Κράτη
Η ελληνιστική μοναρχία
Πόλεμος
Διοίκηση, άτομο και κοινωνία
Οικονομία
Οι πόλεις - Δίκτυο πολιτισμού
Οργάνωση υπαίθρου
Ο άνθρωπος στο κέντρο του κόσμου
Κατάκτηση του κόσμου, κατάκτηση της γνώσης
Τέχνη : Ριζοσπαστισμός και συντήρηση
Θρησκεία και μεταφυσική
Η Ελληνιστική Οικουμένη - Ένας κόσμος χωρίς σύνορα
Η Ρώμη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η ελληνιστική μοναρχία

Η ελληνιστική μοναρχία

Έχοντας αφήσει πίσω τους τα αρχαϊκά απολυταρχικά καθεστώτα, και μετά την εξάλειψη της τυραννίας στην Αθήνα στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η ελληνική πραγματικότητα πέρασε στην εποχή της Δημοκρατίας, όπου ο όρος ‘τύραννος’ διαφοροποιήθηκε ως προς την σημασία του και πλέον, πέρα από εναλλακτικό του ‘βασιλέως’ για να περιγράψει μυθικούς ηγεμόνες στην Αττική τραγωδία (βλ. Κρέων στην Αντιγόνη του Σοφοκλή), κατέληξε να αποτελεί και κατηγορία μεταξύ πολιτικών αντιπάλων. Η έννοια της ανάληψης και εξάσκησης πολιτικής εξουσίας από ένα και μόνο πρόσωπο επανήλθε στο επίκεντρο του ελληνικού πολιτικού λόγου στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., μέσω του ενδιαφέροντος που εκφράστηκε πρώτα από όλα από φιλοσόφους και λοιπούς αναλυτές της πολιτικής πραγματικότητας (π.χ. ρήτορες). Την εποχή εκείνη, μαθητές του Σωκράτη συνέταξαν έργα με θέμα την ηγεμονική εξουσία στη Μακεδονία (Αντισθένης, Αρχέλαος), τη Σπάρτη (Ξενοφών, Αγησίλαος) και τις Συρακούσες (Ξενοφών, Ιέρων ή τυραννικός), αλλά και την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (Αντισθένης, Κύρος. Ξενοφών, Κύρου Παιδεία). Τα έργα αυτά αρχίζουν να πραγματεύονταν κατά κύριο λόγο αφενός τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της απολυταρχικής εξουσίας και αφετέρου την εικόνα του ιδανικού ηγέτη. Συγκεκριμένα, στο Σωκράτους Απομνημονεύματα (4.6.12), ο Ξενοφών προχωρά στη διαμόρφωση μιας θεωρίας που θα παραμείνει καταλυτική στους μετέπειτα αιώνες: τη διαφοροποίηση της ‘βασιλείας’ από την ‘τυραννίδα’, όπου η πρώτη αντιπροσωπεύει την έννομη εξουσία του ενός πάνω σε πρόθυμους υπηκόους, ενώ η δεύτερη ταυτίζεται με αυθαίρετη και παράνομη άσκηση εξουσίας σε απρόθυμους υπηκόους. Επίσης, την ίδια εποχή, ο Ισοκράτης στις πολιτικές του πραγματείες Νικοκλής ή Κύπριοι υποστηρίζει ότι η σχέση μεταξύ υπηκόων και ηγέτη πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη και καλή θέληση και ότι ο τελευταίος πρέπει να διακατέχεται σε υπέρτατο βαθμό από ανδρεία, δικαιοσύνη, μετριοπάθεια, ευγένεια και φιλανθρωπία. Αν και οι σκέψεις του Ισοκράτη για τα οφέλη της μοναρχίας προεικονίζουν τη δυναμική εισαγωγής της στον ελληνικό πολιτικό λόγο μέσω της ελληνιστικής ιστορικής πραγματικότητας, ωστόσο παραμένουν στον τομέα της ουτοπίας, αφού ο γνωστός για τον αθηνοκεντρισμό του αττικός ρήτορας συμβουλεύει ταυτόχρονα το Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β΄ να γίνει ευεργέτης των Έλλήνων, ‘βασιλιάς’ των Μακεδόνων και να εξουσιάσει τους ‘βαρβάρους’. Όσον αφορά στην εκλογή του εμπλεκόμενου λεξιλογίου, ο Ισοκράτης προχωρά σε μια εναλλακτική χρήση των όρων ‘βασιλεύς’, ‘τύραννος’ και ‘μόναρχος’ για να περιγράψει τον μονάρχη.

Σε αντίθεση με τη χρήση της ορολογίας από τον Ισοκράτη, η αντιδιαστολή των όρων ‘βασιλεία’ και ‘τυραννίδα’ που θεμελίωσε ο Ξενοφώντας, θα παραμείνει κεντρική στην πολιτική θεώρηση του 4ου αι. π.Χ. Έτσι, στις αντίστοιχες φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα (Πολιτικός, 291d-292a) και του Αριστοτέλη (Πολιτiκή, 3.1279a), η λέξη ‘μοναρχία’ χρησιμοποιείται ως γενικός όρος για να περιγράψει την εξουσία του ενός ατόμου, ενώ ταυτόχρονα οι όροι ‘βασιλεία’ και ‘τυραννίδα’ έρχονται να περιγράψουν τη θετική και αρνητική πλευρά της αντίστοιχα. Η κατάταξη αυτή προϊδεάζει για τα οφέλη της ‘βασιλείας’, όπως και η περίφημη Πλατωνική θεώρηση (Δημοκρατία) του ‘φιλοσόφου βασιλιά’, του εξαιρετικά ικανού και αυστηρά εκπαιδευμένου δηλαδή μονάρχη που με γνώση και σοφία ενεργεί με αφοσίωση και γνώμονα το κοινό συμφέρον.

Μέσα από ανάλογες φιλοσοφικοπολιτικές αναζητήσεις, ο Αριστοτέλης εξερευνά ταυτόχρονα το μοναρχικό ιδεώδες και σε μη ελληνικούς πληθυσμούς (‘βαρβάρους’), όπου παρατηρεί την άσκηση μιας μορφής ‘βασιλείας’ που μοιάζει με ‘τυναννίδα’ με βάση τον ισχυρά απολυταρχικό της χαρακτήρα, η οποία όμως καθίσταται παραδοσιακή και έννομη· οι ‘βασιλείς’ αυτοί κυβερνούσαν με συνοδεία σωματοφυλάκων από τις τάξεις των υπηκόων τους, ενώ οι σωματοφύλακες των ‘τυράννων’ ήταν μισθοφόροι. Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα και το απώτερο παρελθόν της, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι στην επίσης παραδοσιακή και έννομη ελληνική ‘ηρωϊκή βασιλεία’, ο βασιλιάς κατείχε αυτή τη θέση λόγω προσωπικής αριστείας, έχοντας εκτελέσει εξαιρετικές πράξεις προς τους υπηκόους του (Πολιτiκή, 3.1286b). Τέλος, η ιδανική μορφή μοναρχίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι η ‘παμβασιλεία’, που περιγράφει ως την απόλυτη εξουσία του καλύτερου και ενάρετου ανδρός, που διοικεί την πολιτική κοινωνία όπως ο καλός και ικανός πολίτης το σπίτι του· οδηγούμενος από γνώση και σοφία, ο ξεχωριστός αυτός ηγέτης προσομοιάζεται με θεό ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή, ο ‘τύραννος’ ισούται με αιμοσταγές θηρίο και είναι σε ηθικό επίπεδο κατώτερος από τους υπηκόους του.

Μέσα σε αυτό το κλίμα φιλοσοφικών αναζητήσεων, από το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. και σταδιακά μέχρι και τον 1ο αι. π.Χ., οι ελληνικές πόλεις έρχονται αντιμέτωπες στην καθημερινότητά τους με μια βαθιά πολιτική και διανοητική καινοτομία, αφού ο θεσμός της μοναρχίας έρχεται στο ελληνικό και συνάμα διεθνές ιστορικό προσκήνιο της εποχής από τους Μακεδόνες βασιλείς, με συνέπεια η πολιτική σκηνή της Ελλάδας και στη συνέχεια της Ανατολικής Μεσογείου και Ασίας να τελεί προοδευτικά υπό την πλήρη εξουσία των Μακεδονικών βασιλικών δυναστειών. Οι τοπικές κοινότητες εντάχθηκαν πλήρως στη νέα αυτή μορφή ηγεμονίας, μια εφαρμοσμένη δηλαδή μοναρχία ελληνιστικού τύπου που αντικατέστησε το αυτόνομο επιχώριο πολίτευμα της κάθε πόλης-κράτους των κλασικών χρόνων ως ο πλέον κυρίαρχος πολιτικός θεσμός με εφαρμοστική δυναμική οικουμενικής πλέον εμβέλειας. Έτσι, μετά από ένα τουλάχιστον αιώνα όπου δρούσαν ως φανταστικοί αφηγηματικοί χαρακτήρες της ελληνικής φιλοσοφικής διανόησης, οι ‘βασιλείς’ ήλθαν στο προσκήνιο ως πρωταγωνιστές της ιστορικής πραγματικότητας.

Αρχικά, ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας έδωσε στο θεσμό της μοναρχίας νέα ώθηση βασισμένη στην πολιτική της αποτελεσματικότητα, αφού κατόρθωσε να θέσει υπό την κατοχή του την Ηπειρωτική Ελλάδα, γεγονός που ξεπερνούσε τις κλασικές δυνατότητες ελέγχου μιας πόλης-κράτους.

Στη συνέχεια, ο γιος του Αλέξανδρος κατέκτησε την επικράτεια των Αχαιμενιδών και εδραίωσε τη βασιλική του κυριαρχία στην Ασία, πριν παραδώσει τη δυναστική σκυτάλη στους διαδόχους του και τα δικά τους βασίλεια, που εξουσίασαν τις τοπικές κοινότητες του πλέον οικουμενικού και ταυτόχρονα πολυεθνικού και πολυπολιτιστικού κόσμου.

Οι Μακεδόνες στρατηγοί και διάδοχοι του Αλεξάνδρου σε Ελλάδα και Ασία χρίστηκαν ‘βασιλείς’ και κυβέρνησαν τις αχανείς επικράτειές τους με προσωποπαγή εξουσία και ταυτόχρονα εξατομικευμένη αριστεία που βασίζονταν σε στρατηγική και στρατιωτική υπεροχή, χαρισματικές διοικητικές ικανότητες, δυνατή πολιτική βούληση και αυξημένη επικοινωνιακή τεχνική συνεχούς διαλόγου και φροντίδας προς το στενό τους περιβάλλον αποτελούμενο από τα μέλη της βασιλικής αυλής αλλά και το σύνολο των πόλεων υπηκόων τους.

Αν και τα ιστορικά χνάρια κάθε βασιλείου των διαδόχων παραπέμπουν στην ιδιαίτερη του ταυτότητα (π.χ. το αχανές κράτος των Πτολεμαίων απαιτούσε τις συνεχείς μετακινήσεις των βασιλέων στις διάφορες πρωτεύουσες της επικράτειας, το Πτολεμαϊκό κράτος ήλεγχε ένα περισσότερο ομογενοποιημένο εθνικά πληθυσμό από την πρωτεύουσα Αλεξάνδρεια, το γνωστό για τη στρατιωτική υπεροχή του κράτος των Αντιγονιδών στην Ηπειρωτική Ελλάδα παρέμεινε κοντά στις παραδοσιακές δομές του βασιλείου της Μακεδονίας) και δεδομένου του γεγονότος ότι ταυτόχρονα ιδρύθηκαν από τοπικούς ασιατικούς δυνάστες διάφορα μικρότερα βασίλεια που συνδύαζαν ελληνικά και ασιατικά στοιχεία διακυβέρνησης, τα κοινά τους χαρακτηριστικά οδήγησαν τους ερευνητές σε αποδοχή μιας ομογενοποιημένης γλώσσας πολιτικής βούλησης και έκφρασης που μας επιτρέπει να μιλάμε πλέον για την ‘ελληνιστική μοναρχία’ ως ιδιαίτερη πολιτική κατηγορία του αρχαίου κόσμου (βλ. αναλυτικά, F.2.1 Ο χαρακτήρας της μοναρχίας).

Στην ‘ελληνιστική μοναρχία’ κεντρικό πρόσωπο αποτελεί ο ‘βασιλιάς’, ως ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης και διαμεσολαβητής μεταξύ θεϊκής βούλησης και ανθρώπινης πραγματικότητας. Η δυναστική διαδοχή, εκτός από κληρονομικό δικαίωμα μέσω της εξ αίματος συγγένεια, καθορίζονταν στα χρόνια των διαδόχων κατά μεγάλο βαθμό από την άνοδο στην εξουσία ενός ατόμου με αυξημένες ηγετικές ικανότητες σε πολιτικό και κυρίως στρατιωτικό επίπεδο, ικανές να διατηρήσουν και μεγαλώσουν τα σύνορα της βασιλικής επικράτειας (‘δορίκτητος χώρα’) με προσωπική συμβολή στα πεδία των μαχών και κατά συνέπεια να προστατεύσουν τους υπηκόους. Βασική προϋπόθεση της κατάκτησης της μοναρχίας αποτελούσε η κοινή αποδοχή του ηγέτη εκ μέρους των πολιτών-στρατιωτών, η οποία επισφραγίζονταν τελετουργικά με την ομόφωνη αναγόρευσή του στο βασιλικό θρόνο συνήθως μετά από μια επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία.

Ως αδιαμφισβήτητοι συνεχιστές του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι ελληνιστικοί μονάρχες διεκδίκησαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τη νομιμοποίηση της εξουσία τους μέσω της σύνδεσή τους με την ιδιαίτερη ταυτότητα του μεγάλου στρατηλάτη, ως μέλος της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας, συνεχιστή της μακεδονικής δυναστείας των Τημενιδών με μυθικό ιδρυτή τον πατρογονικό Ηρακλή, απόγονο του Διός και κατ’επέκταση γιο του πολυπολιτιστικού Άμμωνα Δία· έτσι, η μορφή του Αλεξάνδρου παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύνολο της ιστορικής πορείας του θεσμού της ελληνιστικής μοναρχίας, αφού οι εκάστοτε βασιλείς είτε διακηρύττουν τις κοινές δράσεις τους στα πεδία των μαχών, είτε διεκδικούν συγγένεια αίματος μαζί του, είτε του αποδίδουν δυναστική λατρεία και κατά κόρον τον εικονίζουν στα νομίσματά τους με τα σύμβολα της εξουσία του (Ηρακλής, Δίας Ολύμπιος, κέρατα Άμμωνα, βασιλικό διάδημα) (βλ. αναλυτικά F.5.4 Νομίσματα και νομισματική πολιτική).

Παράλληλα, παρά τη φαινομενική της εμμονή στις παραδοσιακές δομές του Μακεδονικού βασιλείου, η επιβίωση και ιστορική πορεία της ελληνιστικής μοναρχίας στηρίχθηκε στην εξέλιξη και την προσαρμογή της στα δεδομένα των σύνθετων δομών του οικουμενικού κόσμου. Για παράδειγμα, ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη συνέχεια κατεξοχήν συνεχιστής του οικουμενικού οράματος του τελευταίου, Σέλευκος Α’, κατάφερε μέσα σε διακυβέρνηση περίπου μισού αιώνα τη σταδιακή προσάρτηση εδαφών παλαιών σατραπειών και βασιλείων της ανατολής δημιουργώντας μια απέραντη αυτοκρατορία που έφτανε από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα. Στη συνέχεια, βασιλείς με πολυπολυτισμική καταγωγή - όπως ο Αντίοχος Α’ γιος του Μακεδόνα Σελεύκου Α΄ και της ιρανής πριγκίπισσας Απάμας από τη Σογδία - αναδείχθηκαν από τους ικανότερους και πιο χαρισματικούς ηγέτες του θεσμού εξασκώντας ένα συγκριτισμό οικουμενικού τύπου σε επίπεδο δημιουργίας και ανάπτυξης θεσμών που απευθύνονταν σε ένα πολυπολιτιστικό περιβάλλον υπηκόων με ευέλικτες ταυτότητες. Γενικότερα, η ελληνιστική μοναρχία προσαρμοζόμενη στη ιδιαίτερη υφή του υπό διαρκή εξέλιξη ελληνιστικού κράτους ανέπτυξε ένα φιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης που προέβλεπε την ειρηνική συνύπαρξη ευέλικτων ταυτοτήτων και ρόλων, αγκαλιάζοντας στα όρια της ‘βασιλικής αυλής’ και αναθέτοντας ανώτατα αξιώματα σε Έλληνες και Ασιάτες, επιτρέποντας σε τοπικούς ηγέτες και σατράπες, αλλά και σε πόλεις της εκάστοτε επικράτειας, να διατηρήσουν την εξουσία τους και αυτονομία των εδαφών τους, και εξασφαλίζοντας επίσης την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών και την άμεση εμπλοκή τους σε οικονομικές δραστηριότητες οικουμενικού τύπου.

Σε αντίθεση με έτερα απολυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος που κατά τις αρχαίες μαρτυρίες του 4ου αι. π.Χ. επέβαλλαν δεσποτικά τη θέλησή τους στους υπηκόους τους, βασικό μέσο διατήρησης των ευαίσθητων ισορροπιών μεταξύ ελληνιστικής μοναρχικής διακυβέρνησης και δημοκρατικών θεσμών υπήρξε η συνεχής διαλογική σχέση μεταξύ μονάρχη και υπηκόων –πόλεων και πολιτών, μέσω αναλυτικής αλληλογραφίας με την οποία ο βασιλιάς ακροαζόταν τις τοπικές ανάγκες και επέβλεπε με αίσθημα δικαιοσύνης και σε βάθος χρόνου πραγματογνωμοσύνες για την τέλεση των αποφάσεων του, αλλά και δια μέσου του θεσμού της ευεργεσίας με το οποίο συνεισέφερε ειδική φροντίδα και υλική κάλυψη αναγκών των τοπικών κοινοτήτων.

Ο αντιπροσωπευτικός λοιπόν ηγέτης της ελληνιστικής μοναρχίας, εκλεκτός στρατηλάτης και πρώτος στα πεδία των μαχών, με ισχυρή πολιτική βούληση αλλά ταυτόχρονα με ‘φιλάνθρωπη’, ‘δίκαιη’ και διαλογική συμπεριφορά προς τους υπηκόους του που πηγάζει από χαρισματικό χαρακτήρα και αριστεία με λήψη στρατιωτικής και διεπιστημονικής εκπαίδευσης, τιμήθηκε από τις υπήκοες πόλεις Ελλάδας και Ασίας με ‘ισόθεες’ τιμές και λατρεύτηκε δίπλα στους παραδοσιακούς θεϊκούς αποδέκτες λατρευτικών τιμών των τοπικών πανθέων.

Γενικότερα, ο θεσμός της ’ελληνιστικής μοναρχίας’ εξέλιξε και ουσιαστικά τροποποίησε καθολικά την παραδοσιακή ελληνική υφή των απολυταρχικών καθεστώτων των αρχαϊκών και πρώϊμων κλασικών χρόνων, φέρνοντας στο προσκήνιο - στη θέση των κατά γενική ομολογία απεχθών ‘τυράννων’ - ‘πεφωτισμένους ηγεμόνες’ κατά τα πλατωνικά πρότυπα με ευρεία αποδοχή εκ μέρους των υπηκόων τους. Και αν και ο ‘φιλόσοφος βασιλιάς΄ του Πλάτωνα τοποθετήθηκε γενικά στην σφαίρα της ουτοπίας της φιλοσοφικής αφήγησης, ο ‘πεφωτισμένος’ ελληνιστικός μονάρχης άφησε το χνάρι του στην ιστορία ως ικανός και φιλάνθρωπος ηγεμόνας, εκφραστής του ηρωϊκού ιδεώδους λόγω προσωπικής αριστείας και έχοντας εκτελέσει εξαιρετικές πράξεις προς τους υπηκόους του που εξαίρει και ο Αριστοτέλης.

Αν και φαινομενικά στη ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ φιλοσοφικής ουτοπίας και ρεαλισμού, η εικόνα του ‘πεφωτισμένου ηγεμόνα’ δεν μπορεί παρά να μας παραπέμψει αρχικά σε εκείνη του μικρού Περδίκκα που λούζεται από το φως στον ιδρυτικό μύθο των Μακεδόνων, αλλά στην εικόνα του μικρού Αλεξάνδρου ως μαθητή του Αριστοτέλη στη μακεδονική αυλή που στη συνέχεια μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις του στη συνολική μοναρχική του θεώρηση και διακυβέρνηση που αποτέλεσε βασική προϋπόθεση και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνιστικής πραγματικότητας. Εν κατακλείδι, εικόνες, σύμβολα, διηγήσεις, ιστορικές πράξεις και συμπεριφορές μας υποδεικνύουν τα ίχνη της ουσιαστικής προσπάθειας ιστορικής εφαρμογής μιας φιλοσοφικής θεωρίας, με πεδίο τις απέραντες εκτάσεις του οικουμενικού κόσμου και σε βάθος χρόνου που καλύπτει το σύνολο των ελληνιστικών χρόνων.

Ο χαρακτήρας της μοναρχίας

Παρόλη τη διαφορετικότητά που χαρακτήρισε ως ένα βαθμό τα επιμέρους βασίλεια των διαδόχων και επιγόνων, ο θεσμός της ελληνιστικής βασιλείας παραπέμπει στην κοινή καταγωγή και το κοινό μυθολογικό τους υπόβαθρο, την παρόμοια στρατιωτική οργάνωση και πολιτικές δομές, τη θρησκευτική πολιτική και τις παρόμοιες επιδιώξεις και άλλα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία στο σύνολό τους συγκλίνουν στην σημερινή κατανόηση της ‘ελληνιστικής μοναρχίας’ ως εξειδικευμένη και αυτόνομη πολιτική κατηγορία με δικό της ιστορικό ίχνος, η οποία βασίστηκε στις μακεδονικές παραδόσεις και εν μέρει στις παραδόσεις της ασιατικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και της Αιγύπτου.

Ο τύπος κράτους που διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι ταυτιζόταν με το πρόσωπο του μονάρχη· πρόκειται δηλαδή για πολιτική κατηγορία βασισμένη στο πρόσωπο του ενός. Ταυτόχρονα όμως διαφέρει από άλλα απολυταρχικά καθεστώτα –όπως η τυραννία- όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του μονάρχη και τον τρόπο που ασκούσε τη διακυβέρνηση του κράτους.

Ο ελληνιστικός μονάρχης συγκέντρωνε στο πρόσωπο του μια πλειάδα επιμέρους γνωρισμάτων αριστείας. Αναλυτικά, ο βασιλιάς έπρεπε να διαθέτει πολεμικές αρετές, όχι μόνο στρατηγικές αλλά να ξεχωρίζει για τη γενναιότητά του στην πρώτη γραμμή της μάχης, να δημιουργεί, να επεκτείνει και να διοικεί αποτελεσματικά ένα εύπορο κράτος, να παρέχει ευνοϊκή διοίκηση, δικαιοσύνη, μεγαλοφροσύνη και φιλανθρωπία στους υπηκόους του· ταυτόχρονα, να χαρακτηρίζεται από εγκράτεια στις σχέσεις του με τους τελευταίους για να εμπνέει το σεβασμό και την αφοσίωσή τους. Ο εκάστοτε μελλοντικός βασιλικός διάδοχος είχε δεχθεί στην βασιλική αυλή εκπαίδευση στα όπλα, την ιππική τέχνη και το κυνήγι [1] αλλά και διεπιστημονική θεωρητική εκπαίδευση στα πλαίσια της ελληνικής παιδείας, μαζί με συνομηλίκους του. Κάθε αδυναμία χειρισμού ή και ήττα του βασιλιά έβαζε σε κίνδυνο τις σχέσεις με τους υπηκόους του.

Υπήκοοι ονομάζονταν τα μέλη του ανθρώπινου δυναμικού του βασιλείου· άμεσοι υπήκοοι ήταν αυτοί που κατοικούσαν στη βασιλική χώρα, και έμμεσοι αυτοί που κατοικούσαν εκτός αυτής, ενώ κάποιες φορές μερικοί από τους έμμεσους υπηκόους ήταν άμεσοι σε κράτη μικρότερων ηγεμόνων που έχαιραν αυτονομίας και αγαστής συνεργασίας με το μονάρχη.

Η ύπαρξη της μοναρχίας ήταν θεμελιωδώς βασισμένη στη στρατιωτική ισχύη, την εκμετάλλευση της πολεμικής μηχανής με στόχο την διαφύλαξη και επέκταση των συνόρων του κράτους και στρατηγική υπεροχή. Σε επίπεδο εικονιστικής αναπαράστασης, η απαράμιλλη γενναιότητα απέναντι στους φυσικούς κινδύνους που χαρακτηρίζει το μονάρχη, ως απόγονο του Ηρακλή και ‘διογενή’ βασιλέα κατά τα Ομηρικά πρότυπα, συμβολίζεται με παράσταση της ‘ηρωϊκής ανδρικής γυμνότητας’ του που παραπέμπει σε ηρωϊκά αρχέτυπα. Ταυτόχρονα, η βασιλική πολεμική πανοπλία –σύμβολο στρατιωτικής ιδιότητας- και το βασιλικό διάδημα - σύμβολο πολιτικής και στρατιωτικής υπεροχής και ιερατικής ιδιότητας - αποτελούν τα κατ’έξοχήν σύμβολα της μοναρχίας που μένουν αναλλοίωτα στο αέναο παιχνίδι της δυναστικής διαδοχής [2-4]. Η άνοδος στο βασιλικό θρόνο δεν προκύπτει - σύμφωνα και με τον ύστερο λεξικογραφικό ορισμό της Σούδας - κατ’ανάγκην από εξ αίματος βασιλική καταγωγή ή από τυπική νομιμοποίηση, αλλά περισσότερο από την ικανότητα του μελλοντικού μονάρχη να διοικεί στρατούς και να κυβερνά με αποτελεσματικότητα. Άλλωστε πεδία εφαρμογής της μοναρχικής διακυβέρνησης ήταν τα αχανή ελληνιστικά βασίλεια, το έδαφος των οποίων είχε κερδιθεί με αίμα στη μάχη (‘δορίκτητος χώρα’). Για το σκοπό αυτό η εκάστοτε μοναρχία προχωρούσε σε υπέρογκες δαπάνες για τη δημιουργία και συντήρηση πολυπληθών στρατευμάτων ξηράς και ισχυρού ναυτικού.

Φυσική έδρα της ελληνιστικής μοναρχίας αποτελούσε η πρωτεύουσα του κράτους - ή οι πρωτεύουσες στην περίπτωση του απέραντου βασιλείου των Σελευκιδών - που παρέπεμπε συνήθως σε μια νέα αστική κτίση με πλούσιες δημόσιες παροχές, όπως μνημειώδεις ναούς, βιβλιοθήκες, μουσεία, ιατρικές σχολές, κλπ, που πλαισιώνονταν από πολυπληθές προσωπικό και καλοπληρωμένους διανοούμενους [5]. Συχνά, η πρωτεύουσα χρησιμοποιούνταν ως κέντρο διεξαγωγής λαμπρών εορταστικών εκδηλώσεων οικουμενικής εμβέλειας που συγκέντρωναν πλήθος επισκεπτών, με μεγαλοπρεπείς πομπές στις οποίες επιδεικνύονταν ο πλούτος των βασιλικών θησαυρών.

Το βασιλικό παλάτι, γνωστό ως ‘βασίλειον’, ‘οίκος’ ή και ‘αυλή’ αποτελούσε το διοικητικό κέντρο του μοναρχικού κράτους [6]. Η ‘βασιλική αυλή’ και η σύνθεση και λειτουργία της –ως μικρογραφία της όλης κρατικής υπόστασης, αλλά και ως αστική αγορά - χαρακτηρίζεται ως πρωταρχικός θεσμός της μοναρχικής διακυβέρνησης με κεντρικό πρόσωπο αυτό του μονάρχη.

Αν και η επίσημη ιδεολογία παρουσίαζε τον βασιλιά ως απολυταρχικό ηγέτη, ωστόσο στην πραγματικότητα χαρακτηρίζονταν ως ‘πρώτος μεταξύ ίσων’. Ο ελληνιστικός θεσμός της αυλής που είχε τις ρίζες του στη Μακεδονία του 4ου αι. π.Χ., πρόσταζε ότι ο Φίλιππος Β΄ μοιράζονταν τη δύναμή του με τους λεγόμενους ‘εταίρους΄ ή ‘συντρόφους’ του βασιλιά, που προέρχονταν από μια τάξη γαιοκτημόνων και ιππέων πολεμιστών και έχαιραν ειδικών προνομίων και τιμών στη βασιλική αυλή. Οι ‘σύντροφοι’ αυτοί, μαζί με τους στρατιωτικούς αξιωματούχους αποτελούσαν τα μέλη του ‘Συνεδρίου’, που πλαισίωνε το βασιλιά και έπαιρνε μαζί του σημαντικές πολιτικές αποφάσεις· παράλληλα, τα σημαντικότερα θέματα πέρναγαν προς έκκριση από τη ‘βουλή’ των Μακεδόνων πολιτών-στρατιωτών που είχε τη δικαιοδοσία να κρίνει σοβαρά παραπτώματα και να αναγορεύσει το νέο βασιλιά.

Ο μελλοντικός βασιλιάς Αλέξανδρος πλαισιώνονταν ήδη από την παιδική του ηλικία από συνομήλικους συντρόφους, τους ‘βασιλικούς παίδες’, που ήταν οι σύντροφοί του στο κυνήγι, στην εκμάθηση των όπλων, αλλά και τη λήψη θεωρητικής εκπαίδευσης με βάση τα κείμενα ποιητών και ιστοριογράφων και φιλοσοφικές πραγματείες της ελληνικής παιδείας. Η παρουσία των ‘παίδων’ στην βασιλική αυλή ήταν ένα κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ελληνιστικής μοναρχίας, αφού ο θεσμός μαρτυρείται σε όλες τις ελληνιστικές μακεδονικές αυλές, και είχε το ρόλο ‘προπαρασκευαστικού σχολείου για τους ηγέτες και αξιωματικούς των Μακεδόνων’. Πρόκειται για ηλικιακή ομάδα που αποτελούνταν από νέους 14 με 18 ετών, υιούς ευγενών οικογενειών συμπεριλαμβανομένων και των γιων του κάθε βασιλιά που μορφώνονταν και εκπαιδεύονταν στη βασιλική αυλή, περιέβαλαν και φύλασσαν το βασιλιά. Στις βασιλικές αυλές μετά τον Αλέξανδρο, οι ‘βασιλικοί παίδε’ς προέρχονταν από ηγετικές οικογένειες των βασιλικών επαρχιών και/ή ήταν οι γιοι αυλικών και ‘ξένοι’, ενώ συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι γόνοι των βασιλέων. Οι βασιλικοί παίδες λάμβαναν εκπαίδευση/επιμόρφωση υπό την επίβλεψη ενός αξιωματούχου της αυλής που συνήθως καλείται ‘τροφεύς’, αξίωμα υψηλού κύρους ήδη στην αυλή του Φιλίππου Β΄. ΄Ανδρες που ανατράφηκαν μαζί με το βασιλιά, ως ‘βασιλικοί παίδες’, τιμούνταν αργότερα ως ‘σύντροφοι’ του βασιλιά και απευθύντονταν μεταξύ τους ως ‘αδέλφια’. Πληροφορίες για τα καθήκοντα των ‘παίδων’ αναφέρονται μόνο για την αυλή του Αλεξάνδρου. Ήταν ένας θεσμός με τον οποίο ο βασιλιάς δημιουργούσε μια αφοσιωμένη ελίτ γύρω του.

Ο βασιλιάς πλέον Αλέξανδρος συνέχισε την πολιτική του πατέρα του με προνόμια, τιμές και αξιώματα προς τους ‘εταίρους’, ενώ διόρισε κάποιους από τους συνομίληκους του πρώην ‘βασιλικούς παίδες’ ως ‘σωματοφύλακες’ υπεύθυνους για την ασφάλεια και καλή υγεία του βασιλιά, τους οποίους προβίβασε στη συνέχεια και ενάντια στην παράδοση σε υψηλά αξιώματα στο στρατό. Στη βασιλική αυλή της Βαβυλώνας, και στα πλαίσια της οικουμενικής του πολιτικής, ο Αλέξανδρος έχρισε ‘συντρόφους’ και τοπικούς ηγέτες και αξιωματούχους που δεν ήταν Μακεδόνες. Στη συνέχεια, στα χνάρια του Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι προσπάθησαν να εκλέξουν τους στενούς συνεργάτες τους με βάση την αφοσίωση και την αξία τους, ενώ με την πολεμική μηχανή και τις κατακτήσεις τους έγιναν κύριοι γης, πλούτου και τιμών που μοιράστηκαν και τα μέλη του στενού τους περίγυρου.

Έτσι, η μετάβαση από την προ-ελληνιστική μακεδονική κοινωνία της βασιλικής αυλής στην αυλή της ελληνιστικής μοναρχίας σημαδεύτηκε από την αντικατάσταση του αυλικού τιμητικού τίτλου ‘σύντροφος του βασιλιά’ από το ‘φίλος του βασιλιά’, ένα όρο που περιγράφει κάποιον που ανήκει στον άμεσο κοινωνικό περίγυρο της μοναρχίας. Οι ‘φίλοι’ του ελληνιστικού μονάρχη ήταν λοιπόν ταλαντούχοι άνδρες με εξειδικευμένες ικανότητες, στους οποίους ο μονάρχης ανέθετε στρατιωτικά ή διοικητικά αξιώματα. Κατάγονταν συχνά από τη βασιλική επικράτεια, αλλά μπορούσαν να προέρχονται επίσης και έξω από αυτή. Οι ‘φίλοι’ παρέμειναν μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου στενά συνδεδεδεμένοι με τον βασιλικό οίκο δια μέσου ανεπίσημων δεσμών τελετουργικού δεσίματος που ονομαζόταν ‘φιλία’. Οι ‘φίλοι’ ήταν ποικίλης εθνικής ταυτότητας, αν και ήταν κατά πρώτο λόγο κάτοικοι ελληνικών πόλεων. προέρχονατν από ένα αχανές γεωγραφικό πεδίο,μερικές φορές έξω και από τα όρια των ελληνιστικών βασιλείων - στην αυλή του Αντίοχου του Μέγα, από τους 41 ‘φίλους’, πάνω από το 50% προέρχονταν έξω από την επικράτεια των Σελευκιδών, καθώς οι Σελευκίδες στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου. Μέσα στο πολυπληθυσμιακό οικουμενικό πλαίσιο της βασιλικής αυλής, ένας μικρός αριθμός Μακεδόνων ευγενών συνέχιζε να κατέχει την ανάωτατη βαθμίδα της αυλικής κοινωνίας, αν και ο αριθμός τους σταδιακά μειώνονταν ακόμη και μέσα στο βασίλειο των Αντιγονιδών. Η ιδιότητα του βασιλικού ‘φίλου’, εκτός από τιμητικός τίτλος, υπήρξε και ως θεσμικός ρόλος, αφού οι ελληνιστικοί διάδοχοι συνέχισαν να συγκαλούν συμβούλια των ‘φίλων’. Η ανώτατη βαθμίδα φίλων είχε έδρα το βασιλικό συμβούλιο που τους επέτρεπε να έχουν προσωπική επαφή με το βασιλιά σε συχνή βάση και έτσι να ασκούν επηρροή σε σημαντικά πολιτικά θέματα. Στις αυλές των Αργεαδών, Αντιγονιδών και Σελευκιδών τα μέλη του συμβουλίου ήταν στρατιωτικοί ηγέτες πάνω από όλα. Το συμβούλιο ασκούσε συμβουλευτικό ρόλο στο βασιλιά σε θέματα πολέμου και εξωτερικών διπλωματικών σχέσεων. Στο Πτολεμαϊκό βασίλειο, σε πολλές περιπτώσιες το συμβούλιο αναλάμβανε τις κρατικές υποθέσεις της μοναρχίας στο όνομα του μικρής ηλικίας διαδόχου, αφού πολλές φορές κάποιο μέλος του συμβουλίου αναλάμβανε ‘επίτροπος΄(φύλακας) του παιδού-βασιλιά. Όμως η δύναμη του συμβουλίου παραμένει ανεπίσημη. Στις ιστορικές πηγές αναφέρεται ως το μόνο πολύ σημαντικό συλλογικό σώμα στα ελληνιστικά βασίλεια, όμως απουσιάζει από τις επιγραφές. Μια βασική αξία στους συμετέχοντες ‘φίλους’ του συνεδρίου ήταν η ‘παρρησία’, ένα αριστοκρατικό ιδεώδες και κεντρικό αξίωμα στο ηθικό υπόβαθρο της ‘φιλίας’.

Βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης και του πολιτισμού της ελληνιστικής μοναρχικής αυλής ήταν η πολυπληθισμιακότητα και η ενσωμάτωση στοιχείων διαφορετικής εθνικής και πολιτισμικής υπόστασης. Μετά το τελική νίκη επί του Δαρείου, ο Αλέξανδρος ενσωμάτωσε στοιχεία των Αχαιμενιδών στη βασιλική αυλή του με σκοπό να την καταστήσει οικουμενική (π.χ. καθιέρωση της χιλιαρχίας ως συνέχεια του αξιώματος hazarpat των Αχαιμενιδών). Μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα (331) ο Αλέξανδρος προώθησε επίσης Πέρσες σε εανώτερες θέσεις, όπως τον αδελφό του Δαρείου Οξυάθρη και τον μεγιστάνα των Αχαιμενιδών Μαζαίο που έγινε σατράπης της Βαβυλονίας. Τους δόθηκε δε το δικαίωμα να αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘συγγενείς’ του βασιλιά, ένα τιμητικό τίτλο που ήταν σε χρήση και στην αυλή των Αχαιμενιδών, και είχαν δικαίωμα να χαιρετούν το βασιλιά με ασπασμό. Στην εποχή των διαδόχων, ο Σέλευκος Νικάτωρ είχε άριστες σχέσεις με τους Πέρσες ευγενείς και ο αριθμός τους στη βασιλική αυλή πρέπει να ήταν σημαντικός. Γενικότερα, οι επίσημοι ‘φίλοι’ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων υπήρξαν Έλληνες ή άνθρωποι οι οποίοι καλλιέργησαν μια ελληνική ταυτότητα μέσω της πρόσληψης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. Οι καλές σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες αποτελούσαν απόρροια των επιγαμιών με μέλη ήσσονων Ιρανικών δυναστειών, μιας γενικότερα διευρυμένης πρακτικής της ελληνιστικής μοναρχίας με σκοπό τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων για τη δημιουργία συμμαχιών· έτσι συχνή ήταν οι σύναψη γάμων βασιλέων με κόρες τοπικών ηγετών αλλά και γάμοι μεταξύ δυναστειών.

Γενικότερα, ο ελληνιστικός θεσμός των ‘φίλων’ εγγράφεται στο πλαίσιο της ελληνικής παράδοσης της‘φιλοξενίας’ ή ‘ξενίας’, ένα είδος διαδραστικής τελετουργικής διαπροσωπικής σχέσης που συνήθως μεταφράζεται ως ‘φιλοξενία επισκεπτών’ και η οποία ήταν αέναη και βασίζονταν στην διαδοχή κατά αρεννογονία. Ένα ανεπτυγμένο δίκτυο ‘φιλοξενίας επισκεπτών’ συνέδεε τις βασιλικές οικογένειες έμεσα με τις ολιγαρχικές οικογένειες των πόλεων, δημιουργώντας υπερεθνικά δίκτυα ελίτ. Οι φίλοι δρούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του βασιλιά και των πόλεων καταγωγής τους καταστώντας το θεσμό ως οργανικό κομμάτι της εσωτερικής αλλά και εξωτερικής μοναρχικής πολιτικής.

Το ‘βασιλικό συμπόσιο’ που λάμβανε χώρα στο παλάτι αποτελούσε θεμελιακό θεσμό της ελληνιστικής μοναρχίας, ένα τελετουργικό ύμνο στην κοινωνική ζωή του στενού περίγυρου του βασιλιά και των επισκεπτών-φιλοξενούμενων του, και απευθύνονταν συχνά σε εκατοντάδες ανθρώπων. Συνδυάζοντας την ομηρική παράδοση της κοινωνικής ζωής, το ηρωϊκό ιδεώδες που προωθούσε την συμμετοχή των αφηρωϊσμώνων νεκρών στα λεγόμενα ΄νεκρικά δείπνα’, τη μύηση της βασιλικής οικογένειας και του στενού περιβάλλοντος τους στα ορφικο-βακχικά μυστήρια που εξέφραζαν την προσδοκία της μετά θάνατον σωτηρίας της ψυχής μέσω της συμμετοχής στην οινοποσία των αιώνιων συμπόσιων των Ηλυσίων πεδίων που προορίζονταν για τους μύστες του Διονύσου, και ανερχόμενα σε ιδεώδες της κοινωνικής ζωής μέσα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, τα βασιλικά συμπόσια αποτελούσαν θεσμό επίδειξης πλούτου, πολιτικής δύναμης, κοινωνικής ισχύος και αλληλεγγύης του βασιλιά προς τον περίγυρό του [7]. Η διεξαγωγή των συμποσίων στο βασιλικό ανάκτορο του Φιλίππου στις Αιγές, μέσα σε ειδικά διαμορφωμένο πολυτελές περιβάλλον και με χρήση εντυπωσιακών επίπλων και περίτεχνων συμποσιακών σκευών αποτέλεσε την πεμπτουσία της πολιτισμένης ταυτότητας της μοναρχικής αυλής και έτσι πέρασε και στις αυλές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων [8]. Αναπόσπαστο στοιχείο των βασιλικών συμποσίων, εκτός από την προσφορά οίνου και τροφής, ήταν η διέγερση του νου και του πνεύματος που προσέφερε το φιλοσοφικό ιδεώδες, καθώς –εκτός από κορυφαίους μουσικούς, ηθοποιούς και ποιητές – στα συμπόσια συμμετείχαν κορυφαίοι διανοούμενοι της εποχής τους. Τα συμπόσια του Αντίγονου Β’ έμειναν περίφημα για τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις/συζητήσεις, ενώ ο Μυθριδάτης Δ’ του Πόντου, περιτρυγιρισμένος από ποιητές και φιλοσόφους, μετέτρεψε τα βασιλικά συμπόσια σε σεμινάρια. Γενικότερα, τα συμπόσια επέτρεπαν στο βασιλιά να εμφανιστεί με περισσότερο φιλική και ανοιχτή συμπεριφορά με τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του και να διατηρήσει αγαστές σχέσεις με τους ντόπιους στρατιωτικούς ηγέτες.

Γενικότερα, η προώθηση αυτών που είχαν δικαίωμα στην κατοχή τίτλων και αξιωμάτων λόγω ευγενικής καταγωγής ή κοινωνικής υπεροχής - των ευνοούμενων δηλαδή του βασιλιά- αποτέλεσε βασική αρχή της ελληνιστικής μοναρχίας. Σε αυτό συνέτεινε η διάρθρωση αυστηρής ιεραρχίας στη βασιλική αυλή, με την απονομή τίτλων που συνοδεύονταν συνήθως από υλικά δώρα (πορφυρά ρούχα, χρυσά στεφάνια ή εξαρτήματα ιπποσκευής), με σκοπό να προσδίδουν την υψηλή θέση και το κύρος του τιμώμενου στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Οι περισσότερες πληροφορίες για το εκλεπτυσμένο σύστημα απονομής τίτλων της Πτολεμαϊκής αυλής του 2ου αι. π.Χ. μιλούν για απονομή ‘τιμητικών τίτλων’ και ‘τίτλων λειτουργικής χρήσης’ με αληθινό αντίκρισμα στις λειτουργίες της αυλής, ενώ οι Σελευκίδες ακολούθησαν ένα λιγότερο εκλεπτυσμένο σύστημα. Αναλυτικά, στις παραπάνω αυλές ο τίτλος ‘φίλος’ ήταν στη βάση της σύνθετης υφής των τιμητικών τίτλων, ενώ μετά το 200 π.Χ. εμφανίζονται και οι τίτλοι ‘πρώτος φίλος’ και ‘επίτιμος φίλος’. Στην κατηγορία των τίτλων με πραγματιστική ισχύ της Πτολεμαϊκή αυλής, ο ανώτατος τιμώμενος ήταν ο ‘διοικητής’, αρχι-οικονόμος της αυλής και ‘υπουργός οικονομικών’ της Αιγύπτου. Οι Αντιγονίδες, με τη σειρά τους, χαρακτηρίζονταν από εμμονή στους πατροπαράδοτους τίτλους ‘σύντροφος’ και ‘συγγενής’ που μαρτυρούν ότι ο τιτλούχος είχε υπάρξει ‘βασιλικός παις’ μαζί με το βασιλιά.

Η ανταλλαγή δώρων και διευκολύνσεων (‘χάριτες’) αποτελούσε κλειδί για τη δημιουργία και τη διατήρηση δεσμών μεταξύ βασιλιά και ‘φίλων’ και συνδέονταν με τη βασιλική αρετή της γενναιοδωρίας που αποτελούσε θεμέλιο λίθο του θεσμού της ευεργεσίας που ο μονάρχης επέδειχνε προς το περιβάλλον του. Το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να χαρίσει ο βασιλιάς ήταν γη. Η διάθεση γεωτεμαχίων με κτήρια, καλλιεργητές και σκλάβους, προσέδιδαν στους ‘φίλους’ την δυνατότητα κύρους και σταθερού εισοδήματος. Η ανταλλαγή δώρων ήταν κλειδί στη δημιουργία και την επίδειξη εκλεπτυσμένων κοινωνικών σχέσεων και αποτελούσε ύψιστη τελετουργική διαδικασία, αφού το να ευνοηθεί κάποιος από το βασιλιά με την απονομή δώρων αποτελούσε ύψιστη τιμή και ανέβαζε το κύρος του. Το βασιλικό δώρο λειτουργούσε ως σύμβολο-υπενθύμιση του δεσμού της ‘ξενίας’. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούσαν και οι σχέσεις μεταξύ βασιλιά και πόλεων του βασιλείου του, και χαρακτηρίζονταν από αμοιβαία ανταλλαγή δώρων και τιμών.

