Η αγωνία των ελληνιστικών ηγεμόνων να βρίσκονται συνεχώς σε ετοιμότητα γίνεται κατανοητή αν υπολογίσουμε πως ο πόλεμος έχτιζε και γκρέμιζε βασίλεια. Η επιτυχία σε αυτόν ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό σε έναν βασιλιά μιας και εξασφάλιζε την εξουσία του και ενίσχυε τους δεσμούς του με τους φίλους και τους στρατηγούς του. Άλλος βασικός λόγος για διεξαγωγή πολέμου ήταν ο πλούτος, που τον είχαν μεγάλη ανάγκη οι βασιλείς. Αυτός προερχόταν είτε από τα λάφυρα του πολέμου, είτε από τους φόρους υποτέλειας που αναγκάζονταν να πληρώνουν οι ηττημένοι. Τέτοιες πηγές χρημάτων μπορεί να ήταν πιο προσοδοφόρες από το εμπόριο σε καιρό ειρήνης.
Μέσα σε όλα αυτά οι πόλεις εξακολουθούσαν να μάχονται για την αυτονομία τους και για να εξασφαλίσουν δύναμη σε τοπικό επίπεδο, ενάντια σε άλλες πόλεις. Οι συμμαχίες άλλαζαν συχνά, πρώην εχθροί γίνονταν φίλοι και το αντίστροφο, και όπου δεν περνούσε η διπλωματία, οι ισορροπίες κρίνονταν στο πεδίο της μάχης. Πότε συμμαχούσαν με τον έναν βασιλιά εναντίον του άλλου, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις ελληνικών πόλεων που τάχθηκαν με το μέρος της νέας αντίπαλης δύναμης από τη Δύση κατά το 2ο αι. π.Χ., τη Ρώμη.
Γενικά στο πεδίο της οργάνωσης του στρατού, της πολεμικής τακτικής και της πολεμικής τεχνολογίας η ελληνιστική εποχή δεν ήταν παρά η συνέχεια των μεγάλων καινοτομιών του 4ου αιώνα που εισήχθηκαν από τον Φίλιππο Β΄ και τον Μ. Αλέξανδρο. Όπως σε πολλούς άλλους τομείς της ελληνιστικής ζωής, χαρακτηριστικό της εποχής ήταν και εδώ η τάση για μεγαλοπρέπεια και εντυπωσιασμό, καθώς και η αρχή της εξειδίκευσης. Οι στρατοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι σε πλήθος, συχνά διπλάσιοι σε σχέση με του Μ. Αλεξάνδρου, τα πολεμικά πλοία ήταν πελώρια πλωτά φρούρια, ενώ υπήρχαν πολλά μικρότερα εξειδικευμένα τάγματα με συγκεκριμένο εξοπλισμό ανάλογα με τις τακτικές (π.χ. οι θυρεοφόροι) ή για αποστολές πέρα από τις μάχες (όπως ήταν οι πρόδρομοι).
Μια πρώτη διαφορά σε σχέση με προηγούμενες εποχές είναι η ευρεία χρήση μισθοφορικών ταγμάτων· αυτά επανδρώνονταν κατά προτίμηση με Έλληνες τόσο από τη Μακεδονία όσο και από τη Νότια Ελλάδα, αν και γρήγορα άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των ξένων στρατιωτών. Αν πιστέψουμε τους Αθηναίους ρήτορες και τους κωμικούς ποιητές, τότε με την εισαγωγή των μισθοφορικών στρατών σε τόσο μεγάλο βαθμό στην ελληνιστική εποχή άρχισε να φθίνει ο θεσμός του στρατού της πόλης με αποτέλεσμα την παρακμή της ανεξάρτητης πόλης-κράτους. Ωστόσο όλοι θεωρούσαν πως ήταν αναγκαίος ο επαγγελματικός στρατός. Η προσοχή επικεντρωνόταν στο να μην είναι περισσότεροι οι μισθοφόροι από τους πολίτες, για λόγους ασφαλείας.
Ίσως η μόνη πραγματική ελληνιστική καινοτομία στις πολεμικές τακτικές των Ελλήνων ήταν η χρήση πολεμικών ελεφάντων στο στρατό. Τους είχε αντιμετωπίσει πολύ πρόσφατα ο Μ. Αλέξανδρος πολεμώντας τον Πώρο. Αργότερα οι Διάδοχοι, ιδιαίτερα οι Σελευκίδες, θα τους ενσωμάτωναν στα δικά τους στρατεύματα. Ένα τέτοιο σώμα ελεφάντων μπορούσε να κρίνει μια μάχη, όπως έγινε με τη νίκη του Αντιόχου Α΄ ενάντια στους Γαλάτες που δεν είχαν δει ποτέ ξανά τέτοιο θαυμαστό ζώο· τι τρόμο να ένιωσαν καθώς παρακολουθούσαν τα κτήνη να εφορμούν καταπάνω τους; Σε άλλες μάχες δεν έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στην έκβαση, αν οι στρατοί ήταν καλά προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι γι’ αυτό. Η τελευταία μάχη με χρήση ελεφάντων στην ελληνιστική εποχή έγινε στη Μαγνησία του Σίπυλου το 190/89 π.Χ. όπου τα στρατεύματα του Αντιόχου Γ΄ αντιμετώπισαν ανεπιτυχώς τους Ρωμαίους με τους Περγαμηνούς συμμάχους τους. Εκεί αποδείχτηκε ο κίνδυνος που έκρυβε η χρήση των ελεφάντων: ένας σωστά προετοιμασμένος αντίπαλος, όπως ήταν οι Ρωμαίοι, μπορούσε να πανικοβάλλει τα ζώα και να τα στρέψει ενάντια στις σειρές του ίδιου τους του στρατού.
