς να ξεθάψουν τα λείψανα, για τα οποία τελικά οικοδομήθηκε μαρτύριο από τον επίσκοπο Μελέτιο το 381. Η καταστροφή του ιερού από πυρκαγιά θεωρείται ότι αποτέλεσε τα αντίποινα των χριστιανών. Πάντως η Αντιόχεια ευεργετήθηκε πολύ νωρίς και με εκκλησιαστικά κτίσματα μεγάλου βεληνεκούς, όπως η Οκταγωνική εκκλησία, που ανήγειρε ο Κωνστάντιος Α΄ (ολοκληρώθηκε το 341).

Γενικότερα, η πόλη της Αντιόχειας, έγινε το πεδίο ανταλλαγής πνευματικών και καλλιτεχνικών κατακτήσεων μεταξύ της Μεσοποταμίας, της Περσίας και της Ελλάδας. Η επίσημη παιδεία βέβαια βασιζόταν στα ελληνικά πρότυπα. Η νεολαία της Αντιόχειας φοιτούσε σε σχολές ρητορικής και φιλοσοφίας και γυμναζόταν στα γυμνάσια. Στη Δάφνη τελούνταν αρχικά οι Ηράκλειοι αγώνες. Ο Κόμμοδος όμως, όπως προαναφέραμε, καθιέρωσε την τέλεση και Ολυμπιακών Αγώνων, που είχαν ενδεχομένως μεγαλύτερη αίγλη και από αυτούς της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Στο πεδίο της φιλοσοφίας και της διανόησης η Αντιόχεια υπήρξε πατρίδα ή έδρα σημαντικών διανοητών, τόσο εθνικών όσο και χριστιανών. Από τον 3ο αιώνα και εξής διαμορφώθηκε ένα ευρύτερο πνευματικό κλίμα το οποίο είναι γνωστό ως σχολή της Αντιόχειας, με βασικό συστατικό στοιχείο την αναλυτική σκέψη, η οποία επηρέασε όχι μόνο τους σημαντικότερους εκπροσώπους της χριστιανικής διανόησης αλλά και τους οπαδούς της κλασικής παιδείας. Μεταξύ των τελευταίων σημαντική θέση κατέχει ο ρήτορας Λιβάνιος, ένας από τους τελευταίους νοσταλγούς της εθνικής παράδοσης και του παγανισμού.

Στον Αντιοχικό του λόγο που εκφωνήθηκε το 360 μ.Χ. από τον ίδιο με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της πόλης. Πλέκει το εγκώμιο της Αντιόχειας. Πρόκειται για μία σπάνια πηγή πληροφοριών για την Αντιόχεια, αλλά και την κοινωνική και πολιτική ιστορία του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα. Ο ρήτορας περιγράφει επαινετικά τη γεωγραφική θέση και το φυσικό περιβάλλον της πόλης, πραγματοποιεί μία ιστορική αναδρομή από την ίδρυσή της, εξυμνεί την αυτάρκειά της και την αρμονική συμβίωση ενός ετερόκλητου συνόλου κατοίκων, περιγράφει το οικιστικό σχέδιο, τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, τις στοές, τις κιονοστοιχίες, την αγορά, αλλά και τα προάστια της πόλης. Κάνει συχνές αναφορές στον ελληνικό κόσμο, επικλήσεις στο Δία, στο κλασικό παρελθόν και διατυπώνει φυσικά μία εγκωμιαστική εικόνα για την πόλη, το πληθυσμιακό και πνευματικό της μεγαλείο.

Περιγράφεται η παλαιότερη και νέα πόλη –τα βασιλικά ανάκτορα- ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος. Πρόκειται για μια πόλη επίπεδη, με δρόμους, κιονοστοιχίες και στοές που ενώνουν τους κατοίκους και επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση όλων σε όλα τα σημεία της. Το παρόν της πόλης δεν απουσιάζει, ο ιππόδρομος εγκωμιάζεται κατ’ αντιπαραβολή με τα θέατρα και τους ναούς του δωδεκάθεου. Εγκωμιάζεται το μέγεθος και η ομορφιά των αυτοκρατορικών ανακτόρων, αλλά με κριτήρια της κλασικής αρχαιότητας. Το δημόσιο και ιδιωτικό δεν αναπαριστώνται διακεκριμένα αλλά σε σχέση, καλύτερα, ως όλον. Οι ιδιωτικές κατοικίες είναι συνεχείς και ανάμεσά τους βρίσκονται δημόσια κτήρια, ιερά και λουτρά, με τέτοιο τρόπο χτισμένα, που όλοι οι κάτοικοι να τα χρησιμοποιούν λόγω της μικρής απόστασης. Διότι, κατά τον Λιβάνιο αυτή είναι η «γνήσια πόλη», εκείνη που έχει τα χαρακτηριστικά της «σύγκλισης» και της «ανάμειξης» κτηρίων (παρ.213).

Σε συνάρτηση με τους δρόμους και την πολεοδομία, αναπτύσσεται το αίσθημα του κοινοτισμού, η πόλη και οι κάτοικοί της περιγράφονται ως ένα και αδιαίρετο σχήμα. Όλοι οι κάτοικοι της Αντιόχειας, ακόμη και όσοι βρίσκονται «στα τελευταία στενοσόκακα» προστατεύονται «εξίσου» από τις καιρικές συνθήκες και σε όλες τις εποχές μπορούν κινηθούν εύκολα στην πόλη αναπτύσσοντας κοινωνικές σχέσεις (παρ. 217). Η Αντιόχεια φέρνει κοντά όλους τους κατοίκους της, ώστε να μοιράζονται κοινά συναισθήματα, κοινή ζωή. Εν τέλει, συγκριτικά «είναι καλύτερη από όλες τις άλλες πόλεις στον πιο ωραίο τομέα, στην ελληνική παιδεία και ρητορική» (παρ. 270).

Όσον αφορά τα εντυπωσιακά υστερορωμαϊκά ψηφιδωτά της πόλης μαρτυρούν μια μακροχρόνια παράδοση, η οποία είχε φτάσει στο απόγειό της. Αντιοχείς, και γενικότερα Σύροι, ψηφοθέτες μετακαλούνταν σε όλα τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, για να κοσμήσουν με τα έργα τους δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα. Η τέχνη αυτή δεν παρήκμασε ούτε και με την αραβική κατάκτηση. Τα θαυμαστά ψηφιδωτά στο τζαμί των Ομεϊάδων της Δαμασκού μαρτυρούν ότι οι ψηφοθέτες αυτοί εξακολούθησαν να χαίρουν της υψηλής πατρωνίας των κρατούντων μέχρι τουλάχιστον τον 8ο αιώνα. Και η γλυπτική και μικρογλυπτική ωστόσο ασκούνταν με μεγάλη επιτυχία, όπως φαίνεται από τις σαρκοφάγους ρωμαϊκής κυρίως περιόδου που έχουν ανακαλυφθεί σε μεγάλους αριθμούς σε τυχαίες ανασκαφές και κοσμούν σήμερα το αρχαιολογικό Μουσείο της Αντάκυα, της σύγχρονης πόλης της Τουρκίας, που αποτελεί συνέχεια της αρχαίας Αντιόχειας.

Η Σελεύκεια Πιερία ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Νικάτορα, περίπου παράλληλα με τις άλλες τρεις πόλεις της λεγόμενης συριακή τετράπολης (Αντιόχεια, Απάμεια, Λαοδίκεια), αμέσως μετά τη νίκης της Ιψού, το 300 π.Χ. Υπάρχει η άποψη ότι η Σελεύκεια Πιερία αποτελούσε την πρωταρχική επιλογή του Σελεύκου για τη νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του, σε σχέση με την Αντιόχεια και ότι ουσιαστικά ο ρόλος της υποσκελίστηκε επί βασιλείας Αντιόχου Α΄ ή πιθανότερα μετά την κατάληψη της Σελεύκειας από τους Πτολεμαίους, το 246 π.Χ. Το σίγουρο είναι ότι είχε τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο˙ εκεί βρίσκονταν οι τάφοι των μελών του σελευκιδικού οίκου, είχε το όνομα του ιδρυτή της δυναστείας, Σέλευκου και διέθετε τουλάχιστον μέρος από τους κατοίκους-οικιστές της Αντιγόνειας, που είχε ιδρύσει εκεί ο προκάτοχος του Σέλευκου, ο Αντίγονος Μονόφθαλμος.

Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, ο Σέλευκος ίδρυσε την πόλη στις 23 του μήνα Ξανθικού το 300 π.Χ., αποδίδοντας τιμές και θυσίες στον Δία Κάσιο, το ιερό του οποίου βρισκόταν στο γειτονικό όρος Κάσιο (Μαλάλας). Ένας αετός, πέταξε πάνω από τη θάλασσα της Παλαιόπολης και έριξε ένα κομμάτι από το σφάγιο υποδεικνύοντας την κατάλληλη θέση για να οικοδομήσει τη πόλη του. Ο Στράβων (16.2.8) αναφέρει ότι βρισκόταν σε προστατευμένο σημείο, που καθιστούσε δύσκολη την κατάληψή της και ότι παλαιότερα η θέση αυτή ονομαζόταν Ύδατος Ποταμοί, προφανώς λόγω της γειτνίασής της με τον ποταμό Ορόντη, που ήταν πλωτός έως την Αντιόχεια, αλλά και με τη θάλασσα. Ο Αππιανός (Syr. 58) κάνει λόγο για έναν κεραυνό-οιωνό που προηγήθηκε της θεμελίωσης της πόλης.

Η πόλη, σύμφωνα με τον Πολύβιο (5.59.3-33) διέθετε ισχυρό οχυρωματικό περίβολο και την κοσμούσαν λαμπρά οικοδομήματα. Το διοικητικό κέντρο και ένα ισχυρά τειχισμένο προάστιο βρίσκονταν στο κατώτερο τμήμα της πόλης , κοντά στη θάλασσα. Η Σελεύκεια διέθετε ένα πολύ σημαντικό λιμάνι και αποτελούσε το επίνειο της Αντιόχειας, με την οποία ήταν στενά συνδεδεμένη μέσω του πλωτού ποταμού Ορόντη.

Υπό τους Σελευκίδες, η πόλη διέθετε δήμους και ήταν οργανωμένη σε φυλές, ενώ μαρτυρούνται διοικητικοί θεσμοί, όπως βουλή, επιστάτης, άρχοντες, γραμματεύς κλπ. και διέθετε στρατό και μια φρουρά.

Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Συριακού πολέμου, το 246 π.Χ., η Σελεύκεια βρισκόταν υπό πτολεμαϊκή εξουσία έως και το 219 π.Χ., οπότε ο Αντίοχος Γ΄, την επανακατέλαβε και αποκατέστησε τους εξόριστους κατοίκους της. Τοποθέτησε επίσης φρουρές στην ακρόπολη και στο λιμάνι. Ο πληθυσμός της το 219 π.Χ., σύμφωνα με τον Πολύβιο (5.61.1) έφθανε τις 6000 κατοίκους, πιθανόν μόνο οι ελευθεροι πολίτες, γιατί άλλο θεωρούν ότι συνολικά μπορεί και να ξεπερνούσε τις 30.000.

Νομισματικές μαρτυρίες περ. των μέσων του 2ου αι.π.Χ. αποδίδουν στη Σελεύκεια τον τίτλο της ιερής και άσυλης πόλης, ενώ από το 109 π.Χ. παύει να χαρακτηρίζεται άσυλος και απαντάται ως ιερά και αυτόνομη. Η πόλη διέθετε δικό της νομισματοκοπείο, καθώς σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο Σέλευκος το μετέφερε από την Αντιγόνεια. Το νομισματοκοπείο έκοβε αργυρά και χρυσά νομίσματα με την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΕΛΕΥΚΟΥ ή ΣΕΛΕΥΚΕΩΝ. Νομίσματα της πόλης βρέθηκαν επίσης στη Δούρα Ευρωπό, στη Σελεύκεια στον Τίγρη και στα Σούσα, γεγονός που μαρτυρά την παρουσία εμπόρων από τη Σελεύκεια στα μέρη αυτά.

Σε μια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή, που χρονολογείται επί Σελεύκου Δ΄, αναφέρεται σε εννιαύσιους ιερείς του Ολύμπιου Δία, του Δία Κορυφαίου, του Απόλλωνα και των μελών του Σελευκιδικού οίκου που είχαν πεθάνει και λατρεύονταν εκεί, όπως και του Σελεύκου Δ΄. Πολύ σημαντικές λατρείες για την την πόλη της Σελεύκειας ήταν ο Δίας Κάσιος και ο Δίας Κεραύνιος.

Σήμερα, η θέση της πόλης ταυτίζεται με την Samandag της Τουρκίας. Είναι ορατά τα ισχυρά τείχη με τους οχυρωματικούς ημικυκλικούς πύργους της, ένα χριστιανικό μαρτύριο του 5ου-6ου αι.μ.Χ. με βαπτιστήριο και ένας επιβλητικός δωρικός περίπτερος ελληνιστικός ναός (37Χ19 μ.). Στο άνω τμήμα της πόλης, έχουν έλθει στο φως ρωμαϊκές επαύλεις με ψηφιδωτά και ένα ρωμαϊκό θέατρο. Τέλος, λίγο βορειότερα είναι ορατά τα κατάλοιπα μιας σύραγγας για την εκτροπή ενός παραποτάμου του Ορόντη που εξέβαλε στο λιμάνι. Δυστυχώς, οι αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις της Σελεύκειας έχουν θαφτεί κάτω από τόνους αλλουβιακών προσχώσεων από τα γειτονικά ποτάμια. Διάσπαρτα είναι κα ταφικά μνημεία διαφόρων τύπων, από σαρκοφάγους και λαξευτούς στο βράχο μνημειακούς τάφους έως απλές ταφές Ρωμαίων που υπηρέτησαν στο ναυτικό.

Αττάλεια

Στην Παμφυλία, στη νότια Μ. Ασία, επέλεξε ο Άτταλος Β΄ Φιλάδελφος, , να οικοδομήσει γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μία πόλη, που της έδωσε το όνομά του, Αττάλεια, ). Η ίδρυση σχετίζεται με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αττάλου Β΄ στην περιοχή της Πισιδίας και ιδιαίτερα της Πέργης. Η Αττάλεια είναι μετά την Πέργαμο η πιο σημαντική ίδρυση των Ατταλιδών. Χτισμένη ανάμεσα στις απόκνημνες ακτές της Λυκίας και της Κιλικίας και έχοντας ένα ιδανικό φυσικό λιμάνι, που ευνοούσε τις εμπορικές επαφές, έγινε γρήγορα . η μεγαλύτερη πόλη στην περιοχή της Παμφυλίας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η νέα πόλη χτίστηκε στη θέση προγενέστερου οικισμού. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η πόλη οικοδομήθηκε πολύ κοντά σε έναν προϋπάρχοντα οικισμό που λεγόταν Κώρυκος και πιθανόν ενσωματώθηκε στη νέα πόλη.

Η λατρεία θεοτήτων, όπως ο Διόνυσος, η Αθηνά και ο Απόλλων Αρχαγέτης, που απεικονίζονται στα νομίσματά της δηλώνει ίσως την συμμετοχή κατοίκωντης Περγάμου στον εποικισμό της.

Η Αττάλεια εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο και παρά την ανάπτυξη της πειρατείας στην περιοχή της γειτονικής Κιλικίας, , που αποτέλεσε ένα πρόβλημα για αυτήν εξακολούθησε να υφίσταται έως και σήμερα, διατηρώντας μάλιστα, αλαφρά παραλλαγμένη την αρχαία της ονομασία. Αntalya.

Η Αττάλεια, που άνθησε στους Ελληνιστικούς χρόνους, πέρασε αργότερα στα χέρια των Ρωμαίων. Ο αυτοκράτορας Αδριανός την επισκέφτηκε το 130 μ.Χ. και έχτισε μια τριπλή αψίδα, που στέκεται σχεδόν άθικτη μέχρι σήμερα στο κέντρο της, αποτελώντας το μοναδικό ορατό μνημείο της αρχαίας πόλης, την ακμή και την σημασία της οποίας αναγνωρίζει κανείς όταν επισκέπτεται το εντυπωσιακό μουσείο της.

Το 1207 οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη από τους Βυζαντινούς. Μ έχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, ζούσε εκεί μια μεγάλη ελληνική κοινότητα με 15.000 κατοίκους, σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού, Υπάρχει ακόμη μια ανακαινισμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που λειτουργεί σαν μουσείο και μια άλλη που μετατράπηκε μετά από πολλές ανακατασκευές σε τζαμί. Η παλιά περιτειχισμένη πόλη, το Καλέ Ιτσί, διακρίνεται για τα στενά δρομάκια και τα παραδοσιακά της σπίτια με την χαρακτηριστική Οθωμανική αρχιεκτονική.

Απάμεια

Η Απάμεια χτίστηκε στην κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού Ορόντη και αποτελούσε μια από τις τέσσερις πόλεις της συριακής τετράπολις (Στράβων, 16.2.10). Ιδρυτής της υπήρξε ο Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ, ο οποίος θέλοντας να τιμήσει την σύζυγό του Απάμα, έδωσε στην πόλη το όνομά της. Η Απάμεια αποτέλεσε τη στρατιωτική βάση του σελευκιδικού στρατού, με 500 πολεμικούς ελέφαντες(δώρο του Ινδού ηγεμόνα Σανδρακόττου στον Σέλευκο Α΄) και ιπποφορβείο. Επίσης, εκεί βρισκόταν και το θησαυροφυλάκειο. Η πόλη, όπως και η Αντιόχεια, βρισκόταν σε σεισμογενή περιοχή με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά πλήγματα από σεισμούς, ανάμεσα στους οποίους οι πιο καταστροφικοί συνέβησαν το 115, 526, 528, 1157 και 1170 μ.Χ. Οριστικά η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά τους δυο τελευταίους σεισμούς και αντικαταστάθηκε από την ακρόπολη στο γειτονικό λόφο, η οποία ανοικοδομήθηκε από τον Nur ad-Din και σήμερα ενσωματώνει το χωριό Qalaat al-Mudik.

Ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν το χώρο επισήμαναν την ύπαρξη σκόρπιων ελληνικών και λατινικών επιγραφών, μια εντυπωσιακή οδική αρτηρία πλαισιωμένη από κιονοστιχίες να διατρέχει την πόλη και μια αγορά, ένα καθεδρικό ναό και ένα θέατρο. Ο Cumont, που επισκέφθηκε την περιοχή στο δρόμο του για τη Δούρα-Ευρωπό το 1922, συνέστησε την θέση για διεξαγωγή ανασκαφών στο Belgian Fonds National de la Recherche Scientifique. Έπειτα από μια έρευνα το 1928, ο F. Mayence διεξήγε 7 ανασκαφικές αποστολές (1930-1938) με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα H. Lacoste. Οι εργασίες διεκόπησαν από τον Β’ Παγκόσιο πόλεμο καιξανάρχισαν για δυο επιπλέο χρονιές (1947,1953). Από το 1965 κ.ε. συνεχίστηκαν με νέο προσωπικό και σε συνεργασία με το Syrian Directorate General of Antiquities and Museums.

Με τη συγκριτική μελέτη των υπολοίπων σελευκιδικών πόλεων της τετράπολης και με τομές τόσο στην κεντρική οδό όσο και στη βάση των τειχών της πόλης, ο ελληνιστικός σχεδιασμός της Απάμειας είναι πιο κατανοητός. Αποκαλύπτοντας τα τείχη στη Β,Ν και Α πλευρά (1984-1986) επιβεβαιώθηκε ότι το τείχος ίσως όχι πριν το τέλος του 3ου αι.π.Χ. περιέκλειε μια πόλη 230 περίπου εκταρίων. Η πόλη αναπτύχθηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, διαιρέθηκε σε οικοδομικά τετράγωνα ιδιαίτερης σημασίας και χαρακτήρα με την κεντρική αγορά της στο κέντρο, όπου διασταυρώνονταν οι κύριο οδικοί άξονες της πόλης. Τα οικοδομικά τετράγωνα είχαν διαστάσεις 55Χ110 μ., όπως στην Αντιόχεια και τη Λαοδίκεια, τις αδελφές πόλεις της. Πρόσφατες ανασκαφές στη βόρεια πύλη έδειξαν ότι κατά την ελληνιστική περίοδο, μια οδική αρτηρία που πλαισιωνόταν από κιονοστιχία δωρικού ρυθμού, προηγήθηκε της κορινθιακής κιονοστιχίας που χρονολογείται μετά το σεισμό του 115 μ.Χ. (κάποια από αυτά τα κιονόκρανα βρέθηκαν επαναχρησιμοποιημένα σε ιδιωτικές οικίες). Στο κέντρο της πόλης, δυτικά του κυρίως άξονα και ανάμεσα στις δύο βασικές αρτηρίες με κατεύθυνση Α-Δ, υπήρχε ένας τεράστιος περίβολος ναού αφιερωμένος στον Δία-Βήλο. Το κτήριο εδράζεται σε ένα ψηλό podium, που καταλάμβανε το υψηλότερο σημείο του αστικού τοπίου, μπροστά από την ακρόπολη, ακριβώς όπως στη Γέρασα δεσπόζει ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος. Δυστυχώς, λόγω της εκτεταμένης ανοικοδόμησης της πόλης κατά το 2ο αι.μ.Χ., δεν είναι εφικτό να αποκατασταθούν τα ελληνιστικά κτήρια.

Η κεντρική οδική αρτηρία με την κορινθιακή κιονοστιχία (Β-Ν), όπου απλοί κίονες εναλλάσσονταν με κίονες που έφεραν κάθετες ή σπειροειδείς ραβδώσεις, μαρτυρά το μεγαλείο της ανοικοδομημένης πόλης του 2ου αι.μ.Χ., καθώς η αρτηρία είχε μήκος 3,750 μ. Α-Δ και 1850 μ. από τη βόρεια προς τη νότια πύλη. Εκατοντάδες καταστήματα και εργαστήρια, μνημειακά λουτρά (π.χ. Β. λουτρά αφιερωμένα στον Ιούλιο Αγρίππα, 116/117 μ.Χ.), ένα μεγάλο δημόσιο αποχωρητήριο, ένα διόροφο νυμφαίο διακοσμημένο με αγάλματα θεών και ηρώων (?), τα τεμένη ορισμένων ναών και μια συναγωγή και αργότερα, οι είσοδοι για αρκετές εκκλησίες (ΒΔ Βασιλική, Εκκλησία του Αιθρίου, Ροτόντα) είχαν την είσοδό τους σ’ αυτή τη μεγάλη οδική αρτηρία.

