Η ιστορία των Μακεδόνων διαβάζεται ακόμη και σήμερα στο τοπίο- στους δρόμους που διέσχιζαν το βασίλειό τους, στα βουνά και στα ποτάμια που το όριζαν και ακόμη στα ευρήματα που φυλάγει η γη στην αγκαλιά της και αποδίδει γενναιόδωρα στο άγγιγμα ης αρχαιολογικής σκαπάνης.
Τυχαία ευρήματα, επιφανειακές έρευνες και μικρές σωστικές ανασκαφές μαρτυρούν ότι στα Πιέρια όρη υπάρχει ένα δίκτυο οικισμών και εγκαταστάσεων ήδη από τα νεολιθικά χρόνια και την εποχή του χαλκού, ενώ οι πολύ εκτεταμένες σωστικές ανασκαφές για την διάνοιξη της νέας Εγνατίας οδού στην νότια πλευρά του Βερμίου έφεραν στο φως πλούσια στοιχεία για την ζωή των ορεσίβιων Μακεδόνων την τελευταία προχριστιανική χιλιετία.
Παντού υπήρχαν μικροί συνοικισμοίπου παρουσιάζουν αξιοσημείωτη διάρκεια με αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις. Χτισμένοι σε όσο γίνεται πιο προστατευμένες και απάνεμες ‘αγκαλιές’, στρέφονται κατά προτίμηση προς το νοτιά. Τα σπίτια είναι λιγοστά, συχνά μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, καιμάλλον ανήκαν στα μέλη της ίδιας οικογένειας-πατριάς. Είναι μικρά, κάπως ακανόνιστα, χτισμένα με λάσπη και αδούλευτες πέτρες. Τα δάπεδα ήταν φτιαγμένα από πατημένο χώμα, οι στέγες μάλλον από κλαδιά, άχυρα και πηλό. Υπάρχουν μικρά υπόστεγα, εστίες και μεγάλα πήλινα πιθάρια στα οποία αποθήκευαν τα δημητριακά.
Βασικό στοιχείο για την οργάνωση και την χρήση του χώρου σε αυτούς τους ορεινούς οικισμούς του Βερμίου και των Πιερίων είναι η κατασκευή ανδήρων. Περίβολοι και αναλήμματα από ξερολιθιές, παράλληλα ή διατεμνόμενα παρακολουθούν ή διακόπτουν το φυσικό ανάγλυφο και σχηματίζουν ένα δίκτυο από στενά αλλεπάλληλα άνδηρα πανομοιότυπα με τις πεζούλες της ορεινής Πελοποννήσου και των νησιών. Στα άνδηρα αυτά που συγκρατούν το χώμα προσφέροντας καλλιεργήσιμη γη, αναπτύσσονται οι ίδιοι οι οικισμοί, αλλά και όλες οι συνακόλουθες παραγωγικές δραστηριότητες.
Τους συνοικισμούς ‘πλαισίωναν’ από κάποια απόσταση οι στάνες και τα μαντριά των αιγοπροβάτων, κατασκευές από ξύλινους πασσάλους και κλαδιά, που θα έμοιαζαν πολύ με τα νεότερα παράλληλα των παραδοσιακών χωριών της περιοχής. Σε μερικά μάλιστα βρέθηκαν στη θέση τους οι χύτρες, οι πυροστιές και τα μικρά πιθάρια που χρησίμευαν για την τυροκομία.
Τα νεκροταφεία βρίσκονται σε υψώματα με απεριόριστη θέα όχι πολύ μακριά από τους οικισμούς, ώστε οι νεκροί που δεν φοβούνται πια τον βοριά να περιφρουρούν την ευημερία των απογόνων τους….
Τα κτερίσματα δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια, υπάρχει σχεδόν πάντα ένα πήλινο ποτήρι και ένα κανάτι για να σβήνουν την δίψα τους οι νεκροί στον Άδη. Οι άντρες φορούν χάλκινα δαχτυλίδια και κρατούν με το δεξί τους χέρι το ξίφος ή το μαχαίρι τους. Τα κοσμήματα των γυναικών είναι λιγοστά ή ανύπαρκτα. Οι τάφοι όμως είναι ιδιαίτερα φροντισμένοι. Φτιαγμένοι από λίθινες πλάκες και στρωμένοι με βότσαλα καλύπτονται από μεγάλους τύμβους - λιθοσωρούς που παίρνουν την μορφή εντυπωσιακών τροχών.