Το ίδιο πρόβλημα υπήρχε και με τη χρήση δρεπανηφόρων αρμάτων που μιμούνταν αντίστοιχα περσικά. Η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφισβητήσιμη, όπως και των ελεφάντων, για τον ίδιο λόγο: εύκολα γινόταν ένα όπλο που μπορούσε να στραφεί εναντίον αυτού που το χρησιμοποιούσε.
Η τεχνολογία είχε να επιδείξει θαύματα αυτήν την εποχή. Τα σχέδια παλαιότερων πολιορκητικών μηχανών εξελίχθηκαν και μεγεθυνθήκαν ώστε να προκαλούν δέος με την ύπαρξή τους και μόνο, χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν. Πύργοι ψηλοί όσο τα τείχη της αμυνόμενης πόλης, καταπέλτες που έριχναν βράχους ολόκληρους, γερανοί που σήκωναν πλοία, κινητές γέφυρες πάνω σε πλοία, όλα αυτά ήταν μέσα στο πνεύμα της ελληνιστικής εποχής για εντυπωσιασμό, πάντα όμως με απώτερο στόχο να είναι αποτελεσματικά· πράγμα που δεν πετύχαιναν πάντα βέβαια.
Κατά τα άλλα τα τάγματα και η διάταξη παρέμεναν ίδια με την αμέσως προηγούμενη εποχή: το βάρος του στρατού έπεφτε στη μακεδονική φάλαγγα, όπως διαμορφώθηκε από τον Φίλιππο Β΄, στο κέντρο του στρατεύματος. Το ιππικό και οι ελέφαντες ενίσχυαν τα πλευρά του στρατού με σκοπό να εξασθενήσουν τα αντίστοιχα του αντιπάλου. Βοηθητικά ήταν τα τάγματα εξειδίκευσης, όπως οι σφενδονίτες και οι τοξότες. Μια άλλη ελληνιστική διαφοροποίηση ήταν η μεγαλύτερη χρήση εφεδρικών ταγμάτων· για τον καλύτερο συντονισμό αυτών σε σχέση με το στρατό, ο στρατηγός (συνήθως ο ίδιος ο βασιλιάς) κατείχε θέση στα πλαϊνά.
Ο πόλεμος ήταν μια απτή πραγματικότητα στην ελληνιστική εποχή, με ελάχιστα και πολύ σύντομα διαλείμματα ειρήνης. Άλλωστε οι βασιλείς συνήθως χρησιμοποιούσαν τα διαστήματα της ασταθούς ειρήνης για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και όχι σπάνια για να οργανώσουν τον επόμενο πόλεμο. Προφανώς δεν μετατρέπονταν ταυτόχρονα όλες οι πόλεις και τα βασίλεια σε εμπόλεμες ζώνες· ανά πάσα στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνιστικού κόσμου θα βρισκόταν μακριά από μάχες. Έστω κι έτσι όμως τα κράτη και οι πόλεις όφειλαν να είναι σε ετοιμότητα και με τον κατάλληλο εξοπλισμό ανά πάσα στιγμή, μια νοοτροπία που άφησαν ως πικρή κληρονομιά οι δεκαετίες των πολέμων των Διαδόχων. Η οριστική παύση των εκτεταμένων μαχών επήλθε με την παρουσία των Ρωμαίων και την επιβολή της λεγόμενης Pax Romana στην αυτοκρατορική εποχή.
Επιθετική τεχνολογία και άμυνα, δύο όψεις τους πολέμου στην ελληνιστική εποχή που αξίζει να μας απασχολήσουν για την ευρηματικότητα ή και την υπερβολή που έχουν να επιδείξουν.
Στην εξέλιξη της τεχνολογίας μπορούν να εξεταστούν και τα όπλα των στρατιωτών. Αυτά μπορεί να χαρακτηρίζονταν συχνά από πολυτέλεια, πάντα όμως είχαν πρωταρχικό στόχο την αποτελεσματικότητα· όλα κατασκευάζονταν έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μάχη –ακόμα και η καταστόλιστη χρυσοποίκιλτη πανοπλία και ο οπλισμός του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄ που βρέθηκε στον τάφο του. Από εκεί ξεκινάει άλλωστε η βασική μορφή του οπλισμού, αμυντικού και επιθετικού, από εκεί και η εκπαίδευση για τη χρήση του.