Οι ιδιωτικές κατοικίες που ανασκάφηκαν (από το 1973 κ.ε.) είναι αναρίθμητες σε άλλους δρόμους. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, λόγω των εντυπωσιακών αναλογιών τους (1500-4500 τ.μ.), τα σπίτια με τα περιστύλια, τα φαρδιά ανοίγματα και τους όμορφα διακοσμημένους χώρους υποδοχής(διαδρόμους, στρωμένους με ψηφιδωτά δάπεδα ή μαρμαροθετήματα), μαρτυρούν την ύπαρξη μιας πλούσιας αριστοκρατίας που ζούσε στην πόλη αυτή. Η Απάμεια, από τη στιγμή που ο Numenius εγκατέστησε τη σχολή του εκεί το 2ο αι. μ.Χ. , υπήρξε η έδρα πολλών φιλοσοφικώνν σχολών-Επικούρειων και κυρίως Νέο-πλατωνιστών-που έπαψαν να λειτουργούν μόνο μετά το διάταγμα του Θεοδόσιου, όταν ο ναός του Βήλου, το μαντείο που προηγουμένως είχαν συμβουλευτεί ο Αδριανός, ο Σεπτήμιος Σεβήρος και ο Μακρίνος, καταστράφηκε από τον επίσκοπο Μάρκελλο (π.376 μ.Χ.). Μια θαυμάσια σειρά από ψηφιδωτά δάπεδα, που βρέθηκαν κάτω από τον καθεδρικό ναό που επρόκειτο να σφραγίσει τη νέο-πλατωνική σχολή (τώρα στο Musées Royaux d'Art et d'Histoire, Brussels και στο μουσείο της Απάμειας) αποκαλύπτει μέρος του εικονογραφικού προγράμματος του ναού: o Σωκράτης ως ένας από τους 7 σοφούς της Ελλάδας, η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, σαν σύμβολο της ψυχής που θεραπεύει τη Φιλοσοφία στο τέλος της ζωής της, η στέψη της Κασσιώπειας ως προσωποποιημένη Ομορφιά στον διαγωνισμό με τις Νηρηίδες. Τα ψηφιδωτά πρέπει να είχε παραγγείλει ο Σόπατρος Β’, την εποχή του Ιουλιανού, στα τελευταία χρόνια λειτουργίας της σχολής.

Η κοντινή απόσταση της Απάμειας με την Αντιόχεια, όπου οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τόσο συχνά προετοίμαζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους εναντίον των Πάρθων κι έπειτα των Σασσανιδών, είχε σαν αποτέλεσμα η πόλη να αποτελέσει τον τόπο διαχείμασης της Δεύτερης Λεγώνας κατά των Πάρθων (Legio II Parthica) κατά τον 3ο αι. μ.Χ. Αυτά τα ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα συνόδευσαν τον Καρακάλλα, τον Αλέξανδρο Σεβήρο και τον Γορδιανό Γ΄στην Ανατολή και στρατοπέδευαν κοντά στην πόλη για λίγα χρόνια κάθε φορά. Αναρίθμητοι τάφοι στρατιωτών που επαναχρησιμοποιήθηκαν σε έναν από τους πύργους των τειχών της πόλης, αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία αυτών των γεγονότων, καθώς πρόκειται για ταφικές στήλες με ιππείς από κάποια ίλη ιππικού (Ulpia Contariorum and Flavia Britannica), που αποσπάστηκαν εκεί από τα Βαλκάνια το 232 μ.Χ. για να ανακόψουν την πρώτη σασσανιδική εισβολή στην επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Σε ολόκληρη την πόλη οικοδομήθηκαν εκκλησίες και θέση αρχιεσπισκόπου προβλεπόταν ήδη από το 323 μ.Χ.-σύνοδος Νίκαιας. Τα οικοδοήματα χρονολογούνται κυρίως τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε την πόλη μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 526 και 528 μ. Χ. Αυτό σίγουρα ισχύει για το ναό του Αιθρίου (Atrium Church), όπου λατρεύονταν τα λείψανα των μαρτύρων Κοσμά, Δαμιανού κα Θεοδώρου, για τη Ροτόντα , για τον καθεδρικό ναό (όπου ο αρχιεπίσκοπος Παύλος ήταν υπεύθυνος για την διακόσμηση του ναού), καθώς και για μια Υπόστυλη Βασιλική (Pillard Basilica) κοντά στη Β. πύλη της πόλης.

Η Απάμεια δεν καταστράφηκε όταν ο Οσρόης Α΄εισέβαλε στη Συρία το 540 μ.Χ. ούτε το 613 μ.Χ. επί Οσρόη Β΄. Η πόλη υπέφερε κατά την εισβολή του Αδααρμάνη το 573 μ.Χ., ο οποίος έστειλε 292 000 αιχμαλώτους εξορία στην Περσία. Η πόλη άνοιξε τις πύλες της στους Άραβες κατακτητές το 638 μ.Χ. εξαιτίας της διαμάχης μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πόλης που ήταν Μονοφυσίτες εναντίον της δυσβάσταχτης φορολόγησης από το βυζαντινό κράτος. Η πόλη δεν υπέστη καμιά καταστροφή έκτοτε, αλλά κάποιοι από τους πλούσιους κατοίκους της πρέπει να εγκατέλειψαν τις οικίες τους. Η αποχώρησή τους δεν ήταν προσωρινή, όπως αρχικά πίστευαν, διότι οι δούλοι που έμειναν πίσω για να προστατέψουν την περιουσία των κυρίων τους την κράτησαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα βαθειές κοινωνικές αλλαγές. Κεραμικά και νομισματικά ευρήματα χρονολογούν αυτή την τελευταία φάση της πόλης στον 6ο-10ο αι.μ.Χ.

Η Απάμεια ανακαταλήφθηκε και επανακατοικήθηκε από τους Βυζαντινούς το 975. Το 998 μ.Χ., ωστόσο, καταλήφθηκε από τους Φατιμίδες κι έπειτα από τους Σταυροφόρους, που είχαν καταλάβει την ακρόπολη από το 1106 έως το 1149. Εκείνη την εποχή, το υψίπεδο ήταν σχεδόν εγκατελειμένο, λόγω της διαρκώς αυξανόμενης αστάθειας στην περιοχή. Ο σοβαρός σεισμός του 1157 χτύπησε την Απάμεια περιφερειακά. Αναφέρεται στις αραβικές πηγές στη λίστα των πόλεων που καταστράφηκαν τότε, ωστόσο, δεν εμφανίζεται σαν μια από τις πόλεις που καταστράφηκαν το 1170.

Δούρα Ευρωπός

Ιδρύθηκε στην έρημο της Συρίας, στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη γύρω στο 300 με 280 π.Χ. από τον στρατηγό του Αντιγόνου Νικάνορος με σκοπό την προστασία των ανατολικών συνόρων του σελευκιδικού βασιλείου και τον έλεγχο της εμπορικής κίνησης στην κομβική αυτή θέση και ονομάστηκε αρχικά Δούρα. Καθώς βρισκόταν ακριβώς στη μέση μεταξύ των δύο πρωτευουσών, της Σελεύκειας στον Τίγρη ποταμό και της Αντιόχειας στον Ορόντη, μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο για τα καραβάνια και τη μεταφορά αγαθών. Αργότερα πήρε την ονομασία Ευρωπός από τον Σέλευκο Α’, όνομα της γενέτειρας του Σέλευκου στη Μακεδονία - αποτελούσε μια στρατιωτική και εμπορική αποικία των Μακεδόνων (σύνταξη). Απαρτίστηκε στη γένεσή της από διάφορους πληθυσμούς, Έλληνες, Θράκες, Πέρσες, και ως κέντρο στρατιωτικό και εμπορικό με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, είχε κατά τη ρωμαϊκή εποχή πολύ μεγάλη ποικιλία λατρειών. Καταστράφηκε από τους Πέρσες το 256 μ.Χ. Ευρήματα από ανασκαφές έχουν επιτρέψει να ανασυντεθεί το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης με το δίκτυο των κάθετα τεμνόμενων δρόμων της, με τα σπίτια, τους ναούς, την αγορά, το εμπορικό κέντρο και το ανάκτορο του διοικητή που έδρευε στην παραμεθόρια αυτή περιοχή. Η κύρια περίοδος οικοδόμησης τοποθετείται στην περίοδο βασιλείας του Αντίοχου Γ΄ του Επιφανούς. Στην περίοδο αυτή ακμής τη ελληνιστικής εποχής υπήρχε παντού οικοδομική δραστηριότητα, και ο πληθυσμός αυξανόταν. Στη Δούρα μόλις τότε οικοδομήθηκε σε μεγάλη έκταση η επιφάνεια της πόλης, και ο πληθυσμός ανερχόταν σε αρκετές χιλιάδες. Η πόλη διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη στην βορειοανατολική πλευρά της και περιβαλλόταν στο σύνολό της από ισχυρά τείχη. Ο ρυμοτομικός ιστός της ακολουθούσε κανονική ορθογώνια διάταξη. Όλοι οι δρόμοι είχαν ίδιο πλάτος (6,35 μ.), με εξαίρεση τον κεντρικό άξονα που είχε το διπλάσιο (12,35 μ.).

Κατά την πρώιμη ελληνιστική περίοδο υπήρχαν μόνο στρατιωτικές εγκαταστάσεις δίπλα στον ποταμό και γύρω από ένα μικρό ύψωμα όπου βρίσκονταν το ανάκτορο του στρατηγού και ο ναός του Δία, το κύριο ιερό της πόλης. Σε αυτήν την περιοχή ανασκάφτηκαν και τείχη τα οποία δεν εναρμονίζονται με το πολεοδομικό σύστημα και φαίνεται ότι είναι παλαιότερα από την πόλη. Η Αγορά είναι μια έκταση 8 οικοδομικών τετραγώνων η οποία βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, ακριβώς βόρεια της Κυρίας Οδού.

Το νότιο μισό ήταν μια ανοιχτή πλατεία, αρχικά ελεύθερη από οικοδομήματα κατά μήκος της Κυρίας Οδού, ενώ το βορειότερο μισό εν μέρει αποτελείτο από μία κλειστή πλατεία, ευθυγραμμισμένη με δύο στενά οικοδομικά τετράγωνα στα βόρεια, η οποία προσέφερε μια διπλή σειρά μαγαζιών και γραφείων, με μια συμμετρική μονή σειρά μαγαζιών κατά μήκος των ανατολικών και δυτικών πλευρών, και με έναν κενό τοίχο στα νότια. Οι ακάλυπτες εκτάσεις στο κέντρο της πόλης προορίζονταν για τις εγκαταστάσεις της αγοράς και πιθανόν για κτίρια θρησκευτικού και διοικητικού χαρακτήρα. Το φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης όμως δεν ολοκληρώθηκε λόγω της πολιτικής αστάθειας που αντιμετώπιζε το σελευκιδικό βασίλειο.

Στην Δούρα Ευρωπό έχουν ανασκαφθεί δύο Ελληνιστικά παλάτια. Το ένα είναι το αποκαλούμενο Redoubt Palace, το οποίο αποτελείται από ένα συμπαγές προαύλιο σπίτι, με το προαύλιο να βρίσκεται στα πλευρά του κτιρίου.

Τοποθετημένο στην ακρόπολη και υψωμένο σε ένα αρκετά ψηλό επίπεδο ύψωμα της γης, είχε εκτενή θέα και κατοικείτο κατά πάσα πιθανότητα από τον στρατηγό της Δούρας. Ονομαζόταν στρατηγείο, και συμπεριλαμβανόταν στο Ιπποδάμειο σύστημα. Το δεύτερο παλάτι που έχει ανασκαφθεί είναι το Citadel Palace οι τοίχοι του οποίου κοσμούνταν με τοιχογραφίες και στο οποίο πιθανότατα κατοικούσε ο Σελευκίδης κυβερνήτης της Δούρας μαζί με την οικογένειά του. Βρισκόταν εντός του φρουρίου και είχε χτιστεί πάνω σε ένα παλαιότερο παλάτι που χρονολογείται στα μισά του 3ου αιώνα π.Χ.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι άλλα δύο ευρήματα. Ένα από αυτά είναι η ανακάλυψη ενός ιερού του Μίθρα, το οποίο χτίστηκε περίπου το 168 π.Χ και ανοικοδομήθηκε δύο ακόμη φορές πριν από την εγκατάλειψη της πόλης, το εσωτερικό κοσμούν τοιχογραφίες που δείχνουν περσική επίδραση. Έχει επίσης βρεθεί μια συναγωγή η οποία χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα μ.Χ, η οποία κοσμείται με τοιχογραφίες που εικονίζουν - αντίθετα από την ιουδαϊκή παράδοση - σκηνές από την Παλαιά διαθήκη.

Η Δεκάπολις

Σε μια περιοχή μεταξύ κρατών, τότε όπως και σήμερα, οι πόλεις που θα εξετάσουμε άλλαζαν διοίκηση και ηγεμόνες με ρυθμούς που δύσκολα παρακολουθεί κανείς. Πάνω στην εύφορη κοιλάδα του Ιορδάνη και στο δίκτυο δρόμων που ένωνε τα δύο μεγαλύτερα ελληνιστικά βασίλεια, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, η σημασία της περιοχής είναι προφανής. Η συνένωση των πόλεων αποσκοπούσε στη διατήρηση της αυτονομίας τους μέσα στο πλαίσιο της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή, δηλαδή μετά την κατάκτησή της από τον Πομπήιο το 63 π.Χ. Σίγουρα κατά διαστήματα ανήκαν και άλλες πόλεις σε αυτήν την χαλαρή οργάνωση που κράτησε τη σχετική της αυτονομία μέσα στη ρωμαϊκή κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι ο συνολικός αριθμός τους ήταν πάνω από δέκα, με κάποιες από αυτές να ξεχωρίζουν περισσότερο από τις άλλες και με τη δική της ιδιαιτερότητα η κάθε μία.

Χτισμένες κοντά η μία στην άλλη για μεγαλύτερη ασφάλεια, οι πόλεις της ομοσπονδίας κράτησαν την ελευθερία τους απέναντι σε ανατολικούς λαούς και στο προηγούμενο κράτος των Μακκαβαίων. Αυτό υπό την προστασία της Ρώμης και με αντίτιμο φορολογικές εισφορές, τις οποίες οι πόλεις πλήρωναν με τα νομίσματα που έκοβαν με την άδεια του ρωμαϊκού κράτους.

Οι παραδόσεις τις συνδέουν με τον Μ. Αλέξανδρο ως ιδρυτή, αν και οι περισσότερες ήταν ιδρύσεις των Διαδόχων, παλαιότερες πόλεις ή έγιναν πραγματικές πόλεις υπό ρωμαϊκή κυριαρχία. Κάθε μία έχει διαφορετική ιστορία και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Το σημαντικό όμως είναι πως ακόμα και σε μια εποχή που ένας ξένος κατακτητής ήλεγχε μια περιοχή με ελληνικό χαρακτήρα, η οργάνωση βασιζόταν σε μια μονάδα καθαρά ελληνική: την πόλη, με την αυτονομία της και την ξεχωριστή της αρχιτεκτονική που παρείχε στους κατοίκους της ανέσεις, ασφάλεια και ποιότητα ζωής πρωτόγνωρη για την εποχή. Τα πρότυπα ήταν πάντα και παντού ελληνιστικά, στο σχεδιασμό, στην οργάνωση, στη μορφή.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πόλεις [3]: Δαμασκός, το στολίδι της Συρίας. Φιλαδέλφεια, το σημερινό Αμμάν, με τόσα άλλα ονόματα όσα και οι αιώνες της ιστορίας της. Ραφανά στην Ιορδανία. Σκυθόπολις, πλέον Beit Sehan στο Ισραήλ, πόλη που ακόμα κατοικείται, η μόνη στα δυτικά του Ιορδάνη. Τα εντυπωσιακά Γάδαρα ή Umm Qais στην Ιορδανία. Η Αντιόχεια Ίππος στο Ισραήλ, πάνω από τη λίμνη της Γαλιλαίας. Δίον και Πέλλα στην Ιορδανία, πόλεις ονομασμένες από αντίστοιχες Μακεδονικές. Τα Γέρασα κοντά στο Αμμάν της Ιορδανίας. Η Καναθά στη Συρία, ακόμα με το ίδιο σχεδόν όνομα –Qanawat. Σε αυτές προστίθενται τα Άβιλα, που ήταν και Σελεύκεια, στη Συρία, και η Καπιτωλιάδα στην Ιορδανία –ακόμα κατοικημένο ως Beit Ras.

Λίγα υπολείμματα της ελληνιστικής εποχής παραμένουν σε αυτές τις πόλεις. Ωστόσο το βασικότερο είναι το εξής: πολλές είναι ακόμα ζωντανές, κατοικημένες πόλεις και όλες ακολουθούσαν τα ελληνιστικά πρότυπα για τη μορφή και την οργάνωση. Χαλαρά οργανωμένες σε μια ομοσπονδία πόλεων, οι ελληνιστικές πόλεις της σημερινής νότιας Συρίας και βόρειας Ιορδανίας κράτησαν τη μορφή, την ελευθερία και την –περιορισμένη έστω- αυτονομία τους στο πλαίσιο του ρωμαϊκού κράτους. Χαρακτηριστικό τους είναι πως ήταν χτισμένες κοντά η μία στην άλλη, ώστε η μεταξύ τους εγγύτητα να ενισχύει την ασφάλεια που παρείχε η ομοσπονδία.

Η Δαμασκός που είναι η πιο μακρινή είναι παλαιότερη πόλη και μπήκε στη Δεκάπολη ως επίτιμο μέλος. Η ελευθερία των ελληνικών πόλεων της περιοχής είχε απειληθεί από το κράτος των Μακκαβαίων. Με την ίδρυση της Δεκαπόλεως οι πόλεις κατοχύρωσαν την ελευθερία τους και την προστασία από τη Ρώμη απέναντι σε ανατολικούς λαούς. Τους επιτράπηκε να κόψουν και δικά τους νομίσματα, με τα οποία βέβαια θα απέδιδαν τον πολυπόθητο φόρο στους Ρωμαίους, πράγμα που αποτελούσε για εκείνους άλλωστε τον κυριότερο λόγο για την κατάκτηση όλης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι παραδόσεις γι’ αυτές τις πόλεις μπορεί να λένε ότι τις έχτισε ο Μ. Αλέξανδρος μαζί με τόσες άλλες. Ωστόσο η κάθε μία έχει διαφορετική ιστορία που μάλλον δεν σχετίζεται με τον μεγάλο στρατηλάτη. Άλλες προϋπήρχαν, οι περισσότερες ιδρύθηκαν από κάποιον από τους διαδόχους και έγιναν πόλεις με ολόκληρη τη σημασία της λέξης υπό ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ μέχρι τότε ήταν κατά κανόνα μικρά πολίσματα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το τι σήμαινε να χαρακτηρίζεται ένας οικισμός πόλη. Ακόμα και σε μια εποχή που ένας ξένος κατακτητής ήλεγχε μια περιοχή με ξεχωριστά ελληνικό χαρακτήρα, η οργάνωση βασιζόταν στο καθαρά ελληνικό δημιούργημα της πόλης, με κύριο χαρακτηριστικό την αυτονομία της και την ξεχωριστή της αρχιτεκτονική που παρείχε στους κατοίκους της ανέσεις, ασφάλεια και ποιότητα ζωής πρωτόγνωρη για την εποχή. Τα πρότυπα ήταν πάντα και παντού ελληνιστικά, στο σχεδιασμό, στην οργάνωση, στη μορφή. Με εξαίρεση τη Δαμασκό, που προστέθηκε στη Δεκάπολη ως επίτιμο μέλος, η βορειότερη πόλη είναι η ρωμαϊκή Καπιτωλιάς, το σημερινό Beit Ras. Μια πόλη με ορθογώνιο σύστημα δρόμων και λίγα ευρήματα αλλά σημαντική στην εποχή της για το εμπόριο και για το κρασί της (μεταξύ άλλων) σε αυτήν την εύφορη περιοχή. Η συνεχή της κατοίκηση δείχνει την επιτυχία που είχαν οι ελληνιστικές πόλεις ως προς την επιλογή θέσης και λειτουργίας τους. Λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της θάλασσας της Γαλιλαίας βρίσκονται τα αρχαία Γάδαρα, μοντέρνο umm Qais. Παραμεθόριος τότε και σήμερα, μια πόλη που αποτέλεσε το μήλον της Έριδος ανάμεσα στους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες κατά την ελληνιστική εποχή. Καταστράφηκε μια φορά τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αντίοχο Γ΄ των Σελευκιδών, λίγο μετά πάλι από τον Αλέξανδρο Ιανναίο, ξανά κατακτήθηκε μετά από τον Πομπήιο…Περιοχή χωρίς ησυχία, γεγονός που δείχνει και το πόση σημαντική ήταν η θέση της πάνω σε οχυρό ύψωμα στην άκρη της εύφορης κοιλάδας του Ιορδάνη, ανάμεσα στα δύο ελληνιστικά βασίλεια και στο δίκτυο των δρόμων μεταξύ των πόλεων.

Για την αρχή της πόλης δεν γνωρίζουμε πολλά, μάλλον ο οικισμός που προϋπήρχε της πρώτης καταστροφής ήταν μικρός, ένα φρούριο στα σύνορα των Πτολεμαίων. Η πόλη αναπτύχθηκε και άνθισε κυρίως κατά τη ρωμαϊκή εποχή μέσα στην προστασία του συνασπισμού της Δεκαπόλεως. Οι πολλοί χριστιανικοί ναοί δείχνουν πως διατήρησε τη σημασία της και αργότερα, μέχρι που υπέστη σοβαρά πλήγματα από σεισμούς τον 7ο και 8ο αι. μ.Χ. Όλο αυτό το διάστημα οι κυρίαρχοι άλλαζαν συνεχώς, η σημασία της πόλης παρέμενε. Μάρτυρες γι’ αυτό: τα ισχυρά ελληνιστικά τείχη που αποτελούσαν το σύνορο ανάμεσα στα αντίπαλα ελληνιστικά βασίλεια σε αυτήν την περιοχή· ίχνη ενός ελληνιστικού τεμένους αφιερωμένου μάλλον στον Δία, πάτρωνα πολλών πόλεων στην περιοχή· το ρωμαϊκό θέατρο που χτίστηκε απέναντι από αυτό το τέμενος· η ρωμαϊκή κεντρική οδός με τις κιονοστοιχίες που οργανώνει την πόλη πάνω στον άξονα ανατολής-δύσης· άλλο ένα μικρότερο θέατρο στα δυτικά· ένα υδραγωγείο χτισμένο από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Και οι επόμενοι αιώνες άφησαν ίχνη στην πόλη, όπως ο χριστιανικός ναός και ίχνη ισλαμικών κτισμάτων που σώζονται σήμερα. Ανατολικότερα των Γαδάρων βρίσκονται τα Άβιλα, η σημερινή τοποθεσία με το όνομα Wadi Quweilbeh, περιοχή με συνεχή κατοίκηση από την 4η χιλ. π.Χ. ως τον 15ο αι. Η πόλη εκτείνεται από τον λόφο Tell Abil, που έχει διατηρήσει το αρχικό όνομα της πόλης, στον λόφο Umm al-‘Amad, ή «μητέρα των κιόνων» από τις κολώνες που κείτονται στο έδαφος. Αυτές προέρχονται από μια βυζαντινή βασιλική της περιοχής. Αντίστοιχη βασιλική υπάρχει και στο Tell Abil, μάλιστα στη θέση ελληνιστικού ναού της Αρτέμιδος· ένα άγαλμα της θεάς, εμπνευσμένο από εργαστήριο του Λεωχάρη, το πιστοποιεί αυτό.

