Ταφές

Οι βασιλικές ταφές των Αιγών

Οι Αιγές ήταν γνωστές στην αρχαιότητα ως ο τόπος ταφής των Μακεδόνων βασιλέων. Έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα 34 βασιλικοί τάφοι που βρίσκονται κατανεμημένοι σε τρεις ταφικές συστάδες, στην «συστάδα των βασιλισσών» (Β) δίπλα στην βορειοδυτική πύλη του άστεως, στην «συστάδα των Τημενιδών» (Γ) στο κέντρο της νεκρόπολης και στην συστάδα του Φιλίππου Β΄ (Α) στο δυτικό άκρο της.

Τα κριτήρια που διαφοροποιούν τις συστάδες αυτές από όλες τις υπόλοιπες και τις κάνουν να αναγνωρίζονται ως βασιλικές είναι τα εξής: Η επιμονή στην διαχρονική χρήση του χώρου που ακολουθεί την εξέλιξη της δυναστείας των Τημενιδών και καλύπτει διάρκεια περίπου τριών αιώνων από τις αρχές του 6ου μέχρι τις αρχές 3ου αι. π.Χ., το μέγεθος και η πολυτέλεια των ταφικών μνημείων, τα κτερίσματα που ακόμη και παρά την σύληση εντυπωσιάζουν με την ποικιλία, την ποιότητα και την ποσότητά τους, κερδίζοντας επάξια τον χαρακτηρισμό «θησαυροί» και η χρήση του εθίμου της καύσης.

Η βασιλική νεκρόπολη των Αιγών λεηλατήθηκε άγρια από τους Γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου το 274/3 π.Χ.

Μόνον τρεις βασιλικοί τάφοι – της «Δέσποινας των Αιγών», του Φιλίππου Β΄ και του Αλέξανδρου Δ΄ - βρέθηκαν ασύλητοι, ωστόσο τα υπολείμματα των ταφικών πυρών και τα κτερίσματα που ξέφυγαν από τους τυμβωρύχους επιτρέπουν να σχηματίσει κανείς μια εικόνα του αρχικού πλούτου.

Στις βασιλικές ταφικές συστάδες των Αιγών η αρχαιολογική σκαπάνη συναντάει τον Όμηρο. Όπως ο Πάτροκλος, οι νεκροί Τημενίδες καίγονται μαζί με πλούσια δώρα σε μεγαλοπρεπείς πυρές, ενώ οι βασίλισσες τους κατεβαίνουν στον Άδη, τυλιγμένες στο χρυσάφι και στην πορφύρα.

Δεν λείπουν ούτε οι νεκρικοί αγώνες, «τα άθλα», που εξακολουθούν να τελούνται μέχρι το τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα και εμπνέουν τις παραστάσεις των αρματοδρομιών στις ζωφόρους των βασιλικών ταφικών μνημείων.

Τιμώντας το νεκρό μέλος της, κάθε οικογένεια δηλώνει την κοινωνική της θέση. Η κηδεία του ηγεμόνα, τελετή δημόσια στην οποία μετέχουν όλοι, πράξη με έντονα πολιτική αξία, εδραιώνει συγκινησιακά το ιδεολογικό εποικοδόμημα της εξουσίας και γίνεται απτό σύμβολο του status quo, συλλογική δήλωση πίστης και αποδοχής του συστήματος.

Αυτή την αντίληψη εκφράζουν ο θρυλικές ταφές των επικών ηρώων και δεν είναι τυχαίο ότι διαχρονικό αίτημα της δημοκρατίας αποτελεί η περιστολή των δαπανών της κηδείας και η απλοποίηση των νεκρικών τελετών.

Όμως στο βασίλειο της Μακεδονίας τα πατροπαράδοτα ταφικά έθιμα δεν χρειάστηκε ποτέ να περισταλούν. Αντίθετα, την εποχή της ακμής, το παλιό ταφικό έθιμο, θρεμμένο από την φιλοδοξία, την δύναμη και τον πλούτο θα γνωρίσει νέα αίγλη, αποκτώντας ιδεολογικό υπόβαθρο θεμελιωμένο στις διδασκαλίες του Πλάτωνα και στις πίστεις των Πυθαγόρειων και των Ορφικών.

Η προσπάθεια της δημιουργίας ενός μνημειακού νεκρικού οίκου, θα οδηγήσει τον 5ο αι. π.Χ. στους πολύ ιδιαίτερους και εντελώς ασυνήθιστους υπόστυλους τάφους του Αμύντα Α΄ (496 π.Χ.) και του Αλέξανδρου Α΄ (454 π.Χ.) με τους ιωνικούς κίονες και τις λίθινες σκάλες, για να καταλήξει τον 4ο αιώνα στην δημιουργία του «μακεδονικού» τάφου.