Ο εξοπλισμός των φαλαγγιτών άλλαξε λίγο: τον κορμό τους προστάτευε θώρακας που μπορεί να ήταν φολιδωτός για μεγαλύτερη άνεση στις κινήσεις, το κεφάλι τους κράνος, κρατούσαν ασπίδα και ξίφος. Η σάρισα αντικατέστησε το μικρότερο δόρυ και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από την εποχή του Φιλίππου Β΄, ως και 7 μέτρα. Στη μακεδονική φάλαγγα χρησιμοποιούσαν μικρότερες από παλαιότερα ασπίδες μαζί με τη σάρισα· οι πιο μεγάλες μπορεί να προορίζονταν για άλλα τάγματα, όπως οι θυρεοί, μακρόστενες μεγάλες ασπίδες που χαρακτήριζαν το νέο τάγμα των θυρεοφόρων.
Πανοπλίες προβλέπονταν και για τα άλογα για κάποιες περιπτώσει, όπως το τάγμα των κατάφρακτων, έφιπποι πολεμιστές προστατευμένοι από την κορυφή ως τα νύχια, οι ίδιοι και τα άλογά τους, με φολιδωτές πανοπλίες. Το ιππικό είχε αυξηθεί πολύ χάρη στον Φίλιππο Β΄ και τον Μ. Αλέξανδρο, σε αριθμό και σε σημασία. Έφεραν συνήθως ακόντια και ενδεχομένως ξίφος, ενώ το επίλεκτο σώμα των σαρισοφόρων ιππέων εξοπλιζόταν με τα τεράστια αυτά δόρατα· κάποιοι ήταν τοξότες, λίγοι κρατούσαν ασπίδες. Πρέπει να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σέλες και αναβολείς, μόνη προστασία των αναβατών από τα κόκκαλα του ζώου θα ήταν μερικές κουβέρτες ή δέρματα ριγμένες στη ράχη του αλόγου.
Μαζί με το ιππικό υπήρχαν και τα πολεμικά άρματα, κατάλληλα μόνο για τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου. Οι Σελευκίδες τα υιοθέτησαν από τους Πέρσες στις μάχες: εξοπλισμένα με δρεπάνια στους τροχούς, μπορούσαν να σκορπίσουν τον τρόμο στους αντιπάλους ή και στις δικές τους γραμμές, αν ο εχθρός ήταν αρκετά έξυπνος και ικανός να στρέψει τα άλογα προς τις δικές τους σειρές.
Η χρήση ελεφάντων ήταν μια ελληνιστική καινοτομία στις ελληνικές πολεμικές τακτικές. Πάλι οι Σελευκίδες χρησιμοποιούσαν ελέφαντες στο στρατό τους περισσότερο από τους άλλους, λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι κατείχαν τα εδάφη της παλιάς περσικής αυτοκρατορίας και συνόρευαν με την Ινδία που τους παρείχε μεγάλο αριθμό πολεμικών ελεφάντων. Όχι τυχαία, αυτά τα εντυπωσιακά ζώα εικονίζονται στα νομίσματα των Σελευκιδών. Οι ελέφαντες εξοπλίζονταν με προστατευτικό για το κεφάλι και πύργους στη ράχη τους, από όπου τους οδηγούσε κάποιος στρατιώτης ενώ άλλοι έβαλλαν με τόξα κατά των αντιπάλων.
Η ναυπηγική σε συνδυασμό με την πολεμική τεχνολογία είχαν να επιδείξουν θαύματα. Από 4ο αι. και περισσότερο κατά την ελληνιστική εποχή οι Έλληνες πειραματίζονταν με μεγαλύτερα και βαρύτερα πλοία –από τις τριήρεις της κλασικής εποχής, συχνές ήταν οι πεντήρεις και επτήρεις ενώ έφτασαν στις τεσσαρακοντήρεις στην ελληνιστική. Η εποχή έχει να επιδείξει μεγάλη ποικιλία σε πολεμικά πλοία, ενισχυμένα για να αντιμετωπίζουν χτυπήματα από τα έμβολα των εχθρικών πλοίων και για να προστατεύουν το πλήρωμα –κατάφρακτα και αυτά. Το μέγεθος επέτρεπε περισσότερους μαχόμενους στο κατάστρωμα και βαρύτερο οπλισμό όπως καταπέλτες και λιθοβόλους. Δείγμα υπέρμετρης ίσως φιλοδοξίας ήταν ο εξοπλισμός πλοίων και με πολιορκητικές μηχανές, όπως ήταν η σαμβύκη, μια κινητή γέφυρα κατασκευασμένη για να επιτρέπει την άνοδο στρατιωτών στα τείχη παραλιακών πόλεμων. Οι Ρωμαίοι τη χρησιμοποίησαν (χωρίς επιτυχία) στην πολιορκία των Συρακουσών το 213-211 π.Χ., όταν είχαν να αντιμετωπίσουν την εφευρετικότητα του Αρχιμήδη. Βέβαια τα μεγάλα πλοία είχαν και μειονεκτήματα, γνωστά στους ελληνιστικούς μηχανικούς που θυσίαζαν ταχύτητα και κινητικότητα για χάρη της μαχητικότητας και ορμής.