Νοτιότερα η Πέλλα, δίπλα στο σημερινό χωριό Tabaqat Fahl, ονομάστηκε από τη μακεδονική πόλη. Η ίδρυση μάλλον οφείλεται στον Σέλευκο Α΄, αν και στην εποχή του δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για πόλη. Σε σταυροδρόμι αρχαίων δρόμων κατά μήκος της κοιλάδας του Ιορδάνη αλλά και προς την Ανατολή, κατείχε σημαντικότατη στρατηγική θέση για εμπορικούς αλλά και στρατιωτικούς λόγους, όπως φαίνεται από την ύπαρξη φρουρίων σε γύρω λόφους. Πρέπει να ήταν αρχικά πολύ μικρός οικισμός. Μια περίοδο ακμής πέρασε τον στον 2ο και κυρίως στον 1ο αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τα μεγάλα και καλά κτισμένα σπίτια της εποχής. Αυτή η ευημερία κόπηκε απότομα, όταν ο Ιουδαίος βασιλιάς Αλέξανδρος Ιανναίος κατέκτησε και κατέστρεψε την Πέλλα. Με την επέλαση των Ρωμαίων στην περιοχή η πόλη συμπεριλήφθηκε στην επαρχία της Συρίας και ταυτόχρονα στον χαλαρό δεσμό της Δεκάπολης. Ρωμαϊκά δημόσια κτήρια είναι ένα Ωδείο (που θα χρησίμευε και ως Βουλευτήριο) και ένα συγκρότημα θερμών, σίγουρα όμως υπήρχαν κι εδώ ναοί καθώς και οι εντυπωσιακές κιονοστοιχίες στους κεντρικούς δρόμους, γνωστές και από άλλες πόλεις της περιοχής.

Και οι επόμενοι αιώνες άφησαν τα ίχνη τους στην πόλη: μια χριστιανική βασιλική με πολύχρωμα κονιάματα, βυζαντινά σπίτια και ένα φρούριο και άλλα, όλα ερειπωμένα μετά από έναν ξαφνικό και καταστροφικό σεισμό του 8ου αι. μ.Χ. που έθαψε την πόλη μέχρι να αρχίσουν να την αποκαλύπτουν οι αρχαιολόγοι σήμερα.

Και φτάνουμε στα περίφημα Γέρασα, κατάσπαρτα από κολώνες και οικοδομήματα που αψηφούν το πέρασμα των αιώνων. Μια πόλη με πραγματικά εντυπωσιακά κατάλοιπα που δείχνουν πώς και στη ρωμαϊκή εποχή εκτιμούνταν το πρότυπο της ελληνιστικής πόλης.

Χτισμένη σε ήδη κατοικημένη θέση, όπως οι περισσότερες της Δεκάπολης, όταν την ίδρυσε ο Αντίοχος Δ΄ ως Αντιόχεια επί Χρυσορρόη ποταμώ ήταν ένας μικρός οικισμός.Το ποτάμι όπως και ο σύγχρονος οικισμός έχουν διατηρήσει το αρχαίο όνομα Γέρασα: ο ποταμός σήμερα λέγεται Wadi Jerash και το χωριό, χτισμένο το 1898 ύστερα από μια χιλιετία εγκατάλειψης της περιοχής, λέγεται Jerash.

Αρκετά μετά την ένταξη στην ομοσπονδία, από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., απέκτησε τη μορφή με το σχεδόν ιπποδάμειο σύστημα δρόμων και τα εντυπωσιακά δημόσια οικοδομήματα που θαυμάζουμε ως και σήμερα.Το τέμενος του Δία στα νότια ήταν το πρώτο σημαντικότερο ιερό της πόλης. Υπέστη πολλές μεταβολές, τόσο στο ίδιο το τέμενος όσο και στη γύρω περιοχή, π.χ. με την προσθήκη της οβάλ αγοράς, ως τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., όταν σμικρύνθηκε μετά από μια καταστροφή και ουσιαστικά παραχώρησε τη θέση του ως κύριο ιερό στο τέμενος της Αρτέμιδος, που δεσπόζει επιβλητικό στο κέντρο της πόλης. Από τα εντυπωσιακότερα στοιχεία είναι οι ραδινοί κίονες που πλαισίωναν τις βασικές οδούς και που ακόμα στέκουν υπερήφανοι μάρτυρες του πλούτου της πόλης.

Το θέατρο δίπλα στο ιερό του Δία και ο ιππόδρομος έξω από την πόλη, στα νότια, παρείχαν στους κατοίκους ευκαιρία για διασκέδαση. Ένα ωδείο στα βόρεια του ιερού της Αρτέμιδος χρησίμευε και ως βουλευτήριο. Η πόλη διέθετε επίσης πολύ καλό σύστημα ύδρευσης, που πέρα από το νερό του ποταμού εκμεταλλευόταν και πηγές εντός της πόλης και τροφοδοτούσε τις οικίες αλλά και τα λουτρά της πόλης. Η πόλη περιβαλλόταν με τείχη που, όπως δείχνουν οι ανασκαφικές έρευνες, δεν υπήρχαν μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. Τέλος, οι βυζαντινοί αιώνες άφησαν την πόλη διάσπαρτη με χριστιανικούς ναούς.

Η νοτιότερη πόλη ήταν η Φιλαδέλφεια, η σημερινή πρωτεύουσα της Ιορδανίας Αμμάν, μια πόλη με τόσα ονόματα όσα και οι αιώνες που πέρασαν από πάνω της. Η κατοίκηση στην περιοχή πιστοποιείται από τη Νεολιθική εποχή ήδη, όνομα πόλης όμως έχουμε από τον 8ο-7ο αι.π.Χ.: Rabbat. Η Φιλαδέλφεια ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β΄, που μάλιστα της έδωσε το χαρακτήρα πόλης. Γνωρίζουμε όμως πως η περιοχή ονομαζόταν ήδη από τότε Αμμανίτις –έτσι έχουμε άλλο ένα παράδειγμα επιβίωσης αρχαίου τοπωνυμίου σε μια πόλη που χρησιμοποιείται ως και σήμερα.

Τα μνημεία εντοπίζονται τόσο στην τειχισμένη ακρόπολη, όσο και στην κάτω πόλη, όπου βρίσκονται δημόσια οικοδομήματα του 2ου αι. μ.Χ.: οι δύο κύριοι κάθετα τεμνόμενοι δρόμοι με τις κιονοστοιχίες τους, το ρωμαϊκό forum που πλαισιώνεται από θέατρο και ωδείο, ένα εντυπωσιακό Νυμφαίο. Και από τους επόμενους αιώνες υπάρχουν ίχνη, όλα αυτά ανάμεσα στα σύγχρονα σπίτια. Στην ακρόπολη ανέβαινε κανείς μέσω μιας εντυπωσιακής σκάλας στα δυτικά της αγοράς.

Εκεί δεσπόζουν δύο ρωμαϊκοί ναοί, ο ένας από αυτούς αφιερωμένος στον Ηρακλή. Σίγουρα στην πόλη λατρεύονταν και άλλοι θεοί, μεταξύ των οποίων και η Τύχη. Στους βυζαντινούς αιώνες χτίστηκαν και εδώ χριστιανικοί ναοί. Άλλη πόλη με εντυπωσιακά υπολείμματα είναι η Νύσα-Σκυθόπολις, το σήμερα ονομαζόμενο Beit Shean που ακόμα κατοικείται. Ήταν η μόνη πόλη στα δυτικά του Ιορδάνη, ένα φυλάκιο για τη Δεκάπολη που ήλεγχε το πέρασμα από τα δυτικά παράλια προς την κοιλάδα του Ιορδάνη. Στον τύμβο (Tel) του Beit Shean πιστοποιείται κατοίκηση από την 6η χιλ. π.Χ.

Τα οικοδομήματα που βλέπουμε και σήμερα ανήκουν στη ρωμαϊκή περίοδο, αφού προσαρτήθηκε η Σκυθόπολις στη Δεκάπολη και μετατράπηκε σε πόλη, ενώ η περίοδος ακμής είναι και γι’ αυτήν την πόλη ο 2ος αι. μ.Χ. Αξιόλογα οικοδομήματα γενικά της ρωμαϊκής περιόδου είναι το εντυπωσιακό θέατρο με τη στοά στην πρόσοψη, δρόμοι με κιονοστοιχίες, τουλάχιστον δύο θέρμες, τεμένη και ναοί. Τα κτήρια διακοσμούνταν με ανάγλυφα και με αγάλματα. Και από τη βυζαντινή περίοδο υπάρχουν κατάλοιπα –η αγορά δεσπόζει στο κέντρο και το αμφιθέατρο στη θέση του ιππόδρομου παραμένει εντυπωσιακό. Ο κατάλογος των πόλεων της Δεκάπολης περιλαμβάνει περισσότερες από όσες υποδηλώνει το όνομα της ομοσπονδίας. Εδώ είδαμε λεπτομέρειες για κάποιες από αυτές που θεωρούμε πως έχουν κάτι το ιδιαίτερο.

Η ύπαρξη της ομοσπονδίας πάντως δείχνει πως το ιδιαίτερο βρισκόταν σε ολόκληρη την περιοχή: στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη· στους αρχαίους δρόμους που διευκόλυναν το εμπόριο αλλά και τα στρατεύματα των βασιλέων είτε κατά μήκος του ποταμού, είτε από τα παράλια της Μεσογείου προς την Ανατολή· στη στρατηγική θέση που είχε για το Ρωμαϊκό κράτος ως άμυνα σε ανατολικούς λαούς. Και τέλος η πίστη στην ομοσπονδία δείχνει την πίστη των ανθρώπων πως η ενότητα συνεπάγεται ασφάλεια και ισχύ.

Πτολεμαϊκές πόλεις

Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η πόλη που έμελλε να γίνει η σπουδαιότερη από όσες ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος βρέθηκε στην επικράτεια του Πτολεμαίου Α’, του διαδόχου του μεγάλου στρατηλάτη, ο οποίος διεκδίκησε και κέρδισε την εξουσία στο πλούσιο βασίλειο της Αιγύπτου. «Κληρονομώντας» μια τέτοια πόλη, χτισμένη σε στρατηγικό σημείο και προικισμένη με ομορφιά και με ένα σχέδιο που εκπόνησε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, δεν θα μπορούσε παρά να συνεχίσει να την ομορφαίνει και βέβαια να την κάνει πρωτεύουσα του βασιλείου του, μεταξύ του 323 και 312 π.Χ.

Ο Πτολεμαίος Α΄ ακολούθησε το παράδειγμα του Αλεξάνδρου, καθώς το είχε δει να υλοποιείται και να αποδίδει κατά τη διάρκεια της μεγάλης εκστρατείας τους. Ήταν σαφές ότι ο Αλέξανδρος ίδρυε πόλεις ως φορείς πολιτισμού, πάντα σε στρατηγικά σημεία, ώστε να εξασφαλίζει τον ανεφοδιασμό του και για να εγκαθιστά νέους πληθυσμούς, με τους οποίους θα έχτιζε την πολυεθνική κοινωνία που ονειρευόταν, μια κοινωνία άξιων, που ο ελληνισμός θα έδινε ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει στον κόσμο, αλλά θα δεχόταν συγχρόνως και τα καλά των άλλων πολιτισμών.

Στα χνάρια του βασιλιά του και μεγάλου οραματιστή, ο Πτολεμαίος ίδρυσε μια ακόμα μεγάλη πόλη στην περιοχή της Θηβαΐδας: την Πτολεμαΐδα Ερμείου. Και αυτή η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και φέρει επίσης τα χαρακτηριστικά διοικητικά γνωρίσματα των ελληνικών πόλεων, καθώς οι πολίτες αποτελούν το δήμο, χωρίζονται σε φυλές και υπάρχει βουλευτήριο. Οι πτολεμαϊκές ιδρύσεις στην περιοχή της Αιγύπτου που είναι χαρακτηριστικές για την πολιτική σκέψη τους είναι εκείνες στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας και στην όαση του Φαγιούμ. Οι πρώτες εγκαταστάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα γίνονται επί Πτολεμαίου Α’, αλλά η οικιστική δραστηριότητα στην περιοχή αυξάνεται δραματικά με τον Πτολεμαίο Β΄, τον επονομαζόμενο Φιλάδελφο. Σκοπός του ήταν η εξερεύνηση τόπων πρόσφορων για κυνήγι ελεφάντων και η απόκτηση του πολύτιμου ελεφαντοστού.

Η πιο σημαντική, όμως, περιοχή όπου ιδρύθηκαν νέες εγκαταστάσεις ήταν η περιοχή του Φαγιούμ, οι οποίες χρονολογούνται στα τέλη της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’ και επί Πτολεμαίου Γ΄. Η μεγάλη σημασία της περιοχής έγκειται στο ότι αφού έγιναν μεγάλα υδραυλικά έργα, δόθηκε στη διάθεση του βασιλείου μια σημαντική καλλιεργήσιμη έκταση. Εκεί εγκαταστάθηκαν κληρούχοι, μισθοφόροι και βετεράνοι από τους πολέμους των διαδόχων και ευημέρησαν. Ενδεικτικά, στις πηγές αναφέρονται γύρω στους 30 δυναστικού οικισμούς στην περιοχή!

Το βασίλειο των Πτολεμαίων ξεπερνούσε τα όρια μιας χώρας, συνεπώς η βασιλική πολιτική της ίδρυσης νέων πόλεων δεν περιοριζόταν μόνο στην Αίγυπτο, τη Νουβία και την Ερυθρά Θάλασσα, αλλά εκτεινόταν στην Κυρηναϊκή, την Κοίλη Συρία (Φοινίκη και Παλαιστίνη, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τη Μ. Ασία και την Κύπρο. Σε όλες αυτές τις περιοχές μπορούμε να επισημάνουμε τα σημεία όπου οι ηγεμόνες αποφάσισαν να ιδρύσουν νέες πόλεις ή να επανιδρύσουν τις υπάρχουσες υπό την αιγίδα της βασιλείας τους πλέον.

Στην Κυρηναϊκή, την περιοχή της σημερινής Λιβύης, η παρουσία του Πτολεμαίου Α΄ γίνεται έντονη, καθώς ιδρύει την πόλη Πτολεμαΐδα, κοντά στη Βάρκη, η οποία θα λειτουργήσει ως αντίβαρο στη δύναμη της ατίθασης πόλης της Κυρήνης. Στο Αιγαίο, την Κύπρο και τη Μ. Ασία, τη ζώνη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων δυναστειών της ελληνιστικής περιόδου, ο Πτολεμαίος Β’ ιδρύει μια σειρά από «Αρσινόες», πόλεις στο όνομα της αγαπημένης του γυναίκας και αδελφής. Ακριβώς λόγω της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ των βασιλείων, επιλέγει για τις ιδρύσεις του στρατηγικές θέσεις, που διευκολύνουν το αγκυροβόλιο και ελέγχουν θαλάσσια περάσματα.

Ας δούμε, όμως, τώρα μερικά γενικά χαρακτηριστικά των Πτολεμαϊκών ιδρύσεων. Κατ’ αρχήν, ακολουθούν το πρότυπο του Αλεξάνδρου ακόμα και ως προς την ονοματοδοσία των πόλεων. Τα τοπωνύμια που επιλέγονται συνδέονται άμεσα με τη δυναστεία, είτε πρόκειται για εντελώς νέες ιδρύσεις, είτε για επανιδρύσεις πόλεων. Αυτό το μοτίβο, βέβαια, ακολουθείται και από άλλους ελληνιστικούς ηγεμόνες, για παράδειγμα τους Σελευκίδες, τους Ατταλίδες. Στην περίπτωση του βασιλείου της Αιγύπτου έχουμε, όμως, μια ιδιαιτερότητα. Καθώς η δημοτική-αιγυπτιακή γλώσσα είναι κι αυτή επίσημη γλώσσα του κράτους, μαζί με την ελληνική, οι πόλεις έχουν δύο ονόματα, ένα ελληνικό και ένα αιγυπτιακό, το οποίο συχνά αποτελεί μεταγραφή του ελληνικού. Οι πτολεμαϊκές πόλεις διέφεραν ως προς το μέγεθος, το σχέδιο και τις υποδομές που είχαν. Παρόλο που στις περισσότερες περιπτώσεις γνωρίζουμε για τις εγκαταστάσεις αυτές μόνο από τις πηγές, πλέον, μπορούμε ωστόσο να συνάγουμε συμπεράσματα και από κάποιες ανασκαφικές έρευνες που γίνονται σε διάφορες περιοχές.

Ως προς το σχεδιασμό, λοιπόν, οι νέες πόλεις ακολουθούσαν το ιπποδάμειο σύστημα, με τους κάθετους και οριζόντιους άξονές του, που χώριζε σε ίσα τμήματα τα τετράγωνα του οικισμού, όπως βλέπουμε στην Πτολεμαΐδα της Κυρηναϊκής και στη Φιλαδέλφεια, στην όαση του Φαγιούμ. Ωστόσο, δεν ακολουθήθηκε πάντα αυτό το σχέδιο, καθώς συχνά ήταν μια επιλογή του αξιωματούχου που ίδρυε την πόλη στο όνομα του ηγεμόνα. Έτσι, έχουμε την περίπτωση της Διονυσιάδας, στο Φαγιούμ, που ακολουθεί ένα μεικτό σχεδιασμό, ενώ άλλες εγκαταστάσεις της περιοχής ακολουθούν το αιγυπτιακό σχέδιο, στο οποίο κυριαρχεί ένας κεντρικός δρόμος που οδηγεί στο ναό της πόλης. Ο πληθυσμός των πόλεων επίσης διέφερε, όπως είναι φυσικό, καθώς οι μετακινήσεις των πληθυσμών ωθούνταν από τη δημογραφική αύξηση σε κάποιες περιοχές, αλλά και την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.

Στις πόλεις των Πτολεμαίων κατοικούσαν πληθυσμοί προερχόμενοι όχι μόνο από την Αίγυπτο, αλλά από ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν ήταν όλες οι πτολεμαϊκές ιδρύσεις αστικά κέντρα (δεν είναι σαφές ως προς τον ελληνικό χαρακτήρα του άστεως): ενώ στη Μ. Ασία και την Κυρηναϊκή ίδρυσαν πόλεις, στην Αίγυπτο μόνο η Πτολεμαϊδα Ερμείου μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Αυτό είχε αντίκτυπο, προφανώς, και στη διοικητική οργάνωση των ιδρύσεων. Σε εγκαταστάσεις με αγροτικό κυρίως χαρακτήρα, όπου ζούσαν λιγότεροι Έλληνες, η έννοια της αυτόνομης πόλης δεν ήταν κάτι απτό για τους κατοίκους, οπότε το σύστημα διοίκησης ακολουθούσε περισσότερο τα αιγυπτιακά πρότυπα. Άλλωστε, το βασίλειο των Πτολεμαίων ήταν εκείνο που συνέχισε πιο πιστά από όλα τα νεοϊδρυθέντα βασίλεια των διαδόχων την παράδοση που βρήκε. Οι Πτολεμαίοι ήταν πάνω απ’ όλα Φαραώ.

Στο βασίλειο των Ελλήνων Φαραώ, λοιπόν, το δίκτυο των πόλεων παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, επηρεασμένο από τη μακραίωνη αιγυπτιακή παράδοση αλλά και από τις ανάγκες τις εποχής. Οι πόλεις των Πτολεμαίων σίγουρα συνεισέφεραν στην οικονομική ανάπτυξη του βασιλείου, καθώς αυξήθηκε η αγροτική παραγωγή και με το δίκτυό τους διευκολύνθηκε η επικοινωνία και η πρόσβαση στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του βασιλείου. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέρα από τους στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους για την ίδρυση αυτών των εγκαταστάσεων υπήρχε ένας ακόμα στόχος: η διαιώνιση του ονόματος των βασιλέων κατά το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η Πτολεμαΐδα και η Κυρηναϊκή Πεντάπολις

Η Κυρηναϊκή χωρίζεται σε δύο ξεχωριστές περιοχές, μια στενή εύφορη παράκτια λωρίδα και ένα υψίπεδο το οποίο τρέχει/σβήνει μέσα στην έρημο.

Στα Δυτικά, κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας βρισκόταν η Πεντάπολη, μια αλυσίδα από 4 μεγάλες πόλεις και αποτέλεσμα ενός μεγάλου κύματος αποικισμού των Ελλήνων στην περιοχή το οποίο ξεκίνησε τον 7ο π.Χ. αιώνα.Η Κυρήνη και το λιμάνι της, η Απολλωνία, ήταν η πρώτη και πιο σημαντική πόλη και ασκούσε την εξουσία της στις κατ’ όνομα αυτόνομες για το μεγαλύτερο μέρος του 6ου έως και τον 4ο αιώνα π.Χ., τη Βάρκη-Πτολεμαΐδα, τις Ευεσπερίδες (αργότερα ονομάστηκε Βερενίκη) και τα Ταύχειρα (αργότερα ονομάστηκε Αρσινόη).

Μεγάλα αλλά και μικρότερα χωριά με κυρίως ελληνικό πληθυσμό τα οποία ήταν μερικώς αυτοδιοικούμενα ήταν διασκορπισμένα στην ενδοχώρα της Κυρήνης, ενώ στα νότια η Πεντάπολη γειτνίαζε με περιοχές ντόπιων φυλών της ερήμου της Σαχάρα.

Η περιοχή παρήγαγε κριθάρι, σιτάρι, ελαιόλαδο, κρασί, σύκα, μήλα, μαλλί, πρόβατα, βοοειδή, και σύλφιο, ένα βότανο που μεγάλωνε μόνο στην ζώνη πριν την έρημο στα νότια των Ευεσπερίδων και της Βάρκης, και θεωρείτο πως είχε θεραπευτικά και αφροδισιακά οφέλη. Ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών είναι υπεύθυνος για την ίδρυση της πόλης της Κυρήνης. Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Ηρόδοτος, το 631 π.Χ. ένας κάτοικος της Θήρας, ο Αριστοτέλης Βάτων ακολούθησε το χρησμό που του υπαγόρευσε τον αποικισμό στη Λιβύη και μετά από 6 χρόνια, ακολουθώντας τις υποδείξεις των ντόπιων, θα ιδρύσει την πόλη στο μέρος όπου βρισκόταν η πηγή του Απόλλωνα. Ο Βάτων και η δυναστεία του θα βασιλέψουν έως το 440 π.Χ. και εν τω μεταξύ η πόλη θα δεχτεί νέους κατοίκους από την Πελοπόννησο. Έπειτα από σύγκρουση με τους ντόπιους πληθυσμούς που αισθάνονταν εκτοπισμένοι και ζήτησαν τη συνδρομή του Αιγύπτιου Φαραώ, η γη της Λιβύης θα περάσει οριστικά στον έλεγχο των Ελλήνων. Η άνοδος της αριστοκρατίας θα οδηγήσει σε νέα κρίση και στην ίδρυση της πόλης της Βάρκης απο τους αδελφούς τους βασιλιά Αρκεσίλαου Β'. Οι πολιτικές συγκρούσεις θα συνεχίσουν ως το θάνατο του Βάτωνα Δ' το 440 π.Χ. στην πόλη των Ευεσπερίδων. Από τότε ξεκινάει η περίοδος μιας μεγάλης άνθησης, οικονομικής και καλλιτεχνικής και πνευματικής.

