Τρισέγγονος του βασιλιά του Άργους της Πελοποννήσου Τήμενου, ο Περδίκκας Α’ είναι σύμφωνα με την παράδοση ο γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Τημενιδών. Οι ίδιοι οι Μακεδόνες, αλλά και οι Ελλανοδίκες της Ολυμπίας, ο Ηρόδοτος και ο αυστηρός Θουκυδίδης δέχονταν αυτή την παράδοση ως ιστορικό γεγονός και είναι ο ίδιος ο πατέρας της ιστορικής επιστήμης, ο Ηρόδοτος, που παραδίδει την θαυμαστή ιστορία του εξόριστου αγοριού που έγινε ο γενάρχης της δυναστείας,η οποία έμελλε να αλλάξει τον κόσμο.
«Αυτού του Αλέξανδρου (του πρώτου) έβδομος προπάτορας είναι ο Περδίκκας που απόκτησε την εξουσία των Μακεδόνων με τον εξής τρόπο: Τρία αδέρφια, απόγονοι του Τήμενου ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας έφυγαν από το Άργος και πήγαν στους Ιλλυριούς και από εκεί πέρασαν στην ορεινή Μακεδονία και έφτασαν στην πόλη Λεβαίη.
Εδώ δούλευαν για τον βασιλιά, ο ένας βόσκοντας τα άλογα, ο άλλος τα γελάδια και ο πιο μικρός, ο Περδίκκας, τα πρόβατα. Η γυναίκα του βασιλιά ετοίμαζε η ίδια το ψωμί τους, γιατί παλιά και οι βασιλιάδες ήταν φτωχοί, όχι μόνον ο λαός. Καθώς έψηνε τα ψωμιά, το ψωμί του μικρότερου βοσκού, του Περδίκκα, φούσκωνε από μόνο του και γινόταν διπλό από τα άλλα και, επειδή αυτό επαναλαμβανόταν συνεχώς, το είπε στον άντρα της.
Εκείνος, μόλις το άκουσε, κατάλαβε ότι αυτό είναι σημάδι που θα έφερνε μεγάλα προβλήματα. Κάλεσε λοιπόν τους βοσκούς και τους έδιωξε από την χώρα του. Αυτοίείπαν πως το δίκαιο είναι πρώτα να τους πληρώσει για την δουλειά τους και ύστερα να φύγουν. Όταν άκουσε ο βασιλιάς για αμοιβή, σαν να του πήρε ο Θεός τα μυαλά, τους απάντησε, «αυτή είναι η αμοιβή που σας αξίζει και σας την δίνω» και τους έδειξε το φως του ήλιου που έμπαινε μέσα στο σπίτι από την καπνοδόχο.
Ακούγοντας τον, ο Γαυάνης και ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, στέκονταν σαν χαμένοι, αλλά ο μικρός που έτυχε να χει ένα μαχαίρι, λέγοντας «δεχόμαστε βασιλιά αυτό που μας δίνεις» χάραξε με το μαχαίρι του στο πάτωμα το ίχνος του ήλιου, περιγράφοντας το, και αντλώντας τρεις φορές με την χούφτα του το φως το έβαλε στον κόρφο του και ύστερα έφυγε και αυτός και η παρέα του.
Αυτοί λοιπόν απομακρύνθηκαν, όμως ένας από τους παριστάμενους αποκάλυψε στον βασιλιά το νόημα της πράξης και ότι με την εξυπνάδα του ο μικρός θα πάρει όντως αυτό που τους δόθηκε. Εκείνος με το που τα άκουσε αυτά οργίστηκε και έστειλε τους καβαλάρηδές του να σκοτώσουν τα αδέρφια.
Σε αυτή την χώρα υπάρχει ένας ποταμός, τον οποίο οι απόγονοι των τριών νέων από το Άργος τιμούν με θυσίες ως σωτήρα, γιατί,μόλις τον πέρασαν οι Τημενίδες, φούσκωσαν τόσο τα νερά του που οι καβαλάρηδες του βασιλιά δεν μπόρεσαν να τον διαβούν.
Έτσι τα αδέρφια έφτασαν σε άλλο μέρος της Μακεδονίας και κατοίκησαν κοντά στους κήπους του Μίδα του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν από μόνα τους εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα που το άρωμά τους ξεπερνά όλα τα υπόλοιπα.
Σε αυτούς τους κήπους, όπως λένε οι Μακεδόνες, αιχμαλωτίσθηκε ο Σιληνός.
Επάνω από αυτούς υψώνεται το όρος Βέρμιον που είναι αδιάβατο τον Χειμώνα. Αφού κατέλαβαν αυτή την περιοχή οι Τημενίδες, έχοντας την σαν ορμητήριο, υπόταξαν και την υπόλοιπη Μακεδονία.
Αυτού του Περδίκκα απόγονος είναι αυτός εδώ ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα που είναι γιος του Αλκέτα. Πατέρας του Αλκέτα ήταν ο Αέροπος και αυτουνού ο Φίλιππος και του Φιλίππου ο Αργαίος και του Αργαίου ο Περδίκκας που κατάφερε να πάρει την εξουσία.»
Σύμφωνα με μια παράδοση που διέσωσε ο Διοδωρος ο Σικελιώτης, όταν ο Περδίκκας έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων, ακολουθώντας τον δελφικό χρησμό, ίδρυσε το άστυ των Αιγών στον τόπο,όπου είδε συγκεντρωμένες τις χιονόλευκες αίγες με τα ασημένιακέρατα να κοιμούνται το χάραμα.
Έτσι η αίγα έγινε το λαλούν σύμβολο της βασιλικής μητρόπολης των Μακεδόνων.