Μη έχοντας περίσσια πλούτη, οι άνθρωποι του βουνού αφιέρωναν στους νεκρούς τον μόχθο τους. Και είναι οι σκελετοί τους, απροσδόκητα καλά διατηρημένοι, που μας έσωσαν την πιο άμεση και συγκλονιστική μαρτυρία για την ζωή τους, μια ζωή τραχιά και δύσκολη γεμάτη κόπους και βάσανα: Πόδια παραμορφωμένα από το περπάτημα στα κακοτράχαλα βουνίσια μονοπάτια, σπόνδυλοι που έλιωσαν, σηκώνοντας βάρη, χέρια που δεν σταμάτησαν να δουλεύουν κατάγματα που δεν έπαψαν ποτέ να πονούν.
Γυναίκες που πέρασαν την ζωή τους δουλεύοντας σκληρά, που γέννησαν ξανά και ξανά, που γέρασαν και πέθαναν στα σαράντα τους, νήπια και παιδιά που τα άρπαξε η αρρώστια πριν την ώρα τους, άντρες που τραυματίστηκαν και επέζησαν και συνέχισαν ακόμη και σακάτηδες να σπρώχνουν το λιθάρι τους και άλλοι που έπεσαν στην μάχη. Ένα εικοσάχρονο παλληκάρι που πέθανε από αιμορραγία, όταν το σπαθί του εχθρού του έκοψε το μπράτσο, ο αδερφόςτου, έφηβος ακόμη που βρήκε ανάπαυση στον ίδιο τάφο, όταν του τσάκισαν με ξίφος το κρανίο…
Τα νεκροταφεία της πρώιμης εποχής του σιδήρου φανερώνουν την διασπορά των εγκαταστάσεων στα ανατολικά Πιέρια μέχρι τις ακτές του Θερμαϊκού, στον κάμπο της Πιερίας, στις υπώρειες και τα περάσματα του Ολύμπου. Στα δυτικά παρακολουθούν την κοιλάδα του Αλιάκμονα ως τα υψίπεδα της Ελίμειας, στα βορειοδυτικά τα βρίσκουμε στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου, στην περιοχή της Έδεσσας, στα βόρεια, στην Αλμωπία και στην Βοττιαία, στον κάμπο αλλά και στα υψίπεδα μέχρι το Πάικο, στα ανατολικά κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού στην πεδιάδα της Θέρμης, στις ανατολικές ακτές του Θερμαϊκού μέχρι την Χαλκιδική…
Οι ομοιότητες, οι κατασκευαστικές αντιστοιχίες, οι μορφολογικές και τυπολογικές αναλογίες που εμφανίζονται στα τέχνεργα απηχούν ομοιότητες και αντιστοιχίες στις πρώτες ύλες, στους τρόπους και στα μέσα παραγωγής και στις τεχνολογίες, μαρτυρούν την ύπαρξη εργαστηρίων που προμηθεύουν μεγαλύτερες ομάδες με εξειδικευμένα προϊόντα και αγαθά και σίγουρα φανερώνουν ένα πυκνό δίκτυο ανταλλαγών σε όλα τα επίπεδα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο, παρουσιάζουν οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν και διαπιστώνονται από τον προσεκτικό παρατηρητή. Αυτές αφορούν στην οργάνωση του χώρου, στην μορφή των κτισμάτων και των κατασκευών, ακόμη και στα ταφικά έθιμα και τείνουν να χαρακτηρίσουν γεωγραφικές ενότητες, απηχώντας πιθανότατα και διαφοροποιήσεις σε φυλετικές ταυτότητες. Ενδεικτική είναι η χρήση των όπλων ως κτερισμάτων τυπικών για τους άντρες που είναι κανόνας στις περιοχές της σημερινής Ημαθίας και Πιερίας, αλλά εξαίρεση στις περιοχές της Αλμωπίας, της Βοττιαίας, της κοιλάδας του Αξιού ή της Χαλκιδικής.