Οι Κυρηναίοι έσπευσαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο στην όαση της Σίβα, στο ιερό του Άμωνα, και υποτάχθηκαν σ' αυτόν, χωρίς όμως να χάσουν την ανεξαρτησία τους. Ο Τίρβων χρησιμοποίησε το θησαυρό που ο Άρπαλος είχε καταχραστεί εις βάρος του Αλεξάνδρου και προσπάθησε να θέσει υπό την κατοχή του την περιοχή, ώσπου οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Πτολεμαίου, του σατράπη της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος με διάταγμα έθεσε του κανόνες λειτουργίας της νέας διοίκησης κρατώντας για τον εαυτό του το αξίωμα του ισόβιου στρατηγού (SEG, IX, 1), αφήνοντας όμως την πόλη αυτόνομη και τη διακυβέρνησή της από έναν εκπρόσωπό του. Οι Κυρηναίοι επαναστάτησαν κατά του πρώτου εκπροσώπου του, του Οφέλλα, αλλά απέτυχαν. Το 305 π.Χ. η Κυρήνη πάλι επαναστατεί κατά του Πτολεμαίου. Το 300 στέλνει ως κυβερνήτη τον γαμπρό του, Μάγα, ο οποίος αργότερα ανακήρυξε την ανεξαρτησία της περιοχής και έγινε βασιλιάς της Κυρήνης (300-250 π.Χ.). Ο Μάγας κατάφερε να παντρέψει την κόρη του, την περίφημη από το ποίημα του Καλλιμάχου Βερενίκη, με το διάδοχο του θρόνου της Αιγύπτου, τον Πτολεμαίο Γ'. Από εκείνη τη στιγμή η εξουσία των Λαγιδών εδραιώθηκε στην περιοχή. Από το 103 π.Χ. η εξουσία θα περάσει στο γιο του Πτολεμαίου Ευεργέτη, τον Πτολεμαίο Απίωνα, ο οποίο πεθαίνοντας άφησε την Κυρηναϊκή στο ρωμαϊκό λαό, σύμφωνα με τον Λίβιο.

Ας μιλήσουμε, όμως, για την ελληνιστική Κυρήνη. Όπως κάθε μεγάλη πόλη, έχουμε κι εδώ την Ακρόπολη, την Αγορά, ιερά, δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, απλωμένα σε μια μεγάλη έκταση, εντυπωσιακά σε ομορφιά και πολυτέλεια.

Στην Ακρόπολη, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι συνεχής, δυστυχώς έχουμε περιορισμένη εικόνα. Ελληνιστικά τείχη. Στην ελληνιστική εποχή λειτουργούσε ένα ιερό των Χθονίων Νυμφών, ένα ιερό των Αλεξανδρινών Θεοτήτων (Σέραπις, Ίσιδα - επιγραφή 1ου π.Χ.) στο σημείο όπου μάλλον λατρευόταν παλαιότερα γυναικεία θεότητα σχετιζόμενη με τον Άμωνα η οποία στην Κυρηναϊκή συγχωνεύτηκε με τη Δήμητρα (σχέσεις με Ναύκρατι από τον 6ο αι., όπου η Ίσιδα αναγνωριζόταν ως Δήμητρα). Στην Αγορά η οικοδομική δραστηριότητα κατά την ελληνιστική περίοδο είναι εντυπωσιακή, καθώς κτίζονται διοικητικά και θρησκευτικά κτήρια.Το Νομοφυλάκειον, το νέο Πρυτανείο, το Αρχείο με το ναό των Δαμοτελών θεών. Ένα ακόμη διοικητικό κτήριο ανεγέρθηκε στα δυτικά του Νομοφυλακείου.

Η φρενήρης οικοδομική δραστηριότητα στο άνω διάζωμα της Αγοράς παρατηρείται στην τελευταία 20ετία του 4ου αι.και συνδέεται ιστορικά με την πτολεμαϊκή δυναστεία. Τον 2ο αι. ολοκληρώνεται η διοικητική μεταρρύθμιση της πόλης με την κατασκευή της Αίθουσας των Θρόνων, μιας αίθουσας για συναθροίσεις. Με την κατασκευή των νέων κτηρίων στο Άνω διάζωμα, άνοιξε η Πλατεία και ανεγέρθηκε ένα Βωμός Μνημειακός μάλλον αφιερωμένος στο Δία Σωτήρα το 4ο αι. Τον 3ο αι.με τη βασιλεία του Μάγα και αργότερα με τον Πτολεμαίο Γ' και τη Βερενίκη, η κάτω πλατεία απέκτησε νέα κτήρια, που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν στενά συνδεδεμένα με τη δυναστική λατρεία.

Στην ανατολική πλευρά, στα μέσα του αιώνα, ανεγέρθηκε η Δυτική Πύλη, μια μεγαλειώδης κατασκευή, αντίστοιχη με τις κατασκευές των μεγάλων πτολεμαϊκών πόλεων. Στο κέντρο του πλατώματος χτίστηκε ένα νέο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, ως μέρος του οικοδομικού προγράμματος μαζί με έναν κυκλικό βωμό, το βωμό της Ευνομίας και ενός μνημείου που φιλοξενούσε το ανάγλυφο της Αφροδίτης, εμπνευσμένο από τους γάμους του Πτολεμαίου Γ' με τη Βερενίκη. Την ίδια περίοδο χρονολογείται και το Ναυτικό μνημείο, μια σύνθεση με μια πλώρη πλοίου, εις ανάμνηση μιας ναυτικής νίκης, ίσως εκείνης του Πτολεμαίου Γ' στον Γ' Συριακό πόλεμο. Στην ίδια περίπου περίοδο ανήκει και η μεγάλη Βάση των Θεών, που μάλλον ήταν αφιερωμένη στο Δία Σωτήρα. Το 2ο αι. η Αγορά γνώρισε μια δεύτερη οικοδομική ανάπτυξη, απόλυτα συνδεδεμένη πια με τη δυναστεία των Λαγιδών. Η κατασκευή του Ναού του Διός και οι προσόψεις των διοικητικών κτηρίων θα δώσουν στο χώρο την οριστική του μορφή.

Σελεύκεια στον Τίγρη

Δίπλα στις όχθες του ποταμού Τίγρη, στην καρδιά της Μεσοποταμίας, διάλεξε ο Σέλευκος Α΄ να χτίσει την πρώτη πρωτεύουσα του αχανούς κράτους του. Της έδωσε το όνομά του, Σελεύκεια, όπως ακριβώς έκανε κι ο Αλέξανδρος με τις πόλεις που ίδρυε στο διάβα της εκστρατείας του, κι έμελλε να γίνει η Νέα Βαβυλώνα, μια από τις τρεις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας, συγκρινόμενη με την Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη από αρχαίους ιστορικούς, όπως ο Πλούταρχος, ο Στράβων, ο Τάκιτος. Η αρχαία πόλη βρίσκεται σε μια περιοχή που ακόμα και σήμερα στην αραβική γλώσσα αποκαλείται «al-Mada’in», δηλ. οι πόλεις, στο σημερινό Ιράκ, περίπου 30 χλμ. ΝΔ της Βαγδάτης και έχει έκταση τουλάχιστον 550 εκταρίων.

Σύμφωνα με το ιδρυτικό μύθο της πόλης, όπως τον διηγείται ο Αππιανός (Syr. 58), o Σέλευκος κάλεσε τους Μάγους αστρολόγους από τη Βαβυλώνα για να του υποδείξουν την κατάλληλη μέρα και ώρα για τη θεμελίωση της Σελεύκειας. Ωστόσο, τὴν πεπρωμένην μοῖραν της πόλης, μόνο ο θεός («το δαιμόνιον») την ήξερε, γι’αυτό, ενώ ο στρατός ήταν σε ετοιμότητα για να ξεκινήσει τις εργασίες μετά την εντολή του βασιλιά, ξαφνικά, την πιο κατάλληλη στιγμή, σα να τους είχε ήδη δοθεί το σύνθημα, ρίχτηκαν με ασυγκράτητο ζήλο στη δουλειά και κανείς δε μπορούσε να τους σταματήσει. Η πόλη του Σέλευκου γεννήθηκε με τύχη(«γέγονε σὺν τύχῃ») και έμελε να γίνει μεγάλη («μεγιστεύσει») και να έχει μακρά διάρκεια ζωής («χρονιωτάτη»), σύμφωνα με τα λόγια των Μάγων, που ερμήνευσαν τη θεϊκή αυτή παρέμβαση. Το θαύμα στη Σελεύκεια εγγυάται την ευημερία της πόλης.

Ο Σέλευκος επέλεξε μια θέση κομβική όπου συνατιούνται πολλές σημαντικές χερσαίες οδοί με αντίστοιχες ποτάμιες και κατά συνέπεια θαλάσσιες οδούς: η πόλη χτίστηκε στο βορειότερο πλωτό σημείο του Τίγρη, καθιστώντας την πύλη για το θαλάσσιο εμπόριο με την Αραβία και την Ινδία και σημαντικό κέντρο για την εγκαθίδρυση της σελευκιδικής κυριαρχίας στον Περσικό κόλπο. Η εκσκαφή ενός τεράστιου λιμανιού στη ΝΑ γωνία της πόλης, προστατευμένου από τα ορμητικά νερά του Τίγρη μέσω μιας προκυμαίας σε σχήμα L, που ακόμα είναι ορατή σε αεροφωτογραφίες και ενός ναυστάθμου για το πλωτό κανάλι κατά μήκος της νότιας άκρης της πόλης, παρείχαν ασφαλείς υποδομές για τη διευκόλυσνη της ναυσιπλοϊας.

Ο Παυσανίας (1,16) αναφέρει ότι ο Σέλευκος, αποίκησε την πόλη πέρα από Έλληνες και με Βαβυλωνίους, από την γειτονική Βαβυλώνα. Στη μεγαλύτερη ακμή της η πόλη έφτανε τους 600.000 κατοίκους, Έλληνες, Σύρους, Εβραίους, κατά τον Πλίνιο. Όταν ο Αντίοχος Α΄ Σωτήρ διορίστηκε από τον πατέρα του αντιβασιλεύς μεταφέρθηκε στην Σελεύκεια την περίοδο 293 -281 π.Χ. και από εκεί ήλεγχε τις άνω σατραπείες. H πόλη, όπως περιγράφεται από τον Tάκιτο, παρέμεινε ακόμη και υπό τους Πάρθους που την κατέκτησαν το 141 π.X., μία πραγματικά ελληνική πόλη, αν και ο πληθυσμός της ήδη από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της ήταν πολυεθνικός. Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς το 164 μ.Χ., όταν πυρπολήθηκε από τον Ρωμαίο Αβίδιο Κάσσιο. Αργότερα αντικαταστάθηκε από την Κτησιφώντα, πόλη που ιδρύθηκε από τους Πάρθους στην απέναντι όχθη του Τίγρη.

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή διεξήχθησαν την περίοδο 1927-1936 από Αμερικανούς αρχαιολόγους και το πανεπιστήμιο του Michigan σε συνεργασία με τα μουσεία του Cleveland και του Toledo, όπου επικεφαλής υπήρξε αρχικά οι L. Waterman και και R.H. McDowell και κατόπιν ο C. Hopkins. Το έργο τους συνεχίστηκε την περίοδο 1964-1976 & 1986-1989 από την ιταλική αρχαιολογική αποστολή του Centro Ricerche Archaeologiche e Scavi di Torino per il Medio Oriente e l’ Asia, με επικεφαλής τον Α. Invernizzi. Τα ελληνιστικά στρώματα αποκαλύφθηκαν σε ορισμένες από τις ανασκαμμένες θέσεις που ερεύνησε η ιταλική αποστολή. Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις οι έρευνες παρεμποδίστηκαν από τον υψηλό υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Τα Σελευκιδικά στρώματα καλύπτονται από παχιές επιχώσεις της παρθικής περιόδου.

Παρά τις εκτεταμένες ανασκαφές και των δυο αποστολών, οι πληροφορίες που αποκτήθηκαν για τη Σελεύκεια είναι ελάχιστες, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 95% της συνολικής έκτασης της πόλης παραμένει καλυμμένο από τεράστιες ιζηματογενείς προσχώσεις του ποταμού. Παρ’ όλα αυτά τόσο οι αμερικανικές ανασκαφές κυρίως σε ιδιωτικούς οικιστικούς χώρους, όσο και οι ιταλικές σε δημόσιους χώρους έριξαν φως σε διαφορετικούς τομείς της πόλης.

Οι τοπογραφικές έρευνες του G. Gullini το 1967 και C. Hopkins το 1972 αποκάλυψαν ότι η πόλη οικοδομήθηκε βάσει του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος, που βασιζόταν σε ένα ορθοτομημένο σύστημα δρόμων, που όριζαν μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, διαστάσεων 144,7Χ72,35 μ., που με τη σειρά τους αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα μέτρησης, σε 500Χ250 αττικο-ιωνικούς πόδες. Ένα τέτοιο οικοδομικό τετράγωνο (το G6) ανασκάφηκε εξολοκλήρου από την Αμερικανική Αρχαιολογική Αποστολή και χρονολογείται στην παρθική περίοδο. Από αρχαίες πηγές ( Στράβων, Γεωγ. 16.5.1) γνωρίζουμε ότι η πόλη περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη, εκ των οποίων δε σώζεται κανένα ίχνος σήμερα. Το κύριο οικοδομικό υλικό φαίνεται να ήταν πλίνθοι πάνω σε λίθινα θεμέλια.

Σημαντικό στοιχείο αποτελεί ένα μεγάλο κανάλι που διέτρεχε την πόλη από Α προς Δ. Το κανάλι αυτό, αν και αποτελεί ασυνήθιστο στοιχείο στον ιπποδάμειο σχεδιασμό της πόλης, εξέτρεπε το νερό από τον Τίγρη, που εκείνη την εποχή βρισκόταν πολύ κοντά στο ανατολικό όριο της πόλης.

Τεράστιες ακατοίκητες περιοχές, που σε ένα ελληνικό πλαίσιο θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως αγορές, εναλλάσσονταν με οικιστικά οικοδομικά τετράγωνα και θα πρέπει να ήταν ανοιχτά για πρόσβαση του κοινού. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε δυο δημόσιους χώρους, τους επονομαζόμενους «βόρεια και νότια αγορά», αλλά μόνο στη βόρεια αγορά αποκαλύφθηκαν δημόσια κτήρια της σελευκιδικής περιόδου κατοίκησης.

Η νότια αγορά είναι μια ορθογώνια πλατεία που ανοίγεται σε ένα μεγάλο δρόμο, παράλληλο προς το κανάλι και φαίνεται ν’αποτελούσε το νότιο όριο της πόλης. Εδώ οι ανασκαφές έφεραν στο φως κυρίως τα παρθικά επίπεδα, με έντονη παρουσία κατοικιών και εργαστηρίων του 1ου-2ου αι.μ.Χ. Οι προσόψεις των κτηρίων που ήρθαν στο φως έφεραν κόγχες και πεσσούς, ακολουθώντας τη Μεσοποτάμια παράδοση, αλλά τουλάχιστον μια ιδιωτική οικία (G6) διέθετε αυλή και εσωτερική στοά με κίονες ανάμεσα σε ημι-πεσσούς κατά το ελληνιστικό στυλ. Δεν υπάρχει ένδειξη για την παρουσία ελληνιστικών δημόσιων οικοδομημάτων στην περιοχή αυτή, αλλά από τη στιγμή που τα κτήρια αυτά φέρουν στοιχεία της ελληνικής και μεσοποτάμιας παράδοσης σε στρώματα καθαρά παρθικής περιόδου, δεν αποκλείεται αυτές οι διαφορετικές παραδόσεις να συνυπήρχαν και στον σχεδιασμό και στη διακόσμηση των ελληνιστικών κτηρίων, σύμφωνα με τους ανασκαφείς.

Η βόρεια αγορά βρίσκεται δίπλα στα βόρεια όρια της πόλης και στο κέντρο του πολεοδομικού ιστού. Είναι μια από τις μεγαλύτερες πλατείες που φαίνεται από δορυφορικές φωτογραφίες της περιοχής, καθώς εκτείνεται για πάνω από 20.000 τ.μ. και καλύπτει μια περιοχή που ισοδυναμεί με τουλάχιστον 2 οικιστικά οικοδομικά τετράγωνα. Εδώ, η τοπογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι η πλατεία ήταν ορθογώνια με προσανατολισμό στα βόρεια, ενώ οι ανασκαφές αποκάλυψαν την παρουσία μνημειακών δημόσιων κτηρίων τουλάχιστον στη βόρεια, δυτική και ανατολική πλευρά της. Βόρεια, η αγορά περιοριζόταν από ένα ύψωμα, το Tell Umar, ενώ στη δυτική και ανατολική πλευρά περιοριζόταν από το αρχείο και την ελληνική στοά αντίστοιχα.

Το Tell Umar αποκάλυψε ένα κτήριο διαστάσεων 90Χ70 μ. στη βάση του και παρουσίασε μια πολύπλοκη στρωματογραφία από τη σελευκιδική έως τη σασσανιδική περίοδο. Τα κατάλοιπα του υψώματος έχουν ακόμα 13 μ. ύψος, αλλά το αρχικό μνημείο θα πρέπει να ήταν υψηλότερο. Διάφορα τμήματα του κτηρίου κατέρρευσαν σε αρχαία χρόνια λόγω των επαναλαμβανόμενων πλημμυρών του ποταμού Τίγρη, με αποτέλεσμα το σελευκιδικό αυτό μνημείο να εγκαταλείφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα εως ότου ερειπιώθηκε εντελώς για να ξαναχρησιμοποιηθεί κατά την ύστερη σασσανιδική περίοδο για τη στήριξη ενός πύργου.

Με τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε το δυτικό τμήμα του οικοδομήματος έως το επίπεδο θεμελίωσης, που ταυτίζεται με την εποχή ίδρυσης της πόλης. Ήταν κατασκευασμένο κυρίως από ωμές πλίνθους και στη δυτική του πλευρά υπήρχε μια προεξοχή. Το οικοδόμημα βάσει των διαστάσεων και της θέσης του ταυτίστηκε με θέατρο από τον διευθυντή των ανασκαφών, A. Invernizzi: συνήθως τα θέατρα σε πολλά ελληνιστικά κέντρα βρίσκονταν πάντα σε σχέση με την αγορά της πόλης, συνεπώς δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι στη Σελεύκεια, στο μεγαλύτερο ελληνιστικό κέντρο της Ασίας, υπήρχε ένα θέατρο.

Στη δυτική πρόσοψη του θεάτρου στη θέση Tell Umar προεξέχει ένα οικοδόμημα, που έχει ανεξάρτητη είσοδο και αποτελείται από μικρά δωμάτια γύρω από μια μεγάλη αυλή, που σταδιακά περιορίστηκε για να εξοικονομηθεί χώρος για την ανάπτυξη περισσότερων δωματίων.Το κτήριο, που ταυτίζεται με έναν μικρό μεσοποτάμιο ναό, είναι σε επαφή με ένα οικοδόμημα, που ταυτίζεται με μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του ελληνικού πολιτισμού, το θέατρο. Η κάτοψη του κτηρίου ακολουθεί την τοπική παράδοση, με έναν μικρό κυρίως ναό και ίσως πρόναο, στον οποίο μπαινει κανείς από την αυλή, ενώ αργότερα, μεταγενέστερες φάσεις, αποκτά και άλλους χώρους με ανεξάρτητες εισόδους.

Νοτίως του Tell Umar, έχουν αποκαλυφθεί δυο βασικά κτήρια, μια στοά, που ορίζει το ανατολικό άκρο της και ένα κτήριο, που ερμηνεύεται ως αρχείο και ορίζει τη δυτικά πλευρά της αγοράς. Η στοά θεωρείται τυπικό ελληνικό οικοδόμημα, με δυο παράλληλες σειρές δωματίων κατά μήκος της μακριάς πλευράς και αναξάρτητες εισόδους από την ίδια πρόσοψη.

Το αρχειοφυλάκειο εχει μήκος π. 140 μ. και πλάτος μόλις 10 μ. και συνίσταται από ένα ενιαίο χώρο με 14 σπονδυλωτά δωμάτια κατά μήκος της στενής πλευράς του, χωρίς ανεξάρτητες εισόδους από το εξωτερικό παρά μόνο μέσω ανοιγμάτων στον κεντρικό άξονα του κτηρίου.Σε κάθε δωμάτιο δυο ζεύγη κογχών στους αντικρυστές μακριές πλευρές περιείχαν ξύλινα ράφια για την τοποθέτηση περγαμηνών σφραγισμένων με πηλό. Τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα στη Σελεύκεια είναι τα πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στο αρχείο της πόλης και ξεπερνούν σε αριθμό τις 25.000! Από αυτά, περίπου 10.000 παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή ποικιλία στην ελληνιστική εικονογραφία, κυρίως ελληνικής στυλιστικά, αλλα συχνά με μια Μεσοποτάμια αίσθηση, λ.χ. απεικονίσεις θεοτήτων, όπως ο Απόλλων –Nabu.

Βάσει αυτών των αναλογιών, φαίνεται πως εκπληρώνοντας την ανάγκη για ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο, όπου θα φυλάσσονταν σκόπιμα έγγραφα, αυτοί που σχεδίασαν το αρχειοφυλάκειο της Σελεύκειας εμπνεύστηκαν από το γραμμικό/σπονδυλωτό σχεδιασμό του παραδοσιακού κτηρίου για τη φύλαξη αρχείων: τα zingel των ιερών, που χαρακτηρίζονται για την ευθυγράμμιση των δωματίων και την ανάπτυξή τους στον κατά μήκος άξονα.

Συνεπώς, ελληνικά και μεσοποτάμια κτήρια συνηπήρχαν στο ίδιο μνημειακό αρχιτεκτονικό σύνολο και το ίδιο πρέπει να ίσχυε και στο υπόλοιπο τμήμα της β. αγοράς, όπου η καθαρά ελληνικού τύπου στοά στα ανατολικά, συνυπήρχε με το αρχειοφυλάκειο στα δυτικά, το τελευταίο εκ των οποίων βρίσκει τα παράλληλά του στα λεγόμενα zingel, στους περιβόλους των βαβυλωνιακών ιερών (των ziqqurrat), οι οποίο συχνά περιελάμβαν αρχεία με πινακίδες σφηνοειδούς γραφής και είχαν την ίδια εσωτερική διαμόρφωση με κόγχες, όπως στη Σελεύκεια: στην ελληνιστική περίοδο, συνήθως τέτοιοι χώροι προορίζονταν για τη φύλαξη εγγράφων τόσο σε παπύρους ή περγαμηνές που σφραγίζονταν με πηλό όσο και σε πινακίδες σφηνοειδούς γραφής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «δωμάτιο 79b» στο ιερό Bit Resh της Uruk.