Η εφαρμογή του ελληνιστικού θεσμού της ευεργεσίας στις σχέσεις μονάρχη και επιμέρους πόλεων αποτέλεσε σταθερό σημείο έκφρασης της μοναρχικής εξουσίας, αφού η διατήρηση καλών σχέσεων με τις κοινότητες των υπηκόων του βασιλείου αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την ομαλή εκτέλεση της βασιλικής πολιτικής. Οι πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων ήταν κατά κανόνα ‘ελεύθερες’ από άμεση μοναρχική κυριαρχία και ‘αυτόνομες΄, ενώ η μοναρχία επεδίωκε συστηματική και ειρηνική συνεργασία με τις αστικές ελίτ. Έτσι, ο μονάρχης εκτός από επίσημη ελευθερία και αυτονομία, συχνά χορηγούσε απαλλαγή από φόρους, βοηθούσε στρατιωτικά και αμυντικά τις πόλεις με διάθεση στρατού για την προστασία από εχθρούς και υλική βοήθεια για την κατασκευή/επιδιόρθωση των τειχών, χρηματοδοτούσε την κατασκευή δημόσιων κτιρίων και συνέδραμε υλικά στην εκτέλεση της δημόσιας εκπαίδευσης. Γενικά η ελληνιστική μοναρχία αναζητούσε ένα βασιλιά να προωθεί το καλό, να διαθέτει τη δύναμή του για το καλό όλων, και έτσι η μοναρχία έγινε –κατά τα θεωρητικώς λεγόμενα του Δημήτριου Β’ μια ‘ένδοξη μορφή παροχής υπηρεσιών’, με το βασιλιά να λαμβάνει συνεχώς φροντίδα για το κοινό καλό. Γενικότερα, οι σχέσεις ενός ελληνιστικού μονάρχη με κάθε πόλη του βασιλείου αποτελούσαν στοιχεία ενός περίπλοκου και μεταβλητού μηχανισμού ισορροπίας

Στα πλαίσια πάντα του θεσμού της ευεργεσίας, οι πόλεις προσέφεραν ανταμοιβή ως ανταπόδοση των βασιλικών ευεργεσιών, ψηφίζοντας με τη σειρά τους απόδοση τιμών προς το πρόσωπο του βασιλιά που διεκδικούσε και κέρδιζε επάξια τον τίτλο του ‘Σωτήρα’. Οι ενέργειες αυτές οδηγούσαν συχνά στην απόδοση ηρωϊκών αλλά και ‘ισόθεων’ τιμών στο βασιλιά, με προσφορά οργανωμένης λατρείας (λατρευτικά αγάλματα, ιερό, βωμοί, ιερέας, θυσία, αρώματα, ετήσια γιορτή) που λάμβανε χώρα συχνά σε ετήσια βάση [9].

Γενικότερα, ο θεσμικός ρόλος του ελληνιστικού μονάρχη ήταν σε άρρηκτα συνδεδεμένος με τους θεούς. Καταρχήν οι βασιλείς διακρίνονταν για τη θεϊκή καταγωγή τους (‘διογενείς’ βασιλείς) ή υπάγονταν στη θεϊκή προστασία. Οι Ατταλίδες, για παράδειγμα ανέπτυξαν ειδική σχέση με την Αθηνά Νικηφόρο, οι Σελευκίδες διακύρρηταν την εδική προστασία του Απόλλωνα της Μιλήτου, και το ίδιο έκαναν και οι τοπικές δυναστείες - οι Μυθριδάτες βασιλείς του Πόντου διακύρρηταν την προστασία του Δία Στράτιου. Κατ’επέκταση η εφαρμοστική δυναμική του θεσμού της ευεργεσίας επέκτεινε τις δυνατότητες της σχέσης με το θείο, τοποθετώντας το μονάρχη σε παρόμοια θέση με τους θεούς με την προσφορά ‘ισόθεων’ τιμών που συμπεριλάμβαναν ενίοτε και συγκατοίκηση με τους θεούς μέσα στον φυσικό τους οίκο, το ναό (‘σύνναοι θεοί’). Έτσι, η βασιλική λατρεία με αποδέκτη το πρόσωπο του μονάρχη αποτέλεσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνιστικής μοναρχίας, δίνοντας την ευκαιρία στους βασιλείς να γίνουν μέλη των τοπικών λατρευτικών πανθέων. Βέβαια, πέρα από την προσφορά βασιλικής λατρείας εκ μέρους των πόλεων, η ίδρυσή της μπορούσε να προέλθει και με πρωτοβουλία των μοναρχών. Στην περίπτωση των Πτολεμαίων μάλιστα, η εγκαθίδρυση της λατρείας του βασιλικού ζεύγους (‘θεοί αδελφοί’) από μοναρχική πρωτοβουλία ακολουθεί –μέσα στα πλαίσια του ανεπτυγμένου θρησκευτικού συγκριτισμού των Πτολεμαίων - αφενός τα αιγυπτιακά πρότυπα των θεοποιημένων Φαραώ και αφετέρου έπεται ως φυσικό επακόλουθο της θεοποίησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το σώμα του οποίου φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο διπλή νομιμοποίηση μιας δυναστικής διαδοχής οικουμενικού συγκριτιστικού τύπου [10].

Ο ρόλος του ελληνιστικού μονάρχη στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους χαρακτηριζόταν από αυξημένη επικοινωνιακή τεχνική, αφού ακροαζόταν τις τοπικές ανάγκες και επέβλεπε με αίσθημα δικαιοσύνης και σε βάθος χρόνου πραγματογνωμοσύνες για την τέλεση των αποφάσεων του· ο λόγος και η θέληση του κοινοποιούνταν γραπτά στους επιτελείς επιφορτισμένους με την εσωτερική διοίκηση του κράτους και κατ’επέκταση στους υπηκόους μέσω των βασιλικών επιστολών που επιλαμβάνονταν εξειδικευμένες υποθέσεις και είχαν χαρακτήρα εκπαιδευτικό και ενίοτε επιπληκτικό. Επίσης τα βασιλικά ΄διαγράμματα’, κοινοποιούσαν τις βασιλικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.

Πτολεμαίοι

Το κράτος των Πτολεμαίων ήταν η Αίγυπτος, αλλά και μια θαλάσσια αυτοκρατορία που περιλάμβανε το Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά θάλασσα.

Τον 2ο αιώνα π.Χ., το κράτος περιορίστηκε κυρίως στην Αίγυπτο. Όμως η δυναστεία των Πτολεμαίων ποτέ δεν εγκατέλειψε το όνειρο της οικουμενικής κυριαρχίας, Ιδιαίτερα, η τελευταία βασίλισσα της δυναστείας, η Κλεοπάτρα η έβδομη, αξίωσε δυναμικά τα προγονικά δικαιώματα της δυναστείας για ένα οικουμενικό κράτος με έκταση από το Αιγαίο μέχρι την Ινδία.

Βασικό στοιχείο της διοικητικής μηχανής του πτολεμαϊκού κράτους, που εισήγαγε ο ιδρυτής του ήταν ένας πολύπλοκος γραφειοκρατικός μηχανισμός καταγραφής του συνόλου των κρατικών υποθέσεων. Έτσι οι Πτολεμαίοι πέτυχαν να είναι συνεχώς προσβάσιμα όλα τα στοιχεία: Ο αριθμός και οι ταυτότητες των υπηκόων, η κατανομή και η εκμετάλλευση της έγγειας ιδιοκτησίας, το είδος και η ποσότητα της παραγωγής, οι οικονομικές συναλλαγές, ο αριθμός των στρατιωτών.

Ο κρατικός έλεγχος ήταν παρών στις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές και σε δράσεις, όπως, η υφαντουργία και όλες οι παραγωγικές διαδικασίες που υπόκειντο σε κρατικό μονοπώλιο. Η αγροτική παραγωγή ελεγχόταν από την κεντρική διοίκηση, αφού η οικονομία του κράτους εξαρτώνταν σε σημαντικό βαθμό από αυτήν. Έτσι, νέες προσοδοφόρες καλλιέργειες όπως η ελιά και το αμπέλι έκαναν την εμφάνισή τους στην Αίγυπτο.

Πλήθος κειμένων ιερογλυφικής γραφής σε σαρκοφάγους και αγάλματα, αλλά και η απέραντη συλλογή των παπύρων μας δίνουν πολλές πληροφορίες για την διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων. Για την διοίκηση του κράτους χρησιμοποιήθηκαν τόσο Έλληνες άποικοι, όσο και γηγενείς Αιγύπτιοι που έμαθαν ελληνικά.

Η γη, εκτός από εκείνη που ανήκε στους ναούς, αποτελούσε, σύμφωνα και με την Μακεδονική παράδοση, βασιλική ιδιοκτησία, η οποία μπορούσε να δοθεί στους κληρούχους ή να ενοικιασθεί, αποτελώντας έτσι πηγή εσόδων για τον κρατικό μηχανισμό.

Τα κρατικά έσοδα από εσωτερικού πόρους προέρχονταν κυρίως από φόρους και ενοίκια των κλήρων ενώ υπήρχαν και συμπληρωματικοί φόροι, όπως ο χαμηλός κατά κεφαλήν φόρος που απευθύνονταν αδιακρίτως σε άνδρες και γυναίκες. Η συλλογή των φόρων πραγματοποιούνταν από έναν ιδιαίτερα σύνθετο μηχανισμό στον οποίο εμπλέκονταν μαζί ο δημόσιος και ο ιδιωτικός φορέας, γεγονός που αποτελούσε τυπική διαδικασία της πτολεμαϊκής διοίκησης.

Το δικαίωμα να γίνει κάποιος φοροεισπράκτορας το αποκτούσε με διαδικασία πλειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν και κρατικοί υπάλληλοι που ασχολούνταν με τις βασικές φοροεισπρακτικές διαδικασίες. Οι φόροι εισπράττονταν σε χρήματα ή σε είδος με την καταβολή μέρους της ετήσιας συγκομιδής. Κάθε χρόνο, κατά προτίμηση με το πέρας των πλημμύρων- ειδικά σχεδιασμένος ελεγκτικός μηχανισμός περιόδευε σε όλη την έκταση του κράτους για τον έλεγχο και καταγραφή της έγγειας ιδιοκτησίας.

Οι Πτολεμαίοι εγκαθίδρυσαν μια νομισματική οικονομία ‘κλειστού τύπου’, με αποκλειστική κυκλοφορία των δικών τους νομισμάτων που κάποιος έπρεπε να προμηθευτεί, φτάνοντας στα σύνορα του κράτους. Αυτό είχε σαν συνέπεια με την ανταλλαγή να χάνεται μέρος της αξίας των ξένων νομισμάτων και να ενισχύεται η τοπική οικονομία.

Οι Πτολεμαίοι ενθάρρυναν την εγκατάσταση κληρούχων στρατιωτών στην Αίγυπτο, παρέχοντας έγγεια ιδιοκτησία σε ιππείς και πεζικάριους.

Στην περιοχή του Φαγιούμ, η συνύπαρξη νεοεγκατεστημένου πληθυσμού και ντόπιων οδήγησε στην άνθιση ενός πολυπολιτισμικού τοπίου με οικουμενικό χαρακτήρα. Τα αρχεία καταγραφής του πληθυσμού μαρτυρούν ότι οι εγκαταστημένοι κληρούχοι, αν και αποτελούσαν μόλις το 10-15% του συνολικού πληθυσμού, είχαν πολυπληθείς οικογένειες πλουσιότερες από εκείνες των ντόπιων χωρικών. Καθώς όμως το σύστημα της κληρουχίας εξελίσσονταν, τον 2ο αι. π.Χ., στις τάξεις των κληρούχων εισήλθαν και Αιγύπτιοι πεζικάριοι που συμμετείχαν στους Συριακούς πολέμους στο πλευρό των Πτολεμαίων.

Οι Πτολεμαίοι συνέχισαν την παλιά διοικητική διαίρεση της Αιγύπτου σε ‘νομούς’, δίνοντάς τους όμως νέα ονόματα. Από την εποχή του Πτολεμαίου ΣΤ΄ το κράτος απέκτησε νέες μονάδες γεωπολιτικής ταυτότητας, τα ‘πολιτεύματα’, κοινότητες επιφορτισμένες με την άμυνα της περιοχής, που βρίσκονταν κυρίως στη νότια Αίγυπτο.

Η Πτολεμαϊκή πολιτική υπέρ της διάδοσης της ελληνικής παιδείας σε συνδυασμό με τον σεβασμό στο ντόπιο πολιτισμικό στοιχείο βρίσκει άριστη έκφρασή στην πρωτεύουσα του κράτους την Αλεξάνδρεια, όπου εκτός από τα γυμνάσια υπήρχε και το Μουσείο, το πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου με την περίφημη Μεγάλη Βιβλιοθήκη .

Η Αλεξάνδρεια, που αρχικά κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, προσέλκυσε πλήθος εύπορων Αιγυπτίων και ατόμων από όλη την Μεσόγειο που αναζητούσουν ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου και συμμετοχής στον ελληνικό τρόπο ζωής [7].

Σχολεία και κυρίως γυμνάσια για την εκπαίδευση των νέων υπήρχαν και στην επαρχία, με αποτέλεσμα πολλοί Αιγύπτιοι όχι μόνον να μάθουν Ελληνικά, αλλά και να πάρουν ελληνικά ονόματα και να ζουν σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο.

Έτσι, σιγά-σιγά τα εθνοτικά όρια μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων κατέρρευσαν. Αρχαία Φαραωνικά μνημεία μεταφέρθηκαν στην πόλη του Αλέξανδρου, το παραδοσιακό αιγυπτιακό στιλ συνυπήρχε με το ελληνικό, οι καλλιτέχνες και οι χορηγοί μπορούσαν να διαλέξουν το καλλιτεχνικό ιδίωμα που προτιμούσαν και οι άνθρωποι μπορούσαν να διαλέγουν και να αλλάζουν ταυτότητες, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις περιστάσεις.

Η πτολεμαϊκή ηγεμονία αποδείχθηκε ένα επιτυχημένο κράμα των θεσμών της μακεδονικής βασιλείας και της φαραωνικής παράδοσης. Και αυτό εκδηλώνεται με σαφήνεια στα ζωτικά θέματα της θρησκείας.

Παραδοσιακά, οι αιγυπτιακοί ναοί εκτός από μεγάλα θρησκευτικά κέντρα ήταν και ισχυροί πόλοι οικονομικών δραστηριοτήτων, κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις παραγωγικής γης. Η σχέση τους με την φαραωνική εξουσία ήταν στενή, καθώς ο Φαραώ ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των θεών και των υπηκόων του.

Οι Πτολεμαίοι, ως νέοι Φαραώ, διατήρησαν άριστες σχέσεις με το ντόπιο ιερατείο, αναγνωρίζοντας κεκτημένα δικαιώματα, παραχωρώντας προνόμια και κάνοντας χορηγίες. Οι ναοί κράτησαν το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης, αν και πολλές από τις υποθέσεις τους περνούσαν από την γραφειοκρατία του κρατικού ελέγχου.

Πολλοί από τους εντυπωσιακούς ναούς Αιγυπτιακού τύπου που σώζονται ακόμη στην κοιλάδα του Νείλου είναι χορηγίες των Πτολεμαίων, όπως το συγκρότημα των ναών στο Kom Ombo που ανατέθηκε από τον Πτολεμαίο τον έκτο, τον Φιλομήτορα, και την σύζυγό του την Κλεοπάτρα την δεύτερη, πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα.

Στο Edfu, την «Απόλλωνος πόλιν» στις 23 Αυγούστου του 237 π.Χ. ο Πτολεμαίος τρίτος, ο Ευεργέτης, ξεκίνησε να χτίζει τον μεγαλοπρεπή ναό του Ώρου που οι Έλληνες ταύτισαν με τον Απόλλωνα, τον οποίο τελείωσε το 57 π.Χ. ο Πτολεμαίος Αυλητής, o πατέρας της γνωστής Κλεοπάτρας, ο ίδιος που έκτισε και τον εντυπωσιακό ναό της Αθώρ, της ιερής συζύγου του Ώρου, λίγο πιο νότια, στα Dendera.

Πτολεμαϊκές χορηγίες είναι και τα περισσότερα κτίσματα του ιερού στο νησάκι Φίλαι του νότιου Νείλου, όπου ήταν ένα από τα πιο φημισμένα προσκυνήματα της θεϊκής τριάδας, του Όσιρη, της Ίσιδας και του Ώρου.

Όπως και ο ίδιος ο Αλέξανδρος οι Πτολεμαίοι στέφονταν επίσημα Φαραώ στην Μέμφιδα, μάλιστα από το τέλος του 3ου προχριστιανικού αιώνα η στέψη των Μακεδόνων Φαραώ γινόταν στο ναό του Ptah.

Η ειρηνική συνύπαρξη και η σύζευξη του ελληνικού με το αιγυπτιακό στοιχείο ήταν η βασική προτεραιότητα στην οικουμενική πολιτική των Πτολεμαίων που ακολούθησε το όραμα του Αλέξανδρου και χρησιμοποίησε, όπως αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένα, ως μοχλό την θρησκεία.

Ο ίδιος ο ιδρυτής της δυναστείας, ο Πτολεμαίος Σωτήρ, επινόησε τον Σάραπι, έναν ελληνοαιγυπτιακό θεό που με πάρεδρο την ελληνοποιημένη εκδοχή της Ίσιδας θα κατακτήσει κυριολεκτικά την Οικουμένη. Η λατρεία του θεϊκού ζευγαριού θα εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Μεσόγειο, την Ανατολή, αλλά και την Δύση και θα παραμείνει ακμαία μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και την επικράτηση της μονοδοξίας.

Στο πλαίσιο της πολυθεϊστικής ανεξιθρησκείας και του συγκρητισμού παλιοί Αιγυπτιακοί θεοί ταυτίζονται με ελληνικές θεότητες: ο Ρα με τον Ήλιο, ο Άμμων με τον Δία, ο Ώρος με τον Απόλλωνα, η Αθώρ με την Αφροδίτη. Όμως, το ελληνικό στοιχείο προτίμησε να απεικονίζει τους θεούς εξανθρωπισμένους και όχι με μορφές ζώων.

Ακολουθώντας τα οικουμενικά πρότυπα του Αλέξανδρου που στέφθηκε ‘φαραώ’ της Αιγύπτου, οι Πτολεμαίοι ήταν Μακεδόνες βασιλείς και συγχρόνως Αιγύπτιοι ‘Φαραώ’. Διατήρησαν στην αυλή τους τις παραδοσιακές μακεδονικές δομές, ενώ ταυτόχρονα ακολούθησαν και τις αιγυπτιακές τελετές ενθρόνισης, εικονογραφήθηκαν με την αιγυπτιακή φαραωνική περιβολή και τα σύμβολα της φαραωνικής εξουσίας, και τιμούσαν με την φυσική τους παρουσία τις πατροπαράδοτες αιγυπτιακές γιορτές: τον εορτασμό της πρωτοχρονιάς στον ναό του Ptah στην Μέμφιδα, την εγκαθίδρυση του ιερού ταύρου Άπι, αλλά και τα εγκαίνια των νέων ναών.

Έτσι, στα μάτια των Αιγύπτιων υπηκόων του, ο Πτολεμαίος δεν ήταν ένας ξένος ηγεμόνας, αλλά ο δικός του Φαραώ, γιος του Ρα, αντιπρόσωπος των θεών επί της γης και διακομιστής των θείων εντολών. Ταυτόχρονα στους Έλληνες και στους υπόλοιπους υπηκόους του εμφανιζόταν ως Μακεδόνας βασιλιάς, ένας πραγματικά πεφωτισμένος ηγεμόνας που φρόντιζε αδιάκοπα για το καλό του λαού του.

Στην βασιλική αυλή της Αλεξάνδρειας, οι Πτολεμαίοι περιστοιχίζονταν κατά τα μακεδονικά πρότυπα από τους ‘φίλους’, τους ‘πρώτους φίλους’ και τους ‘συγγενείς’, όπως ήταν οι τίτλοι που καθόριζαν την ιεραρχία. Ο βασιλιάς εμφανιζόταν στις συγκεντρώσεις των πολιτών στο Μέγα Περιστύλιο, συμμετείχε στα συμπόσια, στις θρησκευτικές πομπές και στις παρελάσεις, χορηγούσε δημοφιλείς αγώνες, αθλητικούς, μουσικούς και δραματικούς.

Στην επίσημη εικονογραφία οι Πτολεμαίοι βασιλείς και βασίλισσες εμφανίζονται με δύο τρόπους. Ως Φαραώ, ακολουθώντας τους παραδοσιακούς αιγυπτιακούς τύπους, οπότε είναι αναγνωρίσιμοι κυρίως από τις επιγραφές που τους συνοδεύουν. Όμως, καθώς περνά ο καιρός, τα συμβατικά αρχαϊκά πρόσωπα αποκτούν όλο και πιο ρεαλιστικά χαρακτηριστικά που φανερώνουν την αυξανόμενη επίδραση της ελληνικής τέχνης.

Ως Μακεδόνες βασιλείς, όπως εμφανίζονται και στα νομίσματα τους, οι Πτολεμαίοι ακολουθούν το γενικά αποδεκτό ελληνιστικό ηγεμονικό πορτραίτο-πρότυπο. Συνήθως φορούν διάδημα και χλαμύδα, κάποτε το στέμμα με τις ηλιακές ακτίνες ακόμη και την αιγίδα του Διός που στην Αλεξάνδρεια χαρακτηρίζει και τον θεό κτίστη της, τον Αλέξανδρο.

Στο ρεπερτόριο της βασιλικής εικονογραφίας, αλλά όχι στις απεικονίσεις των νομισμάτων, υπάρχει ακόμη και η χαρακτηριστική μακεδονική καυσία.

Το ίδιο ισχύει και για τις βασίλισσες που εμφανίζονται σύμφωνα με τα αιγυπτιακά πρότυπα με τα περίτεχνα στέμματα, τις εντυπωσιακές περούκες και τα στενά διάφανα φορέματα ή ως Μακεδόνισσες, ακολουθώντας την εικονογραφία που παγιώθηκε στην αυλή του Φιλίππου Β΄.

Ντυμένες με λεπτό χιτώνα και αργίτικο πέπλο, με τα μαλλιά μαζεμένα σε μικρό κότσο, με το διάδημα-στεφάνη και την καλύπτρα στο κεφάλι είναι οι νύφες του Ιερού Γάμου που η παρουσία τους υπόσχεται την συνέχεια της Δυναστείας και την μακροημέρευση του κράτους, αλλά και ευγονία, αφθονία και ευημερία, όπως φανερώνει και το κέρας της Αμάλθειας που συχνά τις συντροφεύει.

Προς τιμήν του γενάρχη, του Πτολεμαίου, γιου του Λάγου, όλα τα άρρενα μέλη της δυναστείας κρατούν το ίδιο, τυπικά μακεδονικό, όνομα και διαφοροποιούνται χάρη στα προσωνύμια τους. Τα δυναστικά ονόματα των γυναικών, επίσης τυπικά μακεδονικά, εναλλάσσονται: Αρσινόη και Βερενίκη από την αγαπημένη σύζυγο και την θυγατέρα του γενάρχη και Κλεοπάτρα που έρχεται από τους Σελευκίδες και επιμένει μέχρι την τελευταία και ίσως πιο συναρπαστική από όλους εκπρόσωπο της Δυναστείας.

Ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος νυμφεύεται την ομοπάτρια και ομομήτρια αδερφή του Αρσινόη Β΄, εγκαινιάζοντας έτσι το βασιλικό έθιμο του γάμου μεταξύ αδελφών, που δεν συνηθιζόταν καθόλου στον ελληνικό κόσμο. Πολύ περισσότερο από αβέβαιη αναφορά σε αιγυπτιακά ή ανατολικά δυναστικά έθιμα που, αν υπήρξαν ποτέ, σίγουρα δεν ήταν ο κανόνας, η πρακτική αυτή είναι στην πραγματικότητα υπέρβαση των ορίων που ισχύουν για τους κοινούς ανθρώπους.

Στην ελληνική αντίληψη ο γάμος μεταξύ αδερφών είναι η πρακτική που χαρακτηρίζει το γένος των θεών. Πρότυπο αυτής της ένωσης είναι ο Ιερός Γάμος του Διός με την Ήρα.

Άλλωστε, όπως έδειξαν τα ευρήματα των Αιγών, η Ευρυδίκη, η βασίλισσα που έσωσε τον θρόνο των Μακεδόνων για την δυναστεία που δημιούργησε την Οικουμένη, εμφανίζεται ακριβώς στο κλασικό σχήμα της Ήρας, της βασίλισσας του Ολύμπου.

Με δεδομένη την χειραφέτηση των γυναικών της Δυναστείας που διεκδικούν ευθαρσώς μερίδιο στην νομή της εξουσίας, ο γάμος μεταξύ των βασιλικών αδελφών έδωσε κάποια διέξοδο στις ετερόφυλες αντιπαλότητες της βασιλικής οικογένειας. Η διαδοχή των μελών της πτολεμαϊκής δυναστείας ήταν συνήθως ομαλή, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις –κυρίως στο 2ο και τον 1ο προχριστιανικό αιώνα - όπου σημειώθηκαν αδελφικές αντιπαλότητες για την επικράτηση στο θρόνο, με τις υποψήφιες βασίλισσες να πρωτοστατούν στις διαμάχες.

Οι Πτολεμαίοι εγκαθίδρυσαν την βασιλική λατρεία των μελών του οίκους τους που ουσιαστικά ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Α΄, ο οποίος μετέφερε στην Αίγυπτο το ταριχευμένο σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον οποίο αποδόθηκαν θεϊκές τιμές που άρμοζαν στον γιο του Άμμωνα και πρώτο Μακεδόνα φαραώ της Αιγύπτου.

Στην συνέχεια, ο Πτολεμαίος Σωτήρ και η σύζυγός του Βερενίκη Α΄ το 272/1 π.Χ., λατρεύτηκαν ως Θεοί, προπάτορες της δυναστείας. Ακολούθησε η θεοποίηση της Αρσινόης Β΄ από τον αδελφό και σύζυγό της, μετά τον θάνατο του οποίου το ζεύγος λατρεύτηκε ως ‘Θεοί Αδελφοί’.

Πηγή της θεϊκής ευλογίας, το Σώμα του Αλεξάνδρου βρήκε την θέση του σε ένα περικαλλές ιερό που βρισκόταν κοντά στο ανακτορικό συγκρότημα σε κεντρικό σημείο της Αλεξάνδρειας. Τοπόσημο της πόλης για αιώνες, το γνωστό ‘Σήμα’ ή ‘Σώμα’, ο ναός - τάφος του Αλέξανδρου συμπληρώθηκε με τον ‘ιερό οίκο’, που δέχθηκε τα σώματα και των θεοποιημένων Πτολεμαίων .

Ταυτόχρονα, ιδρύθηκε λατρεία του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος, ως ιδρυτή και αρχηγέτη, στην Αιγυπτιακή Πτολεμαΐδα. Για την λατρεία των μελών των δυναστείας υπήρχε ειδικά ορισμένος ιερέας και ιέρεια για τις βασίλισσες. Οι ιερείς αυτοί ήταν οι επώνυμοι άρχοντες, με το όνομα των οποίων χρονολογούνταν τα επίσημα έγγραφα του κράτους. Συνήθως προέρχονταν από ισχυρές οικογένειες της Αλεξάνδρειας και της Πτολεμαΐδας, τα δύο κέντρα της δυναστικής λατρείας η οποία ακολουθούσε το ελληνικό εθιμοτυπικό στις τελετουργίες.

Ταυτόχρονα, η βασιλική λατρεία των Πτολεμαίων στεγάστηκε και στους αιγυπτιακούς ναούς. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ήδη απεικονιστεί ως Φαραώ στις τοιχογραφίες του Λούξορ, ενώ η Αρσινόη Β΄, η βασίλισσα-αδελφή του Πτολεμαίου Β΄, ήταν η πρώτη που εισχώρησε ως σύνναος θεότητα στους αιγυπτιακούς ναούς, δίπλα στον λατρευόμενο αιγυπτιακό θεό. Έτσι, η πολυπολιτισμική απήχηση της πτολεμαϊκής δυναστικής λατρείας συνέβαλε στην συνοχή του κράτους, αφού απευθύνονταν στον ελληνικό, αλλά και στον ντόπιο πληθυσμό, μέσα από δύο διαφοροποιημένα εθιμοτυπικά και αλληλένδετες θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. στην Άνω Αίγυπτο επαναστάτες διεκδικούν την εξουσία στο όνομα των παλιών Αιγύπτιων θεών Ώρου και Όσιρι. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν σημάδεψαν την βασιλεία του Πτολεμαίου του Δ΄ και της Αρσινόης της Γ΄, αλλά και του Πτολεμαίου του Ε’.

Οι Σελευκίδες εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική αστάθεια του Πτολεμαϊκού κράτους και ο Αντίοχος ο Γ΄ εισέβαλε στην χώρα και στέφθηκε βασιλιάς. Ο ερχομός των Ρωμαίων έκανε τον Αντίοχο να αφήσει την Αίγυπτο, αλλά οι αναταραχές συνεχίστηκαν.

Με τους Ρωμαίους να κυριαρχούν πια στην Μεσόγειο τα 30 τελευταία χρόνια της δυναστείας των Πτολεμαίων, η Αίγυπτος γνώρισε σοβαρή οικονομική κάμψη και η τελευταία βασίλισσα, η Κλεοπάτρα η έβδομη, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματος και σε εκποίηση κρατικής περιουσίας. Χάρη στην εξυπνάδα και τις ηγετικές ικανότητες της ωστόσο, κατάφερε να θαμπώσει την Ρώμη και να χαρίσει στην Αίγυπτο μια τελευταία αναλαμπή.

Το 31 π.Χ. μετά την νίκη του Οκτάβιου στο Άκτιο και την εισβολή του στην Αλεξάνδρεια η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε. Ο θάνατος της θεωρείται συμβατικά το τέλος της ελληνιστικής εποχής, ωστόσο στην πραγματικότητα η ελληνιστική Οικουμένη αφομοίωσε τους Ρωμαίους και ο ελληνιστικός κόσμος εξακολούθησε να υπάρχει για αιώνες….

Το βασίλειο των Πτολεμαίων έζησε σχεδόν για τρεις αιώνες και ήταν το τελευταίο από τα κράτη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου που υποτάχθηκε στην Ρώμη. Πέρα από τον πλούτο της χώρας και την συνετή διαχείριση, βασικό στοιχείο για την συνοχή του Πτολεμαϊκού κράτους ήταν η οικουμενικού τύπου σύλληψη της ιδέας του ηγεμόνα που αποτέλεσε σημείο αναφοράς και συνένωσης των διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων. Η ιδέα αυτή που διέφερε ριζικά από τις αντιλήψεις των Αχαιμενιδών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια του οράματος του Αλέξανδρου, προσαρμοσμένη έξυπνα από τους ικανούς Πτολεμαίους στις ιδιαιτερότητες της αρχαίας γης της Αιγύπτου.

Σελευκίδες

Παρόλη τη διαφορετικότητά που χαρακτήρισε ως ένα βαθμό τα επιμέρους βασίλεια των διαδόχων και επιγόνων, ο θεσμός της ελληνιστικής βασιλείας παραπέμπει στην κοινή καταγωγή και το κοινό μυθολογικό τους υπόβαθρο, την παρόμοια στρατιωτική οργάνωση και πολιτικές δομές, τη θρησκευτική πολιτική και τις παρόμοιες επιδιώξεις και άλλα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία στο σύνολό τους συγκλίνουν στην σημερινή κατανόηση της ‘ελληνιστικής μοναρχίας’ ως εξειδικευμένη και αυτόνομη πολιτική κατηγορία με δικό της ιστορικό ίχνος, η οποία βασίστηκε στις μακεδονικές παραδόσεις και εν μέρει στις παραδόσεις της ασιατικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και της Αιγύπτου.

Ο τύπος κράτους που διαμόρφωσε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι ταυτιζόταν με το πρόσωπο του μονάρχη· πρόκειται δηλαδή για πολιτική κατηγορία βασισμένη στο πρόσωπο του ενός. Ταυτόχρονα όμως διαφέρει από άλλα απολυταρχικά καθεστώτα –όπως η τυραννία- όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του μονάρχη και τον τρόπο που ασκούσε τη διακυβέρνηση του κράτους.

Ο ελληνιστικός μονάρχης συγκέντρωνε στο πρόσωπο του μια πλειάδα επιμέρους γνωρισμάτων αριστείας. Αναλυτικά, ο βασιλιάς έπρεπε να διαθέτει πολεμικές αρετές, όχι μόνο στρατηγικές αλλά να ξεχωρίζει για τη γενναιότητά του στην πρώτη γραμμή της μάχης, να δημιουργεί, να επεκτείνει και να διοικεί αποτελεσματικά ένα εύπορο κράτος, να παρέχει ευνοϊκή διοίκηση, δικαιοσύνη, μεγαλοφροσύνη και φιλανθρωπία στους υπηκόους του· ταυτόχρονα, να χαρακτηρίζεται από εγκράτεια στις σχέσεις του με τους τελευταίους για να εμπνέει το σεβασμό και την αφοσίωσή τους. Ο εκάστοτε μελλοντικός βασιλικός διάδοχος είχε δεχθεί στην βασιλική αυλή εκπαίδευση στα όπλα, την ιππική τέχνη και το κυνήγι [1] αλλά και διεπιστημονική θεωρητική εκπαίδευση στα πλαίσια της ελληνικής παιδείας, μαζί με συνομηλίκους του. Κάθε αδυναμία χειρισμού ή και ήττα του βασιλιά έβαζε σε κίνδυνο τις σχέσεις με τους υπηκόους του.

Υπήκοοι ονομάζονταν τα μέλη του ανθρώπινου δυναμικού του βασιλείου· άμεσοι υπήκοοι ήταν αυτοί που κατοικούσαν στη βασιλική χώρα, και έμμεσοι αυτοί που κατοικούσαν εκτός αυτής, ενώ κάποιες φορές μερικοί από τους έμμεσους υπηκόους ήταν άμεσοι σε κράτη μικρότερων ηγεμόνων που έχαιραν αυτονομίας και αγαστής συνεργασίας με το μονάρχη.

Η ύπαρξη της μοναρχίας ήταν θεμελιωδώς βασισμένη στη στρατιωτική ισχύη, την εκμετάλλευση της πολεμικής μηχανής με στόχο την διαφύλαξη και επέκταση των συνόρων του κράτους και στρατηγική υπεροχή. Σε επίπεδο εικονιστικής αναπαράστασης, η απαράμιλλη γενναιότητα απέναντι στους φυσικούς κινδύνους που χαρακτηρίζει το μονάρχη, ως απόγονο του Ηρακλή και ‘διογενή’ βασιλέα κατά τα Ομηρικά πρότυπα, συμβολίζεται με παράσταση της ‘ηρωϊκής ανδρικής γυμνότητας’ του που παραπέμπει σε ηρωϊκά αρχέτυπα. Ταυτόχρονα, η βασιλική πολεμική πανοπλία –σύμβολο στρατιωτικής ιδιότητας- και το βασιλικό διάδημα - σύμβολο πολιτικής και στρατιωτικής υπεροχής και ιερατικής ιδιότητας - αποτελούν τα κατ’έξοχήν σύμβολα της μοναρχίας που μένουν αναλλοίωτα στο αέναο παιχνίδι της δυναστικής διαδοχής [2-4]. Η άνοδος στο βασιλικό θρόνο δεν προκύπτει - σύμφωνα και με τον ύστερο λεξικογραφικό ορισμό της Σούδας - κατ’ανάγκην από εξ αίματος βασιλική καταγωγή ή από τυπική νομιμοποίηση, αλλά περισσότερο από την ικανότητα του μελλοντικού μονάρχη να διοικεί στρατούς και να κυβερνά με αποτελεσματικότητα. Άλλωστε πεδία εφαρμογής της μοναρχικής διακυβέρνησης ήταν τα αχανή ελληνιστικά βασίλεια, το έδαφος των οποίων είχε κερδιθεί με αίμα στη μάχη (‘δορίκτητος χώρα’). Για το σκοπό αυτό η εκάστοτε μοναρχία προχωρούσε σε υπέρογκες δαπάνες για τη δημιουργία και συντήρηση πολυπληθών στρατευμάτων ξηράς και ισχυρού ναυτικού.

Φυσική έδρα της ελληνιστικής μοναρχίας αποτελούσε η πρωτεύουσα του κράτους - ή οι πρωτεύουσες στην περίπτωση του απέραντου βασιλείου των Σελευκιδών - που παρέπεμπε συνήθως σε μια νέα αστική κτίση με πλούσιες δημόσιες παροχές, όπως μνημειώδεις ναούς, βιβλιοθήκες, μουσεία, ιατρικές σχολές, κλπ, που πλαισιώνονταν από πολυπληθές προσωπικό και καλοπληρωμένους διανοούμενους [5]. Συχνά, η πρωτεύουσα χρησιμοποιούνταν ως κέντρο διεξαγωγής λαμπρών εορταστικών εκδηλώσεων οικουμενικής εμβέλειας που συγκέντρωναν πλήθος επισκεπτών, με μεγαλοπρεπείς πομπές στις οποίες επιδεικνύονταν ο πλούτος των βασιλικών θησαυρών.

Το βασιλικό παλάτι, γνωστό ως ‘βασίλειον’, ‘οίκος’ ή και ‘αυλή’ αποτελούσε το διοικητικό κέντρο του μοναρχικού κράτους [6]. Η ‘βασιλική αυλή’ και η σύνθεση και λειτουργία της –ως μικρογραφία της όλης κρατικής υπόστασης, αλλά και ως αστική αγορά - χαρακτηρίζεται ως πρωταρχικός θεσμός της μοναρχικής διακυβέρνησης με κεντρικό πρόσωπο αυτό του μονάρχη.

Αν και η επίσημη ιδεολογία παρουσίαζε τον βασιλιά ως απολυταρχικό ηγέτη, ωστόσο στην πραγματικότητα χαρακτηρίζονταν ως ‘πρώτος μεταξύ ίσων’. Ο ελληνιστικός θεσμός της αυλής που είχε τις ρίζες του στη Μακεδονία του 4ου αι. π.Χ., πρόσταζε ότι ο Φίλιππος Β΄ μοιράζονταν τη δύναμή του με τους λεγόμενους ‘εταίρους΄ ή ‘συντρόφους’ του βασιλιά, που προέρχονταν από μια τάξη γαιοκτημόνων και ιππέων πολεμιστών και έχαιραν ειδικών προνομίων και τιμών στη βασιλική αυλή. Οι ‘σύντροφοι’ αυτοί, μαζί με τους στρατιωτικούς αξιωματούχους αποτελούσαν τα μέλη του ‘Συνεδρίου’, που πλαισίωνε το βασιλιά και έπαιρνε μαζί του σημαντικές πολιτικές αποφάσεις· παράλληλα, τα σημαντικότερα θέματα πέρναγαν προς έκκριση από τη ‘βουλή’ των Μακεδόνων πολιτών-στρατιωτών που είχε τη δικαιοδοσία να κρίνει σοβαρά παραπτώματα και να αναγορεύσει το νέο βασιλιά.

Ο μελλοντικός βασιλιάς Αλέξανδρος πλαισιώνονταν ήδη από την παιδική του ηλικία από συνομήλικους συντρόφους, τους ‘βασιλικούς παίδες’, που ήταν οι σύντροφοί του στο κυνήγι, στην εκμάθηση των όπλων, αλλά και τη λήψη θεωρητικής εκπαίδευσης με βάση τα κείμενα ποιητών και ιστοριογράφων και φιλοσοφικές πραγματείες της ελληνικής παιδείας. Η παρουσία των ‘παίδων’ στην βασιλική αυλή ήταν ένα κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ελληνιστικής μοναρχίας, αφού ο θεσμός μαρτυρείται σε όλες τις ελληνιστικές μακεδονικές αυλές, και είχε το ρόλο ‘προπαρασκευαστικού σχολείου για τους ηγέτες και αξιωματικούς των Μακεδόνων’. Πρόκειται για ηλικιακή ομάδα που αποτελούνταν από νέους 14 με 18 ετών, υιούς ευγενών οικογενειών συμπεριλαμβανομένων και των γιων του κάθε βασιλιά που μορφώνονταν και εκπαιδεύονταν στη βασιλική αυλή, περιέβαλαν και φύλασσαν το βασιλιά. Στις βασιλικές αυλές μετά τον Αλέξανδρο, οι ‘βασιλικοί παίδε’ς προέρχονταν από ηγετικές οικογένειες των βασιλικών επαρχιών και/ή ήταν οι γιοι αυλικών και ‘ξένοι’, ενώ συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι γόνοι των βασιλέων. Οι βασιλικοί παίδες λάμβαναν εκπαίδευση/επιμόρφωση υπό την επίβλεψη ενός αξιωματούχου της αυλής που συνήθως καλείται ‘τροφεύς’, αξίωμα υψηλού κύρους ήδη στην αυλή του Φιλίππου Β΄. ΄Ανδρες που ανατράφηκαν μαζί με το βασιλιά, ως ‘βασιλικοί παίδες’, τιμούνταν αργότερα ως ‘σύντροφοι’ του βασιλιά και απευθύντονταν μεταξύ τους ως ‘αδέλφια’. Πληροφορίες για τα καθήκοντα των ‘παίδων’ αναφέρονται μόνο για την αυλή του Αλεξάνδρου. Ήταν ένας θεσμός με τον οποίο ο βασιλιάς δημιουργούσε μια αφοσιωμένη ελίτ γύρω του.

Ο βασιλιάς πλέον Αλέξανδρος συνέχισε την πολιτική του πατέρα του με προνόμια, τιμές και αξιώματα προς τους ‘εταίρους’, ενώ διόρισε κάποιους από τους συνομίληκους του πρώην ‘βασιλικούς παίδες’ ως ‘σωματοφύλακες’ υπεύθυνους για την ασφάλεια και καλή υγεία του βασιλιά, τους οποίους προβίβασε στη συνέχεια και ενάντια στην παράδοση σε υψηλά αξιώματα στο στρατό. Στη βασιλική αυλή της Βαβυλώνας, και στα πλαίσια της οικουμενικής του πολιτικής, ο Αλέξανδρος έχρισε ‘συντρόφους’ και τοπικούς ηγέτες και αξιωματούχους που δεν ήταν Μακεδόνες. Στη συνέχεια, στα χνάρια του Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι προσπάθησαν να εκλέξουν τους στενούς συνεργάτες τους με βάση την αφοσίωση και την αξία τους, ενώ με την πολεμική μηχανή και τις κατακτήσεις τους έγιναν κύριοι γης, πλούτου και τιμών που μοιράστηκαν και τα μέλη του στενού τους περίγυρου.

Έτσι, η μετάβαση από την προ-ελληνιστική μακεδονική κοινωνία της βασιλικής αυλής στην αυλή της ελληνιστικής μοναρχίας σημαδεύτηκε από την αντικατάσταση του αυλικού τιμητικού τίτλου ‘σύντροφος του βασιλιά’ από το ‘φίλος του βασιλιά’, ένα όρο που περιγράφει κάποιον που ανήκει στον άμεσο κοινωνικό περίγυρο της μοναρχίας. Οι ‘φίλοι’ του ελληνιστικού μονάρχη ήταν λοιπόν ταλαντούχοι άνδρες με εξειδικευμένες ικανότητες, στους οποίους ο μονάρχης ανέθετε στρατιωτικά ή διοικητικά αξιώματα. Κατάγονταν συχνά από τη βασιλική επικράτεια, αλλά μπορούσαν να προέρχονται επίσης και έξω από αυτή. Οι ‘φίλοι’ παρέμειναν μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου στενά συνδεδεδεμένοι με τον βασιλικό οίκο δια μέσου ανεπίσημων δεσμών τελετουργικού δεσίματος που ονομαζόταν ‘φιλία’. Οι ‘φίλοι’ ήταν ποικίλης εθνικής ταυτότητας, αν και ήταν κατά πρώτο λόγο κάτοικοι ελληνικών πόλεων. προέρχονατν από ένα αχανές γεωγραφικό πεδίο,μερικές φορές έξω και από τα όρια των ελληνιστικών βασιλείων - στην αυλή του Αντίοχου του Μέγα, από τους 41 ‘φίλους’, πάνω από το 50% προέρχονταν έξω από την επικράτεια των Σελευκιδών, καθώς οι Σελευκίδες στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου. Μέσα στο πολυπληθυσμιακό οικουμενικό πλαίσιο της βασιλικής αυλής, ένας μικρός αριθμός Μακεδόνων ευγενών συνέχιζε να κατέχει την ανάωτατη βαθμίδα της αυλικής κοινωνίας, αν και ο αριθμός τους σταδιακά μειώνονταν ακόμη και μέσα στο βασίλειο των Αντιγονιδών. Η ιδιότητα του βασιλικού ‘φίλου’, εκτός από τιμητικός τίτλος, υπήρξε και ως θεσμικός ρόλος, αφού οι ελληνιστικοί διάδοχοι συνέχισαν να συγκαλούν συμβούλια των ‘φίλων’. Η ανώτατη βαθμίδα φίλων είχε έδρα το βασιλικό συμβούλιο που τους επέτρεπε να έχουν προσωπική επαφή με το βασιλιά σε συχνή βάση και έτσι να ασκούν επηρροή σε σημαντικά πολιτικά θέματα. Στις αυλές των Αργεαδών, Αντιγονιδών και Σελευκιδών τα μέλη του συμβουλίου ήταν στρατιωτικοί ηγέτες πάνω από όλα. Το συμβούλιο ασκούσε συμβουλευτικό ρόλο στο βασιλιά σε θέματα πολέμου και εξωτερικών διπλωματικών σχέσεων. Στο Πτολεμαϊκό βασίλειο, σε πολλές περιπτώσιες το συμβούλιο αναλάμβανε τις κρατικές υποθέσεις της μοναρχίας στο όνομα του μικρής ηλικίας διαδόχου, αφού πολλές φορές κάποιο μέλος του συμβουλίου αναλάμβανε ‘επίτροπος΄(φύλακας) του παιδού-βασιλιά. Όμως η δύναμη του συμβουλίου παραμένει ανεπίσημη. Στις ιστορικές πηγές αναφέρεται ως το μόνο πολύ σημαντικό συλλογικό σώμα στα ελληνιστικά βασίλεια, όμως απουσιάζει από τις επιγραφές. Μια βασική αξία στους συμετέχοντες ‘φίλους’ του συνεδρίου ήταν η ‘παρρησία’, ένα αριστοκρατικό ιδεώδες και κεντρικό αξίωμα στο ηθικό υπόβαθρο της ‘φιλίας’.

Βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης και του πολιτισμού της ελληνιστικής μοναρχικής αυλής ήταν η πολυπληθισμιακότητα και η ενσωμάτωση στοιχείων διαφορετικής εθνικής και πολιτισμικής υπόστασης. Μετά το τελική νίκη επί του Δαρείου, ο Αλέξανδρος ενσωμάτωσε στοιχεία των Αχαιμενιδών στη βασιλική αυλή του με σκοπό να την καταστήσει οικουμενική (π.χ. καθιέρωση της χιλιαρχίας ως συνέχεια του αξιώματος hazarpat των Αχαιμενιδών). Μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα (331) ο Αλέξανδρος προώθησε επίσης Πέρσες σε εανώτερες θέσεις, όπως τον αδελφό του Δαρείου Οξυάθρη και τον μεγιστάνα των Αχαιμενιδών Μαζαίο που έγινε σατράπης της Βαβυλονίας. Τους δόθηκε δε το δικαίωμα να αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘συγγενείς’ του βασιλιά, ένα τιμητικό τίτλο που ήταν σε χρήση και στην αυλή των Αχαιμενιδών, και είχαν δικαίωμα να χαιρετούν το βασιλιά με ασπασμό. Στην εποχή των διαδόχων, ο Σέλευκος Νικάτωρ είχε άριστες σχέσεις με τους Πέρσες ευγενείς και ο αριθμός τους στη βασιλική αυλή πρέπει να ήταν σημαντικός. Γενικότερα, οι επίσημοι ‘φίλοι’ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων υπήρξαν Έλληνες ή άνθρωποι οι οποίοι καλλιέργησαν μια ελληνική ταυτότητα μέσω της πρόσληψης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. Οι καλές σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες αποτελούσαν απόρροια των επιγαμιών με μέλη ήσσονων Ιρανικών δυναστειών, μιας γενικότερα διευρυμένης πρακτικής της ελληνιστικής μοναρχίας με σκοπό τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων για τη δημιουργία συμμαχιών· έτσι συχνή ήταν οι σύναψη γάμων βασιλέων με κόρες τοπικών ηγετών αλλά και γάμοι μεταξύ δυναστειών.

Γενικότερα, ο ελληνιστικός θεσμός των ‘φίλων’ εγγράφεται στο πλαίσιο της ελληνικής παράδοσης της‘φιλοξενίας’ ή ‘ξενίας’, ένα είδος διαδραστικής τελετουργικής διαπροσωπικής σχέσης που συνήθως μεταφράζεται ως ‘φιλοξενία επισκεπτών’ και η οποία ήταν αέναη και βασίζονταν στην διαδοχή κατά αρεννογονία. Ένα ανεπτυγμένο δίκτυο ‘φιλοξενίας επισκεπτών’ συνέδεε τις βασιλικές οικογένειες έμεσα με τις ολιγαρχικές οικογένειες των πόλεων, δημιουργώντας υπερεθνικά δίκτυα ελίτ. Οι φίλοι δρούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του βασιλιά και των πόλεων καταγωγής τους καταστώντας το θεσμό ως οργανικό κομμάτι της εσωτερικής αλλά και εξωτερικής μοναρχικής πολιτικής.

Το ‘βασιλικό συμπόσιο’ που λάμβανε χώρα στο παλάτι αποτελούσε θεμελιακό θεσμό της ελληνιστικής μοναρχίας, ένα τελετουργικό ύμνο στην κοινωνική ζωή του στενού περίγυρου του βασιλιά και των επισκεπτών-φιλοξενούμενων του, και απευθύνονταν συχνά σε εκατοντάδες ανθρώπων. Συνδυάζοντας την ομηρική παράδοση της κοινωνικής ζωής, το ηρωϊκό ιδεώδες που προωθούσε την συμμετοχή των αφηρωϊσμώνων νεκρών στα λεγόμενα ΄νεκρικά δείπνα’, τη μύηση της βασιλικής οικογένειας και του στενού περιβάλλοντος τους στα ορφικο-βακχικά μυστήρια που εξέφραζαν την προσδοκία της μετά θάνατον σωτηρίας της ψυχής μέσω της συμμετοχής στην οινοποσία των αιώνιων συμπόσιων των Ηλυσίων πεδίων που προορίζονταν για τους μύστες του Διονύσου, και ανερχόμενα σε ιδεώδες της κοινωνικής ζωής μέσα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, τα βασιλικά συμπόσια αποτελούσαν θεσμό επίδειξης πλούτου, πολιτικής δύναμης, κοινωνικής ισχύος και αλληλεγγύης του βασιλιά προς τον περίγυρό του [7]. Η διεξαγωγή των συμποσίων στο βασιλικό ανάκτορο του Φιλίππου στις Αιγές, μέσα σε ειδικά διαμορφωμένο πολυτελές περιβάλλον και με χρήση εντυπωσιακών επίπλων και περίτεχνων συμποσιακών σκευών αποτέλεσε την πεμπτουσία της πολιτισμένης ταυτότητας της μοναρχικής αυλής και έτσι πέρασε και στις αυλές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων [8]. Αναπόσπαστο στοιχείο των βασιλικών συμποσίων, εκτός από την προσφορά οίνου και τροφής, ήταν η διέγερση του νου και του πνεύματος που προσέφερε το φιλοσοφικό ιδεώδες, καθώς –εκτός από κορυφαίους μουσικούς, ηθοποιούς και ποιητές – στα συμπόσια συμμετείχαν κορυφαίοι διανοούμενοι της εποχής τους. Τα συμπόσια του Αντίγονου Β’ έμειναν περίφημα για τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις/συζητήσεις, ενώ ο Μυθριδάτης Δ’ του Πόντου, περιτρυγιρισμένος από ποιητές και φιλοσόφους, μετέτρεψε τα βασιλικά συμπόσια σε σεμινάρια. Γενικότερα, τα συμπόσια επέτρεπαν στο βασιλιά να εμφανιστεί με περισσότερο φιλική και ανοιχτή συμπεριφορά με τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του και να διατηρήσει αγαστές σχέσεις με τους ντόπιους στρατιωτικούς ηγέτες.

Γενικότερα, η προώθηση αυτών που είχαν δικαίωμα στην κατοχή τίτλων και αξιωμάτων λόγω ευγενικής καταγωγής ή κοινωνικής υπεροχής - των ευνοούμενων δηλαδή του βασιλιά- αποτέλεσε βασική αρχή της ελληνιστικής μοναρχίας. Σε αυτό συνέτεινε η διάρθρωση αυστηρής ιεραρχίας στη βασιλική αυλή, με την απονομή τίτλων που συνοδεύονταν συνήθως από υλικά δώρα (πορφυρά ρούχα, χρυσά στεφάνια ή εξαρτήματα ιπποσκευής), με σκοπό να προσδίδουν την υψηλή θέση και το κύρος του τιμώμενου στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Οι περισσότερες πληροφορίες για το εκλεπτυσμένο σύστημα απονομής τίτλων της Πτολεμαϊκής αυλής του 2ου αι. π.Χ. μιλούν για απονομή ‘τιμητικών τίτλων’ και ‘τίτλων λειτουργικής χρήσης’ με αληθινό αντίκρισμα στις λειτουργίες της αυλής, ενώ οι Σελευκίδες ακολούθησαν ένα λιγότερο εκλεπτυσμένο σύστημα. Αναλυτικά, στις παραπάνω αυλές ο τίτλος ‘φίλος’ ήταν στη βάση της σύνθετης υφής των τιμητικών τίτλων, ενώ μετά το 200 π.Χ. εμφανίζονται και οι τίτλοι ‘πρώτος φίλος’ και ‘επίτιμος φίλος’. Στην κατηγορία των τίτλων με πραγματιστική ισχύ της Πτολεμαϊκή αυλής, ο ανώτατος τιμώμενος ήταν ο ‘διοικητής’, αρχι-οικονόμος της αυλής και ‘υπουργός οικονομικών’ της Αιγύπτου. Οι Αντιγονίδες, με τη σειρά τους, χαρακτηρίζονταν από εμμονή στους πατροπαράδοτους τίτλους ‘σύντροφος’ και ‘συγγενής’ που μαρτυρούν ότι ο τιτλούχος είχε υπάρξει ‘βασιλικός παις’ μαζί με το βασιλιά.

Η ανταλλαγή δώρων και διευκολύνσεων (‘χάριτες’) αποτελούσε κλειδί για τη δημιουργία και τη διατήρηση δεσμών μεταξύ βασιλιά και ‘φίλων’ και συνδέονταν με τη βασιλική αρετή της γενναιοδωρίας που αποτελούσε θεμέλιο λίθο του θεσμού της ευεργεσίας που ο μονάρχης επέδειχνε προς το περιβάλλον του. Το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να χαρίσει ο βασιλιάς ήταν γη. Η διάθεση γεωτεμαχίων με κτήρια, καλλιεργητές και σκλάβους, προσέδιδαν στους ‘φίλους’ την δυνατότητα κύρους και σταθερού εισοδήματος. Η ανταλλαγή δώρων ήταν κλειδί στη δημιουργία και την επίδειξη εκλεπτυσμένων κοινωνικών σχέσεων και αποτελούσε ύψιστη τελετουργική διαδικασία, αφού το να ευνοηθεί κάποιος από το βασιλιά με την απονομή δώρων αποτελούσε ύψιστη τιμή και ανέβαζε το κύρος του. Το βασιλικό δώρο λειτουργούσε ως σύμβολο-υπενθύμιση του δεσμού της ‘ξενίας’. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούσαν και οι σχέσεις μεταξύ βασιλιά και πόλεων του βασιλείου του, και χαρακτηρίζονταν από αμοιβαία ανταλλαγή δώρων και τιμών.

Η εφαρμογή του ελληνιστικού θεσμού της ευεργεσίας στις σχέσεις μονάρχη και επιμέρους πόλεων αποτέλεσε σταθερό σημείο έκφρασης της μοναρχικής εξουσίας, αφού η διατήρηση καλών σχέσεων με τις κοινότητες των υπηκόων του βασιλείου αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την ομαλή εκτέλεση της βασιλικής πολιτικής. Οι πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων ήταν κατά κανόνα ‘ελεύθερες’ από άμεση μοναρχική κυριαρχία και ‘αυτόνομες΄, ενώ η μοναρχία επεδίωκε συστηματική και ειρηνική συνεργασία με τις αστικές ελίτ. Έτσι, ο μονάρχης εκτός από επίσημη ελευθερία και αυτονομία, συχνά χορηγούσε απαλλαγή από φόρους, βοηθούσε στρατιωτικά και αμυντικά τις πόλεις με διάθεση στρατού για την προστασία από εχθρούς και υλική βοήθεια για την κατασκευή/επιδιόρθωση των τειχών, χρηματοδοτούσε την κατασκευή δημόσιων κτιρίων και συνέδραμε υλικά στην εκτέλεση της δημόσιας εκπαίδευσης. Γενικά η ελληνιστική μοναρχία αναζητούσε ένα βασιλιά να προωθεί το καλό, να διαθέτει τη δύναμή του για το καλό όλων, και έτσι η μοναρχία έγινε –κατά τα θεωρητικώς λεγόμενα του Δημήτριου Β’ μια ‘ένδοξη μορφή παροχής υπηρεσιών’, με το βασιλιά να λαμβάνει συνεχώς φροντίδα για το κοινό καλό. Γενικότερα, οι σχέσεις ενός ελληνιστικού μονάρχη με κάθε πόλη του βασιλείου αποτελούσαν στοιχεία ενός περίπλοκου και μεταβλητού μηχανισμού ισορροπίας

Στα πλαίσια πάντα του θεσμού της ευεργεσίας, οι πόλεις προσέφεραν ανταμοιβή ως ανταπόδοση των βασιλικών ευεργεσιών, ψηφίζοντας με τη σειρά τους απόδοση τιμών προς το πρόσωπο του βασιλιά που διεκδικούσε και κέρδιζε επάξια τον τίτλο του ‘Σωτήρα’. Οι ενέργειες αυτές οδηγούσαν συχνά στην απόδοση ηρωϊκών αλλά και ‘ισόθεων’ τιμών στο βασιλιά, με προσφορά οργανωμένης λατρείας (λατρευτικά αγάλματα, ιερό, βωμοί, ιερέας, θυσία, αρώματα, ετήσια γιορτή) που λάμβανε χώρα συχνά σε ετήσια βάση [9].

Γενικότερα, ο θεσμικός ρόλος του ελληνιστικού μονάρχη ήταν σε άρρηκτα συνδεδεμένος με τους θεούς. Καταρχήν οι βασιλείς διακρίνονταν για τη θεϊκή καταγωγή τους (‘διογενείς’ βασιλείς) ή υπάγονταν στη θεϊκή προστασία. Οι Ατταλίδες, για παράδειγμα ανέπτυξαν ειδική σχέση με την Αθηνά Νικηφόρο, οι Σελευκίδες διακύρρηταν την εδική προστασία του Απόλλωνα της Μιλήτου, και το ίδιο έκαναν και οι τοπικές δυναστείες - οι Μυθριδάτες βασιλείς του Πόντου διακύρρηταν την προστασία του Δία Στράτιου. Κατ’επέκταση η εφαρμοστική δυναμική του θεσμού της ευεργεσίας επέκτεινε τις δυνατότητες της σχέσης με το θείο, τοποθετώντας το μονάρχη σε παρόμοια θέση με τους θεούς με την προσφορά ‘ισόθεων’ τιμών που συμπεριλάμβαναν ενίοτε και συγκατοίκηση με τους θεούς μέσα στον φυσικό τους οίκο, το ναό (‘σύνναοι θεοί’). Έτσι, η βασιλική λατρεία με αποδέκτη το πρόσωπο του μονάρχη αποτέλεσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνιστικής μοναρχίας, δίνοντας την ευκαιρία στους βασιλείς να γίνουν μέλη των τοπικών λατρευτικών πανθέων. Βέβαια, πέρα από την προσφορά βασιλικής λατρείας εκ μέρους των πόλεων, η ίδρυσή της μπορούσε να προέλθει και με πρωτοβουλία των μοναρχών. Στην περίπτωση των Πτολεμαίων μάλιστα, η εγκαθίδρυση της λατρείας του βασιλικού ζεύγους (‘θεοί αδελφοί’) από μοναρχική πρωτοβουλία ακολουθεί –μέσα στα πλαίσια του ανεπτυγμένου θρησκευτικού συγκριτισμού των Πτολεμαίων - αφενός τα αιγυπτιακά πρότυπα των θεοποιημένων Φαραώ και αφετέρου έπεται ως φυσικό επακόλουθο της θεοποίησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το σώμα του οποίου φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο διπλή νομιμοποίηση μιας δυναστικής διαδοχής οικουμενικού συγκριτιστικού τύπου [10].

Ο ρόλος του ελληνιστικού μονάρχη στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους χαρακτηριζόταν από αυξημένη επικοινωνιακή τεχνική, αφού ακροαζόταν τις τοπικές ανάγκες και επέβλεπε με αίσθημα δικαιοσύνης και σε βάθος χρόνου πραγματογνωμοσύνες για την τέλεση των αποφάσεων του· ο λόγος και η θέληση του κοινοποιούνταν γραπτά στους επιτελείς επιφορτισμένους με την εσωτερική διοίκηση του κράτους και κατ’επέκταση στους υπηκόους μέσω των βασιλικών επιστολών που επιλαμβάνονταν εξειδικευμένες υποθέσεις και είχαν χαρακτήρα εκπαιδευτικό και ενίοτε επιπληκτικό. Επίσης τα βασιλικά ΄διαγράμματα’, κοινοποιούσαν τις βασιλικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.

Αντιγονίδες

Η δυναστεία των Αντιγονιδών βασιλέων ηγήθηκε του παλαιού Μακεδονικού βασιλείου και των νέων περιοχών του για δύο περίπου αιώνες, από το 294 π.Χ. μέχρι και την κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ.

Ιδρυτής της δυναστείας υπήρξε ο Αντίγονος Α’ Μονόφθαλμος, σύντροφος του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και μετέπειτα στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην εκστρατεία στην Ανατολή. Μετά το θάνατο του τελευταίου το 323 π.Χ., ο Αντίγονος διορίστηκε σατράπης της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Φρυγίας και έτσι ανέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας και της Συρίας. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο 322-301 π.Χ. έλαβε μέρος στους επάλληλους πολέμους μεταξύ των διαδόχων, προσπαθώντας να επεκτείνει το κράτος του στην κυρίως Μακεδονία αλλά και την Ασία.

Σε πολλές από τις μάχες αυτές πολέμησε μαζί με το γιο του Δημήτριο Πολιορκητή (337-283 π.Χ.) που διακρίθηκε πολλάκις για τις μεγάλες και οργανωμένες του στρατιωτικές επιχειρήσεις και εκστρατείες, όπως για παράδειγμα η επιχείρησή του, με σκοπό να απελευθερώσει τις πόλεις της νοτίου Ελλάδας από τις φρουρές του Κασσάνδρου και του Πολυπέρχοντα. Έτσι, το (Το) 307 π.Χ., ο Δημήτριος απελευθερώνει την Αθήνα και τα βόρεια προπύργιά της από τον Κάσσανδρο, ενώ λίγο αργότερα ελευθερώνει και τη Χαλκίδα από τους Βοιωτούς και τον Κάσσανδρο. Για τις νίκες του αυτές τιμήθηκε με εξέχουσες τιμές από τους Αθηναίους, ο υπερβάλλοντας ζήλος των οποίων δημιούργησε παρεμβατικότητα στους πάτριους θρησκευτικούς κανόνες –του παραχωρήθηκε για παράδειγμα ο οπισθόδομος του Παρθενώνα για ιδιωτική κατοικία και χρήση- που σε συνδυασμό με την εκκεντρική –όπως περιγράφεται- ζωή του Δημητρίου προκάλεσε ποικίλα αρνητικά σχόλια σύγχρονων και μεταγενέστερων ιστορικών συγγραφέων. Ο Δημήτριος συνέχισε τις νίκες του κατά των υπόλοιπων διαδόχων και, το 306 π.Χ., κατέλαβε την Κύπρο νικώντας το στόλο του Πτολεμαίου της Αιγύπτου και ανακηρύχθηκε μαζί με τον πατέρα του Αντίγονο ‘βασιλέας’.

Επίσης, στα δύο επόμενα χρόνια, η ισχυρή και τεχνολογικά προηγμένη πολιορκία της Ρόδου με πρωτοπόρες πολιορκητικές μηχανές προσδίδει επίσης στο Δημήτριο το επίθετο ΄Πολιορκητής’. Στη συνέχεια, το 303 π.Χ., αφού απέπεμψε τη φρουρά του Πτολεμαίου από τη Σικυώνα της Πελοποννήσου την οποία επανίδρυσε και ονόμασε Δημητριάδα, έθεσε υπό τον έλεγχό του και την Κόρινθο.

Μετά το θάνατό του Αντιγόνου Μονόφθαλμου στη μάχη των διαδόχων στην Ιψό, το 301 π.Χ., το κράτος του κατατεμαχίζεται, αφού η Μικρά Ασία και η Ασία περνούν στον έλεγχο του Λυσιμάχου και του Σελεύκου αντίστοιχα.

Ο Δημήτριος Πολιορκητής καταφέρνει να κρατήσει στην εξουσία του τμήματα του ελλαδικού χώρου και να θέσει και πάλι την Αθήνα υπό τη σφαίρα της επιρροής του, ενώ στη συνέχεια, το 294 π.Χ., αποσπά τα εδάφη της Μακεδονίας από τους γιους του Κασσάνδρου Αλέξανδρο και Αντίπατρο και τελικά στέφεται βασιλιάς της Μακεδονίας, το 294 π.Χ. Το βασίλειό του περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας, της Αττικής και της Πελοποννήσου, αλλά και τη Θεσσαλία. Την περίοδο αυτή ίδρυσε στο μεγαλύτερο θεσσαλικό λιμάνι της στον Παγασητικό κόλπο τη θεσσαλική (επανάληψη) Δημητριάδα, η οποία μαζί με τη Χαλκίδα και την Κόρινθο αποτέλεσαν τα μεγάλα εκείνα λιμάνια του ελληνικού χώρου που προσέφεραν ασφαλή καταφύγια και ευκολία επεμβάσεων για το μακεδονικό πολεμικό στόλο σε όλο το Αιγαίο. Η Δημητριάδα της Θεσσαλίας αποτέλεσε δεύτερο βασίλειον –βασιλική πρωτεύουσα δηλαδή με ανάκτορο- της δυναστείας των Αντιγονιδών.

Μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης ο Δημήτριος Πολιορκητής χάνει το θρόνο από τους ανταγωνιστές του Λυσίμαχο και Πύρρο και εκστρατεύει στη Μικρά Ασία (287-285 π.Χ.). Εκεί, μετά από επάλληλες συρράξεις ενάντια στους υπόλοιπους διαδόχους, ο ευφυής και δυναμικός αυτός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης παραδόθηκε τελικά στο Σέλευκο Νικάτορα και πέθανε μετά από πολυετή αιχμαλωσία, το 283 π.Χ.

Ο γιος του Δημήτριου Πολιορκητή και διάδοχός του στο μακεδονικό θρόνο, ο Αντίγονος Β’ Γονατάς (319-239 π.Χ.), έθαψε με τιμές τον πατέρα του στη θεσσαλική Δημητριάδα, όπου αποδόθηκαν και στους δύο λατρευτικές τιμές κτιστών. Στην ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε, ο Αντίγονος προσπάθησε και κατάφερε να διαφυλάξει τα εδάφη των Αντιγονιδών αντιμετωπίζοντας τις εισβολές των Γαλατών, του Πύρρου της Ηπείρου αλλά και των Αιτωλών και κυριαρχώντας επίσης επί των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, ενώ συμμετείχε και στους Συριακούς πολέμους εναντίον του Πτολεμαίου.

Εκτός από τις στρατιωτικές του επιτυχίες, ο Αντίγονος διακρίθηκε και για την πνευματική του καλλιέργεια. Στην εποχή του, η μακεδονική αυλή συγκεντρώνει, για πρώτη φορά μετά την εποχή του Αρχελάου και του Φιλίππου Β΄, ανθρώπους των γραμμάτων και του πνεύματος, όπως ο ποιητής Άρατος, ο ειδικευμένος στα επιγράμματα Ποσείδιππος και ο φιλόσοφος Μενέδημος από την Ερέτρια.

Μετά το θάνατο του Αντιγόνου, στο θρόνο των Αντιγονιδών ανήλθε ο γιος του Δημήτριος Β΄Αιτωλικός (276-229 π.Χ.) για τη δεκαετία 239-229 π.Χ. Χαρακτηριστικό της βασιλείας του ήταν η συνέχιση της πολιτικής του πατέρας του, διατηρώντας (όχι μετοχή) καλές σχέσεις με τους επιμέρους ηγεμόνες των Πελοποννησιακών πόλεων, αλλά και οι μακροχρόνιες συγκρούσεις τους με την Αιτωλική και (την) Αχαϊκή Συμπολιτεία. Συνεχίζοντας την μακεδονική πολιτική των επιγαμιών των προκατόχων του, ο Δημήτριος συνήψε αρκετούς διπλωματικούς γάμους, όπως με τη χήρα του κυβερνήτη της Κορίνθου Νίκαια και την πριγκίπισσα των Σελευκιδών Στρατονίκη.

Μετά το θάνατο του Δημητρίου, τη διακυβέρνηση του κράτους των Αντιγονιδών αναλαμβάνει -αρχικά ως αντιβασιλέας και αρχιστράτηγος και κατόπιν ως βασιλιάς κατά την περίοδο 229-221 π.Χ.- ο εξάδελφός του και επίσης εγγονός του Δημητρίου Πολιορκητή, ο Αντίγονος Γ’ Δώσων (263-221 π.Χ.). Ο Αντίγονος ουσιαστικά αποτέλεσε επίτροπο του ανήλικου κληρονόμου του βασιλικού θρόνου Φιλίππου Ε’. Στα χρόνια της βασιλείας του είχε να αντιμετωπίσει τις παρεμβάσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, την αποστασία θεσσαλικών πόλων και την αποσταθεροποίηση της Πελοποννήσου, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει μια ευρύτατη συμμαχία με τις περιοχές της Αχαίας, Βοιωτίας, Φωκίδας, Ακαρνανίας και Θεσσαλίας που νίκησε τους Σπαρτιάτες και επανέφερε την Πελοπόννησο στον πλήρη έλεγχο των Μακεδόνων.

Το 221 π.Χ., μετά το θάνατο του Αντιγόνου Δώσονα, τον διαδέχεται ο Φίλιππος Ε’ και κατά την περίοδο 320-317 π.Χ. ηγείται της συμμαχίας που δημιούργησε ο προκάτοχος του ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία που λυμαίνονταν περιοχές της Φωκίδας και Βοιωτίας. Καταφέρνει και καταστρέφει το Θέρμο, την πρωτεύουσα των Αιτωλών, και έρχεται πλέον αντιμέτωπος κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο με τη νέα δύναμη που εμπλέκεται πλέον ενεργά στην ελληνική πραγματικότητα, τους Ρωμαίους. Το 197 π.Χ., με τη μάχη στις Κυνός Κεφαλαί ο Φίλιππος ηττάται από το Ρωμαίο Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο και αναγκάζεται να υπογράψει ειρήνη και συμμαχία με τους αντιπάλους του.

Το 179 π.Χ., ο Φίλιππος πεθαίνει και η δυναστεία των Αντιγονιδών κλείνει τον κύκλο ζωής της με το γιο του τελευταίου, τον Περσέα (212-162 π.Χ.), τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας (179-168 π.Χ.). Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του να αποτρέψει την ολοκληρωτική κυριαρχία των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο, που περιελάμβαναν και την αποκατάσταση της εσωτερικής ηρεμίας, την ενίσχυση της οικονομίας του κράτους, τον επαναπατρισμό των εξόριστων και παραγραφή χρεών, γεγονός που τον κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλή στους πολίτες υποδαυλίζοντας τα αντιρωμαϊκά συναισθήματά τους. Έτσι, η Μακεδονία και η Ρώμη οδηγήθηκαν στον Τρίτο Μακεδονικό πόλεμο (171-168 π.Χ.), όπου η ήττα του Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) σηματοδότησε, εκτός από το τέλος της μακεδονικής δυναστείας των Αντιγονιδών, και το τέλος της μακεδονικής κυριαρχίας στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Αντιγονιδών, το βασίλειο της Μακεδονίας επέδειξε ιδιαίτερη στρατιωτική ισχύ και οικονομική ευημερία διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο και τις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ η εξωτερική τους πολιτική επεκτεινόταν σε όλο τον το Αιγαιακό κόσμο. Συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες συντελούσαν ανάλογα ώστε οι επαφές τους με τα γειτονικά βασίλεια των άλλων Διαδόχων: με τους Σελευκίδες, τους Πτολεμαίους, το Λυσίμαχο, το Βασίλειο της Ηπείρου και τις πόλεις - κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας να διέπονται από περιόδους πολέμου αλλά και διπλωματικών επαφών, που σφραγίζονταν από συμμαχίες και επιγαμίες.

Στο εσωτερικό του κράτους στον ελλαδικό χώρο, το οικιστικό τοπίο εμπλουτίστηκε με την ίδρυση και επανίδρυση μεγάλων πόλεων που ακολούθησαν τα πρότυπα τις ελληνιστικής οικουμένης στην εκλογίκευση του χώρου και την χρηματοδότηση μνημειακών δημόσιων οικοδομημάτων, ναών και ιδιωτικών οικιών που θα φιλοξενούσαν τους ντόπιους Έλληνες αλλά και τους ξένους επισκέπτες (στρατιώτες, εμπόρους, ναυτικούς, κλπ) από την Ασία και τη βόρεια Αφρική που μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άρχισαν με τη σειρά τους να συρρέουν ως προσωρινοί επισκέπτες ή και να εγκαθίστανται στα μεγάλα κέντρα του ελλαδικού χώρου.

Μετά το Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, οι Αντιγονίδες ηγεμόνες όχι μόνο συνέχισαν να διαδίδουν τις μακεδονικές πολιτικές και θρησκευτικές παραδόσεις τους σε ολόκληρο των αιγαιακό χώρο, αλλά σεβάστηκαν επίσης και επηρεάστηκαν από τις επιμέρους τοπικές ιδιαιτερότητες, ενώ τέλος αφομοίωσαν στις κτίσεις τους με άριστο τρόπο την πολυπολιτισμική κληρονομιά του οικουμενικού κόσμου που τους κληροδότησε ο Μέγας Αλέξανδρος. Για τους παραπάνω λόγους, είναι φανερό ότι οι Αντιγονίδες εξέλιξαν τον παραδοσιακό θεσμό των μακεδόνων βασιλέων και αποτέλεσαν μια ελληνιστική δυναστεία ηγεμόνων οικουμενικού τύπου στην ηπειρωτική Ελλάδα και τον αιγαιακό κόσμο.

Δημήτριος Πολιορκητής

Ο Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής (336 - 283 π.Χ.) ήταν γιος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντίγονου Α’ Μονόφθαλμου και της Στρατονίκης, κόρης του ευγενούς Μακεδόνα Κoρράγου.

Ο Δημήτριος αρχικά ως στρατιωτικός ηγέτης και έπειτα ως βασιλιάς της Μακεδονίας πρωτοστάτησε στις πολεμικές αναμετρήσεις ων διαδόχων για την κυριαρχία στην Ηπειρωτική Ελλάδα και το αιγαιακό κόσμο. Η στρατιωτική του ευφυία και η ικανότητά του στην πολιορκητική τέχνη και την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών που προσέδωσαν την επωνυμία ‘Πολιορκητής’.

Ο Δημήτριος ο Α΄, αφού έλαβε σε νεαρή ηλικία την παιδεία που άρμοζε στους ευγενείς της ηλικίας του συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής τέχνης, στη συνέχεια διακρίθηκε σε πολλά πεδία μαχών, αρχικά με τον πατέρα του Αντίγονο, στις εκστρατείες του τελευταίου κατά τους πολέμους των διαδόχων στη Μικρά Ασία. Αφού, το 321 π.Χ., στην επαναδιανομή της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Τριπαράδεισον της Συρίας, ο Αντίγονος ορίστηκε στρατηγός αυτοκράτωρ της Ασίας και απέκτησε τον αποκλειστικό έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της κεντρικής Μικράς Ασίας, στον πόλεμο των διαδόχων κατά την δεύτερη αναμέτρηση των διαδόχων στην περίοδο 319 – 315 π.Χ. στράφηκε στη Μηδία εναντίον των στρατευμάτων του Ευμένους· στην εκστρατεία αυτή που κατέστησε τον Αντίγονο κυρίαρχο των Άνω Σατραπειών και υποψήφιο πρωταγωνιστή της ανασυγκρότησης του οικουμενικού κράτους του Αλεξάνδρου, συμμετείχε ο Δημήτριος σε ηλικία περίπου είκοσι ετών. Την πρώτη του όμως αυτόνομη συμμετοχή στις συρράξεις της Ασίας ανέλαβε κατά τον τρίτο πόλεμο των διαδόχων, που έφερε τον Αντίγονο αντιμέτωπο με τους Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο, αναλαμβάνοντας την υπεράσπισής των συμφερόντων του Αντιγόνου ενάντια στον Πτολεμαίο. Ο Δημήτριος τότε ηγήθηκε, σε ηλικία μόλις 22 χρόνων, στρατιωτικής δύναμης που αποτελούνταν από 10.000 μισθοφόρους, 2.000 Μακεδόνες, 5.000 Λύκιους και Πάμφυλους, 4.000 Πέρσες τοξότες και σφενδονίτες, 5.000 ιππείς και 43 ελέφαντες.

Αν και στην πρώτη αναμέτρηση στη Γάζα (312 π.Χ.) νίκησε ο εμπειρότερος στα στρατιωτικά πεδία Πτολεμαίος, ο Δημήτριος κατόρθωσε να του επιβληθεί λίγο αργότερα στην Κοίλη Συρία και να βαδίσει –με εντολή του πατέρα του- προς τη Βαβυλώνα, όπου και εγκατέστησε φρουρά. Τελικά, μέχρι το τέλος του 311 π.Χ. οι Κάσσανδρος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος υπέγραψαν συνθήκη ανακωχής με τον Αντίγονο θέτοντας τέρμα στον τρίτο πόλεμο των Διαδόχων. Στον Αντίγονο και το Δημήτριο αποδόθηκαν όλες οι κτήσεις της Ασίας, ενώ οι ελληνικές πόλεις θα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Στη συνέχεια όμως οι διαμάχες συνεχίστηκαν και ο Δημήτριος αρχικά στάλθηκε στην Κιλικία (310 π.Χ.) όπου νίκησε τους στρατηγούς του Πτολεμαίου.

Το 307 π.Χ. ο Δημήτριος έλαβε από τον πατέρα του ισχυρότατο στόλο και στρατεύματα - 250 πλοία και 5.000 ασημένια τάλαντα κατά τον Πλούταρχο - προκειμένου να αποσπάσει την ηπειρωτική Ελλάδα από την επιρροή του Κάσσανδρου και του Πτολεμαίου, με πρώτο στόχο την Αθήνα που διοικούνταν από τον φιλόσοφο και πολιτικό Δημήτριο τον Φαληρέα. Μετά από πολιορκία δύο ημερών έλαβε την πόλη υπό την κατοχή του επαναφέροντας το παλιό δημοκρατικό της πολίτευμα, γεγονός που προκάλεσε τις ένθερμες αντιδράσεις των Αθηναίων και τις ειδικές τιμές που αποδόθηκαν στο πρόσωπό του και στον πατέρα του Αντίγονο. Συγκεκριμένα, ψηφίστηκε η ανέγερση χρυσών αγαλμάτων του Δημητρίου και του Αντίγονου και η απόδοση σε αυτούς δύο χρυσών στεμμάτων, ανεγέρθηκε βωμός προς τιμήν των «Σωτήρων» και διεξαγωγή (διεξήχθησαν) ετήσιες εορτές και θυσίες, ενώ προστέθηκαν και δύο ομώνυμές τους φυλές στις ήδη υπάρχουσες δέκα, ενώ τα πορτραί(έ)τα τους υφάνθηκαν στον πέπλο του αγάλματος της Αθηνάς Παλλάδας.

Ο Δημήτριος ο Α΄ αρχικά είχε παντρευτεί τη μεγαλύτερή του σε ηλικία Φίλα, κόρη του Μακεδόνα Αντιπάτρου, από την οποία απέκτησε τη Στρατονίκη, μετέπειτα σύζυγο του Σέλευκου, και τον Αντίγονο Γονατά. Στην Αθήνα όμως, στα πλαίσια (ενικός) των πατροπαράδοτων μακεδονικών επιγαμιών ο Δημήτριος νυμφεύτηκε και την Αθηναία Ευρυδίκη, απόγονο του στρατηγού Μιλτιάδη, από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κόρραγο. Στη συνέχεια της ζωής του νυμφεύτηκε άλλες τρεις γυναίκες, ενώ παραδίδονται από τον Πλούταρχο και οι άφθονες περιπέτειές του με ονομαστές εταίρες της εποχής και με γυναίκες ελευθέρων ηθών, όπως η Λέαιανα, η Αντικύρα και η Λάμια, γεγονός που επέσυρε κριτική στο πρόσωπό του.

Το 306 π.Χ. ο Αντίγονος ανέθεσε στο Δημήτριο την κατάληψη της Κύπρου που βρίσκονταν στον έλεγχο του Πτολεμαίου. Εκεί ο Δημήτριος επέδειξε την πολεμική του ανωτερότητα χρησιμοποιώντας καινοτόμα τεχνολογικά μέσα – την περίφημη «ελέπολιν», ένα είδος πολιορκητικού πύργου με ρόδες, πανύψηλου και εξοπλισμένου με καταπέλτες και βαλλίστρες κάθε είδους- στον τομέα της πολιορκητικής τέχνης (σύνταξη). Ταυτόχρονα ηγήθηκε της νικηφόρας επιχείρησης στόλου ενισχυμένου με βαλλιστικές μηχανές, πετροβόλους και καταπέλτες στις πλώρες στην περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου. Στη συνέχεια έθεσε υπό τον έλεγχό του όλες τις πόλεις του νησιού, στρατολογώντας σύμφωνα με το Διόδωρο για το στρατό του 16.000 πεζούς και 600 ιππείς, ενώ δώρισε στους Αθηναίους, που τον είχαν ενισχύσει στρατιωτικά, 1.200 πανοπλίες από τα λάφυρα. Έτσι, με την απόσυρση του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο, οι Αντιγονίδες κέρδισαν τον έλεγχο και στο νότιο Αιγαίο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, με τον πατέρα του Δημητρίου να ανακηρύσσεται ‘βασιλιάς’.

Αμέσως μετά, ο Δημήτριος ανέλαβε την στρατηγία (ηγεσία) του στόλου στη στρατιωτική επιχείρηση του πατέρα του ενάντια στον Πτολεμαίο στη βάση του, την Αίγυπτο, η οποία όπως (όμως) έληξε άδοξα με υποχώρηση των στρατευμάτων εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών. Στη συνέχεια, την περίοδο 305-304 π.Χ., στράφηκε ενάντια των Ροδίων που είχαν συνάψει συμμαχία και εμπορικές δραστηριότητες με τον Πτολεμαίο και εφάρμοσε εξοντωτική πολιορκία του νησιού τους, με ένα εντυπωσιακό στόλο αποτελούμενο από 200 πολεμικά πλοία και 40.000 στρατιώτες, εκτός των ιππέων, αλλά και (με τη) συνδρομή μιας αξιόλογης δύναμης πειρατών. Ακολούθησε δριμύτατη πολιορκία της πόλεως της Ρόδου με εξελιγμένες πολιορκητικές μηχανές που επιχειρούσαν φορτωμένες πάνω σε πλοία. Μετά από προσπάθειες μηνών, το 304 π.Χ., ο Δημήτριος αποφάσισε να μεταφέρει τις εχθροπραξίες από τη θάλασσα στην ξηρά, χρησιμοποιώντας την εννεαόροφη ‘ελέπολιν’ και την εκσκαφή ορυγμάτων που θα οδηγούσαν στο εσωτερικό του άστεως. Μετά από πολύμηνη πολιορκία με αμφίπλευρες απώλειες και σθεναρή αντίσταση των Ροδίων οι δύο πλευρές συνθηκολόγησαν, αφού συμφωνήθηκε να παραμείνει η Ρόδος αυτόνομη, χωρίς φρουρά του Αντίγονου και να διαχειρίζεται κατά βούληση τις προσόδους της. Επιπλέον όφειλε να συντάσσεται με τον Αντίγονο σε όλους τους πολέμους που θα διεξήγε στο μέλλον εκτός από εκείνους εναντίον του Πτολεμαίου. Τέλος, θα έστελνε ως ομήρους εκατό πολίτες τους οποίους θα επέλεγε ο Δημήτριος. Με τον τρόπο αυτό, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πολιορκίας, ο πόλεμος έλαβε τέλος.

Κατά την περίοδο 304 - 303 π.Χ. ο Δημήτριος προχώρησε στην απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων από τις φρουρές που είχαν εγκαταστήσει σε αυτές οι Κάσσανδρος και Πολυπέρχων. Μεταξύ άλλων έδιωξε τον Κάσσανδρο από την Αθήνα, απέπεμψε την πτολεμαϊκή φρουρά από τη Σικυώνα στον Κορινθιακό Κόλπο και φρόντισε για την εκ νέου ανοικοδόμηση της πόλης που μετονομάστηκε προς τιμήν του από Σικυώνα σε ‘Δημητριάδα’, πήρε τον έλεγχο της Κορίνθου και τοποθέτησε φρουρά στην Ακροκόρινθο. Έτσι, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών στον Ισθμό της Κορίνθου, ο Δημήτριος αναγορεύθηκε ‘ηγεμών της Ελλάδος’, όπως ακριβώς ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος στο παρελθόν

Η αδιαμφισβήτητη άνοδος την δύναμης των Αντιγονιδών προκάλεσε την ανησυχία των υπόλοιπων διαδόχων που ενώθηκαν εναντίω(ο)ν τους αρχικά με διάφορα μέτωπα σε Αιγαίο και Ασία και κατόπιν στην Ιψό, το 301 π.Χ. όπου ο Δημήτριος ηγούνταν του ιππικού και ο 81 πλέον ετών Αντίγονος του πεζικού. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Αντίγονος και ο Δημήτριος διέφυγε ηττημένος, ενώ στη συνέχεια οι υπόλοιποι διάδοχοι σταθεροποίησαν την εδαφική επικράτεια των βασιλείων τους.

Στη συνέχεια ο Δημήτριος επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνάντησε την αδιαφορία πολλών από τις πόλεις που είχε απελευθερώσει. Αργότερα συμμάχησε με το Σέλευκο, δίνοντάς του για γυναίκα την κόρη του Στρατονίκη και δημιούργησε νέα επέμβαση στην Αττική, την οποία απελευθέρωσε από τον τύραννο Λάχαρη, αλλά και στην Πελοπόννησο, την περίοδο 297-294 π.Χ.

Μετά το θάνατο του Κάσσανδρου το 297 π.Χ., ο θρόνο της Μακεδονίας πέρασε αρχικά στα παιδιά του που ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου της Ηπείρου και του Δημητρίου, ο οποίος κατόρθωσε –δολοφονώντας το νόμιμο διάδοχο Αλέξανδρο- να αναρριχηθεί στο θρόνο της Μακεδονίας, το 294 π.Χ.

Για να εγκαταστήσει το ‘βασίλειό’ του και τη ναυτική του βάση, ο Δημήτριος κατασκεύασε με συνοικισμό μία νέα πόλη και επίνειο στη Μαγνησία της Θεσσαλίας, ανάμεσα στη Νηλεία και τις Παγασές, την οποία και ονόμασε ‘Δημητριάδα’. Επόμενος στόχος του ήταν η υποταγή των Βοιωτών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους συγκρούσεων από το 293 έως το 291 π.Χ. συνήψαν συνθήκες φιλίας μαζί του, για να τις παραβιάσουν μόλις ο βασιλιάς έστρεφε την προσοχή του αλλού. Στο μεσοδιάστημα των δύο πολιορκιών της Θήβας, ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, εισέβαλε στη Θεσσαλία για να αποσυρθεί τελικά προτού καταφθάσει ο Δημήτριος με τα στρατεύματά του. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος κατείχαν μέρος της Μακεδονίας και η επιθυμία τους για νέα εδάφη και κατακτήσεις στάθηκε πάνω από την παλιά τους φιλία.

Από τη στιγμή που απέκτησε σταθερή βάση επιχειρήσεων στη Μακεδονία ο Δημήτριος ξεκίνησε να κάνει σχέδια για να πετύχει το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο όνειρό του: την ανάκτηση του συνόλου των εδαφών που κάποτε κυβέρνησε ο πατέρας του. Για το σκοπό αυτό δρομολόγησε την συγκρότηση ενός από τους ισχυρότερους στρατούς που είχε δει ποτέ η Ελλάδα, συγκεντρώνοντας 98.000 πεζούς και 12.000 ιππείς. Παράλληλα παρήγγειλε πρωτοποριακής τεχνολογίας πλοία σε διάφορους ναύσταθμους τους οποίους επισκεπτόταν ο ίδιος με μεγάλη ενεργητικότητα για να επιβλέψει την πρόοδο των εργασιών. Αποφασισμένοι να βάλουν τέλος στις φιλοδοξίες του Δημητρίου, οι τρεις ανταγωνιστές του Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος, συμμάχησαν για ακόμη μια φορά εναντίον του, προσεταιριζόμενοι και τον Πύρρο, γεγονός που επέφερε την ήττα και σταδιακή πτώση του Δημητρίου.

Σε μια τελευταία εκστρατεία στη Μικρά Ασία, την περίοδο 287 - 285 π.Χ., το στράτευμα του Δημητρίου σταδιακά αποδεκατίζεται και ο ίδιος φτάνει αιχμάλωτος στην αυλή του Σελεύκου, το 285 π.Χ. Ακολούθησε ο θάνατός του από φυσικά αίτια το 282 π.Χ. και η μεγαλοπρεπής μεταφορά και ταφή του στη Θεσσαλική Δημητριάδα, από το γιο του Αντίγονο Γονατά. Στην πόλη μάλιστα ιδρύθηκε και λατρεία των δύο Αντιγονιδών ως ‘κτιστών’ με απόδοση ηρωϊκών τιμών, μαζί με τους παλιούς πολιαδικούς ήρωες των τοπικών κοινοτήτων πριν το συνοικισμό.

Πτολεμαίος Α' Σωτήρ

Ο Πτολεμαίος Α΄ που γεννήθηκε το 367 π.Χ. μολονότι μεγαλύτερος, ήταν σύντροφος και φίλος του Αλεξάνδρου και τον συνόδεψε στην εκστρατεία, όπου έφτασε στον βαθμό του στρατηγού. Μετά τον θάνατο του το 323 π.Χ. ορίστηκε σατράπης της Αιγύπτου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της το 305 π.Χ.

