Σύμφωνα με την παράδοση Κρήτες που στάλθηκαν ως ανθρώπινη προσφορά στους Δελφούς, μη μπορώντας να επιβιώσουν εκεί, πέρασαν στην Κάτω Ιταλία και στην συνέχεια ορισμένοι από αυτούς έφτασαν στον μυχό του Θερμαϊκού, όπου εγκαταστάθηκαν, παίρνοντας το όνομα Βοττιαίοι από τον αρχηγό τους Βόττωνα.
Τα ονόματα Βόττων και Βοττιαίος σχετίζονται με τις λέξεις βοτήρ, βότης ή βούτης που παράγονται από την ίδια ρίζα με την λέξη βους και σημαίνουν «βοσκός βοδιών» και πραγματικά η Βοττιαία με τα μεγάλα ποτάμια, τον εύφορο κάμπο, τα έλη και τους χαμηλούς λόφους ήταν ιδανική για την εκτροφή βοοειδών.
Η αναφορά του δελφικού ιερού και της Κάτω Ιταλίας προσδιορίζει ως πιθανό χρονικό πλαίσιο των γεγονότων την εποχή του ελληνικού αποικισμού δηλαδή τον 8ο και τον 7ο προχριστιανικό αιώνα.
Κρήτες μαζί με Ρόδιους αποίκισαν την Γέλα στη Σικελία, ενώ ονόματα όπως Αξιός – Αξός, Γορτυνία – Γόρτυς που απαντούν σε Βοττιαία και Κρήτη ενισχύουν την πιθανότητα η παράδοση να κρύβει σπέρματα ιστορικής αλήθειας. Το πιθανότερο είναι ότι οι Βοττιαίοι ήταν ένα ελληνικό και όχι θρακικό φύλο.
Πριν από το τέλος του 6ου προχριστιανικού αιώνα οι Μακεδόνες με τον Αμύντα τον πρώτο επεκτάθηκαν στην Βοττιαία.
Αρκετοί Βοττιαίοι, πιθανότατα η ηγετική ομάδα, διέφυγαν στην Χαλκιδική και εγκαταστάθηκαν στην Όλυνθο που ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει «πόλη Ελληνίδα». Οι υπόλοιποι ενσωματώθηκαν.
Με την ίδρυση της Πέλλας τον 5ο αιώνα η Βοττιαία συναποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα του βασιλείου, δίνοντας στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου μια ολόκληρη ίλη στο ιππικό των εταίρων.
Η Βοττιαία, όπως ρητά περιγράφει ο Ηρόδοτος βρισκόταν στα βόρεια του Λουδία και του Θερμαϊκού κόλπου. Στην περιοχή αυτή, 4,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πέλλας, κοντά στο σημερινό χωριό Αρχοντικό, η αρχαιολογική σκαπάνη ερευνά τις τελευταίες δεκαετίες ένα πολύ σημαντικό αρχαίο κέντρο.
Μια τούμπα με οικιστικές φάσεις που ξεκινούν από την πρώιμη νεολιθική περίοδο και φτάνουν μέχρι και την χαλκοκρατία φανερώνει την αρχαιότητα της κατοίκησης, ενώ ο εκτεταμένος οικισμός που υπάρχει δίπλα της, οι αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις του οποίου χρονολογούνται από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. μέχρι τα ελληνιστικά και τα βυζαντινά χρόνια τεκμηριώνει την εμμονή στη διαχρονική χρήση του χώρου.
Χτισμένη σε λόφο, σε δεσπόζουσα στρατηγική θέση επάνω στον αρχαίο δρόμο που εξασφάλιζε την επικοινωνία της ανατολής με την δύση, με οργανωμένο ιστό, προσανατολισμένο κατά τους άξονες του ορίζοντα, και ορθογωνισμένα σπίτια με λίθινους τοιχοβάτες, η αρχαϊκή πόλη του Αρχοντικού ήταν σίγουρα το διοικητικό κέντρο της Βοττιαίας.
Το όνομα της πόλης δεν είναι γνωστό, ωστόσο η Βούνομος ή Βουνόμεια, ‘ο τόπος που βόσκουν τα βόδια’, ο οικισμός που βρισκόταν τότε στη θέση της Πέλλας, πρέπει να ήταν το επίνειό της στην ακτή του Θερμαϊκού.
Γεγονός είναι ότι η πόλη του Αρχοντικού που φαίνεται να ξεκινά ως συγκροτημένος οικισμός γύρω στο 700 π.Χ. σε λιγότερο από έναν αιώνα παρουσιάζει αξιοσημείωτη ακμή και εξωστρέφεια που ανιχνεύεται κυρίως στα ευρήματα των νεκροπόλεων που βρίσκονται γύρω της.
Στην δυτική νεκρόπολη του Αρχοντικού ερευνήθηκαν ως τώρα περισσότεροι από χίλιους τάφους, η μερίδα του λέοντος των οποίων, 740,χρονολογουνταιστα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αιώνας π.Χ.) ενώ οι υπόλοιποι στα κλασικά και στα πρώιμα ελληνιστικά (5ος-3ος αι. π.Χ.).
Η κυρίαρχη ταφική πρακτική είναι και εδώ ο ενταφιασμός, όμως αντίθετα με ότι συμβαίνει στις Αιγές οι καύσεις είναι ελάχιστες και περιθωριακές ή μεταγενέστερες. Οι τάφοι, λακκοειδείς και σπάνια -στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια- κιβωτιόσχημοι, είναι προσανατολισμένοι κατά τους άξονες του ορίζοντα και οργανώνονται σε ομάδες που πιθανότατα σχετίζονται με οικογένειες και γένη.