Όπως και να χει, μολονότι οι ανασκαφές και τα ευρήματα αυξήθηκαν εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, γεγονός παραμένει ότι το νεκροταφείο των τύμβων των Αιγών είναι εκείνο με τα πιο πλούσια και εντυπωσιακά ευρήματακαι αυτό σημαίνει ότι στις αρχές της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας εδώ βρισκόταν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της Μακεδονικής λεκάνης.
Στα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια, τον 7ο αιώνα π.Χ., τα πράγματα αποκτούν πιο σαφές ιστορικό περίγραμμα: οι επαφές με την νότια Ελλάδα πυκνώνουν, οι αναφορές των πηγών πληθαίνουν και μπορούν να συνδυαστούν με τα αρχαιολογικά ευρήματα, τόποι και πρόσωπα εμφανίζονται επώνυμα, θρύλοι και ανιστορήσεις δίνουν συνεκτικότητα στο ιστορικό αφήγημα.
Τα μικρά «βασίλεια» που ο Όμηρος περιγράφει στα έπη του, απηχούν σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση των φυλετικών βασιλείων που μοιράζονται τον Ελλαδικό χώρο τον 9ο και 8ο προχριστιανικό αιώνα. Μολονότι οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν πάντα φιλικές, τα ελληνικά φύλα είχαν επίγνωση της κοινής τους καταγωγής και παράδοσης, πίστευαν στους ίδιους θεούς και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αν και με διαφορετικές διαλέκτους. Τα έπη και οι μυθικές γενεαλογίες ηρώων και βασιλιάδων επιβεβαιώνουν την εδραιωμένη πεποίθηση αυτής της κοινής ρίζας.
Στα αρχαϊκά χρόνια, τον 7ο και 6ο αι. π.Χ., σε ορισμένα μεγάλα κέντρα, όπως η Αθήνα και το Άργος, έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες που θα οδηγήσουν στην δημιουργία των δημοκρατικών πόλεων-κρατών, ωστόσο στην περιφέρεια εξακολουθούν να υπάρχουν τα φυλετικά βασίλεια με τις αρχέγονες δομές τους. Οι απόγονοι των δυναστειών των κέντρων που εκπίπτουν αναζητούν την τύχη τους στην περιφέρεια: Βακχιάδες από την Κόρινθο φτάνουν στην Λύγκο και γίνονται ηγεμόνεςτων Λυγκιστών, Τημενίδες από το Άργος γίνονται βασιλιάδες των Μακεδόνων.
Πριν από αυτούς έχουν φτάσει οι άποικοι. Κοντά στις εκβολές του Αλιάκμονα, στην δυτική όχθη του Θερμαϊκού οι Ερετριείςδημιουργούν ήδη τον 8ο αιώνα την Μεθώνη, το πρώτο λιμάνι της περιοχής,οι ίδιοι αποικίζουν και την ανατολική ακτή του κόλπου με μια σειρά από πόλεις που απλώνονται σε ολόκληρη την χερσόνησο της Παλλήνης.
Οι Χαλκιδείς αποικίζουν την Σιθωνία και δίνουν στην περιοχή της Χαλκιδικής το όνομά τους. Στο ανατολικό πόδι εγκαθίστανται άποικοι από την Άνδρο, οι Κορίνθιοι με αρχηγό τον γιο του Περίανδρου ιδρύουν την Ποτίδαια. Κρήτες, ίσως και Αθηναίοι, φθάνουν στο βάθος του Θερμαϊκού κόλπου στην περιοχή της Βοττιαίας.
Δίπλα στους άποικους από την νότια Ελλάδα συνεχίζουν να ζουν οι γηγενείς πληθυσμοί. Στην κοιλάδα του Αξιού βρίσκονται οι Παίονες, γνωστοί ήδη στον Όμηρο σαν σύμμαχοι των Τρώων, ανατολικότερα τα φύλα των Θρακών, Βισάλτες, Κρήστωνες, Μύγδονες, Ηδωνοί. Τους κατοίκους της Θέρμης ο Εκαταίος τους χαρακτηρίζει «Θρήκες Έλληνες», ίσως γιατί μιλούσαν Ελληνικά, όπως ελληνικά είναι και τα γράμματα στα νομίσματά των Θρακών. Βορειότερα και δυτικότερα βρίσκονταν οι Βοττιαίοι, οι Άλμωπες, οι Εορδοί, οι Πελαγόνες, οι Λυγκηστές, οι Ορέστες.