Γνωστός με το επίθετο ‘Σωτήρ’, ο Προλεμαίος Α΄ υπήρξε o ιδρυτής της Πτολεμαϊκής Δυναστείας των Λαγιδών που κυβέρνησε μέχρι το 30 π.Χ.

Γιος της Αρσινόης, κόρης του Τημενίδη Μελέαγρου που ήταν ξάδερφος του Αμύνα Γ΄, και του Λάγου από την Εορδαία, θεωρήθηκε από κάποιους ιστορικούς νόθος γιος του Φιλίππου Β΄, μια εκδοχή που για προφανείς λόγους καλλιεργήθηκε την εποχή της ανάρρησής του στον θρόνο.

Κατά την προέλαση του μακεδονικού στρατού στην Περσία, διακρίθηκε ως διοικητής στρατιωτικής μονάδας, και στην συνέχεια ορίστηκε σωματοφύλακας του Αλέξανδρου. Τα ηγετικά του προσόντα, η σύνεση, η διοικητική ικανότητα και το προσωπικό του θάρρος φάνηκαν προπάντων κατά τις επιχειρήσεις των Ελλήνων στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 329 π.Χ. ήταν εκείνος που συνέλαβε τον δολοφόνο του Δαρείου Γ΄. Ως στρατηγός ο Πτολεμαίος συνέβαλε στην υποταγή της Σογδιανής και πολέμησε στις Ινδίες. Εκεί, στην μάχη με τους Μαλλούς υπεράσπισε και έσωσε τον βαριά τραυματισμένο Αλέξανδρο, γεγονός στο οποίο οφείλεται η μεταγενέστερη επωνυμία του «Σωτήρ».

Στην κατανομή των εδαφών της απέραντης αυτοκρατορίας που ακολούθησε τον θάνατο του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος ανέλαβε την διοίκηση της σατραπείας της Αιγύπτου, στην οποία προσάρτησε και την Κυρηναϊκή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, προσπάθησε και κατάφερε να κρατήσει την Αίγυπτο, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των υπόλοιπων διαδόχων.

Χάρη στην δίκαιη και συνετή διοίκηση του, αλλά και στον σεβασμό του προς την θρησκεία και τα έθιμα των Αιγυπτίων, απέφυγε την παρουσία εσωτερικών εντάσεων στην επικράτειά του.

Οι αυτονομιστικές του τάσεις, ώστε να διαχωριστεί η Αίγυπτος από τις υπόλοιπες επαρχίες, εκδηλώθηκαν μετά την εξόντωση του Κλεομένη, στον οποίο είχε ανατεθεί η διαχείριση των οικονομικών της Αιγύπτου από την εποχή του Αλεξάνδρου.

Η πράξη του προκάλεσε την αντίδραση του Περδίκκα, που ήθελε να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας και να γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Καταδιώκοντας τον Πτολεμαίο που οδήγησε το Σώμα του Αλέξανδρου στην Αίγυπτο, αντί να αφήσει να ολοκληρωθεί το ταξίδι της επιστροφής του βασιλικού νεκρού στις Αιγές, ο Περδίκκας, το 321 π.Χ. προσπάθησε να εισβάλει στην Αίγυπτο και σκοτώθηκε.

Προσπαθώντας να βρει συμμάχους ο Πτολεμαίος χώρισε την ευγενή Περσίδα Αρτακάμα που έγινε σύζυγός του στους γάμους των Σούσων και παντρεύτηκε την Ευρυδίκη, την κόρη του Αντίπατρου που ρύθμιζε την κατάσταση στην Μακεδονία.

Μαζί της απόκτησε τρεις γιούς, τον Πτολεμαίο Κεραυνό και τον Μελέαγρο που έγιναν για λίγο βασιλείς της Μακεδονίας και έναν ακόμη, αγνώστου ονόματος, και δυο θυγατέρες, την Πτολεμαϊδα που παντρεύτηκε τον Δημήτριο Πολιορκητή και την Λυσάνδρα που παντρεύτηκε πρώτα τον Αλέξανδρο Ε΄, τον γιο της Θεσσαλονίκης, και ύστερα τον Αγαθοκλή τον γιο του Λυσίμαχου της Θράκης.

Ο Πτολεμαίος ερωτεύτηκε την Βερενίκη, ξαδέρφη της γυναίκας του που χήρεψε και ήρθε με τα τρία παιδιά της από την Μακεδονία στην Αίγυπτο. Το 317 π.Χ. ο Πτολεμαίος χώρισε την Ευρυδίκη και έκανε επίσημη σύζυγό του και στην συνέχεια βασίλισσα την Βερενίκη από την οποία απόκτησε δυο κόρες την Αρσινόη Β΄ και την Φιλοτέρα και έναν γιο τον Πτολεμαίο Β΄Φιλαδελφο.

Όντας ακόμη διοικητής της Αιγύπτου ο Πτολεμαίος πολέμησε με τον Αντίγονο Μονόφθαλμο και, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του τελευταίου, κατάφερε να εδραιώσει την επικυριαρχία του στο Αιγαίο και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, εξασφαλίζοντας την οδό προς νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές στην Συρία, Κύπρο και αλλού.

Στο πλαίσιο αυτά, είναι γνωστές οι πολύ καλές σχέσεις του με το ‘Κοινό των Νησιωτών’ που είχε ιδρυθεί από τον Αντίγονο και περιλάμβανε πόλεις των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης.

Με την διπλωματία του ο Πτολεμαίος Α΄ θεμελίωσε την οικονομική ευμάρεια της Αιγύπτου, κατορθώνοντας να εκμεταλλευτεί πλουτοπαραγωγικές πηγές που βρίσκονταν έξω από την επικράτειά του, αλλά και διαχειριζόμενος αποδοτικά τον πλούτο σε γεωργικά προϊόντα που προσέφερε η χώρα του.

Το 305 π.Χ. ο Πτολεμαίος Α’ ονομάσθηκε ‘βασιλεύς‘ και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από την Μέμφιδα στην Αλεξάνδρεια. Ακολουθώντας το οικουμενικό όραμα του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος συνδύασε την ιδιότητα του Μακεδόνα ‘βασιλιά’ με αυτήν του Αιγύπτιου ‘φαραώ’.

Με αυτή του την διπλή ιδιότητα διατήρησε στην αυλή του τις μακεδονικές παραδοσιακές δομές, ενώ ταυτόχρονα ακολούθησε και τις τοπικές αιγυπτιακές τελετές ενθρόνισης και εικονογραφήθηκε ως Φαραώ, όπως άλλωστε πριν από αυτόν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος.

Έτσι, στα μάτια των Αιγύπτιων υπηκόων του, δεν ήταν απλά ο ξένος ηγεμόνας, αλλά ο δικός τους Φαραώ, γιος του Ρα, αντιπρόσωπος των θεών επί της γης και διακομιστής των θείων εντολών, ενώ ταυτόχρονα ο Μακεδόνας βασιλιάς εμφανιζόταν στους Έλληνες και τους υπόλοιπους υπηκόους του ως ένας πεφωτισμένος ηγεμών.

Αυτή η οικουμενικού τύπου σύλληψη της ιδέας του ηγεμόνα, που διέφερε ριζικά από τον τρόπο με τον οποίο οι Αχαιμενίδες είχαν αντιμετωπίσει τους ντόπιους πριν την έλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε ευχαρίστως αποδεκτή από τους Αιγύπτιους και με αυτή την προοπτική κληροδοτήθηκε και στους διαδόχους του Πτολεμαίου.

Ο Πτολεμαίος Α’ οργάνωσε την διοίκηση της Αιγύπτου και των υπό έλεγχο περιοχών της επικρατείας του, χρησιμοποιώντας το νέο ανθρώπινο δυναμικό που συνέρευσε στην περιοχή, αλλά και τις προϋπάρχουσες τάξεις της τοπικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, εξέχουσες διοικητικές θέσεις ανατέθηκαν σε μέλη της οικογενείας του και σε προσωπικούς του φίλους. Ανάμεσα τους, ο ανιψιός του ο Μάγας διορίστηκε διοικητής στην Κυρήνη, ενώ ο αδελφός του Μενέλαος ανέλαβε την διακυβέρνηση της Κύπρου, μέχρι την κατάληψή της από τους Αντιοχίδες.

Ο εσωτερικός διοικητικός μηχανισμός του κράτους βασίστηκε σε δομές που είχαν ήδη χρησιμοποιήσει και οι Φαραώ, υιοθετώντας ένα λειτουργικό σύστημα που χειρίζονταν γραφείς όλων των επιπέδων, οι οποίοι πραγματοποιούσαν λεπτομερή καταγραφή διοικητικών, νομικών, οικονομικών και άλλων δημόσιων δεδομένων πάσης φύσεως.

Η αιγυπτιακού τύπου διοικητική μηχανή διανθίστηκε με ελληνικές αντιλήψεις και μεθόδους διοίκησης, τήρησης λογαριασμών και αλληλογραφίας, ενώ στελεχώθηκε κυρίως από Έλληνες και ελληνισμένους ντόπιους. Ο πολύπλοκος και εξαιρετικά αποδοτικός αυτός μηχανισμός επέτρεπε στον βασιλιά την πλήρη και διαχρονική πρόσβαση σε όλα τα καταγραμμένα στοιχεία της επικράτειάς του, οικονομικά, διοικητικά, στρατιωτικά

Για να εξασφαλίσει τα σύνορα της επικράτειάς του, ο Πτολεμαίος προχώρησε στην εγκατάσταση κληρούχων στρατιωτών με ποικίλη προέλευση και εθνική ταυτότητα, Έλληνες, Θράκες, Μυσούς, Πισίδες, Γαλάτες, Πέρσες, Μήδους, Αιγύπτιους και άλλους σε στρατηγικές ζώνες και σημεία του κράτους του, προσελκύοντάς τους με δωρεά κλήρων γης και σπιτιών και με την παροχή μισθού. Έτσι εξασφαλίστηκε η εγκατάσταση όλων αυτών με τις οικογένειές τους δίπλα στους γηγενείς κατοίκους.

Η Αίγυπτος που ήδη από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου , ήταν ένας μεγάλος πολυπολιτισμικός προορισμός, εμπλουτίστηκε χάρη στις πρωτοβουλίες του Πτολεμαίου με επιπλέον εθνότητες που ήλθαν να αναζητήσουν απασχόληση και καλύτερες συνθήκες ζωής στο νεοαναπτυσόμενο βασίλειο.

Ταυτόχρονα, όπως αναφέρει και ο Διόδωρος, ο Πτολεμαίος Α’ ‘φέρθηκε στους ντόπιους με καλοσύνη’. Απόδειξη για αυτό είναι η ευνοϊκή πολιτική του προς το ντόπιο ιερατείο, συνυφασμένη με τον σεβασμό προς τις πατροπαράδοτες αιγυπτιακές λατρείες. Ιερογλυφικά κείμενα μαρτυρούν την επίσημη αναγνώριση των ναών των τοπικών αιγυπτιακών θεοτήτων, καθώς και τις γενναίες κρατικές δωρεές σε γη και χρήματα που τους παραχωρήθηκαν. Επίσης, ο Πτολεμαίος επέστρεψε στους Αιγύπτιους ιερείς αγάλματα θεών, έπιπλα και βιβλία που είχαν κλαπεί από τα αιγυπτιακά ιερά από τον Ξέρξη Α'.

Δική του πρωτοβουλία είναι πιθανότατα η ανάδειξη ενός νέου θεού που συνδυάζει αιγυπτιακά και ελληνικά χαρακτηριστικά.

Ο Σέραπις οφείλει το όνομα του στον Όσιρι και τον Άπι, τον ιερό ταύρο που ενσαρκώνει τον Αιγύπτιο θνήσκοντα θεό τον οποίο γνώρισε ο Πτολεμαίος στην Μέμφιδα, ενώ την ανθρώπινη μορφή και τις ιδιότητές του τις χρωστά στον Πλούτωνα και στον Ασκληπιό του Ελληνικού Πανθέου.

Γενικότερα, στο πλαίσιο του θρησκευτικού πολυπολιτισμικού συγκρητισμού που αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο στα χρόνια του Πτολεμαίου Α’, διάφορες αιγυπτιακές θεότητες συσχετίσθηκαν με ελληνικές.

Έτσι οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της Αιγύπτου μπόρεσαν να τις προσεγγίσουν, προσαρμοσμένες στα οικεία για αυτούς ανθρωπομορφικά πρότυπα, που αντικατέστησαν την τοπική θηριομορφική εικονογραφία.

Ταυτόχρονα υιοθετήθηκαν και γνωστές ελληνικές λατρείες και θρησκευτικές πρακτικές για να ικανοποιήσουν τις παραδοσιακές λατρευτικές ανάγκες των Ελλήνων.

Στην εποχή του Πτολεμαίου Α’, η Αλεξάνδρεια απόκτησε λαμπρά ανάκτορα και δημόσια κτήρια, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο περίφημος Φάρος ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Ο Πτολεμαίος Σωτήρ υπήρξε προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων, ένας πραγματικός Μαικήνας που προσκάλεσε στην αυλή του φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές και φιλολόγους. Είναι ο ιδρυτής του περίφημου Μουσείου, του πρώτου Πανεπιστημίου του κόσμου, όπου στεγάσθηκε και η φημισμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. που την εποχή του θανάτου του περιείχε 200.000 τόμους βιβλίων.

Αυτοί οι νεωτερισμοί συνέβαλαν στην εξάπλωση των ελληνικών γραμμάτων στην Αλεξάνδρεια μια μεγάλη πολυπολιτισμική μητρόπολη της Μεσογείου και έτσι λαοί –όπως οι Ιουδαίοι- που ζούσαν σε αυτήν υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα στην καθημερινότητά τους.

Ο ίδιος ο Πτολεμαίος έγραψε το βιβλίο Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου, στο οποίο εξιστορούσε αναλυτικά τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην εκστρατεία. · Δυστυχώς το έργο του δεν σώθηκε αυτούσιο, Όμως η μεταγενέστερη Αλεξάνδρου Ανάβασις του Αρριανού στηρίζεται σε αυτό σε πολλά σημεία.

Το 290 π.Χ. ο Πτολεμαίος Α’ όρισε διάδοχο τον γιό του από την Βερενίκη, τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο, και το 285 π.Χ. παραιτήθηκε από τον θρόνο προς όφελος του.

Μετά το θάνατο του το 283 π.Χ. θεοποιήθηκε από τον γιο και διάδοχό του, ενώ είχε δεχθεί ήδη εν ζωή θεϊκές τιμές για τις ευεργεσίες του από πολλές πόλεις της ελληνιστικής οικουμένης, αλλά και από ιδιώτες, και λατρεύτηκε μαζί με θεότητες όπως ο Σάραπις, η Ίσιδα και ο Δίας Ώρειος.

Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος

Ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος γεννήθηκε στην Κώ το 308 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ και μητέρα του η Βερενίκη Α΄. Βασίλεψε από το 283 έως το 246 π.Χ. και κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του εδραίωσε τον έλεγχο των Πτολεμαίων στην Παλαιστίνη και στην Βόρεια Αφρική, την οποία μεταμόρφωσε σε κέντρο του ελληνικού πολιτισμού.

Ο Πτολεμαίος Σωτήρ ακολούθησε τα μακεδονικά πρότυπα εκπαίδευσης και έτσι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος που διαδέχτηκε τον πατέρα του, όταν ήταν 25 ετών, είχε ήδη εκπαιδευτεί άριστα στα ζητήματα της διοίκησης του κράτους και του στρατού.

Ωστόσο, αντίθετα με τον πατέρα του, αλλά και άλλους ηγέτες της εποχής του, όπως τον Αντίγονο Γονατά ή τον Αντίοχο Α΄ που οδηγούσαν αυτοπροσώπως τον στρατό τους στις μάχες, ο Πτολεμαίος Β΄ ανέθετε συνήθως την διεκπεραίωση των εκστρατειών στους στρατηγούς και στους ναυάρχους του.

Ο Φιλάδελφος εκτιμούσε την οδό της διπλωματίας και μάλιστα εφάρμοσε με επιτυχία την παραδοσιακή μακεδονική πολιτική των επιγαμιών. Ο ίδιος σε πρώτο γάμο, στην αρχή της βασιλείας του, νυμφεύθηκε την Αρσινόη Α’, την κόρη του Λυσίμαχου, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη του βασιλιά της Θράκης, στην σύγκρουση του για τον θρόνο της Αιγύπτου με τον ετεροθαλή αδελφό του, Πτολεμαίο Κεραυνό.

Στην συνέχεια πάντρεψε την ετεροθαλή αδερφή του Αντιγόνη με τον Πύρρο της Ηπείρου, εδραιώνοντας την συμμαχία των Πτολεμαίων με τους Μολοσσούς εναντίον των Αντιγονιδών, και, για να φυλάξει τα νώτα του, αρραβώνιασε’ τον γιο του Πτολεμαίο με την Βερενίκη, την κόρη του Μάγα που ήταν ετεροθαλής αδερφός του και βασιλιάς της Κυρήνης.

Στο τέλος για να επικυρώσει τη συνθήκη ειρήνης, πάντρεψε την κόρη του Βερενίκη με τον αντίπαλό του, τον Σελευκίδη Αντίοχο Β΄ Θεό. Η τεράστια προίκα της Βερενίκης, που της έδωσε το προσωνύμιο ‘Φερνοφόρος’, ήταν, όπως φαίνεται, ένας εύσχημος τρόπος να ανταποκριθεί ο Πτολεμαίος στους όρους της συνθηκολόγησης με τον νικητή του Β΄ Συριακού πολέμου.

Βασικό στοιχείο της πολιτικής του ήταν η ενίσχυση του Ελληνικού στοιχείου στην Αίγυπτο. Για να προσελκύσει Έλληνες μετανάστες από παντού μοίραζε κλήρους γης και προνόμια και έτσι το κάλεσμα του βρήκε θερμή ανταπόκριση. Βετεράνοι των πολέμων των διαδόχων και μισθοφόροι είχαν έτσι την ευκαιρία να βρουν μια νέα πατρίδα και να ενισχύσουν τον στρατό του βασιλιά με τον εαυτό τους και με τους απογόνους τους.

Πέρα από τους αρχαίους συγγραφείς και τα ιερογλυφικά κείμενα, εξαιρετικά πολύτιμες είναι οι άμεσες πληροφορίες που αφορούν στην διευθέτηση των εσωτερικών υποθέσεων του κράτους, τις οποίες αντλούμε από χιλιάδες κρατικά έγγραφα.

Γραμμένα σε παπύρους που ήδη πριν τα μέσα του 3ου προχριστιανικού αιώνα άρχισαν να ανακυκλώνονται και να χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των αιγυπτιακών σαρκοφάγων τα έγγραφα αυτά σώθηκαν ως σήμερα και μας δίνουν μια πλήρη και εξαιρετικά διαφωτιστική εικόνα της κατάστασης.

Συνεχίζοντας την έξυπνη οικονομική πολιτική του πατέρα του και όντας ιδιαίτερα ικανός και χαρισματικός στον τομέα αυτόν, ο Φιλάδελφος οργάνωσε τα οικονομικά του κράτους με αποτέλεσμα μια περίοδο μεγάλης ανάπτυξης και πλούτου.

Πρώτη φροντίδα του ήταν η ανάπτυξη της γεωργίας, για την οποία ενδιαφερόταν προσωπικά. Τεράστια αρδευτικά έργα είχαν σαν αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστεί η καλλιεργήσιμη γη κατά μήκος της κοιλάδας του Νείλου και οι κληρούχοι στους οποίους παραχωρούνταν οι εκτάσεις αυτές ήταν πρόθυμοι να εργαστούν εντατικά για να αυξηθεί η παραγωγή και το εισόδημά τους.

Στο Φαγιούμ που ως τότε ήταν ακατοίκητο δημιουργήθηκε μια ολόκληρη τεχνητή λίμνη με έκταση 114 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Περιέχοντας 275 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό, η λίμνη αυτή μπορούσε να αρδεύει 150 τετραγωνικά χιλιόμετρα καλλιεργήσιμης γης, και να δίνει και μια δεύτερη σοδειά την Άνοιξη.

Ο Αρσινοϊτης νομός, όπως ονομάσθηκε η περιοχή του Φαγιούμ, έγινε ένα τεράστιο περιβόλι, ένα αγροτικό θαύμα με περισσότερες από 30-40 ανθηρές κωμοπόλεις. Ονόματα όπως Αρσινόη, Φιλαδέλφεια, Θεαδέλφεια, Φιλοτερίς μαρτυρούν την εποχή της ίδρυσης τους, ενώ το περίφημο αρχείο του Ζήνωνος, που ήταν υπεύθυνος για τα αρδευτικά έργα, διαφωτίζει τις συνθήκες λειτουργίας όλων αυτών και όχι μόνον.

Η Αίγυπτος έγινε ο μέγας σιτοβολώνας της Μεσογείου, αλλά ο Φιλάδελφος δεν ενδιαφερόταν μόνον για την αγροτική παραγωγή. Η εκστρατεία στην Νουβία το 275 π.Χ. είχε σκοπό να εξασφαλίσει για το βασίλειο τα ορυχεία χρυσού, καθώς και την απρόσκοπτη προμήθεια αφρικανικών ελεφάντων που ήταν απαραίτητοι για να αντιμετωπιστούν στις μάχες οι ινδικοί πολεμικοί ελέφαντες των Σελευκιδών.

Η επιχείρηση ήταν επιτυχής, η Δωδεκάσχοινος προσαρτήθηκε στο πτολεμαϊκό βασίλειο, ένας μακρύς κατάλογος των νέων περιφερειών αναρτήθηκε στο ιερό της Ίσιδας στο νησάκι Φίλαι, μια νέα πόλη, η Βερενίκη Πάγχρυσος, ιδρύθηκε στην περιοχή των ορυχείων και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εξορύξεων σε μεγάλη κλίμακα ξεκίνησε.

Το εμπόριο ήταν ένας ακόμη τομέας στον οποίο έδωσε ιδιαίτερη προσοχή ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος που δεν περιορίστηκε στην προσπάθεια της θαλασσοκρατορίας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, αλλά φρόντισε να αναπτύξει και τους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία και την Ανατολή μέσω της Ερυθράς θαλάσσης, ενώ στράφηκε και προς την Αραβία, την χώρα των πολύτιμων αρωμάτων, αναβιώνοντας ως ένα βαθμό τα σχέδια του Αλέξανδρου.

Ένα κανάλι που ένωνε το Δέλτα του Νειλου με τον κόλπο του Σουεζ, που είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται από τον Φαραώ Νεκώ και συνεχίστηκε από τον Δαρείο Α΄, ολοκληρώθηκε από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο και στο ανατολικό άκρο του ιδρύθηκε μια πόλη-λιμάνι με το όνομα Αρσινόη.

Μετά τα εγκαίνια του καναλιού που ονομάστηκε ‘Ποτάμι του Πτολεμαίου’, ο βασιλιάς έστειλε δύο αποστολές να εξερευνήσουν τα ανατολικά και δυτικά παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία 270 λιμενικών βάσεων. Μερικές από αυτές βρίσκονταν στα σημεία όπου έφταναν οι δρόμοι των καραβανιών από το εσωτερικό και αναδείχθηκαν σε σημαντικές πόλεις.

Στην αιγυπτιακή ακτή υπήρχε η Φιλοτέρα, ο Μυός Όρμος, η Βερενίκη Τρωγλοδυτική και ακόμη πιο νότια η Βερενίκη Θηρών, μια πόλη που εξυπηρετούσε κυρίως την εισαγωγή ελεφάντων.

Στην αραβική πλευρά, στον κόλπο της Άκαμπα, ιδρύθηκε η Βερενίκη που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της μητέρας του Πτολεμαίου Β΄ και νοτιότερα η Αμπελώνη. Και οι δύο βρίσκονταν σε σημεία που έφταναν οι δρόμοι των καραβανιών με τα πολύτιμα μύρα από το εσωτερικό της Αραβίας, για την ασφάλεια των οποίων οι Πτολεμαίοι συνεργάζονταν με τους Ναβαταίους.

Χάρη στην έξυπνη οικονομική πολιτική του Πτολεμαίου Φιλάδελφου το βασίλειο του έγινε μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις της ελληνιστικής Οικουμένης και ο ίδιος θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος του 3ου προχριστιανικού αιώνα. Η οικονομική ευρωστία του βασιλείου του αποτυπώνεσαι εύγλωττα στα βαρύτατα χρυσά και ασημένια νομίσματα του.

Η ίδρυση πόλεων, με σκοπό να γίνουν κέντρα εμπορίου, αλλά και τόποι διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας και του ελληνικού τρόπου ζωής, ήταν μια πολιτική που υποστήριξε ιδιαίτερα ο Πτολεμαίος Β΄, ακόμη και στις κτήσεις εκτός Αιγύπτου, ακολουθώντας και αυτός το πρότυπο του Αλέξανδρου.

Έτσι στην Παλαιστίνη η Ράμπα, ένα παλιό σημιτικό κέντρο, επανιδρύθηκε ως πόλη ‘Ελληνίς’ με το όνομα Φιλαδέλφεια, και είναι σήμερα η πρωτεύουσα της Ιορδανίας, το Αμμάν, ενώ στην Φοινίκη η Άκκο επανιδρύθηκε ως Πτολεμαϊς.

Φυσικά κέντρο της οικοδομικής δραστηριότητας του Φιλάδελφου ήταν η πρωτεύουσά του, η Αλεξάνδρεια ο πολεοδομικός ιστός της οποίας επεκτάθηκε σημαντικά και χωρίστηκε σε τρεις συνοικίες: την Ρακότιδα, όπου κατοικούσαν οι Αιγύπτιοι, το Βρουχείο, το βασιλικό, ελληνικό κομμάτι της πόλης και την συνοικία των Εβραίων.

Κάτω από την καθοδήγησή του, τα έργα που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του, όπως ο Φάρος και η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, ολοκληρώθηκαν και το Μουσείον έγινε αληθινό κέντρο των ελληνικών γραμμάτων.

Η πόλη γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ακμή, αφού ο Πτολεμαίος Β΄ κάλεσε στην Αίγυπτο από ολόκληρη την Οικουμένη τα πιο λαμπρά πνεύματα, διανοούμενους, επιστήμονες και καλλιτέχνες. Η Αλεξάνδρεια έγινε βασίλισσα των τεχνών και των γραμμάτων και οι ποιητές ανταπέδωσαν τις ευεργεσίες στον πάτρωνα τους, υμνώντας την βασιλεία του ως τον Χρυσόν Αιώνα.

Εβραϊκές πηγές αποδίδουν σε πρωτοβουλία του Πτολεμαίου την μετάφραση των ιερών γραφών τους στα ελληνικά, την περίφημη ‘μετάφραση των εβδομήκοντα’ , ωστόσο αυτή η πληροφορία ελέγχεται από τους μελετητές και, όπως φαίνεται, μόνον η Πεντάευχος ήταν που μεταφράστηκε στην εποχή του, σίγουρα όμως το αφήγημα αυτό δηλώνει την ιδιαίτερη εκτίμηση των Εβραίων για τον συγκεκριμένο ηγεμόνα.

Μάλλον το 274 π.Χ. ο Πτολεμαίος Β΄ νυμφεύθηκε την μεγαλύτερη αδερφή του Αρσινόη Β΄ που είχε επιστρέψει στην Αίγυπτο. Η πράξη αυτή, απολύτως ασυνήθιστη και προκλητική για τους Έλληνες, δήλωνε ουσιαστικά την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και συσχέτιζε το βασιλικό ζεύγος με εκείνο των βασιλέων των θεών, του Δία και της Ήρας.

Η Αρσινόη άσκησε μεγάλη επίδραση στον αδερφό της ωστόσο το ζευγάρι δεν απόκτησε ποτέ παιδιά και υιοθέτησε τα παιδιά του Πτολεμαίου από τον γάμο του με την Αρσινόη, την κόρη του Λυσιμάχου.

Μόλις έγινε βασιλιάς ο Φιλάδελφος ανακήρυξε θεό τον Πατέρα του και λίγο αργότερα, αμέσως μετά τον θάνατο της και την μητέρα του. Ο Πτολεμαίος Α΄ και η Βερενίκη Α΄ λατρεύονταν ως θεϊκό ζεύγος με την επωνυμία «Θεοί Σωτήρες».

Το 272/271 π.Χ. ανακηρύχθηκαν Θεοί και ο ίδιος ο Πτολεμαίος Β με την αδερφή και σύζυγό του Αρσινόη Β’ ως ‘Θεοί Αδελφοί’ και πήραν και οι δύο το επίθετο ‘φιλάδελφος’. Ιερέας της λατρείας των ‘Θεών Αδελφών’ ήταν ο ίδιος, ο ιερέας του θεού Αλέξανδρου συνήθεια που συνεχίστηκε μεχρι το τέλος της δυναστείας. Με δεδομένο ότι ο ιερέας του Αλέξανδρου ήταν ο επώνυμος άρχων του βασιλείου αυτό σημαίνει ότι το όνομά των θεών βασιλέων μαζί με εκείνο του θεού Αλέξανδρου και του ιερέα εμφανιζόταν όχι μόνον στα αναθήματα και στις επιγραφές, αλλά, κυριολεκτικά, σε κάθε έγγραφο που υπογράφονταν κάθε μέρα.

Οι ‘Θεοί Αδελφοί’ δέχονταν λατρεία στον ναό του Αλέξανδρου, είχαν όμως και δικό τους ιερό στην Αλεξάνδρεια. Προς τιμήν του θεού Πτολεμαίου Σωτήρος ο Φιλάδελφος ίδρυσε τα Πτολεμαία, γιορτές που επαναλαμβάνονταν κάθε τέσσερα χρόνια με μουσικούς και αθλητικούς αγώνες, που ανταγωνίζονταν τους Ολυμπιακούς, πομπές και πανηγύρεις.

Μας έχει σωθεί η περιγραφή των Πτολεμαίων του 270 π.Χ. και ιδιαίτερα της εκπληκτικής πομπής που κατάφερε να εντυπωσιάσει τον αρχαίο Κόσμο με την μεγαλοπρέπεια και την λαμπρότητα της, με την οποία ο φιλάδελφος επιδείκνυε όχι μόνον τον πλούτο και την ισχύ του, αλλά και τις θεϊκές διασυνδέσεις της δυναστείας του.

Ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος πέθανε 62 χρονών το 246 π.Χ. και θάφτηκε στο συγκρότημα των Πτολεμαίων, στο περιβάλλον του Σήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Άνθρωπος χαρισματικός και συγχρόνως εξαιρετικά μορφωμένος και ευφυής, ακολουθώντας συνειδητά και με συνέπεια το πολιτικό όραμα του Αλέξανδρου, αναδείχθηκε σε πρότυπο ηγεμόνα και είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους ηγέτες της Ελληνιστικής Οικουμένης.

Αρσινόη Β΄

Αρσινόη θα πει Μεγαλοφυής. Το όνομα εμφανίζεται στην δυναστεία των Τημενιδών και δηλώνει μια από τις επιθυμητές αρετές των γυναικών του βασιλικού οίκου των Μακεδόνων.

Από αυτόν καταγόταν η Αρσινόη, η σύζυγος του Λάγου που έγινε μητέρα του Πτολεμαίου Α΄. Προς τιμήν της ο ιδρυτής της δυναστείας των Λαγιδών ονόμασε Αρσινόη την θυγατέρα του και εκείνη δικαίωσε απόλυτα το όνομα της.

Χαρισματική, δυναμική, με γνώση και ευστροφία, αποφασιστική και έτοιμη για όλα,η βασίλισσα Αρσινόη Β΄συνέδεσε το όνομά της με τρία βασίλεια.

Περιπετειώδεις γάμοι, ανελέητα παιχνίδια εξουσίας, ίντριγκες, εγκλήματα, θανάσιμοι κίνδυνοι, μυθιστορηματικές αποδράσεις, τραγικές απώλειες, αναγνώριση, δόξες, τιμές, λατρεία, αποθέωση είναι οι ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της ζωής μιας γυναίκας που ξεπέρασε τα όρια, έδωσε νέο νόημα στις παλιές παραδόσεις και έγινε η ίδια πρότυπο και μοντέλο του νέου κόσμου, ανοίγοντας πρωτόγνωρους ορίζοντες για τις ομόφυλές της….

Πρώτο παιδί του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, η Αρσινόη γεννήθηκε πιθανότατα στην Μέμφιδα γύρω στο 316 π.Χ., ενώ ο πατέρας της ήταν ακόμη διοικητής της Αιγύπτου. Η Αρσινόη, όπως και τα αδέρφια της, είχε την ευκαιρία να λάβει εξαιρετική παιδεία, όπως δείχνει η μετέπειτα δραστηριότητα της, αλλά και η αλληλογραφία της με τον Στράτωνα τον Λαμψακηνό (πορτετο), τον περιπατητικό φιλόσοφο που ήταν δάσκαλος του αδερφού της και διάδoχος του Θεόφραστου στο Λύκειο.

Το 300 π.Χ. η Αρσινόη παντρεύτηκε τον βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχο, το βασίλειο του οποίου εκτεινόταν από τον Δούναβη μέχρι την Προποντίδα και συμπεριλάμβανε ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας.

Ο Λυσίμαχος, γιος ενός Θεσσαλού φίλου του Φιλίππου Β΄, μεγάλωσε μαζί με τον Αλέξανδρο και τους νεαρούς Μακεδόνες γιους των εταίρων, συμμετείχε στην εκστρατεία, ήταν σωματοφύλακας του Αλέξανδρου και φίλος του Πτολεμαίου.

Μετά τον θάνατο του Κοσμοκράτορα, έγινε διοικητής της Θράκης και το 305 π.Χ. πήρε τον τίτλο ‘Βασιλεύς’. Είναι ένας από τους πρώτους που έκοψαν νομίσματα με το πορτρέτο του θεοποιημένου Αλέξανδρου, η θεϊκή ιδιότητα του οποίου δηλώνεται εμφανώς με τα κέρατα του ‘Αμμωνος-Διός.

Ο Λυσίμαχος πριν την Αρσινόη είχε άλλες τρεις συζύγους. Η πρώτη ήταν μια Περσίδα με άγνωστο όνομα και τύχη, με την οποία συνδέθηκε στους γάμους των Σούσων το 324 π.Χ.

Το 321 π.Χ. νυμφεύθηκε την κόρη του Αντίπατρου Νίκαια που την είχε χωρίσει ο Περδίκκας, προσδοκώντας να γίνει σύζυγος της αδερφής του Μεγαλέξανδρου Κλεοπάτρας και κύριος του θρόνου της αυτοκρατορίας.

Ο γάμος του Λυσίμαχου με την Νίκαια, συνδέοντάς τον με την ισχυρή οικογένεια που κατέληξε ρυθμιστής των πράγματων της Αυτοκρατορίας, τον ενίσχυσε, κράτησε σχεδόν 20 χρόνια και του έδωσε τρία παιδιά, τον Αγαθοκλή, την Ευρυδίκη και την Αρσινόη Α΄ που ήταν η πρώτη σύζυγος του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.

Το 302 π.Χ. η Νίκαια πέθανε και ο Λυσίμαχος, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων στην Μ. Ασία, παντρεύτηκε την χήρα βασίλισσα της Παφλαγονίας, Άμαστρι, που ήταν κόρη του αδερφού του Δαρείου Γ΄ Οξυάρθη.

Μετά από μόλις δυο χρόνια το ζευγάρι χώρισε, αλλά εξακολούθησαν να είναι σύμμαχοι. Η Άμαστρις συνέχισε να κυβερνά από την Ηράκλεια Ποντική την περιοχή ως βασίλισσα και είναι η πρώτη γυναίκα ηγεμών του Ελληνιστικού Κόσμου που έκοψε νομίσματα στο όνομά της.

Όταν παντρεύτηκε την Αρσινόη, ο Λυσίμαχος ήταν γύρω στα εξήντα. Η νύφη, πολύ νεότερη του, δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από 15-17, ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον γάμο να ευδοκιμήσει και μέσα σε πέντε χρόνια η Αρσινόη γέννησε τρεις γιους, τον Πτολεμαίο, τον Φίλιππο και τον Λυσίμαχο.

Εν τω μεταξύ ο σύζυγός της εδραίωσε την κυριαρχία του στην Μ. Ασία και μάλιστα κατάφερε να επιβληθεί σε παλιές, σπουδαίες πόλεις, όπως η Έφεσος, την οποία επανίδρυσε σε νέα θέση, συνοικίζοντας την εκ νέου, και την ονόμασε προς τιμήν της Αρσινόεια.

Στην Δήλο οι κάτοικοι του νησιού τιμούν για την εύνοια τους τον Λυσίμαχο και την Αρσινόη. Η δημόσια τιμητική επιγραφή αναφέρει τον βασιλέα Λυσίμαχο και την βασίλισσα Αρσινόη, ισότιμα με τον επίσημο τίτλο της. Στον ίδιο τόνο είναι και η ανάθεση του αγάλματος της στη Θήβα που κάνει ο μεγάλος της γιος, ο Πτολεμαίος, εξ ονόματος του πατέρα του.

Ο Λυσίμαχος είχε επεκτείνει πια την κυριαρχία του και στην Μακεδονία, ωστόσο η ζωή στην αυλή του δεν ήταν ανέφελη. Κάποιοι λένε ότι η Αρσινόη ερωτεύθηκε τον πρωτότοκο γιό του άνδρα της, αλλά συνάντησε την άρνησή του, άλλοι ότι φοβόταν για την τύχη τον δικών της γιών μετά τον θάνατο του πατέρα τους και χειραγώγησε τον γέροντα Λυσίμαχο εναντίον του.

Το μοτίβο είναι συνηθισμένο και αγαπητό στους συγγραφείς, όταν αναφέρονται σε δυναστικές ίντριγκες. Με ή χωρίς την ανάμειξή της Αρσινόης, ο Αγαθοκλής κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλέως, δικάστηκε, βρέθηκε ένοχος και εκτελέστηκε το 285 π.Χ.

Η γυναίκα του, Λυσάνδρα, και ο αδερφός της, Πτολεμαίος Κεραυνός, παιδιά του Πτολεμαίου Σωτήρος από την Ευρυδίκη, κατέφυγαν στην αυλή του Σέλευκου, ζητώντας εκδίκηση.

Η δύναμη της Αρσινόης μεγάλωσε. Ο Λυσίμαχος της παραχώρησε διάφορες πόλεις, μάλλον και την Κασσάνδρεια, και πιθανότατα εκείνη εκπροσωπούσε την βασιλική εξουσία στην Μικρά Ασία.

Το 281 π.Χ. ο Λυσίμαχος νικήθηκε από τον Σέλευκο και σκοτώθηκε στην μάχη του Κουροπεδίου, κοντά στις Σάρδεις.

Η Αρσινόη βρισκόταν στην πόλη της, Αρσινόεια/Έφεσο, και, όταν οι κάτοικοι άνοιξαν τις πύλες στον προελαύνοντα στρατό των Σελευκιδών, κατάφερε την ύστατη στιγμή να ξεφύγει μαζί με τους τρεις γιους της, και να φτάσει με την βασιλική ναυαρχίδα και μια φρουρά μισθοφόρων στην Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής.

Ο Πτολεμαίος Κεραυνός που εν τω μεταξύ δολοφόνησε τον Σέλευκο, όντας από την μητέρα του εγγονός του Αντίπατρου και ανιψιός του Κάσσανδρου, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της Μακεδονίας και της Θράκης και πήγε στην Μακεδονία, όπου όμως υπήρχαν όχι μόνον η χήρα και οι γιοι, αλλά και φίλοι και στρατιώτες του πρώην βασιλιά Λυσίμαχου.

Ένας γάμος ανάμεσα στα ετεροθαλή αδέρφια φάνηκε ότι θα μπορούσε να αποτρέψει την σύγκρουση. Ο Κεραυνός υποσχέθηκε στην Αρσινόη ότι θα αναγνώριζε τα παιδιά της ως δικά του. Η συμφωνία έκλεισε στην Πέλλα μπροστά στον στρατό. Το γαμήλιο γλέντι γιορτάστηκε στην Κασσάνδρεια και είχε αιματηρό τέλος.

Ο Πτολεμαίος σκότωσε τους δυο μικρότερους γιούς της Αρσινόης, ο μεγάλος που είχε πια ενηλικιωθεί κατάφερε να ξεφύγει στους Ιλλυριούς, η ίδια η νύφη εκδιώχθηκε από την πόλη και αναζήτησε άσυλο στην Σαμοθράκη, όπου είχε μυηθεί στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών.

Η αινιγματική θόλος της Αρσινόης, το μεγαλύτερο κυκλικό κτήριο της αρχαίας Ελλάδας, δηλώνει την παρουσία και την ευγνωμοσύνη της βασίλισσας στο νησί που την προστάτεψε την ώρα του κινδύνου.

Το 279 π.Χ. ο Πτολεμαίος Κεραυνός σκοτώθηκε σε μάχη με τους Γαλάτες που είχαν εισβάλει στη Μακεδονία. Με τον Πύρρο και τους Γαλάτες στην Μακεδονία, ο γιος της Αρσινόης δεν κατάφερε να πάρει τον θρόνο του πατέρα του και εκείνη επέστρεψε στην Αίγυπτο.

Στην Αλεξάνδρεια η πολυταξιδεμένη και έμπειρη κόρη του ιδρυτή της δυναστείας που πλησίαζε πια τα σαράντα βρέθηκε στο κέντρο της δύναμης και έγινε το σημείο αναφοράς των λογίων του Μουσείου. Ο Πτολεμαίος που είχε εξορίσει την Αρσινόη Α΄, αναγνωρίζοντας τις αρετές της μεγαλύτερης αδερφής του, έκανε την Αρσινόη Β΄ σύζυγο και βασίλισσα του και πήραν και οι δύο τον τίτλο Φιλάδελφος.

Εντελώς ανοίκειος για τα ελληνικά, στην πραγματικότητα και για τα αιγυπτιακά ήθη, ο γάμος των δύο αδελφών, δήλωνε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπινου νόμου, βρίσκοντας παράλληλα στον γάμο του βασιλικού ζεύγους των θεών, του Δία και της Ήρας για τους Έλληνες, του Όσιρι και της Ίσιδας για τους Αιγύπτιους.

Το ζευγάρι δεν έκανε παιδιά, μοιράστηκε όμως, όπως όλα δείχνουν, ισότιμα την εξουσία. Η Αρσινόη άσκησε μεγάλη επιρροή σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.

Η βασίλισσα συνόδευε τον βασιλιά στις περιοδείες του στην χώρα, επέβλεπε μαζί του τα δημόσια έργα και επιθεωρούσε τα στρατεύματα, συμμετείχε σε τελετές και πανηγύρεις, ακόμη και στους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου τα άλογα της κέρδισαν νίκες το 272 π.Χ. Για τα έργα και τις ημέρες της θα γράψουν με θαυμασμό τρεις ποιητές, ο Καλλίμαχος, ο Ποσείδιππος και ο Θεόκριτος.

Η εικόνα της μαζί με εκείνη του συζύγου της ή και μόνη της σφράγιζε τα νομίσματα του κράτους, το όνομα με τους τίτλους της εμφανιζόταν στα επίσημα έγγραφα, τα διατάγματα και τις επιγραφές, δόθηκε σε πόλεις και περιοχές. Μεμονωμένοι πολίτες και συλλογικότητες του βασιλείου, αλλά και αυτόνομες πόλεις ανέθεταν ανδριάντες προς τιμήν της.

Ο Δήμος των Αθηναίων τίμησε τον Πτολεμαίο και την αδελφή του ως υποστηρικτές της κοινής ελευθερίας των Ελλήνων, οι κάτοικοι των Μεθάνων ανέθεσαν στον Ποσειδώνα τα αγάλματα του βασιλέως Πτολεμαίου και της Αρσινόης Φιλαδέλφου. Ανάλογα αναθήματα και τιμητικά ψηφίσματα υπήρχαν σε όλο τον χώρο επιρροής του Πτολεμαϊκού βασιλείου από την Κυρηναϊκή και την Κύπρο μέχρι το βόρειο Αιγαίο και την Συροπαλαιστίνη.

Για τους Αιγύπτιους η Αρσινόη είναι μία γυναίκα- Φαραώ, μία από τις πιο σημαντικές βασίλισσες της Αιγυπτιακής ιστορίας, αντίστοιχη με την Χατσεπτσούτ. Όπως δείχνουν οι τίτλοι της και το στέμμα που δημιουργείται ειδικά για αυτήν, η Αρσινόη προσωποποιεί τον θεϊκό χαρακτήρα της βασιλείας είναι «η Κυρία των βασιλειών».

Στο στέμμα της Αρσινόης συνυπάρχουν το κόκκινο στέμμα της κάτω Αιγύπτου με τα κέρατα του κριού -θεού της Μένδης, του οποίου ήταν πρωθιέρεια, τα δύο φτερά γερακιού που βρίσκονται και στις κορώνες της Ίσιδας και της Αθωρ, αναφορά στην σχέση με τον Άμμωνα --σχέση ιέρειας, κόρης και ιερής συζύγου- και συγχρόνως σύμβολα του ουρανού και της γης, τους αρσενικού και του θηλυκού, καθώς και το σύμπλεγμα των κεράτων της αγελάδας - Αθώρ με τον ηλιακό δίσκο και ένας ή δύο Ουραίοι, οι ιερές κόμπρες-πηγή προστασίας.

Η Αρσινόη, πρωθιέρεια του ιερού Γάμου, Φαραώ της Άνω και Κάτω Αιγύπτου και ζώσα θεότητα αναφέρεται ως «Κυρία των δύο χωρών», «Δέσποινα της άνω και κάτω Αιγύπτου», «Θυγατέρα, αδερφή και σύζυγος του βασιλέως», «Θυγατέρα του Άμμωνα», «Αγαπημένη του Κριού, αυτή που υπηρετεί τον κριό», «Κυρία της Ομορφιάς, γλυκιά ερωμένη», «Εύμορφη. Αυτή που γεμίζει το παλάτι με την ομορφιά της».