Από τα μεγαλύτερα ήταν σίγουρα του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτωρα, μια τεσσαρακοντήρης μήκους 130 μέτρων και ικανή να χωρέσει 7000 πλήρωμα. Μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πόλεμο αλλά ήταν ένα ‘ακριβό παιχνίδι για επίδειξη δύναμης’ όπως γλαφυρά αναφέρει ο Πλούταρχος. Άλλο ακραίο παράδειγμα ήταν η Συρακουσία, παραγγελία του Ιέρωνα Β΄ των Συρακουσών και σχεδιασμένο και εξοπλισμένο από τον Αρχιμήδη. Ένα υπερπολυτελές και άνετο πολεμικό, επιβατικό και ταυτόχρονα εμπορικό πλοίο, με γυμνάσιο, βιβλιοθήκη και χώρους περιπάτου. Από τους οχτώ πύργους του έβαλλαν οι στρατιώτες με κοινούς καταπέλτες, υπήρχε όμως και ένας μεγάλος, ο λιθοβόλος, ένα δημιούργημα του μεγάλου εφευρέτη ικανό να εκτοξεύσει βλήματα μήκους 6 μέτρων ή λίθους βάρους 90 κιλών! Το μοναδικό ταξίδι αυτού του πλωτού φρουρίου ήταν από τις Συρακούσες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου προσφέρθηκε ως δώρο στον Πτολεμαίο Γ΄, μετονομάστηκε σε Αλεξανδρία και αφέθηκε τελικά σε αχρησία· το γιγάντιο μέγεθός του ήταν περισσότερο πρόβλημα παρά πλεονέκτημα για την ασφαλή του φύλαξη και τη σωστή συντήρηση.
Στην ξηρά δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακά τα επιτεύγματα της πολεμικής τεχνολογίας. Είναι η εποχή που οι εφευρέτες είναι ανεκτίμητοι για όποιον εμπλέκεται σε πόλεμο και που οι συγγραφείς δεν παραλείπουν να καταγράψουν τις διάφορες εφευρέσεις: ο Κτησίβιος από την Αλεξάνδρεια (μέσα 3ου αι.), ο Βότων (3ος αι.), ο Φίλων του Βυζάντιου (περ. 200 π.Χ.), ο Βιτρούβιος (τέλη 1ου αι. π.Χ.) και Ήρων Αλεξανδρεύς (περ. 62 μ.Χ.). Το σύγγραμμα του Φίλωνα Πολιορκητικά, οδηγίες για την άμυνα και την επίθεση παράκτιων και χερσαίων πόλεων, έχει πολύ μεγάλη αξία για την ανασύσταση μιας πολιορκίας της εποχής.
Ο 4ος αι. ειδικά ήταν η εποχή των μεγάλων καινοτομιών και εξελίξεων στην πολιορκητική τέχνη. Ο Διονύσιος, ο τύραννος των Συρακουσών, είχε ήδη εισαγάγει τη χρήση καταπελτών και πολιορκητικών μηχανών σε μεγάλη κλίμακα από την αρχή του αιώνα. Και ο Φίλιππος Β΄ χρησιμοποίησε νέες καινοτόμες μηχανές, τις οποίες εξέλιξε ο Μ. Αλέξανδρος. Αλλά και πάλι η ελληνιστική εποχή προχώρησε από τα επιτεύγματα των προγενέστερων στο απόγειο της μηχανικής: καταπέλτες για βέλη ή ακόντια και για λίθους (βαλλίστρες και λιθοβόλοι), πολιορκητικοί πύργοι που τους έκρυβαν και πλησίαζαν τα τείχη, προστατευτικές χελώνες για να καλύπτουν στρατιώτες με κριούς. Ο Φίλων ο Βυζάντιος περιγράφει μέχρι και καταπέλτη που όπλιζε αυτόματα με αλυσίδα και εκτόξευε απανωτά βέλη, τον πολυβόλο καταπέλτη. Ο καλός οπλισμός των στρατιωτών απλά δεν αρκούσε για να εξασφαλίσει τη νίκη σε έναν πόλεμο.
Ο Δημήτριος Πολιορκητής αγαπούσε ιδιαίτερα να χρησιμοποιεί νέα και εντυπωσιακά μηχανήματα, ώστε στην εποχή του τελειοποιήθηκαν τα όπλα και οι μηχανές για τις πολιορκίες που του έδωσαν το προσωνύμιο. Είδαμε ήδη τη χρήση καταπελτών πάνω σε πλοία. Το πιο εντυπωσιακό του μηχάνημα ήταν η ελέπολις, ένας θωρακισμένος πολιορκητικός πύργος ύψους σχεδόν 40 μέτρων· σε καθέναν από τους εννέα ορόφους του ήταν τοποθετημένοι καταπέλτες και βαλλίστρες, οι ισχυρότεροι και βαρύτεροι χαμηλότερα, ενώ η μετακίνηση και η λειτουργία του απαιτούσε εκατοντάδες άτομα. Χρησιμοποιήθηκε ένα στην πολιορκία της Σαλαμίνας της Κύπρου και ένα στη Ρόδο.
