«Η Θυία γέννησε του Δία που αγαπάει τους κεραυνούς δυο γιούς, τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα που χαίρεται να πολεμά καβάλα στο άλογο. Αυτοί κατοικούσαν στην γη γύρω από την Πιερία και τον Όλυμπο» (Ησίοδος Γυναικών Κατάλογος, 3)
Έτσι, ποιητικά, ο Ησίοδος, ένας Βοιωτός που ζει γύρω στο 700 π.Χ., ορίζει την φυλετική ταυτότητα και τις συνάφειες των Μακεδόνων και τους τοποθετεί στον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, απηχώντας τις γνώσεις και τις αντιλήψεις του ακροατηρίου του. Ο Δίας είναι «πατέρας θεών και ανθρώπων», όμως η Θυία δίνει το κλειδί για την ταυτότητα των γιών της. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και αδελφή του Έλληνα, ανήκει στην πρώτη γενιά μετά τον μυθικό κατακλυσμό. Η στενή σχέση αίματος της μητέρας με τον γενάρχη των Ελλήνων δηλώνει την συνάφεια των γιών της με τον Ελληνικό κορμό, ενώ η αδερφική σχέση του Μάγνητα με τον Μακεδόνα φανερώνει την ιδιαίτερη σύνδεση που φαίνονται να έχουν μεταξύ τους τα δύο συνώνυμά τους ελληνικά φύλα στα μάτια των υπόλοιπων.
Οι Μάγνητες θα δώσουν το όνομά τους στην ανατολική Θεσσαλία. Οι Μακεδόνες στα χρόνια του Ησίοδου βρίσκονται ήδη στην Πιερία και τον Όλυμπο. Η ρίζα μακ- από την οποία παράγεται το επίθετο μακεδών ή μακεδνός σημαίνει «μακρύς, ψηλός» και συνδέει το ομώνυμο φύλο με τα ορεινά υψίπεδα από όπου εμφανίζονται να ανεβοκατεβαίνουν, ενώ το επίθετο «ιππιοχάρμης» φανερώνει την στενή σχέση των Μακεδόνων με τα άλογα, προοιωνίζοντας την καταλυτική δράση του μακεδονικού ιππικού ανά τους αιώνες.
Στις αρχές του 5ου αιώνα ο Ελλάνικος θέλει τον μυθικό γενάρχη Μακεδόνα γιο του Αίολου και εγγονό του Έλληνα, ενώ ο Ηρόδοτος, λιγότερο ποιητικός, ταυτίζει τους Μακεδόνες με τους Δωριείς: «…το ελληνικόν έθνος … ήταν εξαιρετικά πολυπλάνητο…. Όταν οι Καδμείοι το έδιωξαν από την Ιστιαιώτιδα, κατοικούσε στην Πίνδο και ονομαζόταν Μακεδνόν. Από εκεί πάλι πήγε στη Δρυοπίδα και από την Δρυοπίδα ήρθε στην Πελοπόννησο και ονομάστηκε Δωρικό…». Εξαιρετικά πολύτιμες, αυτές οι αναφορές δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων.
Γύρω στο 1000 π.Χ., ίσως και λίγο νωρίτερα, οι κατ’ εξοχήν κτηνοτρόφοι Μακεδόνες βρίσκονται εγκατεστημένοι στην περιοχή του Ολύμπου και της γειτονικής οροσειράς που ο Ηρόδοτος ονομάζει Μακεδονικόν όρος (σήμερα Πιέρια όρη). Από εκεί σιγά-σιγά απλώθηκαν στην «Μακεδονίδα γη» (Ημαθία και Πιερία) στα νότια του Λουδία και αργότερα στις εύφορες πεδιάδες της Βοττιαίας, ώσπου με την στιβαρή καθοδήγηση του Αλέξανδρου Α΄ (496 - 454 π.Χ.) επέκτειναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την περιοχή που πήρε από αυτούς το όνομα Μακεδονία.
Απολαμβάνοντας την αυτάρκεια που τους εξασφάλιζαν τα άφθονα κοπάδια, τα δάση και οι εύφορες κοιλάδες, χωρίς λιμάνια και νησιά, χωρίς δούλους και χωρίς να χρειαστεί να στραφούν στο εμπόριο, οι Μακεδόνες, όπως και τα άλλα ακριτικά βόρεια και βορειοδυτικά ελληνικά φύλα -Μολοσσοί, Ορέστες, Εορδοί, Ελιμιώτεςκ.λ.π.-, έμειναν έξω από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις του νότου που οδήγησαν στη δημοκρατία και έτσι διατήρησαν ως τον 4ο προχριστιανικό αιώνα θεσμούς, ήθη και παραδόσεις που ανακαλούν την κοινωνία των ομηρικών επών.