Το μοναδικό πολυσύνθετο στέμμα της και οι σπάνιοι τίτλοι «Κυρία της Αιωνιότητας» και «Δέσποινα του Ηλιακού Δίσκου» φανερώνουν τον τεράστιο σεβασμό που αποδίδεται στην θεά Αρσινόη, την «Ζώσα εικόνα» της Ίσιδας, που είναι η επουράνια γεννήτωρ της βασιλικής δυναστείας και συγχρόνως την «Ζώσα εικόνα της Αθώρ», που είναι η θεϊκή βασίλισσα του Κόσμου.

Από την άλλη μεριά, η βασίλισσα των Μακεδόνων παραδοσιακά είναι η πρωθιέρεια του Ιερού Γάμου που τελείται από το βασιλικό ζεύγος. Οι βασίλισσες των Τημενιδών εμφανίζονταν επίσημα ως νύφες, ένα σχήμα που την εποχή του Φιλίππου Β΄ παγιώνεται στον χαρακτηριστικό για την Ήρα τύπο της πεπλοφόρου με την νυφική καλύπτρα.

Στις Αιγές, η βασίλισσα Ευρυδίκη, η γυναίκα που την κρίσιμη στιγμή διαχειρίστηκε την εξουσία σαν άντρας και έσωσε τον θρόνο της Μακεδονίας για τον Φίλιππο και τον Μεγαλέξανδρο, στο άγαλμά της που αναθέτει στην θεά της καλής φήμης μοιάζει πάρα πολύ με την βασίλισσα των θεών την Ήρα.

Ο συνειρμός σίγουρα δεν είναι τυχαίος και το σχήμα αυτό γίνεται αμέσως τόπος για τις βασιλικές γυναίκες της εποχής του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, που θα τον ακολουθήσουν και οι βασίλισσες της ελληνιστικής Οικουμένης και όχι μόνον.

Ως βασίλισσα της Θράκης και της Μακεδονίας η Αρσινόη απεικονίζεται σίγουρα και αυτή, όπως άλλωστε κα η μητέρα της Βερενίκη Α΄, στο ίδιο σχήμα: ντυμένη με τον πλούσιο αργίτικο πέπλο της Ήρας, τα μαλλιά μαζεμένα σε έναν μικρό κότσο, την νυφική καλύπτρα να σκεπάζει το κεφάλι.

Έτσι εμφανίζεται και ως βασίλισσα της Αιγύπτου στην ελληνική εκδοχή της και μάλιστα στην επίσημη κρατική εικονογραφία, στα πορτρέτα της που σφραγίζουν τα νομίσματα. Ο γάμος και η θεοποίηση των Θεών Αδελφών κάνει τους ηγεμόνες, επίγειο αντίστοιχο θεϊκού ζεύγους του Ολύμπου και ο Θεόκριτος, αναφέροντας ρητά την αναλογία με τον Δία και την Ήρα, φροντίζει να μην μείνει για αυτό καμιά αμφιβολία.

Ο Πτολεμαίος εμφανίζεται συχνά φορώντας, όπως και ο Αλέξανδρος που είναι το πρότυπό του, την αιγίδα του Διός κάποτε, κρατώντας και τον κεραυνό, ακόμη και σε παραστάσεις, όπου εμφανίζεται στο σχήμα του Αιγύπτιου Φαραώ.

Η Αρσινόη, ακολουθώντας την παράδοση εμφανίζεται στο σχήμα της Ήρας, θεάς- νύφης του Ιερού Γάμου, με σκήπτρο που τελειώνει σε άνθος λωτού στο χέρι. Όμως συχνά ένα μικρό κερατάκι κριού πάνω από το αυτί της δηλώνει την συνάφεια της με τον Άμμωνα και υπογραμμίζει θεϊκή της υπόσταση, όπως συμβαίνει και με τον Αλέξανδρο.

Στο αμάλγαμα της Ελληνιστικής Οικουμένης ο μακεδονικός βασιλικός θρύλος συναντά τις πανάρχαιες αιγυπτιακές παραδόσεις και αναβαπτίζεται σε αυτές. Η λατρεία του βασιλικού ζεύγους συνδέεται στενά με εκείνη του Αλέξανδρου, αλλά και με τον Σάραπι, τον θεό που σχεδιάστηκε από τον Πτολεμαίο Σωτήρα για να ενώσει τους υπηκόους του και γρήγορα η απήχησή του ξεπέρασε τα όρια της Αιγύπτου.

Ο Φιλάδελφος κατάλαβε γρήγορα την ιδιαίτερη αξία και την δημοφιλία της Αρσινόης που αποκτά και αυτόνομη, ιδιαίτερη λατρεία. Προς τιμήν της αναγείρεται αμέσως ένας ναός στην Αλεξάνδρεια, το Αρσινόειο, ένας άλλος στο Ζεφύρειο, όπου λατρευόταν ως Αρσινόη-Αφροδίτη και ένας στη Μέμφιδα και θεσπίζεται η γιορτή των Αρσινοείων με δημόσια λατρευτική πομπή. Η λατρεία της τελούνταν από ειδική ιέρεια με την επωνυμία Κανηφόρος.

Ο αδελφός και σύζυγός της όρισε η Αρσινόη να λατρεύεται ως σύνναος θεός σε όλους τους ναούς της Αιγύπτου, τους Αιγυπτιακούς, αλλά και τους Ελληνικούς, όπως στον ναό του Δία Κάσιου, με αποτέλεσμα να γίνει μια από τις πιο αγαπητές θεότητες της Αιγύπτου.

Η Αρσινόη πέθανε το 270 ή το 268 π.Χ., πριν προλάβει να γίνει πενήντα χρονών. Λίγο μετά τον θάνατό της ο Φιλάδελφος ονόμασε συμβασιλέα έναν Πτολεμαίο με την επωνυμία ”ο υιός” που δεν αποκλείεται να είναι ο πρωτότοκος γιος της με τον Λυσίμαχο. Αυτός κατέληξε ηγεμών της Τελμησσού, μιας πόλης της Λυκίας.

Τελικά τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο διαδέχθηκε ο γιος του από την Αρσινόη Α΄ Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, ο οποίος ωστόσο χρειάστηκε να «υιοθετηθεί» μετά θάνατον από την Αρσινόη Β΄, γεγονός που δείχνει το κύρος και την ισχύ της θεοποιημένης βασίλισσας.

Ενδεικτική είναι η εικόνα σε ένα ανάγλυφο από έναν ναό του Πτολεμαίου Φιλάδελφου στο Δέλτα του Νείλου. Ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη στέκονται ο ένας απέναντι στην άλλη σαν ίσος προς ίσον, όμως ο Φαραώ, κρατώντας σκήπτρο και κεραυνό, βρίσκεται στην πλευρά των θνητών ενώ η ιερή σύζυγός του, κρατώντας το δικό της σκήπτρο και το σύμβολο της αθανασίας, το ankh, βρίσκεται στην πλευρά των αθανάτων...

Όταν η βασίλισσα ταξίδεψε στον ουρανό, στην άλλη μεριά του Φεγγαριού, μέγας υψώθηκε θρήνος στη γη, γράφει ο Καλλίμαχος στο ποίημα του Αποθέωσις που είναι αφιερωμένο στην Αρσινόη…

Οι άνθρωποι θρηνούσαν τον χαμό της βασίλισσας τους είχαν κερδίσει όμως μια θεά που θα ήταν δίπλα τους και θα άκουγε τις προσευχές τους για αιώνες. Για τους Πτολεμαίους η Αρσινόη Φιλάδελφος έγινε η θεϊκή ευεργέτις και προστάτις του βασιλικού οίκου. Για τους ναυτικούς που θαλασσοδέρνονταν στην Μεσόγειο, η Αρσινόη-Αφροδίτη-Εύπλοια έγινε φύλακας άγγελος, μια Παναγιά θαλασσινή να σώζει από την κακιά στιγμή. Για όλους, έγινε αυτό που φανέρωνε το σύμβολο που δημιουργήθηκε ειδικά για αυτήν, το «δίκερας», το διπλό κέρας της αφθονίας, η αγαθή τύχη που εξασφάλιζε αφθονία, ευγονία, πλούτο και καλοχρονιά.

Μέσα από την πολυτάραχη ζωή της η Αρσινόη κατάφερε να επαναπροσδιορίσει το πρότυπο της γυναικείας εξουσίας και να γίνει το μοντέλο των βασιλισσών της ελληνιστικής Οικουμένης.

Βερενίκη Β'

Δισέγγονη του Σέλευκου Νικάτορος και του Δημητρίου Πολιορκητή, η Βερενίκη Β΄ Ευεργέτις, που, ως σύζυγος του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, έγινεβασίλισσα του κράτους των Πτολεμαίων την εποχή της μεγάλης ακμής του, είναι μια από τις ισχυρές γυναίκες που καθόρισαν το περιεχόμενο και τα πρότυπα της ελληνιστικής μοναρχίας.

Η Βερενίκη γεννήθηκε το 266π.Χ. στην Κυρήνη. Μητέρα της ήταν ηΑπάμα, κόρη του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Α΄ Σωτήροςκαι της Στρατονίκης. Πατέρας της ο Μάγας, ένας Μακεδόνας, γιος της Βερενίκης Α΄ από τον πρώτο της γάμο, τον οποίο ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ, αφού τον υιοθέτησε, τον έκανε βασιλιά της Κυρηναϊκής.

Ο Μάγας προσπάθησε να πολιτευτεί ανεξάρτητα και ήρθε σε σύγκρουση με τους Πτολεμαίους όμως τελικά επήλθε η συμφιλίωση που επισφραγίσθηκε με τον αρραβώνα της μοναχοκόρης και κληρονόμου του της Βερενίκης με τον Πτολεμαίο τον Γ΄, τον γιο και διάδοχο του Φιλάδελφου. Πριν όμως γίνει ο γάμος, ο Μάγας πέθανε.

Η Απάμα προτιμούσε την αποδέσμευση από το άρμα των Πτολεμαίων και στράφηκε στους Αντιγονίδες της Μακεδονίας. Διέλυσε τον αρραβώνα της κόρης της με τον Πτολεμαίο και κάλεσε από την Μακεδονία, τον ετεροθαλή αδερφό της μητέρας της, τον Δημήτριο τον Ωραίο που ήταν ο μικρότερος γιος του Πολιορκητή.

Ο γοητευτικός Δημήτριος ήρθε στην Κυρηναϊκή, παντρεύτηκε την νεαρή κληρονόμο του θρόνου Βερενίκη, αλλά κατάκτησε, ως φαίνεται, και την μητέρα της που ήταν συγχρόνως ανεψιά και πεθερά του.

Όμως ήρθε σε σύγκρουση με τους στρατιώτες του κυρηναϊκού στρατού, με αποτέλεσμα εκείνοι να εισβάλουν στο παλάτι και να τον σκοτώσουν μέσα στην κρεβατοκάμαρα της χήρας, πρώην βασίλισσας, Απάμας.

Η Βερενίκη βρέθηκε μόνη βασίλισσα της Κυρηναϊκής και φρόντισε να ανατρέψει την πολιτική της μητέρας της. Ο αρραβώνας με τον Πτολεμαίο ανανεώθηκε και στην αρχή του 246 π.Χ., όταν μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Πτολεμαίος Γ΄ ανακηρύχθηκε βασιλιάς, η Βερενίκη ήρθε από την Κυρήνη στην Αλεξάνδρεια και έγινε με κάθε επισημότητα ο γάμος. Ο Γαμπρός ήταν 37 χρονών και η νύφη 20.

Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος Β΄ πέθανε ξαφνικά και ο Πτολεμαίος βρήκε ευκαιρία να εισβάλει στην Συρία, για να προστατεύσει την αδερφή του Βερενίκη Φερνοφόρο και τα δικαιώματα του γιου της στον θρόνο των Σελευκιδών.

Ωστόσο, πριν φτάσει ο αδερφός της, η άτυχη «Φερνοφόρος» βρήκε τον θάνατο στις αναταραχές που έγιναν στην Αντιόχειακαι αυτός, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας, προέλασε στην καρδιά της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών και έφτασε στην Βαβυλώνα.

Πιθανότατα η Πτολεμαϊκή προπαγάνδα δόξασε τις βασιλικής νίκες, παραλληλίζοντας τον Ευεργέτη με τον Μεγαλέξανδρο, και ίσως έτσι εξηγείται η χαρακτηριστική κόμμωση με την οποία εμφανίζεται ο Πτολεμαίος Γ΄, η οποία ανακαλεί την εικόνα του Στρατηλάτη.

Η Βερενίκη όμως που έμεινε πίσω, εκτελώντας τα ηγεμονικά καθήκοντα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, είχε να αντιμετωπίσει το σοβαρό προβλήματα της λειψυδρίας του Νείλου που είχε σαν αποτέλεσμα μια πολύ κακή σοδειά και έλλειψη δημητριακών που θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθυσμό σε ταραχές.

Ακολουθώντας την μακεδονική παράδοση, η βασίλισσα, ως μητέρα του λαού της και ευεργέτις, φρόντισε να κάνει εισαγωγή σιτηρών, τα οποία μοίρασε δωρεάν, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη των υπηκόων της. Την ιδια εποχή γέννησε και το πρώτο παιδί της, μια κόρη, την Αρσινόη, που θα γινόταν η επόμενη βασίλισσα, η Αρσινόη η τρίτη.

Για την πληρωμή των σιτηρών που εισήγαγε η Βερενίκη χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα τα βαρύτιμα ασημένια νομίσματα που έκοψε στο όνομα της και σφραγίστηκαν με το εντυπωσιακό πορτραίτο της και το κέρας της αφθονίας.

Η κρίση αποσοβήθηκε και η Βερενίκη προχώρησε σε μία μνημειώδη εκδήλωση συζυγικής αγάπης και αφοσίωσης που καθόρισε την εικόνα της στους αιώνες.

Ενορχηστρώνοντας μια δημόσια τελετή, η βασίλισσα με μεγαλοπρεπή πομπή πήγε να προσευχηθεί στο ναό της Αρσινόης-Αφροδίτης στο Ζεφύρειον και εκεί με μια εντυπωσιακή χειρονομία έκοψε την πλεξούδα των μαλλιών της, το σύμβολο της ομορφιάς της, και την πρόσφερε θυσία στην θεά Αρσινόη που η ίδια και ο Πτολεμαίος αναγνώριζαν ως μητέρα τους.

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν η προσφορά έγινε πριν ή μετά την νικηφόρα επιστροφή του βασιλιά-συζύγου της από τον πόλεμο.

Αυτό που όλες οι πηγές μας βεβαιώνουν είναι πως την άλλη μέρα οι ιερείς ανακάλυψαν ότι η βασιλική πλεξούδα είχε εξαφανιστεί και φοβήθηκαν ότι την πήρε ο αέρας. Την ανακάλυψε όμως στον νυχτερινό ουρανό ένα μέλος του αλεξανδρινού Μουσείου, ο μαθηματικός και αστρονόμος Κόνων. Το απροσδόκητο θαύμα ύμνησε με τους στίχους του ο Καλλίμαχος σε ένα ποίημα που μεταφράστηκε αργότερα στα Λατινικά από τον Κάτουλο.

Η «κώμη της Βερενίκης», ένας αστερισμός με δώδεκα αστέρια, από τα οποία τα εννέα φαίνονται και χωρίς τηλεσκόπιο, βρίσκεται ακόμη στην θέση της ανάμεσα στον Λέοντα και την Παρθένο, τον Βοώτη και την Μεγάλη Άρκτο και κάθε νύχτα φανερώνει τον γοητευτικό τρόπο που βρήκε η ελληνιστική επιστήμη για να κάνει μύθο την βασιλική πραγματικότητα.

Η θυσία των μαλλιών της βασίλισσας, δημιουργούσε σίγουρα στους Αιγύπτιους υπηκόους της ιερό συνειρμό με το τελετουργικό κόψιμο των μαλλιών της θεάς Ίσιδας για τον νεκρό αδερφό και σύζυγό της Όσιρι. Στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και στην νεότερη λογοτεχνία η ‘κώμη της Βερένικης’ έγινε το πιο λαμπρό σύμβολο της συζυγικής πίστης και αφοσίωσης.

Ο Πτολεμαίος Γ΄και η Βερενίκη Β΄ βασίλεψαν για 25 χρόνια συνδημιουργώντας την χρυσή εποχή πλούτου και ακμής του βασιλείου τους.

Οι υπήκοοί τους, Έλληνες και Αιγύπτιοι τους λάτρεψαν ως θεούς Ευεργέτες. Στην Ερμούπολη σώζονται ακόμη τα ερείπια του δωρικού ναού που αφιέρωσαν προς τιμή τους οι στρατιώτες-κληρούχοι, όπως μνημονεύει η μνημειώδης επιγραφή που σώζεται ακόμη στο επιστύλιο.

O Ευεργέτης εμφανίζεται συχνά να φορά, όπως ο Αλέξανδρος, την αιγίδα του Δία, αλλά και το στέμμα με τις ακτίνες του ήλιου και να κρατά την τρίαινα του Ποσειδώνα.

Μολονότι το 246 π.Χ. στην ναυμαχία της Άνδρου ηττήθηκε από τον Αντίγονο Γονατά και έχασε τον έλεγχο του Κοινού των νησιών, όλη η ακτογραμμή από την Μαρώνεια της Θράκης και την Μικρά Ασία, μέχρι την Συρία, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Πτολεμαίων και ο Πτολεμαϊκός στόλος στο β΄ μισό του 3ου προχριστιανικού αιωνα εξακολουθούσε να είναι ο ισχυρότερος της Μεσογείου. Έτσι ο Ευεργέτης μπορούσε, δικαίως, να αξιώνει τον τίτλο του θαλασσοκράτορα.

Μετα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, η σύγκρουση με τους Αντιγονίδες περιορίστηκε στο διπλωματικό επίπεδο και ο Ευεργέτης δεν σταμάτησε να παρεμβαίνει με συμμαχίες, ευεργεσίες και κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο στις εξελίξεις στην Ελλαδική χερσόνησο.

Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Πτολεμαίο Γ΄, ιδρύοντας μία νέα φυλή, την Πτολεμαϊδα, και την Βερενίκη Β΄ με έναν νέο δήμο που ονομάσθηκε Βερενικίδαι, αλλά και εγκαθιδρύοντας την επίσημη λατρεία του βασιλικού ζεύγους.

Hλατρεία των θεών Ευεργετών συμπερίλαμβανε γιορτές και αγώνες με τίτλο Πτολεμαία και είχε ως επίκεντρο το Πτολεμαίον, το γυμνάσιο που προφανώς είχε ιδρυθεί στην Αθήνα με χορηγία τους

Η Βερενίκη, όπως και οι προκάτοχοί της, κάνει αισθητή την παρουσία της στην Ελλάδα με την συμμετοχή της στους πανελλήνιους αγώνες,μάλιστα τα άλογά της κέρδισαν μια ιππική νίκη στα Νέμαια το 245 ή το 241 π.Χ.

Την νίκη αυτή φαίνεται ότι εξυμνεί ο Κυρηναίος ποιητής Καλλίμαχος στα «Αίτιά» του, αλλά δεν αποκλείεται να είχε κερδίσει και άλλες, αφού η θεά Βερενίκη Ευεργέτιςείχε μια ιέρεια με την επωνυμία «Αθλοφόρος».

Η Βερενίκη φαίνεται ότι είχε ενεργή ανάμιξη σε διάφορους τομείς της πολιτικής.

Σε δύο διαφορετικά ψηφιδωτά που βρέθηκαν στην Θμούι (ΘμοῦιςThmuis) μια πόλη στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου, που αντιγράφουν προφανώς το ίδιο πρωτότυπο, μάλλον έναν μνημειακό ζωγραφικό πίνακα, εμφανίζεται μια μεγαλοπρεπής γυναικεία μορφή.

Η γυναίκα που έχει το πρόσωπο της Βερενίκης φορά θώρακα και χλαμύδα που στερεώνεται με πόρπη σε σχήμα άγκυρας. Πίσω της φαίνεται η άντυγα μιας ασπίδας, στο κεφάλι, αντί για διάδημα, φορά κορώνα που έχει το σχήμα πλώρης πλοίου, διακοσμημένης με κηρύκεια, δελφίνια και θαλάσσια φίδια. Αντί για σκήπτρο κρατά κατάρτι, από το οποίο ανεμίζουν οι ταινίες του βασιλικού διαδήματος.

Όλα αυτά εικονοποιούν την στρατιωτική και την ναυτική ισχύ του κράτους.

Ναύαρχος και στρατηγός συγχρόνως, η βασίλισσα-θεά Βερενίκη Ευεργέτις εμφανίζεται ως πρόμαχος και υπέρμαχος προστάτις του βασιλείου της.

Αυτή είναι μια αντίληψη που εδώ μοιάζει να αποκρυσταλλώνεται για πρώτη φορά, θα καθορίσει όμως τις πράξεις των επιγόνων της.

Στα νομίσματα, στους αδριάντες και στις χαρακτηριστικές οινοχόες, που προορίζονται για τις σπονδές της βασιλικής λατρείας, η εμφάνιση της Βερενίκης ακολουθεί τα παραδοσιακά Μακεδονικά πρότυπα. Ντυμένη σαν την Ήρα, με τον χαρακτηριστικό πέπλο και την νυφική καλύπτρα στο κεφάλι, είναι η πρωθιέρεια - νύφη του Ιερού Γάμου.

Στις οινοχόες την βλέπουμε ως ιέρεια να προσφέρει με την φιάλη σπονδή στον βωμό, κρατώντας στο αριστερό το κέρας της αφθονίας, το σύμβολο των ευεργεσιών που προσφέρει η θεά-βασίλισσα ως πηγή καλοτυχίας, ευφορίας και πλούτου.

Ως διάδοχος του θρόνου της Κυρήνης είναι βέβαιο ότι η Βερενίκη απόλαυσε τα αγαθά της μόρφωσης που η εποχής της όριζε για την θέση της.

Οι συχνές αναφορές του Καλλίμαχου, αλλά και η σχέση της με τον αστρονόμο Κόνονα δείχνουν ότι η βασίλισσα ήταν μούσα και προφανώς χορηγός και ευεργέτις του κύκλου των λογίων και φιλοσόφων του Αλεξανδρινού Μουσείου και της Μεγάλης Βιβλιοθήκης.

Η Βερενίκη ως προστάτις των γραμμάτων και των τεχνών ήταν πιθανότατα το θέμα της εικόνας που αντιγράφει μια εξαιρετική τοιχογραφία του πρώτου προχριστιανικού αιώνα η οποία βρέθηκε στην βίλλα τουPubliusFanniusSynistor, στο Boscoreale.

Το κοριτσάκι που στέκεται δίπλα στην καθισμένη βασίλισσα με την χρυσή κιθάρα και της μοιάζει πάρα πολύ θα μπορούσε να είναι η μικρή Αρσινόη Γ΄ που θα διαδεχτεί την μητέρα της στον θρόνο.

Ο Πτολεμαίος Γ΄ και η Βερενίκη συνέχισαν με επιτυχία την πολιτική της ώσμωσης των διάφορων εθνοτικών στοιχείων του βασιλείου τους μέσω της θρησκείας.

Για το θεό Σάραπι που επινόησε ο Πτολεμαίος Σωτήρ, ο ιδρυτής της δυναστείας για να ενώσει Έλληνες και Αιγύπτιους έχτισαν το τεράστιο Σαραπείο που δέσποζε στην Αλεξάνδρεια μέχρι το τέλος του 4ουμεταχριστιανικού αιώνα που το γκρέμισαν συθέμελα οι φανατικοί Χριστιανοί.

Στις ανασκαφές βρέθηκαν σε χρυσά ελάσματα οι δίγλωσσες επιγραφές της αφιέρωσης που αναφέρουν τον Πτολεμαίο και την Βερενίκη ως παιδιά των Θεών Φιλαδέλφων Πτολεμαίου και Αρσινόης.

Στο Σαραπείο ιδρύουν και μία βιβλιοθήκη προσιτή σε ευρύτερο κύκλο αναγνωστών από την Μεγάλη του Μουσείου.

Στο ιερό αιγυπτιακό κέντρο, τις Θήβες, στον Πυλώνα που προσθέτουν στον αρχαίο σεβάσμιο ναό του Chonsu, ο Πτολεμαίος και η Βερενίκη, ως Φαραώ, δέχονται την ευλογία του γερακόμορφου θεού, θεματοφύλακα της βασιλείας.

Φορώντας την κορώνα της Αθώρ με τα φτερά που φανερώνουν ότι είναι ιέρεια και σύζυγος του Άμμωνα, η Βερενίκη στέκεται ισότιμα δίπλα στον σύζυγό της και κρατά το σκήπτρο και το σύμβολο της αθανασίας, το Ανκχ.

Η πολιτική της προσέγγισης με το Αιγυπτιακό στοιχείο μέσω του ιερατείου συνεχίζεται και εμβαθύνεται.

Από την εκστρατεία του στο βασίλειο των Σελευκιδών ο Πτολεμαίος φέρνει πίσω τα ιερά Αιγυπτιακά αγάλματα που άρπαξαν οι Πέρσες του Καμβύση.

Στην Κάνωπο, μια αιγυπτιακή πόλη του Δέλτα που βρισκόταν δίπλα στο νεοϊδρυθέν μακεδονικό Ηράκλειο, ο Πτολεμαίος και η Βερενίκη αναθέτουν ναό στον Όσιρη και μία ειδική σύνοδος των ιερέων που συνέρχεται εκεί το 238 π.Χ. εκδίδει το περίφημο ψήφισμα της Κανώπου που είναι γραμμένο στα ελληνικά και τα επίσημα αιγυπτιακά με την ιερογλυφική γραφή, αλλά και στα ‘δημοτικά’, την λαϊκή γλώσσα των Αιγυπτίων, ώστε να είναι κατανοητό από όλους.

Με το ψηφισμα αυτό η σύνοδος των Αιγυπτίων ιερέων αποδίδει επί πλέον τιμές στους θεούς Ευεργέτες, τον Πτολεμαίο και την Βερενίκη ισότιμα, ως ευχαριστία για τις ευεργεσίες τους και κυρίως επειδή φρόντισαν να κάνουν εισαγωγή δημητριακών και να σώσουν τον λαό από την πείνα.

Έτσι εγκαθιδρύεται μια στενή συνεργασία του Μακεδόνα Φαραώ με τους Αιγύπτιους ιερείς που θα διατηρηθεί ως το τέλος της δυναστείας.

Οι Ιερείς αναφέρονται στον Ευεργέτη ως τον τέλειο Φαραώ και εκείνος μεταφέρει την επικύρωση της ανάρρησης στον θρόνο με την στέψη από τις Θήβες και τον Άμωνα και στην Μέμφιδα και τον Ptah.

Ο επίγειος εκπρόσωπος του Ptah, o ιερός ταύρος Άπις θα παίζει στο εξής κεντρικό ρόλο στις γιορτές της πρωτοχρονιάς και της στέψης του βασιλιά και της βασίλισσας σύμφωνα με το αιγυπτιακό τυπικό, αφήνοντας συγχρόνως χώρο στους συνειρμούς με τον ελληνοαιγυπτιακό Σάραπι.

Οι θεοί Ευεργέτες, ο Πτολεμαίος και η Βερενίκη, θα δείξουν έμπρακτα τον σεβασμό τους στους Αιγύπτιους θεούς και την εύνοια τους στον γηγενή πληθυσμό κάνοντας διάφορες δωρεές, φροντίζοντας για την επέκταση και την διακόσμηση των υφιστάμενων ναών και ιδρύοντας νέους.

Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο εντυπωσιακός ναός του Ώρου στο Edfouπου θα ολοκληρωθεί από τον Πτολεμαίο H΄ και το Mammisi, το παρεκκλήσι της γέννησης, στο ιερό της Ίσιδας στο νησί Φίλαι.

Αφιερωμένο στην γέννηση του Ώρου το παρεκκλήσι αυτό είναι ο τόπος, όπου η Γαλακτοτροφούσα βασίλισσα-μητέρα των Ουρανών, η Ίσις, δέχεται τις προσευχές και προσφέρει την προστασία και την ευλογία της στις μητέρες της γης.

Εκπληρώνοντας το ύψιστο καθήκον της προς την δυναστεία και τον λαό της, η Βερενίκη γέννησε πέντε παιδιά: την Αρσινόη, τον Πτολεμαίο, τον Λυσίμαχο, τον Αλέξανδρο και τον Μάγα, το ένα μετά το άλλο στα πέντε πρώτα χρόνια του γάμου της και λίγο αργότερα την Βερενίκη.

Η μικρή Βερενίκη πέθανε πριν καλά - καλά κλείσει χρόνο και οι ιερείς στο ψήφισμα της Κανώπου την ανακήρυξαν «θεά, άνασσα παρθένων», ορίζοντας τις τιμές και τον τρόπο της λατρείας της.

Ο Ευεργέτης πέθανε στο τέλος του Φθινοπώρου του 222 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος από τους γιους του ο Πτολεμαίος Δ΄ Φιλοπάτωρ.

Δύο αυλικοί, ο Σωσίβιος και ο Αγαθοκλής, αδελφός της Αγαθόκλειας που ήταν ερωμένη του εικοσάχρονου βασιλιά ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο Πτολεμαίο και προχώρησαν στην εκκαθάριση των μελών της βασιλικής οικογένειας που μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για την εξουσία τους.

Ο Λυσίμαχος και ο Αλέξανδρος, εξαφανίζονται και ο νεότερος, ο Μάγας, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους στρατιώτες ζεματίστηκε καθώς έπαιρνε το μπάνιο του και πέθανε. Λίγο αργότερα πέθανε και η Βερενίκη που ήταν τότε 45 χρονών. Κάποιοι λένε ότι την δηλητηρίασαν.

Το 220 π.Χ. ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ παντρεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη Γ΄ που έγινε βασίλισσα και αποδείχτηκε άξια διάδοχος της μάνας της.

Η Αρσινόη συνόδευσε τον αδελφό της στην περίφημη μάχη της Ράφιας μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις του Ελληνιστικού κόσμου, που έγινε κοντά στην Γάζα τον Ιούνιο του 217π.Χ.

Η στρατιά των Πτολεμαίων αποτελούνταν από 70.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 73 πολεμικούς Ελέφαντες. Η στρατιά του ΣελευκίδηΑντιοχου Γ΄ από 62.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 102 ελέφαντες. Η σύγκρουση ήταν τρομακτική και χαώδης.

Την κρίσιμη στιγμή η Αρσινόη εμφανίστηκε στο πεδίο της μάχης εμψύχωσε τους στρατιώτες και τους υποσχέθηκε αμοιβή, αν νικήσουν. Η μάχη έληξε με νίκη των Πτολεμαίων που κατάφεραν να κρατήσουν την Κοίλη Συρία.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμμετοχή 20.000 Αιγυπτίων που είχαν μάθει να πολεμούν με τον μακεδονικό τρόπο, οι οποίοι μετά το τέλος της μάχης κέρδισαν όλα τα προνόμια των υπόλοιπων Ελλήνων και ελληνισμένων κληρούχων.

Ο Πτολεμαίος Δ΄και η Αρσινόη Γ΄λατρευτηκαν ως θεοί Φιλοπάτορες.

Το 210 π.Χ. η βασίλισσα γέννησε το μοναδικό παιδί της, τον πρώτο Πτολεμαίο που ήταν πραγματικά καρπός της ένωσης δυο αδελφών.

Το καλοκαίρι του 204 π.Χ. στο παλάτι ξέσπασε φωτιά και ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ σκοτώθηκε. Οι αυλικοί που φοβόταν ότι η δημοφιλής στον λαό και τους στρατιώτες Αρσινόη θα μπορούσε να πάρει στα χέρια της την εξουσία την δολοφόνησαν.

Βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής Ευχάριστος που ακόμη δεν είχε κλείσει τα έξι. Ο Πτολεμαίος έχασε τον επόμενο πόλεμο με τον Αντίοχο Γ΄ και μαζί του την εύφορη κοίλη Συρία, νυμφεύθηκε όμως την κόρη του Σελευκίδη, την Κλεοπάτρα Α΄ Σύρα, και έτσι οι Κλεοπάτρες εμφανίστηκαν στον βασιλικό οίκο της Αιγύπτου….

Κλεοπάτρα Ζ'

Αγαπήθηκε και μισήθηκε παράφορα. Σφράγισε την ιστορία μιας αυτοκρατορίας. Την αποκάλεσαν «βασίλισσα των βασιλέων», «Νέα Ίσιδα» και «πόρνη». Έπαιξε κι έχασε σ’ ένα παιχνίδι μεγάλων δυνάμεων, αλλά είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να κερδίσει. Ίσως να την πρόδωσε η φιλοδοξία της, αλλά δεν έχει σημασία πια. Η Κλεοπάτρα, η τελευταία ελληνιστική βασίλισσα, η τελευταία Ελληνίδα βασίλισσα, έμεινε για πάντα σύμβολο του αγώνα μιας γυναίκας να τα καταφέρει όταν όλες οι συνθήκες είναι εναντίον της.

Αντικείμενο μελέτης η ζωή της μέχρι σήμερα, ίσως γιατί ακόμα προσπαθούμε να εξηγήσουμε τις πράξεις της, να αποκρυπτογραφήσουμε τη σκέψη της, να κατανοήσουμε τις συνθήκες της εποχής της, αντλούμε τις καλύτερες πληροφορίες από τις σύγχρονές της ιστορικές πηγές.

Σε αυτήν, την ερωμένη του, αναφέρεται ο Ιούλιος Καίσαρας στην εξιστόρηση των πολέμων του, ενώ με μελανά χρώματα την περιγράφει ο αντίπαλός του, ο Κικέρων. Αμέσως μετά το θάνατό της γίνονται αναφορές σ’ εκείνην από τους ποιητές Οράτιο και Προπέρτιο, καθώς και από τον γεωγράφο Στράβωνα, ο οποίος μας μιλάει την Αίγυπτο. Ο Πλίνιος, ο Ιώσηπος, ο Πλούταρχος και ο Σουητώνιος θα αναλάβουν τη σκυτάλη στη συνέχεια. Το παζλ της εικόνας της συμπληρώνεται από τον Δίωνα τον Κάσσιο, τον Αππιανό και τον Αθήναιο.

Η πολυτάραχη ζωή της τελευταίας βασίλισσας της δυναστείας των Πτολεμαίων, λοιπόν, της έβδομης κατά σειρά με αυτό το όνομα, ξεκίνησε το 69 π.Χ. Κόρη του Πτολεμαίου ΙΒ΄, του επονομαζόμενου Αυλητή και της Κλεοπάτρας Τρύφαινας, από μικρή φαίνεται να γνώρισε τις ταραχές που συνεπαγόταν η άνοδος της δύναμης της Ρώμης και η πτώση των ελληνιστικών βασιλείων. Δεν θα επεκταθούμε στην πολιτική σταδιοδρομία του πατέρα της, ωστόσο είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη συρρίκνωση που είχε υποστεί το βασίλειο της Αιγύπτου στη διάρκεια της αποτυχημένης βασιλείας του, καθώς έχασε την Κυρηναϊκή, την Κύπρο και την Κοίλη Συρία. Όταν ο Πτολεμαίος πεθαίνει, το 51 π.Χ., η επιθυμία του είναι να συμβασιλεύσει η δεύτερη κόρη του, η Κλεοπάτρα, με τον μικρότερο αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΓ΄.

Τον Αύγουστο του 51 π.Χ., οι σχέσεις μεταξύ των κυβερνώντων διακόπηκαν οριστικά. Η Κλεοπάτρα διέταξε να διαγραφεί το όνομα του Πτολεμαίου από τα επίσημα έγγραφα και να απεικονιστεί μονάχα το δικό της πρόσωπο στα νομίσματα, σπάζοντας την παράδοση των Πτολεμαίων που ήθελε οι γυναίκες ηγεμόνες να είναι κατώτερες των ανδρών συμβασιλέων τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια σκευωρία αυλικών, οδηγούμενων από τον ευνούχο Ποθίνο, που έδιωξε την Κλεοπάτρα από την εξουσία και έκανε τον Πτολεμαίο μόνο Κύριο της Αιγύπτου περίπου το 48 π.Χ. ή και λίγο νωρίτερα. Εκείνη προσπάθησε να οργανώσει επανάσταση κοντά στο Πελούσιο, μα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο με την μοναδική αδερφή της που έμεινε ζωντανή, την Αρσινόη.

Ενώ η Κλεοπάτρα βρισκόταν στην εξορία, ο Πτολεμαίος αναμίχθηκε στο Ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο. Το φθινόπωρο του 48 π.Χ., ο Πομπήιος διέφυγε των δυνάμεων του Ιουλίου Καίσαρα προς την Αλεξάνδρεια, ζητώντας καταφύγιο. Ο Πτολεμαίος, μόνο δεκαπέντε ετών την εποχή εκείνη, έστησε ένα θρόνο για τον εαυτό του στο λιμάνι από όπου και παρακολούθησε στις 28 Ιουλίου του 48 π.Χ. τον Πομπηίο να δολοφονείται από έναν πρώην αξιωματικό του, τώρα στην υπηρεσία του Πτολεμαίου. Αποκεφαλίστηκε μπροστά στη γυναίκα και τα παιδιά του, που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο από όπου μόλις είχε αποβιβαστεί. Πιστεύεται πως ο Πτολεμαίος είχε διατάξει το φονικό για να ευχαριστήσει τον Ιούλιο Καίσαρα και να κερδίσει τη συμμαχία της Ρώμης, στην οποία η Αίγυπτος ήταν χρεωμένη. Αυτή ήταν καταστροφικά άστοχη κίνηση από μέρους του νεαρού μονάρχη. Όταν ο Καίσαρ έφτασε στην Αίγυπτο δύο μέρες μετά, ο Πτολεμαίος του έδειξε το κεφάλι του Πομπήιου Οργισμένος ο Καίσαρας για τη δολοφονία ενός Ρωμαίου ηγέτη, έστω και αντιπάλου του, εισέβαλε στη Αλεξάνδρεια με τα ρωμαϊκά λάβαρα να παρελαύνουν στην πόλη και τον ίδιο να εγκαθίσταται στα ανάκτορα.

Εν τω μεταξύ, η συνεχής αυξανόμενη δύναμη και φιλοδοξία της Κλεοπάτρας είχε δυσαρεστήσει τους αυλικούς που τη θεωρούσαν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του αδερφού της. Η Κλεοπάτρα εκδιώχθηκε, όμως η συμβολή της στη συνάντηση με τον Ιούλιο Καίσαρα υπήρξε εξαιρετικά σημαντική. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Ρωμαίων στρατιωτών και των Αιγυπτίων είχαν ήδη ξεκινήσει και επειδή ήταν εξόριστη, έπρεπε να βρει ένα τρόπο να μπει κρυφά στα διαμερίσματα του Καίσαρα χωρίς να κινδυνεύσει. Η γυναίκα με την ασυνήθιστη προσωπικότητα χάρη στη βοήθεια του έμπιστου της Απολλόδωρου από την Σικελία, κατάφερε να μπει στο παλάτι τυλιγμένη σε ένα χαλί.

Εξαιτίας της ικανότητας της στη διαπραγμάτευση, ο Καίσαρας κατόρθωσε να συμφιλιώσει δημόσια τα δύο αδέρφια, ώστε να συνεχίσουν από κοινού την βασιλεία της Αιγύπτου. Οι αυλικοί, με πρωτοστάτες τον Ποθεινό και τον Αχιλλά, συνέχισαν να υπονομεύουν τις αποφάσεις και να κακομεταχειρίζονται τους Ρωμαίους στρατιώτες, κάτι που εν τέλει οδήγησε στον λεγόμενο «Αλεξανδρινό Πόλεμο», σε ένα επεισόδιο του οποίου φαίνεται ότι κάηκε η περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Από την Συρία έρχονταν στρατεύματα για να τον βοηθήσουν, αλλά μέχρι να φτάσουν ο Καίσαρ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί η δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν κατά πολύ μικρότερη αυτής των αντιπάλων του. Οχυρώθηκε στον Μεγάλο Λιμένα της Αλεξάνδρειας, αλλά αναγκάστηκε να κάψει τα πλοία του.

Ο Καίσαρας με δυνάμεις από όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κατάφερε να επικρατήσει και η Κλεοπάτρα συντάχθηκε στο πλευρό του, παρά την αντίδραση των Αιγυπτίων. Αν και είχε σοβαρές ευθύνες στη Ρώμη, ο Καίσαρας πέρασε τον χειμώνα δίπλα στην βασίλισσα της Αιγύπτου και τον νεότερο αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΔ’, περιοδεύοντας στον ποταμό Νείλο, φτάνοντας ως και την Αιθιοπία. Η Αιγύπτια με την ελληνική καταγωγή από την Μακεδονία, ήταν ένα κράμα ακαταμάχητης γοητείας και ο Καίσαρας απλά υπέκυψε στα θέλγητρά της. Τον Ιούνιο του 47 π.Χ. γεννήθηκε ο Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίωνας, ο γιος της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. Με την επιστροφή του δικτάτορα πλέον Καίσαρα στην Ρώμη, ακολούθησε και η βασίλισσα Κλεοπάτρα με τον γιο της. Ωστόσο, στη Ρώμη η ίδια θεωρούταν μια ξελογιάστρα κι όχι σύζυγος του Καίσαρα. Άλλωστε ο Καίσαρας εκεί είχε τη νόμιμη σύζυγό του Καλπουρνία. Η Κλεοπάτρα βέβαια, συνέχισε να φέρεται ως βασίλισσα σε όσους την επισκέπτονταν στην εξοχική κατοικία του Καίσαρα, όπου είχε εγκατασταθεί. Επιπλέον, η γυναίκα που μιλούσε 12 γλώσσες, φαίνεται να ενέπνευσε στον Καίσαρα την ιδέα μιας μεγάλης εκστρατείας στην Ανατολή, σαν αυτή που είχε πραγματοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Έτσι, λοιπόν, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βάδιζε σε μια μοναρχία ελληνιστικού τύπου, που θα περίκλειε πληθώρα φύλων: από Έλληνες και Γαλάτες, μέχρι Αιγύπτιους κι Ασιάτες. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο δεν ευδοκίμησε, καθώς ακολούθησαν οι λεγόμενοι «Ειδοί του Μαρτίου», όπου στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε από τον Βρούτο. Η ζωή της Κλεοπάτρας κινδύνευε κι έτσι επέστρεψε στην Αίγυπτο. Ο Πτολεμαίος ΙΔ’ λίγο αργότερα ξεψύχησε κάτω από ύποπτες συνθήκες.

Η Κλεοπάτρα συνέχισε να κυβερνά και υιοθέτησε μια ουδέτερη πολιτική στάση απέναντι στα τεκταινόμενα που διαδραματίζονταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έως την νίκη του Μάρκου Αντώνιου στη μάχη των Φιλίππων το φθινόπωρο του 42 π.Χ. Η στάση της Κλεοπάτρας ενόχλησε τον θριαμβευτή και ζήτησε να τη συναντήσει στην Κιλικία. Η μικρόσωμη Ελληνίδα βασίλισσα κατέφθασε με ένα πανέμορφο πλοίο και με ακολουθία από Χάριτες και Νηρηίδες. Στην Ταρσό ο Μάρκος Αντώνιος υπέκυψε στη σαγήνη της κι ένας παράφορος έρωτας γεννήθηκε. Ο Μάρκος Αντώνιος πραγματοποιούσε κάθε επιθυμία της Κλεοπάτρας. Για χάρη της δολοφόνησε όλους του πολιτικούς της εχθρούς, ακόμη και την αδερφή της Αρσινόη Δ’ , τον κυβερνήτη της Κύπρου κι έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο αδερφός της, τον Πτολεμαίο ΙΓ’. Το χειμώνα του 41-40 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος τον πέρασε δίπλα στη Βασίλισσα του Νείλου, υποκύπτοντας σε εξωτικές κι αμέτρητες απολαύσεις. Ξελογιασμένος και καθοδηγούμενος από το πάθος του έφτασε να είναι υποχείριο της Κλεοπάτρας, αδιαφορώντας για τις εξελίξεις στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Την άνοιξη του 40 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος συνάντησε στην Αθήνα την γυναίκα του Φουλβία και ύστερα κατευθύνθηκε στην Ιταλία για να διευθετήσει τη διαμάχη του με τον Οκταβιανό. Ο Μάρκος Αντώνιος, μετά τον θάνατο της Φουλβίας, παντρεύτηκε την Οκταβία, αδερφή του Οκταβιανού. Το 39 π.Χ. απέκρουσαν μαζί την εισβολή των Πάρθων. Η Κλεοπάτρα το 40 π.Χ. γέννησε δίδυμα, τον Αλέξανδρο Ήλιο και την Κλεοπάτρα Σελήνη. Με τα ονόματα αυτά που έδωσε στα παιδιά της, γίνεται σαφής η αναφορά της στον Αλέξανδρο και προσπαθεί ίσως με αυτόν τον τρόπο να αναβιώσει τις μνήμες του λαού της.

Το 36 π.Χ. έσμιξε ξανά με τον Μάρκο Αντώνιο, όταν την κάλεσε στην Συρία. Απέκτησαν, μαζί, επίσης τον Πτολεμαίο Φιλάδεφο. Η επιθυμία της Κλεοπάτρας για περισσότερα εδάφη άρχισε να είναι αρκετά έντονη. Επηρεάζοντας τον Μάρκο Αντώνιο, κατάφερε να πάρει στην εξουσία της το βασίλειο του Λιβάνου και τη φοινικική ακτή μέχρι Σιδώνα. Επίσης, συνόδευσε τον Μάρκο Αντώνιο στις εκστρατείες του, με απώτερο βέβαια σκοπό την ανάκτηση περισσότερων εδαφών. Ύστερα από δύο εκστρατείες εναντίον της Παρθίας και μίας κατά της Αρμενίας, ο Μάρκος Αντώνιος επέστρεψε θριαμβευτής και παρά την οργή των Ρωμαίων, επέλεξε να κάνει τον γύρω του θριάμβου στην Αλεξάνδρεια μπροστά στην αγαπημένη του Κλεοπάτρα. Η μεγαλομανία της βασίλισσας δεν είχε όρια, καθώς τώρα πια δεν επιθυμούσε να την ονομάζουν «Βασίλισσα των Βασιλέων», αλλά «Νέα Ίσις» ή «Θεά Νεωτέρα» και να λατρεύεται η ίδια σαν θεά. Επίσης, το όνειρό της για επανένωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αναζωπυρώθηκε και ο μόνος που στεκόταν τώρα εμπόδιο ήταν ο Οκταβιανός, τον οποίο μάλλον υποτίμησε. Η Ρώμη είχε χωριστεί στα δύο.