Περίφημος εφευρέτης ο Αρχιμήδης, στην υπηρεσία του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα Β΄. Βρήκε τρόπους να απαντήσει στη ραγδαία ανάπτυξη των επιθετικών πολιορκητικών μηχανών. Μετά την πολιορκία της Ρόδου, η διασημότερη ήταν των Συρακουσών (213-211 π.Χ.) από το Ρωμαίο στρατηγό Μαρκέλλο, όπου και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν καινοτόμες μεθόδους και εφευρέσεις. Ο Αρχιμήδης σχεδίασε καταπέλτες διαφόρων τύπων, έκρυψε σκορπίδια (μικρούς καταπέλτες σαν βαλλίστρες) πίσω από τα τείχη και κατέστρεψε τα πλοία των Ρωμαίων με γερανούς που σήκωναν την πλώρη τους και στη συνέχεια τα άφηναν να πέσουν και να τσακιστούν πάνω στα βράχια.
Μια απάντηση στην επιθετική πολεμική τεχνολογία ήταν μια πόλη να προσπαθεί να εμποδίζει την προέλαση εχθρικών στρατών πριν φτάσουν στα τείχη της. Η άμυνα της χώρας, δηλαδή της αγροτικής έκτασης που τροφοδοτούσε και στήριζε οικονομικά μια πόλη, ήταν απαραίτητο στοιχείο. Πύργοι, φρούρια και οχυρά χτίζονταν για την προστασία της. Από εκεί μπορούσαν οι στρατιώτες να ελέγχουν δρόμους, περάσματα, λιμάνια και ποτάμια. Από τη κλασική εποχή ήδη χτίζονταν φρούρια και πύργοι στην ακτογραμμή σε εχθρικά εδάφη και αποτελούσαν τη βάση εξόρμησης για επιδρομές. Αυτά επανδρώνονταν με στρατιώτες πολίτες που δεν θα δίσταζαν να προστατέψουν το βιος τους από ενδεχόμενη απειλή. Οι αξιωματικοί συχνά εκλέγονταν μεταξύ των εκπαιδευμένων πολιτών. Τα καταλύματα και άλλοι αποθηκευτικοί και χρηστικοί χώροι ήταν απλά κτίσματα μέσα στον περιφραγμένο χώρο.
Στα οχυρά έβρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της υπαίθρου σε περίπτωση ανάγκης. Τέτοια χρησιμοποιούνταν στη Μακεδονία από παλαιότερα, αλλά και στην ελληνιστική εποχή για προστασία από τους Ιλλυριούς. Μεμονωμένοι πύργοι χτίζονταν συνήθως στα σύνορα των περιοχών που ήλεγχαν οι πόλεις ή τα Κοινά, σε περιοχές όπου συχνά γειτονικές πόλεις εμπλέκονταν σε μάχη ή παράκτια, για προστασία από πειρατές. Όπως και με τους άλλους τρόπους άμυνας της χώρας, προτιμούνταν κορυφές λόφων ή άλλα ψηλά σημεία στο έδαφος. Τέτοιοι πύργοι μπορεί να είχαν πολλούς ορόφους για να στεγάζουν φρουρούς, ενδεχομένως και επιθετικές μηχανές, και για να παρέχουν καλή εποπτεία της περιοχής. Είχαν ισχυρούς τοίχους και μικρά ανοίγματα σε όλες τις πλευρές για λόγους ασφαλείας.
Πρόσκαιρη προστασία για στρατόπεδα ή πρόχειρα φρούρια παρείχαν τοίχοι κατασκευασμένοι από ακανόνιστες πέτρες και πασσάλους ή απλά σωροί χώματος με μπηγμένους πασσάλους. Τα πιο σταθερά και μόνιμα φρούρια χτίζονταν και με περισσότερη φροντίδα. Τα τείχη τους μπορεί να είχαν πάνω από ένα μέτρο πάχος, με ορθογώνιες ή ακανόνιστες μεγάλες πέτρες επιμελώς χτισμένες στις εξωτερικές πλευρές και γέμισμα με λάσπη και μικρότερες πέτρες στο εσωτερικό. Ένας ή περισσότεροι πύργοι ενίσχυαν την άμυνα του φρουρίου, ανάλογα με το μέγεθός του. Το σχήμα του ήταν συχνά παραλληλόγραμμο ή τραπεζίου, εκτός αν το έδαφος επέβαλλε εντελώς ακανόνιστη μορφή. Οι μόνιμες στρατιωτικές βάσεις σε φιλικό ή υπό κατάληψη έδαφος ήταν περισσότερο ενισχυμένες αμυντικά από τις τειχισμένες πόλεις και τα οχυρά.
Τα διάσπαρτα αμυντικά έργα και οι πολλές πληροφορίες που μας έχουν παραδοθεί για τα επιθετικά μηχανήματα της εποχής, δείχνουν περίτρανα πως η ελληνιστικοί χρόνοι ήταν γεμάτοι αναταραχές, πολέμους, έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ γειτόνων και όλων των άλλων. Τέτοιες δύσκολες καταστάσεις έδιναν και δίνουν ακόμα έναυσμα για να αναπτύσσει ο άνθρωπος της εφευρετικότητά του και να ωθεί τη μηχανική στην πρόοδο –πολύ περισσότερο από καιρό ειρήνης και ασφάλειας.