Ακολουθώντας την πλατωνική προτροπή η υπόγεια κατοικία του εξέχοντος νεκρού γίνεται ένα καμαροσκέπαστο κτήριο με μνημειακά διαμορφωμένη πρόσοψη, που η εικόνα της ανακαλεί παλάτι και ναό. Στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών έχουν βρεθεί οι περισσότεροι, συνολικά 14, οι παλαιότεροι και οι σημαντικότεροι μακεδονικοί τάφοι, ανάμεσα τους οι τάφοι της βασίλισσας Ευρυδίκης (344/3 π.Χ.), του Φιλίππου Β΄ (336 π.Χ.), του Αλέξανδρου Δ΄ (περ. 310 π.Χ.), του Φιλίππου Γ΄ και της Αδέας-Ευρυδίκης (316 π.Χ.) και της βασίλισσας Θεσσαλονίκης (295 π.Χ.).

Το έθιμο της καύσης έρχεται στις Αιγές στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια.

Προνόμιο του βασιλιά και των αρένων συγγενών του, επεκτείνεται μόλις τον 5ο αιώνα στις βασίλισσες και σταδιακά στους εταίρους. Στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.) βρίσκει όλο και περισσότερους οπαδούς σε όλες τις τάξεις, ώσπου, μετά την εκστρατεία του Αλέξανδρου, να γίνει ο κανόνας για τους Μακεδόνες που βρέθηκαν διάσπαρτοι στην Οικουμένη. Όπως οι ήρωες του Ομήρου, οι Μακεδόνες βασιλείς καίγονται μαζί με πλούσιες προσφορές. Μιαρά και ιερά συγχρόνως τα υπολείμματα της ταφικής πυράς ρίχνονται επάνω από τον τάφο. Τάφος και πυρά σκεπάζονται με τύμβο, όπως στην Ιλιάδα ( 23. 255-257).

Στις επιχώσεις του τάφου της Ευρυδίκης βρέθηκαν τα υπολείμματα της πυράς. Εκατοντάδες σιδερένια καρφιά και η χάλκινη αρματωσιά μιας περίτεχνα στολισμένης θύρας μαρτυρούν πως η ταφική πυρά της βασίλισσας ήταν ένα ολόκληρο ξύλινο κτήριο.

Το ίδιο και στον τάφο του Φιλίππου Β΄, όπου ένας τεράστιος σωρός από εκατοντάδες καμένα αντικείμενα υπερκάλυπτε ολόκληρη την καμάρα. Και εδώ η ταφική πυρά είχε μορφή μνημειακού ξύλινου κτηρίου, παρόμοιου με τον τάφο.

Στο περιβάλλον του Ηρακλείδη ηγεμόνα μαζί με τον μακεδονικό τάφο γεννιέται και η ιδέα της ταφικής πυράς με την μορφή μνημειακού κτηρίου, μια ιδέα που, ξεκινώντας από τις Αιγές, θα φτάσει στο απόγειο στην Βαβυλώνα με την θρυλική πυρά του Ηφαιστίωνα.

Οι μεγαλοπρεπείς ταφικές πυρές υπογραμμίζουν και διατρανώνουν το κοινωνικό status του εξέχοντος νεκρού. Όμως η βαθύτερη σημασία που κρύβεται πίσω από κάθε νεκρική τελετή βρίσκεται στον χώρο της πίστης που ορίζει την σχέση του ανθρώπου με το υπερβατικό, στον χώρο του μύθου που, εικονοποιώντας το ακατάληπτο, προσπαθεί να απαλύνει τον τρόμο του αδήριτου τέλους.

Μέσα από το ολοκαύτωμα ο νεκρός εξαγνίζεται και γίνεται ο ίδιος προσφορά θυσίας στον Άρχοντα και στην Κυρά του Άδη. Το μυθικό αρχέτυπο της καύσης των νεκρών είναι το ολοκαύτωμα του ίδιου του Ηρακλή στον βωμό της ευχαριστήριας θυσίας που θα σημάνει για αυτόν το τέλος της επίγειας ύπαρξης και την αρχή μιας νέας ζωής, όπου συντροφευμένος για πάντα από την Ήβη, την αιώνια νιότη, θα ευωχείται στα συμπόσια των Αθανάτων. Ο ήρωας που θεωρείται ο πρώτος μύστης, είναι ο γενάρχης των Τημενιδών και οι βασιλιάδες των Μακεδόνων κάνουν ό,τι μπορούν για να θυμίζουν την σχέση τους μαζί του.

Χύτρες και λέβητες, κρατήρες, υδρίες και λάρνακες είναι οι αγαπημένες τεφροδόχοι των Μακεδόνων. Στα αρχαία Μυστήρια τα αντικείμενα αυτά παίζουν σπουδαίο ρόλο.

Στην λάρνακα, «την μυστική κίστη», κρύβεται η δύναμη της ζωής, το ιερό φίδι, ο φαλλός, το νεόκοπο βλαστάρι, το ωραίο παιδί που φύλαξε και αγάπησε η Περσεφόνη.

Από τα χρυσά ελάσματα οι μύστες χαιρετούν με το όνομά της την Δέσποινα του Άδη, την «φοβερή Περσεφόνη».

Ο «σεσωσμένος» επιστρέφει στον κόλπο της θεάς, «κατσικάκι που πνίγηκε στο γάλα».

Καθαρμένοι από το ιερό πυρ οι ήρωες-νεκροί μπορούν να αρχίσουν «ζωήν καινήν» στη χώρα των Μακάρων, στους «ασφοδελούς λειμώνες» των Ηλυσίων.

ΑΡΧΗ