Ο Μάρκος Αντώνιος κήρυξε πόλεμο από τη Σάμο εναντίον του Οκταβιανού, ο οποίος κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βασίλισσας της Αιγύπτου. Η αποφασιστική αναμέτρηση έγινε στις 2 Σεπτέμβρη του 31 π.Χ. και ήταν η Ναυμαχία του Ακτίου. Ο Μάρκος Αντώνιος υπέστη πανωλεθρία και το ζευγάρι κατέφυγε κρυφά στην Αλεξάνδρεια. Ίσως οι άνθρωποι που πλησίασαν τον Μάρκο Αντώνιο, συνιστώντας του να απομακρυνθεί από την Κλεοπάτρα να είχαν δίκιο. Η Αίγυπτος σε λίγο θα προσαρτούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα συνέχισαν τη φιλήδονη ζωή τους στην Αλεξάνδρεια, περιμένοντας το αναπόφευκτο τέλος.

Πολλά έχουν γραφτεί για τον θάνατο της Κλεοπάτρας, όμως δύο είναι οι επικρατέστερες εκδοχές. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μετά την ήττα στην Ναυμαχία του Ακτίου, ο στρατός εγκατέλειψε τον Μάρκο Αντώνιο που θεώρησε ότι τον πρόδωσαν με σχέδιο της Κλεοπάτρας. Η ίδια για να σωθεί από την οργή του Μάρκου Αντώνιου, κλειδώθηκε σε ένα ταφικό μνημείο και διέδωσε ότι αυτοκτόνησε. Στο άκουσμα αυτής της φήμης, ο Μάρκος Αντώνιος αυτοκτόνησε με το ίδιο του το σπαθί. Λίγα λεπτά προτού πεθάνει, η Κλεοπάτρα πήγε κοντά του κι ο Μάρκος Αντώνιος ξεψύχησε στην αγκαλιά της. Την 12η Αυγούστου του 30 π.Χ. ο Οκταβιανός εισήλθε θριαμβευτής στην Αλεξάνδρεια. Δεν ήθελε ακόμη την Κλεοπάτρα νεκρή, καθώς επιθυμούσε πρώτα να τη ντροπιάσει μπροστά στα μάτια των Ρωμαίων. Η τελευταία βασίλισσα των Πτολεμαίων λίγο αργότερα βρέθηκε νεκρή από τσίμπημα ασπίδας, ενός είδους αιγυπτιακής κόμπρας, αν και οι νεώτεροι μελετητές πιστεύουν ότι απλά πήρε κάποιο μείγμα δηλητηρίων. Σύμφωνα όμως με τον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, η Κλεοπάτρα πέθανε χωρίς πόνο.

Ο γιος της Κλεοπάτρας από τον Καίσαρα, ο Καισαρίων αναγορεύτηκε Φαραώ από τους Αιγυπτίους, ωστόσο ο Οκταβιανός είχε ήδη νικήσει. Ο Καισαρίων αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε, με τη μοίρα του να σφραγίζεται από τη θρυλική ρήση του Οκταβιανιού: «Υπερβολικά πολλοί Καίσαρες». Τα τρία παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο έλαβαν χάρη και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου τα ανέθρεψε η γυναίκα του Αντώνιου, Οκτάβια.

Έτσι η Κλεοπάτρα πέρασε στην αθανασία. Τάφηκε στην πόλη της, την Αλεξάνδρεια, κοντά στο ιερό της Ίσιδας Λοχιάδος, στο μαυσωλείο που είχε φτιάξει, συντροφιά με τον Μάρκο Αντώνιο στην αιωνιότητα.

Όπως συνέβη και με τον Αλέξανδρο, έτσι και για την Κλεοπάτρα ο φυσικός θάνατος δεν σήμανε το τέλος της ιστορίας της και τη λήθη, όπως για πολλούς από τους ελληνιστικούς ηγεμόνες. Η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου έγινε θρύλος και η ιστορία της ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει τους καλλιτέχνες μέχρι σήμερα. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά.

Κατ’ αρχήν, παρόλο που η Κλεοπάτρα είχε αμιγώς ελληνική καταγωγή, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά πρόσμιξη με Αιγυπτίους στο γενεαλογικό της δέντρο, έγινε σύμβολο των κινημάτων των έγχρωμων γυναικών. Η λεγόμενη «Μαύρη Δύναμη» επί σειρά ετών έχει οικειοποιηθεί την εικόνα μιας Αφρικανής βασίλισσας ή έστω μιγάδας, στηριζόμενη στις αμφιβολίες για την καταγωγή της μητέρας του Πτολεμαίου ΙΒ’.

Παρ’ όλο που στις εικαστικές τέχνες έχουμε πολλές απεικονίσεις της βασίλισσας με χαρακτηριστικά προσώπου τα οποία δεν παραπέμπουν πάντα στην ευρωπαϊκή της καταγωγή, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πληθώρα των εικόνων της. Και δεν πρόκειται μόνο για τη ζωγραφική.

Στον κινηματογράφο έχουν γυριστεί επικές ταινίες με θέμα τη ζωή της και τους θυελλώδεις έρωτές της με τους Ρωμαίους στρατηγούς. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι η ταινία με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον (Cleopatra, 1963). Και στη μικρή οθόνη, όμως, έχουμε την ιστορία της βασίλισσας που μπλέκεται μοιραία με την ιστορία της Ρώμη (σειρά Rome, 2005-2007). Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την πηγή έμπνευσης που αποτέλεσε η ιστορία της για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ έγραψε το γνωστό θεατρικό έργο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», αλλά δεν είναι ο μόνος που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό.

Η Κλεοπάτρα, η μεγάλη βασίλισσα των Πτολεμαίων, δεν θα πάψει ποτέ να μας ιντριγκάρει την φαντασία. Ίσως ο θρύλος της μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνον του ίδιου του Αλεξάνδρου, όχι για τα στρατιωτικά της κατορθώματα βέβαια, αλλά για την προσπάθειά της να αναβιώσει τη δόξα της αυτοκρατορίας της, χρησιμοποιώντας το πιο πρόσφορο μέσο που είχε στη διάθεσή της, το μυαλό της, που την έκανε πραγματικά ακαταμάχητη.

Σέλευκος Α΄Νικάτωρ

Ο Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ (358-281 π.Χ.) υπήρξε στρατηγός και στη συνέχεια διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ιδρυτής της ονομαστής (ομώνυμης) δυναστείας των Σελευκιδών, η οποία βασίλεψε στις απέραντες εκτάσεις της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας μετά τη δύση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.

Ο Σέλευκος γεννήθηκε το 358 π.Χ. και ήταν γιος του Αντιόχου και της Λαοδίκης από την Ευρωπό της Κάτω Μακεδονίας. Ο πατέρας του ανήκε στους ‘εταίρους’ της μακεδονικής βασιλικής αυλής και υπήρξε στρατηγός στις εκστρατείες του Φιλίππου Β΄. Επίσης, σύμφωνα με μεταγενέστερο μύθο που επεξηγεί την παρουσία του Απόλλωνα ως πολιαδικού θεού της δυναστείας των Σελευκιδών, ο Σέλευκος ήταν γιος του θεού Απόλλωνα και της θνητής Λαοδίκης.

Εξαιτίας της καταγωγής του, ο νεαρός Σέλευκος προφανώς αποτέλεσε μέλος των ‘βασιλικών παίδων’ που έλαβαν στρατιωτική εκπαίδευση και συνολική μόρφωση στη αυλή του Φιλίππου Β΄ μαζί με το συνομήλικό του τότε νεαρό Αλέξανδρο. Η εγγύτητα και ο ενστερνισμός των ιδεών που έθρεψαν τα οράματα του μελλοντικού βασιλιά θα ήταν καταλυτικά για την ενήλικη ζωή του Σελεύκου, η οποία συνδέεται στενά με αυτή του μεγάλου στρατηλάτη. Ακόλουθός του, ως επίλεκτος ‘σωματοφύλακας’, στη μεγάλη εκστρατεία της Ασίας διακρίθηκε στα πεδία των μαχών εναντία στους Πέρσες και αργότερα στη μάχη στον ποταμό Υδάσπη ενάντια στον Ινδό βασιλιά Πώρο.

Έτσι, με βάση τις ικανότητές του, προάχθηκε από τον Αλέξανδρο στην υψηλή ομάδα των ευγενών που τον περιστοίχιζαν, ενώ στη μεγάλη γαμήλια τελετή που έλαβε χώρα στα Σούσα, το 324 π.Χ., όπου ο οικουμενικός χαρακτήρας του νέου κόσμου επισφραγίστηκε με τις τελετές επιγαμίας μεταξύ Ελλήνων αξιωματούχων και Περσίδων πριγκιπισσών, ο Σέλευκος παντρεύτηκε την Απάμεια, κόρη του ισχυρού Βακτριανού ηγεμόνα Σπιταμένη.

Μετά του θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., και για μια περίοδο σαράντα περίπου ετών, ο Σέλευκος Α΄ κατόρθωσε να μετατραπεί από έναν απλό αξιωματικό, ουσιαστικά ακτήμονα και πρόσφυγα του νεοϊδρυθέντος οικουμενικού κόσμου, στο μεγαλύτερο σε επιτυχή εγχειρήματα και φήμη βασιλέα ανάμεσα στους διαδόχους. Με μεθοδικότητα και όραμα, ο χαρισματικός αυτός ηγέτης πέτυχε μέσα σε περίπου μισό αιώνα τη σταδιακή προσάρτηση εδαφών παλαιών σατραπειών και βασιλείων δημιουργώντας μια απέραντη αυτοκρατορία που έφτανε από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα και ιδρύοντας ένα ονομαστό κράτος που άκμασε κατά τους δύο επόμενους αιώνες. Έτσι έλαβε και την προσωνυμία ‘ν(Ν)ικάτωρ’, νικητής δηλαδή στα άπειρα πεδία των μαχών με κάθε λογής αντιπάλους. Ο Αρριανός τον περιγράφει ως το ‘μεγαλύτερο βασιλιά από αυτούς που διαδέχθηκαν τον Αλέξανδρο, κάτοχο πνεύματος ύψιστης βασιλικής ποιότητας και ηγέτη του μεγαλύτερου τμήματος των εδαφών, μετά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο’.

Σέλευκον γὰρ μέγιστον τῶν μετὰ Ἀλέξανδρον διαδεξαμένων τὴν ἀρχὴν βασιλέα γενέσθαι τήν τε γνώμην βασιλικώτατον καὶ πλείστης γῆς ἐπάρξαι μετά γε αὐτὸν Ἀλέξανδρον (Ανάβασις 7.22.5).

Επίσης, δεινός στρατηγός με έξοχη στρατηγική, άψογος διπλωμάτης, εφευρετικός και δημιουργικός ηγέτης, κάτοχος εκείνης της υψηλής ευφυΐας που απαιτούσε η απέραντη και ποικιλοτρόπως διαφοροποιημένη αυτοκρατορία του για να κρατηθεί ως γεωγραφικό σύνολο, κοινωνική οντότητα και ενιαίος διοικητικός μηχανισμός είναι μόνο μερικοί από τους τίτλους και χαρακτηρισμούς που του απένειμαν σύγχρονες αλλά και μεταγενέστερες του αρχαίες πηγές.

Αναλυτικά, στη Βαβυλώνα, μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, ο Σέλευκος ακολούθησε τον αντιβασιλέα Περδίκκα και εξελίχθηκε στο δεύτερο ισχυρότερο αξιωματούχο του οικουμενικού κόσμου, αφού ορίστηκε αρχικά ‘ίππαρχος’, αρχηγός δηλαδή του βασιλικού ιππικού των ‘εταίρων’, και αργότερα ‘χιλίαρχος’, ανώτατο αξίωμα που κατείχαν παλιότερα μόνο ο Ηφαιστίωνας και κατόπιν ο Περδίκκας. Όμως, το 320 π.Χ., ο Σέλευκος αλλάζει στρατόπεδο προσεγγίζοντας τον Πτολεμαίο και στη νέα ανακατανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας μεταξύ των διαδόχων που έλαβε χώρα στη Συρία του αποδόθηκε η σατραπεία της Βαβυλώνας.

Στα χρόνια που ακολουθούν ο Σέλευκος εξελίσσει το προσωπικό του οικουμενικό όραμα στα χνάρια του αντίστοιχου που ακολούθησε και άρχισε να πραγματοποιεί ο Μέγας Αλέξανδρος. Αρχικά, ως πεφωτισμένος ηγεμόνας, εδραιώνει σταδιακά την αρχέγονη Βαβυλώνα ως αυτόνομη οντότητα παντρεύοντας τις ελληνικές ιδέες με τη ντόπια μεσοποταμιακή παράδοση. Στη συνέχεια, επικεντρώνεται στις Άνω σατραπείες της Βακτρίας και Σογδιανής, όπου κατοχυρώνει τη δύναμή του με μάχες και κυρίως με τις εξαιρετικές διπλωματικές του ικανότητες που τον φέρνουν κοντά με τα μέλη της ευγενούς αριστοκρατίας της πρώην αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Έπειτα, φτάνει για δεύτερη φορά στη ζωή του στις Ινδίες, όπου μετά από επάλληλες μάχες υπογράφει συνθήκη με το Μαουριανό αυτοκράτορα Χανδραγκούπτα ορίζοντας ουσιαστικά τα ανατολικά όρια της επικράτειάς του, βόρεια και δυτικά της οροσειράς του Hindu Kush. Στη συνέχεια επιστρέφοντας δυτικά συμμαχεί με τον Πτολεμαίο, τον Κάσσανδρο και το Λυσίμαχο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον παλιό κοινό αντίπαλο και νέο αναγορευμένο βασιλιά Αντίγονο Μονόφθαλμο και το γιο του Δημήτριο Πολιορκητή στην Ιψό της Φρυγίας, το 301 π.Χ. Στα επόμενα χρόνια τα εδάφη της Βόρειας Μεσοποταμίας και Συρίας, της Αρμενίας και του ανατολικού μισού της Ανατολίας προστίθενται στην επικράτεια του Σελεύκου, ενώ στον Περσικό κόλπο το νησί της Φαϊλάκα αποτέλεσε το νοτιότερο οχυρό της· το ακριτικό αυτό οχυρό, γνωστό με το ελληνικό όνομα Ίκαρος, αποτέλεσε ένα μικρό αλλά οικουμενικό πόλο της πολιτικής των Σελευκιδών, αφού σώζει μέχρι σήμερα δείγματα εκλογικευμένης ελληνικής αρχιτεκτονικής, αλλά και επιγραφικές μαρτυρίες στα ελληνικά και αραμαϊκά, που πιστοποιούν ανατολικές λατρείες και παρουσία μεικτού στρατιωτικού έμψυχου υλικού από Έλληνες και Βαβυλώνιους. Αδιαμφισβήτητα πλέον ο Σέλευκος με το απέραντο κράτος του είχε εξελιχθεί στον ισχυρότερο από τους διαδόχους, έχοντας απέναντί του τον Πτολεμαίο στα Νότια και το Λυσίμαχο που είχε εδραιωθεί στο Αιγαίο και τη Δυτική Μικρά Ασία.

Στα επόμενα δέκα περίπου χρόνια, ο Σέλευκος επικεντρώθηκε στην οργάνωση και διευθέτηση των ποικίλων εσωτερικών υποθέσεων του απέραντου πλέον σε εκτάσεις και πολυπολιτιστικό έμψυχο δυναμικό κράτους του. Η προσπάθεια αυτή ήταν που τον καθιέρωσε στην ιστορική πραγματικότητα, εκτός από δεινό στρατιωτικό, και ως απαράμιλλη ηγετική φυσιογνωμία που με ευφυΐα και δημιουργικότητα αντάξια της βασιλική του πλέον ιδιότητας κατάφερε να μετουσιώσει σε πραγματικότητα το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για ένα λειτουργικό οικουμενικό κόσμο.

Στην προσπάθειά του αυτή είχε δίπλα του το γιο του και μετέπειτα διάδοχό του Αντίοχο Ι Σωτήρα· ο ελληνοϊρανός αυτός απόγονος του γάμου του με την ιρανή πριγκίπισσα Απάμεια, ο ‘εστεμμένος πρίγκιπας’ κατά τα ασσυροβαβυλωνιακά χρονικά, αποτέλεσε ένα ζωντανό σύμβολο της ένωσης δύο παλαιών κόσμων και τη δημιουργία της νέας οικουμενικής πραγματικότητας.

Έτσι, με αυτές τις προϋποθέσεις, το κράτος του Σελεύκου οργανώθηκε πάνω σε οικουμενικές προδιαγραφές ικανές να στηρίξουν –και όχι να αντικρούσουν- τον πολυπολιτιστικό χαρακτήρα του. Από τη μια πλευρά διατηρήθηκε η παλιά δομή σε σατραπείες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, ενώ από την άλλη ιδρύθηκαν άπειρες νέες ελληνικές πόλεις ή επανιδρύθηκαν και ξαναχτίστηκαν παλαιές και επονομάστηκαν με τα ονόματα μελών της οικογένειας των Σελευκιδών. Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας του ο Σέλευκος ίδρυσε την Σελεύκεια στον ποταμό Τίγρη, την ονομαστή αυτή βασιλική πρωτεύουσα στην περιοχή της αρχαίας Βαβυλώνας, καθώς και την Αντιόχεια στον Ορόντη και τη Σελεύκεια στην Πιερία.

Στην περιοχή της κοιλάδας του Ορόντη χτίστηκε και η Απάμεια, η μεγάλη αυτή κοσμοπολίτικη στρατιωτική βάση που ουσιαστικά στήριζε την άμυνα των νοτιοδυτικών ορίων της απέραντης αυτοκρατορίας. Επίσης, σε μια νοσταλγική προσπάθεια ανάπλασης της ονοματοποιίας αλλά και της τοπογραφίας της πατρογονικής Μακεδονίας στα νέα εδάφη, ο Σέλευκος προχώρησε σε επανίδρυση και μετονομασία παλιών πόλεων, όπως η Αλέπω και η Urfa που αποτέλεσαν πλέον τη Βέροια και Έδεσσα της ανατολής. Ταυτόχρονα στρατιωτικές βάσεις και νέες πόλεις δημιουργήθηκαν –όπως η Δούρα-Ευρωπός και η Σελέκεια-Ζεύγμα- κοντά σε ποτάμιες στρατηγικές διαβάσεις της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.

Σε αυτό το κλίμα ιδρύθηκαν ή επανακατασκευάστηκαν από τον ‘έστεμμένο πρίγκηπα’ Αντίοχο Ι και παλιές πολυπολιτιστικές πόλεις που σχεδιάστηκαν από το Μέγα Αλέξανδρο, όπως η Αλέξανδρεια στον Ώξο –η μετέπειτα γνωστή ως Αι-Χανούμ- και η Αλεξάνδρεια Εσχάτη που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια της Μαργιανής. Γενικότερα, ο Αππιανός παραδίδει 16 πόλεις με το όνομα Αντιόχεια που ιδρύθηκαν προς τιμήν του πατέρα του Σελεύκου Ι, 5 Λαοδίκειες προς τιμήν της μητέρας του, 3 Απάμειες με το όνομα της ιρανής βασίλισσάς του, 1 Στρατονίκεια με το όνομα της δεύτερης γυναίκας του και 9 ομώνυμές του Σελεύκειες.

Οι πόλεις αυτές με τα ελληνικά ονόματα αποτέλεσαν τις νέες κοιτίδες του οικουμενικού αστικού πνεύματος, χρησιμοποιώντας εκλογικευμένα πρότυπα σχεδίασης και χρήσης του πολεοδομικού χώρου. Εντυπωσιακά αστικά οικοδομήματα που αντανακλούσαν ελληνικούς θεσμούς –όπως τα μεγάλα θέατρα, τα γυμνάσια αλλά και οι ναοί που φιλοξένησαν ελληνικές και πάντρεψαν νέες συγκριτικές λατρείες- υιοθέτησαν συχνά μεικτή αρχιτεκτονική με ελληνικά και ανατολικά πρότυπα. Εκεί συνέρεαν και γίνονταν κοινωνοί των δημοκρατικών θεσμών οι νέοι μεικτοί αστικοί πληθυσμοί. Σύμφωνα με την ιδιοφυή και νεωτεριστική πολιτική του Σελεύκου και στη συνέχεια των διαδόχων της δυναστείας των Σελευκιδών, αυτές οι νέες κοιτίδες οικουμενικού πολιτισμού αποτέλεσαν και μεγάλα κέντρα εμπορίου και οικονομικών συναλλαγών λειτουργώντας ως μητροπολιτικά κέντρα του νέου κόσμου.

Ο χαρακτήρας της πολιτικής του Σελεύκου αντανακλά(ται) και στα νομίσματα που κόπηκαν στη Σελεύκειας στον Τίγρη, την Αντιόχεια και τα άλλα νομισματοκοπία της αυτοκρατορίας. Σε αυτά εικονίζονται παραδοσιακές ελληνικές θεότητες και σύμβολα που όμως είχαν ιδιαίτερη απήχηση στην ανατολή, λόγω των νέων συγκριτικών τάσεων που αναπτύχθηκαν στη θρησκεία του οικουμενικού κόσμου, μαζί με ανατολικούς θεούς και αντίστοιχα σύμβολα. Έτσι, με την εικόνα του Διός συνεχίστηκε η παράδοση της Διογενούς βασιλείας που καθιερώθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και ισχυροί δεσμοί με το τοπικό πάνθεο της Βαβυλωνίας –κοιτίδας της επικράτειας του Σελεύκου-, αφού ο Δίας είχε ταυτιστεί με τον τοπικό θεό Βηλ/Μαντρούκ στον οποίο μετουσιώθηκαν οι ιδιότητες του μεγάλου μεσοποταμιακού θεού του ηλίου και της απονομής δικαοσύνης, Samash. Επίσης, στα νομίσματα αυτά εικονίστηκαν ο Απόλλωνας –ως γιος του Δία με τις αντίστοιχες συγκριτικές τάσεις με το βαβυλωνιακό θεό Nabu-, αλλά και η Αθηνά, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι και η Νίκη, δίπλα στην Συριακή Αταργάτιδα και τους Ινδικούς ελέφαντες και τα ελληνοπερσικά λιοντάρια.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και σε προχωρημένη ηλικία ο Σέλευκος, ο μεγάλος αυτός εκφραστής και εφαρμοστής του οικουμενικού πνεύματος στην Ασία, επιχείρησε την ενοποίηση της μεγάλης ανατολικής αυτοκρατορίας του με τη δυτικές εκτάσεις του Αιγαιακού κόσμου και της κυρίως Ελλάδας.

Αφού προχώρησε στην κατάληψη των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας, όπου σε πρώτη μεγάλη μάχη στο έδαφος της Λυδίας έπληξε θανάσιμα το Λυσίμαχο, λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, γιο του Πτολεμαίου Α’ της Αιγύπτου πριν προλάβει να ολοκληρώσει το παλιό αυτό όραμα. Ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης και οραματιστής δεν τάφηκε στην πατρογονική Μακεδονία αλλά στην συμβολική τοπογραφική ανάπλασή της στην Ασία, και συγκεκριμένα στην ομώνυμή του Σελεύκεια της ασιατικής Πιερίας, μένοντας πιστός και μετά θάνατον σε μια μετουσιωμένη οικουμενική πατρίδα. Στη θέση αυτή θεσπίστηκε και μετά θάνατον θεοποίηση και λατρεία του ως ‘Σέλευκος Δίας Νικάτωρ’ σε ιερό –το Νικατόριον- το οποίο χτίστηκε από το γιό του Αντίοχο Α΄.

Αντίοχος Γ΄Μέγας

Ο Αντίοχος Γ΄ (243/2-187 π.Χ.), ο επονομαζόμενος και ‘Μέγας’, ήταν γιος του Σέλευκου Β΄ Καλλίνικου και αποτέλεσε τον έκτο κατά σειρά βασιλέα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ανήκαν στη δυναστεία των Σελευκιδών, η οποία εξουσίασε το μεγαλύτερο σε έκταση βασίλειο του ελληνιστικού οικουμενικού κόσμου που εκτείνονταν από τη Δυτική Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία μέχρι τις Ινδίες. Η άνοδός του στο θρόνο ακολούθησε τη δολοφονία του αδελφού του, Σέλευκου Γ΄ Κεραυνoύ, από μέλη της βασιλικής αυλής κατά τη διάρκεια εκστρατείας στη Μικρά Ασία.

Στη μακρά διάρκεια της βασιλείας του Αντίοχου Γ΄ (223/2-187 π.Χ.), η αυτοκρατορία των Σελευκιδών γνώρισε μεγάλη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ανάκαμψη, σε σχέση με τη συρρίκνωση και τις εσωτερικές συγκρούσεις που άρχισαν να εμφανίζονται στα χρόνια των προκατόχων του Αντίοχου Β΄, Σέλευκου Β΄ Καλλίνικου και Σέλευκου Κεραυνού (261-223 π.Χ.). Ουσιαστικά ο Αντίοχος Γ’ αποτέλεσε ένα από τους ικανότερους και πιο χαρισματικού ηγέτες της δυναστείας των Σελευκιδών.

Οι αναρίθμητες επιτυχίες του στα πεδία των μαχών, αλλά και η οικουμενική και φιλελεύθερη πολιτική του απέναντι στους υπηκόους του απέραντου πολυπολιτιστικού κράτους του -Έλληνες, ανατολίτες με ευέλικτες ταυτότητες μετέχοντες της ελληνικής παιδείας και αναρίθμητες άλλες εθνότητες-, ξαναέφεραν στο προσκήνιο τα επιτεύγματα του ‘πεφωτισμένου ηγεμόνα’ και ιδρυτή της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκου Α΄, ο οποίος αποτέλεσε ουσιαστικά και τον κύριο συνεχιστή του οικουμενικού οράματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οι κυριότερες ιστορικές πηγές που μαρτυρούν σημαντικές πτυχές του πολιτικού χαρακτήρα της βασιλείας του Αντίοχου Γ΄ είναι τα επιγραφικά κείμενα που δημοσιοποιήθηκαν στις διάφορες πόλεις της αχανούς επικράτειας του κράτους του και κυρίως αυτές που προέρχονται από τις διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας· επίσης, επιμέρους πληροφορίες αντλούνται και από τις μεταγενέστερες μαρτυρίες του Λίβιου και του Πολύβιου.

Ο Αντίοχος Γ΄ ανέλαβε την εξουσία στο βασίλειο των Σελευκιδών στη νεαρή ηλικία των είκοσι περίπου χρόνων. Στην αρχή της βασιλείας του διατέλεσε υπό την επιρροή των ‘φίλων’ της βασιλικής αυλής του αδελφού του –κυρίως του Ερμεία και Επιγένη-, μεταξύ των οποίων και ο σφετεριστής της εξουσίας Μόλων· σύντομα, όμως, ο νεαρός βασιλιάς δημιούργησε τη δική του βασιλική αυλή. Συγκεκριμένα, ο κοντινός περίγυρος του νεαρού βασιλιά αποτελούνταν από τους ‘συντρόφους’ του, πρώην ‘βασιλικούς παίδες’ που είχαν λάβει στρατιωτική εκπαίδευση και ελληνική παιδεία στην αυλή των Σελευκιδών, ακολουθώντας το πατροπαράδοτο μοντέλο που αναπτύχθηκε αρχικά στη βασιλική αυλή του Φιλίππου της κυρίως Μακεδονίας και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο· επρόκειτο κυρίως για παιδιά Μακεδόνων αξιωματούχων, αλλά και αριστοκράτες μη ελληνικής καταγωγής με προέλευση από τις διάφορες περιφέρειες του βασιλείου που είχαν ανατραφεί στη βασιλική αυλή. Καθήκον των ‘συντρόφων’ ήταν να προστατεύουν το νεαρό βασιλιά Αντίοχο και να τον ακολουθούν στις εκστρατείες του· σε έναν από αυτούς, για παράδειγμα, που έφερε το όνομα Φίλιππος είχε απονεμηθεί ο τίτλος του ‘ελεφάνταρχου’, του διοικητή δηλαδή των πολεμικών ελεφάντων, ενώ ονομαστός ήταν και ο μακεδονικής καταγωγής Αντίπατρος, ο επονομαζόμενος και ‘αδελφός του βασιλιά’. Στη συνέχεια όμως και άλλοι αξιωματούχοι που διατέλεσαν ‘φίλοι’ της βασιλικής αυλής στην εποχή του Σελεύκου Β’ και του Σελεύκου Γ΄, και οι οποίοι που εκτελούσαν διάφορα δευτερεύοντα κρατικά καθήκοντα επί Σελεύκου Γ΄, χρησιμοποιήθηκαν από τον Αντίοχο σε διάφορα διοικητικά καθήκοντα του βασιλείου. Τέλος, ένας από τους έμπιστους συμβούλους του Αντιόχου υπήρξε και η γυναίκα του Λαοδίκη, κόρη του Μιθριδάτη του Πόντου, η οποία αναπλήρωνε το βασιλιά στα κρατικά του καθήκοντα όταν εκείνος απουσίαζε στις διάφορες εκστρατείες.

Την εποχή εκείνη, η συνοχή του κράτους των Σελευκιδών είχε ήδη απειληθεί από διάφορους τοπικούς ηγέτες που προσέβλεπαν σε ανεξαρτητοποίηση στη Μικρά Ασία, το Ιράν και τη Βακτρία, αλλά και με τις μακροχρόνιες αντιμαχίες με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Έτσι, στα χρόνια της βασιλείας του, ο Αντίοχος Γ΄ ηγήθηκε πολλών συγκρούσεων με αρχικό σκοπό να επανακαταλάβει και να διατηρήσει τα κεκτημένα εδάφη των Σελευκιδών από την εποχή του προγόνου του, Σέλευκου Α΄. Στη Μικρά Ασία πολέμησε και τελικά θανάτωσε τον επαναστάτη θείο του Αχαιό και επίσης ενσωμάτωσε στην αυτοκρατορία τα διάφορα μικρά βασίλεια της Αρμενίας. Στη συνέχεια, στην περίφημη ‘ανάβασή’ του στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας (2011-205 π.Χ.) επανέφερε στο κράτος των Σελευκιδών τα εδάφη των Πάρθων και κατέπνιξε τις ανεξαρτητοποιημένες τα προηγούμενα χρόνια σατραπείες της Βακτρίας και της Σογδιανής. Όσον αφορά στις αντιδικίες με τους Πτολεμαίους, αν και ο Αντίοχος είχε αναγκαστεί να υπογράψει συνθήκη με τον Πτολεμαίο Δ΄ μετά την ατυχή έκβαση του τέταρτου ‘Συριακού πολέμου΄, ωστόσο μετά το θάνατο του τελευταίου έσπασε την εκεχειρία και κατέλαβε την Κοίλη Συρία και την Παλαιστίνη, γεγονός που του επέτρεψε να ελέγξει τα λιμάνια των Πτολεμαίων στην περιοχή και να στραφεί επίσης για να εδραιώσει την κυριαρχία του στις ακτές τη Μικράς Ασίας και της Θράκης. Την εποχή εκείνη εμφανίζονται στο προσκήνιο και οι Ρωμαίοι, μετά από εισήγηση πόλεων της περιοχής συμπεριλαμβανομένης και της Περγάμου και ακολουθεί ο λεγόμενος ‘ψυχρός πόλεμος’ με θέμα την κατοχή στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και το Αιγαίο. Λίγο αργότερα η επέλαση του Αντίοχου στην κυρίως Ελλάδα, μετά από πρόσκληση των Αιτωλών, γίνεται αιτία πολεμικών συγκρούσεων με τη Ρώμη (192-188 π.Χ.).Λίγο αργότερα, όταν ο Αντίοχος επιχειρεί να καταλάβει την Πέργαμο που είχε συμμαχήσει με τους Ρωμαίους αναγκάζεται να συνθηκολογήσει στην Απάμεια και να χάσει τις κτήσεις των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία. Το κράτος των Σελευκιδών κράτησε την απέραντη επικράτειά του στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, όμως ο έλεγχος των λιμανιών της Δυτικής Μικράς Ασίας και του Αιγαίου που είχε ανακτηθεί από τους Πτολεμαίους ξέφυγε πλέον από την επιρροή των ελληνιστικών ηγεμόνων και πέρασε ανεπιστρεπτί στους Ρωμαίους.

Εκτός από τη δεινή στρατηγική του ικανότητα στις πολεμικές συγκρούσεις με τους αντιπάλους της δυναστείας, ο Αντίοχος Γ΄ διακρίθηκε επίσης για τις εξαίρετες διπλωματικές του ικανότητες. Η εσωτερική πολιτική του βασίστηκε, ακολουθώντας αυτή των προκατόχων της δυναστείας των Σελευκιδών, σε ένα φιλελεύθερο μοντέλο που προέβλεπε την ειρηνική συνύπαρξη ευέλικτων ταυτοτήτων και ρόλων και επέτρεπε στους διάφορους ηγέτες των τοπικών βασιλείων και σατραπειών να διατηρήσουν την εξουσία τους και την αυτονομία των εδαφών τους. Έτσι, ακόμη και μετά από συρράξεις που ακολούθησαν μεμονωμένες τάσεις ανεξαρτητοποίησης –όπως αυτές που σημειώθηκαν και αντιμετωπίστηκαν από τον Αντίοχο στην Παρθία και στις σατραπείες της Βακτρίας και της Σογδιανής, ο χαρισματικός αυτός ηγέτης επέστρεψε την εξουσία, με αποδοχή βέβαια όρων συνεργασίας, στους τοπικούς ηγεμόνες –στη συγκεκριμένη περίπτωση στον Αρσάκη Β΄ της Παρθίας και στον Ευκρατίδη της Βακτρίας. Ανάλογη ήταν και η πολιτική του απέναντι στις διάφορες πόλεις της επικράτειας των Σελευκιδών, είτε επρόκειτο για παλιές ή νέες οικουμενικού τύπου ελληνικές κτήσεις ή ακόμη και παλαιές αστικές κοινότητες κυρίως της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Συγκεκριμένα, ο Αντίοχος προσέφερε στης πόλεις-υπηκόους του βασιλείου του προστασία από εχθρικές επιδρομές, αλλά και απονομή διάφορων πολιτικών, οικονομικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, και κυρίως πολιτική αυτονομία. Στα πλαίσια (ενικός) του ελληνιστικού διπλωματικού θεσμού της ευεργεσίας, χρηματοδότησε πολλά προγράμματα αστικής ανάπλασης, κατασκευής δημόσιων οικοδομημάτων, αλλά και την ίδρυση λατρειών προς τιμήν των τοπικών θεοτήτων στις οποίες ο ίδιος ο βασιλιάς προσέφερε θυσίες και αναθήματα. Σε ανταπόδοση αυτών των προνομίων οι πόλεις συνήθως προσέφεραν, ως αντάλλαγμα, φόρους υποτέλειας και εφόδια για την πολεμική μηχανή των Σελευκιδών ή διάφορα δώρα, στην περίπτωση που τους είχε εκχωρηθεί φοροαπαλλαγή· επίσης συχνά ίδρυαν βασιλικές λατρείες με ισόθεες τιμές προς τιμήν του Αντιόχου και της οικογένειάς του, πιστές σε μια νέα ελληνιστική θρησκευτική παράδοση που είχε ήδη εδραιωθεί στα επιμέρους πάνθεα των αστικών κοινοτήτων της επικράτειας των Σελευκιδών αρχικά προς τιμήν του Σελεύκου Α΄ Νικάτωρα.

Η καινοτομία την οποία εισήγαγε ο Αντίοχος Γ΄ στο θεσμό της βασιλικής λατρείας ήταν η επίσημη κρατική λατρεία που ιδρύθηκε στις μέρες του προς τιμήν του ιδίου και των προγόνων του, αλλά και προς τιμήν της γυναίκας του Λαοδίκης.

Ευμένης Α’

Ο Ευμένης Α΄, γιος του Ευμένη και της Σατύρας, υπήρξε μέλος της δυναστείας των Ατταλιδών, αφού ο αδελφός του πατέρα του και ιδρυτής της δυναστείας, ο Φιλέταιρος, τον υιοθέτησε και στη συνέχεια του κληροδότησε μετά το θάνατό του, το 263 π.Χ., την ηγεμονία της Περγάμου στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία.

Η ηγεμονία του Ευμένη Α΄ διήρκησε από το 263 (επανάληψη) έως το θάνατό του, το 241 π.Χ. Αν και επί Φιλεταίρου η Πέργαμος ανήκε στο βασίλειο των Σελευκιδών με τους οποίους διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις αγαστής συνεργασίας και υποταγής, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την αυτονομίας της, στα πλαίσια της οικουμενικής και φιλελεύθερης πολιτικής των τελευταίων, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Ευμένη Α΄ η μικρή αυτή μικρασιάτικη επικράτεια διεκδίκησε και απέκτησε την ανεξαρτησία της.

Οι κινήσεις ανεξαρτητοποίησης του Ευμένη Α΄ τον έφεραν σε σύγκρουση με το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Α΄, τον οποίο και νίκησε στις Σάρδεις το 261 π.Χ. Η ανεξαρτητοποίηση της Περγάμου έλαβε χώρα σε μια ταραγμένη για τους Σελευκίδες εποχή και διευκολύνθηκε από τη επισφαλή θέση του Αντίοχου Α΄ στη Μικρά Ασία, αφού -μετά το θάνατο του πατέρα του Σέλευκου Α΄- ο τελευταίος έπρεπε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα και τις διεκδικήσεις της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου στα λιμάνια της Μικράς Ασίας, αλλά και τις ταυτόχρονες επιθέσεις των Γαλατών στον ίδιο χώρο.

Ο Ευμένης ουσιαστικά ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του Φιλέταιρου εκμεταλλευόμενος τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων, τη σταδιακή απόσχιση τοπικών ηγεμόνων της Συρίας από το βασίλειο των Σελευκιδών και συνάπτοντας στενότερες σχέσεις με τις γύρω από την Πέργαμο πόλεις και τους ηγεμόνες τους. Έτσι, εκμεταλλευόμενος την επιρροή που ασκούσε η Πέργαμος στις γειτονικές πόλεις της περιφέρειάς της ήδη από την εποχή του Φιλέταιρου και βασιζόμενος στην προσωπική του διπλωματική εμπειρία και τις ηγετικές του ικανότητες διεκδίκησε την ανεξαρτησία της Περγάμου, η οποία αποτέλεσε αυθύπαρκτη οντότητα προσαρτώντας επίσης μια σειρά γειτονικών εδαφών και εγκαθιστώντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις με μισθοφόρους στα συνοριακά της εδάφη.

Μετά τη νίκη εναντίον του Αντίοχου Α΄, ο Ευμένης Α΄ έκοψε νομίσματα που εικονίζουν στη μία όψη την Αθηνά Πολιάδα, την κυριότερη θεότητα της ακρόπολης της Περγάμου και σύμβολο της πολιτικής της ταυτότητας και στην άλλη όψη τον ιδρυτή της δυναστείας των Ατταλιδών, Φιλέταιρο, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητης αστικής ταυτότητας και συνυφασμένης ιστορικής μνήμης της δυναστικής διαδοχής των ηγεμόνων της Περγάμου. Η αντίθεση στα πολιτικά σύμβολα που συνοδεύουν την αυτονομία της ηγεμονίας είναι πλέον εμφανής, αφού στα νομίσματα του Φιλέταιρου εικονίζονταν ο Σέλευκος Α΄, ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, στην επικράτεια του οποίου ανήκε την εποχή εκείνη η Πέργαμος. Την επιλογή από τον Ευμένη του Φιλέταιρου ως ιδρυτή της δυναστείας ακολούθησαν και οι επόμενοι Ατταλίδες ηγεμόνες.

Αν και ηγεμόνας της ανεξάρτητης πλέον Περγάμου, ο Ευμένης Α΄ ποτέ δεν ανακηρύχθηκε ‘βασιλιάς’ και πριν το θάνατό του, κληροδότησε την ηγεμονία στον θετό γιο του Άτταλο Α΄ (241-197 π.Χ.), ο οποίος συνεχίζοντας το έργο του θείου του προχώρησε στην ουσιαστική πολιτική συγκρότηση της Περγάμου και έγινε γνωστός για τις νίκες του εναντίον των Γαλατών που μαίνονταν την περιοχή της Μικράς Ασίας.

Ακολουθώντας τις πρακτικές των ελληνιστικών πόλεων προς τους κτίστες τους, οι κάτοικοι της Περγάμου απέδωσαν στον Ευμένη θεϊκές τιμές. Οι πολιτικές επιλογές και η διπλωματική ευφυία του Ευμένη Α΄, ο οποίος ουσιαστικά σχεδίασε και πέτυχε την αυτονομία του μικρού αυτού βασιλείου της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας θέτοντας τα θεμέλια της καταλυτικής παρουσίας του κατά τα επόμενα χρόνια στον ελληνιστικό κόσμο τον χαρακτηρίζουν ως έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους ελληνιστικούς ηγεμόνες που τόλμησε με τη δύναμη των επιλογών του να κυνηγήσει και να κατακτήσει το οικουμενικό όνειρο.

Άτταλος Α΄

Ο Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (269 π.Χ. – 197 π.Χ.), γιος του Αττάλου και της Αντιόχειας –πριγκίπισσας (του) βασιλικού οίκου των Σελευκιδών-, ήταν ο πρώτος ηγεμόνας της δυναστείας των Ατταλιδών που έφερε τον τίτλο του ‘βασιλέως'.

Συγγενής και θετός γιος του Ευμένη Α΄, διαδέχθηκε τον τελευταίο στην ηγεσία του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου το 241 π.Χ. Παντρεύτηκε την Απολλωνίδα από την Κύζικο με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους, τον Ευμένη Β', τον Άτταλο Β', το Φιλέταιρο και τον Αθήναιο.

Ο Άτταλος Α’ συνέχισε την δυναμική διπλωματική πολιτική των προκατόχων του, Φιλέταιρου και Ευμένη Α΄, αξιοποιώντας ταυτόχρονα και τη στρατιωτική μηχανή που του εξασφάλισε το δυναμικά πλέον αναπτυσσόμενο κράτος του. Ήδη, από την εποχή του Ευμένη Α΄, η Πέργαμος είχε διεκδικήσει και κερδίσει την ανεξαρτησία της από το βασίλειο των Σελευκιδών, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Άτταλου Α΄ η μικρή αυτή μικρασιάτικη ηγεμονία απέκτησε πρωτογενή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, αφού μετατράπηκε σε αυτόνομο ελληνιστικό βασίλειο χάρη στις στρατιωτικές νίκες του τελευταίου.

Συγκεκριμένα, η σημαντική νίκη του Αττάλου, στις όχθες του Κάικου ποταμού στη Μυσία, κατά των Γαλατών που για πάνω από εκατό χρόνια λυμαίνονταν τις πόλεις της Μικράς Ασίας προχωρώντας σε λεηλασίες και αρπαγές χρημάτων και περιουσιών, γλίτωσε την περιοχή από τη γαλατική απειλή και του απέφερε την επωνυμία ‘Σωτήρας’. Η προσωνυμία αυτή που αποτελούσε και επώνυμο παραδοσιακών πολιτικών θεοτήτων, όπως ο Δίας και ο Απόλλωνας, αποδόθηκε στον Άτταλο κατά το πρότυπο των βασιλέων της δυναστείας των Σελευκιδών και του προσέδωσε ακολούθως και την ιδιότητα και τον τίτλο του ‘βασιλέως’. Αν και πιθανολογείται πως ο προκάτοχος του, Ευμένης Α΄, αντιμετώπισε την απειλή των Γαλατών επιλέγοντας την καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού, ωστόσο ο Άτταλος αντίθετα υπήρξε ο πρώτος από τους ηγεμόνες της Περγάμου που αρνήθηκε να το πράξει, επιλέγοντας να επιλύσει το θέμα με στρατιωτικά μέσα. Έτσι, ο νέος Ατταλίδης ηγεμόνας κατέκτησε πλέον την ιδιότητα και το ηρωϊκό ήθος του νικητή βασιλιά και προστάτη των πόλεων της ευρύτερης περιφέρειας του βασιλείου του στην περιοχή της βορειδυτικής Μικράς Ασίας, αλλά και το δικαίωμα της κερδισμένη με το σπαθί αυτονομίας της επικράτειάς του, γεγονός που προσέδωσε στην Πέργαμο αυθύπαρκτη πολιτική ταυτότητα ανάμεσα στα βασίλεια της Μικράς Ασίας αλλά και ισότιμη παρουσία απέναντι στον οίκο των Σελευκιδών, από τους οποίους είχε ανεξαρτητοποιηθεί λίγα χρόνια πριν.

Ο νέος βασιλιάς της Περγάμου, παρά τον δικαιωματικά κατακτημένο βασιλικό τίτλο του, συνέχισε την τιμητική αναφοράς το πρόσωπο του Φιλέταιρου, συνεχίζοντας τις νομισματικές κοπές με το πορτραίτο του τελευταίου, που εδραίωσε ο Ευμένης Α’. Ταυτόχρονα, ταυτόχρονα έκανε αφιερώσεις στο ιερό της Δήλου προς τιμήν του Φιλέταιρου, συνδέοντάς τον με την προσωπική του νίκη κατά των Γαλατών, ενώ συνέχισε τη χρηματοδότηση εορτών προς τιμήν του.