Η εκπαίδευση και η ετοιμότητα των ελληνιστικών στρατών ήταν ευθύνη πρωτίστως των ηγεμόνων, που όριζαν τους στρατηγούς και παρείχαν πολλά από τα μέσα για να ασκούνται και να πολεμούν οι στρατιώτες. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τη ζωή των στρατιωτών στην αρχαιότητα. Για την ελληνιστική εποχή όμως είναι ίσως ασφαλές να πούμε πως η στρατιωτική εκπαίδευση έπρεπε να είναι διαρκής, μιας και κάθε γενιά στρατιωτών ήταν πολύ πιθανό να έπρεπε να πολεμήσει σε μια από τις άπειρες μικρές ή μεγαλύτερες μάχες που έκριναν τα σύνορα και το στάτους των βασιλείων.
Η εκπαίδευση αυτών των στρατιωτών δεν πρέπει να διέφερε ιδιαίτερα σε σύγκριση με τον ελληνικό στρατό κατά τους προηγούμενους αιώνες. Ο στρατός της κλασικής Ελλάδας χαρακτηριζόταν από τους οπλίτες, που ήταν οι ικανοί να κρατήσουν όπλο άντρες πολίτες. Εξοπλίζονταν με το κατεξοχήν όπλο, δηλαδή την κυκλική ασπίδα, θώρακα, κράνος, δόρυ και ίσως ξίφος. Αυτό συνεχίστηκε και στην ελληνιστική εποχή αλλά μαζί με τις καινοτομίες του Φιλίππου Β΄ που εισήγαγε τη μακεδονική φάλαγγα, με μικρότερη ασπίδα και μακρύτερο και βαρύτερο δόρυ, τη σάρισα, και προσαρμογές στο τάγμα των πελταστών. Ο βασικός σχηματισμός και οι τακτικές παρέμεναν ίδια: η έκβαση της μάχης εξαρτιόταν από τα μεγάλα τάγματα βαριά οπλισμένου πεζικού (οπλίτες) που χρησιμοποιούσαν κυρίως το δόρυ. Υπήρχαν και ελαφριά οπλισμένοι πεζικάριοι (ψιλοί) και το ιππικό, καθώς και άλλα εξειδικευμένα τάγματα (σφενδονιστές από τη Ρόδο και τοξότες από την Κρήτη) αλλά όλα ήταν υποδεέστερα αυτού των οπλιτών. Μεταξύ των ελληνιστικών στρατών οι σχηματισμοί ήταν ίδιοι, επομένως κάθε στρατός περίμενε παρόμοια παράταξη και από τον αντίπαλο.
Από 4ο αι. αυξήθηξε η εξειδίκευση και ο επαγγελματισμός στα τάγματα των πεζικών. Ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο το πεζικό σε σχέση με το ιππικό, λόγω του μεγάλου κόστους συντήρησης των αλόγων. Καθαρά ελληνιστική καινοτομία στην εκπαίδευση αποτελούσαν οι θυρεοφόροι. Ο θυρεός ήταν μια μακριά ελλειψοειδής ασπίδα την οποία χρησιμοποιούσε ελαφριά οπλισμένο τάγμα πεζικού, εκπαιδευμένο σε μάχη εκ του μακρόθεν με ακόντια και εκ του σύνεγγυς με κοντό σπαθί, τη μάχαιρα.
Επίσης σε επιγραφές της ελληνιστικής εποχής αναφέρεται και ένα ειδικό ελίτ τάγμα πεζικών, οι επίλεκτοι. Η χρήση του είναι γνωστή από την Αθήνα, την Αχαΐα και τη Βοιωτία. Αυτή ήταν η αφρόκρεμα των οπλιτών μιας πόλης, συνδέονταν με κάποια από τις φυλές της πόλης και άγονταν από έναν ταξίαρχο της φυλής τους. Ήταν καλύτερα εκπαιδευμένοι και υπηρετούσαν ως μόνιμο τμήμα φρουράς.
Στην ελληνιστική εποχή έχουμε ακόμη παραλλαγές ιππικού. Τμήμα από το βαρύ ήταν οι κατάφρακτοι, οι πάνοπλοι καβαλάρηδες και τα άλογά τους. Πιθανότατα αυτός ο τύπος προέρχεται από το περσικό ιππικό, όπως υποδεικνύει το γεγονός ότι εμφανίζονται μόνο στα ελληνιστικά βασίλεια που συνόρευαν άμεσα με την κυρίως περσική αυτοκρατορία, το σημερινό Ιράν. Δεν είναι πολύ τραβηγμένο να πούμε πως με τις φολιδωτές πανοπλίες τους για άλογο και αναβάτη θυμίζουν λίγο τους ιππότες του Μεσαίωνα [πρώτος ελληνιστικός βασιλιάς ο Αντίοχος Γ΄, τους χρησιμοποίησε και ο Μιθριδάτης στους πολέμους του κατά της Ρώμης].