Σε όλα τα επίπεδα καλλιτεχνικού και υλικού πολιτισμού, η Σελεύκεια παρουσιάζει τη δυναμική του νέου ελληνιστικού στοιχείου σε συνδυασμό με την ζωντανή και μακρά παρουσία της κληρονομιάς της παλιάς Μεσοποτάμιας παράδοσης. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι οι εισαγωγές σπάνιζαν καθόλη τη διάρκεια ζωής της πόλης κι ότι η πόλη στηριζόταν κυρίως στη δική της παραγωγή Τα τοπικά εργαστήρια, που έπρεπε να προμηθεύσουν τη αγορά με διαφορα προϊόντα, λειτουργούσαν με τοπικούς κεραμείς: μαρτυρίες για την ύπαρξη Ελλήνων κεραμέων απουσιάζουν από τα ανασκαφικά ευρήματα. Αυτοί ήταν βαθειά ριζωμένοι στις τοπικές παραδόσεις, αλλά παράλληλα καλούνταν να ακολουθήσουν τις τάσεις των Ελλήνων αποίκων της νέας πόλης, οι οποίοι έρχονταν από διαφορετικές περιοχές του ελληνιστικού κόσμου (Μακεδονία, νησιά κλπ.) και ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.

Συνολικά, έχουν βρεθεί πάνω από 10.000 πήλινα ειδώλια σε όλες τις ανασκαμμένες περιοχές. Η πλειοψηφία τους προέρχεται από τα παρθικά επίπεδα κατοίκησης, τα οποία έχουν ερευνηθεί και πιο εντελεχώς. Μια ιδιαίτερη συγκέντρωση παρατηρείται στη βόρεια αγορά , όπου είχαν αναπτυχθεί κατοικίες και εργαστήρια πάνω στα ερείπια του αρχείου και της στοάς, καθώς επίσης και στο οικοδομικό τετράγωνο κατοίκησης G6, νοτίως του κεντρικού καναλιού, του οποίου η παρθική φάση ερευνήθηκε εξολοκλήρου από την Αμερικανική αρχαιολογική αποστολή. Όσον αφορά την εικονογραφία των ειδωλίων, είναι διάχυτη η ελληνική επιρροή στην τοπική παραγωγή κοροπλαστικής, γεγονός που διεύρυνε το θεματολόγιο των προ-ελληνιστικών Μεσοποτάμιων μορφών. Ελληνικοί θεοί, γυναίκες με ελληνικά ενδύματα, γυμνοί άνδρες, ανακλινόμενες μορφές, παιδιά, καρικατούρες, θεατρικές μάσκες αποτελούν πλέον μέρος του θεματολογίου της πόλης. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα των εικονογραφικών τύπων με αντίστοιχα παραδείγματα από τη Μύρινα, την Πριήνη, τη Σμύρνη, που μαρτυρά την εξοικείωση των κοροπλαστών της Σελεύκειας με τους κοροπλάστες του ελληνιστικού κόσμου. Ορισμένοι τύποι, όπως ο όρθιος Ηρακλής με ρόπαλο στο χέρι ή ο τύπος της «οκλάζουσας Αφροδίτης» του Δοιδάλσα, είναι πιθανόν ν’αντλούν τα πρότυπά τους από χάλκινους ή μαρμάρινους αγαλματικούς τύπους της μεγάλης πλαστικής, που μπορεί και να παράγονταν στην ίδια τη Σελεύκεια.

Πέρα από την ισχυρή ελληνική επίδραση, τα ειδώλια της Σελεύκειας παρουσιάζουν μια έντονη προσκόλληση στην τοπική παράδοση, που φαίνεται ν’αποκτά μια ανανεωμένη δύναμη σε υστερότερες περιόδους, όπως τουλάχιστον παρατηρείται στη δημοτικότητα που έχουν τα ειδώλια με όρθιες, γυμνές, αυστηρά μετωπικές γυναικείες μορφές. Όσον αφορά τις γυμνές γυναικείες μορφές, η δυτική επίδραση δεν είναι τόσο ισχυρή, αλλά περιορίζεται σε καινοτομίες τεχνικές, όπως η χρήση διπλής μήτρας, εικονογραφικές, όπως η προσθήκη κάποιων ελληνικών λεπτομερειών, λ.χ. το στεφάνι ή στυλιστικές, λ.χ.η νατουραλιστική απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών. Άλλα θέματα της τοπικής, μεσοποτάμιας παράδοσης, όπως οι θηλάζουσες γυναίκες, μουσικοί, αναβάτες, ανανεώνονται υπό την επίδραση της ελληνικής παράδοσης. Από την άλλη πλευρά, απεικονίσεις ζώων και αντικειμένων της καθημερινής ζωής παραμένουν προσκολλημένα στην προ-ελληνιστική παράδοση. Ο υλικός πολιτισμός Σελεύκειας είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας αλληλεπίδρασης και σύνθεσης ανάμεσα στην ελληνική και μεσοποτάμια παράδοση που οδηγεί σε νέα και πρωτότυπα αποτελέσματα.

Ai Khanoum

H αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε πως ο χαμένος κόσμος της Ελληνιστικής Βακτρίας, ήταν μια ουτοπία που τελικά υπήρξε. Για πολλά χρόνια, μέλη της Γαλλικής Αντιπροσωπείας στο Αφγανιστάν, γνωστής ως Délégation Archéologique Française en Afganistan (DAFA) αναζητούσαν μάταια κατάλοιπα των ελληνιστικών πόλεων που ίδρυσε ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του στο Αφγανιστάν, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές. Ακόμα και στα Βάκτρα (σημ. Balkh), που υπήρξαν η βάση πολλών επιχειρήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του, δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν ισχυρές μαρτυρίες ελληνικής παρουσίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘ 60, μια αρχαία πόλη, στα βορειοανατολικά σύνορα του Αφγανιστάν με το Τατζικιστάν, ήλθε στο φως, σκεπασμένη επί αιώνες κάτω από τις αμμώδεις στέπες της κεντρικής Ασίας, κρατώντας καλά κρυμμένα τα μυστικά της. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα αργότερα, παραμένει αινιγματική, καθώς σε κανένα από τα ευρήματα των ανασκαφών δεν αποκάλυψε το αρχαίο όνομά της. Έτσι, έμεινε γνωστή ως Ai-Khanoum, από το ομώνυμο γειτονικό χωριό, που στα ουζμπεκικά σημαίνει «Κυρά του Φεγγαριού» (Lady Moon).

Έως την εποχή της ανακάλυψής της, η θέση είχε επισημανθεί για πρώτη φορά το 1838 από τον Άγγλο περιηγητή J. Wood, o οποίος πέρασε από την περιοχή, αναζητώντας τις πηγές του ποταμού Ώξου και επεσήμανε την ύπαρξη σημαντικών αρχαίων ερειπίων. Το 1961, η τότε αυτού Υψηλότητα του Αφγανιστάν, S. M. Mohamed Zaher Shah, επιβεβαίωσε την αρχική μαρτυρία του J. Wood, καθώς περνώντας από την περιοχή, κάτοικοι του γειτονικού χωριού της Ai Khanoum, του παρουσίασαν αρχαιότητες, ανάμεσα στις οποίες και τμήμα ενός κορινθιακού κιονοκράνου. Την ίδια χρονιά, ο βασιλιάς του Αφγανιστάν γνωστοποίησε την ύπαρξη των ευρημάτων στη Γαλλική Αντιπροσωπεία στο Αφγανιστάν, γνωστή ως Délégation Archéologique Française en Afganistan (DAFA) και τους ανέθεσε τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή. Η DAFA, υπό τη διεύθυνση του D. Schlumberger διεξήγε μια πρώτη έρευνα το 1963 και το 1964 ακολούθησε η πρώτη συστηματική ανασκαφή της θέσης. To 1965 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν αδιάλειπτα υπό τη διεύθυνση του P. Bernard έως το 1979, όταν η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν σήμανε και την οριστική παύση τους. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν σημαντικούς τομείς της αρχαίας πόλης. Η ανασκαφή της Ai Khanoum συγκαταλέγεται σε μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις της σύγχρονης αρχαιολογίας και μέχρι σήμερα παραμένει η καλύτερα γνωστή ελληνική εγκατάσταση στην Ανατολή, από τον Τίγρη ως τον Ινδό.

H Ai-Khanoum βρίσκεται στη Βακτριανή, επαρχία στην ανατολική μεθόριο του πρώην περσικού κράτους. Η επιλογή της θέσης δεν είναι τυχαία, καθώς βρίσκεται σε μία στρατηγική τοποθεσία, στη συμβολή των ποταμών ΄Ωξου (σημ. Amu Daria) και Kokcha, κατά μήκος σημαντικών εμπορικών οδών, νοτίως των μεταλλείων του Badakshan, της μοναδικής πηγής lapis lazuli στην αρχαιότητα. Πέρα από τους ημιπολύτιμους λίθους, η περιοχή διέθετε πλούσια μεταλλεία χαλκού, χρυσού, σιδήρου και μολύβου. Παράλληλα, η πόλη ήλεγχε μια ευρεία έκταση καλλιεργήσιμης ενδοχώρας, μέσα από ένα καλά οργανωμένο δίκτυο άρδευσης, γνωστό ήδη από την αχαιμενιδική τουλάχιστον περίοδο.

Η συνολική της έκταση φθάνει τα 1,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οι απότομες όχθες των ποταμών, ύψους πάνω από 20 μ., στα νότια και δυτικά, όπου αναπτύσσεται η κάτω πόλη και ένα φυσικό ύψωμα στα ανατολικά, με την άνω πόλη και την ακρόπολη στα νοτιοανατολικά, παρέχουν φυσική προστασία. Η πιο εκτεθειμένη βορειοανατολική πλευρά της πόλης προστατεύεται από ισχυρό πλίνθινο οχυρωματικό περίβολο με τάφρο. Την καρδιά της πόλης, ουσιαστικά, αποτελεί το κάτω τμήμα της, σ’ ένα πλάτωμα εκτάσεως 720 τ.μ., κατά μήκος της ανατολικής όχθης του ποταμού Ώξου, καθώς εκεί βρίσκονται τα πιο σημαντικά οικοδομήματα, ενώ η ακρόπολη παρέμεινε μέχρι το τέλος της ύπαρξης της πόλης αραιοκατοικημένη.

Ο επισκέπτης της πόλης, φθάνοντας έξω από τα επιβλητικά της τείχη, οδηγούνταν, μέσω της βασικής πύλης εισόδου, σε μια κεντρική οδό, μήκους 1.5 χλμ., που διέσχιζε ολόκληρη την κάτω πόλη, με κατεύθυνση Β-Ν. Δεξιά και αριστερά της κεντρικής οδού αναπτύσσονταν τα σημαντικότερα οικοδομήματα της πόλης, τα οποία αποτελούσαν και το σήμα κατατεθέν για τον χαρακτήρα και την ταυτότητά της. Το πρώτο οικοδόμημα που συναντούσε ο επισκέπτης στ’ αριστερά του ήταν ένα ελληνικό θέατρο, με 35 σειρές εδωλίων, χωρητικότητας έως και 5.000 θέσεων. Πρόκειται για το μοναδικό που έχει ανακαλυφθεί ως σήμερα στην κεντρική Ασία. Παρουσιάζει επίσης μια μοναδική πρωτοτυπία, καθώς στο μέσο του κοίλου έφερε τρεις εξέδρες, που, κατά τους ανασκαφείς, λειτουργούσαν ως θεωρεία για εξέχοντες πολίτες. Λίγο πιο κάτω, υπήρχε ένα μεγάλο οπλοστάσιο, προφανώς για την αποθήκευση της απαραίτητης πολεμικής σκευής της εποχής, δηλώνοντας ταυτόχρονα και τη στρατιωτική σημασία της πόλης, καθώς ήλεγχε στρατιωτικά τη διάβαση του ποταμού Ώξου.

Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα οικοδομήματα της πόλης βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά της κεντρικής οδού. Η πρόσβαση σε αυτά ελεγχόταν από ένα μνημειακό πρόπυλο, που οδηγούσε στα βόρεια σε μια κρήνη, δίπλα στην οποία βρισκόταν ένα γυμνάσιο με παλαίστρα, ένας ναός και το τέμενος ενός από τους οικιστές τη πόλης, του Κινέα, ενώ το κεντρικό τμήμα της κάτω πόλης καταλάμβανε το λεγόμενο «ανάκτορο» ή διοικητικό κέντρο, νοτίως του οποίου υπήρχε οικιστική ζώνη ιδιωτικής κατοίκησης, προφανώς για τους αποίκους της πόλης, με εντυπωσιακά μεγάλες οικίες, σε αντίθεση με τις μονόχωρες, πιο ταπεινές κατασκευές της ακρόπολης, που, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, δεν αποκλείεται να πρόκειται για κατοικίες ντόπιων. Εκτός των τειχών έχει εντοπιστεί το νεκροταφείο της πόλης, μια ιδιωτική κατοικία και ένας ακόμη ναός.

Μολονότι το πλάτωμα της κάτω πόλης ευνοούσε την ανάπτυξη ενός ιπποδάμειου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, φαίνεται πως ο λόγος που δεν ακολουθήθηκε μια τέτοια επιλογή πιθανόν να σχετίζεται με τη βαρύνουσα σημασία του κτιριακού συγκροτήματος του «ανακτόρου», το οποίο οικοδομήθηκε στο κέντρο και είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατόπιση προς τα’ ανατολικά της κεντρικής οδού, που διατρέχει την κάτω πόλη από Β προς Ν. Το «ανάκτορο» αποτελούσε και χώρο διαμονής των υψηλότερων τουλάχιστον αξιωματούχων, αλλά ταυτόχρονα στέγαζε διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες.

Στο ανακτορικό συγκρότημα βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο της πόλης, καθώς εκεί βρέθηκαν αγγεία με ελληνικές επιγραφές, όπου δηλωνόταν το αποθηκευμένο περιεχόμενό τους: λιβάνι, λάδι, νομίσματα, αλλά και το όνομα του υπεύθυνου για τον έλεγχο και την αποθήκευση του περιεχομένου. Ανάμεσα στα ονόματα απαντώνται τόσο ελληνικά, όπως Φιλόξενος, Φιλίσκος, Ιππίας, Καλλισθένης, που προφανώς ανήκαν στην άρχουσα τάξη των Ελλήνων αποίκων της πόλης, αλλά και περσικά, όπως Οξυβοάκης κι Οξύβαζος. Οι τελευταίοι μάλιστα φέρουν τους τίτλους του αγορανόμου και του δοκιμαστή, γεγονός που σημαίνει ότι μέλη της τοπικής αριστοκρατίας συνεργάστηκαν με τους νέους αποίκους και κατέλαβαν διοικητικές θέσεις, τυπικές στην οργάνωση μιας ελληνικής πόλης, ποτέ όμως δεν είχαν τον ίδιο βαθμό στην ιεραρχία σε σχέση με τους Έλληνες. Προκαλεί εξάλλου εντύπωση, πως σε ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος στην Κεντρική Ασία, βρέθηκαν αγγεία με λάδι, ένα προϊόν που δεν παράγεται στην περιοχή λόγω κλιματολογικών συνθηκών. Παρ΄ όλα αυτά, είχε εισαχθεί από τη Δύση, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του γυμνασίου της πόλης, ενός καθαρά ελληνικού θεσμού, που επιβίωσε στα βάθη της Ασίας και αποτέλεσε φορέα της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων αποίκων της περιοχής.

Το γυμνάσιο της Ai Khanoum είναι ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, με την παλαίστρα να περιβάλλεται περιμετρικά από κορινθιακούς κίονες, ενώ στο βάθος του περιστυλίου ανοίγονται στεγασμένοι χώροι, που σχετίζονται με τη φροντίδα του σώματος ή την πνευματική καλλιέργεια των νέων που συμμετείχαν, όπως λουτρά ή αίθουσες διαλέξεων. Στο χώρο βρέθηκαν στλεγγίδες που επιβεβαιώνουν τη λειτουργία του συγκροτήματος, καθώς χρησίμευαν για την αφαίρεση του λαδιού με το οποίο άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές, κατά την ελληνική συνήθεια. Στο γυμνάσιο έχει βρεθεί αναθηματική επιγραφή δύο αδελφών, του Τριβαλλού και του Στράτωνα, υιών του Στράτωνα, προς τιμήν του Ερμή και του Ηρακλή, που παραδοσιακά σχετίζονται με το γυμνάσιο. Όπως στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, οι "ἀπὸ γυμνασίου" πρέπει να αποτελούσαν κι εδώ μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που διαφοροποιούνταν πολιτισμικά μέσα στο σύνολο. Το ανάθημα στους θεούς-προστάτες του γυμνασίου είναι σύγχρονο της δεύτερης οικοδομικής φάσης του κτίσματος, που χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., λίγες δεκαετίες πριν το οριστικό τέλος της πόλης. Αυτό δείχνει ότι ο ελληνικός τρόπος ζωής δεν είχε χάσει το περιεχόμενο και τη ζωντάνια του 150 χρόνια σχεδόν μετά την ίδρυση της πόλης και μάλιστα σε έναν τομέα καθοριστικής σημασίας για έναν Έλληνα νέο, αυτόν της παροχής εκπαίδευσης και της εκγύμνασης του σώματος.

Εκείνοι που αποκτούσαν πρόσβαση σ’ αυτό το ιδιαίτερο τμήμα της πόλης, μετά τη διάβασή τους από τα προπύλαια, συναντούσαν στα δεξιά τους ένα ταφικό μνημείο με περίβολο, όπου τιμούνταν κάποιο εξέχον πρόσωπο της πόλης, ο Κινέας. Την πληροφορία αυτή έδινε η εγχάρακτη ελληνική επιγραφή στη βάση μιας αναθηματικής στήλης, που είχε στηθεί μπροστά από το ταφικό μνημείο, σύμφωνα με την οποία κάποιος Κλέαρχος αφιέρωνε τη στήλη, στον Κινέα. Στη στήλη αυτή ο Κλέαρχος είχε αντιγράψει πιστά τα δελφικά παραγγέλματα-περίπου 150 συνολικά- που κατά την ελληνική παράδοση αποδίδονταν στους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας και είχαν χαραχθεί στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Η στήλη δε σώζεται, από τα δελφικά παραγγέλματα όμως σώθηκαν τα τέσσερα τελευταία, τα οποία προφανώς δε χωρούσαν στη στήλη κι έτσι χαράχθηκαν στο μπροστινό μέρος της βάσης, δίπλα στην αναθηματική επιγραφή. Σύμφωνα με τον L. Robert, που μελέτησε την επιγραφή, ο Κινέας θα πρέπει να ήταν ένας από τους Έλληνες οικιστές της πόλης, στους οποίους ήταν σύνηθες για τα ελληνικά δεδομένα ν’ αποδίδονται μεταθανάτιες τιμές με τη μορφή ήρωα και την ίδρυση τεμένους.

Δεν είναι σαφές κατά πόσο ο Κινέας υπήρξε ένας από τους αποίκους που εγκατέστησε ο Αλέξανδρος στην κεντρική Ασία και κατά πόσο ίδρυσε την πόλη κατ’ εντολή του. Ο P. Bernard θεωρεί ότι η εξαιρετικά εύφορη γη της περιοχής και η ανάγκη να ελέγξει τους χωρικούς που την καλλιεργούσαν είναι πολύ πιθανό να δελέασαν τον Αλέξανδρο να εγκαταστήσει αποίκους στην περιοχή, συνεπώς η Ai Khanoum να ταυτίζεται με την Α. Οξειανή. Ο Bernard δεν αποκλείει βέβαια και την πιθανότητα να πρόκειται για Σελευκιδική ίδρυση, ενώ επίσης πρότεινε πως αργότερα η πόλη μετονομάστηκε σε Ευκρατίδια. Ο L. Robert πρότεινε πως ο Κινέας είχε θεσσαλική καταγωγή και θα πρέπει να ανήκει σε μια γενιά μετά τον Αλέξανδρο. Η πλειοψηφία των μελετητών κλείνει στην άποψη πως ο Κινέας πιθανόν να έλαβε εντολή ίδρυσης της πόλης από το Σέλευκο Α΄ στα τέλη 4ου/αρχές 3ου αι. π.Χ. και όχι από τον Αλέξανδρο.

Όσο για τον αναθέτη, τον Κλέαρχο, δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον γνωστό από τις πηγές περιπατητικό φιλόσοφο και μαθητή του Αριστοτέλη, Κλέαρχο από τους Σόλους της Κύπρου, που έζησε τον 4ο/3ο αι. π.Χ. και είχε επιδείξει ενδιαφέρον προς τις ανατολικές θρησκείες, οπότε και οι φιλοσοφικές αυτές αναζητήσεις του να τον έφεραν ως τα βάθη της Ανατολής, ως την Ai Khanoum. Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι το ανάθημά του έχει ιδιαίτερα συμβολικό χαρακτήρα, καθώς τα σοφά ρητά που είχαν χαραχθεί στους Δελφούς, που θεωρούνταν ο «ομφαλός του κόσμου», ξαναχαράχθηκαν 5.500 χλμ. μακριά για να θυμίζουν στους εκεί εγκατεστημένους Έλληνες την καταγωγή τους. Στην πόλη ανασκάφηκαν δύο ναοί. Ένας από αυτούς είναι ο μεγαλύτερος και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο, μεταξύ των μαυσωλείων για τα οποία έγινε ήδη λόγος και την κεντρική οδό που διέσχιζε ολόκληρη την

πόλη. Κατασκευάστηκε την εποχή της εγκατάστασης των Ελλήνων, βάσει ενός σχεδίου που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ελληνικής ναϊκής αρχιτεκτονικής, μοιάζει όμως καταπληκτικά με άλλους ναούς της ελληνιστικής περιόδου που ανακαλύφθηκαν δυτικότερα, για παράδειγμα στην μακεδονική αποικία της Δούρας-Ευρωπού. Τα σχέδιά τους παραπέμπουν σε εκείνα ναών της Μεσοποταμίας παλαιότερων εποχών. Τετράγωνος στο σχήμα (20×20 μ.), αποτελείται από έναν πρόναο και από το άδυτο, στα δεξιά και τα αριστερά του οποίου, υπήρχε από μία μικρότερη αίθουσα. Από το λατρευτικό άγαλμα, που υπήρχε στο άδυτο, σώθηκαν θραύσματα μόνο. Ήταν ακρόλιθο, τεχνική γνωστή και στην Ελλάδα και φαίνεται να απεικόνιζε τον Δία που πιθανόν κρατούσε σκήπτρο. Στην υπόθεση αυτή οδήγησε η ανακάλυψη του άκρου του ποδιού του αγάλματος, το οποίο φορά σαντάλι που κοσμείται από έναν φτερωτό κεραυνό, σύμβολο του Δία. Ο Paul Bernard υποθέτει ότι μαζί με τον Δία δεν αποκλείεται να λατρευόταν και ο Ιρανός Mithra, που εμφανίζεται στα νομίσματα των τελευταίων Ελλήνων βασιλέων της Βακτρίας όπως του Ηλιοκλή (περ. 145-130), διαδόχου του Ευκρατίδη. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στον πρόναο βρέθηκαν τρεις βάσεις αγαλμάτων ελληνικού τύπου.