Την εδραίωση του ανεξάρτητου βασιλείου ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια οι συγκρούσεις του με τα υπόλοιπα γειτονικά βασίλεια των διαδόχων. Έτσι, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές εντάσεις σο κράτος των Σελευκιδών, προέβη σε συνεχείς αντιμαχίες του με τους τελευταίους μέχρι περίπου το 214 π.Χ., με καταλήψεις και ανακαταλήψεις μικρασιατικών εδαφών και από τα δύο μέρη. Στα πλαίσια αυτά, ο Άτταλος ξαναήλθε αντιμέτωπος με τους Γαλάτες, όταν εκείνοι συμμετείχαν ως μισθοφόροι στο στρατό των Σελευκιδών, και συγκεκριμένα του Αντίοχου Ιέρακα, διεκδικητή του θρόνου του μεγαλύτερου αδερφού του, Σέλευκου Β΄ Καλλίνικου, που διεξήγαγε τις επιχειρήσεις του στη Μικρά Ασία με κέντρο τις Σάρδεις. Ο Άτταλος Α’ κατάφερε να αναχαιτίσει τους Σελευκίδες και στη συνέχεια οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις εναντίον τους στέφθηκαν με μία σειρά από νίκες στο Αφροδίσιο, στη Φρυγία του Ελλήσποντου, στη λίμνη Κολόη της Λυδίας κοντά στις Σάρδεις και σε μια τελική μάχη στην Καρία, στις όχθες του ποταμού Άρπασου, παραπόταμου του Μαιάνδρου. Αποτέλεσμα των νικηφόρων αυτών πολεμικών συγκρούσεων ήταντο γεγονός ότι το βασίλειο της Περγάμου έθεσε υπό τον έλεγχό του όλα τα εδάφη της περιοχής της Μικράς Ασίας βόρεια του όρους Ταύρος, που ανήκαν πρωθύστερα στο κράτος των Σελευκιδών. Οι κτήσεις αυτές διατηρήθηκαν, παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες του Σέλευκου Γ΄ του Κεραυνού να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη και προσαρτήθηκαν αργότερα από το στρατό των Σελευκιδών, υπό την αρχηγία του Αχαιού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Άτταλος ακολουθώντας την πατρογονική διπλωματική πολιτική των Ατταλιδών ενέτεινε τις διπλωματικές του δραστηριότητες με διάφορες γειτονικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Σμύρνη και οι πόλεις της Τρωάδας, με σκοπό να προσεταιριστεί τη συμμαχία τους κατά των Σελευκιδών, όμως λίγο αργότερα η ισχυροποίηση της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, επί Αντιόχου Γ΄ του Μέγα, στέρησαν από την Πέργαμο τη δυνατότητα εμπλοκής στα διεκδικήσεις των εδαφών της Μικράς Ασίας.

Στη συνέχεια, ο Άτταλος Α΄ συμμάχησε με τους Ρωμαίους και στράφηκε προς τη Δύση, κατά του Φιλίππου Ε’ της μακεδονικής δυναστείας των Αντιγονιδών. Συγκεκριμένα, ενεπλάκη και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους δύο πρώτους Μακεδονικούς Πολέμους, κατά του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄, ενώ επίσης διεξήγαγε πολυάριθμες ναυτικές επιχειρήσεις, πλήττοντας τα συμφέροντα της δυναστείας των Αντιγονιδών στην περιοχή του Αιγαίου. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε ώστε το βασίλειο της Περγάμου να προσαρτήσει νέα εδάφη στο Αιγαίο -τα νησιά της Αίγινας και της Άνδρου- και να αναγνωριστεί ως σημαντική πολιτική και στρατιωτική δύναμη με πρωταρχικό ρόλο στα δυναστικές διεκδικήσεις της εποχής του.

Τα λάφυρα και τα χρηματικά ποσά που συγκεντρώθηκαν από τις εκστρατείες του συγκεντρώθηκαν στην Πέργαμο και χρησιμοποιήθηκαν στην ανάπλαση του αστικού της τοπίου, καθώς και στην κατασκευή δημόσιων κτηρίων και επινίκιων μνημείων στην ακρόπολη της πόλης, δημιουργώντας νέους συμβολικούς τόπους πολιτισμού και ιστορικής μνήμης και ταυτότητας. Επί Αττάλου Α΄ άρχισε η κατασκευή του περίφημου μνημειακού βωμού της Περγάμου με την περίτεχνη γλυπτή διακόσμηση. Έτσι, η Πέργαμος φιλοξένησε μερικά από τα πιο λαμπρά αριστουργήματα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής παραγωγής, διαδραματίζοντας εξέχοντα ρόλο στην καλλιτεχνική δημιουργία και την πολιτιστική έκφραση του β΄ μισού του 3ου αι. π.Χ. Χαρακτηριστικά είναι και τα σωζόμενα σπαράγματα από θριαμβικό μνημείο προς τιμήν της νίκης κατά των Γαλατών, όπως το φημισμένο άγαλμα του ‘θνήσκοντος Γαλάτη’ και το σύμπλεγμα του αυτόχειρα Γαλάτη αρχηγού και της γυναίκας του. Επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, ο Άτταλος Α΄ θεμελίωσε τη Βιβλιοθήκη της Περγάμου, μια από τις μεγάλες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου, δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά από την αντίστοιχη της Αλεξάνδρειας.

Επίσης, για να γιορτάσει τις νίκες του, πρόσφερε αφιερώματα και σε μεγάλα, αυτόνομα, θρησκευτικά κέντρα του ελληνικού κόσμου, όπως στη Δήλο, πιθανότατα στους Δελφούς, αλλά και στην Αθήνα υφαίνοντας με τις ανάλογες ευεργεσίες του και τις διπλωματικές του σχέσεις με τις ελληνικές πόλεις την εικόνα του υπερασπιστή του ελληνικού πολιτισμού στη Μικρά Ασία.

Μια από τις πολιτιστικές δράσεις που του αποδίδονται είναι και η μεταφορά της λατρείας της Μεγάλης Μητέρας από την Ασίας τη Ρώμη, γεγονός που στιγμάτισε τα θρησκευτικά δρώμενα της δυτικής αυτής πόλης αλλά και της μετέπειτα ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Θαλασσία των Χαρακηνών

Πολιτική αβεβαιότητα, πολεμικές συρράξεις και το χάος που τα ακολουθεί: όλα μέσα στο παιχνίδι που ελέγχουν οι άρχοντες σε ένα βασίλειο. Οι αιώνες που περνούν δημιουργούν μια αχλή γύρω από τέτοια γεγονότα, ώστε συνήθως να είναι δύσκολο να αναπαραστήσουμε τις κινήσεις αυτού του παιχνιδιού. Μερικές φορές ακόμα και οι βασικοί παίκτες μας διαφεύγουν· αυτό μπορεί να απογοητεύει αλλά και ταυτόχρονα να προκαλεί. Πολύ περισσότερο όταν οι λιγοστές ενδείξεις ίσα που σκιαγραφούν τα πρόσωπα του δράματος: είναι αληθινά, υπήρξαν, αλλά οι δράσεις και τα κίνητρά τους μένουν ένα αίνιγμα που περιμένει τη λύση του. Έτσι μια φιγούρα φευγαλέα και μυστήρια, όσο και το βασίλειο που όριζε, προκαλεί να την εξερευνήσουμε.

Talasi’asu, Θαλασσία, βασίλισσα σε ένα κράτος εξίσου φευγαλέο όσο και η μορφή της, μια γυναίκα που ήξερε να κρατά τη θέση της στο παιχνίδι της εξουσίας μια εποχή που αυτοκρατορίες γκρεμίζονταν, άλλες γεννιούνταν και τα μικρά βασίλεια δεν ήταν παρά τα πιόνια που άλλαζαν χέρια μεταξύ των μεγάλων. Υπήρξε σύζυγος του πρώτου βασιλιά της Χαρακηνής, στη νότια Μεσοποταμία, και μητέρα του διαδόχου του –ένας τίτλος που δημιούργησε η ίδια, χωρίς να είναι μοίρα της αρχικά! Δεν γνωρίζουμε καμία λεπτομέρεια για την ζωή της, φαίνεται όμως από έμμεσες ενδείξεις πως ήταν μια γυναίκα δυναμική και έτοιμη να χαράξει τη δική της πορεία.

Τότε που το αχανές βασίλειο των Σελευκιδών έχανε εδάφη στην περιοχή προς όφελος των Πάρθων ή ανεξαρτητοποιημένων περιοχών, η Χαρακηνή διεκδίκησε την ανεξαρτησία της από αυτό. Με πρωτεύουσα μια πόλη που πρώτα έχτισε ο Μ. Αλέξανδρος και στη συνέχεια επανίδρυσε ο Αντίοχος Δ΄ ως Αντιόχεια, το μικρό νεοσύστατο βασίλειο κατείχε καίρια θέση για το εμπόριο και την οικονομία της περιοχής: στην κορυφή του Περσικού Κόλπου, είχε τον έλεγχο των θαλάσσιων και ποτάμιων δρόμων προς το εσωτερικό της Συρίας, ενώ βρισκόταν πάνω στο χερσαίο ‘δρόμο του μεταξιού’.

Αντίοχος Κομμαγηνής

Πόσοι άρχοντες μπορούν να καυχηθούν ότι κατάγονται όχι απλά από έναν αλλά δύο Μεγάλους Βασιλείς, και ότι συνδέονται συγγενικά και με έναν τρίτο; Ακόμα περισσότερο όταν οι δύο Μεγάλοι Βασιλείς ήταν και μεγάλοι αντίπαλοι, που σέβονταν ο ένας τον άλλο. Το βασίλειο που διαφέντευε ο Αντίοχος Α΄ της Κομμαγηνής δεν ήταν κανένα ισχυρό ανεξάρτητο κράτος. Όντας ένα μικρό κομμάτι γης στη ζώνη του πυρός ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις του 1ου αι. π.Χ., τη Ρώμη και την Παρθική Αυτοκρατορία, η δύναμή του έγκειτο περισσότερο στην ευχέρεια να διαλέξει τον ισχυρότερο προστάτη, παρά στην ικανότητα να επιβάλλει συμμαχίες. Ό,τι όμως του έλειπε σε εδάφη και πολιτική επιρροή, το αντιστάθμιζε με μια προπαγάνδα που σχεδόν άγγιζε την ύβρη· μια προπαγάνδα που χρησιμοποιούσε τα ονόματα του Μ. Αλεξάνδρου και του Δαρείου, βασιλιά των βασιλέων, για να τεκμηριώσει την εξουσία του Αντιόχου Α΄, επονομαζόμενου Θεού.

Η Κομμαγηνή ήταν δημιούργημα μιας εποχής ανασφάλειας και αναταραχών, όταν το βασίλειο των Σελευκιδών έχανε εδάφη και παράλληλα μεγάλωνε αυτό της Αρμενίας. Κατέχοντας τα εδάφη ανάμεσα στην οροσειρά του Ταύρου και του ποταμού Ευφράτη, αποτελούσε στόχο για όποιον ήθελε να ελέγχει το πέρασμα από τα βόρεια προς τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Ειδικά στα πρώτα χρόνια του Αντίοχου, που ήταν στην εξουσία σίγουρα από το 69 π.Χ., πέρασε από καθεστώς υποτέλειας στους Αρμενίους σε αντίστοιχο προς τους Ρωμαίους, και μόνο κατ’ όνομα ήταν ανεξάρτητο, αυτόνομο βασίλειο. Ο ίδιος ο βασιλιάς ήξερε πολύ καλά ότι για να επιβιώσει, έπρεπε να μεταφέρει τις μάχες του από το πολεμικό πεδίο, όπου σίγουρα θα υστερούσε, σε αυτό της διπλωματίας, όπου απέδειξε σε πολλές περιπτώσεις πως ήξερε να κρατάει το έδαφος.

Η προπαγάνδα συνέδεε τον Αντίοχο με ηρωικούς προγόνους και με θεούς, ώστε να αποδείξει πως οι πολιτικές μανούβρες του ήταν οι σοφές αποφάσεις ενός βασιλιά που νοιάζεται για την ασφάλεια των υποτελών του. Γιος του Μιθριδάτη Α΄ Καλλίνικου και της Λαοδίκης Ζ΄ Θεάς, ανήγαγε την καταγωγή του στους Σελευκίδες, τους Πτολεμαίους και τον Μ. Αλέξανδρο, από την πλευρά της μητέρας του, και στους Πέρσες και τον Δαρείο, από την πατρική του γραμμή. Ο ίδιος καυχιέται σε επιγραφές πώς κατάφερε να αποτρέψει πλείστα όσα δεινά για χάρη του κράτους του. Επίσης δεν αποτίναξε εντελώς τη σύνδεση με τον Αρμένη βασιλιά των βασιλέων, Τιγράνη, ως κράτος που αποκόπηκε από το αρμενικό βασίλειο. Παράλληλα με αυτές τις κινήσεις, δημιούργησε μια καινοτόμο λατρεία με πολλά στοιχεία συγκρητισμού, όπου ελληνικές και περσικές θεότητες έπαιρναν νέα, εξωτική μορφή.

Η Κομμαγηνή κατείχε μια περιοχή μικρή, αλλά με αρκετό πλούτο και μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Ανάμεσα στην οροσειρά του Ταύρου και τον Ευφράτη, στη σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία, αποτελούσε ένα από τα περάσματα προς τη Συρία και την τότε μεγάλη δύναμη της ανατολής, την Παρθία [1]. Την εποχή που οι Σελευκίδες έχαναν εδάφη και εξουσία, οι ισορροπίες ήταν εύθραυστες και οι μικρότερες δυνάμεις όφειλαν να είναι σε εγρήγορση και να κάνουν τις σωστές προβλέψεις ώστε να ταχθούν με το μέρους του νικητή. Η Κομμαγηνή, με ισχυρότερο χαρτί αυτό της καίριας στρατηγικής θέσης, είχε την ευχέρεια να διαλέξει ανάμεσα στους Πάρθους της ανατολής και τη νέα δύναμη από τη Δύση, τους Ρωμαίους.

Έτσι ο Αντίοχος Α΄, γιος του Μιθριδάτη Α΄ Καλλίνικου και της Λαοδίκης Ζ΄ Θεάς [2], τιτλοφορήθηκε ‘Φιλορώμαιος’ και τάχθηκε με το μέρος του ισχυρότερου. Με τη νίκη των Ρωμαίων επί του βασιλιά Τιγράνη Β΄ της Αρμενίας (69 π.Χ.), η Κομμαγηνή μαζί με άλλες επαρχίες (π.χ. της Καππαδοκίας) ανεξαρτητοποιήθηκε από αυτό το μεγάλο κράτος, έστω και μόνο για να είναι σε πολιτική υποτέλεια προς τη Ρώμη. Η ‘φιλία’ αυτή επικυρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 64 π.Χ., όταν αναγνωρίστηκε από τον Πομπήιο η βασιλική εξουσία του Αντίοχου και του παραχωρήθηκε η Σελεύκεια στην Ευφράτη (το Ζεύγμα) [3]. Αυτή η χρονολογία σήμαινε τη διάλυση του βασιλείου των Σελευκιδών και το πέρασμα του ελέγχου της περιοχής στους Ρωμαίους. Ήταν λογικό να θέλουν με τη σειρά τους να δώσουν τα επίμαχα εδάφη που ήλεγχαν τα περάσματα προς την Παρθία σε συμμαχικές δυνάμεις.

Ο Αντίοχος δεν ήταν πάντα πιστός στη φιλία του με τη Ρώμη. Κατά περιπτώσεις τους υποστήριξε και τους προειδοποίησε για πέρασμα εχθρικών στρατευμάτων –όπως το 51 π.Χ., που ειδοποίησε τον Κικέρωνα για την εισβολή παρθικής δύναμης. Όποτε όμως έκρινε πως έπρεπε να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με τις ανατολικές δυνάμεις, κατέφευγε σε επιγαμίες. Έτσι πάντρεψε την κόρη του Λαοδίκη με τον Ορόδη Β΄ της Παρθίας και αργότερα υποστήριξε τον γόνο αυτής της ένωσης, Πάκορο Α΄, κατά των Ρωμαίων. Αυτήν την κίνηση θα πλήρωνε στο τέλος της βασιλείας του με πολιορκία της πρωτέυουσάς του, Σαμόσατα, από τον τελικό νικητή ρωμαϊκό στρατό [4]. Ο βασιλιάς ήθελε σίγουρα να προστατέψει την πρωτεύουσα με το παλάτι, τα πολυτελή ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες με τα ζωντανά χρώματα από τις επικείμενες λεηλασίες. Αυτά αποδείκνυαν και τον πλούτο της πόλης και του βασιλείου, που μάλλον είχαν τραβήξει την προσοχή των Ρωμαίων περισσότερο από την επιθυμία να τιμωρήσουν τον άπιστο σύμμαχό τους. Η πολιορκία τελικά αποτράπηκε, ίσως και με τη βοήθεια μιας δωροδοκίας. Αυτή πρέπει να ήταν η τελευταία επιτυχία του Αντίοχου, το 38 π.Χ.· 2 χρόνια αργότερα πρέπει να έληξε η βασιλεία του.

Από την αρχή της ανάληψης εξουσίας ο νέος βασιλιάς της Κομμαγηνής είχε πολύ δρόμο μπροστά του για να εξασφαλίσει εδαφική σταθερότητα και κύρος για την επικράτειά του. Οι προσπάθειές του προς αυτό το στόχο περιλάμβαναν αρκετές τακτικές: μία ήταν οι συμμαχίες με τα ισχυρά γειτονικά κράτη· άλλη, αν και απόρροια της πρώτης, ήταν οι πολλές επιγαμίες· αλλά κυρίως ήταν η προπαγάνδα μέσω των νομισμάτων που έκοψε και των μνημείων που έχτισε.

Με τους νομισματικούς του τύπους διατήρησε ζωντανούς τους δεσμούς του με τον Τιγράνη της Αρμενίας, με την οικογένεια του οποίου συνδεόταν μέσω επιγαμιών. Το στέμμα που φοράει σε αυτά, και που επαναλαμβάνεται σε ανάγλυφά του, ακολουθεί τον αρμένικο τύπο. Μέσα από τα νομίσματα επίσης εξασφάλισε τη διαδοχή για το γιο του Μιθριδάτη Β΄, εικονίζοντάς τον μαζί με τον εαυτό του. Τα νομίσματα, χάρη στην ευρεία κυκλοφορία τους και τη χρήση τους από τους περισσότερους κατοίκους ενός κράτους, αποτελούσαν ένα είδος εφημερίδας για την εποχή που γνωστοποιούσε το πρόσωπο του βασιλιά, τον τίτλο του και τις πιθανές του σχέσεις εντός και εκτός του βασιλείου.

Η αναφορά στους προγόνους ήταν άλλη μια μορφή προπαγάνδας που χρησιμοποίησε για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Προς τιμήν του πατέρα του έχτισε στην Αρσάμεια παρά τω Νυμφαίω, παραπόταμο του Ευφράτη, ένα ιεροθέσιον μεγαλόπρεπο και πολυτελές. Διάσπαρτα στο λόφο είναι ορατά σπαράγματα από κολοσσιαία μέλη γλυπτών. Αυτά πρέπει να προέρχονταν από τη χαμένη πλέον ταράτσα, όπου ήταν στημένα πέντε υπερμεγέθη αγάλματα θεών, τον βασικό τόπο λατρείας του ιεροθεσίου. Και αν δεν σώθηκε αυτό το τμήμα, άλλα μέρη του ιερού, που είναι και τύμβος του νεκρού βασιλιά, σώζονται και μπορούν να συμπληρωθούν στην αρχική τους δόξα [8]. Μια πομπική οδός ανέβαινε από τον ποταμό προς την πλαγιά του λόφου όπου ήταν ο τύμβος, περνούσε μπροστά από ανάγλυφα με δεξιώσεις, δηλαδή χειραψίες, μεταξύ βασιλέων και θεών, και οδηγούσε σε στοές που επιστέφονταν από επιγραφές με τα επιτεύγματα του βασιλιά.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως είναι το ταφικό μνημείο που έχτισε για τον ίδιο, στην κορυφή Nemrut Dağı του όρους Ταύρου. Σε τρία πλατώματα γύρω από το λόφο είναι παραταγμένα πάλι κολοσσιαία αγάλματα θεών, μεταξύ των οποίων και η ίδια η θεοποιημένη Κομμαγηνή που θυμίζει Τύχες από άλλες ελληνιστικές πόλεις, δίπλα σε ανάγλυφα του βασιλιά και άλλα των προγόνων του, τα οποία πλέον έχουν χαθεί. Ο βασιλιάς πάλι εικονίζεται σε σκηνές δεξίωσης με διάφορους θεούς, συχνά σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτούς! Οι ίδιοι οι θεοί αποτελούν την εικονοποίηση του μεταρρυθμιστικού θρησκευτικού προγράμματος του βασιλιά, στο οποίο ελληνικές θεότητες συγχωνεύτηκαν με περσικές. Τέτοιοι συγκρητισμοί δεν ήταν ασυνήθιστοι στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Ανατολή. Έτσι εικονίζονται εδώ, σε ανάγλυφα και σε κολοσσιαία αγάλματα, ο Απόλλων-Μίθρας, ο Δίας-Ορομάσδης (Αχούρα-Μάζντα), ο Ηρακλής-Αρτάγνης-Άρης… Με κάθε τρόπο ήθελε να δείξει ο βασιλιάς τη διττή του καταγωγή από τους δύο μεγάλους πολιτισμούς.

Οι επιγραφές που αναφέρουν εκτεταμένα τις θρησκευτικές καινοτομίες του βασιλιά έχουν βρεθεί σε μια άλλη σημαντική πόλη του βασιλείου, την Αρσάμεια παρά τω Ευφράτη. Από αυτήν δεν σώζεται από την εποχή του Αντίοχου Α΄ παρά μόνο αυτή η επιγραφή και ένα ανάγλυφο που ίσως εικονίζει τον βασιλιά.

Μαζί με τα αγάλματα των θεών και τα ανάγλυφα του ίδιου, ο Αντίοχος παρέταξε στο μαυσωλείο του Nemrut Dağı και ανάγλυφα των προγόνων του, τα οποία ταυτίζει με επιγραφές. Πρόκειται για έναν φόρο τιμής στην ελληνική του καταγωγή, που από την πλευρά της μητέρας του ανάγεται στους Σελευκίδες, τους Πτολεμαίους και τον Μ. Αλέξανδρο, και στην περσική πατρογονική γραμμή, που φτάνει ως το βασιλιά Δαρείο. Ίσως σκόπιμα αποσιωπά την παρθική του πλευρά, για να μην διακινδυνεύσει τη δυσαρέσκεια των Ρωμαίων με τους οποίους ήταν τότε σύμμαχος.

Τα ιεροθέσια, που όμοια με τα παραπάνω θα υπήρχαν και άλλα, βρίσκονταν σε περίοπτη θέση, ώστε να επιβεβαιώνουν την ισχυρή θέση του βασιλιά και να διαλαλούν την ευλογία των θεών που αυτός απολάμβανε. Ίσως και όχι άδικα. Ο Αντίοχος Α΄ Θεός, ονομαζόμενος και Φιλορώμαιος, βασιλιάς της Κομμαγηνής σε μια εποχή εύθραυστων ισορροπιών, δημιούργησε παραδόσεις και λατρείες που επρόκειτο να κρατήσουν αιώνες. Αυτό ήταν εφικτό αφού πρώτα φρόντιζε για την απαιτούμενη πολιτική σταθερότητα. Σαν αποτίμηση του έργου του, μπορούμε να πούμε πως είχε μια μακρά και μάλλον επιτυχημένη βασιλεία, κατά την οποία δημιούργησε εντυπωσιακά μνημεία, σταθεροποίησε τη θέση του βασιλείου του σε σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις και χρησιμοποίησε επιγαμίες, συμμαχίες και προπαγάνδα στο έπακρο των δυνατοτήτων τους για να ισχυροποιήσει τη θέση του και το κύρος της Κομμαγηνής.

Ελληνο-βακτριανό βασίλειο

Η Βακτριανή αποτελεί τη μόνη περιοχή της κεντρικής Ασίας, όπου μπορεί κανείς να πει ότι οι Έλληνες διατήρησαν την ισχύ τους συνεχόμενα από την εποχή του Αλέξανδρου έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., δηλ. για σχεδόν δύο αιώνες. Ωστόσο, στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (250 π.Χ.) διεκδίκησε την ανεξαρτησία της, σχεδόν ταυτόχρονα με τους γειτονικούς Πάρθους. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα κράτος που ουσιαστικά αποτελούσε την πιο ξεκάθαρη αντανάκλαση του οράματος του Αλέξανδρου για μια ενωμένη ανθρωπότητα. Η Βακτριανή παρέμεινε για δυο αιώνες ένα ισχυρό ελληνιστικό κράτος, γνωστό ως η ‘γη των χιλίων πόλεων’, ‘το στολίδι του Ιράν΄, του οποίου η πρωτεύουσα, τα Βάκτρα (σημερ. Balkh), αποκαλούνταν ‘επίγειος παράδεισος΄.

Μετά την αποκοπή του από τους Σελευκίδες, το ελληνο-βακτριανό βασίλειο γρήγορα επεκτάθηκε κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα (2ος αι.π.Χ.), καταλαμβάνοντας ολόκληρο το σύγχρονο Αφγανιστάν, καθώς και μέρος του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Πακιστάν και της Ινδίας. Παρά το γεγονός ότι αποκόπηκε από τις επαφές με τη Δύση, λόγω των Πάρθων, ο ελληνικός πολιτισμός άνθισε στις πόλεις της Βακτριανής. Κατά την επέκταση αυτή, ελληνο-βάκτριοι ηγεμόνες αποτέλεσαν αναμφίβολα τον καθοριστικό παράγοντα-καταλύτη για μια από τις μεγαλύτερες πολιτιστικές ανταλλαγές στην ιστορία.

Αυτό το ελληνιστικό βασίλειο, στην κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού Ώξου και των παραποτάμων του, αποτελούσε ένα πέρασμα ανάμεσα στις στέπες και την Ινδία. Η κατοχή του ήταν απαραίτητη για όποιον επεδίωκε να κυριαρχήσει στην κεντρική Ασία.

Γύρω στα 245 π.Χ., ο Ανδραγόρας, σατράπης της Παρθίας-Υρκανίας αρχίζει να κόβει νομίσματα που αναφέρουν το όνομά του, χωρίς πάντως να φέρει σ’ αυτά τον τίτλο του βασιλέως. Ταυτόχρονα, τα νομίσματα από τη Βακτριανή εμφανίζουν μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη: αρχικά, ενώ φέρουν πάντα το όνομα και τη μορφή του Αντίοχου, ο Απόλλων Αρχηγέτης (δυναστικός θεός των Σελευκιδών) αντικαθίσταται από τον Δία. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο σατράπης της Βακτριανής ονομάζεται Διόδοτος; Λίγο αργότερα, παρότι εξακολουθεί να μνημονεύεται το όνομα του Αντίοχου, η μορφή του αντικαθίσταται στο νόμισμα από αυτήν του Διόδοτου. Τέλος (γύρω στα 239-238 π.Χ.), εξαλείφεται και το όνομα του (νεκρού, άλλωστε) Σελευκίδη και στη θέση του υπάρχει η αναφορά στο όνομα του Διόδοτου συνοδευόμενου από τον βασιλικό τίτλο.

Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ, η απειλή των νομάδων του Βορρά καθίσταται πιο πιεστική: η απειλή εκφράζεται κυρίως από ένα σκυθικό φύλο, τους Δάχες Πάρνους, οι οποίοι κινούνται στην περιοχή μεταξύ της Βακτριανής και της Μαργιανής και βόρεια της Παρθίας-Υρκανίας. Την ίδια στιγμή, η εξουσία της Αντιόχειας, λόγω των προβλημάτων της, όχι μόνο αδυνατεί να βοηθήσει ουσιαστικά της Άνω Σατραπείες, αλλά αποσπά από αυτές και πολύτιμους οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η “κοινή γνώμη” στις περιοχές μεταστρέφεται κατά των νόμιμων ηγεμόνων και αναζητεί εσωτερικές λύσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή της. Φαίνεται, άλλωστε, από την νομισματική πολιτική του Ανδραγόρα και του Διόδοτου, ανθρώπων που προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτατων αξιωματούχων των Σελευκιδών και εμφορούνταν κατ’ ανάγκη από νοοτροπία αφοσίωσης στη δυναστεία, μια ορισμένη διστακτικότητα να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις τους με τους Σελευκίδες και να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόσχισης: ο Ανδραγόρας δεν θα πάρει ποτέ τον τίτλο του βασιλέως, ενώ ο Διόδοτος θα χρειαστεί μερικά χρόνια για να κάνει το μεγάλο βήμα. Κατά πάσα πιθανότητα, το περιβάλλον τόσο του ενός όσο και του άλλου ήταν έτοιμο να προχωρήσει γρηγορότερα και αποφασιστικότερα στον δρόμο της ανεξαρτητοποίησης απ’ ό,τι οι δύο σατράπες.

Όσον αφορά τον Ανδραγόρα, ο οποίος ήταν και αμεσότερα εκτεθειμένος στον κίνδυνο εισβολής των νομάδων και μάλλον στρατιωτικά πιο αδύναμος, η περιπέτεια τελείωσε γρήγορα. Γύρω στα 239-238 π.Χ. (δηλαδή λίγο ύστερα από τη συντριπτική ήττα που υπέστη ο Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος στη μάχη της Άγκυρας από τους Γαλάτες συμμάχους του αδερφού του), οι Πάρνοι, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά τους Αρσάκη Α΄, εισβάλλουν στα εδάφη της Παρθίας-Υρκανίας και τα κατακτούν, σύμφωνα με τον Στράβωνα (ΙΑ΄, 9, 2-3). Οι νομάδες αυτοί, που θα μείνουν στην ιστορία με δανεικό όνομα, αυτό της περιοχής που κατέκτησαν, θα εξελιχθούν σταδιακά από απλή απειλή για τους Σελευκίδες σε αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στη Μεσοποταμία και το Ιράν για μερικούς αιώνες.

Στη Βακτριανή, ο Διόδοτος δεν πρέπει να αντιμετώπισε με αισιοδοξία την εξέλιξη αυτή: ένα βαρβαρικό κράτος είχε πάρει τη θέση εκείνου του οποίου ηγείτο ένας συμπατριώτης και σύμμαχος. Οι νομάδες αυτοί δεν ήταν άγνωστοι στον Διόδοτο. Φαίνεται πως γύρω στα 250 π.Χ. θα πρέπει να τους είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς σε μάχη, απωθώντας τους πέρα από τα εδάφη της Βακτριανής. Κατά πάσα πιθανότητα, η εισβολή των – τώρα πια – Πάρθων στα εδάφη του Ανδραγόρα πρέπει να ήταν μάλλον το γεγονός που έπεισε οριστικά και αμετάκλητα τον Διόδοτο να ανακηρυχθεί βασιλιάς. Δεν είμαστε βέβαιοι για τα εδάφη στα οποία ασκούσε την κυριαρχία του: σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή γνώμη, το βασίλειό του περιελάμβανε, εκτός της Βακτριανής, τη Σογδιανή και τη Μαργιανή (καθώς γίνεται δεκτό ότι οι Σελευκίδες ανέθεταν μέχρι τότε στον ίδιο σατράπη τη διοίκηση και των τριών αυτών περιοχών). Κάποιοι αμφισβητούν την εξουσία του επί της Σογδιανής (της οποίας, όμως, η απομονωμένη γεωγραφική θέση μάλλον ενισχύει την υπαγωγή της στο νεοπαγές βασίλειο της Βακτριανής), άλλοι πιστεύουν ότι εξουσίαζε και την Αρεία. Πάντως, σχετικά γρήγορα (μεταξύ του 238 π.Χ. και του 234 π.Χ.) ο Διόδοτος πεθαίνει και τον διαδέχεται στον θρόνο του βασιλείου ο γιος του, ο Διόδοτος Β΄.

Είναι βέβαιο ότι η πολιτική συμμαχίας με τους Πάρθους που φέρεται να ακολούθησε ο Διόδοτος Β΄πρέπει να προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινότητας της Βακτριανής. Ίσως αυτές να εξηγούν το γεγονός ότι (πιθανώς το 223) ο Διόδοτος Β΄ανατρέπεται από ένα σφετεριστή, τον Ευθύδημο, ο οποίος θα ιδρύσει τη δική του δυναστεία. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Ευθύδημο. Ο Πολύβιος (βιβλίο ΙΑ΄, 34, 2) αναφέρει ότι καταγόταν από τη Μαγνησία, αλλά δεν διευκρινίζει αν ήταν Θεσσαλός ή, όπως είναι ίσως πιθανότερο, Μικρασιάτης (άρα είτε από τη Μαγνησία του Σιπύλου είτε από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου). Δεν ξέρουμε ακόμη αν η “λαϊκή” υποστήριξη που σίγουρα θα είχε στην προσπάθειά του ο Ευθύδημος οφειλόταν μόνο στη φιλοπαρθική πολιτική του προκατόχου του ή και σε μια πιθανολογούμενη οικονομική κρίση του βασιλείου. Σύμφωνα με τον F. Holt, ο Ευθύδημος είχε διοριστεί από τον Διόδοτο σατράπης της Σογδιανής. Για λόγους παρόμοιους με αυτούς που οδήγησαν στην απόσχιση της Βακτριανής από το βασίλειο των Σελευκιδών, η Σογδιανή του Ευθύδημου άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από την εξουσία των Βάκτρων. Έχοντας στη διαταγές του ένα σημαντικό σε αριθμό και εμπειροπόλεμο στράτευμα (μια και αποστολή του ήταν η υπεράσπιση των συνόρων του βασιλείου) και εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια που πρέπει να είχε προκαλέσει η εξωτερική και η οικονομική πολιτική του Διόδοτου Β΄, ο Ευθύδημος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, νίκησε και σκότωσε σε μάχη τον Διόδοτο και ένωσε πάλι τη Βακτριανή και τη Σογδιανή σε ενιαίο κράτος υπό την εξουσία του.

Όποια κι αν ήταν η αρχή της βασιλείας του, είναι βέβαιο ότι ο Ευθύδημος εξουσιάζει πλέον και την περιοχή της Αρείας, αν και δεν γνωρίζουμε υπό ποιές συνθήκες προσάρτησε τη σατραπεία αυτή το βασίλειο της Βακτριανής (κενό εξουσίας; “πρόσκληση” των Ελλήνων κατοίκων στους συμπατριώτες τους της Βακτριανής; στρατιωτική σύγκρουση με κάποιον σατράπη διορισμένο από τους Σελευκίδες;). Και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν γνωρίζουμε καν αν η προσάρτηση της Αρείας οφείλεται στον Ευθύδημο ή σε κάποιον από τους δύο Διόδοτους. Στα εδάφη της Αρείας πάντως και συγκεκριμένα στις όχθες του ποταμού Αρείου ο Ευθύδημος θα γίνει ο πρώτος μονάρχης του ανεξάρτητου ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής που θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε μάχη ένα Σελευκίδη βασιλέα (208 π.Χ.). Στο πλαίσιο της “Αναβάσεώς” του, δηλαδή της επικής προσπάθειάς του να ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχασαν οι πρόγονοί του στα ανατολικά ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας, εισβάλλει στα εδάφη του Ευθύδημου. Το ισχυρό όπλο του μονάρχη της Βακτριανής είναι το ευέλικτο ιππικό του, το οποίο απαρτίζουν κυρίως Ιρανοί. Από τη μεριά του, ο Αντίοχος Γ’ έχει να επιδείξει πολυπληθέστερο στράτευμα και, βεβαίως, το βαρύ πεζικό του, τη φάλαγγα. Η πρώτη σύγκρουση θα τελειώσει με νίκη του Σελευκίδη (περιγραφή στον Πολύβιο, βιβλίο Ι΄, 49): οι δυνάμεις του θα διασχίσουν αιφνιδιαστικά τον ποταμό και θα τρέψουν σε φυγή το ιππικό του Ευθύδημου, ο οποίος θα προτιμήσει να καταφύγει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα (Ζαρίασπα).

Η πολιορκία της πρωτεύουσας της Βακτριανής θα κρατήσει πάνω από δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον Πολύβιο ήταν μια από τις πιο ονομαστές πολιορκίες της μέχρι τότε ιστορίας. Δυστυχώς, τα σχετικά αποσπάσματα της Ιστορίας του Πολύβιου έχουν χαθεί. Ο Αντίοχος Γ΄, καθώς δεν κατάφερε ούτε να αλώσει την ακρόπολη των Βάκτρων ούτε να ελέγξει τη χώρα, ώστε να εξαναγκάσει τον Ευθύδημο να παραδοθεί, άρχισε διαπραγματεύσεις με τον μονάρχη της Βακτριανής. Κατά τη διάρκειά τους, ο Ευθύδημος φέρεται να έπεισε τον Αντίοχο για τη σημασία του κινδύνου μιας ενδεχόμενης νομαδικής εισβολής, καθώς και για το ότι η ειρήνη θα ήταν προς το κοινό συμφέρον και των δύο. Οι δύο βασιλείς ήρθαν τελικά σε συμφωνία: ο Ευθύδημος δέχτηκε την (τυπική, στην πραγματικότητα, επικυριαρχία του Σελευκίδη, ο οποίος με τη σειρά του αναγνώρισε τον Ευθύδημο ως βασιλέα της Βακτριανής. Συμφωνήθηκε, επίσης, ο γάμος του διαδόχου του Ευθύδημου, του Δημήτριου, με μια από τις κόρες του Αντίοχου. Ύστερα από αυτό, κι αφού ο Ευθύδημος δέχτηκε να του παραχωρήσει τους πολεμικούς ελέφαντές του και να ανεφοδιάσει τον στρατό, ο Αντίοχος αποχώρησε από τη Βακτριανή [Πολύβιος (ΙΑ΄, 34, 1-10)]. Μετά την Ανάβαση του Αντίοχου κανένας Σελευκίδης δεν έθεσε ξανά υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία των Ελλήνων βασιλέων της Βακτριανής. Ο Ευθύδημος έχει την ευκαιρία όχι μόνο να σταθεροποιήσει τα σύνορα του βασιλείου του, αλλά και να τα διευρύνει.

Όταν το 200-195 π.Χ. τον διαδέχεται ο γιος του Δημήτριος, το βασίλειο της Βακτριανής βρίσκεται αντικειμενικά στο απώγειο της δύναμής του και οι προοπτικές του μοιάζουν εξαιρετικά ευοίωνες. Το όνομα του Δημητρίου Α΄συνδέεται με τη μεγαλειώδη επιχείρηση επέκτασης των συνόρων του κράτους στις σατραπείες νοτίως του Ινδικού Καυκάσου και στην Ινδία.

Ο Δημήτριος πεθαίνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ίσως το 180 π.Χ., δηλαδή σε ηλικία μόλις 40 ετών. Υπάρχουν τουλάχιστον 5-6 υποψήφιοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να ήταν διάδοχοι του Δημητρίου, συμβασιλείς ή αντιβασιλείς του, συγγενείς του ή όχι, σφετεριστές της εξουσίας του ή απλώς μονάρχες που βασίλεψαν σε περιοχές όπου ο Δημήτριος δεν ασκούσε κυριαρχία. Ίσως ο πιο λογικός υποψήφιος να είναι αυτός ο Ευθύδημος, τον οποίο, επομένως, θα ονομάσουμε “Ευθύδημο Β΄“ και ο οποίος απεικονίζεται ως έφηβος στα λιγοστά νομίσματά του. Υποθέτουμε ότι ήταν γιος του Δημήτριου και ότι πέθανε πολύ νέος, ίσως και πριν από την ενηλικίωσή του.

Ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής είναι δύο βασιλείς που γνωρίζουμε από τα νομίσματά τους. Για τον πρώτο, υποθέτουμε (βάσει της χρονολόγησης των νομισμάτων του) ότι βασίλεψε μεταξύ 190-180 π.Χ. (άρα είναι μάλλον σύγχρονος του Δημήτριου και όχι διάδοχός του) σε περιοχές της Αραχωσίας και στη Γανδάρα. Ο Πανταλέων ήταν, μάλλον, ο πρώτος Έλληνας μονάρχης που έκοψε και δίγλωσσα νομίσματα (ελληνικά και ινδικά σε μπράχμι αλφάβητο), τα οποία ακολουθούσαν το ινδικό πρότυπο (είχαν περίπου τετράγωνο σχήμα). Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Πανταλέων ήταν αδελφός του Δημήτριου και αντιβασιλέας του στην Αραχωσία. Άλλοι, ότι ήταν σφετεριστής. Τον διαδέχεται, πάντως, ο αδελφός ή γιος του, ο Αγαθοκλής, ο επονομαζόμενος και “Δίκαιος” (περίπου 180-170 π.Χ.), του οποίου το κέντρο εξουσίας φαίνεται να είναι η περιοχή των Παροπαμισάδων.

Πάντως, τα νομίσματά του Αγαθοκλή είναι πραγματικά άφθονα: (α΄) κλασσικά ελληνικά τετράδραχμα, παρόμοιας θεματολογίας και εκτέλεσης με αυτά του Πανταλέοντος, (β΄) δίγλωσσα νομίσματα ινδικού τύπου, στα οποία αναγράφεται το όνομα του βασιλιά με ελληνικούς και ινδικούς χαρακτήρες (γραφές μπράχμι και χαρόσθι) και απεικονίζονται σύμβολα βουδιστικά (λιοντάρι) και ινδουιστικά (αναπαράσταση της θεότητας Λάκσμι), (γ΄) αμιγώς ινδικά νομίσματα με αναπαραστάσεις και σύμβολα τόσο βουδιστικά όσο και ινδουιστικά, και (δ΄) “αναμνηστικά” νομίσματα ελληνικού τύπου στα οποία απεικονίζονται ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο ιδρυτής της ανεξάρτητης Βακτριανής Διόδοτος Α΄ και ο Δημήτριος Α΄.

Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική βεβαιότητα για τον Πανταλέοντα και τον Αγαθοκλή είναι η μεταξύ τους συγγένεια. Τα συνηθέστερα νομίσματά τους είναι μεταξύ τους σχεδόν όμοια (ομοιότητα ως προς την εικονιζόμενη ανθρώπινη μορφή – χαρακτηριστικά προσώπου, τύπος κόμμωσης, διάδημα – είτε αυτή είναι ο μονάρχης είτε, όπως είναι το πιθανότερο, ο θεός Διόνυσος/ απεικόνιση πάνθηρα που αγγίζει ένα αμπέλι/ τροχός, που ίσως παραπέμπει σε ινδικές θρησκευτικές δοξασίες). Η θεματολογία διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν των νομισμάτων των λοιπών ηγεμόνων της περιοχής. Επίσης, τα νομίσματα αυτά είναι φτιαγμένα από κράμα χαλκού και νικελίου (75%-25%). Πιο λογικό μοιάζει να γίνει δεκτό ότι η κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Mauriya (κατάρρευση της οποίας σίγουρα προηγήθηκε η όλο και μεγαλύτερη χαλάρωση της εξουσίας που αυτοί ασκούσαν σε απομακρυσμένες από το κέντρο της αυτοκρατορίας τους περιοχές, όπως η Αραχωσία και οι Παροπαμισάδες) δημιούργησε ένα κενό εξουσίας το οποίο μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν κάποιοι ισχυροί των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής, ιδρύοντας ανεξάρτητες ηγεμονίες.

Ακριβώς, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εντάξουμε και τον Αντίμαχο, ο οποίος φαίνεται ότι βασίλεψε (περίπου 185 π.Χ. ή 180 π.Χ. έως 170 π.Χ. ή 165 π.Χ.) σε κάποια τμήματα της Βακτριανής και της Αραχωσίας, καθώς και σε μερικές περιοχές της κοιλάδας του Ινδού. Η “ανεξαρτησία” του Αντίμαχου σε σχέση με τη δυναστεία του Ευθύδημου αποδεικνύεται ίσως και από μια επιγραφή στην οποία αναφέρονται ως συμβασιλείς του οι “Ευμένης και Αντίμαχος” (κατά πάσα πιθανότητα οι γιοι του), καθώς και από το γεγονός ότι επέλεξε την επίκληση “Βασιλεύς Θεός”.

Η περίπτωση του Απολλόδοτου ίσως είναι παρόμοια με τις πιο πάνω, ίσως κι όχι. Τα νομίσματά του (δίγλωσσα με βάση το ινδικό πρότυπο και με αναπαραστάσεις ελέφαντα και ταύρου, δηλαδή με συμβολισμούς, αντιστοίχως και πιθανότατα, βουδιστικούς και ινδουιστικούς/ ελληνικά τετράδραχμα με απεικόνιση του βασιλιά και της θεάς Αθηνάς, η οποία κρατά στο δεξί χέρι της τη Νίκη) παρέχουν ενδείξεις για περίοδο βασιλείας μεταξύ 174-165 π.Χ. (σύμφωνα με τη χρονολόγηση που προτείνει ο Osmund Bopearachchi).

Επομένως, λίγο πριν το 170 π.Χ. διαπιστώνεται το εξής παράδοξο: ενώ ο χώρος τον οποίο ελέγχουν οι Έλληνες στην Κεντρική Ασία και την Ινδία έχει αυξηθεί σημαντικά, παράλληλα φαίνεται να έχει κατατμηθεί σε πολλές ηγεμονίες οι οποίες είναι, μάλλον, ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιός είναι ο μονάρχης της καθαυτό Βακτριανής, αν υποθέσουμε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή τα Βάκτρα εξακολουθούν να αποτελούν πόλο εξουσίας. Ούτε βέβαια γνωρίζουμε αν ο ηγεμόνας αυτός της Βακτριανής ανήκει στη δυναστεία του Ευθύδημου ή όχι. Θα μπορούσε να είναι ο Αγαθοκλής ή ο Αντίμαχος, ακόμη κι ο άτυχος νεαρός Ευθύδημος Β΄. Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο Δημήτριος Α΄ ζει ακόμη. Ίσως, όμως, όπως πιστεύουν μερικοί, ο βασιλιάς της Βακτριανής να είναι ένας δεύτερος Δημήτριος (ίσως γιος του πρώτου). Όποιος και να ήταν πάντως ο μονάρχης, δεν θα κατορθώσει να αντισταθεί στον σφετεριστή (;) Ευκρατίδη, τον τελευταίο σπουδαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη που θα αναδείξει ο ελληνισμός της Βακτριανής.