Στην Αχλάδα, περίπου 20 χλμ βορειοανατολικά της Φλώρινας ανασκάπτεται το κέντρο των Λυγκηστών, στο Αρχοντικό κοντά στην Πέλλα βρέθηκε η μητρόπολη των Βοττιαίων, στην Σίνδο στις εκβολές του Εχέδωρου και πιθανότατα στο Βασιλούδι στα νότια της λίμνης Κορώνειας δύο σημαντικά κέντρα των Θρακικών φύλων της περιοχής.
Παντού στις νεκροπόλεις των κέντρων αυτών ξεχωρίζουν οι ταφές των ηγεμόνων όχι τόσο για την μορφή τους, αφού πρόκειται για απλούς ταφικούςλάκκους ή λίθινες σαρκοφάγους, αλλά χάρη στα πλούσια κτερίσματα και κυρίως χάρη στα χρυσά προσωπεία που φορούν οι νεκροί, άντρες και γυναίκες, μέλη της δυναστικής οικογένειας.
Οι χρυσές νεκρικές μάσκες που καλύπτουν το πρόσωπο των νεκρών ηγεμόνων εμφανίζονται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αιώνα και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι τις αρχές του 5ου. Αποτελούν χαρακτηριστικό έθιμο διάφορων φύλων της ευρύτερης περιοχής και βρίσκουν παράλληλα βορειότερα στις νεκροπόλεις των Εγχελιδών της Λυχνιδού, όπου βρέθηκαν στο Trebeniste και στην περιοχή της Αχρίδος.
Πολύτιμα, λαμπερά και ακατάβλητα από τη φθορά του χρόνου, τα χρυσά προσωπεία εξασφαλίζουν στους κατόχους τους αιώνια αφθαρσία και τους ξεχωρίζουν από όλους τους κοινούς θνητούς.
Η λάμψη του χρυσού, προνόμιο των θεϊκών εικόνων, επιστρατεύεται για να δηλώσει την μετάβαση των εξεχόντων νεκρών στη σφαίρα των ηρώων, δηλώνοντας συγχρόνως το ξεχωριστό status που απολάμβαναν όσο ζούσαν.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην Αιανή, το δυναστικό κέντρο των Ελιμειωτών. Εδώ οι βασιλικοί τάφοι είναι μνημειώδεις κατασκευές με υπόγειο θάλαμο και υπέργειο ναόσχημο κτίσμα, υπάρχουν επιτύμβια μνημεία, λέοντες, κούροι και κόρες και ανθεμωτές στήλες, ενώ είναι πιθανό ότι για τους νεκρούς βασιλείς εφαρμοζόταν το έθιμο της καύσης.
Τα ταφικά μνημείατης Ελίμειας παρουσιάζουν αντιστοιχίες με εκείνα της νότιας Ελλάδας, τα έθιμα τους με εκείνα των Μακεδόνων, όπου η καύση των βασιλέων είναι ο κανόνας.
Και, μολονότιοι βασίλισσεςτων Μακεδόνων μέχρι τον 5ο αιώνα ενταφιάζονταικαι δεν καίγονται, είναι βέβαιο ότι εδώ δεν χρησιμοποιούνται χρυσά νεκρικά προσωπεία για να καλύψουν τα πρόσωπα των νεκρών. Δεν αποκλείεται μάλιστα η επικράτηση των Μακεδόνων στην ευρύτερη περιοχή μετά τα περσικά να ήταν η αιτία για την εξαφάνιση του εθίμου των χρυσών ταφικών προσωπείων.