Στο ελαφρύ ιππικό ανήκαν οι πρόδρομοι και οι Ταραντίνοι. Οι πρόδρομοι, όπως δηλώνει και το όνομά τους, προηγούνταν του κυρίως σώματος του στρατού, ήταν εμπροσθοφυλακή, ιχνηλάτες, επιδρομείς, αγγελιοφόροι, ό,τι μπορεί να χρειαζόταν ένας στρατός ανά πάσα στιγμή. Αυτοί ανήκαν σαφέστατα στην πόλη που συγκροτούσε το στρατό, όπως δείχνουν οι πηγές. Οι Ταραντίνοι, που αρχικά ίσως προέρχονταν από τον Τάραντα, αργότερα όμως σήμαινε τη συγκεκριμένη τακτική ιππικού ανεξάρτητα από την εθνικότητα των στρατιωτών, χρησιμοποιούσαν ακόντια για ρίψη από μακριά. Συνήθως είχαν και σπαθί ή και ασπίδα. Μπορεί να ήταν μισθοφόροι ή και πολίτες της πόλης που τους στρατολογούσε.
Φυσικά στην ελληνιστική εποχή δεν μπορούσε να λείπει η εκπαίδευση στη χρήση των περίτεχνων και θαυμαστών πολιορκητικών μηχανών. Οι έφηβοι στην Αθήνα του Λυκούργου γνώριζαν καλά τις ασκήσεις σε μάχες οπλιτών, στην τοξοβολία, στον ακοντισμό και στη χρήση καταπελτών, όπως μας παραδίδει ο Αριστοτέλης. Και σε άλλα γυμνάσια μαθαίνουμε πως μάθαιναν τη χρήση του καταπέλτη [επιγραφές από γυμνάσιο Σάμου και από την Κέα].
Από τον 4ο αι., εκτός από τις καινοτομίες του Φιλίππου, άρχισαν να χρησιμοποιούνται μισθοφόροι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από παλιότερα, πράγμα που άλλαξε την νοοτροπία του πολέμου· δεν ήταν πλέον οι πολίτες που υπερασπίζονται την πατρίδα τους αλλά επαγγελματίες στην υπηρεσία ενός ηγεμόνα. Το μειονέκτημα εδώ είναι προφανές, πως ένας πολεμιστής που πολεμάει για το κέρδος εύκολα μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο με το κατάλληλο κίνητρο. Η ιστορία το επιβεβαιώνει αυτό: ο Ευμένης της Περγάμου στον πόλεμο εναντίον του Αντίγονου Μονόφθαλμου προσέφερε τόσο υψηλό μισθό που κατατάχθηκαν πολλοί από τις ελληνικές πόλεις [Διόδωρος 18.61.4-5 και Πλουτάρχου Ευμένης 12] Και ακόμα όταν ο Αντίγονος και ο Δημήτριος Πολιορκητής εισέβαλλαν στην Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος δωροδόκησε τους στρατιώτες τους να στραφούν εναντίον τους [Διόδωρος 20.75.1-3]. Ακόμα μεγαλύτερος ο κίνδυνος για ταραχές αν συνυπολογίσουμε ότι ως μισθοφόροι χρησιμοποιούνταν συνήθως πειρατές!
Ειδικά από τους πολέμους των διαδόχων και μετά, οι μισθοφόροι υπάρχουν παντού και επάνδρωναν κυρίως τους μεγάλους ηγεμονικούς στρατούς. Από επιγραφές της ελληνιστικής εποχής γνωρίζουμε για τη χρήση μισθοφόρων και σε φρουρές πόλεων, που τους προσλάμβαναν είτε βασιλείς, είτε οι ίδιες οι πόλεις. Κάτι τέτοιο φαίνεται από μια επιγραφή που μνημονεύει τη συνθήκη μεταξύ του Ευμένη Α΄ της Περγάμου και των (ανταρτών) μισθοφόρων του· εκεί ο βασιλιάς τους παραχώρησε αρκετά δικαιώματα και ανέσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την αφοσίωσή τους [βλ. Austin 1981, νούμερο 196].
Οι ελληνιστικοί βασιλείς είχαν συστηματοποιήσει την επιστράτευση των μισθοφόρων για να εξασφαλίσουν μια σταθερή ροή στις ενισχύσεις. Οι Πτολεμαίοι χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα κληρουχίας και παρείχαν φορολογούμενους κλήρους γης σε Έλληνες μισθοφόρους με την υποχρέωση να υπηρετήσουν στο στρατό σε περίπτωση πολέμου. Αυτός ο κλήρος κατέληξε να γίνει κληρονομούμενη περιουσία της οικογένειας που μπορούσε ακόμη και να πωληθεί σε άλλους. Έτσι οι Πτολεμαίοι είχαν έναν μόνιμο στρατό διασκορπισμένο στην επαρχία. Οι Σελευκίδες και οι Ατταλίδες ανέθεταν την ευθύνη για τη διατήρηση στρατού στις πόλεις και τις μικρότερες κοινότητες· αυτές συντηρούσαν τοπική φρουρά και φρόντιζαν για την επιστράτευση σε περίπτωση ανάγκης σύνταξης μεγαλύτερου στρατού. Οι θέσεις αυτές συχνά ήταν στρατιωτικές αποικίες που προσέλκυαν μετανάστες από διάφορες περιοχές, διαφόρων εθνικοτήτων. Η κινητικότητα στις στρατιωτικές δυνάμεις ήταν μια ακόμα πτυχή της πολυπολιτισμικότητας των βασιλειών στην ανατολική Μεσόγειο, μερικά ακόμη νήματα στο δίκτυο ανταλλαγών και επικοινωνίας μεταξύ των πόλεων.