Οι ιδιωτικές κατοικίες, ιδίως αυτές όπου διέμεναν οι έποικοι και οι οποίες ξεχωρίζουν από το μέγεθός τους και μόνο, συγκεντρώνονται στο τμήμα της πόλης που απλώνεται νότια του "ανακτορικού" συγκροτήμα τος. Η διάταξη των χώρων που τις απαρτίζουν, ακολουθεί και πάλι μάλλον ανατολικά πρότυπα: η αυλή δεν βρίσκεται στο κέντρο, αλλά οι επί μέρους χώροι οργανώνονται στην μία πλευρά της και γύρω από ένα κεντρικό δωμάτιο, από το οποίο χωρίζονται με ένα σύστημα διαδρόμων. Οι ελληνικές παραδόσεις δεν είναι πάντως εντελώς απούσες, τις εντοπίζουμε στον πρόδομο με τους δύο κίονες, που υπάρχει μπροστά από το κεντρικό δωμάτιο και κυρίως στα λουτρά, αποτελούμενα από μια σειρά δύο-τριών δωματίων που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Τα δάπεδα ήταν πλακόστρωτα ή διακοσμημένα με βότσαλα, ενώ οι τοίχοι έφεραν επίχρισμα κόκκινου χρώματος.

Είναι εμφανές λοιπόν, πως οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης μετέφεραν στο νέο χώρο εγκατάστασής τους το θεσμικό πλαίσιο, δηλ. την διοικητική οργάνωση, τους πολιτειακούς θεσμούς, αλλά και την εκπαίδευση, τους θεούς και την καλλιτεχνική ζωή της πατρίδας τους και διατήρησαν σχεδόν ανέπαφη την πολιτισμική τους ταυτότητα μέχρι και τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία ο πληθυσμός της την εγκατέλειψε, λόγω επιδρομών από σκυθικά νομαδικά φύλα, γνωστά ως Yuezhi. Σίγουρα δεν είναι αδιάφορο το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της ύπαρξής της η πόλη φαίνεται να κατοικήθηκε κυρίως από τους απογόνους των πρώτων Ελλήνων εποίκων και αργότερα να προσήλκυσε εντόπιο πληθυσμιακό στοιχείο, τις τοπικές παραδόσεις του οποίου, δεν απέκλεισαν, αλλά ενσωμάτωσαν δημιουργικά στο πλαίσιο μιας γόνιμης, δημιουργικής και ειρηνικής συνύπαρξης.

Βάκτρα

Βάκτρα. Άνοιξη του 329 π.Χ.! Ένας από τους νεαρότερους κατακτητές του κόσμου, ο Αλέξανδρος, σε ηλικία 26 ετών, είχε φθάσει σε μια από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, γνωστή ως «Μητέρα των πόλεων» και «επίγειος Παράδεισος», ως την πόλη που έχτισε ο Νώε μετά τον κατακλυσμό, σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση! Πρόκειται για τη σημερινή Balkh, στο ΒΑ Αφγανιστάν.

Η σημερινή ονομασία της πόλης προέρχεται από την αρχαία περσική Bâxtriš, όπως συναντάται σε επιγραφές σφηνοειδούς γραφής, για να δηλώσει την ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκε, γνωστή στις ελληνικές γραπτές πηγές ως Βακτριανή (Επιγραφή Behistun, 6ος αι.π.Χ. ). Ως Bâkhdi απαντάται στην Avesta, ιερά κείμενα του Ζωροαστρισμού και αργότερα στη μέση περσική ως Bâkhal ή Bâkhli, απ’ όπου προέκυψε η ονομασία Bâlkh. Η συνηθέστερη ονομασία της πόλης στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν Βάκτρα, ενώ εναλλακτικά απαντάται και ως Ζαρίασπα, Ο Tarn υποστηρίζει ότι η Ζαρίασπα-Βάκτρα επανιδρύθηκε ως Αλεξάνδρεια από τον Αλέξανδρο, μια ονομασία που μαρτυρείται στις κινεζικές ιστορικές πηγές ως Lan-chi, όχι όμως και στις ελληνικές, με μοναδική εξαίρεση τον Στέφανο Βυζάντιο, που κάνει λόγο για κάποια Αλεξάνδρεια κατά Βάκτρα (αρ. 11).

Η πόλη ονομαζόταν και Ζαρίασπα, ονομασία που μπορεί να προέρχεται από τον σημαντικό ζωροαστρικό ναό της φωτιάς Azar-i-Asp, αφιερωμένο στη θεά Αναχίτα, θεά της φύσης, των υδάτων και της γονιμότητας, για τον οποίο η πόλη ήταν τόσο φημισμένη, σύμφωνα με τις πηγές. Σε μεταγενέστερους θρύλους, η Αναχίτα θα γίνει η σύζυγος του Αλέξανδρου, που χρησιμοποίησε τις δυνάμεις της για να βοηθήσει τον Αλέξανδρο να κερδίσει τις μάχες που έδινε. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Ζωροαστρισμού και ο τόπος όπου πέθανε ο Ζωροάστρης, σύμφωνα με τον Πέρση ποιητή Firduwsi.

Στο δυτικό κόσμο, τουλάχιστον από τον 5ο αι.π.Χ. και εξής (Ηρόδοτος, Ξενοφώντας, Στράβων, Διόδωρος, Πλίνιος κλπ.) τα Βάκτρα και γενικότερα η περιοχή τους, η Βακτριανή, ήταν γνωστά ως ένα πολύ μακρινό μέρος, το ανατολικότερο όριο του τότε γνωστού κόσμου Αποτελούσε το ιδανικό σκηνικό για εξωτικές ιστορίες μακρινών κατακτήσεων από προσωπικότητες που ανήκουν στη σφαίρα του μύθου, όπως ο Διόνυσος, ο Προμηθέας, ο Ηρακλής, ο Σαρδανάπαλος, ο Νίνος, η Σεμίραμις, ο Κύρος και φυσικά ο Αλέξανδρος! Ο Αλέξανδρος γνώριζε γι’ αυτούς που πέρασαν πριν απ’ αυτόν διαβάζοντας την «Κύρου Ανάβασις» ή «Κύρου Παιδεία» του Ξενοφώντα, την ιστορία του Ηροδότου, τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, τον Όμηρο και πιθανόν τα «Περσικά» του Κτησία από την Κνίδο, που έζησε στην αυλή του Αρταξέρξη Β΄(404-358 π.Χ.).

Τα Βάκτρα φημίζονταν για τα ισχυρά και απόρθητα τείχη τους (Διόδωρος Σικελιώτης). Ο Νίνος, βασιλιάς της Ασσυρίας, δυο φορές πολιόρκησε τη πόλη με αναρίθμητα στρατεύματα και δεν τα κατάφερε. Στην περίπτωση του Αλέξανδρου, όμως, ο στρατός του δεν πέρασε με έφοδο τις πύλες της πόλης, δεν πολιόρκησε τα τείχη της. Η πρωτεύουσα της Βακτριανής, που αποτελούσε τη δωδέκατη σατραπεία του άλλοτε αχαιμενιδικού κράτους, είχε πέσει χωρίς αντίσταση. Την πόλη αυτή ο Αλέξανδρος έκανε το κέντρο των επιχειρήσεών του για τα επόμενα τρία χρόνια, από το 329-327 π.Χ., καταδιώκοντας το Βήσσο και το Σπιταμένη. Τα Βάκτρα αποτέλεσαν το βασικό κέντρο ανεφοδιασμού του στρατού του Αλέξανδρου, καθώς εδώ διαμορφώθηκε σε όλο της το μεγαλείο η βασιλική αυλή του κοσμοκατακτητή. Ήρθαν με το μέρος του οι πιο επιφανείς Πέρσες και εδώ συγκεντρώνονταν οι νέες στρατιωτικές δυνάμεις από την Ελλάδα προς ενίσχυση του στρατού. Επίσης, στα Βάκτρα δικάστηκε και θανατώθηκε ο Βήσσος(329 π.Χ.), εδώ δέχτηκε πρεσβείες από τη Δύση και την Ανατολή, εδώ σχεδίασε την επέκτασή του προς την Ινδία, εδώ άρχισε να υιοθετεί περσικές συνήθειες (περσική ενδυμασία, «προσκύνησις»), και εδώ θανατώθηκε ο Καλλισθένης.

Περίπου εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, χάρη στα ισχυρά τείχη της πόλης, ο Ευθύδημος, ηγεμόνας του ελληνο-βακτριανού βασιλείου αντιστάθηκε σθεναρά στον Αντίοχο Γ΄ για δύο χρόνια (208-206 π.Χ), υποχρεώνοντας τον δεύτερο να αποσυρθεί από τη διεκδίκηση των εδαφών των άνω σατραπειών, που είχαν πλέον αποσχιστεί από το σελευκιδικό βασίλειο. Τα Βάκτρα ήδη από τα μέσα του 3ου αι. έγραφαν μια νέα ιστορία, καθώς αποτέλεσαν την πρωτεύουσα ενός νέου ελληνιστικού βασιλείου, του ελληνο-βακτριανού, που έμελε να διαδραματίσει ένας σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου.

Στα τέλη του 1ου αι.π.Χ. η πόλη των Βάκτρων, όπως και ολόκληρη η περιοχή θα βρεθούν στη δίνη τεράστιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, υπό την πίεση μιας μεγάλης και μακροχρόνιας μετακίνησης νομαδικών φύλων προς τα νότια. Το βασίλειο των Κουσάνων θα κυριαρχήσει έως τον 3ο αι. μ.Χ. και τα Βάκτρα θα αποτελέσουν ένα σημαντικό βουδιστικό κέντρο. Τον 4ο αι. μ.Χ. η πόλη καταλαμβάνεται από τους Σασσανίδες, ενώ τους δύο επόμενους αιώνες (5ος-6ος) επικρατούν οι Εφταλίτες. Έως τον 7ο αι. η πόλη εξακολουθούσε να προσελκύει βουδιστές προσκυνητές, όπως ο Hsuan-tsang, ο οποίος αναφέρει ότι στην εποχή του υπήρχαν πάνω από 100 βουδιστικές μονές στην περιοχή της Βακτριανής και γύρω στις 33.000 μοναχούς.

Οι Άραβες εγκαθίστανται οριστικά στην περιοχή τον 9ο αι., οπότε η πρωτεύουσα του Khorasan μεταφέρεται από την Μερβ στα Βάκτρα. Το 818/9 ένας ισχυρός σεισμός προκαλεί μεγάλες καταστροφές στην πόλη. Υπό τη δυναστεία των Σαφαρίδων και Σαμανίδων(9ος -10ος αι.) η πόλη γνωρίζει πολύ μεγάλη άνθιση καθώς μετατρέπεται σε σημαντικό εμπορικό και πνευματικό κέντρο, όπου έζησαν προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος Ibn-sina και ο ποιητής Firdusi. Η πόλη επεκτείνεται και οικοδομούνται μεγάλα μουσουλμανικά μνημεία. Η επαρχία Khorasan, σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφους της εποχής, Yaqubi, διέθετε 47 τζαμιά. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 11ο-12ο αι., ενώ τον 13ο αι. κάνουν την εμφάνισή τους οι Μογγόλοι. Τα Βάκτρα θα υποστούν δυο σοβαρές καταστροφές, μία από τον Τσένκινς Χαν (13ος αι.) και μια από τον Ταμερλάνο (14ος). Όταν επισκέφθηκε τα Βάκτρα ο Marco Polo (13ος αι.) από τη Βενετία ήταν ακόμα «μια σπουδαία και μεγάλη πόλη» αν και είχε αρχίσει η παρακμή της. Εκεί γεννήθηκε το 1207 ο Τζαλ-αλ-Ουντίν Ρουμί ή Μεβλανά, ο οποίος για να σωθεί από την επιθεση των Μογγόλων, μετανάστευσε στη Δύση. Τη μεγαλύτερη άνθιση έζησε η πόλη την εποχή των Τιμουριδών, ιδίως τον 15οαι., με εντυπωσιακή πολεοδομική ανάπτυξη, όπως αυτή απεικονίζεται στα τείχη της και στα ισλαμικά μνημεία της. Διατήρησε τη φήμη της ως σπουδαίου πνευματικού κέντρου με πνευματικές σχολές και ιδρύματα, αλλά και ως εμπορικό κέντρο με επαφές με την Ινδία και την Κίνα. Το 19ο αι. η πόλη άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται για ένα νέο οικισμό, την Μazar-I Sharif,, π. 20 χλμ. δυτικότερα, όπου το 1480 με αφορμή την «επανεύρεση» του τάφου του Hazrat Ali, ανιψιού του Μωάμεθ, οικοδομήθηκε ένα μουσουλμανικό τέμενος προς τιμήν του.

Σήμερα, η Balkh αποτελεί μια ερειπιώδη έκταση στο β. Αφγανιστάν με κατεστραμμένα τείχη, που περικλείουν ένα μικρό, ομώνυμο, χωριό. Η Μazar-I Sharif πλέον αποτελεί την πρωτεύουσα της επαρχίας Balkh, η οποία αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο με τεράστια γεωστρατηγική σημασία, εισάγοντας και διαθέτοντας προϊόντα σε ολόκληρο το Αφγανιστάν και εξάγοντας άλλα σε ολόκληρη την κεντρική Ασία. Ο πληθυσμός της επαρχίας εκτιμάται σε 1.219.200, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής στατιστικής υπηρεσίας για το 2011. Η περιοχή έχει ιδιαίτερη φήμη όσον αφορά την ύφανση χαλιών, ενώ το σιτάρι, το βαμβάκι, το κριθάρι, το καλαμπόκι και το ρύζι είναι από τα βασικά γεωργικά της προϊόντα. Τα σταφύλια, τα καρπούζια και οι σταφίδες είναι από τα πιο διάσημα φρέσκα και ξηρά φρούτα της επαρχίας, ενώ παράγει αμύγδαλα και άλλα οπωροκηπευτικά.

Χίλια πεντακόσια χρόνια μετά την πτώση του ελληνοβακτριανού βασιλείου, το 1924, η ελπίδα της ανακάλυψης αυτής της πόλης, της εποχής του Αλέξανδρου και των Ελληνο-βακτριανών διαδόχων του, αποτέλεσε την έναρξη για τη μεγάλη περιπέτεια της αρχαιολογικής εξερεύνησης του Αφγανιστάν. Την αποστολή αυτή ανέθεσε ο τότε βασιλιάς Αμανουλάχ στη Γαλλία, αποκλείοντας για καθαρά πολιτικούς λόγους τη γειτονική Σοβιετική ένωση, λόγω των μακροχρόνιων βλέψεών της επί του Αφγανιστάν και την Αγγλία, λόγω των αλεπάλληλων συγκρούσεων μεταξύ Αφγανιστάν και Βρετανικής Ινδίας, που είχαν προηγηθεί. Επικεφαλής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Αφγανιστάν ( DAFA) υπήρξε ο A. Foucher.

Η πόλη αποτελείται από 2 τμήματα: την ακρόπολη στα βόρεια, ένα ύψωμα που ονομάζεται Bala Hisar και την κάτω πόλη. Η ακρόπολη, σε σχήμα οβάλ, έχει μια έκταση 1000-1500 μιλίων. Στη νότια πλευρά της υπάρχει μια εσωτερική ακρόπολη, η οποία βρίσκεται σε ύψωμα, που ονομάζεται Arg. Τα τείχη του Bala Hisar ανήκουν προφανώς στην Ισλαμική περίοδο, αλλά στέκονται πάνω σ’ ένα ψηλό επίχωμα, που φθάνει τα 15μ. βάθος και αποτελούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του σύγχρονου τοπίου. Συνολικά, ακόμα και η δυτική και η νότια πλευρά, που βρίσκονται ανάμεσα στα τείχη της κάτω πόλης, περιβάλλονται από φαρδιά τάφρο. Σε περιοχές της β. και ανατολ. πλευράς εντοπίζεται τάφρος που ανήκει στο φρούριο της ισλαμικής περιόδου. Η σχέση τους με το ρεύμα του ποταμού Βάκτρου στην αρχαιότητα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, διότι η κοίτη του έχει εκτραπεί προκειμένου να τροφοδοτεί με νερό τη μεσαιωνική πόλη που διαδέχθηκε τα Βάκτρα, τη Mazar-I Sarif, λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, καθώς και για να ποτίζει την όαση των Βάκτρων μέσω ενός δικτύου αρδευτικών καναλιών. Στη σημερινή εποχή ο ποταμός Βάκτρος δεν ενώνεται με τον Ώξο και η αρχαία κοίτη του ποταμού δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί.

Η ακριβής έκταση της ελληνιστικής πόλης δεν είναι ακριβώς γνωστή, καθώς παραμένει κρυμμένη κάτω από τεράστιες ποσότητες μεταγενέστερων επιχώσεων. Αυτό οδήγησε το A. Foucher, να συμπεράνει ότι έπειτα από 2 χρόνια ανασκαφικών ερευνών, η ανακάλυψη της ελληνιστικής πόλης των Βάκτρων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια «χίμαιρα». Όμως τα ίχνη από τα τείχη της κάτω πόλης επιτρέπουν την υπόθεση ότι η κάτω πόλη θα πρέπει να κάλυπτε μια έκταση περίπου 300(=3.000 στέμματα) εκταρίων και ότι η ακρόπολη, πιθανόν στη θέση της προγενέστερης οχυρωμένης αχαιμενιδικής πόλης, θα πρέπει να κάλυπτε μια έκταση 80(=800 στρέμματα) περίπου εκταρίων.

Τα τείχη των Βάκτρων προσήλκυαν πάντα την προσοχή των ερευνητών, ειδικότερα, του πρώτου, Α. Foucher, ο οποίος λόγω έλλειψης χρόνου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έρευνα. Μετά από αυτόν, ο Daniel Schlumberger και ο Marc Le Berre αποφάσισαν να εξετάσουν το θέμα το 1947 , αλλά πρόκειται για μια γενική θεώρηση των τειχών. Οι παρατηρήσεις ολοκληρώθηκαν το 1948 από τον Marc Le Berre και τον J.-P. Trystram και αναλύονται σε βάθος στη μελέτη που δημοσίευσαν το φθινόπωρο του 1955 και την άνοιξη του 1956 από τους M. Le Berre και A. Maricq. Εν τω μεταξύ, το 1953 , ο Rodney Υoung ήταν σε θέση να επιτύχει μια εντυπωσιακή στρωματογραφική έρευνα για τη νότια πλευρά των τειχών.

Τον Μάιο του 2002, ακολουθώντας περισσότερο πληροφορίες και μετά από αρκετές ημέρες εξερεύνησης στις παρυφές της μεσαιωνικής πόλης, οι Γάλλοι αρχαιολόγοι εντόπισαν στην αυλή ενός κτηρίου, δίπλα στην περιοχή Tepe Zargaran τυπικά ελληνικά αρχιτεκτονικά λείψανα, όπως, βάσεις κιόνων, βάσεις πεσσών, Κορινθιακό κιονόκρανο, ιωνικό κιονόκρανο, σφονδύλους κιόνων, κ.λπ.), που προέρχονταν από λαθρανασκαφές. Μια δεύτερη έρευνα, τον Ιούνιο του 2002, αποκάλυψε, πάντα στην περιοχή Zargaran Tepe, ένα μεγάλο τμήμα τοίχου στο οποίο ανήκε ένα σημαντικό κτίριο της πρώιμης Κουσανικής περιόδου, το οποίο αποδείχθηκε, μετά τις έρευνες του 2004, ότι είναι μια στούπα που χρονολογείται στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.

Η συνεχιση των ανασκαφικών ερευνών στο βορειοανατολικό τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης που ο ίδιος ο La Berre είχε ερευνήσει, συμπληρώνουν τα δεδομένα που είχαν συλλεχθεί από τον ίδιο σε μια κοντινή περιοχή. Η ιστορία αυτού του τμήματος του τείχους είναι πολύ πιο περίπλοκη από ό, τι φαίνεται και είναι πιθανό να αναθεωρηθούν χρονολογίες που μέχρι σήμερα έχουν προταθεί. Διακρίνονται τουλάχιστον 5 φάσεις κατασκευής των οχυρώσεων των Βάκτρων. Στη θέση Tepe Zagaran εντοπίστηκε σειρά από αρδευτικά κανάλια, ατά την κουσανική και σασσανιδική περίοδο για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σε δεύτερη χρήση, τα οποία ανήκαν σε προγενέστερα ελληνιστικά και βουδιστικά οικοδομήματα. Οι τελευταίες ανασκαφές της DAFA ap;o to 2002-2007 απέδειξαν πως «η Βακτριανή χίμαιρα» του A. Foucher έκρυβε μια σημαντική αρχαιολογική πραγματικότητα, ένα «βακτριανό θαύμα».

Νίσα

Η Νίσα αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα της δυναστείας των Αρσακιδών και βρίσκεται στην «καρδιά» της παρθικής αυτοκρατορίας, στο νότιο Τουρκμενιστάν, 18 χιλιόμετρα δυτικά της σημερινής πρωτεύουσας της χώρας, το Ashkhabad. Η πόλη αυτή αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές για την κατανόηση και γνώση της τέχνης και της αρχιτεκτονικής των Πάρθων.

Το όνομα της πόλης απαντάται ως Νισαία από το Στράβωνα, ο οποίος την τοποθετεί στην περιοχή της Υρκανίας, σε αντίθεση με τον Κλαύδιο Πτολεμαίο και τον Αmmianus Marcellinus, που πέρα από το Νισαία, την αποκαλούν και Νιγαία και την τοποθετούν στην περιοχή της Μαργιανής. Ο σύγχρονος του Στράβωνα, Έλληνας γεωγράφος, Ισίδωρος Χαρακηνός, κάνει λόγο στους Παρθικούς Σταθμούς του για την Παρθαύνισα (Νίσα), την πρωτεύουσα της παρθικής αυτοκρατορίας, η οποία αποκαλούνταν Νισαία από τους Έλληνες. Η μεταγενέστερη ονομασία της πόλης Mithradakirt (= ‘κάστρο του Μιθριδάτη (π. 1710–138 π.Χ. )’), είναι δηλωτική της σημασίας που είχε μια τέτοια βασιλική ίδρυση στα εδάφη της Παρθίας, που κατείχαν οι Σελευκίδες, αλλά κατέλαβαν στη συνέχεια οι Πάρνοι, ημινομαδικό σκυθικό φύλο, που μετά την προέλασή τους προς το νότο - κάποια στιγμή πριν από το 250 πΧ. - έγιναν γνωστοί ως Πάρθοι.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Νίσας εκτείνεται σε δυο επίπεδα, κοντά στο χωριό Bagir, στους πρόποδες του όρους Kopet Dagh. H επονομαζόμενη αρχαία Νίσα (Old Nisa) βρίσκεται σ’ ένα απομονωμένο λόφο και ταυτίζεται με τη βασιλική πρωτεύουσα των Αρσακιδών, ενώ η Νέα Νίσα (New Nisa) βρίσκεται σε κοντινή απόσταση και περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των μεσαιωνικών χρόνων.

