Οι Μακεδόνες όπως και τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα των ιστορικών χρόνων είναι μια πατριαρχική κοινωνία, στην οποία ο ρόλος της γυναίκας είναι να γεννά τους νόμιμους απογόνους τους συζύγου της, εξασφαλίζοντας έτσι την συνέχεια του οίκου του. Ωστόσο στην αρχαιότροπη Μακεδονία που βρίσκεται κοντά στα ήθη του ομηρικού έπους η γυναίκα μπορεί, περισσότερο από ότι στην δημοκρατική Αθήνα, να είναι βασίλισσα στον κόσμο της.
Οι θυγατέρες των Μακεδόνων μεγάλωναν στο σπίτι του πατέρα τους και μάθαιναν από τις μεγαλύτερες γυναίκες όλες τις δουλειές του νοικοκυριού. Η μόρφωση φαίνεται πως ήταν για αυτές περιττή πολυτέλεια.
Η ίδια η βασίλισσα Ευρυδίκη έμαθε γράμματα, όντας ώριμη γυναίκα, και μάλιστα γιόρτασε αυτό το ξεχωριστό προνόμιο με ένα ανάθημα στις Μούσες.
Κλείνοντας τα δεκατέσσερα, η παιδική ηλικία τελείωνε και οι νεαρές κοπέλες θεωρούνταν πια έτοιμες να ακολουθήσουν τον σύζυγο που θα επέλεγε ο πατέρας τους. Ο γάμος και οι γέννες, που όχι σπάνια τις πλήρωναν με την ίδια τους την ζωή, ήταν οι κορυφαίες στιγμές τους.
Ανάμεσα σε αυτές οι μέρες τους περνούσαν στο σπίτι, όπου τα καθήκοντά τους ήταν πολλά και κρίσιμα για την καθημερινή επιβίωση της οικογένειας. Οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες για τα παιδιά, τους γέρους, τους ανήμπορους, αλλά και τους νεκρούς που ήθελαν και αυτοί, όπως και οι θεοί τα πρόσφορά τους. Δικό τους καθήκον ήταν η επεξεργασία και η διατήρηση των τροφίμων, το καθημερινό μαγείρεμα, το άλεσμα των δημητριακών και φυσικά το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού, εργασίες από τις οποίες, στα παλαιότερα τουλάχιστον χρόνια, δεν εξαιρούνταν ούτε οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας.
Οι γυναίκες έγνεθαν και έκλωθαν το μαλλί, έβαφαν το νήμα, ύφαιναν, κεντούσαν και έραβαν, έφτιαχναν τα ρούχα και τα στρωσίδια. Όπως για την ωραία Ελένη, έτσι και για τις βασίλισσες των Μακεδόνων το γνέσιμο του μαλλιού ήταν η καθημερινή ασχολία που χαρακτήριζε την παρουσία τους στην ζωή και στον θάνατο.
Οι αρχόντισσες των Αιγών παίρνουν στον τάφο τις ρόκες τους,
όπως και εκείνες της αρχαϊκής Κρήτης που απεικονίζονται στις επιτύμβιες στήλες του Πρινιά, ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος δεν παραλείπει να επαινέσει τα υφαντά των γυναικών της γενιάς του.
Βασίλισσες, αρχόντισσες και απλές γυναίκες του λαού, κορίτσια και παντρεμένες ώρες ατέλειωτες πηγαινοέρχονταν μπροστά στον αργαλειό υφαίνοντας, έγνεθαν, έκλωθαν και κεντούσαν πόντο - πόντο τους πόνους και τους πόθους τους, τις πίκρες και τις χαρές τους.
Πολύτιμα και ταπεινά, λιτά και χρυσοϋφασμένα, ένας ολόκληρος πολύχρωμος κόσμος, τα έργα των χεριών τους, φτιαγμένα από νήμα και όνειρα, χάθηκαν για πάντα. Και μόνον το ανέλπιστο χρυσοΰφαντο ύφασμα από την λάρνακα της Μήδας, μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε την ομορφιά που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε.
Οι Αιγές δεν έγιναν ποτέ μια πραγματικά μεγάλη πόλη και οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν πάντα στους συνοικισμούς και στα χωριά έξω από το άστυ.
Έτσι οι γυναίκες των Αιγών διατηρούσαν μια στενή σχέση με την φύση. Νέες και γριές, κορίτσια και παντρεμένες έβγαιναν στο ύπαιθρο να πλύνουν στα ρυάκια τα ρούχα, να φέρουν νερό, να μαζέψουν χόρτα και φρούτα, λουλούδια και κλαδιά για τα γιορτινά στεφάνια και βοτάνια για τα φάρμακα και τα φαρμάκια. Γιατί την γνώση της μυστικής ουσίας των φυτών, μια γνώση ανάμεσα στην ιατρική και την μαγεία, την κατείχαν παραδοσιακά, όπως και τόσες άλλες, οι γυναίκες.
Στις επίσημες γιορτές, στους αγώνες και στα συμπόσια των Μακεδόνων η παρουσία των γυναικών ήταν μάλλον περιορισμένη. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις. Οι τελετές της Δήμητρας και της Περσεφόνης ήταν παραδοσιακά ο δικός τους χώρος.