Οι νεκροί παίρνουν μαζί τους ό,τι φορούν και ό,τι τους χαρακτηρίζει -ρούχα, κοσμήματα, όπλα-, τα χαρακτηριστικά και απαραίτητα για την νεκρική τελετουργία σκεύη –μυροδοχεία και εξάλειπτρα, οι πιο επιφανείς και τα σκεύη του νεκρικού λουτρού, λέβητες, τρίποδες και διάφορα τάσια- και ακόμη ποτήρια και κανάτια για να σβήνουν την αιώνια δίψα στον Άδη που συχνά εμπλουτίζονται και με άλλα σκεύη συμποσίου. Υπάρχουν επίσης αντικείμενα που σχετίζονται με τις θρησκευτικές πίστεις –ειδώλια και προτομές θεών- και τους κοινωνικούς συμβολισμούς –ιερατικά αντικείμενα, σπονδικά σκεύη, ομοιώματα αμαξιών κ.λ.π.
Το προικιό των νεκρών παρουσιάζει αντιστοιχίες με εκείνο των Μακεδόνων των Αιγών και αρκετά προϊόντα προέρχονται από τα ίδια ή συγγενή εργαστήρια.
Τα εντυπωσιακά πλούσια ευρήματα -χρυσοποίκιλτα όπλα, χάλκινα και ασημένια αγγεία, περίτεχνα κοσμήματα από χρυσό, ασήμι και κεχριμπάρι, πήλινα αγγεία και σκεύη από την Κόρινθο, την Αττική, τα νησιά και την ανατολική Ιωνία, εξωτικά αντικείμενα από γυαλί, φαγιάντσα, ελεφαντόδοντο- τεκμηριώνουν την ευμάρεια των κατοίκων, που είναι εμφανώς πλουσιότεροι από τους Μακεδόνες, αλλά και ένα δίκτυο πυκνών ανταλλαγών με όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της εποχής.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ταφές 14 ενηλίκων, τριών γυναικών και πέντε άνδρών το πρόσωπο των οποίων ήταν καλυμμένο με χρυσό έλασμα-μάσκα και άλλων έξι ανδρών με χρυσά επιστόμια και χρυσά εποφθάλμια ελάσματα. Και οι 11 άνδρες είχαν καλυμμένο το δεξί χέρι,με το οποίο κρατούσαν ξίφος, με χρυσό έλασμα, προσαρμοσμένο μάλλον σε γάντι.
Αυτές οι ταφές που χρονολογούνται από το 560 ως το 520 π.Χ. είναι οι πλουσιότερες της νεκρόπολης και όχι μόνον: τα ομοιώματα αρμάτων στους τάφους όλων των ανδρών ανακαλούν την συνήθεια των βασιλέων του ομηρικού έπους να φτάνουν με άρμα στο πεδίο της μάχης, ενώ τα ομοιώματα αμαξών στους τάφους των γυναικών μαρτυρούν την συμμετοχή τους σε δημόσιες πανηγυρικές πομπές.
Οινοχόες και φιάλες, τα κατ’ εξοχήν σπονδικά σκεύη, δηλώνουν το ιερό καθήκον όλων τους να προεξάρχουν στις σπονδές και στις θυσίες, ενώ τα σουβλάκια και τα ομοιώματα τραπεζιών και καθισμάτων το προνόμιο τους να συμμετέχουν σε εορταστικά δείπνα.
Η πιθανότητα οι χρυσοφόροι νεκροί του Αρχοντικού να είναι απλώς αριστοκράτες Μακεδόνες αποκλείεται από την παντελή απουσία του εθίμου αυτού που παρατηρείται σε διάφορα άλλα κέντρα, όπως στην Σίνδο, την Μυγδωνία, την Λυγκιστίδα, την Λυχνιδό, αλλά απουσιάζει εντελώς από την βασιλική μακεδονική νεκρόπολη των Αιγών.
Τα σώματα των Τημενιδών, των ανδρών της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας, δεν ενταφιάζονται αλλά «δαπανώνται» στην πυρά μαζί με πλούσιες προσφορές, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ιλιάδα και φυσικά τα πρόσωπά τους δεν καλύπτονται από χρυσές μάσκες.
Οι χρυσές μάσκες και οι κάθε είδους χρυσές επικαλύψεις του προσώπου ή των χεριών λείπουν ακόμη και από τις ταφές των γυναικών τους που μέχρι τα κλασικά χρόνια ενταφιάζονται κυριολεκτικά τυλιγμένες στο χρυσάφι και την πορφύρα, όπως δείχνει η περίπτωση της «Δέσποινας των Αιγών», συζύγου του Αμύντα Α΄, η ταφή της οποίας είναι η πλουσιότερη αρχαϊκή ταφή που έχει βρεθεί ως τώρα στον βορειοελλαδικό χώρο.
Συνδυασμένες με τις χρυσοποίκιλτες πανοπλίες, τα πλούσια κοσμήματα και όλα τα υπόλοιπα σύμβολα κύρους, οι χρυσές μάσκες μαρτυρούν ότι οι χρυσοφόροι πολεμιστές του Αρχοντικού είναι οι ηγεμόνες των Βοττιαίων, αυτοί στους οποίους ο Αριστοτέλης αφιέρωσε την χαμένη σήμερα πραγματεία «Περί Βοττιαίων Πολιτείας».
Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι οι ταφές των χρυσοφόρων πολεμιστών και των λαμπροντυμένων γυναικών τους σταματούν λίγο πριν την τελευταία δεκαετία του 6ου αι. π.Χ., προφανώς, όταν ο Αμύντας Α΄, εκμεταλλευόμενος την επέλαση των Περσών (513 π.Χ.), καταφέρνει να επεκτείνει το βασίλειο των Μακεδόνων, καταλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας οριστικά σε αυτό την Βοττιαία.