Πολλοί από αυτούς τους μισθοφόρους βέβαια ήταν Έλληνες μετανάστες από την μητροπολιτική Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες που παρείχαν οι ελληνιστικοί βασιλείς της ανατολής σε ομοεθνείς στρατιώτες. Για την οργάνωση και τη διοίκησή τους συχνά τοποθετούνταν πάλι Έλληνες αξιωματούχοι, γνωστοί για την ικανότητά τους να διαχειρίζονται ανομοιόμορφους στρατούς και για την ευελιξία στις τακτικές τους. Οι συνθήκες και οι μισθοί ήταν συνήθως καλοί στα ελληνιστικά βασίλεια που τον 3ο αι. π.Χ. γνώρισαν το απόγειο της δύναμής τους. Ωστόσο δεν έλειπαν τα προβλήματα στις πληρωμές και από τον 2ο αι. κ.εξ. χειροτέρεψαν οι συνθήκες για τους μισθοφόρους. Τότε άρχισαν να εισρέουν πολλοί περισσότεροι μη-Έλληνες στα μισθοφορικά τάγματα.
Για τη σύσταση των στρατών μπορούμε να δούμε τη μάχη μεταξύ του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτωρος και του Αντιόχου Γ΄ στη Ραφία το 217 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος χρησιμοποίησε 20.000 ντόπιους στρατιώτες εκπαιδευμένους στην τακτική της μακεδονικής φάλαγγας. Ήταν χαρακτηριστικό των ελληνιστικών στρατών η εθνική ανομοιογένεια –άλλωστε σε τόσο μεγάλα και πολυποίκιλα βασίλεια με στρατούς από μισθοφόρους, ντόπιους και ξένους, κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο.
Γενικά πρέπει να αναφερθεί πως οι μισθοφόροι δεν είχαν μικρή δύναμη και πως εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι οι βασιλείς και άρχοντες των πόλεων τους χρειάζονταν, μιας και δεν αρκούσαν οι στρατοί των πολιτών στους μεγάλης κλίμακας πολέμους της εποχής. Συχνά αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς επιρροή πάνω στους εργοδότες τους, πέρα από την πολιτισμική επιρροή που είχαν στις περιοχές όπου ζούσαν και δρούσαν. Οι συγγραφείς της εποχής αναφέρονται σε αυτούς σε υποτιμητικό ύφος, αναγνωρίζουν όμως τη στρατιωτική τους αξία και αναγκαιότητα για τη χρήση τους.
Μεγάλη αγωνία για τη διεξαγωγή ενός πολέμου είχαν οι ηγεμόνες. Η έκβαση της κάθε μάχης καθόριζε τη θέση του στο κράτος και απέναντι σε άλλους μονάρχες. Επιτυχία σήμαινε κύρος και περισσότεροι φίλοι και σύμμαχοι για το βασιλιά· η αποτυχία μπορεί να έφερνε ως και απώλεια της ανεξαρτησίας, υποτέλεια στον αντίπαλο. Σίγουρα ήταν μεγάλη η απώλεια στα οικονομικά, μιας και η διεξαγωγή ενός πολέμου ήταν πολυδάπανη επιχείρηση, και χάνονταν λάφυρα και φόροι υποτέλειας που συνδέονται με τη στρατιωτική επιτυχία και την κατάληψη νέων θέσεων. Όλα τα παραπάνω ίσχυαν και για τις ημιαυτόνομες ελληνιστικές πόλεις, που μπορεί από μόνες τους να οδηγούσαν τις διαφορές με τις γείτονες πόλεις στο πεδίο της μάχης.
Όπως και να έχει όμως, ντόπιοι ή ξένοι, Έλληνες και μη, μισθοφόροι ή πολίτες, οι στρατιώτες έπρεπε να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος σε μια εκστρατεία. Η εκπαίδευση κρατούσε χρόνια, ώρες πολλές κάθε μέρα, και ανά πάσα στιγμή υπήρχε η αγωνία και προσμονή της επιστράτευσης. Στις πολιορκίες έπρεπε να υπερασπίζονται την πόλη με κάθε τέχνασμα –αμυντικοί καταπέλτες, ρίψη βράχων και φλεγόμενων βελών στις μηχανές του αντιπάλου, τεχνητές πλημμύρες για να δυσχεραίνουν το πλησίασμα του εχθρού. Από την αντίθετη πλευρά, έπρεπε να αντιμετωπίζουν αυτές τις άμυνες: να γεμίζουν τα χαντάκια και να εξομαλύνουν το έδαφος, να ψάχνουν τρόπους να μπουν καταλάβουν μια πόλη ή ένα φρούριο. Και φυσικά στη μάχη διακινδύνευαν τη ζωή τους για χίλιους δυο λόγους, πάντα όμως με την ελπίδα ότι το όνομά τους θα μείνει χαραγμένο στην ιστορία μιας ένδοξης μάχης και θα κερδίσουν κάτι από την αθανασία των ηρώων στα επικά ποιήματα.