Το ίδιο και η λατρεία του Διόνυσου. Οι εικόνες που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Ευριπίδης στις Βάκχες του, με τις ένθεες μαινάδες που χορεύουν στο δάσος, κάνοντας την γη να αναβρύζει μέλι και γάλα, με τις άγριες γυναίκες που στεφανώνονται με φίδια και κομματιάζουν ζωντανό το θήραμα με τα γυμνά τους χέρια, έχουν σαν πηγή έμπνευσης τις γυναίκες των Αιγών και τα δρώμενα τους στο γειτονικό βουνό, τελετές βαθιά ριζωμένες στην πίστη του λαού, στις οποίες προεξάρχει πάντα η ίδια η βασίλισσα.
Είναι γνωστό ότι η Ολυμπιάδα ήταν η πιο φανατική και θερμή θιασώτις του Βάκχου, ενώ τα φίδια, όπως δείχνει η αφήγηση για τον σύνευνο δράκο της βασίλισσας, αλλά και τα ευρήματα από τα ιερά των Αιγών, είχαν πραγματικά μια ιδιαίτερη θέση στις λατρείες της μακεδονικής μητρόπολης και στον «μυστικό» κόσμο των γυναικών της.
Η αρχετυπική σχέση της παρθένας - γυναίκας – βασίλισσας - ιέρειας με τον ιερό δράκο - φύλακα της γνώσης - προστάτη του παράδεισου - ενσάρκωση της αυτοχθονίας, βαθιά ριζωμένη σε αρχέγονες πίστεις και τελετουργίες, ταξιδεύει στο μύθο της σοφής θεάς-μάγισσας Μήδειας, στοιχειώνει το θείο μυστικό της γέννησης του πάσχοντος Διόνυσου Ζαγρέα, κρύβεται πίσω από την ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου και αναδύεται απτή και ολοζώντανη στα τελετουργικά δρώμενα της Μακεδονίας, συνδέοντας το ακριτικό βασίλειο με την καρδιά του Αιγιακού κόσμου.
«Όταν ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων ο Αργαίος και των Ταυλαντίων ο Γάλαυρος, οι Ταυλάντιοι εκστράτευσαν εναντίον των Μακεδόνων. Ο Αργαίος που είχε λίγους στρατιώτες, προστάζει τις μακεδόνισσες παρθένες να εμφανιστούν από το βουνό της Ερεβοίας, όταν θα πλησιάσει η εχθρική φάλαγγα. Πλησίασαν λοιπόν αυτοί και τότε πολλές παρθένες κατέβηκαν από το βουνό και φάνηκαν, κουνώντας θύρσους αντί για δόρατα, με τα στεφάνια να σκιάζουν τα πρόσωπά τους. Ο Γάλαυρος, νομίζοντας από μακριά ότι οι παρθένες ήταν άντρες, τρόμαξε και σήμανε υποχώρηση. Οι Ταυλάντιοι το έβαλαν στα πόδια, ρίχνοντας τα όπλα και αφήνοντας τα πολεμοφόδιά τους. Ο Αργαίος που νίκησε χωρίς μάχη ίδρυσε το ιερό του Διόνυσου Ψευδάνορος και όρισε τις παρθένες που παλιά οι Μακεδόνες τις έλεγαν Κλωδώνες να τις ονομάζουν Μιμαλλόνες, αφού μιμήθηκαν τους άντρες.» (Πολύαινοςστρ. 4.1.1)
Ιστορικό γεγονός ή όχι, η αφήγηση αυτή αφήνει να διαφανεί η ιδιαιτερότητα και η δυναμική των γυναικών της Μακεδονίας που θυμίζει τις Σπαρτιάτισσες, άλλωστε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Μακεδόνες ήταν στενά συγγενείς, αν όχι ταυτόσημοι, με τους Δωριείς.
Οι απλές γυναίκες των Αιγών, η Πρινώ, η Βερενώ, η Φίλα, η Διμηνώ, η Κλειώ, η Ερμιόνη, ξαναζωντανεύουν μέσα από τις μισοσβησμένες επιτύμβιες εικόνες τους και ο θρήνος για μια από αυτές ακούγεται ακόμη:
«…Δάκρυσι μυρομένη, μεμνημένη σου ου διαλείπω, μητρός της γλυκερής πλείον εγώ σε ποθώ», δεν σταματώ να σε θυμάμαι και να κλαίω κι απ’ τη γλυκιά σου μάνα πιο πολύ εγώ σε ποθώ.
Η ζωή των γυναικών αυτών μας είναι άγνωστη, όμως ήδη από την εποχή της Ευρυδίκης οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας πέρα από τις ιερές τελετουργίες που είναι παραδοσιακά ο δικός τους προνομιακός χώρος αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στο κοινωνικό και το πολιτικό προσκήνιο, προσφέροντας ένα πρότυπο διαφορετικό από τα συνήθη που θα ακολουθήσουν οι γυναίκες της μακεδονικής αριστοκρατίας, οι οποίες θα γίνουν βασίλισσες στην ελληνιστική Οικουμένη.
Η χειραφέτηση των γυναικών των ελληνιστικών βασιλικών οίκων είναι γεγονός και το μοντέλο της συμπεριφοράς τους επηρεάζει όλους. Βρίσκοντας στο νέο κόσμο πρόσφορο έδαφος, ιδέες ριζωμένες στα αρχέγονα πιστεύω των Μακεδόνων ανθίζουν και φέρνουν πλούσιους καρπούς. Έχοντας πρότυπο την μακεδονική αριστοκρατία, οι γυναίκες που ζουν στις ανοιχτές κοινωνίες της ελληνιστικής οικουμένης θα πάρουν στα χέρια τους την μοίρα τους και θα αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα, περισσότερη εξουσία επάνω στον ίδιο τους τον εαυτό.