Στην “Επιτομή” του (XLI, 6), ο Ιουστίνος μας πληροφορεί ότι περίπου την ίδια εποχή ανέβηκαν στον θρόνο δύο σπουδαίοι ηγέτες: ο Μιθριδάτης Α΄ Αρσάκης Ε΄ έγινε βασιλιάς των Πάρθων (όλοι οι Πάρθοι βασιλείς έφεραν και το δυναστικό όνομα “Αρσάκης”), ενώ στη Βακτριανή άρχισε να βασιλεύει ο Ευκρατίδης. Μια και η άνοδος του Μιθριδάτη Α΄ στον παρθικό θρόνο χρονολογείται, μάλλον με ακρίβεια, στο 171 π.Χ., μπορούμε να υποθέσουμε (όσο μας επιτρέπει η ελεγχόμενη αξιοπιστία του Ιουστίνου) ότι και η περίοδος εξουσίας του Ευκρατίδη αρχίζει περίπου τότε. Ποιός ήταν, όμως, ο ηγέτης αυτός και πώς κατέκτησε την εξουσία, ανατρέποντας τη δυναστεία του Ευθύδημου ή όποιους την είχαν αντικαταστήσει; Ως συνήθως, δεν γνωρίζουμε την απάντηση. Ίσως ήταν στρατηγός, σατράπης ή εν πάση περιπτώσει ανώτατος αξιωματούχος στην υπηρεσία των ηγεμόνων της Βακτριανής. Μπορεί λόγω της ιδιότητάς του να είχε κάποια ισχυρή βάση, καθιστώντας ουσιαστικά φέουδό του την περιοχή δικαιοδοσίας του (αυτή θα μπορούσε να ήταν η ελληνιστική πόλη στο Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, η οποία ίσως και να ονομαζόταν Αλεξάνδρεια ή Αντιόχεια του Ώξου και η οποία πιθανολογείται ότι στα χρόνια βασιλείας του Ευκρατίδη είχε μετονομαστεί σε “Ευκρατίδεια”).

Ο Ευκρατίδης πρέπει να υπήρξε ο Έλληνας ηγεμόνας που στο απώγειο της δύναμής του βασίλεψε στην πιο εκτεταμένη επικράτεια από κάθε άλλον. Η ενοποίηση των εδαφών της Κεντρικής Ασίας που ήλεγχε το ελληνικό στοιχείο θα πρέπει να συντελέσθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες, ιδίως αν δεχθούμε τη θεωρία της διάσπασης του βασιλείου της Βακτριανής σε μικρότερες κρατικές οντότητες. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο (όπ.π.), ο Ευκρατίδης αντιμετώπισε και νίκησε, ύστερα από σειρά σκληρών μαχών, τον Δημήτριο, ο οποίος είχε συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα για να ανατρέψει τον “σφετεριστή”.

Ο νέος ισχυρός άνδρας της Βακτριανής είχε υπό τον έλεγχό του και τη Σογδιανή, την Αρία, τη Μαργιανή, τη Δραγγιανή, την Αραχωσία και τους Παροπαμισάδες. Μετά την εδραίωση της εξουσίας του στην Κεντρική Ασία, ο Ευκρατίδης στράφηκε στην κοιλάδα του Ινδού, την οποία και κατέλαβε.

Η αχανής έκταση της επικράτειάς του, το μέγεθος της ισχύος του και η μεγάλη χρονική διάρκεια της βασιλείας του καταδεικνύονται και από το πλήθος, τη γεωγραφική διάδοση, την ποικιλία και την ποιότητα των νομισμάτων του. Πολλά νομίσματα ελληνικού τύπου, από τον εντυπωσιακό χρυσό στατήρα ως τα εξαιρετικής ποιότητας ασημένια τετράδραχμά του, στα οποία απεικονίζεται ο ίδιος φορώντας τη χαρακτηριστική περικεφαλαία, καθώς και έφιπποι οι Διόσκουροι, δηλαδή οι “προστάτες θεοί” του Ευκρατίδη. Αλλά και αρκετά νομίσματα ινδικού τύπου, με διάφορες παραστάσεις (απεικονίσεις του βασιλιά συνοδευόμενες από ελληνικής ή ινδικής προέλευσης θρησκευτικές παραστάσεις) και κείμενο στα ελληνικά και τα ινδικά (γραφή χαρόσθι).

Η παντοδυναμία του Ευκρατίδη θα αποδειχθεί τελικά εύθραυστη. Στα δυτικά σύνορα οι Πάρθοι του Μιθριδάτη επιχειρούν διαρκείς εισβολές στη Μαργιανή, στην Αρεία και πιθανότατα στο δυτικό τμήμα της Βακτριανής. Οι Σκύθες γίνονται όλο και πιο απειλητικοί στον Βορρά. Παράλληλα, άλλοι Έλληνες ηγεμόνες του ινδικού χώρου (ίσως ο Μένανδρος) όχι μόνο θα ανακόψουν την επεκτατική πορεία του βασιλιά της Βακτριανής, αλλά θα επιχειρήσουν και να του αποσπάσουν εδάφη στην περιοχή του Ινδού. Φυσικά, ο πιο μεγάλος κίνδυνος σχετίζεται με τις έριδες στο εσωτερικό της ελληνικής αριστοκρατίας της Βακτριανής. Ο Ιουστίνος (XLI, 6, 19), διηγείται ότι ο Ευκρατίδης είχε αναγκαστεί να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Πάρθους, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνους πολλούς από τους αξιωματούχους του, μεταξύ των οποίων και ο γιος του, τον οποίο ο Ευκρατίδης είχε ονομάσει συμβασιλέα. Έτσι, ενώ επέστρεφαν από την Ινδία, ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από τον γιο του.

Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη (πιθανώς το 145 π.Χ.) οι μέρες του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής είναι πια μετρημένες. Αντιθέτως, ο ελληνισμός της Ινδίας έχει ακόμη μπροστά του λαμπρό μέλλον.

Ινδο-Ελληνικό βασίλειο

Ο Ινδικός Καύκασος λειτούργησς ως φυσικό ανάχωμα που ανέκοψε -για μερικές δεκαετίες- την κάθοδο των νομάδων προς τα νότια και την ινδική χερσόνησο. Επομένως, τα ελληνιστικά βασίλεια του ευρύτερου ινδικού χώρου είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ενώ πιθανότατα ενισχύθηκε και ο ελληνικός πληθυσμός τους από Έλληνες των περιοχών που κατέλαβαν ή λεηλάτησαν οι νομάδες. Η προσπάθεια του Ευκρατίδη Α΄ να θέσει υπό την κυριαρχία του το σύνολο των ελεγχόμενων από Έλληνες εδαφών της Ινδίας συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση ενός άλλου Έλληνα μονάρχη της Ινδίας, του Μενάνδρου (πιθανότερη περίοδος βασιλείας: 155-130 π.Χ.).

Παρότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος Έλληνας μονάρχης της Ινδίας που μνημονεύουν οι αρχαιοελληνικές πηγές, δεν γνωρίζουμε τίποτε για την καταγωγή του. Διάφορες υποθέσεις έχουν διατυπωθεί σχετικά: για κάποιους πρέπει να ήταν στρατηγός ή/ και συγγενής του Δημήτριου. Πιο πιθανό μοιάζει να ήταν συγγενής ή συνεργάτης του Απολλόδοτου ή ίσως του Αντίμαχου. Μπορεί, τέλος, να προερχόταν από την ελληνική αριστοκρατία της περιοχής χωρίς να έχει κάποια συγγένεια με τους παραπάνω. Πάντως, αφού συγκράτησε αρχικά τις επιθέσεις του Ευκρατίδη, εκμεταλλεύθηκε στη συνέχεια την αναταραχή που επικράτησε μετά τον θάνατο του αντιπάλου του και επεκτάθηκε προς τα βόρεια καταλαμβάνοντας τους Παροπαμισάδες, τμήματα της Αραχωσίας και, ίσως, τη Γανδάρα. Η αρχαία παράδοση, ελληνική και ινδική, φαίνεται να αποδίδει στον Μένανδρο μεγάλες κατακτήσεις, τόσο προς το δέλτα του Ινδού όσο και προς τις εκβολές του Γάγγη και την Pataliputra (Παλίβοθρα).

Όπως συνήθως συνέβαινε στην ελληνιστική Βακτριανή και Ινδία μετά τον θάνατο ενός ισχυρού μονάρχη, φαίνεται ότι περίοδος αστάθειας ακολούθησε τον θάνατο του Μενάνδρου. Στη Γανδάρα λ.χ. εμφανίζεται ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας ο Ζώιλος ο Δίκαιος, ο οποίος αργότερα επεκτάθηκε και στους Παροπαμισάδες. Κατά την κρατούσα άποψη (Tarn, Bopearachchi), διάδοχος του Μενάνδρου ήταν ο γιος του, ο Στράτων (πιθανή περίοδος βασιλείας: 130-110 π.Χ.). Επειδή προφανώς ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωσή του άσκησε η μητέρα του, η Αγαθόκλεια. Κατά τα φαινόμενα, ο Στράτων και η Αγαθόκλεια κατόρθωσαν τελικά να διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους μόνο τα εδάφη της Πενταποταμίας (Punjab). Γενικά, από τα τέλη του 2ου αιώνα παρατηρείται κατάτμηση των εδαφών που ήλεγχαν στον ινδικό χώρο οι Έλληνες. Μια ατελείωτη σειρά από Έλληνες ηγεμόνες και ηγεμονίσκους διεκδίκησε μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα των εδαφών αυτών. Δεν αποκλείεται κάποιοι από αυτούς τους ηγεμόνες να είχαν συγγένεια με τις δυναστείες που βασίλεψαν στη Βακτριανή (λ.χ. ο Ηλιοκλής Β΄ ο Δίκαιος, ο οποίος βασίλεψε στη Γανδάρα και στη δυτική Πενταποταμία στα τέλη του 2ου αιώνα ή στις αρχές του 1ου, ήταν πιθανώς απόγονος του Ευκρατίδη). Από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. τα ελληνικά εδάφη συρρικνώνονται σταδιακά: στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Ινδού εισβάλλουν οι Πάρθοι, οι οποίοι θα κρατήσουν τα εδάφη αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ινδοί ηγεμόνες ανακτούν τη Μαθούρα και την ανατολική Πενταποταμία. Από το 80 π.Χ., περίπου, οι Σκύθες (Σάκες) και οι Τοχάριοι περνούν τον Ινδικό Καύκασο και εισβάλλουν στα ελληνικά εδάφη της Ινδίας. Οι εναπομείναντες Έλληνες ηγεμόνες καθίστανται στις περισσότερες περιπτώσεις υποτελείς τους. Τελευταίος βασιλιάς ήταν ο Ερμαίος, γιος του Αμύντα (από τη δυναστεία των Ευκρατιδών), που νυμφεύθηκε την Καλλιόπη (κόρη, πιθανότατα του Ιπποστράτου, από τη δυναστεία του Μενάνδρου), σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια συνεννόησης, έπειτα από μια περίοδο ανώφελων δυναστικών ερίδων και μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού τους από την πίεση των νομαδικών φύλων.

Πάντως, ο προχωρημένος βαθμός εξελληνισμού των Τοχάριων βοηθά την ανάπτυξη μάλλον αρμονικών σχέσεων με τους Έλληνες: δεν είναι τυχαίο ότι ο Κουσάν ηγεμόνας Καδφίσης θεωρούσε ότι ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης των Παροπαμισάδων, ο Ερμαίος (περίπου 90-70 π.Χ.), καταλεγόταν μεταξύ των προγόνων του. Ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης του ινδικού χώρου πρέπει να ήταν ο Στράτων Β΄, που βασίλεψε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή ίσως και μέχρι το 10 μ.Χ. Όπως είναι λογικό, οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών πρέπει να αφομοιώθηκαν σταδιακά είτε από τους γηγενείς είτε από τους ιρανόφωνους νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ινδία.

Από τη συναρπαστική περιπέτεια των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και την Ινδία αυτό που απομένει είναι σίγουρα η ανάμνηση ενός ένδοξου παρελθόντος κατακτήσεων, ανάπτυξης του εμπορίου, μεταφύτευσης της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και του ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες από τον χώρο της Μεσογείου. Μια απίστευτα ενδιαφέρουσα ιστορία πολιτιστικής διάδρασης μεταξύ ελληνικών, ιρανικών και ινδικών πληθυσμών για την οποία θα επιθυμούσαμε να μάθουμε πολύ περισσότερα από όσα μας επιτρέπουν οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας. Ο εκλεκτισμός των μορφών τέχνης που γεννήθηκαν χάρη στη συνάντηση αυτή. Ο θρησκευτικός και φιλοσοφικός συγκρητισμός που έφερε ίσως κοντά τη διδασκαλία του Βούδα με αυτήν του Δημόκριτου. Και φυσικά η ελπίδα ότι η αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές αυτές, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, ενδέχεται να προσφέρει κάποια στιγμή ευρήματα ικανά να φωτίσουν καλύτερα την κοινωνική οργάνωση και τον τρόπο σκέψης μιας μοναδικής ιστορικής περιόδου.

Μένανδρος

Όταν οι Ρωμαίοι κατακτούσαν τη μητροπολιτική Ελλάδα, ένα ανεξάρτητο κράτος στο ΒΔ Ινδία γνώριζε τη μέγιστη ακμή του χάρη σ’ έναν χαρισματικό μονάρχη, τον Μένανδρο, ο οποίος επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του πέρα από το ανατολικό όριο του αχανούς κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, έως την κοιλάδα του Γάγγη. Το ισχυρό αυτό ελληνιστικό κράτος στα βάθη της κεντρικής Ασίας, αποτέλεσε το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού, το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία και τον πολιτισμό των λαών της περιοχής.

Η ιστορία δε στάθηκε δίκαιη απέναντι σε μια τόσο σημαντική προσωπικότητα. Ο Μένανδρος, απομονωμένος στην καρδιά της Ασίας, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, δεν έγινε ποτέ ευρέως γνωστός, παρά το μεγαλείο των κατορθωμάτων του. Στο δυτικό κόσμο παρέμεινε γενικά αφανής. Μόνο ορισμένοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς παρέχουν λίγες και συχνά αντιφατικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πλούταρχος στο εδάφιο που περιγράφει το θάνατο του Μενάνδρου, αναφέρεται σ’ αυτόν ως «κάποιον Μένανδρον», σα να πρόκειται για ένα πρόσωπο αμφίβολης ταυτότητας.

Υπήρξε ο μόνος Έλληνας και γενικότερα Δυτικός ηγεμόνας που το όνομά του διατηρήθηκε στη λογοτεχνία των Ινδών. Η Γιούγκα Πουράνα, ινδικό ιερό κείμενο που γράφηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγράφει με τη μορφή προφητείας ιστορικά γεγονότα του 2ου π.Χ. αιώνα, κάνει λόγο για μια μεγάλη εισβολή των Γιαβάνα (Ιώνων, δηλ. των Ελλήνων), η οποία χρονολογείται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. (άρα στην εποχή βασιλείας του Μενάνδρου). Το κείμενο αναφέρει ότι οι Έλληνες θα καταλάβουν τη Σακέτα (στο δυτικό τμήμα του αρχαίου βασιλείου της Κοσάλας), την περιοχή της Μαθούρας και, τέλος, την κάποτε αυτοκρατορική πρωτεύουσα Παταλιπούτρα, σημαντικότατου εμπορικού κέντρου και έδρα του Ινδού βασιλιά της δυναστείας των Sunga, Πουσιαμίτρα. Η ασάφεια των πηγών έχει ως φυσική συνέπεια τη διαφωνία των ειδικών. Ο A. K. Narain (“The Indo-Greeks”, κεφ. ΙV, ειδ. σελ. 90) δέχεται ως χώρο κυριαρχίας του Μενάνδρου μόνο την Πενταποταμία, αρνούμενος τόσο τις κατακτήσεις στις εκβολές του Ινδού όσο και αυτές στην κοιλάδα του Γάγγη. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι Έλληνες δεν είχαν συμφέρον να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους στον ιρανικό χώρο. Ο Alberto Simonetta, όμως ["A new essay on the Indo-Greeks, the Sakas and the Pahlavas", East and West, vol. IX (1958), σελ. 154-173, ειδ. σελ. 162)], πίστευε ότι, αντιθέτως, οι εισβολές των νομάδων υποχρέωναν τους Έλληνες να αναζητήσουν διέξοδο προς τη θάλασσα και επομένως να φτάσουν μέχρι το δέλτα του Ινδού ποταμού.

Δεν αποκλείεται οι κατακτήσεις στην ανατολική Ινδία να ήταν προσωρινές. Ίσως να μην ήταν καν κατακτήσεις, αλλά απλές επιδρομές. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι ο Μένανδρος υπήρξε ο ισχυρότερος από τους Έλληνες βασιλείς της Ινδίας. Το πλήθος νομισμάτων του που έχουν βρεθεί ενισχύει την άποψη αυτή. Στα περισσότερο από αυτά απεικονίζεται ο ίδιος (συνήθως κρατώντας δόρυ) και η προστάτιδά του θεά, η Αλκίδημος Αθηνά. Στην πλειονότητά τους, τα νομίσματα του Μενάνδρου είναι δίγλωσσα (ελληνικά και ινδικά πάλι με γραφή χαρόσθι): η πρωτοτυπία των δίγλωσσων νομισμάτων του έγκειται στο ότι αυτά ακολουθούν για πρώτη φορά το ελληνικό πρότυπο του αττικού τετραδράχμου (τα δίγλωσσα νομίσματα των προκατόχων του είχαν κοπεί με βάση τα ινδικά πρότυπα και είχαν τετράγωνο περίπου σχήμα).

Παραδόξως, το κείμενο που εξασφάλισε κυρίως την υστεροφημία του Μενάνδρου είναι Milinda Panha (“Οι ερωτήσεις του Μιλίντα”, δηλ. του Μενάνδρου) ένα βουδιστικό κείμενο γραμμένο σε πάλι ινδικά το οποίο καταγράφει τον διάλογο του Έλληνα βασιλιά με τον βουδιστή σοφό Ναγκασένα. Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει το κείμενο αυτό, ο Μένανδρος ασπάστηκε τον βουδισμό μετά τη συνάντησή του με τον σοφό, παρέδωσε το βασίλειο στον γιο του και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως βουδιστής μοναχός, φτάνοντας μάλιστα το επίπεδο του αρχάτ, δηλαδή την πνευματική γαλήνη που προσεγγίζει τη νιρβάνα.

Οι ισχυρισμοί του βουδιστικού κειμένου φαίνονται υπερβολικοί. Βεβαίως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί ότι ο Μένανδρος (όπως και άλλοι Έλληνες μονάρχες) ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τον βουδισμό, τουλάχιστον για λόγους αμιγώς πολιτικούς. Για ποιό λόγο να μην ευνοήσει ένας μονάρχης τη θρησκευτική/ φιλοσοφική διδασκαλία που ευαγγελίζεται κατ’ ουσία την εγκατάλειψη των εγκοσμίων ή έστω την αδιαφορία για αυτά, ιδίως όταν ο βασιλιάς αυτός είναι αλλογενής ως προς τον χώρο κυριαρχίας του και δεν έχει δεσμούς με τον ινδουϊσμό, τον “φυσικό” αντίπαλο του βουδισμού; Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο βουδισμός γνώρισε διάδοση μεταξύ των Ελλήνων: σύμφωνα λ.χ. με τη Mahavamsa (“Το Μεγάλο Χρονικό”), ιστορικό βουδιστικό ποίημα (του 2ου αι.π.Χ.), γραμμένο σε γλώσσα Πάλι, που αναφέρεται στους πρώτους, Ινδούς στη καταγωγή, βασιλείς της Κεϋλάνης, της σημερινής Σρι Λάνκα και στην εξάπλωση του βουδισμού, ο Μένανδρος επισκέφτηκε το νησί προερχόμενος “από την Αλασάντα (που υποθέτουμε ότι πρόκειται για την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου στους Παροπαμισάδες) ο Γιόνα (Έλληνας) σοφός Μαχανταμμαρακχάτα με τριάντα χιλιάδες μοναχούς”. Πέραν των υπερβολών του, το κείμενο αποδεικνύει ότι υπήρχαν Έλληνες που ασπάσθηκαν τον βουδισμό, κάτι που επιβεβαιώνεται και από επιγραφικές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι ο Μένανδρος υπήρξε προστάτης του βουδισμού. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια ένας μονάρχης που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών και ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του επεκτατική πολιτική. Άλλωστε και ο Πλούταρχος κάνει λόγο για το τέλος του Μενάνδρου, δίνοντας φυσικά μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, καθώς σύμφωνα με τον Βοιωτό συγγραφέα ο Μένανδρος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας.

Νομίσματα που έχουν βρεθεί αποδεικνύουν ότι στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. βασίλεψε στην Πενταποταμία ένας δεύτερος Μένανδρος, ο επονομαζόμενος και Δίκαιος, απόγονος πιθανώς του Μενάνδρου του Σωτήρος. Στα νομίσματα του Μενάνδρου Β΄ απεικονίζονται πάντα βουδιστικά σύμβολα, ενώ η επίκληση “Δίκαιος” αποδίδεται στα ινδικά ως “νταρμικάσα”, δηλαδή πιστός της Ντάρμα, βουδιστικής έννοιας την οποία θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ελεύθερα ως δρόμο ή μονοπάτι της αλήθειας και της αρετής. Αντί να αρνηθούμε την ύπαρξη ενός δεύτερου Μενάνδρου (Ταρν), η οποία έχει αποδειχθεί βάσει των κριτηρίων της νομισματολογίας (βλ. Bopearachchi και Senior), ίσως θα έπρεπε να δεχθούμε ότι η βουδιστική παράδοση αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτόν τον αποδεδειγμένα βουδιστή (ή έστω σαφώς φιλοβουδιστή) μονάρχη και όχι στον κατά πολύ πιο ένδοξο πρόγονό του.

Αν όμως στον τομέα της θρησκείας ο Μένανδρος επέδειξε βαθύ ενδιαφέρον, στον τομέα της διοικητικής οργάνωσης ακολούθησε ελληνιστικά πρότυπα, χρησιμοποιώντας ως βάσεις τη βασιλική οικογένεια, την ελληνική στρατιωτική τάξη κα τις ελληνικές πόλεις. Κατά τη βασιλεία του το πολιτικό κέντρο μετατοπίστηκε από τα Τάξιλα ανατολικότερα, στα Σάγαλα (σημ. Sialkot), γεγονός που επέβαλαν οι νέες κατακτήσεις. Στις περιοχές που βρίσκονταν προς τη Βακτρία όρισε 3 συμβασιλείς, ακολουθούσαν ιεραρχικά οι στρατηγοί (επικεφαλής των επαρχιών) και τέλος οι μεριδάρχες (επικεφαλής τμημάτων των επαρχιών). Στη διοίκηση ο Μένανδρος χρησιμοποίησε πολλούς Ινδούς και πιθανότατα να διατήρησε το θεσμό των ταμιών, που είχαν εισαγάγει οι Mauriya. Σύμφωνα με το Milindapanha, ο Μένανδρος κυβερνούσε με τη βοήθεια ενός συμβουλίου 500 μελών (ο αριθμός κρίνεται υπερβολικός και συμβατικός). Η εξαιρετική διακυβέρνηση του Μενάνδρου συνετέλεσε, ώστε να μην εκδηλωθεί καμία στάση εναντίον του τόσο από την ελληνική κοινότητα όσο και από τους ντόπιους πληθυσμούς.

Πέθανε γύρω στο 135 π.Χ. στο πεδίο της μάχης, ίσως κατά τη διάρκεια εκστρατείας στη Βακτριανή. Οι πόλεις του βασιλείου του φιλονίκησαν τότε για το τιμητικό προνόμιο της ταφής του νεκρού βασιλιά στο έδαφός τους. Τελικά, μοιράστηκαν την τέφρα του, όπως είχε γίνει στο παρελθόν μόνο στην περίπτωση του Βούδα. Κάθε πόλη ανέγειρε από έναν ιερό βουδιστικό τύμβο (στούπα), όπου φυλασσόταν η βασιλική τέφρα που της αναλογούσε. Επρόκειτο για ύψιστη μεταθανάτια τιμή και για ένα ύστατο δείγμα ευγνωμοσύνης των υπηκόων προς τον μονάρχη τους.

Δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Μένανδρος υπήρξε συνεχιστής του οράματος του Μ. Αλεξάνδρου για μια κοσμοκρατορία, που θα ένωνε πολιτικά και πολιτισμικά την Ελλάδα με την Ασία, καθώς ο Μένανδρος πέτυχε να δημιουργήσει ένα μεγάλο κράτος, με βασικό θεμέλιο την αρμονική σύζευξη διαφορετικών λαών και πολιτισμών.

Μιθριδάτης Ευπάτωρ

Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ Διονύσιος, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, είχε μια μακρά βασιλεία (112-63 π.Χ., όταν πέθανε) και ζωή γεμάτη περιπέτειες από νωρίς. Η ιστορία της ζωής του πήρε μυθολογικές σχεδόν διαστάσεις ήδη από τη γέννησή του, κατά την οποία υποτίθεται ότι εμφανίστηκε ένας κομήτης στον ουρανό. Μετά το θάνατο -τη δολοφονία;- του πατέρα του ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος στον Πόντο. Οι παιδαγωγοί του Μιθριδάτη προσπάθησαν να τον σκοτώσουν και αυτός αναγκάστηκε να γίνει φυγάς μέχρι το 112 π.Χ. όταν ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο· λέγεται πως πρώτα δολοφόνησε τη μητέρα του και τον αδερφό του. Λέγεται ακόμη πως εξέθετε τον εαυτό του σε ελεγχόμενες δόσεις δηλητηρίων, ώστε να αποκτήσει ανοσία· μάλιστα αυτή ακριβώς η πρακτική ονομάστηκε μιθριδατισμός χάρη στον ίδιο. Η εξοικείωση με τα δηλητήρια και τα αντίδοτα ήταν παροιμιώδης.

Οι περισσότερες πηγές τον σκιαγραφούν ως αιμοδιψή και βάρβαρο κατακτητή –αναμενόμενο από φιλορωμαϊκές πηγές που εξισώνουν τη Ρώμη με τον πολιτισμό. Η εικόνα αυτή συμβαδίζει με τις αναφορές πως δεν δίσταζε να σκοτώσει μέλη της οικογένειάς του, ως και το γιο του που έδειχνε φιλορωμαϊκές τάσεις. Ήταν ακόμη γενναίος, ευφράδης και μεγαλόψυχος και για πολλούς ο τελευταίος ελληνιστικός ανεξάρτητος βασιλιάς που όρθωσε το ανάστημά του κατά των Ρωμαίων κατακτητών.

Η καταγωγή ανάγεται σε ένα παρακλάδι της Αχαιμενιδικής βασιλικής δυναστείας, από την εποχή του αποικισμού της Μ. Ασίας από τους Πέρσες τον 5ο και 4ο αι. π.Χ.. Ο Μιθριδάτης Α΄ ήταν αυτός που ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου περί το 281 π.Χ. Η οικογένεια υιοθέτησε τις διπλωματικές τακτικές των ελληνιστικών βασιλέων, κυρίως με επιγαμίες με τους Σελευκίδες. Αυτή τη διπλή γραμμή καταγωγής, από τους Πέρσες και τους Έλληνες, χρησιμοποίησε ο Μιθριδάτης στην προπαγάνδα του για την απελευθέρωση της Μ. Ασίας από τους Ρωμαίους. Παρουσιαζόταν ως απόγονος του Δαρείου και του Κύρου αφενός και του Μ. Αλεξάνδρου και του Σελεύκου αφετέρου. Εμφανώς προσπαθούσε να συνδεθεί με συγκεκριμένους θεούς, όπως τον Ηρακλή και το Διόνυσο, λογικές επιλογές για έναν φερόμενο ως απόγονο του Μ. Αλεξάνδρου.

Το βασίλειο του Πόντου κατά την περίοδο της εξουσίας του δεν διέφερε πολύ από τα υπόλοιπα της εποχής. Ίδρυσε ο ίδιος πόλεις κατά το πρότυπο των προκατόχων του, οι οποίες έκοβαν δικά τους νομίσματα και απολάμβαναν σχετική αυτονομία στο πλαίσιο της ηγεμονίας του. Αυτός έφερε πρώτος τις πόλεις ολόκληρης της Μαύρης Θάλασσας υπό την εξουσία ενός ηγεμόνα, εξασφαλίζοντας έτσι την ισχύ του και τον μεγάλο αριθμό εφοδίων και στρατιωτών που θα χρειαζόταν για τους επερχόμενους πολέμους του.

Στην αρχή της βασιλείας του στράφηκε προς τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας ενάντια στους Σκύθες. Η επακόλουθη κατάληψη του βασιλείου του Βοσπόρου ήταν η αρχή μιας επεκτατικής πολιτικής που του εξασφάλισε ένα τεράστιο και καλά οργανωμένο δίκτυο συμμάχων, φίλων και προμηθευτών, χωρίς τους οποίους δεν θα γινόταν για τους Ρωμαίους η απειλή που αποδείχτηκε στη συνέχεια. Οι Έλληνες έμποροι του Πόντου τον υποστήριζαν για οικονομικούς αλλά και για πολιτισμικούς λόγους· αυτό πέτυχε η προπαγάνδα συσχέτισης με τον Μ. Αλέξανδρο. Μαζί με τον Νικομήδη Γ΄ της Βιθυνίας εισέβαλαν και κατέλαβαν την Παφλαγονία στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η εξασφάλιση όλων των ακτών της Μαύρης Θάλασσας δεν ήταν μακριά από αυτό.

Ακολούθησαν τολμηρές κινήσεις του Μιθριδάτη στην Καππαδοκία. Πρώτα έβγαλε από τη μέση το γαμπρό του βασιλιά Αριαράθη ΣΤ΄, ώστε η αδερφή του Λαοδίκη να κυβερνά ελεύθερα ως αντιβασιλέας του γιου τους Αριαράθη Ζ΄. Η επακόλουθη εισβολή του Νικομήδη Γ΄ στην Καππαδοκία και ο γάμος του με τη Λαοδίκη σήμανε το τέλος της συμμαχίας των δύο βασιλέων· ο Μιθριδάτης απάντησε με την εξορία του Νικομήδη και της Λαοδίκης, τη δολοφονία του Αριαράθη Ζ΄ και τον ορισμό δικού του γιου ως βασιλιά με το όνομα Αριαράθης Η΄.

Σε αυτές τις μάχες συμπεριέλαβε και τον Τιγράνη Β΄ της Αρμενίας. Αφού παντρεύτηκε την κόρη του, τον έπεισε να εισβάλλει στην Καππαδοκία. Η Ρώμη αντέδρασε με στρατό υπό τον Σύλλα, που έγινε η νέμεσις του Μιθριδάτη για τα επόμενα χρόνια, και εγκατέστησε στο θρόνο της Καππαδοκίας τον Αριοβαρζάνη Α΄ Φιλορωμαίο.

Ο Πρώτος Μιθριδατικός πόλεμος (89-85 π.Χ.) ξέσπασε με αφορμή τις διεκδικήσεις του ίδιου στη Βιθυνία και την αναμενόμενη αντίδραση των Ρωμαίων, που παρακίνησαν τον Νικομήδη της Βιθυνίας να κάνει επιδρομές στις κτήσεις του Μιθριδάτη. Προφανώς η Ρώμη φοβόταν πως ο ήδη ισχυρός βασιλιάς του Πόντου θα εδραιωνόταν οριστικά στη Μ. Ασία. Ο Μιθριδάτης αποδείχτηκε καλύτερα προετοιμασμένος και πιο αδίστακτος από τους Ρωμαίους · κατέλαβε όλες της περιοχές ρωμαϊκής επιρροής στη Μ. Ασία συναντώντας ελάχιστη αντίσταση και διέταξε να εκτελεστούν όλοι οι Ρωμαίοι κάτοικοι αυτών των περιοχών. Κάπου 80.000 άνθρωποι θανατώθηκαν σε αυτήν την επιχείρηση.

Η δύναμη του Μιθριδάτη έφτασε μέχρι και την Ελλάδα, όπου βοήθησε τους Αθηναίους να απαλλαχθούν από τους Ρωμαίους κατακτητές. Η ορμή του ανακόπηκε από τους Ρωμαίους στη Μακεδονία. Ο πόλεμος που ακολούθησε ανάμεσα στις δυνάμεις του Μιθριδάτη και της Ρώμης, πάλι υπό τον Σύλλα, ήταν ιδιαίτερα σκληρός· η λεηλασία των Δελφών από τους Ρωμαίους και της Δήλου από τις ποντικές δυνάμεις ήταν ασυνήθιστα σκληρές πράξεις για την εποχή, ειδικά δεδομένης της προπαγάνδας του Μιθριδάτη σε σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό. Η Ρώμη πήρε το πάνω χέρι στις μάχες· παραδόξως η επακόλουθη συνθήκη ήταν σχετικά ευνοϊκή για τον Μιθριδάτη, ο οποίος απλά περιορίστηκε στο δικό του βασίλειο στον Πόντο, εγκαταλείποντας τις πρόσφατες κτήσεις του στη Μ. Ασία, και αναγκάστηκε να πληρώσει μικρή αποζημίωση στη Ρώμη.

Οι αψιμαχίες των ετών 83-82 π.Χ. χαρακτηρίζονται Δεύτερος Μιθριδατικός πόλεμος, από τον οποίο κερδισμένος βγήκε ο Πόντιος βασιλιάς. Δεν ήταν μεγάλης κλίμακας μάχες, μάλλον ένας ανταρτοπόλεμος στον οποίο ο Μιθριδάτης συνέχισε να στρατολογεί άνδρες για να αναπληρώσει τις απώλειες του προηγούμενου πολέμου και να συνάπτει διάφορες συμμαχίες. Μεταξύ αυτών: με τον Τιγράνη της Αρμενίας, τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου και πειρατές από την Κιλικία.

Πάλι η Βιθυνία έγινε η αφορμή για τον Τρίτο Μιθριδατικό πόλεμο (73-63 π.Χ.). Ο βασιλιάς της Νικομήδης Δ΄ παραχώρησε το βασίλειό του στη Ρώμη μετά το θάνατό του. Ο Μιθριδάτης κήρυξε τη διαθήκη ψευδή και άρχισε εκ νέου τον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Παρόλο που η Ρώμη είχε και άλλα μέτωπα ανοιχτά, αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικίνδυνη και καλά προετοιμασμένη στρατιωτική δύναμη. Κατάφερε τελικά να φέρει τον πόλεμο στα εδάφη του βασιλιά Μιθριδάτη, να καταλάβει την πρωτεύουσα Σινώπη και ανάγκασε τον Μιθριδάτη να αναζητήσει καταφύγιο στον Τιγράνη τον Μεγάλο. Αυτό ενέπλεξε και την Αρμενία, με τη βοήθεια της οποίας ο Μιθριδάτης ξαναπήρε για μικρό διάστημα τον Πόντο. Ο πόλεμος έληξε όταν η Ρώμη αποφάσισε να στείλει στρατηγό τον Πομπήιο· αυτός με ορμή και αποφασιστικότητα τερμάτισε τον πόλεμο στα Δάστειρα, που μετά από τη μάχη ονομάστηκαν Νικόπολις. Ο Μιθριδάτης κατέφυγε βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, όπου αυτοκτόνησε, μετά την ανταρσία του ίδιου του γιου του εναντίον του. Λέγεται πως προσπάθησε να δηλητηριαστεί· με την ανοσία που είχε αναπτύξει όμως απέτυχε και έτσι πρόσταξε έναν φρουρό του να τον σκοτώσει με το σπαθί.

Ως βασιλιάς ο Μιθριδάτης είχε ήδη αρχίσει την κοπή βασιλικών τετραδράχμων το 95 π.Χ. Αυτό μπορεί να ήταν ένα δείγμα πως από νωρίς αψηφούσε τη δύναμη της Ρώμης στην περιοχή. Αν ήταν όμως ο αρχικός του σκοπός η εμπλοκή του με τέτοιας κλίμακας πολέμων με τη Ρώμη, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Σίγουρα είχε βλέψεις κυριαρχίας στη Μ. Ασία μετά την εδραίωσή του στη Μαύρη Θάλασσα.

Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ήταν ο τρίτος βασιλιάς που επιχείρησε να ενώσει πολιτικά τις ανομοιογενείς περιοχές ανατολικά της Μεσογείου –οι προηγούμενοι ήταν ήδη ο Σέλευκος Α΄ και ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας. Ήταν η τελευταία πραγματικά σθεναρή αντίσταση στη λαίλαπα της κατακτητικής Ρώμης, μετά από την οποία όλες οι περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου υποτάχθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη Δύση.

Αλέξανδρος Ιανναίος

Βασιλιάς στην μόλις πριν λίγες δεκαετίες ανεξαρτητοποιημένη Ιουδαία, ο Ιανναίος ήταν εξαρχής ταγμένος στο να κάνει τη χώρα του μεγάλη και ένδοξη, ελεύθερη από την επιρροή των ελληνιστικών βασιλέων. Αν και το κατάφερε αυτό στο πολιτικό πεδίο, στον τομέα του πολιτισμού μάλλον δεν ήταν τόσο αποτελεσματικός· και αυτός, όπως τόσοι άλλοι ηγεμόνες της εποχής του, ακολούθησε τα ίδια μακεδονικά πρότυπα που χαρακτήριζαν τα ελληνιστικά βασίλεια.

Ο Αλέξανδρος Ιανναίος ήταν γιος του Ιωάννη Υρκανού από τη δεύτερη σύζυγό του. Μετά το θάνατο του πατέρα τους βασιλιάς των Ιουδαίος έγινε ο πρώτος του γιος, Αριστόβουλος Α΄, ο οποίος αμέσως φυλάκισε τον Ιανναίο θεωρώντας τον απειλή. Μετά το θάνατό του η χήρα του, Σαλώμη Αλεξάνδρα, απελευθέρωσε τον Αλέξανδρο Ιανναίο. Έτσι εκείνος ανέλαβε το αρχιερατικό αξίωμα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ιουδαίων το 103 π.Χ. και παντρεύτηκε τη χήρα του αδερφού του. Η βασιλεία του ήταν μακρά και με συνεχείς πολέμους, είτε με εξωτερικούς εχθρούς, είτε με εσωτερικούς αντιπάλους.

Στο εξωτερικό χρησιμοποίησε επιθετική επεκτατική πολιτική και ‘βρόμικη’ διπλωματία. Τον ευνόησαν πολύ οι συνθήκες της εποχής· οι Σελευκίδες ήταν υπό διάλυση λόγω των διενέξεων για το θρόνο ανάμεσα στον Αντίοχο Η΄ Γρυπό και τον Αντίοχο Θ΄ Κυζικηνό. Σε αυτόν τον εμφύλιο συμμετείχαν και οι Πτολεμαίοι, επίσης διχασμένοι ανάμεσα στον Πτολεμαίο Λάθυρο και τη μητέρα του Κλεοπάτρα Γ΄.

Η πρώτη επιθετική πράξη να καταλάβει την Πτολεμαΐδα-Άκρα στο βόρειο Ισραήλ. Οι Σελευκίδες διεκδικητές ήταν πολύ απασχολημένοι με τον μεταξύ τους πόλεμο· η μόνη βοήθεια που μπορούσε να φτάσει στην πόλη ήταν από τον Πτολεμαίο Λάθυρο, από το μικρό του βασίλειο στην Κύπρο. Στις επακόλουθες μάχες ο Ιανναίος αρχικά συνήψε συμμαχία με τον Πτολεμαίο, κρυφά όμως υποστήριζε τη μητέρα του Κλεοπάτρα Γ΄. Οι συγκρούσεις προκάλεσαν στον Αλέξανδρο πολλές απώλειες, που θα ήταν χειρότερες αν δεν είχε την υποστήριξη της Αιγύπτου. Ακόμα και με τη σύμμαχο Κλεοπάτρα Γ΄ οι ισορροπίες ήταν λεπτές· εκείνη φυσικά ήθελε να προσαρτήσει την Ιουδαία στο Πτολεμαϊκό βασίλειο, παραμέρισε όμως αυτές τις τάσεις για χάρη του εβραϊκού πληθυσμού στην Αίγυπτο, που ήταν και η βάση υποστήριξής της.

Οι επεκτατικές μάχες του Αλέξανδρου Ιανναίου τον άφησαν ιδιαίτερα αδύναμο σε άντρες και σε εφόδια· ωστόσο του εξασφάλισαν τα Γάδαρα, τη Ραφία, την Ανθηδόνα και τη Γάζα. Όμως μέχρι το 98 π.Χ. οι συνεχείς μάχες είχαν εξαντλήσει και δυσαρεστήσει τον Ιουδαϊκό λαό.

Η δυσαρέσκεια από τις πολυδάπανες και όχι ιδιαίτερα επιτυχείς επεκτατικές εκστρατείες αναζωπύρωσαν την αντιπαράθεση ανάμεσα στους Φαρισαίους, που έστρεφαν το ενδιαφέρουν τους κυρίως σε θρησκευτικά και ηθικά εσωτερικά ζητήματα, και τους Σαδδουκαίους και τη βασιλική οικογένεια των Ασμοναίων, που ασχολούταν κυρίως με την πολιτική και τα επίγεια, δηλαδή την εδαφική επέκταση του κράτους. Ο Ιανναίος προκαλούσε και με τον ‘ελληνισμό’ του, προφανής στη νομισματοκοπία του. Χρησιμοποιούσε ελληνικές μαζί με εβραϊκές επιγραφές: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Σε συνδυασμό με το αστέρι που πολύ μοιάζει με το σύμβολο που κατέχει ιδιαίτερη θέση στη δυναστεία των Αργεαδών συνδέθηκε με το Μακεδονικό βασιλικό οίκο, που από τους συντηρητικούς θεωρούνταν σφετεριστές. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή κατά της δυναστείας του Δαυίδ, της μόνης νόμιμης για τους Φαρισαίους.

Έτσι ξέσπασε ένας εξαετής εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στο βασιλιά και τους Φαρισαίους· αφορμή ήταν ο χλευασμός εκ μέρους του Αλέξανδρου Ιανναίου μιας καθαρά φαρισαϊκής τελετής. Η οργή του πλήθους, που τασσόταν κυρίως με αυτούς, κατά του βασιλιά έδωσε λαβή για την επιτόπου σφαγή 6.000 Φαρισαίων.

Οι επαναστάτες Φαρισαίοι ζήτησαν τη βοήθεια του τότε Σελευκίδη βασιλιά Δημητρίου Γ΄ -το 88 π.Χ. και αφού συνέχιζαν οι εμφύλιες διαμάχες και η διάλυση στο Σελευκιδικό βασίλειο. Αυτός νίκησε τον Ιανναίο σε σφοδρή μάχη στη Σαμάρεια και γρήγορα έκανε προφανείς τους λόγους για τους οποίους προσέφερε βοήθεια: την αύξηση της δικής του επιρροής στην Ιουδαία. Οι Φαρισαίοι το κατάλαβαν αυτό μάλλον αργά για να εξευμενίσουν την οργή του Αλέξανδρου Ιανναίου. Παρόλο που συμμάχησαν μαζί του, γέρνοντας έτσι την έκβαση του πολέμου υπέρ τους και διώχνοντας τον Δημήτριο Γ΄ από τα εδάφη τους, ο αρχιερέας των Ιουδαίων τιμώρησε ιδιαίτερα σκληρά τους Φαρισαίους για την προδοσία τους. Σύμφωνα με τις πηγές σταύρωσε 800 Φαρισαίους και εκτέλεσε μπροστά στα μάτια τους τις οικογένειές τους.

Ο αντίκτυπος αυτής της πράξης φάνηκε κατά τα επόμενα έτη, που ο βασιλιάς των Ιουδαίων θέλησε να συνεχίσει την επεκτατική του πολιτική. Είχε χάσει πλέον την υποστήριξη του λαού του και αναγκάστηκε να επανδρώσει το στρατό του με μισθοφόρους. Ο κύριος αντίπαλός του την εποχή, ο βασιλιάς των Ναβαταίων Αρέτας, ήταν κατά πολύ ανώτερός του στρατιωτικά. Έτσι ο Ιανναίος αρκέστηκε σε μικρότερη λεία στα έτη 85-82 π.Χ.: στα ανατολικά του Ιορδάνη κατέλαβε την Πέλλα, το Δίον, τα Γέρασα, τη Σελεύκεια. Λίγα χρόνια μετά, το 76 π.Χ., υπέκυψε σε έναν επίμονο πυρετό στη πολιορκία του φρουρίου Ράγαβα, πέρα από τον Ιορδάνη. Η σύζυγός του Αλεξάνδρα ανέλαβε την εξουσία μετά από αυτόν.

Γενικά η βασιλεία του ήταν μια αιματοβαμμένη περίοδος για την Ιουδαία. Οι επιτυχίες τους στην εξωτερική πολιτική είχαν μεγάλο κόστος για τον ίδιο στα εσωτερικά θέματα, και για το λαό βέβαια που έπρεπε να υποστεί τους πολέμους και τις κακουχίες. Η αδυναμία του να ενοποιήσει τους Ιουδαίους σήμαινε πως οι επιτυχίες του ήταν πρόσκαιρες· σύντομα διαλύθηκε πάλι το ιουδαϊκό κράτος.

ΑΡΧΗ