Οργανωμένοι με βάση το αρχαϊκό σύστημα των γενών και των πατριών, αναγνώριζαν σαν αρχηγό τους τον βασιλιά, η εξουσία του οποίου στηριζόταν στην εξ αίματος καταγωγή του. Όπως για τους Σπαρτιάτες, έτσι και για του Μακεδόνες, μέχρι το τέλος, βασικό χαρακτηριστικό του κράτους τους θα παραμείνει η βασιλεία. Ακολουθώντας το πανάρχαιο μοντέλο, ο βασιλιάς είναι η κεφαλή του λαού του.
Το όνομα Κάρανος (από την λέξη ‘κάρα’, κεφαλή) ενός μυθικού βασιλικού προπάτορα σημαίνει ακριβώς «ο επικεφαλής» και πιθανότατα ήταν ο παραδοσιακός τίτλος του Μακεδόνα βασιλιά.
Σύμφωνα με το μυθικό αρχέτυπο των ηρώων, το κυνήγι του κάπρου όριζε την τελετή ενηλικίωσης κάθε νεαρού Μακεδόνα, που, για να θεωρηθεί άντρας σωστός, έπρεπε να σκοτώσει ένα αγριογούρουνο. Το κυνήγι και ο πόλεμος ήταν οι κύριες δραστηριότητες κάθε άντρα, το σκυλί και το άλογο οι αχώριστοι σύντροφοί του, τα κοπάδια και η γη η περιουσία του. Μη έχοντας δούλους, οι Μακεδόνες ασχολούνταν οι ίδιοι με τα κοπάδια, τα αμπέλια και τα χωράφια τους.
Τον 4ο αι. π.Χ., μετά τις μεταρρυθμίσεις του Φιλίππου Β΄, οι Μακεδόνες γίνονται αστοί και μετέχουν ενεργά στα κοινά των πόλεων τους, πρώτιστο καθήκον τους ωστόσο παραμένει το να είναι οι στρατιώτες του βασιλιά, τον οποίο πατροπαράδοτα έχουν το προνόμιο να επιλέγουν δια βοής. Η κρισιμότητα αυτού του προνομίου αποδεικνύεται το 359 π.Χ., όταν οι Μακεδόνες των Αιγών αποπέμπουν τον Αργαίο που είχε την υποστήριξη των Αθηναίων και ανακηρύσσουν βασιλιά τον Φίλιππο Β΄, και το 336 π.Χ., όταν, με την συνομωσία που οδήγησε στην δολοφονία του Φιλίππου Β΄ σε πλήρη εξέλιξη, επιλέγουν να ανακηρύξουν βασιλιά τον Αλέξανδρο και όχι τον Αμύντα, τον γιο του Περδίκκα Γ΄, αλλάζοντας έτσι την ιστορία της Ελλάδας και του Κόσμου.
Οι Μακεδόνες φορούσαν κατά κανόνα έναν ζωσμένο χιτώνα, ένα απλό μάλλινο φόρεμα, συνήθως με μανίκια, που έφτανε περίπου ως τα γόνατα. Το συνηθισμένο τους πανωφόρι ήταν η χλαμύδα, μια αρκετά βαριά μάλλινη κάπα που πορπώνεται στο στήθος ή στον ώμο. Δερμάτινες μπότες ή ψηλά σαντάλια και ένα είδος τραγιάσκας από δέρμα ή τσόχα, η περίφημη μακεδονική καυσία, συμπλήρωναν μια ενδυμασία κατάλληλη για πορεία, δουλειά και κυνήγι, ενώ οι τσομπάνηδες και οι ξωμάχοι δεν περιφρονούσαν καθόλου τα βαριά πανωφόρια και τα σκουφιά από απλές προβειές που τους εξασφάλιζαν προστασία, έστω και χωρίς κομψότητα.
Το μικρό σιδερένιο μαχαίρι που χρησιμοποιείται και σαν ξυράφι είναι διαχρονικά το απαραίτητο στοιχείο του αντρικού εξοπλισμού, ενώ, εκτός από τις περόνες που κούμπωναν τα ρούχα τους, το μοναδικό κόσμημα είναι ένα λιτό δαχτυλίδι-κρίκος, συνήθως σιδερένιο ή χάλκινο, που από το τέλος του 5ου προχριστιανικού αιώνα αποκτά σφενδόνη με έγκοιλες παραστάσεις και χρησιμεύει σαν σφραγίδα.
Το αληθινό στολίδι όμως κάθε άνδρα είναι τα όπλα του, αντικείμενα ακριβά και πολύτιμα που τον συντροφεύουν στην ζωή και στον θάνατο, φανερώνοντας την εξέλιξη των τεχνικών του πολέμου.
Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. μαζί με το δόρυ και το ακόντιο βασικό όπλο είναι το μακρύ ξίφος που δείχνει ότι ο κυρίαρχος τρόπος μάχης είναι οι μονομαχίες των πολεμιστών, όπως αυτές που περιγράφουν τα έπη.
Πριν το τέλος του 7ου αιώνα τα ξίφη μικραίνουν και αποκτούν βοηθητικό χαρακτήρα, το δόρυ γίνεται πια το κύριο επιθετικό όπλο, ενώ εμφανίζονται και οι μάχαιρες με την μια κόψη, το χαρακτηριστικό όπλο των ιππέων, που ως τα χρόνια του Φιλίππου Β΄ θα είναι ουσιαστικά το πιο αξιόμαχο σώμα του μακεδονικού στρατού.
Τα χάλκινα κράνη με το ένθετο λοφίο που αφήνουν ακάλυπτο το πρόσωπο είναι αρκετά συνηθισμένα στα αρχαϊκά χρόνια.
Φολιδωτοί θώρακες με χάλκινες φολίδες και ασπίδες με επίχρυσα ασημένια όχανα βρέθηκαν στους τάφους των Τημενιδών του 5ου προχριστιανικού αιώνα.
Στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.) δίπλα στο ιππικό των εταίρων, ένα από τα καλύτερα πολεμικά σώματα της παγκόσμιας ιστορίας, εμφανίζεται η αήττητη μακεδονική φάλαγγα των πεζεταίρων που η πρωτοφανής αποτελεσματικότητά της στηρίζεται στην εξαιρετική εκγύμναση των ανδρών και στο νέο όπλο, την σάρισα, ένα δόρυ που το μήκος του ξεπερνά τα 6 μέτρα και χρησιμοποιείται από το πεζικό, αλλά σε μια λίγο βραχύτερη εκδοχή και από το ιππικό.
Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. που ο Αρχέλαος καθιερώνει τα Μακεδονικά Ολύμπια, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του Διός.
Από τότε και στο εξής οι αγώνες στους οποίους οι νέοι αθλητές φανέρωναν την ομορφιά και την δεξιότητα του κορμιού τους και εκτονώνουν την ορμή τους, θα γίνουν βασικό στοιχείο της ζωής των Μακεδόνων και οι στλεγγίδες, οι ιδιόμορφες ξύστρες, με τις οποίες καθαρίζονταν από το λάδι, τον ιδρώτα και την σκόνη μετά την άσκηση, θα γίνουν βασικό στοιχείο της ανδρικής τουαλέτας.
Όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, ο Άδυμος, ο Πευκόλαος, ο Κλεώνυμος, ο Πιερίων, ο Δρύκαλος, ο Αντίγονος, ο Αλκέτας, ο Ερρεβαίος, ο Φιλώτας, ο Δημαίνετος, ο Δημήτριος, ο Λυσανίας, ο Άρπαλος, ο Ηρακλείδης, ο Φίλων, ο Φίλιστος, ο Αμένανδρος, ο Κέββας, ο Παράμονος, ο Μένανδρος, ο Άλκιμος, ο Κατάνικος, ο Κλέανδρος, ο Έρμων, ο Διόδωρος, ο Επικράτης, ο Ευρύλοχος, ο Άρχιππος, ο Θεόδωρος, ο Θεύκριτος, ο Θευφάνης, ο Καλλίας, ο Αρτεμίδωρος, ο Κλείτος, ο Λυκόφρων, ο Αγάθων, ο Ξενοκράτης, ο Πάτων, ο Λάανδρος, ο Πρόξενος, ο Εύξενος, ο Τελευτίας, ο Σωκλής, ο Κορραγος, ο Ηρακλέων, ο Νικόστρατος, ο Αμάδωκος, ο Λεόννατος, ο Αντίπατρος, ο Σθένων, ο Αγέλοχος, ο Φίλιππος, ο Αμύντας, ο Μένων, ο Αισχρίων, ο Απολλωνίων είναι κάποιοι από τους Μακεδόνες που έζησαν και μόχθησαν στις Αιγές, πολέμησαν όπου τους κάλεσε το καθήκον και γύρισαν να αναπαυθούν στην ιερή γη της πάτριας πόλης.
Πέρα από τα ονόματα των βασιλέων και των αξιωματούχων που γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές οι επιτύμβιες επιγραφές σώζουν τα ονόματα των απλών Μακεδόνων που είναι, όπως θα το περιμενε κανείς, όλα Ελληνικά, κάποια μάλιστα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δωρικής διαλέκτου.