Οι ανασκαφές που διεξήχθησαν από Σοβιετικούς αρχαιολόγους τη δεκαετία του 1930 (A.A. Maruščenko) έως και το τέλος του 20ου αι. (N.V. Pilipko) άρχισαν ν’αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα της πολιτιστικής παράδοσης των Πάρθων. Τα τελευταία 20 χρόνια (δεκαετία 1990) νέες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιεί μια ιταλική ομάδα αρχαιολόγων από το Τορίνο με επικεφαλής τον A. Invernizzi και τον C. Lippolis (Centro Scavi e Ricerche Archeologiche di Torino). Έχουν έλεθει στο φως αρκετά οικοδομήματα. Ωστόσο, αρκετά θέματα που αφορούν τόσο την ακριβή χρονολόγηση όσο και τη λειτουργία των κτηρίων δεν έχουν βρει ακόμη οριστικές απαντήσεις.

Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το λεγόμενο «κεντρικό συγκρότημα» με οικοδομήματα που χρονολογούνται σε διαφορετικές περιόδους. Κάποια από αυτά με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζουν αξιοσημείωτες αλλαγές χρήσης, γεγονός που αποτέλεσε μόνιμο θέμα αντιπαραθέσεων και διαφορετικών ερμηνειών. Παρά τις διαφωνίες, είναι ομολογουμένως αποδεκτό ότι η Αρχαία Νίσα (Old Nisa) βάσει των ευρημάτων που έχουν έλθει στο φως αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό μέρος για τους Αρσακίδες. Αρχικά, η άποψη που επικράτησε ως προς αυτό ήταν διότι εκεί βρισκόταν η βασιλική νεκρόπολη του δυναστικού οίκου (Pilipko). Ωστόσο, οι έως τώρα ανασκαφές των Ιταλών στο λεγόμενο «Κόκκινο Κτήριο» (Edificio Rosso) και στο «Κυκλικό Κτήριο» (Sala Rotonda) δεν έχουν επιβεβαιώσει αυτή την άποψη, αλλά βοήθησαν στην ταυτοποίηση πολλών ευρημάτων από τις παλαιότερες σοβιετικές αποστολές και παράλληλα ενίσχυσαν την άποψη ότι η Αρχαία Νίσα (Old Nisa) αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο της δυναστικής λατρείας των Αρσακιδών.

Βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων, το αρχαιότερο κτήριο που οικοδομήθηκε στην πόλη ανάγεται στον 3ο αι.π.Χ. Έχει υποτεθεί ότι αρχικά αποτέλεσε την κατοικία των Αρσακιδών, αλλά κατά τον 2ο αι.π.Χ., στο πλαίσιο ενός νέου οικοδομικού προγράμματος μετατράπηκε σε θρησκευτικό κέντρο. Αυτή τη λειτουργία είχε έως τον 1ο αι. μ.Χ., όταν έχασε τη σημασία που είχε πριν. Τα οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν λατρευτικούς σκοπούς θεωρούνται το Κυκλικό Κτήριο (Round Building), το Τετράγωνο Κτήριο (Square Hall Building) και το Κόκκινο Κτήριο (Red Building). Αυτό στηρίχθηκε στην αρχιτεκτονική τους και στα θραύσματα από πήλινα γλυπτά που βρέθηκαν εκεί.

Το Κυκλικό Κτήριο διέθετε μια κυκλική αίθουσα διαμέτρου 17 μ., προσβάσιμη μόνο από το εξωτερικό μέσω 3 στενών διαδρόμων. Αρχιτεκτονικά μοιάζει με την ελληνική Θόλο, που εξυπηρετούσε θρησκευτικές λειτουργίες. Η κατάσταση διατήρησης του οικοδομήματος δεν επιτρέπει τον υπολογισμό του συνολικού ύψους του ή κάποιοων άλλων δομικών στοιχείων του. Τόσο το σχήμα του όσο και η εύρεση θραυσμάτων από πήλινες ανθρώπινες μορφές έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως ως προς τη λειτουργία του κτηρίου. Κάποιοι αναφέρουν την μαρτυρία του Ισίδωρου Χαρακηνού (Παρθ. Σταθ. § 12) ότι στη Νίσα βρισκόταν η βασιλική νεκρόπολη των Αρσακιδών και υποστηρίζουν ότι το οικοδόμημα δεν αποκλείεται να είναι ένα μαυσωλείο είτε των Αρσακιδών είτε του Μιθριδάτη Α΄(Pilipko, Invernizzi, Lippolis). Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά έως τώρα (δεν έχουν βρεθεί βασιλικοί τάφοι), άλλοι μελετητές θεωρούν ότι το οικοδόμημα θα έπρεπε να ταυτιστεί περισσότερο με τον αντίστοιχο τύπο του ελληνικού Ηρώου, που σχετίζεται με τη δυναστική λατρεία ή τη λατρεία κάποιας μυθολογικής μορφής (Pilipko). Στην Αρχαία Νίσα (Old Nisa) είναι πιθανόν να λατρευόταν ο Μιθριδάτης Α΄και οι πραγματικοί ή μυθολογικοί του πρόγονοι (Invernizzi, Lippolis).

Στενά συνδεδεμένο με τη λειτουργία του Κυκλικού Κτηρίου ήταν το Τετράγωνο Κτήριο. Και τα δυο οικοδομήματα συμπληρώνονταν από έναν πύργο (Τower Building), το μεγαλύτερο οικοδόμημα σε ολόκληρο το ιερό/θρησκευτικό συγκρότημα, όπου επίσης βρέθηκαν θραύσματα από πήλινα αγάλματα. Η λατρευτική λειτουργία του Κόκκινου Κτηρίου (Red Building) επιβεβαιώνεται από το δάπεδο και την κόκκινη απόχρωση του εσωτερικού του, καθώς και από την εύρεση επίσης πήλινων μορφών, άγνωστων προς το παρόν.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες μας δίνουν λίγα στοιχεία για τις λατρευτικές πρακτικές στην Αρχαία Νίσα (Old Nisa), καθώς δεν έχουν βρεθεί ίχνη από βωμούς ή στάχτες, γεγονός που αποκλείει την τέλεση θυσιών στον συγκεκριμένο χώρο. Οι μεγάλες αυλές και οι ημιυπαίθριοι χώροι παραπέμπουν στην ύπαρξη συγκεντρώσεων μεγάλου αριθμού πιστών, που συνοδεύονταν από συμπόσια, όπου συμμετείχαν μόνο οι εκλεκτοί. Τίποτα δεν είναι γνωστό για την συχνότητα και την εποχή διεξαγωγής τέτοιων εκδηλώσεων, καθώς και για το είδος των τελετουργιών που λάμβαναν χώρα. Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι ότι προφανώς οι εκδηλώσεις αυτές σχετίζονται με την περίοδο που η πόλη έγινε θρησκευτικό κέντρο, δηλ. πολύ πιθανόν την εποχή του Μιθριδάτη Α΄ . H χρονική περίοδος ταυτίζεται με την εποχή που η Αρχαία Νίσα (Old Nisa) μετονομάστηκε σε Mithradadkart και συγχρόνως ο Μιθριδάτης Α΄εγκαινίασε μια πολιτική ανοικοδόμησης και προπαγάνδας σχετικά με την καταγωγή της δυναστείας των Αρσακιδών. Φαίνεται πως ο Μιθριδάτης Α΄ έκανε τα πρώτα βήματα προς την δημιουργία μιας τέτοιας παράδοσης αρκετά χρόνια μετά την ενθρόνισή του. Υπό αυτό το πρίσμα μετέτρεψε την πόλη σε κέντρο της δυναστικής ιδεολογίας και θεοποίησε τον πρόγονο και πατέρα του Priapitius.

Προς αυτή την άποψη συνηγορούν και 2 νομίσματα από το νομισματοποκείου της Εκατόμπυλου, που φέρουν διαφορετικές επιγραφές. Το ένα αναφέρει ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΘΕΟΥ ΑΡΣΑΚΟΥ και το άλλο ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΣΑΚΟΥ ΘΕΟΠΑΤΟΡ(ΟΣ). Και τα δυο νομίσματα πρέπει να κόπηκαν πριν την έναρξη των μεγάλων κατακτήσεών του, δηλ. προς το τέλος της βασιλείας του, όταν πλέον ήταν κύριος της Μηδίας, της Μεσοποταμίας και Ελυμαϊδος Τα κίνητρα του Μιθριδάτη Α΄πίσω από αυτήν την θεοποίηση του Priapitious σχετίζονται με την κατοχύρωση της εξουσίας του επικαλούμενος την καταγωγή του σε έναν πρόγονο, με θεϊκή υπόσταση. Έτσι, εξασφάλιζε την πίστη και υπστήριξη των υποτελών του στο πρόσωπό του και τους διαδόχους του και τους έπειθε ότι η Παρθική μοναρχία δε διέφερε τόσο από την σελευκιδική βασιλεία με την οποία ήταν ήδη εξοικειωμένοι.

Το να αναγνωριστεί από τους υποτελείς η θεϊκή καταγωγή του Μιθριδάτη, ως μέσο για τη νομιμοποίηση της εξουσίας του απαιτούσε μέγαλη προπαγανδιστική προσπάθεια από την πλευρά του. Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται και η μετατροπή της Νίσας σε θρησκευτικό κέντρο με σκοπό την ενίσχυση της δυναστικής ιδεολογίας. Λόγω απουσίας γραπτών πηγών, η ιστορία της Νίσας πριν τον Μιθριδάτη, υπό τους πρώτους Αρσακίδες παραμένει ανοιχτό ζήτημα στην έρευνα. Οι αρχαιολογική σκαπάνη μένει να επιβεβαιώσει την ύπαρξη βασιλικών ταφών της δυναστείας των Αρσακιδών. Έως τότε, είναι ολοφάνερο ότι η Αρχαία Νίσα (Old Nisa), έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στον βασιλικό οίκο των Αρσακιδών, αλλά και στην αντίληψη των υποτελών σε αυτούς πληθυσμών.

Η Dabrowa θεωρεί ότι τα θραύσματα από πήλινα γλυπτά που βρέθηκαν στο Κυκλικό και το Τετράγωνο κτήριο πιθανόν να ανήκουν σε κάποιο σύνταγμα με μορφές από το δυναστικό οίκο των Αρσακιδών, ανάμεσα στις οποίες θα υπήρχε σίγουρα ο Priapitius.

Σαμαρκάνδη

Σταυροδρόμι πολιτισμών πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού, η Σαμαρκάνδη αντίκρισε στο διάβα των αιώνων αμέτρητα εμπορικά καραβάνια και ταξιδευτές και δοκιμάστηκε συχνά από διάφορους εισβολείς. Σήμερα η μυθική πολιτεία του Ουζμπεκιστάν παραμένει ένα ζωντανό μουσείο στην καρδιά της Κεντρική Ασίας. Η ζωή της πόλης από την εποχή της ίδρυσής της έως και σήμερα εκτυλίσσεται σε δυο περιοχές, αρχικά σε ένα φυσικό ύψωμα, γνωστό κατά το μεσαίωνα ως Afrasiab, ενώ νοτιότερα όπου βρίσκεται και η σύγχρονη πόλη οικοδομήθηκε μια νέα πόλη από τον Ταμερλάνο τον 14οο αι., ο οποίος την έκανε και πρωτεύουσα του κράτους του.

Η αρχική πόλη θεμελιώθηκε την εποχή των Αχαιμενιδών, μεταξύ 6ου -4ου αι.π.Χ. σε μια εύφορη κοιλάδα του ποταμού Πολυτίμητου (σύγχ. Zerafshan). Σύμφωνα με τον Curtius Rufus (vii.6.10), η πόλη προστατευόταν από ένα τείχος μήκους 70 σταδίων, εντός του οποίου υπήρχε οχυρωμένη ακρόπολη. Ο Αρριανός (iii.30.6) αναφέρεται σε αυτή λέγοντας ότι εκεί βρίσκονταν τα ανάκτορα της Σογδιανής, υπονοώντας την ύπαρξη αχαιμενιδικού ανακτόρου.

Η θέση της αρχαίας Σαμαρκάνδης, γνωστής με την τοπική ονομασία Afrasiab και με την ελληνική ονομασία Μαράκανδα, ερευνήθηκε στα τέλη του 19ου αι. από διάφορες σοβιετικές αποστολές και από το 1989 από μια γαλλο-ουζμπεκική αποστολή υπό τη διεύθυνση των F. Grenet και M. Isamiddinov. Η θέση έχει μια διάρκεια κατοίκησης από το α΄μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ. έως την κατάκτησή της από τους Μογγόλους του Gengis Khan, το 1220 μ.Χ. Κατά την ελληνιστική περίοδο, η Σαμαρκάνδη καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο το 329 π.Χ. και αποτέλεσε την στρατιωτική βάση για τις επιχειρήσεις του στην Σογδιανή. Εκεί διαδραματίστηκε το τραγικό επεισόδιο της δολοφονίας του Κλείτου, μέσα στο ανάκτορο που βρίσκεται πάνω στην ακρόπολη (akra). Αυτή η περιοχή της άνω πόλης, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα δημόσια κτήρια βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του τεράστιου υψώματος της Afrasiab, που καταλαμβάνει μια έκταση π. 215 εκταρίων. Κατά την αποχώρησή του ο Αλέξανδρος εγκατέστησε στα Μαράκανδα μακεδονική φρουρά: αυτή ήταν και η αρχή της ελληνικής κατοχής της πόλης. Η κατοχή αυτή δε φαίνεται να επηρεάστηκε από τους πολέμους των διαδόχων, καθώς είχε ήδη καλά εγκαθιδρυθεί. Από το 305 π.Χ. ολόκληρη η περιοχή πέρασε στον έλεγχο του Σελεύκου Α΄.

Τα μόνα γνωστά ελληνιστικά κατάλοιπα είναι τα τείχη, ωστόσο ο πλούτος των κεραμικών ευρημάτων και κάποιες ενδείξεις (αστράγαλος με εγχάρακτη επιγραφή ΚΤΗΣκαι πήλινο αγγείο με επιγραφή ΝΙΚΙΑΣ, πλίνθοι από τα τείχη με εγχάρακτα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου, α, β, ε, φ) για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή επιβεβαιώνουν την ελληνική παρουσία. Οι Έλληνες σχετίζονται 2 φορές με τα τείχη: οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν από τον Αλέξανδρο απασχολήθηκαν με την αποκατάσταση του μνημειακού αχαιμενιδικού τείχους με στοές (à galerie) που προστάτευαν την πόλη κατά την άφιξή τους. Ένα δεύτερο τείχος κατασκευάστηκε κατά μήκος ολόκληρης της περιφέρειας του υψώματος (τεπέ) στο τέλος της ελληνικής φάσης κατοίκησης, αλλά παρέμεινε ημιτελές, διότι οι Έλληνες έχασαν την πόλη στο μεταξύ. Από το 1996 έχουν βρεθεί νέα κατάλοιπα και η γνώση μας για την ελληνιστική κεραμική της περιοχής είναι καλύτερη. Οι έρευνες στη γειτονική θέση Kok Tepe, 30 χλμ. από τη Σαμαρκάνδη, καθώς και στις Σιδηρές Πύλες, ορεινό πέρασμα που εξασφάλιζε την επικοινωνία Σογδιανής και Βακτριανής, παρείχαν στοιχεία που επιβεβαίωναν την ελληνική παρουσία στη Σογδιανή.

Προς το παρόν, τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου είναι εκείνα που βρίσκονται κάτω από το κεντρικό τζαμί, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της άνω πόλης. Δεδομένου ότι τα ελληνιστικά κατάλοιπα βρίσκονται σε βάθος μεγαλύτερο από 8 μ., οι συνθήκες των ερευνών ευνοούν μια τέτοια ζώνη, καθώς επιτρέπουν την γρήγορη και επιτυχή εύρεση των ελληνικών στρωμάτων σε μια σημαντική έκταση (εικ. 1). Ένα μεγάλο κτήριο, ολοσχερώς κατεστραμμένο από φωτιά, αναγνωρίστηκε και έχει διαστάσεις 25 μ. στον άξονα Α-Δ και 12 στον άξονα Β-Ν. Το κτήριο περιλαμβάνει τουλάχιστον 4 άλλους χώρους διαστάσεων 11.50 Χ 5.50 μ., που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός ελεύθερου χώρου κυκλοφορίας ή μέσω μιας αυλής στα νότια, που δεν έχει ταυτιστεί ακόμα. Το κτήριο αυτό οικοδομήθηκε πάνω σε παρθένο έδαφος, αφού πριν ισοπεδώθηκε και κόπηκε σε βάθος 2 μ. στη νότια πλευρά. Τα δωμάτια βρίσκονταν κάτω από το επίπεδο του ελεύθερου χώρου κυκλοφορίας. Ένα από αυτά τα δωμάτια ήταν προσβάσιμο μέσω μιας κλίμακας.

Το κτήριο ήταν προσεγμένης κατασκευής, από τετράγωνες πλίνθους διαστάσεων (38Χ38Χ12-13 εκ.), οι οποίες έφεραν σύμβολα βασισμένα στο ελληνικό αλφάβητο. Το πάτωμα είχε διαμορφωθεί από σειρά στρωμένων πλίνθων, που καλύπτονταν από επίχρισμα όμοιο με εκείνο των τοίχων (εικ. 2). Πιο εντυπωσιακή είναι η στέγαση του κτηρίου. Η στέγη σώζεται σε ένα από τα δωμάτια, καθώς είχε καταρρεύσει λόγω της πυρκαγιάς (εικ. 3). Αποτελούνταν από δοκούς με κατεύθυνση Δ-Α που σώζονται σε πολύ κακή κατάσταση. Οι δοκοί αυτοί στήριζαν δοκάρια μήκους 40 εκ. στον άξονα Β-Ν, που αυτά στηρίζονταν από άλλα, στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Γενικά σχημάτιζε ένα είδος πέργκολας όπου ακουμπούσαν κλαδιά και φυτά. Ο ίδιος τύπος πλίνθων που είχαν χρησιμοποιηθεί στο δάπεδο και τους τοίχους χρησιμοποιήθηκε και στην κορυφή της στέγης ως συνδετικό υλικό που περιόριζε τα κενά/ρωγμές και εμπόδιζε την εισροή νερού. Κάποια από αυτά είχαν σαπίσει από τα όμβρια ύδατα στα οποία ήταν εκτεθειμένα, ενώ άλλα πιθανόν να προστατεύονταν από κάποιο μονωτικό επίχρισμα.

Οι διατάσεις και η κατασκευή του κτηρίου παραπέμπουν σε ένα δημόσιο κτήριο , γεγονός που επιβεβαιώνει και η λειτουργία του. Σ τα 4 δωμάτιά του βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες δημητριακών. Τα δυο πιο δυτικά δωμάτια ήταν γεμάτα με αποθέματα κεχριού, που είχε εναποτεθεί απευθείας στο δάπεδο, περίπου σε μια στρώση πάχους 10 εκ. στο κέντρο του δωματίου, περίπου σε μια απόσταση 1 μ. από τους τοίχους. Τα δυο ανατολικά δωμάτια περιείχαν κριθάρι, αποθηκευμένο σε σάκους, και άλλες κατηγορίες τροφίμων, που ακόμα δεν έχουν αναγνωριστεί. Το πιο πιθανό είναι αυτό το κτήριο να εξυπηρετούσε την αποθήκευση προϊόντων απαραίτητων για τη σίτιση και διατροφή της μακεδονικής φρουράς εξασφαλίζοντάς της έτσι μια διατροφική αυτονομία.

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι το κτήριο συνδέεται με την πρώτη περίοδο κατοχής της θέσης από τους Έλληνες. Μπορούν επίσης να καθοριστούν με ακρίβεια οι συνθήκες μιας τέτοιας καταστροφής. Κάηκε από μια βίαιη/δυνατή φωτιά, που κατέστρεψε τα δημητριακά. Οι θερμοκρασία που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό ήταν τόσο υψηλή που το δάπεδο και η βάση των τοίχων υαλοποιήθηκαν. Η εικόνα ενός τοίχου, εν μέρει πεσμένος και εν μέρει κονιορτοποιημένος, οδηγεί στην υπόθεση ότι προφανώς μια έκρηξη προήλθε από το ανατολικό τμήμα του κτηρίου και ακολούθησε στη συνέχεια το ξέσπασμα της φωτιάς. Για την καταπολέμηση της πυρκαγιάς, οι ένοικοι κατέστρεψαν σκόπιμα τη στέγη του δωματίου αυτού, στο οποίο η στέγη βρέθηκε να διατηρείται ακέραιη, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Μόλις έσβησε η φωτιά, έπρεπε να ερευνηθεί κατά πόσο μπορούσε το κτήριο να επαναχρησιμοποιηθεί, ψάχνοντας για πλίνθους πεσμένους στο δάπεδο. Λόγω της έκτασης της καταστροφής, θα πρέπει να αποφασίστηκε η εγκατάλειψη του κτηρίου.

Η περιοχή παρέμεινε αχρησιμοποίητη για λίγο κι έπειτα νέα κτήρια οικοδομήθηκαν. Κατεστραμμένα από μεταγενέστερες κατασκευές, έχουν εν μέρει αποτυπωθεί σχεδιαστικά. Αλλά αυτά δεν ήταν τόσο μνημειακά κτήρια όσο η σιταποθήκη. Στο τέλος της ελληνικής περιόδου κατοχής και στην αρχή της ακόλουθης περιόδου (Yueh-Chi), το οικοδομικό αυτό τετράγωνο χρησίμευσε για την τοποθέτηση/αποθήκευση μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων. Αυτά δεν σχετίζονται με κάποια κατασκευή, παρά μόνο μια πατημένη επιφάνεια του εδάφους παρατηρήθηκε γύρω από ορισμένα από αυτά.