Περιγράφοντας τον όγκο της περσικής στρατιάς, ο Ηρόδοτος, αυτόπτης μάρτυς του χώρου, μας δίνει μια πολύτιμη πληροφορία για τον ίδιο τον τόπο:
«…Στρατοπεδεύοντας, ο στρατός του Ξέρξη κατέλαβε όλη την παραθαλάσσια περιοχή, ξεκινώντας από την Μυγδονία και την πόλη Θέρμη μέχρι τις εκβολές του ποταμού Λουδία και του Αλιάκμονα που, σμίγοντας τα νερά τους στην ίδια κοίτη, χωρίζουν την γη την Βοττιαιίδα από τηνΜακεδονίδα».
Η κατάληξη –ις, –ίδος σε έναν γεωγραφικό όρο δηλώνει στο ιδιόλεκτο του συγγραφέα τον τόπο που ανήκει σε κάποιον, την κοιτίδα του ομώνυμου φύλου.
Η Βοττιαιίς, η γη των Βοττιαίων όπου βρίσκεται η Πέλλα, εκτεινόταν στα βόρεια των δύο ποταμών και του Θερμαϊκού κόλπου. Στα νότια ήταν η Μακεδονίς,η αρχαία κοιτίδα των Μακεδόνων, που εντοπίζεται έτσι στην στενή πεδιάδα της Ημαθίας, στις καταπράσινες λοφοσειρές, στα πυκνά δάση, στα άφθονα λιβάδια και στα εύφορα οροπέδια του νότιοανατολικού Βερμίου και του βουνού που, προφανώς όχι τυχαία, ο Ηρόδοτος ονομάζει Μακεδονικόν όρος, τασημερινά Πιέρια όρη.
Εδώ, στο προστατευμένο από τον βοριά εύφορο οροπέδιο που σχηματίζεται επάνω από τη στενή κοιλάδα του Αλιάκμονα, στον αχανή ερειπιώνα, όπου οι πλούσιες αρχαϊκές κυράδες ‘κοιμούνται’, φορώντας στα πόδια αρμαθιές χάλκινα βραχιόλια και κεχριμπάρια στο λαιμό, στον τόπο που τον φυλάγουν ακόμα οι νεκροί πολεμιστές, κρατώντας σφιχτά στο στήθος το σπαθί τους, φαίνεται ότι βρισκόταν η Λεβαίη, το πανάρχαιο κέντρο των Μακεδόνων.
Ακολουθώντας τα παλιά μονοπάτια, χρειάζεται κανείς να περπατήσει λιγότερο από τέσσερις ώρες για να κατηφορίσει στον κάμπο, στον τόπο όπου διάλεξαν οι Μακεδόνες να χτίσουν την πρώτη τους πόλη, τις Αιγές. Η εικόνα όμως που θα αντίκρυζε ο αρχαίος διαβάτης, αγναντεύοντας από την ακρόπολη των Αιγών, ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή: Ο Θερμαϊκός κόλπος εισχωρούσε βαθιά μέσα στη μακεδονική λεκάνη και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του σημερινού κάμπου ήταν θάλασσα που από τις προσχώσεις των ποταμών έγινε αργότερα λίμνη.
Στην άλλη μεριά του κόλπου, στα βόρεια, στην περιοχή της Πέλλας υπήρχε βαθύ λιμάνι και ένα μικρό νησί. Ο Αλιάκμονας κυλούσε βορειότερα απόεκεί που βρίσκεται σήμερα και, σμίγοντας με τον Λουδία, δημιουργούσε ένα δυσκολοδιάβατο υδάτινο σύνορο. Ελώδεις εκτάσεις έκαναν απρόσιτη στα πλοία την νότια ακτογραμμή του Θερμαϊκού και ένα πυκνό δάσος με αιωνόβια δένδρα και άγρια θηρία σκέπαζε το μεγαλύτερο κομμάτι της ημαθιώτικης πεδιάδας. Τα έλη και το δάσος υπήρχαν μέχρι το 1937, που έγινε η αποξήρανση και ο μεγάλος αναδασμός, για να μοιραστεί καλλιεργήσιμη γη στους πρόσφυγες από τον Πόντο.
Ο πιο σύντομος δρόμος για όποιον ήθελε από την ανατολή ή τον βορά να φτάσει στη νότια Ελλάδα δια ξηράς ήταν να περάσει τον Αξιο, να διασχίσει την Βοττιαιίδα και, περνώντας τον Λουδία και τον Αλιάκμονα να φτάσει στη χώρα των Αιγών.