Η ιστορία αυτού του οικοδομικού τετραγώνου ταυτίζεται/συμφωνεί με τις τελευταίες προτάσεις της B. Lyonnet, που διατυπώθηκαν σχετικά με τη χρονολόγηση της περιόδου ελληνικής κατοχής της Σαμαρκάνδης. Η ανάλυση της κεραμικής και η σύγκρισή της με εκείνη της Ai Khanoum μαρτυρούν την ύπαρξη 2 διαφορετικών φάσεων κατοχής της πόλης από τους Έλληνες (Afrasiab II-A & II-B) με ένα κενό ανάμεσά τους. Προφανώς οι Έλληνες κατείχαν τη Σαμαρκάνδη μέχρι τα μέσα του 3ουαι.π.Χ. Στη συνέχεια την έχασαν μέχρι την ανακατάληψή της έναν αιώνα αργότερα (μέσα 2ου αι.π.Χ.) από τον ελληνο-βάκτριο ηγεμόνα Ευκρατίδη, την οποία, ωστόσο δε μπόρεσαν να κρατήσουν. Παρά τη σπανιότητα των ευρημάτων , τα στοιχεία που δόθηκαν από την έρευνα στο οικοδομικό τετράγωνο της καμένης σιταποθήκης δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτές τις υποθέσεις/προτάσεις. Η σιταποθήκη, κατασκευασμένη στις αρχές της ελληνιστικής εποχής (περίοδος Afrasiab ΙΙ-Α), ενώ οι πιο μικρές κατασκευές/οικοδομήματα ανήκουν στην περίοδο II-B. Αυτές οι δυο περίοδοι οικοδομικής δραστηριότητας διαχωρίζονται από ένα κενό σχετικά με την ελληνική παρουσία, καθώς μια αιχμή σαρματικού βέλους βρέθηκε στο στρώμα καταστροφής της σιταποθήκης. Αυτό το στοιχείο μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η Σαμαρκάνδη χάθηκε εντελώς από τους Έλληνες που την κατείχαν και δεν μπόρεσαν ν’αντισταθούν στις νομαδικές πιέσεις.Οι έρευνες του C. Rapin στο γειτονικό Kok Tepe και στις Σιδηρές Πύλες στη θέση Derbent δείχνουν ότι η ιστορία της Σαμαρκάνδης δε μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία ολόκληρης της Σογδιανής. Οι έρευνες στις δυο τελευταίες θέσεις δείχνουν παρομοίως ότι οι Σελευκίδες δεν ήταν πλέον ικανοί να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους μετά τα μέσα του 3ου αι.π.Χ.

Από τον 6ο έως τον 13ο αι. μ.Χ., η Σαμαρκάνδη επεκτάθηκε πολεοδομικά και πληθυσμιακά, ενώ πέρασε διαδοχικά από τα χέρια των Αράβων, των Περσών και των Σελτζούκων Τούρκων, για να γνωρίσει μια ολοκληρωτική καταστροφή το 1220 από τις μογγολικές ορδές του Τζένγκις Χαν. Όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει για τη Σαμαρκάνδη, όταν ένας άλλος Μογγόλος ηγέτης, ο Ταμερλάνος την επέλεξε για πρωτεύουσα της τεράστιας αυτοκρατορίας τους το 1370. Μέσα σε 40 χρόνια , ο Ταμερλάνος σχεδίασε και δημιούργησε τη νέα Σαμαρκάνδη, που αναδείχθηκε στο σημαντικότερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Κεντρικής Ασίας για τους επόμενους τρεις αιώνες, με σημαντικές ιερατικές σχολές, μοναδικές στο είδος τους. Στην πόλη αυτή βρίσκεται και ο τάφος του Ταμερλάνου και των μελών της οικογένειάς του.

Η παρακμή της πόλης ξεκίνησε τον 6ο αι. μ.Χ., όταν η γειτονική Μπουχάρα έγινε πρωτεύουσα της Υπερωξιανής. Το 1868 οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη και την ανακήρυξαν πρωτεύουσα του ρωσικού Τουρκεστάν, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, το 1888, το πρώτο τρένο του Υπερκασπιακού Σιδηροδρόμου που έφτανε στη Σαμαρκανδη, έβαζε ξανά σε τροχιά ανάπτυξης την πόλη του Ταμερλάνου.

Η Σαμαρκάνδη έγινε πρωτεύουσα της Σοβιετικής Σοσ. Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν το 1925, αλλά το 1930 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Τασκένδη. Από το 2001, η Σαμαρκάνδη περιλαμβάνεται στον κατάλογοτων Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Kampyr tepe

Υπάρχει μια πόλη στην κεντρική Ασία, τόσο μυστηριώδης, που λίγοι έχουν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά της και να τη γνωρίσουν. Το Kampyr Tepe, στο νότιο Ουζμπεκιστάν θεωρείται ότι ιδρύθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο, πάνω από 2000 χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Από τη στιγμή που έπεσε σε παρακμή και εγκαταλείφθηκε, η πόλη έμεινε για περισσότερο από 1000 χρόνια ακατοίκητη και ανέπαφη από ανθρώπινη παρέμβαση. Ακόμα και μετά την ανακάλυψή της, στα τέλη του 20ου αι., η πρόσβαση σε αυτήν, λόγω του ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια ευαίσθητη και έντονα στρατιωτικοποιημένη ζώνη, στα σύνορα του Ουζμπεκιστάν με το Αφγανιστάν.

Το Kampyr Tepe βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ώξου, 30 χλμ. δυτικά της Termez. Στην αρχαιότητα, το Kampyr Tepe λειτουργούσε ως ένα φρούριο προκειμένου να προστατεύει την στρατηγικής σημασίας διάβαση του ποταμού Ώξου από την πρωτεύουσα της Βακτριανής, τα Βάκτρα, προς τη Σογδιανή και αντίστροφα. Πρόκειται για μια σημαντική στρατηγική θέση πάνω στο δρόμο του Μεταξιού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στους εμπορικούς, πολιτισμικούς και πνευματικούς δεσμούς ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Η παλιότερη φάση κατοίκησης της θέσης ανάγεται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Οι ανασκαφικές σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες των ιστορικών πηγών του Αλεξάνδρου, που αναφέρονται στις επιχειρήσεις του Αλέξανδρου στην περιοχή αυτή, οδήγησαν κάποιους μελετητές στην άποψη ότι η οικιστική αυτή εγκατάσταση ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο. Κατά την περίοδο βασιλείας της δυναστείας των Κουσάν υπήρξε σημαντικό βουδιστικό κέντρο.

Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν τον χειμώνα του 1979, όταν ένα βράδυ η κυβέρνηση της σοβιετικής Μόσχας έστειλε μια ομάδα αρχαιολόγων να φέρουν στο φως όσο το δυνατόν περισσότερα αντικείμενα μπορούσαν από τις ανασκαφές. Έτσι ήλθαν στο φως ένα ανάκτορο, ένας γιγάντιος Βούδας σε στάση ύπνου, μια μαρμάρινη ζωοφόρος που παρίστανε μουσικούς, ξίφη από λείψανα στρατιωτών και πολλά άλλα, που ανήκαν κυρίως στην περίοδο βασιλείας της δυναστείας των Κουσάν (τέλη 1ου αι.π.Χ.-μέσα 2ου αι. μ.Χ.). Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές στο Kampyr Tepe πραγματοποιήθηκαν λίγα χρόνια αργότερα από μια ουζμπεκική ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον E. Rtveladze, ο οποίος συνεχίζει τις ανασκαφές στο χώρο έως και σήμερα. Την περίοδο 1988-1991 στις ανασκαφές συμμετείχαν και Σοβιετικοί αρχαιολόγοι με επικεφαλής τον V.P. Nikonorov.

Η πρωιμότερη ιστορία της πόλης ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους, στα τέλη του 4ου αι.π.Χ., όταν ένας οχυρωμένος οικισμός δημιουργήθηκε στη θέση της μελλοντικής ακρόπολης. Γύρω στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (πρώιμη περίοδος βασιλείας των Κουσάν), η ακρόπολη επεκτάθηκε πέρα από τα όρια του αρχικού οχυρωματικού περιβόλου και ενισχύθηκε από εξωτερικό αμυντικό τείχος. Η διάρκεια ζωής της πόλης έφτασε έως τον 2ο αι.μ.Χ., πιθανόν επί βασιλείας Kanishka A΄ ή του διαδόχου του, Huvishka.

Η εικόνα της θέσης κατά την ελληνιστική περίοδο δεν είναι ιδιαίτερα σαφής, μολονότι έχει εντοπιστεί στρώμα της ελληνιστικής περιόδου και υπάρχουν στρωματογραφικές μελέτες, που επιβεβαιώνουν τη χρήση του χώρου ακόμα και κατά την περίοδο των βασιλείας των ελληνοβάκτριων ηγεμόνων. Η ελληνική παρουσία επιβεβαιώνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα, κυρίως επιγραφές και νομίσματα. Βρέθηκαν 3 επιγραφές, 2 γραπτές (graffito) πάνω σε αγγεία, που δηλώνουν είτε το περιεχόμενό τους (15 δραχμές), είτε την ποσότητα του περιεχομένου (7 χοές) και μια εγχάρακτη επιγραφή στο εσωτερικό του χείλους αγγείου (dipinto), που αποτελεί είτε τα πρώτα γράμματα ονόματος (ΚΛΕΩ/Θ) (V. Jaϊlenko) ή δηλώνει τη λέξη κλευών, που ερμηνεύεται ως προφητεία ή φήμη (E. Rtveladze). Επίσης, βρέθηκαν και τμήματα παπύρου με κείμενο στην ελληνική γλώσσα.

Από τα 300 συνολικά νομίσματα που έχουν έλθει στο φως από το Kampyr Tepe, 2 ανήκουν στον Αντίοχο Α΄ και 18 σε διάφορους ελληνο-βακτριανούς ηγεμόνες. Ανάμεσα στα νομίσματα, συγκαταλέγεται και μια απομίμηση του Ελληνο-Βάκτριου ηγεμόνα Ηλιοκλή με τον Δία σε οπισθότυπο και μονόγραμμα σε σχήμα τρίποδα. Ανάλογα παραδείγματα έχουν εντοπιστεί και στη γειτονική Τermez και κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα νομίσματα του πρώτου Κουσάνου βασιλιά Vima A΄ που έφερε την επιγραφή Σωτήρ Μέγας στον οπισθότυπο κάνοντας χρήση του ελληνικού αλφάβητου. Επίσης, έχει βρεθεί πήλινο πλακίδιο των μέσων του 2ου αι.π.Χ. (βάσει νομίσματος Ευκρατίδη) με απεικόνιση πολεμιστών με οπλισμό και εξαρτύσεις κατά την ελληνιστική παράδοση (V. Nikonorof & S.A. Savchuk). Tέλος, η πρωιμότερη φάση κατασκευής του τείχους της ακρόπολης συνάδει απόλυτα με την ελληνιστική πολιορκητική παράδοση, κατά τον E. Rtveladze.

Η εικόνα της πόλης κατά τη δυναστεία των Κουσάν είναι πολύ πιο σαφής. Η θέση αποτελούνταν από οχυρωμένα και ανοχύρωτα τμήματα. Στα οχυρωμένα ανήκε η ίδια η ακρόπολη, που κάλυπτε μια έκταση περίπου 4 εκταρίων, διέθετε τείχος με ημικυκλικούς πύργους ανά τακτά διαστήματα και περιμετρική τάφρο, ενώ περιέκλειε οικιστικά τετράγωνα κατοίκησης. Κάποια οικοδομικά τετράγωνα με οικίες είναι σε άμεση επαφή με το τείχος που περιβάλλει την ακρόπολη. Το ανοχύρωτο τμήμα καταλάμβαναν κυρίως ταφικά μνημεία και βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του φυσικού αυτού βράχου. Το συγκρότημα οικιών στη βδ πλευρά της ακρόπολης που είναι σε επαφή με το τείχος χαρακτηρίζεται από καλύτερη κατάσταση διατήρησης και από κτήρια κατασκευασμένα από πηλό, που χρονολογούνται βάσει των νομισμάτων από το β΄μισό του 1ου αι-έως τα μέσα του 2ου μ.Χ., δηλ. στην εποχή των Κουσάν.

Η πόλη φαίνεται να εγκαταλείφθηκε μετά τα μεσα του 2ου αι. μ.Χ. H αιτία ερήμωσης πιθανόν να οφείλεται σε κάποια φυσική καταστροφή, λ.χ. αλλαγή ρου του ποταμού Ώξου, καθώς το νότιο τμήμα του φρουρίου φαίνεται να έχει καταστραφεί από τα νερά του Ώξου. Ο πληθυσμός αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε νέο χώρο κατοίκησης, περίπου 1 χλμ. ανατολικότερα, στη θέση που είναι γνωστή σήμερα ως Shurob-Kurgan. Από τότε η θέση δεν ξανακατοικήθηκε με αποτέλεσμα τα στρώματα κατοίκησης από τα τέλη 4ου αι. π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ. να παραμείνουν άθικτα ανά τους αιώνες έως την εποχή που ήλθαν στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη, γεγονός σημαντικό για τη χρονολόγηση των ευρημάτων του οικισμού και της περιοχής γενικότερα.

Δυστυχώς δεν είναι γνωστό το αρχαίο όνομα της πόλης, καθώς δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Ο Πέρσης ιστορικός Hafiz-i Abru (15ος αι. μ.Χ.) ανέφερε ότι κοντά στην Termeζ υπήρχε μια θέση που λεγόταν Pardagwi. Την εποχή του Hafiz-i Abru η θέση είχε πέσει σε παρακμή, στο παρελθόν όμως συναγωνιζόταν την Termez ως σημείο διάβασης του ποταμού Ώξου. Σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, η θέση διεκδικούσε την ίδρυσή της από τον Μ. Αλέξανδρο, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι η θέση ήταν παλιότερη από την Termez. O Hafiz-i Abru υποστήριξε ότι το τοπωνύμιο-που δόθηκε στην θέση την εποχή του Αλέξανδρου-αντιπροσώπευε την ελληνική λέξη πανδοχείον, που προοριζόταν για τη φιλοξενία κι διαμονή των διερχόμενων από τη θέση αυτή. Με την άποψη αυτή τάχθηκε και ο V. Minorsky. Τα ανασκαφικά δεδομένα οδήγησαν τον E. Rtveladze στην υπόθεση ότι πρόκειται για καθαρά ελληνιστική εγκατάσταση, που θα μπορούσε να ονομαζόταν Πανδοχείον.

Όσο και γοητευτική να φαίνεται μια τέτοια πρόταση, παρά τα 2000 χρόνια που χωρίζουν τη λέξη Πανδοχείον από την αντίστοιχή της Pardagwi, το όνομα της πόλης δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά, συνεπώς παραμένει μια υπόθεση. Παράλληλα, κάποιοι άλλοι μελετητές την ταυτίζουν με την Αλεξάνδρεια Ωξιανή, στην οποία αναφέρεται μόνο ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (P. Lerich). Την ταύτιση με την Αλεξανδρεια Οξιανή διεκδικούν πέρα από την Kampyr Tepe, η γειτονική Termez και η Ai Khanoum, σημαντικές πόλεις της κεντρικής Ασίας, πάνω σε ένα εμπορικό δίκτυο, που συνέδεε την Εγγύς Ανατολή με την Κίνα και κατ’ επέκταση με τη Δύση. Πόλεις θαμμένες κάτω από τις στέπες και την άμμο για χιλιάδες χρόνια, που κρατούν καλά κρυμμένο το μυστικό τους!



Τάξιλα

Στα Τάξιλα, την πρωτεύουσα του κράτους των Ταξίλων, διασώζονται έντονα πολιτιστικά στοιχεία, κυρίως στην πολεοδομία και τις εικαστικές τέχνες, που μαρτυρούν την ελληνική επίδραση. Το πέρασμα του Μ. Αλεξάνδρου από εκεί στάθηκε η αφετηρία της ακμής των ινδοελληνικών πόλεων, ακμής που διήρκεσε πολλούς αιώνες μετά την ελληνική κυριαρχία. Όταν έφθασε ο Αλέξανδρος στα Τάξιλα, το 326 π.Χ., είχε μόλις διαβεί τον Ινδό ποταμό (η πόλη απέχει 40 χλμ από τον Ινδό) σηματοδοτώντας την έναρξη της εκστρατείας του στην Ινδική και τη μεγάλη προέλαση στα βάθη της Ινδίας ως την «εώαν θάλασσαν». Η πόλη του είχε παραδοθεί αμαχητί, καθώς ο ύπαρχος της πόλης, ο Ταξίλης συμμάχησε με τον Αλέξανδρο και πρόσφερε 200 τάλαντα αργύρου, 3.000 βόδια, πάνω από 10.000 πρόβατα, 30 ελέφαντες και ιππείς.

Ο Ταξίλης επεφύλαξε μεγαλοπρεπή υποδοχή στον Αλέξανδρο, καθώς τον υποδέχθηκε έξω από τη πόλη με όλη τη στρατιωτική του δύναμη και τους ελέφαντες παραταγμένους «και παρέδωκεν εαυτόν τε και την δύναμιν τω βασιλεί», σύμφωνα με τον Διόδωρο. Ο Αλέξανδρος από την πλευρά του, τον διατήρησε στο θρόνο των Ταξίλων και από τότε τον αντιμετώπιζε ως φίλο και σύμμαχο.

Τα Τάξιλα, που ο Αρριανός χαρακτηρίζει «πόλιν μεγάλην και ευδαίμονα (μεγάλη και πλούσια), την μεγίστην των μεταξύ Ινδού τε ποταμού και Υδάσπου», ήταν πραγματικά μια πολυάνθρωπη και πλούσια εμπορική πόλη, αλλά και ένα από τα μεγάλα κέντρα του Βραχμανισμού. Εκεί οι Έλληνες, που έβλεπαν για πρώτη φορά μια μεγάλη ινδική πόλη, ήλθαν σε επαφή με τον ιδιότυπο ινδικό πολιτισμό και οι επιστήμονες και σοφοί που ακολουθούσαν το εκστρατευτικό σώμα, άρχισαν να μελετούν τη χλωρίδα της χώρας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν οι γυμνοί μοναχοί, «οι γυμνοσοφιστές», όπως τους ονόμασαν οι Έλληνες. Ένας από αυτούς, που οι Έλληνες ονόμασαν Κάλανο, ακολούθησε τον Αλέξανδρο.

Τα Τάξιλα (Takshasila) βρίσκονται 35 χλμ. δυτικά της σημ. πόλης Rawalpindi. Η πόλη καταλάμβανε μια σειρά από διαδοχικές θέσεις: 1. Αρχικά, βρισκόταν στη θέση Bhir Mound. Αναμφίβολα, αυτή ήταν η θέση που ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε και εκεί όπου εγκατέστησε φρουρά και άφησε τους στρατιώτες που ήταν ακατάλληλοι για πόλεμο λόγω ασθένειας (Αρριανός, 5.8.3). 2. Γύρω στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. η πόλη μεταφέρθηκε στη θέση Sirkap, βδ. του Bhir Mound. Σε αντίθεση με τους δαιδαλώδεις δρόμους και τον τυχαίο σχεδιασμό του οικισμού του Bhir Mound, η νέα εγκατάσταση στη θέση Sirkap σχεδιάστηκε, όπως και η Pushkalavati, σύμφωνα με το τυπικό ελληνιστικό ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Επιπλέον, έχουν βρεθεί στη γύρω περιοχή ποικίλα ελληνο-ρωμαϊκά αντικείμενα. Υπήρχε επίσης σημαντικό Ινδο-Ελληνικό βασιλικό νομισματοκοπείο στα Τάξιλα. Πάνω από 120.000 νομίσματα βρέθηκαν από τον Marshall κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, ανάμεσα στα οποία πολλά ελληνο-βακτριανών και ινδο-ελλήνων ηγεμόνων.

Επίσης, ανάμεσα σε διάφορους ναούς που έχουν βρεθεί στη γύρω περιοχή, κοντά στη θέση Sirkap, έχει βρεθεί ένας μεγάλος ναός, σχεδόν κλασικού ελληνικού σχεδιασμού. Ο ναός αυτός βρέθηκε περίπου 630 μ. β. της βόρειας πύλης της πόλης, στη θέση Jandial. Ο σχεδιασμός είναι βασισμένος στην κάτοψη του ελληνικού ναού, με πρόναο, κυρίως ναό και οπισθόδομο στο πίσω μέρος. Δυο στοιχεία τον διαφοροποιούν από το πρότυπο του ελληνικού ναού: α) το κανονικό περιστύλιο αντικαταστάθηκε από τοίχο με μεγάλα παράθυρα/ανοίγματα, β) ανάμεσα στον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο μεσολαβούσε ένας συμπαγής τοίχος-με θεμελίωση πάνω από 20 πόδια κάτω από το δάπεδο του κυρίως ναού- που προφανώς εξυπηρετούσε τη στήριξη μιας βαρειάς ανωδομής. Ο τοίχος αυτός πλαισιωνόταν από φαρδιές κλίμακες, γεγονός που ώθησε τον Marshall στην υπόθεση ότι επρόκειτο για θεμελίωση ενός ziggurat για τις ανάγκες τις ζωροαστρικής λατρείας. Ο Marshall επεσήμανε επίσης την εύρεση ιωνικών κιόνων. Σε κάθε περίπτωση ο ναός δύσκολα χρονολογείται (2ος αι.π.Χ. υπό τους Έλληνες ή 1ος αι.π.Χ. υπό Σάκες). Επίσης, ο Marshall ταύτισε το ναό αυτό με εκείνον που περιγράφει ο Φιλόστρατος στη Zωή του Απολλώνιου, 2:20 (Τα Τάξιλα, λέγεται, είναι τόσο μεγάλα όσο η Νινευί και ήταν καλά τειχισμένα, με τον ίδιο τρόπο που οχυρώνονται οι ελληνικές πόλεις) σε αντίθεση με τον Bernard, που μάλλον πειστικά θεωρεί δεν έχουν καμιά σχέση. 500 μ. δυτικά της Sirkap, στη θέση Mohra Maliar, βρέθηκαν ιωνικά κιονόκρανα σ’ένα κτήριο του τέλους του 1ου αι.π.Χ. Ο Dar πίστευε πως πρόκειται για παρθικό ναό. Ο Dani πως πρόκειται για ελληνικό ναό «νέου σχεδιαμού».

Παρά τα ελληνιστικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική, τις εικαστικές τέχνες και τη νομισματική, δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί κατά πόσο η πόλη αποτέλεσε μια αποκλειστικά ελληνιστική εγκατάσταση, με μόνιμα εγκατεστημένο ελληνικό πληθυσμό. Ο Dani υποστήριξε ότι ναι μεν ο σχεδιασμός της πόλης θυμίζει το ιπποδάμειο ελληνικό πολεοδομικό σύστημα, ωστόσο είναι άξιο απορίας, που δεν υπάρχουν εντός της πόλης κτήρια που πιθανόν σχετίζονται με τους Έλληνες, όπως ελληνικός ναός, θέατρο ή ανάκτορο κλπ. Αντιθέτως, σε κάθε ορθογώνιο οικοδομικό τετράγωνο οι οικίες είναι σχεδιασμένες κατά το ανατολικό πρότυπο και ανάμεσά τους υπάρχουν βουδιστικές στούπες και μοναστήρια. Με την ίδια άποψη συναινεί και ο Narain.

O Tarn πρότεινε ότι ο Δημήτριος Α΄μετέφερε την πόλη από την θέση Bhir στη θέση Sirkap, σε αντίθεση με τον Dar, που θεώρεισε ότι τα Τάξιλα ήταν μια ελληνική πόλη, που ιδρύθηκε από τον Μέναδρο. Ο Tarn υποστήριξε ότι τα νέα Τάξιλα αποτέλεσαν μια παράξενη ίδρυση Έλληνα ηγεμόνα, από τη στιγμή που ο Δημήτριος δεν ίδρυσε μια ελληνική πόλη, αλλά μια ινδική πόλη, όπως και παρέμεινε. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι έγινε ποτέ ελληνική πόλη ή ότι πήρε το όνομα του Δημήτριου. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Kartunnen.

ΑΡΧΗ