Από εκεί, παίρνοντας τον ορεινό δρόμο που διέσχιζε το Μακεδονικόν όρος, περνώντας από την Λεβαίη, μπορούσε με ταχύτητα και ασφάλεια να φτάσει στην Ελασσόνα και την Θεσσαλία ή να κατευθυνθεί προς τα δυτικά στην Αιανή, την Ελίμεια και την Ήπειρο.
Οι προϊστορικοί οικισμοί τεκμηριώνουν την αρχαιότητα του δρόμου των Πιερίων, η πυκνότητα των εγκαταστάσεων όλων των εποχών την διαχρονική χρήση του και τα έξι κάστρα που τον φρουρούν μαρτυρούν την στρατηγική σημασία του.
Ασημένια, χρυσά και χάλκινα κοσμήματα, περιδέραια με χάντρες από κεχριμπάρι, γυάλινα μυροδοχεία και φυλαχτά από ελεφαντόδοντο, από την μακρινή ανατολή, μελανόμορφα αγγεία από την Κόρινθο, την αττική και τα εργαστήρια του Θερμαϊκού, κύλικες από την ανατολική Ιωνία, χάλκινες λεκάνες και φιάλες, τα ευρήματα των ανασκαφών στα νεκροταφεία της ορεινής Μακεδονίδος, ανατρέπουντην ιδεοληψία που θέλει τους ορεινούς οικισμούς απομονωμένους και οπισθοδρομικούς, μιλούν εύγλωττα για επαφές, σχέσεις και ανταλλαγές των Μακεδόνων του βουνού και αποδεικνύουν ότι εδώ βρισκόταν ο βασικός άξονας χερσαίας επικοινωνίας του βορά με το νότο, από όπου το 480 π.Χ. πέρασε και η στρατιά του Ξέρξη.
Και δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο ότι οι Μακεδόνες διάλεξαν ακριβώς το σημείο, όπου αυτός ο πανάρχαιος δρόμος συναντά εκείνον που έρχεται από την παραλία του Θερμαϊκού, από τα γειτονικά λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης για να χτίσουν την πρώτη τους πόλη, την πόλη που με τα νώτα στραμμένα στο πατρογονικό βουνό και το μέτωπο καλά φυλαγμένο από τον Αλιάκμονα θα γινόταν η αφετηρία της εξάπλωσης, το λίκνο της πιο ένδοξης βασιλικής δυναστείας, την πόλη που αναδύεται σιγά-σιγά από τους ασφοδελούς λειμώνες της λήθης και αποκτά ξανά το όνομά της: Αιγεαί.
Οικισμοί, ο πιο σημαντικός από τους οποίους ήταν η Άλωρος μάλλον στη θέση που σήμερα λέγεται ‘τούμπα του βασιλιά’, ιερά και νεκροταφεία σημαδεύουν την πορεία του δρόμου από τις Αιγές ως την Μεθώνη και την Πυδνα, το μόνο μακεδονικό λιμάνι μέχρι τον 5ο αιώνα.
Νοτιότερα, στην Πιερία, στην εύφορη πεδιάδα με τα πολλά νερά βρισκόταν το Δίον, το πατρογονικό ιερό των Μακεδόνων, αφιερωμένο στον γενάρχη θεό, τον Δία, τα Λείβηθρα, ο ιερός τόπος του Διόνυσου, και το Ηράκλειον, η πόλη του Ηρακλή.
Πέρα από τον Αλιάκμονα στα δυτικά των Αιγών στις υπώρειες του Βερμίου οι κώμες της Βέροιας και της Μίεζας, μέχρι τον Λουδία που ήταν το σύνορο με την χώρα των Βοττιαίων.
Ως την τελευταία δεκαετία του 6ου προχριστιανικού αιώνα το Μακεδονικό βασίλειο περιορίζονταν στην Πιερία και την Ημαθία και οι Μακεδόνες, όπως δείχνουν τα ευρήματα των νεκροπόλεων τους, ακόμη και της βασιλικής νεκρόπολης των Αιγών, ήταν πιο φτωχοί από τους γείτονες τους, τους Βοττιαίους.